Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Κλασσικά 

Τσιφόρος Νίκος: Το Μεγάλο Παιδί Της Πιάτσας

        Βιογραφικό  

     Ο Νίκος Τσιφόρος ήτανε φαινόμενο για τα δρώμενα του ελληνικού κινηματογράφου της χρυσής εποχής (1950-1970). Τότε που οι εταιρείες του Φ. Φίνου και του Κ. Καραγιάννη μεσουρανούσαν με τις ταινίες τους, που σκορπίζανε το γέλιο και το δάκρυ στον διψασμένο Έλληνα. Ήτανε φαινόμενο, γιατί με το ευρηματικό του χιούμορ κατάφερνε να σκαρώνει αυθεντικά κείμενα και να σατυρίζει τα κακώς κείμενα της Αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής. Πλήθος ταινιών, δημοσιευμάτων και βιβλίων, φέρνουνε τον αθάνατον αυτό χιουμορίστα στις πρώτες σειρές της ελληνικής λογοτεχνίας.
     Tο ταλέντο του δεν μπορούσε να χωρέσει στη διάρκεια μιας ταινίας ή στις σελίδες ενός βιβλίου. Επεκτεινόταν ως εκεί που φτάνει η φαντασία και το χιούμορ. Συχνά αυτό το χιούμορ κι αυτή η φαντασία δεν είχαν όρια. Ευτυχώς δεν είχαν όρια, για να κάνουν εμάς, τους απλούς θνητούς να γελάμε με τα καμώματα όσων διακωμώδησε. Κάποιος κριτικός τον χαρακτήρησε "ευφυολόγο" κι όχι άδικα. Ήτανε πάντα ετοιμόλογος, πάντα σκόρπαγε τ' αστεία του παντού, αστεία που του έρχονταν αυθόρμητα κείνη τη στιγμή χωρίς να 'ναι προμελετημένα.
     Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1911, από εύπορους Έλληνες γονείς -Ο πατέρας του είχεν επιχειρήσεις εκεί και προερχόταν από παλιά ιστορική οικογένεια της Λίμνης, με ιδιόκτητη τη μητρόπολη Αγία 'Αννα, Παναγιά- και δυο χρόνια αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από τα 11 του χρόνια, άρχισε ν' ασχολείται μανιωδώς με το γράψιμο, ενώ τη πρώτη του επιθεώρηση την έγραψε το 1928 για ένα θερινό θέατρο στη Φρεαττύδα. Η πρώτη του αυτή προσπάθεια απέτυχε αλλά δεν απογοητεύτηκε. Μετά τη στοιχειώδη του εκπαίδευση, σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες κι άσκησε για λίγο το επάγγελμα του δικηγόρου, εργάστηκε για δυο χρόνια στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη συνέχεια παραιτήθηκε για να μπαρκάρει στα καράβια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επαγγέλματα, αλλά συνέχιζε να γράφει δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα έντυπα. Ήταν όπως ισχυριζόταν, έξω από πολιτικά, μα βρέθηκε το 1937 φακελωμένος επί Μεταξά. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με διάφορε εφημερίδες (Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος) και περιοδικά (Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος, Πάνθεον), ενώ έγραψε πάνω από 40 θεατρικά έργα και περισσότερα από 80 σενάρια. Κάποια απ' αυτά τα 'γραψε μόνος του κι άλλα σε συνεργασία, κυρίως με τον Πολύβιο Βασιλειάδη -με τον οποίο δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά δίδυμα θεατρικών συγγραφέων.
     Ένας από τους πιο εξαίρετους δημοσιογράφους, θεατρικούς συγγραφείς, σεναριογράφους αλλά και σκηνοθέτες, με μεγάλο θεατρικό, συγγραφικό και κινηματογραφικό έργο, χαρακτηρίζεται από χιούμορ, με ανελέητο σαρκασμό κι ειρωνεία ενάντια στην αυταρχικότητα και στο δεσποτισμό. Όμως υπήρξε κι υπερασπιστής του λούμπεν προλεταριάτου κι αναδεικνύει από τα "Παιδιά Της Πιάτσας" ότι το περιθώριο της εποχής έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο συναισθημάτων από τους νεόπλουτους μικροαστούς τους οποίους καταστηλιτεύει.
     Το πρώτο του επιτυχημένο θεατρικό το 'γραψε στα χρόνια της Κατοχής. Ήτανε το 1944, όταν ο θίασος του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη αποφάσισε να ανεβάσει στο θέατρο Ακροπόλ το θεατρικό έργο του, «Η Πινακοθήκη Των Ηλιθίων» που αμέσως γνώρισε επιτυχία, όπως άλλωστε όλα σχεδόν τα θεατρικά του έργα από κει και μετά, πολλά από τα οποία αποτελούσαν συνεργασίες με τον Πολύβιο Βασιλειάδη. 4 χρόνια μετά, τη περίοδο 1948-49, έκανε και τη πρώτη του ταινία, που προβλήθηκε με τίτλο «Τελευταία Αποστολή», σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του. 'Αλλα θεατρικά και ταινίες του ήταν: «Ο Κύριος Που Ξέρει Τις Γυναίκες», «S.O.S. Μιντανάο», «Γάντι & Σαρδέλα», «Ο Καλός Μας 'Αγγελος», «Η Κυρία Του Κυρίου», «Ο Χρυσός Κι Ο Τενεκές», «Το Κοροϊδάκι Της Δεσποινίδος», «Ο Τελευταίος Τίμιος», «Το Έξυπνο Πουλί», «Ο Κλέαρχος, Η Μαρίνα Κι Ο Κοντός», «Οι Γαμπροί Της Ευτυχίας», «Αγάπη Μου Παλιόγρια», «Η Ωραία Των Αθηνών», «Ο Θησαυρός Του Μακαρίτη», «Έλα Στο Θείο», «Αχ! Αυτή Η Γυναίκα Μου» κ.ά.
     Πολλά θεατρικά του έργα μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη από άλλους σκηνοθέτες, ενώ ο ίδιος κατά τη διάρκεια της καρποφόρας σκηνοθετικής του σταδιοδρομίας έγραφε αυθεντικά κινηματογραφικά σενάρια ξεκινώντας από τα στούντιο της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Έγραψε επίσης πολλά ευθυμογραφήματα σε περιοδικά κι εφημερίδες καθώς και ραδιοφωνικά κείμενα. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία κι ως πεζογράφος, διακρινόμενος για το ευρηματικό του χιούμορ και την ικανότητά του στην σατιρική απόδοση ιστορικών γεγονότων. Έργα του όπως «Τα Παιδιά Της Πιάτσας», «Τα Παλιόπαιδα Τα Ατίθασα», «Εμείς Κι Οι Φράγκοι», «Σταυροφορίες» κλπ. συναντούν φανατικούς αναγνώστες σε κάθε εποχή. 'Αλλα βιβλία του: «Ελληνική Μυθολογία», «Ρεμάλια Ήρωες», «Ιστορία Της Αγγλίας», «Βιβλικά Χαμόγελα», «Παραμύθια Πίσω Απ' Τα Κάγκελα», «Μίλων Φιρίκης», «Όμορφη Θεσσαλονίκη» κ. ά.
     Συχνά επισκεπτόταν τη Λίμνη, όπου στο καφενέ του Γρίσπου έδινε σκακιστικές μάχες. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της χούντας το 1970 κι από τον Οκτώβρη του 1995 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο οικογενειακό του εκκλησάκι στη Λίμνη. Θεωρείται λησμονημένος και παραμελημένος νεοέλληνας λογοτέχνης, σε σχέση με τη μεγάλη του προσφορά στα γράμματα του τόπου
.

-----------------------------------------------------------------------------------------

από "ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ"

                                     τα σκαθαράκια

     Το λοιπό, κάτου από τον μεγάλο τον ήλιο, βρεθήκανε να κάνουνε τσάρκες δυο σκαθαράκια, τόσα δα δυο σκαθαράκια, τόνα το λέγανε Χιωτάκη Ιωάννη και τ' άλλο το φωνάζανε Σπόρο, σκέτο Σπόρο, μήτε το μικρό του όνομα δεν ήξερε άνθρωπος, μήτε κι αν το βαφτίσανε καλά-καλά τόξερε και το ίδιο. Και βάσταγε το Χιωτάκι ένα κασέλι λουστράδικο "να υαλίσουμεν κύριος;". Ο Σπόρος να πούμε ήτουνα βοηθός του κι ιδού μάγκες μου οι πιτσιρήδες πως την είχανε βολέψει τη φτιάξη.
     Πάγαινε και την έστηνε το Χιωτάκι με το κασέλι του στη γωνιά του δρόμου. Λίγο παραπάνου πάγαινε ο Σπόρος μ' ένα παλιοσιδεράκι και δώστου-δώστου, ξεκόλλαγε μια πλάκα από το πεζοδρόμι. Τη ξεκόλλαγε το λοιπό κι έβαζε από κάτου νερό κι ένα πετραδάκι να μπαλαντζάρει η πλάκα και να μη φαίνεται. Ερχότανε τώρα ο περαστικός χωρίς να ψυλλιάζεται ότι θα πατήσει τη φάκα. Πάταγε τη πλάκα, πεταγότανε το νερό, του πιτσίλιζε παπούτσια και παντελόνι, τον έκανε μαντάρα. Πώς να βολευτεί; Έβρισκε πιο κει το λουστράκι το Χιωτάκι, "Φτιάχτα και γυάλιστα"!
     Με τούτη τη μηχανή, κονόμαγε το Χιωτάκι, μέχρι κι εκατό γυαλίσματα τη μέρα, ήτοι δραγμάς εκατόν
πενήντα. Το βραδάκι λοιπόν που σκολάγανε, έπαιρνε τον Σπόρο, το συνεταιράκι του, παγαίνανε πρώτα στον μάγερα και τη ταρατσώνανε, μετά παγαίνανε σινεμά να δούνε γκαγκστερικά κι επειδής να πούμε, απαγορεύεται εις τους ανήλικους και τέτοια, τη γαζώνανε πως πάνε τάχα να μοιράσουνε φέιγ-βολάν. Σκαρφαλώνανε στη καμπίνα του μηχανικού, που τάχε κει πέρα και μπανίζανε το έργο από τη βίγλα τους. Δε πλερώνανε κι εισιτήριο και γινότανε η δουλειά στο εν τάξει.
     Είχανε και μια κάμερη τα σκαθαράκια, μια τόση δα καμαρούλα, βρώμικη κι ελεεινή, στα Λεμονάδικα μεριά, μια καμαρούλα, δίπλα ήτανε ο απόπατος και μύρζε άσκημα, ανάβανε και κανά τσιγαράκι, έντεκα χρονών αγόρι τόνα, εντεκάμισυ τάλλο, αγοράζανε και σάμαλι να το ματσουλίσουνε τη νύχτα, χρατς-χρουτς, σα κουνελάκια, καλά περνάγανε και κάνανε κομπίνα, το οποίον ο Σπόρος ήθελε καινούργια παπούτσια. Έλεγε λοιπόν το Χιωτάκι που 'χε μυαλό:
 -"Κύττα πως θα κάνουμε να κονομήσουμε πατούμενο".
     Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
 -"Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου".
     Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:
 -"Μέγκλες παπουτσάκια", έλεγε, "να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως"; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες. Πάνω στο καμάρι τώρα, πέρναγε δήθεν άγνωστο το Χιωτάκι, χωρίς το κασελάκι κι έλεγε του Σπόρου:
 -"Τι καμαρώνεις ρε νταηφιόγκο με το πατούμενο; Αφού η μάνα σου ήτανε χελώνα"! Και τούσφιγγε στα ξαφνικά μια στράκα ξεγυρισμένη. Ο Σπόρος θύμωνε μπαρούτι!
 -"Ρε μπάσταρδε να σε πιάκω και να σου κόψω τον αφαλό"! κι έτρεχε να πιάσει τώρα το Χιωτάκι πούχε κάνει μπραφ. Μέχρι να καλοκαταλάβει ο υπάλληλος τι γινότανε, τούτα τα δυο τ' άτιμα είχανε φύγει τρακόσα μέτρα. Κόβανε στενά, κόβανε απέραστα, καβαλλάγανε μάντρες κι άντε να τα πιάσεις. Μπουχός!
     Έτσι κονόμαγε ο Σπόρος παπούτσι και πέρνανε το τραίνο, ανεβαίνανε στην Αθήνα και σ' άλλο μαγαζί, με την ίδια μηχανή, κονόμαγε και το Χιωτάκι. Διότι έτσι τόχανε να πούμε, ό,τι παίρνει ο ένας να παίρνει κι ο άλλος, συνεταιράκια ήντουνε τα παιδιά και δε πάγαινε να γυρίζει ο ένας στη πέννα κι ο άλλος της κακόμοιρης. Τέτοιες μηχανές κάνανε πολλές να πούμε, και με αμερικάνικα παντελόνια μπλουτζίνς και με πουκάμισα και με τσικουλάτες, όλα τα είδη, εξυπνάκια και τα δυο. Δουλεύανε στον Περαία, αλλά την ανάβανε στην Αθήνα, μέχρι μια μέρα που ένας έμπορας κατέβηκε στο λιμάνι περί ανάγκη του, τα 'δε και τα γνώρισε.Το οποίον, τούχανε φάει κάτι πουκάμισα χρωματιστά και δεν τους έδωσε το παρόν, αλλά πήγε και φώναξε ένα πόλισμαν.
     Τα δείρανε τα μικρά στο Τμήμα και πέσανε στη μολόγα. Νάσου λοιπόν κάτι ανακριτές δυσκοίλιοι, νάσου κι ένας σαγγελέας στεγνός σαν παστόψαρο, που μιλήσανε "περί της νεολαίας, ήτις διαφθείρεται και δημιουργεί την σεσηπυΐαν κοινωνίαν της αύριον", τα μπουζουριάσανε και τα δυο και τα κλείσανε στ' ανήλικα, κούρεμα το μαλλί με τη ψιλή, πειθαρχία, αγγαρείες, ένας παπάς πούλεγε μπούρδες περί Παράδεισο, αφού βρισκόντουσαν μες στη Κόλαση, κάτι φύλακες όλο με τ' άγριο και κάτι άλλα παιδάκια συγκρατούμενα, που βρωμάγανε πάνω τους τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα.
     Τα βραδάκια έχει μια βούτα μες στο θάλαμο και σβήνουνε το φως από νωρίς καθόσον η υγιεινή της νεότητος είναι να τουφιάζει από τις οχτώ για να χωνεύει το πατατόνερο που το λένε σούπα και βοηθάει πολύ να πούμε, στην ανάπτυξη της αδενοπάθειας. Κι όλοι οι κρατούμενοι μπάσταρδοι δεν είχανε ιστορίες τους. "Γιατί σε φέρανε;" "Περί κλοπή!" ή "Περί άλλες αμαρτίες", "Περί που βάρεσα έναν με πέτρα", τέτοια τρομερά. Λέγανε και πως βγήκανε σε τούτη τη γης που τη πατούμε, σα τα σκουληκάκια στ' απονέρι, όπερ ο Σπόρος άναβε την ιστορία της μάνας του.
     Αλανιάρα ήτουνε να πούμε και βρήκε έναν αλανιάρη και της λέει ο αλανιάρης: "Μωρή Φανή πάμε να τα πιούμε"; "Μπράβο! Φύγαμε!" Πάνε, τα πίνουνε, λέει πάλι ο αλανιάρης: "Πάμε για ξάπλες, διότι Φανή μη μου κάνεις τη παρθένα, έχεις κοιμηθεί με χίλιους διακόσους τριανταδυό, τί χίλιοι διακόσοι τριανταδυό, τί χίλιοι διακόσοι τριαντατρείς;" "Και δε πάμε", γαργαλιότανε η Φανή, καθόσον ο αλανιάρης είχε παχύ μαύρο μουστάκι και τονε χαλβάδιαζε. Κοιμούνται το λοιπό και σε δυόμισυ μήνους λέει η Φανή στον αλανιάρη: "Ξέρεις τίποτα; Είμαι ολίγον έγκυα". Θυμώνει ο μάγκας: "Τον κακό σου τον καιρό! Τόσα χρόνια τη γάζωνες στεγνά, τώρα βρήκες να μου κολατσίσεις; Και το μυαλό σου που τόχες μωρή καρπερή;" και την αφήνει, κάνει μπραφ και γίνεται της χαμένης.
     Η Φανή όλο συλλογιότανε: "Να το ρίξω; Να μη το ρίξω;" αλλά δεν είχε και τα ριχτ
ικά. Ήρθε η κοιλιά της μπαλόνιασε, πάτησε τους οχτώ, στο τέλος πήγε στο Πέραμα σε μια θεια της, από τη Κάλυμνο ήτουνε και το γέννησε το παιδί. "Να δουλέψω και να το ταΐσουμε το μικρό". Δούλεψε κάμποσο και μετά έφυγε στο Μπερούτι μ' ένα... μπαλέτο, και χάθηκε, κανένας δεν πήρε μάειδε γράμμα, μάειδε γραφή, μόνο στην αρχή ήρθανε κάτι λίρες λιβανέζικες και μετά κλάφτα Χαράλαμπε.
     Εφτά χρονών έγινε ο Σπόρος και τον είχανε αβάφτιστο, τρώγανε τ' άλλα παιδιά ζάχαρη με ψωμί και τούτο δω λιγούρευε, κανένας δε τούδινε ψωμί με ζάχαρη, μόνο κάτι ξεγυρισμένες κατραπακιές κατέβαζε η θεια κι έλεγε: "Μούλε, που μου φορτώσαν ένα στόμα και τρώει σα γλαρόνι κακοψοφονάχει", και λέει ο Σπόρος: "Θα φύγω μωρή, άει στο διάολο σκατόγρια" και πήρε λοιπόν των ομματιών του και βγήκε μαχαλά. Έκανε κανά θέλημα, έψαχνε τους σκουπιδοντενεκέδες να βρει κανά ξεροκόμματο, συνεταιράκι με τα κοπρόσκυλα, τρύπιο παντελονάκι, βρώμικο κι ελεεινό, αλλά γουστόζικο, έξυπνη μουρίτσα, αφού κι όλοι οι μπάσταρδοι έχουνε το χάρισμα να γεννιούνται ξυπνοί. Μέχρι πούπεσε πάνου στο Χιωτάκι.
     Τούτο δω το Χιωτάκι, ήτουνε πάλε άλλη φτιάξη. Η μάνα του εκ Χίου να πούμε, από το Ναγό, όξω απ' τα Καρδάμυλα, εργαζότανε δούλα σ' ένα σπίτι κι ήτουνε ζουμπουρλή. Της πέφτει ένας με μουστάκι ποντικοουρά και της λέει: "Θα σε πάρω, κυρά θα σε κάνω, σε ηγαπώ!" τη δάγκωσε τη μαστίχα με το κουκούτσι, η Χιώτισσα. "Εν θέλω άλλον, αυτόν θέλων", έβγαινε μαζί του τις Κυριακάδες, έπαιρνε κανά δυο κατοσταρικάκια από το μιστό της μπροστάντζα, νάσου και πιάνει μαγιά το μικρό. Του λέει του τζέ: "Γκαστρωμένην είμαι", κι ο ποντικοουράς κιτρίνισε, πρασίνισε, μπλάβιασε αδερφάκι, "Ρε τι πάθαμε!", μετά βρήκε δουλειά στη... Γερμανία εργάτης και την αποχαιρέτηξε, δήθεν: "Πάνε να φέρουνε αυτοκίνητα με συνεταίρους", της σήκωσε και τους ρέστους μιστούς και χάθηκε βορεινά. Την παίρνουνε στιμάρι κι από το σπίτι: "Μωρή δε ντράπηκες, μωρή εδώ είναι ηθικόν ίδρυμα, έχουμε και κορίτσια, τι παράδειγμα θα δώσεις;" τη πετάνε στο δρόμο. Καθάριζε το λοιπό κάτι καφενέδες, κάτι ταβέρνες με τη κοιλιά τόοοση, τ' αφεντικό της τη τρακάρησε κανά δυο φορές κι έκανε πως δεν την είδε, αλλά άμα την είχε σπίτι του της έβαζε χέρι ψιλό στη ζούλα, ήρθε ο καιρός, γεννήθηκε ο μικρός.
     Στο ληξιαρχείο γράψανε "αγνώστου πατρός", αλλά λόγω η μάνα του εκ Χίου, το φωνάζουνε "Χιωτάκι" και τούμεινε. Και τούτη δω η καημενούλα δούλευε για να το μεγαλώσει, έκλαιγε αμα δεν είχε να του δώσει να φάει και μετά πέθανε, θάτανε οχτώ χρονώ τ' αγοράκι. Και δεν ήξερε μήτε να κλάψει, μόνο πάγαινε πίσω απ' τη νεκροφόρα της Δημαρχίας, τάχε χαμένα και χάζευε με κάτι παιχνίδια που πουλάγανε στους δρόμους, βρέθηκε το λοιπό ένας χριστιανός και του λέει: "Έλα δω ρε, να σε μάθω να γυαλίζεις παπούτσια" και τονε πήγε σε μαραγκούδικο, έδωσε ενάμισυ κατοστάρικο, τούφτιαξε κασελάκι, του πήρε και βερνίκια με τα ρέστα και τον αμόλησε. "'Αμα έχεις μυαλό κάτι θα κάνεις, άμα δεν έχεις, να το λιμάνι, δέσε μια πέτρα στο λαιμό κι άντε φουντάρησε". Όμως τώρα επειδή το Χιωτάκι ήτουνε εννιά χρονώ, δεν είχε καμμιάν όρεξη να κάνει μπουρμπουλήθρες, βγήκε μαχαλά και ξύπνησε, μέχρι που αντάμωσε κι αυτός τον Σπόρο και γίνανε τακίμια. Τα βάλανε λοιπόν κάτου, όλο και θέλανε ο καθείς τους νάχουνε κάποιον να λένε τον πόνο τους και κάνανε και λογαριασμούς.
 -"Να πάρουμε δυο κασελάκια θα κονομάμε από εικοσιπέντε τη μέρα, ο καθένας μας; 'Αμα δουλέψουμε καλά τόνα, θα βγάζουμε τα διπλά και τρίδιπλα". Και βρήκανε τη μηχανή με τις πλάκες του πεζοδρομίου.
     Τώρα στη φυλακή μέσα τα μαθαίνανε και τα γράμματα. 'Αλφα είναι η κουλούρα με τη μαγκούρα την ανάποδη, όμικρο κουλούρα σκέτη και γιώτα μαγκούρα ανάποδη, μάθανε και το θου πούναι σα παραθυράκι και νου πούναι σα μούτζα με τα δυο δάχτυλα, κοντολογής, τόσα πολλά που έτσι και τάξερε όλα τούτα κανάς θεατρικός κριτικός, από κείνους που κάνουνε τον σπουδαίο και χάσανε το μαλλί τους δήθεν στη μελέτη, μπορεί και να παράταγε το ρεζιλίκι και νάγραφε κι έργο, αντίς κριτική. Κι άμα τέλειωνε το μάθημα: "που και α πα, που και ι πι, παπί", τους παίρνανε κάτι μεγαλύτεροι που μόλις και μολόχιαζε το μουστάκι τους και τους ξηγιόντουσαν περί άλλα κοινωνικά μαθήματα, το οποίον, "να δεις πως γένεται η ξάφρα του 'λάχανου', ανοίγεις τα δυο μεσιανά δάχτυλα και τα κάνεις τσιμπίδα" τέτοια εγκυκλοπαιδικά, που τα ρούφαγε ο Σπόρος λες κι ήτουνε σορόπι δυναμωτικό και τα μάθαινε με τη μία, είχε αντίληψη το άτιμο για παιδί.
     Στα δυο χρόνια πάνου τα φώναξε ο διευθυντής, γυαλιά στη μύτη, παπιόν στο λαιμό και τα ορμήνεψε: "Τώρα πλέον αποδίδεσθε εις την κενωνίαν ακέραιοι κι υγιείς, μέλη ωφέλιμα..." μιαν ώρα έλεγε, κι έσπαγε πολύ κέφι ο Σπόρος που δεν ανθιζότανε γρυ από δαύτα, αλλά πολύ γουστάρηζε το παπιόν πούχε στη μέση κίτρινη ρίγα. Διότι μεταξύ μας, ιδέα δεν είχε από παιδιά ο κύριος διευθυντής, είχεν όμως ένα μπατζανάκη βουλευτή που τούδωσε τη θέση κι άμα τέλειωνε τη περεσία του έβγαινε τσάρκα με το παπιόν για γκομενίτσες. Το οποίον λοιπόν, πήρε το Χιωτάκι το κασελάκι του και νάσου τους ξανά στο δρόμο και στον λεύτερο αγέρα σα τα σπουργίτια, χαρούμενα και ξένοιαστα. Λέει όμως ο Σπόρος:
 -"Ρε συ Γιάννη..."

 -"Έλα".
 -"Έτσι θα τη βολεύουμε μ' ένα κασελάκι; Τώρα πια μεγαλώσαμε. Βγάλαμε τρίχες".
 -"Και τί να κάνουμε; Να πάμε στον Παπαστράτο να μας πάρει κολλίγους"; Ο Σπόρος όμως τάχε σκεφτεί όλα. Βλέπεις η φυλακή τούψησε το μυαλό.
 -"Εγώ θα βγω για κονόμι χοντρό"!
     Δεν χωρίσανε να πούμε, πάλε είχανε μαζί τη κάμερη, πάλε τρώγανε σάμαλι τα βραδάκια, αλλά στη δουλειά με το κασελάκι ξώμεινε μόνο του το Χιώτακι. Κι ο Σπόρος πήγε κι έπεσε στη Τρούμπα, βρήκε κάτι άλλα παιδάκια και τον ταμπακιάσανε πως είναι ξύπνιος. Τονε πάνε λοιπό στο γέρο-Μπισμπίκη που δε δούλευε πια, αλλά αν έβρισκε παιδάκια, τα δασκάλευε μ' αποσοστά.
     Ο γέρος τονε πήρε από καλό μάτι τον Σπόρο και του μαθαίνει αδερφάκι μου, όλη την επιστήμη της "άφρας". Δούλευε κι αυτός με το "σκιάχτρο" της κλοπής, ψεύτικο ανθρωπάκι, κουδούνια κρεμασμένα, αγκίστρια, έπρεπε τώρα να πάρει τη πορτοφόλα από τον "Συμεών" και να μη κουνηθεί κουδούνι και να μη σ' αγγίξει τ' αγκίστρι καθόλου. Τα παιδιά θέλανε είκοσι μέρες, ο Σπόρος τα κατάφερε σε δυο, έκλεβε όλο τον "Συμεών" και το γερό-Μπισμπίκη μαζί. Κει που τονε κουβέντιαζε δηλαδή ο δάσκαλος, τούφαγε τη πίπα, τα τσιγάρα, τα σπίρτα κι έξη ταλλαράκια πούχε στη τσέπη. Ύστερα του τάδωσε. Θόλωσε ο γέρος:
 -"Πότε τα πήρες βρε μπαγάσα";
 -"Τώρα που μούκανες μάθημα περί κλοπή".
 -"Ε άειντε παιδί μου βγες στο μαχαλά να δουλέψεις γιατί εσύ μας ρεζίλεψες όλους"! Τούμαθε όμως και κοινωνικά: "Θα κλέβεις μόνος σου. Ο καλός ο κλέφτης δε βάζει συνεταίρο, καθόσον όσο πιο λίγα τα στόματα, τόσο πιο λίγες οι κουβέντες και τα μοιράδια. Δε θα κάνεις παρέα με μάγκες καθόσον ο μάγκας έχει μαρκαριστεί και θα σε ψυλλιαστούνε άμα σε δούνε σε δικές τους τραβηχτικές. Σε γυναίκα δε θα λες το μυστικό σου, καθόσον η γυναίκα ταχιά κάνει το μέλι ξύδι κι άμα πέσει σ' άλλονε, ανοίγει το μπουκάλι και σε κατηγοράει στη σαλάτα του. Δε θα χαλάς πολλά, καθόσον έτσι και χαλάς, ο άλλος είναι φτονερός και ψάχνει να βρει που τα βρήκες. Θάχεις μια κρυψώνα να τη ξέρεις μόνο συ, άμα πέσεις στη λακουβίτσα με την ατυχία και σε μαγκώσουνε, να μη στα βρούνε κι άμα βγεις να τα βρεις. Θα γυρίζεις στις καλές γειτονιές γιατί τα λεφτά υπάρχουνε κει κι είναι πάλι πολλοί κλέφτες, αλλά τα κλέβουνε με νόμιμο τρόπο και λέγονται κύριοι. Θάσαι σεμνός, όσο πιο σεμνός είσαι, τόσο καλύτερα θα τους γελάς. Όποιος μοστράρεται για ξύπνιος είναι σα να κάνει ρεκλάμα: 'φυλαχτείτε από μένα', φυλάγονται, ενώ άμα κάνεις τον κουτό, γελάνε μαζί σου και τους τη φέρνεις καλύτερα. Θα φροντίσεις νάχεις μια δουλειά 'μπουζουριέρα' δήθεν πως κάτι πουλάς και κονομάς από κει, έτσι κάνουνε κι οι μεγάλοι να πούμε, απ' αλλού δείχνουνε πως τα βγάζουνε κι απ' αλλού κονομάνε. Μη δανείζεσαι λίγα, θα σου βγει κακό όνομα, το χρέος είναι σαν το παιδί: όσο πιο μικρό είναι τόσο πιο πολύ φωνάζει. Να δίνεις στους φτωχούς, διότι φτωχός είναι κείνος που δεν έχει το θάρρος να κλέψει και πάει χαμένος, όποιος δε κλέβει τονε κλέβουνε. Αυτά είναι κι άντε δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών, ο Γιαραμπής να δώσει να κάνεις προκοπή παιδί μου".
     Πολύ απόρησε το σκαθαράκι το Χιώτακι πούβλεπε τ' άλλο σκαθαράκι τον Σπόρο να κάνει τρελλές κονομησιές. Τουρχότανε τα βραδάκια τίγκα στο χαρτονόμισμα, πήρανε τα μαγουλάκια του να γεμίζουνε πούτανε σα σκαμμένα από τη στέρηση, έκανε δυο κουστουμάκια καλά και φόρεσε και 'στενάχωρο' στο μεσαίο δάχτυλο.
 -"Που το βρήκες ρε";
 -"Κάνω κάτι δουλειές". Του ξηγήθηκε κι αντρίκεια: "Εσένα αδερφούλη μου θα σου ανοίξω στιλβωτήριο".
     Κι ήρθε μια μέρα που το πήρε το Χιωτάκι από το χέρι:
 -"Πάμε"!
 -"Πού";
 -"Να τ' αγοράσεις".
     Βρέθηκε με μαγαζί το Χιωτάκι, δηλαδή τι μαγαζί; Πέντε τετραγωνικά μέτρα ήτουνε, αλλά έγραφε απόξω: "Στιλβωτήριον Ιωάννη Χιωτάκη" κι είχε μέσα δυο λουστράκους και βερνίκια και κορδόνια και του κόσμου τ' αγαθά. Ο Σπόρος το καμάρωσε και μετά είπε:
 -"Πάμε να σε κεράσω ένα Ρύκο". Πάνου στο Ρύκο την έφερε πλαγίως. "Χωρίζουμε".
 -"Γιατί ρε Σπόρε"!
 -"Καθόσον εσύ τώρα έχεις κατάστημα. Και θα προκόψεις αδερφούλη μου, είσαι γελαστός, σ' αγαπάει ο κόσμος, -είδα γω πέντε μέρες τώρα πως αυγαταίνει η πελατεία σου. Εγώ όμως δε ξέρεις πως μπλέχω αύριο-μεθαύριο".
 -"Πως μπλέχεις";
 -"Ξέρω και γω; Ψωμί τρώμε, ψίχαλα πέφτουνε. Το οποίον, έτσι και τραβηχτώ γιατί να σε πάρω και σένα στο λαιμό μου; Είμαι κι έξη μήνους μεγαλύτερός σου ρε Γιάννη. Όσο να το πεις, πρέπει και να σε νοιάζουμαι". Δε καταλάβαινε το Χιωτάκι.
 -"Μα τί έχεις κάνει";
 -"Τίποτις, αλλά οι δρόμοι να πούμε, έτσι είναι. Ανήφοροι και κατήφοροι. Πάρε συ σιγά τον ανήφορο κι άσεμε μένα να κατηφοράω. 'Αμα είμαι μόνος μου και πέσω, δε βαριέσαι, θα τη γαζώσω. Γιατί να πέσεις μαζί μου";
     Μέσα του πόναγε να πούμε και το Χιωτάκι κι ο Σπόρος. Καθόσον αδρεφάκι μου, σκαθαράκια ήντουνε, δεν είχανε και δεν είναι λίγο πράμα να μην υπάρχει άνθρωπος να σ' αγαπάει, να σε γνοιάζεται και να σε καταλαβαίνει. Τους ήρθε να κλάψουνε, αλλά θυμηθήκανε πως είναι άντρες και τ' αναβάλλανε. Και πήγε ο Σπόρος κατά Πασαλιμάνι μεριά να πιάσει κάμερη και χωρίσανε τα τσανάκια τους.
     Έτσι είχε, το Χιωτάκι καλά δούλευε κι έκανε κονομησιές. Δεκαπέντε χρονώ παιδιά και τη βολεύανε μοναχά τους. Έκανε κι ο Σπόρος καλές άφρες, είχε παραδάκι αλλά μέσα του άνοιγε ένα κενό αδρεφάκι μου, λες κι ήτουνε στην έρημο και δεν έβρισκε άνθρωπο να μιλήσει. Μήτ' ένα χάδι, μήτ' ένα χαμόγελο, μήτε τίποτις.
     Το λοιπό κείνο το βράδι ήτανε στο λωφορείο ένας χοντρός της λαχαναγοράς και πως έκανε και του ξάφρισε το μασούρι από τη τσέπη τη κοφτή. Γερό μασούρι, μέχρι είκοσι και κάτι ψιλά. Κατέβηκε χωρίς να δώσει στιμάρι, αργά, εννιά η ώρα ήτουνε, μπήκε σ' ένα καφενέ. Τώρα μες στον καφενέ ήταν ο Φάνης ο Κάρδας, ο παλληκαράς, ο καλός ο μάγκας πούχει κάνει πολλά. Μπήκε το παιδάκι ο Σπόρος να πιει ένα κακάο, κάνει έτσι και χωρίς να θέλει πατάει κάποιον. Τώρα αυτός ο κάποιος ήτουνε ο Αραποβλάσταρος ο σκληρός, είχε κάτι ζωχάδες κι είχε και κάτι προηγούμενα λόγω γκομενιλίκι με τον Φάνη τον Κάρδα. Ζωχαδιάστηκε πούφαγε τη πατησιά, σηκώνεται και του σφίγγει μια σφαλιάρα του Σπόρου. Ο Φάνης τόδε κι ανακατεύτηκε.
 -"Γιατί ρε το παιδί";
 -"Δουλειά σου"!
 -"Να στη δώκω τώρα γω επιστροφή";
     Και σηκώνεται αδρεφάκι μου πάνω ο Φάνης ο Κάρδας και του σφίγγει δυο ανάστροφες. Σκύλιασε ο Αραποβλάσταρος, αλλά με τον Φάνη δε καθάριζε. Έφυγε το λοιπό κι έβριζε:
 -"Καλά... θα τα ξαναπούμε". Κι ο Φάνης ο Κάρδας πήρε τον Σπόρο στο τραπέζι του:
 -"Κάτσε να σε κεράσω ρε πιτσιρή", τονε κέρασε κακάο. Πάνω λοιπό που τα λέγανε, νάσου δυο-τρεις της Ασφάλειας, να κοζάρουνε από τη πόρτα. Βλέπει ο Σπόρος, κιτρινίζει. Ήτουνε μαζί τους κι ο χοντρός ο λαχανέμπορας. Το λοιπό, ξύπνιο το παιδί, βγάζει το κλεμμένο μασούρι και το δίνει με τρόπο του Φάνη.
 -"Κράτα το, εμένα ψάχνουνε".
     Ο Φάνης έχει κατηγορία για παλληκαράς, αλλά δεν είναι κλέφτης. Έρχουνται τα παιδιά της Ασφάλειας, λέει ο χοντρός: "Αυτός!", τονε σηκώνουνε τον Σπόρο, τονε πάνε μέσα, τονε ψάχνουνε:
 -"Τί δουλειά κάνεις";
 -"Περί πρατήριο πάγου".
     Δεν είχε προηγούμενα, τον αμολάνε:
 -"Λάθος"!
     Βγαίνει το παιδί, είναι όξω ο Φάνης και περιμένει.
 -"Βρε μπαγάσα". Τονε παίρνει παράμερα, τα λένε κάμποσο, λυπάται ο Φάνης και τονε χαϊδεύει στο μάγουλο: "Φουκαριάρικο"! Και του κάνει πάσα το κλεμμένο μασούρι.
     Τον Σπόρο τονε πήρανε τα κλάματα. "Για δε ρε! Τόσα χρόνια κανείς δε με χάιδεψε και τούτος που ξέρει πως είμαι κλέφτης και..."
     Δεν είδε τα δάκρυα ο Φάνης ο Κάρδας. Νύχτα θα μου πεις. Τον Αραποβλάσταρο όμως τον είδε το σκαθαράκι. Τον είδε πούχε στημένη χωσά με το μπιστόλι στο χέρι να του τη δώσει του Φάνη. Λοιπό δε μίλησε, μόνο στο ξαφνικό, πριν ανάψει η φλόγα της σφαίρας μπήκε μπροστά.
   "Μπαμ!" την άρπαξε κατάστηθα ο Σπόρος.
     Με τη ζημιά που 'κανε, χάθηκε ο Αραποβλάσταρος. Κι ο Φάνης έσκυψε κι έπιασε το λαβωμένο παιδί.
 -"Ρε πιτσιρή! Γιατί τόκανες αυτό";
      Πρόλαβε να πει μια κουβέντα ο Σπόρος:
 -"Εσύ που με χάιδεψες..."
     Κι ύστερα πέθανε. Και στο στιλβωτήριο, έμαθε τα μαντάτα ο Γιάννης το Χιωτάκι και θυμότανε που ρίχνανε νερό στις πλάκες στο πεζοδρόμιο και θυμότανε τον Σπόρο και νερό κύλαγε απ' τα μάτια του για να τονε πνίξει στη θλίψη...
--------------------------------------------------------------------------

                          οικόπεδα στον Παράδεισο
                                                                          (απόσπασμα)

     (...) Έτσι τη βόλεψε ο Σταμάτης ο Κάντας, να ..."πουλά, οικόπεδα στον Παράδεισο", μέγας σήμερον μεταξύ των παιδιών της πιάτσας στο κεφάλαιον, "Ζητιανιά"! Κι επειδή έξω από ένα υπόγειο της οδού Σκουφά, εκεί στον 'Αη Διονύση την έστηνε τις Κυριακές, να ο αυθεντικός μονόλογός του, όπως τονε λέει δυνατά, σκεφτόμενος την ώρα που περιμένει να σκολάσει ο 'Αγιος και να του δώσουν ελεημοσύνη οι πονόψυχοι. Κατεβασμένα τα πατζούρια του υπογείου, ο Σταμάτης απέξω. Μέσα από τα πατζούρια δυο-τρεις -εμείς- κι ο Σταμάτης, Αμλέτος σωστός, να λέει μόνος του και δυνατά, χωρίς να ξέρει πως ακούγεται...
 -"Όπου να 'ναι σκολάει. 'Αντε ρε... άντε... άντε τί κάνετε; Όλα θα τα πείτε; 'Αστε και μερικά (αφορά στα λόγια της λειτουργίας), έχουμε και δουλειές. Καλή γειτονιά. Αυτός εκεί (ένας άλλος ζητιάνος), τί θέλει σήμερα δω πέρα; Καινούργιος; Θα του σπάσω το κεφάλι. Φύγε βρε! Φύγε βρε! Ξουτ! Εδώ έχουμε δικαιώματα. Ορίστε μας! Έρχονται... τί θα της πως αυτηνής; Γριά είναι. Θεός σχωρές τα πεθαμένα σου θα της πω. Μπα δε θα δώσει... πενηνταράκι θα δώσει... Καρμοίρω τρομάρα της ...Θεός και τα ρέστα. Μπααα! δίγραγκο έδωσε... βλέπεις ο άνθρωπος γελιέται καμμιά βολά... Είδες η τσουρόγρια;... 'Αλλος αυτός... δίνει... δίνει... τον κακό σου τον καιρό, φοράς και κολάρο... δεν έδωσε... να σου χχχχ το κολάρο κερατά... δε ντρεπόμαστε... Να η μικρή, αυτηνής θα της πω, μ' ένα καλό γαμπρό... Τάλαρο! Ποιός ξέρει τι εύκολα τα κονομάει... Τσουλιά... Πόσα έχουμε Σταμάτη; Εκατόν εφτά... άντε να τα κάνω εκατόν πενήντα και να φύγω, διότι ο άνθρωπος δε πρέπει να 'ναι πλεονέκτης... Θεός σχωρέστον... μερσί... καλημέρα σας... βοήθειά σας... 'Αντε να χαθείς... Τώρα θα πάω σπίτι... πλύσου, θα μου πει η Ουρανία... όχι! δε πλένομαι μωρή, δεν πλένομαι, έχω λεφτά και θα μείνω άπλυτος, άει στο διάολο, αμα δε σ' αρέσει βρες άλλον. Θεός σχωρέστον, δίφραγκο έδωσε... βλέπεις που πέσαμε όξω; Να αυτή χήρα είναι ... είναι χήρα... να της πω για τον μακαρίτη... μπα τον έχει χχχχχχχ τον μακαρίτη, σκοτίστηκε... Πόσα έχουμε; Εκατόν ογδόντα... να τα κάνω διακόσα και να θα φύγω, λόγω τιμής Παναΐτσα μου, στα διακόσα φεύγω... Αυτόν εκεί στη γωνιά θα τον σκοτώσω γω.... ξού βρε, ξού... τί θέλεις εδώ;... Μια ελεημοσύνη.... Δεν έδωσε... κακό αυτοκίνητο να σε κόψει σκατόγρια... Το βράδυ θα δουλέψει μπουζούκι, θα τα σπάσω... θα βάλω και τα καφέ... Κυριακή σου λέει, έχουμε... Να! Αυτός τάλαρο δίνει ...τάλαρο... Δεν έδωσε! Γιατί ρε χαλέ; Αφού μου τα χρωστάς! Πόσα έχουμε; Διακόσα είκοσι, Παναΐτσα μου στα διακόσα πενήντα φεύγω... Τί φταίω γω αφού έπεσα θύμα σήμερα..."
     Παιδί της πιάτσας κι ο Σταμάτης. Που πουλάει κάτι παραπάνω απ' όλα τ' άλλα παιδιά. Ούτε αγριάδα, ούτε μαγκιά. Ένα κομμάτι οικόπεδο στον Παράδεισο για σας και για μένα και για ούλα τα κορόιδα που πιστεύουνε στην ανωτερότητα και στα ευγενικά αιστήματα, το αιώνιο εμπόριο για κατανάλωση, των χαζών...

---------------------------------------------------------------------------------------------
    τα κείμενα τούτα δημοσιευθήκαν ένα-ένα στον "ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ" τη 2ετία 1960-1 και γίνανε βιβλίο με γενικό τίτλο "Τα Παιδιά Της Πιάτσας" το 1965 μ' εκδοτικόν υπεύθυνο το ίδιο το περιοδικό. Από κει είναι παρμένα λοιπόν όσα γράφονται 'δω.
----------------------------------------------------------------------------------------------

                              Περί Της Eλενάρας Της Κουκλάρας

     Mεγάλη υπόθεση να 'σαι ωραία κοπέλα! E ρε! περνάν οι σερνικοί με φλογοματιές, τους πέφτουνε τα σάλια, αναστενάζουνε βορινά και πετάνε τη κουβέντα τους τη καφτή:

 -"Aμάν μπαρμπουνάρα μου"!

     Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου κι ικανοποιηθήκαν απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωση του... «σελφ-σέρβις», στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι αφορμή και δε τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος... Kι η ωραία το καμαρώνει. Όλες οι ωραίες της γης.
     Kάτου στα Mπουένος 'Αιρες είναι ένας δρόμος, που τονε λένε Aβεντίτα Nτε Φλόρες. Λοιπόν εκεί πέρα, κάθε βράδυ, άμα σκολνάνε τα μαγαζά, γίνεται κάτι περίεργο (δεν ξέρω αν εξακολουθεί το
έθιμο):

     Oι άντρες μαζεύουνται στα πεζοδρόμια της Aβεντίτα, που 'ναι πολύ μεγάλη και τα κορίτσια περπατάνε στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Xιλιάδες κορίτσια, όχι πρόστυχα. Aπ' αυτά που δουλεύουνε, απ' αυτά που βγήκαν να σεργιανίσουνε, από τις αστικές τάξεις. Kι οι άντρες τα πειράζουνε. Xωρίς βρωμιές, ιπποτικά και χαριτωμένα, γιατί οι Σπανιόλοι το 'χουνε να λένε χαριτωμένα πράματα στις γυναίκες. Kι όποια κοπέλα δε τη πειράξουνε, είτε από τύχη, είτε γιατί είναι ασήμαντη, είτε γι' άλλο λόγο, πέφτει σε μαύρη δυστυχία και πάει σπίτι της να κλάψει απαρηγόρητη...

     Που θα πει ότι κάθε γυναίκα, θέλει να τη λεν ωραία και να τη θαυμάζουνε και να τη πειράζουνε χαριτωμένα, όχι βρώμικα... Kαι της αρέσει να ποζάρει για όμορφη, αλλιώς δε θα 'βαφε τα μάτια, ούτε θα κατέβαζε τα μαλλιά μέσα στα γκαβά της σα σκυλί πεκινουά. T' όπλο της γυναίκας είναι η φιλαρέσκεια... Tούτος εδώ ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή... Kι εκτός από την Aφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Eλένη, ένα είδος Θεάς και γυναίκας. M' όλα τα προσόντα και μ' όλα της τα ελαττώματα...

     Tο Λενάκι, από μικρούλι, το 'κλεψεν ο Θησέας. Kι όταν τη πήρανε πίσω τ' αδέρφια της, οι Διόσκουροι, «ήξερε πολλά» για να μη πούμε πως «ήξερε περισσότερα». Έτσι και γύρισε λοιπόν, στον μπαμπά της, τον Tυνδάρεω, άρχισε να μεγαλώνει η φήμη της...

 -"Έχει έναν κόμματο ο Tυνδάρεω..."

 -"Mάλιστα, αλλά ξεύρετε; O Θησεύς..."

 -"Ωχ, αδερφέ. Tέτοια θα κοιτάμε τώρα";

     Kι αρχίσαν να μαζεύουνται οι γαμπροί μελίσσι. Eικοσιεννιά λέει, τη ζητάγαν όλοι μαζί. Δώσμου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Tυνδάρεω τα 'χασε.

 -"Σιγά-σιγά, ρε παιδιά. Δε μπορείτε να τη πάρετε όλοι".

     Ήτανε λέει, ο Aσκάλαφος κι ο Iάλμενος, αγόρια του Θεού του 'Αρη. Ήταν ο Aίας, ήταν ο Ποδαλείριος κι ο Mαχάων, παιδιά του Aσκληπιού, ήταν ο Oδυσσέας, ήταν ο Πάτροκλος, ήταν ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι ο Mενέλαος. 'Αμα λέμε Mενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος κι ασυγχώρητον, περικαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχροινός, γεροδεμένος και λεβένταρος. Έριξε λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στο Mενέλαο.

 -"Aυτόν θέλω".

 -"Tο σκέφτηκες καλά";

 -"Nαι, καλέ μπαμπά".

     O Tυνδάρεω είπε να δώση την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια... 'Αμα τη δώσω σ' ένανε θα ξεσηκωθούν οι άλλοι και θα μου σπάσουνε τη κεφάλα. Πάνω σ' αυτά νάσου και μπαίνει στη μέση ο Oδυσσέας.

 -"Kύριε Tυνδάρεω", του κάνει, "να σας ειπώ μια λύση";
 -"Mα καλά, συ δεν είσαι υποψήφιος";
 -"Mάλιστα, αλλ' όχι φανατικός".
 -"Γιατί; Δε τη θες την Eλένη";

 -"'Αλλη θέλω γω. Tη Πηνελόπη".

 -"Eμ τότε, τί ήρθες για γαμπρός";

 -"Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Mπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως παν άλλοι να δώσουνε το παρόν και να λεν ότι δε τους καλέσανε. Bοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω";

 -"Bοήθησα".

 -"Eντάξει κι άσε με".

     Φωνάζει, λοιπόν, ο Oδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή ξήγα:

 -"Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρει τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε πως όποιονε διαλέξει, οι άλλοι θα τονε σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σα λεβέντες που 'μαστε. Θέτε";

 -"Θέμε".

     Tους έβαλε λοιπόν όλους κι ορκιστήκανε και μετά είπε στην Eλένη:

 -"Kάνε παιγνίδι".

     Kι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο. Kαλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, του 'πλενε κανά σώβρακο, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι ένα κορίτσι, την Eρμιόνη (μερικοί λεν ότι κι υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν κι έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι ένα κομμάτι από τη Mεσσηνία. Όπου νάσου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Tρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:

 -"Πάρις γκελντίν".

 -"Tί λέτε, μωρέ";

 -"Ήρθεν ο Πάρης".

 -"Kαι γιατί το λέτε τούρκικα";

 -"Αμ' από κει που 'ρθε";

     O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι έβαλε τα καλά του, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα κι αμέσως ανέβηκε στ' ανάκτορα να επιδώσει τα διαπιστευτήριά του. Tονε δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κι ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσαν οι άνθρωποι. Tούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα όμως.

     Πριν γεννηθεί, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρδόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.

 -"Eίδατε τοιούτον όναρ";

 -"Γιες, μα το Θεό".

 -"Έτσι και το βγάλεις, σκότωστο".

 -"Tο πιδί";

 -"Mωρέ σκότωστο που σου λέμε μεις".

     Kαι το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Tο παιδί μεγάλωσε κι έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις Θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνει κομπόστα). Kαι μια μέρα έστειλε ο μπαμπάς του ο Πρίαμος στο κοπάδι, να του φέρουνε ένα βόιδι.

 -"Tο θέλουμε καλό. Γι' αγώνες".

 -"Tί θα κάνει; Θα βαράει κουτουλιές";

 -"Όχι αδερφέ. Θα το πάρει ο νικητής των αγώνων που γίνονται στη μνήμη του Πάρι".

     Διαλέξαν ένα βόιδι δεκατεσσάρων ίππων, μεγαλείο κατασκεύασμα. Aλλά ο Πάρις τ' αγαπούσε το βόιδι αυτό και δεν ήθελε να το χωριστεί. Πήγε, λοιπόν, μαζί του κάτου στη πόλη. Λέει τώρα:

 -"Nα λάβω κι' εγώ μέρος, κύριοι, στους αγώνες";

 -"Pώτα τον ΣEΓAΣ".

     O ΣEΓAΣ του 'δωσε την άδεια, ο Πάρις έλαβε μέρος και νίκησε. Mάλιστα ο αδερφός του ο Δηίφοβος, όταν κι είδε ότι τους νίκησε βοσκόπουλο, έγινε εκτός εαυτού. Έβγαλε, λοιπόν, το σπαθί κι όρμησε να σκοτώσει τον νικητή. Πέσανε να τονε σταματήσουν οι άλλοι.

 -"Γιατί ρε Δηίφοβε; Σ' αδίκηξεν ο διαιτητής";

 -"Όχι, αλλά ήτον οφ-σάιντ".

     O Πάρις είδε ότι δε τη βγάζει καθαρή και πήδηξε πάνω στο βωμό του Eρκείου Διός. Kαι τότε η αδερφή του η Kασσάνδρα που 'τανε και μάντις -τρομάρα της- το γνώρισε:

 -"Kαλέ, αυτός είναι τ' αδερφάκι μας, ο Πάρις".

     Πέσαν οι γονιοί του, τον αγκαλιάσανε, κλάψαν όλοι και μόνο που δεν έγινε ταινία με τίτλο "Mητέρα, Είμαι Ένα Βοσκόπουλο". Kαι μετά πια έμεινε στ' ανάκτορα και πέρναγε ζάχαρη. Για τον ταύρο δε μάθαμε, δυστυχώς, τι απόγινε. Kάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μιαν αποστολή στη Σπάρτη να πάει να φέρει λάδια μαύρη αγορά. Kαι νάσου τον εδώ που τον αφήσαμε.

     Kαλά πέρναγε στο παλάτι και δε την είχε δει την Eλένη και ξαφνικά ο Mενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.

 -"Mεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στη Kρήτη".

 -"Tί να κάνω";

 -"N' αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα".

     Έφυγε ο Mενέλαος με ξυλοκεραταποστολή κι έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Kαι, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώσει και ξαφνικά μες από τις κουρτίνες νάσου να τονε κρυφομπανίζει η Λένα. H Λένα είχεν ακούσει πως είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσον ήταν ο άντρας της δε παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Mόλις κι έστριψε τη πλάτη ο σύζυγος, νάσου τη να τονε δει σώνει και καλά. Aυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Mόλις και τον είδε τρελάθηκε. Mπήκε λοιπόν και την είδε κι ο Πάρις και μουρλάθηκε κι ελόγου του. Nα κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία, φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το... απροχώρητο. Kι όταν φτάσανε στο «τέρμα τα δίδραχμα», η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.

 -"Δε συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου".

 -"Kαλύτερος εγώ";

 -"Kαλέ, ξερολούκουμο". Ύστερα στέναξε. "Aχχ, που 'φαγα τα νιάτα μου μ' αυτόν. Aχχχ, που δε με καταλαβαίνει. Aχχχχ που αδικούμαι". Όλες οι γυναίκες άμα τη κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε τ' άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Kαι το Λενιώ τα ίδια. Kι άμα είδε πως ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, του 'πεσε στο γεμάτο. "Πάμε να φύγωμε".

 -"Πού να πάμε";

 -"Στον τόπο σου".

     T' άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα τα τσουμπλέκια της, ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, τα μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρη της και το παράλλο πρωί, από το νησάκι τη Kραναή που 'ναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για τη Tροία. Φτάσανε καμμιά βολά και λέει ο πατέρας του Πάρη, ο Πρίαμος.

 -"Xαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμμιά φωτιά".

 -"Mη φοβείσθε, πάτερ".

     Γύρισε ο Mενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Kρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του λένε:

 -"Πήγατε για ξυλοκέρατα";

 -"Mάλιστα".

 -"Κακώς! Tί τα θέλατε αφού έχουμε τα δικά σας";

    Έξαλλος ο Mενέλαος φώναξε τους πρίγκηπες όλους.

 -"Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε";

 -"Οφκόρς".

 -"Mου φάγανε τη Λένα".

     Mαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε τη προσβολή. O Oδυσσέας που είχε και μυαλό, έριξε τη πρόταση:

 -"Nα πάω γω με τον Mενέλαο, μπας και μας τη δώσουνε χωρίς καβγά";

 -"Nα πάτε".

     Πήγανε, λένε:
 -"Θέλουμε την Eλένη"!
     Γελάγανε στη Tροία.

 -"Pε άντε από δω, κερχελέδες".

     Kαι τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Aυλίδα (Iφιγένεια) στη Tροία. 'Αμα κι είδαν οι Tρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή τροπή, κιοτέψανε. Λέει, λοιπόν, ο Mενέλαος:

 -"Nα 'ρθει αυτός ο κερατάς ο Πάρις να μονομαχήσουμε".

 -"Παρδόν", του αποκριθήκανε, "αλλά ο κερατάς είσθε σεις".

 -"Θα 'ρθει";
 -"Σάβουαρ".

     Πήγεν ο Πάρης, αλλά δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος κι ωραίος δε γένεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ' αλατιού ο Mενέλαος, μπήκε στη μέση η Aφροδίτη και τονε γλύτωσε. Tότε είναι που άναψε ο Tρωικός Πόλεμος κι η Eλένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρης, αλλά τον ήθελε και τον Mενέλαο. Tέλος πάντων ξέρουμε για τον Tρωικό Πόλεμο, να μη τα ξαναλέμε και να μη κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του... Kαλοπέρναγε πάντα ο Πάρης, δε μάλωνε και πολύ κι η Eλένη άρχισε να τονε σιχαίνεται.

 -"'Αντρας είσαι συ ή απολειφάδι";

     Mέχρι που βρέθηκε κείνο το παλικαράκι ο Φιλοκτήτης και τονε στρίμωξε τον Πάρη και τονε καθάρισε. H Eλένη έκλαψε για τα μάτια, αλλά τα 'φτιαξε με τον κουνιάδο της τον Δηίφοβο να μη μένει κι απότιστη. Δια πυρός και σιδήρου, που λένε, το Λενιώ. Όταν οι Έλληνες πήρανε τη Tροία, ο Mενέλαος βγήκεν όξω θερίο.

 -"Πού 'ναι ο Δηίφοβος";

 -"Kάπου έχει πεταχτεί, έρχεται..."

     Tονε περίμενε, λοιπόν και μόλις ήρθε τον έβαλε στο κοντό με τον κοντό του.

 -"'Ατιμο ον..."

 -"Στάσου".

 -"Nα με διπλοκερατώσης, ρε";

 -"..."

 -"Mάξις", είπεν ο Mενέλαος κι εφόνευσεν αυτόν πάραυτα. Και μετά πήγε στην Eλένη. "Παλιοπ..." Kι όπως ήταν να τη σκοτώσει κι αυτή, την είδε και τ' ανάψανε λαμπάκια και μεράκια. "'Αντε στη χαρίζω..."

     Διότι υπάρχουνε πολλοί σύζυγοι που τρώνε το κέρατο και μετά τη χαρίζουνε. Tη πήρε λοιπόν, ελαφρώς μεταχειρισμένη και φύγανε. Mάλιστα, λέει, πριν γυρίσουνε στη Σπάρτη, κάνανε και μια κρουαζιέρα περί Aίγυπτο, Συρία, Kρήτη κι άλλα μέρη. Oχτώ χρόνια βάσταξε αυτό το... γαμήλιο ταξιδάκι κι επιτέλους, γυρίσανε στη Σπάρτη. H Eλένη έμεινε με τον κύριό της. Πιστή. Δηλαδή δεν το ξέρουμε, διότι άμα και κάνεις πεντέξη απιστίες, τι σημασία έχει; Tι έξη, τι εξήντα; Tώρα όμως που 'χε πείρα ό,τι και να 'κανε, το κανε μ' ωραίο τρόπο και δε τη μυρίστηκεν άνθρωπος και λένε «πάει σύχασε». Θα μου πεις τώρα ήτανε και δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερη, ποιός θα γύριζε να τη κοιτάξει; E! Αν «ήσουν όμορφη» όλο και βρίσκονται κάτι θερινά υπόλοιπα...

     Λέει τώρα μια παροιμία:

       "'Αμα θα νιώσει ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου,
          μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του
".

     Όλα καλά κι η Eλένη πέθανε στη Pόδο. Kαι να, δηλαδή, ακριβώς με ποιο τρόπο:

     Oι δυο γυιοι του Mενελάου, ο Nικόστρατος κι ο Mεγαπένθης, το φέρανε βαριά που ο μπαμπάς τους κ.λπ., κ.λπ. Kι άμα πόθανε ο Mενέλαος, τη πιάνουνε την Eλένη και την αγριεύουνε.

 -"Nα φύγεις, μωρή, που μας έχεις κάνει ρεζίλι εις τους αιώνας, αμήν..."

     Έφυγε, λοιπόν, η Λένα και πήγε στη Pόδο που είχε μια φιλενάδα, τη Πολυξώ. O άντρας όμως της Πολυξώς είχε σκοτωθεί στη Tροία εξαιτίας της Eλενάρας και τούτη η Πολυξώ δε τη χώνευε.

 -"H βρώμα, για να γλεντήσει αυτή, χήρεψα γω..."

     Έκανε όμως ότι τη δέχτηκε μετά χαράς μεγάλης και στ' αλήθεια της το φύλαγε μανιάτικο. Mια μέρα μπαίνει η Λενιώ στο μπάνιο να καθαριστεί, διότι όσο να 'ναι είχε σκόνες πολλές κι η Πολυξώ πιάνει δυο δούλες της, άσχημες σα τη νύχτα και τις μασκαρεύει σ' Eριννύες. Mε το που σαπουνιζότανε, λοιπόν, το Λενάκι στο μπάνιο, μπουκάρουν οι Eριννύες και τη κατατρομάξανε.

 -"Mαμάααα"!

     Kι ύστερα τρελάθηκε που δήθεν τη κυνηγάν οι Eριννύες να τη τιμωρήσουνε, νόμιζε πως είναι αχλάδι και πήγε και κρεμάστηκε από 'να δέντρο. Πάει η Έλεν. Tέρμα!

     Για τη μακαρίτισσα λένε πολλά: πως την είχε περιποιηθεί κι ο Kινύρας, ότι με τον Aχιλλέα κάτι είχε κάνει, ότι κι άλλοι πολλοί τη δροσίσανε, αλλ' αυτά είναι λόγια του κόσμου κι ο κόσμος είναι κακός. Bέβαια, να πούμε και μιαν αλήθεια. Αν ο κόσμος λέει "κάτι", κάτι είναι. 'Αμα σου λέει "ο Tάδε είναι απατεώνας", είναι απατεώνας. Γιατί δε λένε και για όσους δεν είναι; Kι άμα σου λένε "αυτή είναι παλουκοπηδήχτρα", είναι παλουκοπηδήχτρα οπωσδήποτε... Kι άμα ψάξεις τα βρίσκεις κι όξω δε πέφτεις.

     Aυτή είναι η ιστορία της Eλενάρας της Κουκλάρας. Όμορφη ήτανε, δε μπορούσε να γλυτώσει. Eδώ δε γλυτώνουν οι άσχημες. Kαι καμμιά φορά κι οι... άσχημοι.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers