"Η ΤÝχνη, εßναι πÜντα μια καλÞ κρυψþνα, üχι για δυναμßτιδα, μα για νοητικÝς εκρηκτικÝς ýλες και κοινωνικÝς ωρολογιακÝς βüμβες. Για ποιü λüγον, Üλλωστε, θα υπÞρχαν ΙδανικÜ";
(ομιλßα στη τελετÞ απονομÞς του Νüμπελ Λογοτεχνßας 1973)
Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε στις 21 ΔεκÝμβρη 1917 στη Κολωνßα, γιος του γλýπτη κι επιπλοποιοý, Βßκτορ Μπελ και της Μαρßα Hermanns, οικογÝνεια φιλελεýθερη, καθολικÞ κι ειρηνιστικÞ. Μεταξý 1924-8 παρακολοýθησε στοιχειþδη εκπαßδευση, στο Raderthal κι απü 1928-37, τη δημüσια κλασικÞ β'βÜθμια εκπαßδευση στο Kaiser-Wilhelm, στη Κολωνßα. ΑντιστÜθηκε στις πιÝσεις για να ενταχθεß στη Νεολαßα Χßτλερ, κατÜ τη διÜρκεια üλης της 10ετßας του '30 κι αυτü εßχεν επιπτþσεις. Την Üνοιξη του 1937 Üρχισε ως μαθητευüμενος βιβλιοπþλης για το Matth, μιαν επιχεßρηση του Lempertz στη Βüννη. 'Αφησε τη δουλειÜ αυτÞ την Üνοιξη του 1938 και ξεκßνησε τις πρþτες προσπÜθειÝς να γρÜψει, αφοý παρακολοýθησε ειδικÜ ιδιωτικÜ μαθÞματα και παρÜλληλα διÜβασε πολý. ΚατÜ τη διÜρκεια του φθινοπþρου του 1938 στρατεýτηκε στην εθνικÞ υπηρεσßα εργασßας και την Üνοιξη του 1939, συμπληρþνοντας το υποχρεωτικü 6μηνο, την εγκατÝλειψε. Τοýτο, γιατß η ολοκλÞρωση της υπηρεσßας αυτÞς Þτανε προûπüθεση για να εξασφαλßσει Üδεια να μελετÜ στο πανεπιστÞμιο. ¹τανε πια σε θÝση ν' αρχßσει μελÝτες ΓερμανικÞς και ΚλασικÞς Φιλολογßας κατÜ τη διÜρκεια των θερινþν μηνþν.
Το 1939, τÝλη καλοκαιριοý, καλεßται στον γερμανικü στρατü λßγο πριν το ξÝσπασμα του πολÝμου. Συμμετεßχε στον Β' Παγκ. Πüλ. απü το φθινüπωρο 1940, για λßγο στο γαλλικü μÝτωπο, απü το 1941-2 (μετÜ απü μια βαριÜ περßπτωση τýφου), πÝρασε στις μονÜδες εφεδρεßας στα μετüπισθεν, απü τις αρχÝς του 1942 μÝχρι το καλοκαßρι 1943, κατÜ μÞκος της αγγλικÞς ακτÞς στη Γαλλßα, μεταξý καλοκαιριοý 1943 και φθινοπþρου 1944, σε ΣοβιετικÞ ¸νωση, Ρουμανßα κι Ουγγαρßα, απü την Üνοιξη του 1945, για μερικÝς εβδομÜδες στη ΔυτικÞ Γερμανßα, αιχμÜλωτος των Αμερικανþν κι υπü περιορισμü μÝχρι τον Οκτþβρη του 1945 σε στρατüπεδο στη Γαλλßα κι Ýπειτα για μερικÝς εβδομÜδες, -Οκτþβρη/ΝοÝμβρη 1945-, σ' αγγλικü στρατüπεδο στο ΒÝλγιο. ΠρÝπει ν' αναφερθεß πως τραυματßστηκε 4 φορÝς και μερικÜ τραýματÜ του, δεν εξαλειφθÞκανε ποτÝ, -εßχε χÜσει üλα τα δÜχτυλα των ποδιþν του απü κρυοπαγÞματα. ΑυτÜ ακριβþς τα τραýματα κι οι κακουχßες, τονε κÜνανε φιλÜσθενο, για üλο το υπüλοιπο της ζωÞς του.
Απü τον ΔεκÝμβρη του 1945, εγκαταστÜθηκε με τη σýζυγü του στην εξοχÞ της Κολωνßας. 'Αρχισε να γρÜφει και να μελετÜ ξανÜ, -το δεýτερο Þταν υποχρεωτικü, για να μπορεß να παßρνει δελτßο διανομÞς τροφßμων, με την απüδειξη εργασßας του- ενþ ταυτüχρονα εργαζüτανε στην επισκευÞ του σπιτιοý τους. Στα 1946-49 δημοσßευσε κÜποια διηγÞματÜ του και το 1949, το πρþτο βιβλßο του, μια νουβÝλα με τßτλο: "Der Zug War Pünktlich" (Το ΤρÝνο ¸φτασε Στην ¿ρα Του). Με πρüσκληση σε μια συνεδρßαση του Gruppe 47 το 1951, συνÜντησε πολλοýς γερμανοýς μεταπολεμικοýς συγγραφεßς με τους οποßους Ýγινε κατüπιν φßλος. Πχ. Ηans Werner Richter, Alfred Andersch κι Üλλους. Ακüμα κι αν υπÞρξανε σýντομες Þ μεγÜλες διαμÜχες κατÜ τη διÜρκεια, Þ μετÜ απü αυτÝς τις συνεδριÜσεις, το Gruppe 47 Ýβγαλε πολλοýς γερμανοýς συγγραφεßς απü την απομüνωσÞ τους, στη τεμαχισμÝνη μεταπολεμικÞ Γερμανßα.
Το 1942 παντρεýτηκε την Annemarie Cech που ταν αναντικατÜστατη σýζυγος και σýντροφος, σαν Ýμπειρη συνεργÜτις του, πÜσχουσα κι η ßδια απü το ναζιστικü καθεστþς, αλλÜ και σαν ιδιαßτερα γλωσσομαθÞς. Το πρþτο τους παιδß, ο Christoph, πÝθανε το 1945. ΑπÝκτησεν üμως Üλλους τρεις γιοýς, Raimund, Rene και Vincent, που γεννηθÞκανε στα 1947, 1948 και 1950, αντßστοιχα. Στα 1950-51, εργÜστηκε σαν υπÜλληλος στατιστικÞς υπηρεσßας, στη Κολωνßα κι απü το καλοκαßρι του 1951, συνÝχιζε να ζει σαν συγγραφÝας εκεß.
'Αλλα γνωστÜ του Ýργα εßναι: "Το Ψωμß Των Ανθρþπων", "Η ΧαμÝνη ΤιμÞ Της Καταρßνας Μπλουμ", "Ο Κλüουν", "Το ΑσφαλÝς Δßκτυο", "ΜπιλιÜρδο Στις ΕννιÜμιση", "ΠορτρÝτο ΟμÜδας Με Κυρßα" κλπ. Τα Ýργα του μεταφραστÞκανε σε πÜνω απü 30 γλþσσες και το 1972 κÝρδισε το Νüμπελ Λογοτεχνßας, μüλις ο 2ος Γερμανüς συγγραφÝας μ' αυτÞ την επιτυχßα, μετÜ τον ΧÝρμαν ¸σσε (1946).
ΥπÞρξεν απü τους μεγαλýτερους μεταπολεμικοýς συγγραφεßς που ανÝδειξεν η Γερμανßα, βαθιÜ ριζωμÝνος στη ΚαθολικÞν Εκκλησßα και στη πατρßδα του Κολωνßα. ¹τανε καινοτüμος σε πολλÜ του Ýργα και ζωγρÜφισε τη μεταπολεμικÞ Γερμανßα στις ιστορßες του. Εßχε θαυμÜσιαν αßσθηση του χιοýμορ κι αυτü φαßνεται στα βιβλßα του, που τα περισσüτερα Ýχουνε σατιρικü χαρακτÞρα. ΑμÝσως μετÜ τον πüλεμο, η γραφÞ του αγκÜλιασε τους απλοýς ανθρþπους, τους οποßους λατρεýει και τους καθιστÜ Þρωες -μικροýς Þ μεγÜλους- στις ιστορßες του. Οι... κακοß του üλοι, συνÞθως βρßσκονται απü την αντßπερα üχθη, στους Ýχοντες: κρατικοýς υπαλλÞλους, πολιτικοýς, τραπεζßτες κλπ, και πÜντα τους... τιμωρεß, πüτε με το χιοýμορ, πüτε τυχαßα, πüτε σοβαρÜ. Τους κατηγορεß σα κονφορμιστÝς, δειλοýς, Ýνοχους κατÜχρησης εξουσßας και τους στηλιτεýει με μοναδικü και μαÝστρικο τρüπο.
Το απλü του ýφος, λατρεýτηκε απü πολλοýς και φιλοξενÞθηκε στα γλωσσικÜ εγχειρßδια γερμανικþν. ΑλλÜ δυο Þταν τα γεγονüτα που σημÜδεψαν επßσης τη μετÝπειτα ζωÞ του: η ουσιαστικÜ εξüρισÞ του μÝσα στην ßδια του την ιδιαßτερη πατρßδα, απü το ναζιστικü καθεστþς στη 10ετßα του '30 κι η σχεδüν ολικÞ καταστροφÞ της Κολωνßας στο μεγÜλο βομβαρδισμü. Η Ýλλειψη βασικþν αγαθþν κεßνη τη πολý δýσκολη μεταπολεμικÞ περßοδο, επßσης τον επηρÝασε και το εμφÜνισε στα γραπτÜ του. Σ' üλην üμως τη ζωÞ του συναναστρÜφηκε με χαρÜ του, τους απλοýς ανθρþπους κι ανακατεýτηκε μαζß τους. ΚÜθε φορÜ που βρισκüτανε στο νοσοκομεßο, για κÜποιο απü τα χρüνια προβλÞματα υγεßας του, οι νοσοκüμες κÜνανε παρÜπονα για τους πÜμπολλους επισκÝπτες... χαμηλþν τÜξεων, που Ýρχονταν να του συμπαρασταθοýν.
¸ζησε κυρßως στη Κολωνßα, μαζß με τη σýζυγο και τα παιδιÜ τους, μα πÝρασε κÜμποσο χρονικü διÜστημα, στα βουνÜ Eifel και στο Achill, νησß σε μιαν απü τις ακτÝς της Δ. Ιρλανδßας με αποτÝλεσμα να γρÜψει διÜφορες εντυπþσεις απü τη χþραν αυτÞ, σε βιβλßο με τßτλο "Irish Journal". ¹τανε πρüεδρος της Διεθνοýς P.E.N. και ταξßδεψε πολý, με αυτÞ την ιδιüτητα, προσπαθþντας να μειþσει τη κακÞν εντýπωση που 'χεν αφÞσει ο ναζισμüς του Χßτλερ στον υπüλοιπο κüσμο. Λατρεýτηκε πολý στην Αν. Ευρþπη, σαν ενÜντιος της κεφαλαιοκρατßας -μüνο στη Σοβ. ¸νωση, ποýλησε πολλÜ εκατομμýρια αντßτυπα. ¼ταν δε ο ΑλÝξανδρος Σολζενßτσιν Ýφυγε σαν εξüριστος απü κει, Þταν εκεßνος που τονε φιλοξÝνησε στο σπßτι του, για λßγο στην αρχÞ.
ΠÝθανε στις 16 Ιουλßου 1985, στη Βüννη, σ' ηλικßα 67 ετþν και θÜφτηκε στη πüλη που λÜτρεψε πιο πολý, τη Κολωνßα. Το σπßτι του στην εξοχÞ της, εßναι ßδρυμα πλÝον και λειτουργεß μ' επιτυχßα μÝχρι σÞμερα. Εν απü τα πρþτα του Ýργα, το "Η ΚληρονομιÜ Του Στρατιþτη" που γρÜφτηκε το 1947, εκδüθηκε 40 χρüνια μετÜ, 2 χρüνια μετÜ τον θÜνατü του. Οι κριτικοß θρηνÞσανε την Ýλλειψη, τüτε, ενüς πιθανοý διαδüχου του στα γερμανικÜ γρÜμματα. Ωστüσο τελικÜ, Ýνας τÝτοιος διÜδοχος φÝρεται να εßναι ο Γκýντερ Γκρας (Günter Grass), που κÝρδισε Νüμπελ Λογοτεχνßας, το 1999.
==========================
ΚÜτι Θα Γßνει
Μια απü τις πιο παρÜξενες περιüδους της ζωÞς μου εßναι σßγουρη κεßνη που πÝρασα σαν υπÜλληλος του 'Αλφρεντ Βουνσßντελ. Απü τη φýση μου, κλßνω πιüτερο στη σκÝψη και την απραξßα παρÜ στην εργασßα, κÜπου-κÜπου üμως επßμονες οικονομικÝς δυσχÝρειες μ' αναγκÜζουν -μια κι η σκÝψη φÝρνει τüσα λεφτÜ üσα κι η απραξßα- να δεχτþ μια λεγüμενη θÝση. ¼ταν Ýφτασα για μιαν ακüμα φορÜ σε τÝτοιο σημεßο κατÜπτωσης, απευθýνθηκα στο Γραφεßον ΕυρÝσεως Εργασßας κι απü κει με στεßλανε, μαζß μ' Üλλους εφτÜ ομοιοπαθεßς μου, στο εργοστÜσιο Βουνσßντελ, üπου θα μας υπÝβαλλαν σε δοκιμασßα καταλληλüτητας.
Μüλις εßδα το εργοστÜσιο, απÝξω, πονηρεýτηκα: το εργοστÜσιο Þταν ολÜκερο χτισμÝνο με γυÜλινες πλÜκες κι η απÝχθειÜ μου για τα φωτεινÜ κτßρια και τους φωτεινοýς χþρους εßναι τüσο μεγÜλη, üσο κι η απÝχθειÜ μου για εργασßα. Ακüμα πιüτερο πονηρεýτηκα, üταν μας σερβßραν αμÝσως στη καντßνα που 'τανε βαμμÝνη με φωτεινÜ και χαροýμενα χρþματα, πρωινü: üμορφες σερβιτüρες μας φÝραν αβγÜ, καφÝ και φρυγανιÝς, καλüγουστες καρÜφες Þτανε γεμÜτες με χυμü πορτοκÜλι. Χρυσüψαρα κολλοýσανε τα κουρασμÝνα τους προσωπÜκια πÜνω στα γυÜλινα τοιχþματα ανοιχτοπρÜσινων ενυδρεßων. Οι σερβιτüρες Þτανε τüσο πρüσχαρες, που φαßνονταν Ýτοιμες να σκÜσουν απü χαρÜ. Μüνο μια ισχυρÞ θÝληση -Ýτσι πßστευα- τις συγκρατοýσε απü το να τιτιβßζουνε συνεχþς. ¹τανε γεμÜτες τραγοýδια που δε τραγουδÞσαν ακüμα, λες σα κüτες που δε γεννÞσανε τ' αβγÜ τους.
ΜÜντεψα αμÝσως ü,τι δε φαινüνταν να μαντεýουν οι ομοιοπαθεßς μου: üτι κι αυτü το πρωινü Þταν μÝρος της δοκιμασßας κι Ýτσι μÜσαγα με μεγÜλην üρεξη, με πλÞρη συνεßδηση ενüς ανθρþπου που ξÝρει πως εφοδιÜζει τον οργανισμü του με πολýτιμες ουσßες. ¸κανα κÜτι, που κανονικÜ καμιÜ δýναμη στον κüσμο δε θα μ' Ýπειθε να κÜνω: Þπια μ' Üδειο στομÜχι χυμü πορτοκÜλι, Üφησα χωρßς ν' αγγßξω τον καφÝ και το αβγü, καθþς κι Ýνα κομμÜτι φρυγανιÜς, σηκþθηκε κι Üρχισα να βηματßζω πÜνω-κÜτω στη καντßνα, ανυπüμονος για δρÜση.
¸τσι, μου εßπαν να περÜσω πρþτος στην αßθουσα εξετÜσεων, που βρßσκονταν Ýτοιμα τα ερωτηματολüγια πÜνω σε θαυμÜσια τραπÝζια. Οι τοßχοι Þτανε βαμμÝνοι μ' Ýνα τÝτοιο πρÜσινο χρþμα που θα 'κανε ν' ακουστεß απü τα χεßλη ενüς ειδικοý της εσωτερικÞς διακüσμησης, το επßθετο μαγευτικü. Δε φαινüτανε κανεßς κι üμως Þμουνα τüσο βÝβαιος üτι με παρακολουθοýσαν, þστε να συμπεριφÝρομαι üπως συμπεριφÝρεται Ýνας ανυπüμονος για δρÜση, üταν πιστεýει πως παρακολουθεßται: Ýβγαλα ανυπüμονα το στιλü μου απü τη τσÝπη, βßδωσα το καπÜκι, κÜθισα στο πιο κοντινü τραπÝζι και πÞρα το ερωτηματολüγιο, üπως πιÜνουν οι χολερικοß στα χÝρια τους το λογαριασμü της ταβÝρνας.
Πρþτη Ερþτηση: Το θεωρεßτε σωστü να 'χει ο Üνθρωπος μüνο δυο χÝρια, δυο πüδια, δυο μÜτια και δυο αφτιÜ;
Στο σημεßο αυτü Ýδρεψα πρþτη φορÜ τους καρποýς του σκεπτικισμοý μου κι Ýγραψα χωρßς δισταγμü: "Ακüμα και τÝσσερα χÝρια και πüδια δε θα 'ταν αρκετüς για την ορμÞ μου για δρÜση. Ο εξοπλισμüς του ανθρþπου εßναι αξιοθρÞνητος".
Δεýτερη Ερþτηση: Πüσα τηλÝφωνα μπορεßτε να χειριστεßτε ταυτüχρονα;
Κι εδþ η απÜντηση Þτανε τüσον εýκολη, üσο κι η λýση μιας εξßσωσης πρþτου βαθμοý. ¸γραψα: "Αν τα τηλÝφωνα εßναι μüνον εφτÜ, χÜνω την υπομονÞ μου. Μüνον üταν τα τηλÝφωνα γßνουν εννιÜ νιþθω ξαλαφρωμÝνος".
Τρßτη Ερþτηση: Τß κÜνετε üταν σχολÜτε;
Η απÜντησÞ μου: "Δε θÝλω πια να ξÝρω τη λÝξη σχολÜω. Την Ýσβησα απü το λεξιλüγιü μου, μüλις Ýγινα δεκαπÝντε χρονþν: Εν αρχÞ Þν η πρÜξις!".
ΠÞρα τη θÝση και πρÜγματι, δεν Ýνιωθα οýτε με τα εννιÜ τηλÝφωνα εντελþς ξαλαφρωμÝνος. Φþναζα στ' ακουστικÜ τους: "ΕνεργÞστε αμÝσως!" Þ "ΚÜντε κÜτι! -ΚÜτι πρÝπει να γßνει - ΚÜτι γßνεται - ΚÜτι θα γßνει - ΚÜτι θα 'πρεπε να γßνει". Ως επß το πλεßστον χρησιμοποιοýσα τη προστακτικÞ, γιατß μου φαινüτανε σýμφωνη με την ατμüσφαιρα.
ΕνδιαφÝροντα Þτανε τα μεσημβρινÜ διαλεßμματα, üταν καθüμαστε στη καντßνα και τρþγαμε φαγητÜ πλοýσια σε βιταμßνες, περιστοιχιζüμενοι απü γαλÞνια και χαροýμενα πρüσωπα. Το εργοστÜσιο Βουνσßντελ Þτανε γεμÜτο ανθρþπους που τρελαßνονταν να μιλÜνε για τη ζωÞ τους, üπως δα ταιριÜζει σε προσωπικüτητες που σφýζουν απü δραστηριüτητα: η βιογραφßα τους αξßζει γι' αυτοýς πιüτερο κι απü την ßδια τους τη ζωÞ, αρκεß να τους πατÞσεις Ýνα κουμπß κι αρχßζουν να τη ξερνÜνε με το νι και με το σßγμα.
Εκπρüσωπος του Βουνσßντελ στο εργοστÜσιο Þταν Ýνας ονüματι Μπρüσεκ, που εßχεν αποκτÞσει κÜποια φÞμη, επειδÞ üταν Þταν ακüμα φοιτητÞς, εßχε θρÝψει δουλεýοντας μÝρα-νýχτα, εφτÜ παιδιÜ και μιαν ανÜπηρη γυναßκα, ενþ ταυτüχρονα διÞυθυνε τÝσσερις εμπορικÝς αντιπροσωπεßες και παρολαυτÜ, μπüρεσε να πÜρει μ' Ýπαινο μÝσα σε δυο χρüνια, δυο διπλþματα. ¼ταν τον εßχανε ρωτÞσει οι ρεπüρτερ: "Πüτε κοιμÜστε λοιπüν κýριε Μπρüσεκ;" αυτüς εßχεν απαντÞσει: "Ο ýπνος εßναι αμÜρτημα".
Η γραμματÝας του Βουνσßντελ εßχε θρÝψει με το πλÝξιμü της Ýναν ανÜπηρο σýζυγο και τÝσσερα παιδιÜ, εßχε κÜνει ταυτüχρονα τη διατριβÞ της στη ψυχολογßα και τη πατριδογνωσßα, εßχε δουλÝψει σ' εκτροφεßο τσοπανüσκυλων κι εßχε γßνει διÜσημη τραγουδßστρια νυχτερινþν κÝντρων με τ' üνομα Βαμπ 7.
Ο ßδιος ο Βουνσßντελ Þταν απü τους ανθρþπους εκεßνους που κÜθε πρωß, ενþ δεν Ýχουνε καλÜ-καλÜ ξυπνÞσει, εßναι κιüλας αποφασισμÝνοι να δρÜσουν. "ΠρÝπει να δρÜσω" σκÝφτονται ενþ δÝνουν αποφασιστικÜ τη ζþνη της ρüμπας τους. "ΠρÝπει να δρÜσω" σκÝφτονται ενþ ξυρßζονται και κοιτÜζουνε θριαμβευτικÜ τις τρßχες του προσþπου τους, που ξεπλÝνουν μαζß με τη σαπουνÜδα, πÜνω στη ξυριστικÞ τους μηχανÞ. Τα υπολεßμματα αυτÜ του τριχþματüς τους εßναι τα πρþτα της ορμÞς τους για δρÜση. Ακüμα κι οι πιο οικεßες πρÜξεις προξενοýνε σ' αυτÜ τ' Üτομα ικανοποßηση: το νερü κελαρýζει, το χαρτß καταναλþνεται. ΚÜτι Ýγινε. Το ψωμß τρþγεται, στο πρωινü αβγü, το κεφÜλι κüβεται.
Ακüμα κι η πιο ασÞμαντη κßνηση φαινüτανε στο σπßτι του Βουνσßντελ σα μια πρÜξη: üταν Ýβαζε το καπÝλο του, üταν, τρÝμοντας απü ενεργητικüτητα, κοýμπωνε το πανωφüρι του, το φιλß που 'δινε στη γυναßκα του, üλα Þτανε πρÜξεις. ¼ταν Ýμπαινε στο γραφεßο του, φþναζε στη γραμματÝα του σα να τη χαιρετοýσε: "ΚÜτι πρÝπει να γßνει!" κι αυτÞ του ανταπÝδιδε με πρüσχαρη διÜθεση: "ΚÜτι γßνεται!". Ο Βουνσßντελ πÞγαινε κατüπιν, απü το Ýνα τμÞμα στ' Üλλο και πÝταγε το χαροýμενü του "ΠρÝπει κÜτι να γßνει!" κι üλοι απαντοýσανε "Γßνεται κÜτι!" κι εγþ του φþναζα λÜμποντας, üταν Ýμπαινε στο γραφεßο μου: "ΚÜτι θα γßνει!"
Μες στη πρþτη βδομÜδα ανÝβασα τον αριθμü των τηλεφþνων που χειριζüμουν, στα Ýντεκα, τη δεýτερη στα δεκατρßα και διασκÝδαζα εφευρßσκοντας τα πρωινÜ στο τραμ, νÝες προστακτικÝς Þ κλßνοντας το ρÞμα γßνομαι σε διαφορετικοýς χρüνους, αναφερüμενος σε διαφορετικÜ γÝνη, στην υποτακτικÞ και στον οριστικÞ. Δυο ολÜκερες μÝρες πρüφερα μüνο την ßδια πρüταση, επειδÞ την Ýβρισκα τüσον ωραßα: "Θα 'πρεπε να εßχε γßνει κÜτι" κι Üλλες δυο μιαν Üλλη πρüταση: "Αυτü δε θα 'πρεπε να 'χε γßνει".
¸τσι Üρχισα να νιþθω πραγματικÜ ξαλαφρωμÝνος, üταν Ýγινε κÜτι πραγματικÜ. Μια Τρßτη πρωß, üταν δεν εßχα ακüμα καλÜ-καλÜ καθßσει στο γραφεßο μου, üρμησε ο Βουνσßντελ μÝσα και φþναξε το συνηθισμÝνο "ΚÜτι πρÝπει να γßνει!" ¼μως κÜτι ανεξÞγητο στο πρüσωπü του μ' Ýκανε να διστÜσω ν' απαντÞσω πρüσχαρα κι ευδιÜθετα, üπως Þταν ο κανονισμüς "ΚÜτι γßνεται!". Δßσταζα, φαßνεται, για αρκετü διÜστημα, γιατß ο Βουνσßντελ που σπÜνια Ýβαζε τις φωνÝς, τοýτη τη φορÜ ωρυüταν: "ΑπαντÞστε! ΑπαντÞστε! üπως εßναι ο κανονισμüς!"´κι εγþ απÜντησα σιγανÜ και πεισματικÜ σαν παιδß που το αναγκÜζουν να πει: "Εßμαι κακü παιδß". Μüλις και μετÜ βßας μπüρεσα ν' αρθρþσω τη πρüταση "ΚÜτι γßνεται" και δεν την εßχα σχεδüν ακüμα τελειþσει üταν πραγματικÜ Ýγινε κÜτι: Ο Βουνσßντελ σωριÜστηκε στο πÜτωμα, Ýγειρε üπως Ýπεφτε στο πλÜι, και ξÜπλωσε φαρδýς-πλατýς, μπροστÜ στην ανοιχτÞ πüρτα. ΑμÝσως κατÜλαβα, πρÜγμα που επιβεβαιþθηκε, üταν Ýκανα το γýρο του γραφεßου μου και τον πλησßασα, πως Þταν νεκρüς.
Κουνþντας το κεφÜλι, πÞδησα πÜνω απü τον νεκρü, πÞγα αργÜ, περνþντας απü το διÜδρομο, στο γραφεßο του Μπρüσεκ και μπÞκα χωρßς να χτυπÞσω τη πüρτα. Καθüτανε στο γραφεßο του, βαστοýσε απü Ýνα ακουστικü τηλεφþνου στο κÜθε του χÝρι και στο στüμα του Ýνα στιλü διαρκεßας, με το οποßο κρατοýσε σημειþσεις σ' Ýνα μπλοκ, ενþ με τα με τα γυμνÜ πüδια του Ýθετε σε κßνηση μια πλεκτομηχανÞ που βρισκüτανε κÜτω απü το γραφεßο. Με τον τρüπο αυτü, συμβÜλλει στη συμπλÞρωση της οικογενειακÞς του γκαρνταρüμπας.
-"ΚÜτι Ýγινε" εßπα σιγÜ. Ο Μπρüσεκ Ýφτυσε απü το στüμα το στιλü, κατÝβασε τα δυο ακουστικÜ, ξεκüλλησε διστακτικÜ τα δÜχτυλÜ του απü τη πλεκτομηχανÞ.
-"Τß Ýγινε ντε;" ρþτησε.
-"Ο κýριος Βουνσßντελ εßναι νεκρüς", εßπα γω.
-"¼χι" εßπεν ο Μπρüσεξ
-"Και βÝβαια. ΕλÜτε!" εßπα γω.
-"¼χι" εßπε üταν σταθÞκαμε μπρος απü το πτþμα του, "üχι, üχι!" Δε του 'φερα αντßρρηση. Γýρισα προσεκτικÜ τον Βουνσßντελ με τη ρÜχη στο πÜτωμα, του 'κλεισα τα μÜτια και τονε κοßταξα σκεπτικÜ. ¸νιωθα σχεδüν τρυφερüτητα γι' αυτüν και για πρþτη φορÜ κατÜλαβα πως δεν τον εßχα μισÞσει ποτÝ. Το πρüσωπü του εßχε κÜτι απü την Ýκφραση των προσþπων των παιδιþν που αρνιοýνται επßμονα ν' αποχωριστοýνε τη πßστη τους στον 'Αη Βασßλη, παρüλο που τα επιχειρÞματα των φßλων τους ηχοýνε τüσο πειστικÜ.
-"¼χι" εßπεν ο Μπρüσεκ "üχι".
-"ΚÜτι πρÝπει να γßνει", εßπα σιγÜ στον Μπρüσεκ.
-"Ναι" εßπεν ο Μπρüσεκ, "πρÝπει να γßνει κÜτι".
Κι Ýγινε κÜτι: ο Βουνσßντελ κηδεýτηκε κι εμÝνα μ' επιλÝξανε για να κρατÜω το στεφÜνι με πλαστικÜ τριαντÜφυλλα, συνοδεýοντας το φÝρετρü του, γιατß δεν εßμαι προικισμÝνος μüνο με μια κλßση προς τον σκεπτικισμü και την ηρεμßα, αλλÜ και μ' Ýνα παρÜστημα κι Ýνα πρüσωπο που ταιριÜζουν απüλυτα στα μαýρα κοστοýμια. ¼πως φαßνεται, εßχα μεγαλüπρεπην εμφÜνιση, καθþς πÞγαινα πßσω απü το φÝρετρο του Βουνσßντελ με το στεφÜνι απü πλαστικÜ τριαντÜφυλλα στο χÝρι. ΔÝχτηκα τη προσφορÜ ενüς εκλεκτοý Γραφεßου Κηδειþν να εμφανιστþ σαν επαγγελματßας τεθλιμμÝνος συγγενÞς.
-"Εßστε γεννημÝνος τεθλιμμÝνος συγγενÞς" μου 'πεν ο διευθυντÞς του Γραφεßου, "τη κατÜλληλη ενδυμασßα θα σας τη προμηθÝψουμε μεις. Το πρüσωπü σας -εßναι απλþς Ýξοχο!".
ΥπÝβαλα τη παραßτησÞ μου στον Μπρüσεξ, με τη δικαιολογßα πως δεν αισθανüμουν εκεß μÝσα απüλυτα ικανοποιημÝνος, üτι παρÜ τα δεκατρßα τηλÝφωνα Ýνα μÝρος των δυνατοτÞτων μου παρÝμενε αναξιοποßητο. ΑμÝσως μετÜ τη πρþτη επαγγελματικÞ μου εμφÜνιση σα τεθλιμμÝνος συγγενÞς, το κατÜλαβα πως εßναι αυτÞ η δουλειÜ που μου ταιριÜζει, αυτÞ η θÝση εßναι προορισμÝνη για μÝνα.
ΣτÝκομαι σκεπτικüς πßσω απü το φÝρετρο στο παρεκκλÞσι του νεκροταφεßου με μιαν απλÞν ανθοδÝσμη στο χÝρι, ενþ η μουσικÞ παßζει το Largo του ΧÝντελ, Ýνα κομμüτι που δεν εκτιμοýν üσο αξßζει. Το καφενεßο του νεκροταφεßου εßναι το στÝκι μου, εκεß περνÜω τις þρες μου, ανÜμεσα σε δυο επαγγελματικÝς εμφανßσεις μου. ¼μως μερικÝς φορÝς ακολουθþ και φÝρετρα που δε μου τα 'χουν υποδεßξει απü την υπηρεσßα μου, αγορÜζω με δικÜ μου λεφτÜ μιαν ανθοδÝσμη και συντροφεýω τον υπÜλληλο της Πρüνοιας, που ακολουθεß το φÝρετρο κανενüς πρüσφυγα. ΚÜπου-κÜπου περνÜω κι απü τον τÜφο του Βουνσßντελ, γιατß στο κÜτω-κÜτω της γραφÞς, σ' αυτüν χρωστÜω üτι ανακÜλυψα το ιδανικü μου επÜγγελμα, Ýνα επαγγελμα που χρειÜζεται ακριβþς σκεπτικισμü και που η ηρεμßα εßναι υποχρÝωσÞ μου.
Αργüτερα, πολý αργüτερα, μου 'ρθε η σκÝψη πως δεν εßχα ποτÝ ενδιαφερθεß για το προúüν που κατασκεýαζε το εργοστÜσιο του Βουνσßντελ. Θα 'τανε μÜλλον, σαποýνι...
_______________________
Η ΣυλλογÞ ΣιγÞς Του Δρ Μοýρκε & 'Αλλες ΣÜτιρες (1996 ΠατÜκης)
Doktor Murkes Gesammeltes Schweigen Und Andere Satiren (1958 Kohln)
MετÜφραση: Γιþργος ΒελουδÞς