Βιογραφικü
Anne Desclos
Γαλλßδα συγγραφÝας που γεννÞθηκε στο Rochefort-sur-Mer, της Charente-Maritime, στις 23 ΣεπτÝμβρη του 1907 και το 'Πολßν ΡεÜζ' Þτανε ψευδþνυμο. Το πραγματικü της üνομα Þταν Anne Desclos κι Ýγραψε και με το ψευδþνυμο 'Dominique Aury', που τανε και το πιο γνωστü για üλη τη συγγραφικÞ ζωÞ της. Το ποια Þτανε πραγματικÜ συγγραφÝας της 'Ο', εßχε μεßνει επτασφρÜγιστο μυστικü για το μεγαλýτερο μÝρος της ζωÞς της. Το παραδÝχτηκε δημüσια δε, σχεδüν 40 χρüνια μετÜ την ÝκδοσÞ του.
ΓεννÞθηκε σε δßγλωσση οικογÝνεια κι Ýτσι πρþτα τα γαλλικÜ κι αμÝσως μετÜ τ' αγγλικÜ, γßνανε κτÞμα της. ¼ταν τÝλειωσε τη στοιχειþδη εκπαßδευση, εισÞλθε πανηγυρικÜ στη Σορβüννη (Sorbonne) κι üταν αποφοßτησε, Üρχισε να εργÜζεται σαν δημοσιογρÜφος σε διÜφορα περιοδικÜ κι εφημερßδες, ως το 1946, üπου μπαßνει σαν υπεýθυνη Ýκδοσης, στο Gallimard Publishers, εκδοτικü οßκο κι εκεß αρχßζει να γρÜφει και να μεταφρÜζει μεγÜλους συγγραφεßς της εποχÞς, στα γαλλικÜ, üπως οι: ¸λιοτ, ΦιτζÝραλντ, Γουλφ κλπ. ¹τανε θαυμÜσια στη δουλειÜ της κι Ýτσι γρÞγορα κÝρδισε τον σεβασμü και μαζß μ' αυτüν μια θÝση κριτικοý λογοτεχνßας και μÜλιστα μÝλος της επιτροπÞς πολλþν κρατικþν λογοτεχνικþν βραβεßων.
Εκ των υστÝρων μας Ýγινε γνωστü πως ο εργοδüτης κι εραστÞς της, Jean Paulhan, της Ýκαμε κÜποια στιγμÞ τη σωβινιστικÞ παρατÞρηση, πως κανÝνα θηλυκü δε μπορεß να γρÜψει ερωτικü μυθιστüρημα. ¸τσι, για να του αποδεßξει το λÜθος του, Ýγραψε Ýνα βιβλßο με τßτλο «Η Ιστορßα Της Ο» (Histoire D' O), που εκδüθηκε τον Ιοýνιο του 1953, απü τις εκδüσεις Olympia Press, -του ßδιου εκδοτικοý που αργüτερα εξÝδωσε και τη "Λολßτα" του Βλαντιμßρ Ναμπüκωφ (Vladimir Nabokov).
Αυτü το βιβλßο μιλÜ για τις ερωτικÝς περιπÝτειες μιας κοπÝλας, üμως ουσιαστικÜ εßναι γεμÜτο με γυναικεßες ερωτικÝς φαντασιþσεις εκπεφρασμÝνες ωστüσο με μεγÜλη, αξιομνημüνευτη σεμνοτυφßα και με απαρÜμιλλη τÝχνη και τεχνικÞ. Την εποχÞν εκεßνην üμως γνþρισε τη δημüσια κατακραυγÞ και σýρθηκε στα δικαστÞρια, τüσο το βιβλßο üσο κι η Üγνωστη συγγραφÝας. ΠÝτυχαν ν' απαγορευτεß η ανατýπωσÞ του κι επιβλÞθηκε κÜποιο πρüστιμο στον εκδοτικü (1959). Αργüτερα, το 1967, Üρθηκεν η απαγüρευση και το βιβλßο αυτü, εßναι το πιο πολυδιαβασμÝνο γαλλικü κεßμενο, μετÜ τον "Μικρü Πρßγκηπα", του Εξιπερß. Το κυριüτερον üμως Þταν πως αμφισβητÞθηκεν Ýντονα η ταυτüτητα του συγγραφÝα, üσον αφορÜ στο φýλο. Κανεßς δε πßστεψε πως το ‘χε γρÜψει γυναßκα. Το 1968 πεθαßνει ο σýντροφüς της Jean Paulhan.
Το 1975, -τη χρονιÜ που το βιβλßο Ýγινε ταινßα με τη Κορßν Κλερß στο ρüλο της Ο- Ýδωσε μια συνÝντευξη για την ερωτικÞ λογοτεχνßα, χωρßς ακüμα φυσικÜ να 'χει αποκαλυφθεß ποιος Þταν ο συγγραφÝας του. Αυτü, το παραδÝχτηκε δημüσια, αργüτερα, πολý αργüτερα, το 1995, σε συνÝντευξÞ της στο περιοδικü The New Yorker. ΥπÞρξε παντρεμμÝνη κι εßχε Ýνα παιδß. ΚατÜ καιροýς υπÞρξε κι αμφιφυλüφιλη. ΛÝγεται μÜλιστα πως μετÜ την Üρση της απαγüρευσης του βιβλßου, Ýγραψε και τη συνÝχειÜ του, με τßτλο "ΕπιστροφÞ Στο Ρουασß" (Retour a Roissy, 1967), μα τοýτο δεν Ýχει αποδειχθεß κι η ßδια δε το παραδÝχτηκε ποτÝ, λÝνε οι βιογρÜφοι της.
ΠÝθανε απü αδιευκρßνιστα αßτια στις 27 Απρßλη του 1998, στο Corbeil-Essonnes, Ile-de-France, κοντÜ στο Παρßσι, πλÞρης ημερþν, σ' ηλικßα 91 ετþν.
--------------------------------------------------------------------------------------------
οι εραστÝς του Ρουασß
Μια μÝρα ο εραστÞς της Ο, τη παßρνει να κÜνουν Ýνα περßπατο σε μια γειτονιÜ που ποτÝ δεν εßχανε πατÞσει: το πÜρκο Μονσουρß, το πÜρκο Μονσü. Στη γωνιÜ του πÜρκου, στην Üκρη ενüς δρüμου που ποτÝ δε σταθμεýουνε ταξß, αφοý κÜμαν Ýνα περßπατο στο πÜρκο καθισμÝνοι πλÜι-πλÜι στην Üκρη ενüς παρτεριοý, παρατηροýν Ýνα αυτοκßνητο με μετρητÞ να πλησιÜζει, που μοιÜζει με ταξß.
-"ΑνÝβα", της λÝγει.
Μπαßνει. Αρχßζει να βραδυÜζει κι εßναι φθινüπωρο. Εßναι ντυμÝνη üπως συνÞθιζε: παποýτσια με ψηλÜ τακοýνια, Ýνα ταγιÝρ με φοýστα πλισÝ, μεταξωτÞ μπλοýζα και δßχως καπÝλο. ¼μως μακριÜ γÜντια που φτÜνουν ως τα μανßκια του ταγιÝρ. ΚρατÜ Ýνα δερμÜτινο σÜκο με τα χαρτιÜ της, το ρουζ και τη ποýδρα της.
Το ταξß ξεκινÜ σιγÜ-σιγÜ, χωρßς ο Üντρας να πει κÜτι στον οδηγü. ΚατεβÜζει δεξιÜ κι αριστερÜ τα στüρια στα τζÜμια και στο πßσω μÝρος. Εκεßνη Ýβγαλε τα γÜντια με τη σκÝψη πως ßσως τη φιλÞσει Þ εκεßνη τονε χαúδÝψει. ¼μως της λÝγει:
-"¼λα τοýτα σε δυσκολεýουν... δþσμου τη τσÜντα σου..." Του τη δßνει. Τη τοποθετεß μακριÜ της και προσθÝτει: "...κι εßσαι πολý ντυμÝνη. ΒγÜλε τις ζαρτιÝρες, κατÝβασε τις κÜλτσες σου ως τα γüνατα". Δυσκολεýεται κÜπως, το ταξß τρÝχει πιο γρÞγορα και φοβÜται μη γυρßσει ο οδηγüς και τη δει. ΤελικÜ, αφοý κατÝβασε τις κÜλτσες, αισθÜνεται σαν ενοχλημÝνη γιατß τα πüδια της εßναι γυμνÜ κι ελεýθερα κÜτω απü τη κομπινεζüν. ¸τσι, γλυστρÜνε κι οι ζαρτιÝρες. "ΒγÜλε τη ζþνη σου" της λÝγει "βγÜλε και το σλιπ. Εßναι εýκολο, αρκεß να περÜσεις τα χÝρια πßσω στα νεφρÜ και λιγÜκι ν' ανασηκωθεßς". Της παßρνει απü τα χÝρια τη ζþνη και το σλιπ και τα βÜζει στη τσÜντα της. Κατüπιν της λÝγει: "Δε πρÝπει να καθßσεις πÜνω στη κομπινεζüν και τη φοýστα σου. ΠρÝπει να τ' ανασηκþσεις και να καθÞσεις γυμνÞ πÜνω στο κÜθισμα. Το κÜθισμα εßναι απü δÝρμα γλιστερü και κρýο και δεν εßναι ευχÜριστο να το νιþθεις να κολλÜ πÜνω στα γυμνÜ σου μποýτια". ¸πειτα της λÝγει: "ΞαναβÜλε τþρα τα γÜντια σου".
Το ταξß κυλÜ πÜντα, κι εκεßνη δε τολμÜ να ρωτÞσει γιατß δε κÜνει καμμιÜ κßνηση ο ΡενÝ, και δε λÝγει πια τßποτε, οýτε και τι σημασßα μπορεß να 'χει γι' αυτüν, να στÝκεται ακßνητη και βουβÞ, γυμνÞ κι Ýτοιμη να προσφερθεß, με φορεμÝνα γÜντια, σ' Ýνα σκοτεινü αμÜξι που πÜει προς Üγνωστη κατεýθυνση. Δεν της Ýδωσε καμμιÜ διαταγÞ, οýτε της απαγüρευσε τßποτε, üμως δεν τολμÜ οýτε να σταυρþσει τα πüδια της, οýτε να σφßξει τα γüνατÜ της. Τα δυο της γαντοφορεμÝνα χÝρια τα στηρßζει στα πλÜγια της, πÜνω στο κÜθισμα.
-"Να!", της λÝγει ξαφνικÜ. "Να!": το ταξß σταματÜ σε μιαν ωραßα λεωφüρο, κÜτω απü Ýνα δÝντρο -εßναι πλατÜνι- μπροστÜ σ' Ýνα εßδος μικροý ξενοδοχεßου που μüλις ξεχωρßζει ανÜμεσα σε μιαν αυλÞ κι Ýνα κÞπο, σα τα μικρÜ ξενοδοχεßα του προαστεßου Σεν ΖερμÝν. Τα φþτα του δρüμου εßναι κÜπως μακρυÜ, εßναι ακüμα σκοτεινÜ μες στο αμÜξι κι Ýξω βρÝχει. "Μη σαλÝψεις διüλου", λÝγει ο ΡενÝ. Απλþνει το χÝρι του προς τον γιακÜ της μπλοýζας της, λýνει τον φιüγκο, τη ξεκουμπþνει. ΓÝρνει εκεßνη λιγÜκι το στÞθος της και νομßζει πως θÝλει να της το χαúδÝψει. ¼χι! ΨÜχνει μüνο να πιÜσει και να κüψει με το σουγιÜ του, τις μπρετÝλες του σουτιÝν και της το βγÜζει. Τþρα, κÜτω απü τη ξανακλεισμÝνη μπλοýζα τα στÞθη εßναι λεýτερα και γυμνÜ καθþς τα νεφρÜ κι η κοιλιÜ, απü τη μÝση ως το γüνατο.
-"'Ακουσε", της λÝγει, "τþρα εßσαι Ýτοιμη. Σε αφÞνω. Θα κατÝβεις και θα χτυπÞσεις τη πüρτα. Θ' ακουλουθÞσεις εκεßνον που θα σου ανοßξει, θα κÜμεις ü,τι σε διατÜξουν. Αν δε μπεις αμÝσως μÝσα, θα σε πÜρουν κι αν δεν υπακοýσεις αμÝσως, θα σε κÜμουν να υπακοýσεις. Η τσÜντα; ¼χι δε σου χρειÜζεται πια. Εßσαι απλοýστατα, το κορßτσι που το πασÜρω. Ναι, ναι, θα 'μαι 'δω. ΠÞγαινε!"
Μια Üλλη üψη της ßδιας αρχÞς Þταν σκληρüτερη κι απλοýστερη: η νεαρÞ γυναßκα το ßδιο ντυμÝνη, οδηγεßτο απü τον εραστÞ της κι Ýναν Üγνωστο φßλο. Ο Üγνωστος Þταν στο τιμüνι κι ο εραστÞς καθισμÝνος κοντÜ στη νεαρÞ γυναßκα κι Þταν ο φßλος ο Üγνωστος που μιλοýσε για να εξηγÞσει στη νεαρÞ γυναßκα πως ο εραστÞς της εßχεν αναλÜβει να τη προετοιμÜσει, οτι θα της Ýδενε τα χÝρια πßσω στη πλÜτη, θα της Ýβγαζε τη ζþνη, το σλιπ και το σουτιÝν και θα της Ýδενε τα μÜτια. Πως Ýπειτα θα τη παρÝδιναν στο παλÜτι üπου θα την οδηγοýσαν βαθμηδüν σ' üσα επρüκειτο να κÜνει. ΠραγματικÜ, Ýτσι γυμνÞ και δεμÝνη, Ýπειτα απü μισÞν þρα, τη βοηθοýσαν να βγει απü το αυτοκßνητο, ανÝβαινε μερικÜ σκαλοπÜτια, περνοýσε στα τυφλÜ, ανÜμεσα απü μιαν Þ δυο πüρτες, ξαναβρισκüταν μüνη της με βγαλμÝνο το πανß που σκÝπαζε τα μÜτια της, üρθια σ' Ýνα σκοτεινü δωμÜτιο üπου την αφÞκαν μισÞν Þ μιαν þρα Þ δυο, δε ξÝρω. ¹ταν üμως Ýνας αιþνας. ¸πειτα, üταν επιτÝλους Üνοιξε η πüρτα κι Üναψε το φως, εßδε πως βρισκüταν σ' Ýνα κοινü κι Üνετο δωμÜτιο που üμως Þτανε κÜπως παρÜξενο: μ' Ýνα παχý χαλß στο δÜπεδο, δßχως κανÝνα Ýπιπλο και γýρω-γýρω ντουλÜπια. Δυο γυναßκες Üνοιξαν τη πüρτα, δυο νÝες κι üμορφες γυναßκες, ντυμÝνες σαν üμορφες υπηρÝτριες του δÝκατου üγδοου αιþνα: με μακριÝς ελαφρÝς και μπουφÜν φοýστες, που σκεπÜζανε τα πüδια, σφιχτοýς κορσÝδες που πρüβαλλαν το στÞθος κι Þτανε δεμÝνοι μπροστÜ, με δαντÝλες γýρω στο λαιμü και μισÜ μανßκια. Τα μÜτια και το στüμα Þταν μακιγιαρισμÝνα. Φοροýσαν Ýνα σφιχτü κολιÝ στο λαιμü και βραχιüλια στους καρποýς των χεριþν.
Τüτε ξÝρω πως λýσανε τα χÝρια της Ο, που 'τανε πÜντα δεμÝνα πßσω στη πλÜτη και της εßπαν üτι Ýπρεπε να γδυθεß, üτι θα την Ýλουζαν και θα τη μακßγιαραν. Τη ξεγýμνωσαν λοιπüν και τακτοποßησαν τα φορÝματÜ της σ' Ýνα απü τα δυο ντουλÜπια. Δεν την Üφησαν να κÜμει μπÜνιο μüνη της. Της χτενßσαν τα μαλλιÜ üπως θα Ýκαμε Ýνας κομμωτÞς, βÜζοντÜς τη να καθÞσει σε μιαν απü κεßνες τις πολυθρüνες που γÝρνουνε προς τα πßσω üταν λοýζουν τα μαλλιÜ και τη ξανασηκþνουν για να βÜλουν το κεφÜλι στο σεσουÜρ Ýπειτα απü τη μιζανπλß. Τοýτο κρÜτησε πραγματικÜ μιαν þρα. ¼μως στη πολυθρüνα αυτÞ καθüταν γυμνÞ και της απαγüρευαν να σταυρþσει τα γüνατÜ της Þ και να τα πλησιÜσει το Ýνα κοντÜ στο Üλλο. Και καθþς εßχε απÝναντß της Ýνα μεγÜλο καθρÝφτη, σ' üλο το ýψος του τοßχου, που δε διακοπτüταν απü κανÝνα ραφÜκι, Ýβλεπε τον εαυτü της σ' αυτÞ τη στÜση, κÜθε φορÜ που το βλÝμμα της αντßκρυζε τον καθρÝφτη.
¼ταν την ετοßμασαν και τη μακßγιαραν, με τα βλÝφαρα ελαφρÜ βαμμÝνα σκοýρα, το στüμα κατακüκκινο, οι ρüγες κι ο περßγυρüς τους κοκκινισμÝνα, το κÜτω μÝρος της κοιλιÜς κüκκινο κι αυτü, με Üρωμα κÜτω απü τις μασχÜλες και στο φýλο της, ανÜμεσα απü τα μποýτια, ανÜμεσα απü τα στÞθια και στις παλÜμες, τη πÞγαν σ' Ýνα δωμÜτιο üπου Ýνας καθρÝφτης με τρεις üψεις κι Ýνα τÝταρτο στον τοßχο, βοηθοýσαν να κοιταχτεß κανεßς απü κÜθε πλευρÜ. Της εßπαν να καθÞσει σ' Ýνα σκαμνÜκι ανÜμεσα στους καθρÝφτες και να περιμÝνει. Το ταμπουρÝ Þτανε σκεπασμÝνο με μαýρη γοýνα που κÜπως την αγκýλωνε, το χαλß μαýρο, οι τοßχοι κüκκινοι. Εßχε στα πüδια κüκκινα πασοýμια. Σε μιαν απü τις πλευρÝς του μπουντουÜρ, υπÞρχε Ýνα μεγÜλο παρÜθυρο που Ýβλεπε σ' Ýνα σκοτεινü πÜρκο. Εßχε πÜψει να βρÝχει, τα δÝντρα κουνιüνταν απü τον Üνεμο, το φεγγÜρι Ýτρεχε ψηλÜ, μÝσα απü τα σýννεφα. Δε ξÝρω πüσο καιρüν Ýμεινε Ýτσι μÝσα στο κüκκινο μπουντουÜρ, οýτε κι αν Þταν εντελþς μüνη üπως το πßστευε, Þ αν κÜποιος τη κοßταζε πßσω απü Ýνα καμουφλαρισμÝνο Üνοιγμα του τοßχου. Μα αυτü που γνωρßζω εßναι üτι, üταν οι δυο γυναßκες ξαναγýρισαν, η μια κρατοýσε Ýνα μÝτρο ρÜφτρας κι η Üλλη Ýνα καλÜθι. ¸νας Üντρας τις συνüδευε, ντυμÝνος με μια μακριÜ ρüμπα σε χρþμα βιολÝ, με στενÜ μανßκια στους καρποýς και φαρδιÜ στους αγκþνες και που Üνοιγε στη μÝση, üταν περπατοýσε. ΚÜτω απü τη ρüμπα φαινüταν Ýνα εφαρμοστü εσþβρακο που κÜλυπτε τις κνÞμες και τα μποýτια κι Üφηνε ανοιχτü το φýλο. Κι αυτü εßδε πρþτα απ' üλα η Ο, στο πρþτο του βÞμα, κι Ýπειτα το μαστßγιο απü δερμÜτινες λουρßδες, περασμÝνο στη μÝση του κι Ýπειτα üτι ο Üντρας αυτüς εßχε σκεπασμÝνο το πρüσωπü του με μια μαýρη κουκοýλα üπου Ýνα μαýρο τοýλι σκÝπαζε ως και τα μÜτια -και τÝλος, φοροýσε μαýρα γÜντια απü λεπτü δÝρμα. Της εßπε να μη κινηθεß, μιλþντας της στον ενικü και στις γυναßκες να βιαστοýν να φýγουν. αυτÞ που κρατοýσε το μÝτρο, μÝτρησε το λαιμü της Ο και τους καρποýς της. ¹τανε συνηθισμÝνες οι διαστÜσεις αν και κÜπως μικρüτερες. Εýκολα βρÝθηκαν στο καλÜθι που κρατοýσε η Üλλη γυναßκα, το κολιÝ και τα βραχιüλια που της ταιριÜζανε και να πως Þτανε καμωμÝνα: σε πολλÜ δερμÜτινα πÜχη (κÜθε πÜχος αρκετÜ λεπτü, συνολικÜ üχι περισσüτερο απü Ýνα δÜχτυλο), που κλεßναν με μιαν αλυσßδα, üταν τη κλεßνουνε δε μπορεß ν' ανοßξει παρÜ μüνο με κλειδß. Στο αντßθετο ακριβþς μÝρος απü το κοýμπωμα, μες στα διÜφορα πÝτσινα κομμÜτια, σχεδüν με τÝλειαν εφαρμογÞ, υπÞρχε μεταλλικüς χαλκÜς που μποροýσε να στερεωθεß στο βραχιüλι, αν το επιθυμοýσαν, γιατß Þτανε σφιχτοβαλμÝνο στο χÝρι και το κολιÝ πολý σφιγμÝνο στο λαιμü, αν κι αρκετÜ λεýτερο þστε να μη προκαλεß πληγÞ και να μπορεß να περÜσει μÝσα του Ýνα λεπτü δÝσιμο.
Της Ýβαλαν λοιπüν τοýτο το κολιÝ κι αυτÜ τα βραχιüλια στο λαιμü και τους καρποýς της κι Ýπειτα ο Üντρας της εßπε να σηκωθεß. ΚÜθισε στη θÝση της πÜνω στο σκαμνß με τη γοýνα και την Ýφερε κοντÜ προς τα γüνατÜ του, πÝρασε το γαντοφορεμÝνο χÝρι του ανÜμεσα στα μποýτια της κι επÜνω στα στÞθη της και της εξÞγησε πως το ßδιο βρÜδυ θα τη παρουσßαζαν, Ýπειτα απü το δεßπνο που θα το 'παιρνε μüνη της. ΠρÜγματι, δεßπνησε μüνη της, πÜντα γυμνÞ, σ' Ýνα εßδος μικροý γραφεßου, üπου Ýν αüρατο χÝρι της Ýφερνε φαγητÜ απü μια θυρßδα. ¼ταν τÝλειωσε το δεßπνο οι δυο γυναßκες Þρθαν να τη πÜρουν. Στο μπουντουÜρ, τοποθÝτησαν μαζß πßσω στη πλÜτη της, τους δυο χαλκÜδες των βραχιολιþν της, της Ýβαλαν πÜνω στους þμους πιασμÝνη μ' Ýνα κολιÝ, μια μακριÜ κüκκινη κÜπα, που τη κÜλυπτε ολÜκερη, αλλÜ που Üνοιγε üταν περπατοýσε, αφοý δε μποροýσε να τη συγκρατÞσει γιατß εßχε δεμÝνα τα χÝρια της πßσω στη πλÜτη. Μια γυναßκα προχωροýσε μπροστÜ της κι Üνοιγε τις πüρτες, η Üλλη την ακολουθοýσε και τις ξανÜκλεινε. Διασχßσαν Ýνα διÜδρομο, δυο σαλüνια και μπÞκανε στη βιβλιοθÞκη, üπου τÝσσερεις Üντρες παßρνανε τον καφÝ τους. Φοροýσαν τις ßδιες μεγÜλες ρüμπες üπως κι ο πρþτος, Þσαν üμως δßχως μÜσκες. Ωστüσο δε πρüφτασε η Ο να διακρßνει αν Þταν κι ο εραστÞς της ανÜμεσÜ τους (Þτανε πρÜγματι) γιατß Ýνας εξ αυτþν Ýστρεψε προς το μÝρος της Ýνα προβολÝα που τη τýφλωνε.
¼λοι μεßναν ακßνητοι, οι δυο γυναßκες ζερβüδεξα κι οι Üντρες απÝναντι που τη κοßταζαν. ¸πειτα ο προβολÝας Ýσβησε κι οι γυναßκες φýγανε. ΞανÜβαλαν üμως πÜλι Ýνα πανß στα μÜτια της Ο. Τüτε τη βÜλανε να περπατÞσει, κÜπως σκοντÜφτοντας κι αισθÜνθηκε να βρßσκεται μπρος σε μεγÜλη φωτιÜ, εκεß που κÜθονταν οι τÝσσερεις Üντρες: αισθανüταν τη θερμüτητα κι Üκουγε στη σιγαλιÜ το θüρυβο που κÜμανε καßγοντας τα ξýλα. ¹ταν απÝναντι απü τη φωτιÜ. Δυο χÝρια σηκþσανε τη κÜπα της, Üλλα δυο γλυστρÞσανε κατÜ μÞκος του κορμιοý για να ελÝγξουνε το δÝσιμο των βραχιολιþν: δεν Þτανε γαντοφορεμÝνα κι Ýν απ' αυτÜ μπÞκε μÝσα της κι απü τις δυο μεριÝς ταυτüχρονα, τüσον απüτομα που 'βγαλε μια κραυγÞ. ΚÜποιος γÝλασε. ΚÜποιος Üλλος εßπε:
-"Ας τη γυρßσουμε να δοýμε τα στÞθη και τη κοιλιÜ".
Τη γυρßσανε κι η ζÝστη της φωτιÜς γινüταν αισθητÞ στη μÝση της. ¸να χÝρι της Ýπιασε το 'να στÞθος, Ýνα στüμα της Ýπιασε την Üκρη του Üλλου. ¼μως ξαφνικÜ Ýχασε την ισορροπßα της κι Ýπεσε προς τα πßσω, κρατημÝνη -απü ποιÜ Üραγε χÝρια;- ενþ εν τω μεταξý τις Üνοιγαν τα πüδια και τα χεßλη, ελαφρÜ, αισθÜνθηκε μαλλιÜ ανÜμεσα στα μποýτια της. ¢κουσε να λÝνε πως Ýπρεπε να τη βÜλουνε να γονατßσει. ¸τσι κι Ýγινε. Αισθανüταν πολý Üσχημα Ýτσι γονατιστÞ και πιüτερο γιατß δεν Ýπρεπε να πλησιÜσει τα γüνατÜ της και γιατß τα δεμÝνα στη πλÜτη χÝρια της τη κÜνανε να γÝρνει κÜπως εμπρüς. Της επÝτρεψαν τüτε να σκýψει λßγο προς τα πßσω, μισοκαθισμÝνη στις φτÝρνες, üπως κÜμουν οι καλüγριες.
-"Δεν την Ýχετε ποτÝ δÝσει";
-"¼χι ποτÝ".
-"Οýτε μαστιγþσει";
-"ΠοτÝ, αλλ' ακριβþς...", απαντοýσεν ο εραστÞς της.
-"Ακριβþς", εßπεν η Üλλη φωνÞ, "αν τη δÝνατε που και που, αν τη μαστιγþνατε λιγÜκι κι αν αυτü της Üρεσε!... Αυτü που χρειÜζεται εßναι να ξεπεραστεß η στιγμÞ üπου θα αισθανüταν ευχαρßστηση για να προκληθοýνε δÜκρυα".
_____________________________
απüσπ. απü το βιβλßο... του 1968