|
|
Πεζά
Όμορφος Παραμυθένιος Τόπος |
Ανέκαθεν το 'ξερα... το 'νιωθα. Δεν ήξερα πως, μα ήξερα πως υπήρχε τόπος, ένας παραμυθένιος κι όμορφος τόπος, όπου μπορούσα να πηγαίνω κάποιες φορές και να ξεδίνω, να ξεχνιέμαι, να το φχαριστιέμαι πραγματικά, μ' όλη τη σημασία της λέξης. Όταν έφτανες εκεί, μπορούσες να κολυμπήσεις -κυριολεκτικά να κολυμπήσεις- μες στο παχύ πράσινο χορτάρι, ανάμεσα στις φυλλωσιές των θάμνων, ανάμεσα στα δέντρα. Μπορούσες εύκολα, πολύ εύκολα, να πετάξεις χαμηλά και ψηλά -δεν έχει διαφορά- με μερικές απλές κι άνετες απλωτές των χεριών σου και να χαζεύεις τριγύρω. Μπορούσες να συναντήσεις άλλους ανθρώπους αν ήθελες, αν δεν ήθελες πάλι, όχι. Μπορούσες να βρεις απομακρυσμένα σπιτάκια, κουκλίστικα σπιτάκια, όχι απαραίτητα φτιαγμένα με σοκολάτα και ζάχαρη και να συναναστραφείς τους καλόβολους κατοίκους των, τους πάντα καλόβολους κατοίκους των... Μπορούσες να στήσεις τη δική σου συναρπαστική περιπέτεια, το δικό σου αίνιγμα, όπως θα το 'θελες εσύ, και να τα φέρεις σε πέρας μια χαρά. Πάντα μπορούσες να τα βγάλεις πέρα, όσο δύσκολα κι αν ήταν. Και μεταξύ των τόσων και τόσων που μπορούσες, αν ήσουνα τυχερός, να σε φέρουνε τα βήματα, το πέταγμα ή το κολύμπι σου, στο Αρχοντικό της Θλιμμένης Βασιλοπούλας, αν ήσουν εξαιρετικά τυχερός, μπορούσες να καταφέρεις να τη δεις έστω για λίγο, πάντα βέβαια υπό την αυστηρήν επίβλεψη και παρουσία του Σκληρού Βασιλιά, που τη κρατούσε δέσμια, κι αν ήσουν ακόμα πιο εξαιρετικά τυχερός, -πράμα σπάνιο- θα μπορούσες για λίγο ν' ανταλλάξεις μερικές ματιές με νόημα ή ίσως και κάποιες φράσεις, έχοντας ξεφύγει προσωρινά από τη παρουσία του Σκληρού Βασιλιά κι ακόμα πιο απίστευτα τυχερός, να κατάφερνες -πράμα απίθανο κι ακατόρθωτο- να τη λευτερώσεις από τα χέρια του και να τη πάρεις μαζί σου για πάντα, έτσι ώστε το χαμόγελο να ξαναγυρίσει στο πανέμορφο πρόσωπό της και το δικό σου να γίνει πλατύτερο κι ευτυχέστερο δια βίου. Αχ... εγώ στις τόσες και τόσες φορές που πήγα σε κείνο τον όμορφο, παραμυθένιο κόσμο, πάρα πολύ ελάχιστες φορές κατάφερα να τη δω και μόλις μια την είδα να 'ναι μόνη και να πούμε ίσα λίγες φράσεις βιαστικά κι αμήχανα και μετά με τα μάτια μου 'δωσε να καταλάβω πως είχεν επιστρέψει ο Σκληρός Βασιλιάς, που εμφανίστηκε τελικά κρατώντας μια μεγάλη σακούλα με ψώνια στο 'να χέρι κι ένα μεγάλο δεμάτι ξύλα για τη φωτιά στο άλλο. Αχ... σας λέω πως είχε τρομερήν όψη, με κοίταξε παραξενεμένος κι έτοιμος για καβγά, μα η Θλιμμένη Βασιλοπούλα με το τρόπο που κινήθηκε, του 'δωσε να καταλάβει, πως της ήμουν αδιάφορη ενόχληση πιότερο, παρά απειλή για κείνον. Κάθε μα κάθε φορά που πήγαινα κει, έβαζα πρώτα-πρώτα στο νου μου να τη δω και κάθε μα κάθε φορά, έστηνα σα περιπέτεια, την απελευτέρωσή της. Το πρώτο το κατάφερα όπως είπα, ελάχιστα, το δεύτερο με τίποτε. Ίσως τελικά να 'τανε το ταμπού για κείνο τον όμορφο τόπο. Ίσως τελικά κι οι παραμυθένιοι τόποι να 'χουνε κι αυτοί τα όριά τους, σεκφτόμουνα. Τα χρόνια περνούσανε κι αυτός ο πηγαιμός γινόταν όλο και πιο δύσκολος, όλο και πιο σπάνιος και τώρα, μέχρι πριν λίγες μέρες, είχεν αραιώσει τόσο που κόντευα να ξεχάσω... Ώσπου... ξαναβρέθηκα κει κι αμέσως οι μνήμες ξυπνήσανε. 'Αρχισα να κολυμπώ, να πετώ, τούτην όμως τη φορά με κάμποση προσπάθεια είναι αλήθεια, κι είδα, όχι χωρίς κάποια πικρία, πως ο παραμυθένιος αυτός όμορφος τόπος είχε πια αλλάξει. Το πράσινο στο γρασίδι, στις φυλλωσιές, στους θάμνους και στα δέντρα είχε πιάσει να κιτρινίζει, να ξεθωριάζει, -όπως ξεθωριάζουν οι παλιές έγχρωμες φωτογραφίες με το φως του ήλιου. Οι άνθρωποι δε, από καλόβολοι κι αγαθοί, είχανε γίνει, το λιγώτερο, πιο κουμπωμένοι, πιο δύσπιστοι και σαφώς πιο σκεπτικιστές. Όταν ξεκίνησα να παίξω τη περιπέτειά μου, πρώτη φορά ένιωσα τόσον αγχωμένος, με τόσην αγωνία και για πρώτη φορά ένιωσα τρόμο μέχρι να καταφέρω να τη τελειώσω. Όπως και να 'χει όμως ένιωσα και χαρούμενος, γιατί μετά τόσο καιρό, -αλήθεια πόσο;- ξαναβρέθηκα κει, έστω κι έτσι κι όταν σε κάποιαν επικίνδυνη κάπως στιγμή, ξύπνησα κρατώντας σφιχτά το μαξιλάρι, ένιωσα τόση θλίψη που τον έχασα πάλι και νοσταλγία για τον παλιό καλό καιρό. Αμέσως μετά, ξαναγυρίσαν οι μνήμες κι από τις προηγούμενες επισκέψεις μου, ολοζώντανες. Το επόμενο πράμα που σκέφτηκα, ήταν να κάτσω και να τις γράψω, να τις μοιραστώ μ' όλο τον κόσμο, πλην όμως, η ζωή η σκληρή, με τα τόσα και τόσα της δε μου το επέτρεψεν άμεσα. Κυλήσανε κάμποσες μέρες κι οι μνήμες, χωρίς να το συνειδητοποιώ, σιγά-σιγά ξεθωριάζανε και τώρα που κάθομαι και τα γράφω, ίσα που πρόλαβα να συγκρατήσω και τα τόσα λίγα που αναφέρω. Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι, ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι. Αυτός ο παραμυθένια όμορφος τόπος είναι άλλων καιρών κι ίσως δε πρέπει να περιγραφεί για να μη χαθεί. Δε πρέπει να εποικιστεί από επισκέπτες τυχοδιώκτες, καιροσκόπους, εμπρηστές. Δε πρέπει να μαραθεί, να ξεθωριάσει. Ίσως εγώ ξαναπήγα παραφύση και γι' αυτό τον είδα έτσι, για να μη ξαναπάω. Ίσως να μη πρέπει να 'ναι συχνές οι επισκέψεις αυτές, γιατί τότε χάνεται η ουσία του σπάνιου κι άρα μοναδικού και πολύτιμου. Και σίγουρα κατανοώ πως δεν είναι για μεσήλικες όπως εγώ, η Θλιμμένη Βασιλοπούλα, όπως και το να καταφέρει κανείς να νικήσει τον Σκληρό Βασιλιά, είναι η περιπέτεια της ζωής, που πάντα θα 'ναι και ποτέ δε θα τελειώνει. Ίσως γιατί ο Σκληρός Βασιλιάς είμαι γω ο ίδιος κι η Θλιμμένη Βασιλοπούλα είναι η σκλαβωμένη μου ψυχή. Α... παραλίγο να το ξεχάσω... ούτε τούτη τη φορά, ίσως στην ύστατη άφιξή μου στον όμορφο και παραμυθένιο αυτό κόσμο, -την ύστατη φορά της συνειδητοποίησης- κατάφερα να δω, έστω λιγάκι, τη Θλιμμένη Βασιλοπούλα... 4 Αυγούστου '07
|
|
|