Βιογραφικü
Ο Ρßτσαρντ ΝτÝιβιντ Μπαχ εßναι ο διÜσημος αμερικανüς συγγραφÝας που 'γραψε με παγκüσμιαν επιτυχßα το μυθιστüρημα: "Ο ΓλÜρος ΙωνÜθαν Λßβινγκστον" (Jonathan Livingston Seagull, 1970), που 'γινε και κινηματογραφικÞ επιτυχßα με καταπληκτικÞ μουσικÞ επÝνδυση, απü τον Νηλ ΝτÜιαμοντ (Neil Diamond).
ΓεννÞθηκε στις 23 Ιουνßου 1936, στο Oak Park, του Illinois κι υποστηρßζει πως εßναι απüγονος του Γιüχαν ΣεμπÜστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach). Εßναι επßσης γνωστüς για τη μεγÜλη του αγÜπη στις αεροπορικÝς πτÞσεις, κυριολεκτικÜ, εκτüς απü μεταφορικÜ και μÜλιστα απü πολý νÝος, σ' ηλικßα 17 ετþν.
Ξεκßνησε τις σπουδÝς του στο Long Beach State College, το 1955. ¸χει γρÜψει κι Üλλα σημαντικÜ βιβλßα, üπως: "ΠαραισθÞσεις" (Illusions, 1977), "¸νας" (One, 1989), κι "Out of My Mind" (1999). Τα περισσüτερα απü τα βιβλßα του εßναι ημι-αυτοβιογραφικÜ και χρησιμοποιεß γεγονüτα απü τη ζωÞ του για να εξηγÞσει τη φιλοσοφßα του. ΥπηρÝτησε στην Air Force Reserve σαν πιλüτος και κατüπιν ασχολÞθηκε με διÜφορες Üλλες εργασßες.
Τα περισσüτερα απü τα βιβλßα του περιλαμβÜνουνε πτÞσεις με κÜποιο τρüπο, απü τις πρþτες ιστορßες του που μιλÜνε ξεκÜθαρα γι' αυτÝς μÝχρι τις πιο πρüσφατες, που χρησιμοποιεß τη πτÞση σα φιλοσοφικÞ μεταφορÜ. ¸να απü τα βιβλßα του που πολλοß πιλüτοι αγαποýν εßναι το "A Gift Of Wings".
Το 1970, "Ο ΓλÜρος ΙωνÜθαν Λßβινγκστον", -μια ιστορßα για Ýνα γλÜρο που πετÜ Ýτσι και μüνο για να πετÜ, πιüτερο, και μÜλιστα πÜνω απü τα... 'λογικÜ' üρια της ρÜτσας του, παρÜ για να εξασφαλßζει μüνο τη τροφÞ του και φυσικÜ Ýρχεται σε σýγκρουση με τους υπüλοιπους της ρÜτσας του-, δημοσιεýτηκε απü τον Εκδοτικü Οßκο Macmillan, üταν πολλοß Üλλοι εκδüτες του 'χαν επιστρÝψει το αντßτυπο με αρνητικÞν απÜντηση. Το βιβλßο, που περιλÜμβανε μοναδικÝς φωτογραφßες γλÜρων σε πτÞση, Ýγινε γρÞγορα best-seller κι ανÝβηκε γοργÜ, πρþτο στη λßστα των μυθιστορημÜτων και των non-fiction. Με συνολικÜ λιγüτερες απü 10.000 λÝξεις κατÜφερε να σπÜσει üλα τα ταμεßα στις πωλÞσεις -τÝτοιο ρεκüρ πωλÞσεων εßχε να συμβεß απü την εποχÞ του "¼σα Παßρνει Ο 'Ανεμος" της ΜÜργκαρετ Μßλερ (Gone With A Wind: Margaret Miller).
Το 2ο βιβλßο του, "ΠαραισθÞσεις: Οι ΠεριπÝτειες Ενüς Απρüθυμου Μεσσßα" (Illusions: The Adventures Of A Reluctant Messiah), που δημοσßευσε το 1977, λÝει την ιστορßα της σýγκρουσης του συγγραφÝα με κÜποιο μεσσßα των μοντÝρνων καιρþν, που 'χεν αποφασßσει να εγκαταλεßψει τις προσπÜθειÝς του.
KατÜ τη διÜρκεια της 10ετßας του '90, εμφανßστηκε σ' απευθεßας σýνδεση απü τη Compuserve, üπου απÜντησε στο ηλεκτρονικü του ταχυδρομεßο προσωπικÜ. Παραχþρησε συνÝντευξη τον Απρßλη του 2005 στο Conscious Talk Radio κι αυτÝς οι συνεντεýξεις επαναληφθÞκανε μερικÝς φορÝς το 2006.
Ο Μπαχ εßχεν 6 παιδιÜ με τη πρþτη σýζυγü του, Bette. Χþρισαν το 1970, επειδÞ ο Ρßτσαρντ δε πßστευε στον γÜμο. Ο γιος του, Τζüναθαν, εßναι δημοσιογρÜφος κι Ýγραψε βιβλßο περιγρÜφοντας πως μεγÜλωσε χωρßς να γνωρßσει τον πατÝρα του, Ρßτσαρντ κι Ýπειτα τονε συνÜντησε σα σπουδαστÞς στο κολÝγιο. Ο πατÝρας Ýδωσε την ÝγκρισÞ του γι' αυτü το βιβλßο αν και σημεßωσε üτι περιλÜμβανε κÜποια προσωπικÜ στοιχεßα, που δε θα πρεπε 'να δουνε το φως της δημοσιüτητας'.
Το 1977 παντρεýτηκε την ηθοποιü Leslie Parrish που συνÜντησε κατÜ τη διÜρκεια της παραγωγÞς της ταινßας του "ΓλÜρου ΙωνÜθαν". ¹τανε σημαντικü στοιχεßο στα 2 επüμενα βιβλßα του: "The Bridge Across Forever" & "One", -που εστßασαν πρþτιστα στη σχÝση τους κι Ýπειτα στη τÜση του Μπαχ προς την εργÝνικη ζωÞ. Χþρισαν το 1999.
¼ταν η ταινßα του "ΓλÜρου" βγÞκε στις αßθουσες και παρüλο που ο Μπαχ την απüλαυσε πραγματικÜ, πρüσεξε πως εßχανε προσθÝσει μια σκηνÞ που δεν υπÞρχε στο βιβλßο κι επßσης πως δεν αναφερüτανε τ' üνομÜ του πουθενÜ. ¸τσι, οργισμÝνος, μÞνυσε τη παραγωγÞ για τα δυο αυτÜ στοιχεßα.
Στη φιλοσοφßα των βιβλßων του εßναι συνεπÞς:
"Η αληθινÞ φýση μας δεν δεσμεýεται απü το διÜστημα Þ τον χρüνο, εßμαστε εκφÜνσεις του Εßναι, δε γεννιüμαστε αληθινÜ οýτε πεθαßνουμε αληθινÜ κι εισερχüμαστε σ' αυτü τον κüσμο του Φαßνειν και Φαßνεσθαι για διασκÝδαση, μαθαßνουμε να μοιραζüμαστε τις εμπειρßες μας με κεßνους που μας ενδιαφÝρει να εξερευνÞσουμε και προπαντüς να μÜθουμε πως ν' αγαπÞσουμε πÜλι και πÜλι".
=================
Ο ΓλÜρος ΙωνÜθαν Λßβινγκστον
¹ταν πρωß κι ο νιογÝννητος Þλιος Üστραφτε χρυσüς πÜνω στις ρυτßδες μιας Þρεμης θÜλασσας. ¸να μßλι απü την ακτÞ μια ψαρüβαρκα Ýκανε συντροφιÜ στα νερÜ. Το σýνθημα για το Πρωινü ΚοπÜδι ρßχτηκε στον αÝρα κι Ýνα πλÞθος απü χßλιους, περßπου, γλÜρους Ýφτασε για να σπρωχτεß και να παλÝψει για μια μπουκιÜ φαÀ. 'Αλλη μια πολυÜσχολη μÝρα Üρχιζε.
¼μως ξÝμακρα, μονÜχος, ολομüναχος, πÝρα απü βÜρκα κι απü ακτÞ, ο Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρος, Üρχιζε τις ασκÞσεις του. ΤριÜντα μÝτρα ψηλÜ στον ουρανü, κατÝβασε τα μεμβρανωτÜ πüδια του, σÞκωσε το ρÜμφος του κι αγωνßστηκε να διατηρÞσει τις φτεροýγες του σε μια κουραστικÞ και δýσκολη κυρτÞ καμπýλη. Η καμπýλη αυτÞ εßχε σαν αποτÝλεσμα το σιγανü πÝταγμα και να, τþρα Ýκοβε ταχýτητα þσπου ο Üνεμος να γßνει Ýνας ψßθυρος στο πρüσωπü του, þσπου ο ωκεανüς κÜτω του να σταθεß ακßνητος· Μισüκλεισε τα μÜτια σε Ýντονη συγκÝντρωση, κρÜτησε την ανÜσα του, ζορßστηκε για... μια... μονÜχα... ακüμη... ßντσα... στη καμπýλη. ¾στερα τα φτερÜ του μπερδεýτηκαν, Ýχασε την ισορροπßα του κι Ýπεσε. Οι γλÜροι, üπως θα ξÝρετε, δεν λαθεýουν ποτÝ, δε χÜνουν ποτÝ την ισορροπßα τους. Το να χÜσουν την ισορροπßα τους στον αÝρα εßναι γι' αυτοýς ντροπÞ κι ατßμωση.
ΑλλÜ ο Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρος, που χωρßς ντροπÞ Üπλωνε και πÜλι τις φτεροýγες του στην δýσκολη, τρεμÜμενη εκεßνη καμπýλη, που κüβοντας ταχýτητα ολοÝνα και πιο πολý Ýχανε για Üλλη μια φορÜ την ισορροπßα του -δεν Þταν Ýνα συνηθισμÝνο πουλß. Οι περισσüτεροι γλÜροι δεν νοιÜζονται να μÜθουν τßποτε παραπÜνω για το πÝταγμα απü τα στοιχειþδη -πþς να πÜνε απü την ακτÞ στο φαú και πþς να γυρßσουν πÜλι πßσω. Κι αυτο, γιατß οι περισσüτεροι γλÜροι δεν δßνουν σημασßα στο πÝταγμα αλλÜ στο φαú. Τοýτον εδþ üμως τον γλÜρο δεν τον Ýνοιαζε το φαú αλλÜ το πÝταγμα. Περισσüτερο απü κÜθε τι ο Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρος αγαποýσε το πÝταγμα.
ΑνακÜλυψε πως ο τρüπος που σκεφτüταν δεν Þταν ο καλýτερος για να γßνει δημοφιλÞς στ' Üλλα πουλιÜ. Ακüμα κι οι γονεßς του ανησυχοýσαν, καθþς ο Τζüναθαν περνοýσε μÝρες ολüκληρες μονÜχος, κÜνοντας εκατοντÜδες δοκιμαστικÝς βουτιÝς. Δεν Þξερε το γιατß, üταν üμως πετοýσε, λüγου χÜρη, πÜνω απü το νερü, σε ýψος μικρüτερο απü το μισü του ανοßγματος των φτερþν του, μποροýσε να μεßνει στον αÝρα περισσüτερη þρα με μικρüτερη προσπÜθεια. Οι βουτιÝς του δεν κατÝληγαν στο συνηθισμÝνο πλατσοýρισμα των ποδιþν στη θÜλασσα, αλλÜ Ýφτιαχναν Ýνα μακρý και πλατý αυλÜκι καθþς Üγγιζε την επιφÜνεια, με τα πüδια σφιχτÜ κολλημÝνα πÜνω στο σþμα του. Κι üταν πÜλι Üρχιζε τις προσγειþσεις στην ακτÞ, με τα πüδια μαζεμÝνα και μετÜ μÝτραγε με βÞματα πüσο Þταν το μÞκος του γλυστρÞματüς του στην Üμμο, οι γονεßς του ανησυχοýσαν στ' αλÞθεια πολý.
-"Γιατß, Τζων, γιατß;" ρωτοýσε η μητÝρα του. "Γιατß σου εßναι τüσο δýσκολο να εßσαι σαν üλους του κοπαδιοý, Τζων; Γιατß δεν αφÞνεις το χαμηλü πÝταγμα για τους πελεκÜνους και τα αλμπατρüς; Γιατß δεν τρως; Τζων εßσαι φτερü και κüκαλο".
-"Δε με νοιÜζει αν εßμαι φτερü και κüκαλο μητÝρα. Το μüνο που θÝλω εßναι να ξÝρω τι μπορþ να κÜνω στον αÝρα. Αυτü εßναι üλο. ΘÝλω να ξÝρω".
-"'Ακου, Τζüναθαν", Ýλεγε ο πατÝρας του με καλωσýνη, "ο χειμþνας εßναι κοντÜ. Οι βÜρκες θα λιγοστÝψουν και τ' αφρüψαρα θα κολυμπÜνε βαθιÜ. Αν πρÝπει να σπουδÜσεις κÜτι, σποýδασε το φαú και πþς να το αποκτÞσεις. ΑυτÞ η ιστορßα με το πÝταγμα εßναι καλÞ, αλλÜ το ξÝρεις, τις βουτιÝς δε μπορεßς να τις φας. Μην ξεχνÜς üτι πετÜς για να τρως".
Ο Τζüναθαν κατÝνευσε υπÜκουα. Στις μÝρες που ακολοýθησαν προσπαθοýσε να συμπεριφÝρεται σαν üλους τους Üλλους γλÜρους· ΠραγματικÜ, προσπαθοýσε σκληρßζοντας και παλεýοντας μαζß με το κοπÜδι γýρω απü τις προβλÞτες και τις ψαρüβαρκες, βουτþντας για κομμÜτια απü ψÜρια και ψωμιÜ. Δεν τα κατÜφερνε, üμως, καθüλου. "Εßναι τüσον Üσκοπα üλ' αυτÜ", σκεφτüταν καθþς Üφηνε σκüπιμα να του πÝσει μια σαρδÝλα, που κÝρδισε με δυσκολßα, σ' Ýνα πεινασμÝνο γÝρικο γλÜρο, που τον κυνηγοýσε. "Θα μποροýσα να διαθÝσω üλον αυτüν τον καιρü για να μαθαßνω να πετÜω. ΥπÜρχουν τüσα πολλÜ να μÜθω".
Δεν πÝρασε πολýς καιρüς κι ο Τζüναθαν ΓλÜρος, βρισκüταν πÜλι μακρυÜ, μüνος του, ανοιχτÜ στην θÜλασσα, πεινασμÝνος, ευτυχισμÝνος, μαθαßνοντας. Απü τριακüσια μÝτρα, χτυπþντας τα φτερÜ του üσο πιο δυνατÜ μποροýσε, χυμοýσε σε μιαν απüτομη, ορμητικÞ βουτιÜ προς τα κýματα και τüτε μÜθαινε το γιατß οι γλÜροι δεν κÜνουν απüτομες, ορμητικÝς βουτιÝς. Ακριβþς σ' Ýξη δευτερüλεπτα Ýφτανε τα εβδομÞντα μßλια την þρα, üπου οι φτεροýγες -σ' αυτÞ τη ταχýτητα- χÜνουν την σταθερüτητÜ τους καθþς ανοßγουν.
Του συνÝβαινε συχνÜ, üσο προσεκτικüς κι αν Þταν, üσο σκληρÜ κι αν προσπαθοýσε μ' üλες του τις δυνÜμεις, να χÜνει τον Ýλεγχο του πετÜγματüς του στις μεγÜλες ταχýτητες. ΑνÝβαινε στα τριακüσια μÝτρα. Πρþτα ολοταχþς ßσια μπροστÜ, ýστερα κÜθετη εφüρμηση, χτυπþντας τα φτερÜ, σε μια κατακüρυφη βουτιÜ. ΚÜθε φορÜ, το αριστερü του φτερü Ýχανε την ευστÜθειÜ του καθþς το ανασÞκωνε κι ο Τζüναθαν κατρακυλοýσε απüτομα αριστερÜ το δεξß του φτερü μπερδευüταν και κεßνος τιναζüταν σαν σπßθα σ' Ýνα τρελü στριφογýρισμα, πÝφτοντας δεξιÜ. Δεν μποροýσε να κÜνει τßποτε περισσüτερο σ' αυτÞ τη δýσκολη φÜση. ΔÝκα φορÝς προσπÜθησε και τις δÝκα, καθþς πÝρναγε τα εβδομÞντα μßλια την þρα, κατρακυλοýσε σα μÜζα απü φτερÜ, χωρßς κανÝναν Ýλεγχο κι Ýπεφτε στο νερü.
Το κλειδß, σκÝφτηκε στο τÝλος, καθþς στÝγνωνε τα φτερÜ του, πρÝπει να βρßσκεται στο να κρατþ ακßνητες τις φτεροýγες μου στις μεγÜλες ταχýτητες, να φτερουγßζω μÝχρι τα πενÞντα και μετÜ να τις κρατþ ακßνητες. Δοκßμασε ξανÜ απü τα εφτακüσια μÝτρα, χυμþντας στη βουτιÜ του με το ρÜμφος ßσια μπροστÜ και με τα φτερÜ ορθÜνοιχτα. Απü τη στιγμÞ που πÝρασε τα πενÞντα μßλια την þρα, τα κρÜτησε ακßνητα. ΧρειÜστηκε τρομερÞ δýναμη, αλλÜ τα κατÜφερε. ΜÝσα σε δÝκα δευτερüλεπτα ξεπÝρασε τα εννενÞντα μßλια την þρα. Ο Τζüναθαν εßχε κÜνει παγκüσμιο ρεκüρ ταχýτητος για γλÜρους. ¼μως η νßκη δεν κρÜτησε πολý. Την þρα που τελεßωνε τη βουτιÜ, τη στιγμÞ που Üλλαξε γωνßα στα φτερÜ του, τινÜχτηκε, χÜνοντας κÜθε Ýλεγχο, Ýπεσε, με κεßνο τον ßδιο φοβερü τρüπο και τα εννενÞντα μßλια την þρα τον χτýπησαν σαν δυναμßτης. Ο Τζüναθαν ΓλÜρος Ýγινε κουβÜρι στον αÝρα και τσακßστηκε πÜνω σε μια θÜλασσα σκληρÞ σαν τσιμÝντο.
¼ταν συνÞλθε, εßχε κι üλας νυχτþσει. ¸πλεε μÝσα στο σεληνüφωτο, πÜνω στην επιφÜνεια του ωκεανοý. Τα φτερÜ του τα αισθανüταν σαν δυο κομμÜτια μολýβι, μα κεßνο που βÜραινε πιο πολý στις πλÜτες του, Þταν το βÜρος της αποτυχßας. ΕυχÞθηκε, αδýναμα, να γινüταν το βÜρος αρκετü να τον τραβÞξει απαλÜ κÜτω στον βυθü και να τελειþνει μ' üλ' αυτÜ. Καθþς βυθιζüταν στο νερü, μια παρÜξενη, βαθειÜ φωνÞ αντÞχησε μÝσα του. "Δεν υπÜρχει τρüπος να πετýχω. Εßμαι Ýνας γλÜρος. Εßμαι απü τη φýση μου περιορισμÝνος· Αν Þμουν φτιαγμÝνος να μÜθω τüσα πολλÜ για το πÝταγμα, θα 'χα χÜρτες αντß μυαλü. Αν Þμουν για να πετÜω γρÞγορα, θα εßχα τα κοντÜ φτερÜ του γερακιοý και θα τρεφüμουν με ποντßκια αντß για ψÜρια. Ο πατÝρας Ýχει δßκιο. ΠρÝπει να ξεχÜσω αυτÝς τις ανοησßες. ΠρÝπει να πετÜξω πßσω στο ΚοπÜδι και να μÝνω ευχαριστημÝνος Ýτσι üπως εßμαι: Ýνας φτωχüς και περιορισμÝνος γλÜρος". Η φωνÞ Ýσβησε. Ο Τζüναθαν συμφþνησε. Η θÝση ενüς γλÜρου το βρÜδυ Þταν στην ακτÞ κι απü την στιγμÞ τοýτη -ορκßστηκε- θα γινüτανε φυσιολογικüς γλÜρος. ¸τσι üλοι θα Þταν πολý πιü ευχαριστημÝνοι.
Σηκþθηκε κουρασμÝνα απü τα σκοτεινα νερÜ και πÝταξε προς τη ξηρÜ, ευγνωμονþντας που εßχε μÜθει το ξεκοýραστο, χαμηλü πÝταγμα. "¼μως üχι", σκÝφτηκε. "ΤÝλειωσα πια με ü,τι Þμουνα, τελεßωσαν üσα Ýμαθα. Εßμαι Ýνας γλÜρος σαν üλους τοýς Üλλους και θα πετÜω σαν κι αυτοýς". ¸τσι ανÝβηκε με κüπο στα τριÜντα μÝτρα και, χτυπþντας τα φτερÜ του πιο δυνατÜ, βιÜστηκε να φτÜσει στην ακτÞ. ΑισθÜνθηκε καλýτερα για την απüφαση που πÞρε, να εßναι Ýνας απλüς γλÜρος, σαν üλους τους Üλλους του Κοπαδιοý. Δεν θα εßχε πια κανÝνα δεσμü με τη δýναμη που τον οδηγοýσε να μαθαßνει. Δεν θα υπÞρχαν πια προβλÞματα για λýση, οýτε και αποτυχßες· Κι εßναι τüσο üμορφα να σταματÜς να σκÝφτεσαι και να πετÜς μονÜχα μες στο σκοτÜδι προς τα φþτα της ακτÞς.
ΣκοτÜδι! Η βαθειÜ φωνÞ ξÝσπασε πανικüβλητη. "Οι γλÜροι ποτÝ δε πετοýν στο σκοτÜδι"! Ο Τζüναθαν üμως δεν της Ýδωσε προσοχÞ. "¹ταν τüσο üμορφα", σκÝφτηκε. "Το φεγγÜρι και τα φþτα που τρεμοπαßζουν στο νερü, λαμπυρßζοντας, σα μικροß φÜροι στο σκοτÜδι και üλα γýρω τüσο ειρηνικÜ και τüσο Þσυχα". "ΚατÝβα κÜτω! Οι γλÜροι ποτÝ δεν πετοýν στο σκοτÜδι. Αν Þσουν φτιαγμÝνος για να πετÜς στο σκοταδι, θα εßχες τα μÜτια της κουκουβÜγιας! Θα εßχες χÜρτες, αντß μυαλü! Θα εßχες τα κοντÜ φτερÜ τον γερακιοý". Κι εκεß, μÝσα στη νýχτα, τριÜντα μÝτρα ψηλÜ στον αÝρα, τα μÜτια του Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρου, ανοιγüκλεισαν. Ο πüνος του, οι αποφÜσεις του, üλα εξαφανßστηκαν. "ΚοντÜ φτερÜ! Τα κοντÜ φτερÜ τον γερακιοý! ΑυτÞ εßναι η απÜντηση! Τι ανüητος που Þμουν! Δεν μου χρειÜζεται παρÜ Ýνα μικροýτσικο φτερü, δεν μου μÝνει παρÜ να διπλþσω τα φτερÜ μου και να πετþ μοναχÜ με τις Üκρες τους! ΚοντÜ φτερÜ"!
ΑνÝβηκε στα εφτακüσια μÝτρα πÜνω απü την μαýρη θÜλασσα και, χωρßς οýτε στιγμÞ να σκεφτεß αποτυχßα Þ θÜνατο, σßμωσε σφιχτÜ τα μεγÜλα φτερÜ του στο σþμα, αφÞνοντας μüνο τις στενÝς Üκρες των φτεροýγων του απλωμÝνες στον αÝρα κι üρμησε σε μια κÜθετη βουτιÜ. Ο αÝρας Ýγινε Ýνα τÝρας που μοýγκριζε στο κεφÜλι του. ΕβδομÞντα μßλια, εννενÞντα μßλια, εκατüν εßκοσι κι ακüμα πιο γρÞγορα. Η Ýνταση τþρα στα φτερÜ, στα εκατüν σαρÜντα μßλια την þρα, Þταν πολý μικρüτερη, απ' ü,τι üταν πÝταγε με τα εβδομÞντα. ¸τσι, με το παραμικρü στρßψιμο των φτερþν του, Üφηνε Üνετα την τροχιÜ της βουτιÜς κι εκτοξευüταν πÜνω απü τα κýματα, μια γκρßζα οβßδα κανονιοý κÜτω απü το φεγγÜρι. ¸κλεισε τα μÜτια του σχισμÝς, ενÜντια στον Üνεμο κι αναγÜλλιασε. "Εκατüν σαρÜντα μßλια την þρα! Και μ' Ýλεγχο! Αν βουτÞξω απü τα χßλια τριακüσια μÝτρα αντß απü τα εφτακüσια, αναρωτιÝμαι πüσο γρÞγορα θα..." Οι üρκοι που 'κανε λßγα λεπτÜ πριν ξεχαστÞκανε, σαρþθηκαν απü κεßνο τον γρÞγορο Üνεμο. Κι üμως δεν αισθÜνθηκε καθüλου τýψεις που παραβßασε τις υποσχÝσεις που ο ßδιος εßχε δþσει στον εαυτü του. ΤÝτοιες υποσχÝσεις εßναι μüνο για γλÜρους που δÝχονται το συνηθισμÝνο. Κεßνος που 'χει αγγßξει την τελειüτητα στη μÜθηση, δεν Ýχει ανÜγκη απü τÝτοιου εßδους υποσχÝσεις.
Με την ανατολÞ του Þλιου, ο Τζüναθαν ΓλÜρος, γυμναζüταν πÜλι. Απü τα χßλια τριακüσια μÝτρα οι ψαρüβαρκες φαßνονταν σαν σημαδÜκια στο επßπεδο, γαλÜζιο νερü και το Πρωινü ΚοπÜδι, Ýνα αμυδρü σýννεφο απü μüρια σκüνης που γυρüφερνε. ¹ταν ζωντανüς, τρÝμοντας ανεπαßσθητα απü χαρÜ, περÞφανος που κυριαρχοýσε στο φüβο του. ¾στερα, χωρßς τýπους, Ýσμιξε τα μεγÜλα φτερÜ, Üπλωσε τις λοξÝς, κοντÝς Üκρες τους και βοýτηξε κατ' ευθεßαν στη θÜλασσα. ΦτÜνοντας στα χßλια διακüσια μÝτρα, εßχε αγγßξει τη μεγαλýτερη δυνατÞ ταχýτητα. Ο αÝρας γινüταν Ýνας συμπαγÞς τοßχος απü Þχο, που χτýπαγε πÜνω του και τον εμπüδιζε να κινηθεß γρηγορüτερα. Πετοýσε τþρα ßσια κÜτω, με διακüσια δεκατÝσσερα μßλια την þρα. ΞεροκατÜπιε, γιατß Þξερε πως αν τα φτερÜ του ξεδιπλþνονταν σ' αυτÞ τη ταχýτητα, θα 'σκαγε σ' Ýνα εκατομμýριο κομματÜκια γλÜρου. ΑλλÜ η ταχýτητα Þταν δýναμη κι η ταχýτητα Þταν χαρÜ κι η ταχýτητα Þταν καθαρÞ ομορφιÜ.
'Αρχισε ν' αλλÜζει την πορεßα του στα τριακüσια μÝτρα, ενþ οι Üκρες των φτερþν του χτυποýσαν και μπερδεýονταν, μÝσα στον τερÜστιο κεßνον Üνεμο, ενþ η βÜρκα και το πλÞθος των γλÜρων που πÜλευαν, μεγÜλωναν με ταχýτητα μετεωρßτη που πλησιÜζει κατÜ πÜνω του. Δεν μποροýσε να σταματÞσει. Δεν Þξερε καν πþς να στρßψει μ' αυτÞ την ταχýτητα. Η σýγκρουση σÞμαινε ακαριαßο θÜνατο. Κι Ýτσι Ýκλεισε τα μÜτια του. Το πρωß εκεßνο, μετÜ την ανατολÞ, ο Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρος, πÝρασε σα σφαßρα μÝσα ακριβþς απü το κÝντρο του Πρωινοý Κοπαδιοý, αγγßζοντας τα διακüσια δþδεκα μßλια την þρα, με τα μÜτια κλειστÜ, σαν Ýνας σßφουνας απü Üνεμο και φτερÜ.
Ο ΓλÜρος της Τýχης του χαμογÝλασε ακüμη μια φορÜ και κανεßς δεν σκοτþθηκε. ¼ταν κατÜφερε να στρÝψει το ρÜμφος του πÜλι προς τον ουρανü, Ýτρεχε ακüμη με εκατüν εξÞντα μßλια την þρα. Αφοý ελÜττωσε την ταχýτητÜ του στα εßκοσι κι Üπλωσε επιτÝλους πÜλι τα φτερÜ του, η βÜρκα εßχε γßνει Ýνα σημαδÜκι στη θÜλασσα, χßλια τριακüσια μÝτρα πιο κÜτω. Η σκÝψη του Þταν γεμÜτη θρßαμβο! ΥπÝρτατη ταχýτητα! ¸νας.γλÜρος με διακüσια δεκατÝσσερα μßλια την þρα! ¹ταν κατüρθωμα. Η πιο μεγÜλη στιγμÞ στην ιστορßα του Κοπαδιοý. Τη στιγμÞ κεßνη μια νÝα εποχÞ Üρχιζε για το γλÜρο Τζüναθαν. Πετþντας για τη μοναχικÞ τοποθεσßα των ασκÞσεþν του, διπλþνοντας τα φτερÜ του για μια βουτιÜ απü τα δýο χιλιÜδες πεντακüσια μÝτρα, βÜλθηκε με μιας να μÜθει πþς να στρßβει. ΑνακÜλυψε πως Ýνα μüνο φτερü απü τ' ακραßα αν μετακινηθεß Ýνα χιλιοστü του μÝτρου, δßνει μια μεγÜλη μαλακιÜ καμπýλη με τρομερÞ ταχýτητα. Πριν üμως το ανακαλýψει αυτü βρÞκε üτι, αν κινÞσεις περισσüτερα απü Ýνα φτερü στην ταχýτητα αυτÞ, θα στριφογυρßζεις σαν μπÜλα. Κι Ýτσι ο Τζüναθαν Ýγινε ο πρþτος απ' üλους τους γλÜρους που Ýκανε ακροβατικü πÝταγμα. Κεßνη τη μÝρα δεν Ýχασε καθüλου καιρü σε κουβÝντες με Üλλους γλÜρους, αλλÜ συνÝχισε να πετÜ και μετÜ τη δýση. ΑνακÜλυψε την ανακýκλωση, την αργÞ περιστροφÞ, την επß τüπου περιστροφÞ, την ανÜστροφη περιδßνηση, την ημιανακýκλωση και κατÜφερε να διαγρÜφει κýκλους με κÝντρο την Üκρη του φτεροý του.
¼ταν ο Τζüναθαν ΓλÜρος συνÜντησε το ΚοπÜδι στην ακτÞ, Þταν πια νýχτα. ¹ταν ζαλισμÝνος και τρομερÜ κουρασμÝνος. Κι üμως γεμÜτος χαρÜ Ýκανε με μια ανακýκλωση την προσγεßωσÞ του στο Ýδαφος. Θα τρελαθοýν απü τη χαρÜ τους, σκÝφτηκε, üταν μÜθουν για το κατüρθωμα. Πüσο περισσüτερο νüημα Ýχει τþρα να ζει κανεßς! Αντß να πηγαινοερχüμαστε üλη την þρα στις ψαρüβαρκες, Ýχουμε Ýνα σκοπü στη ζωÞ! Μποροýμε να υψωθοýμε πÜνω απü την Üγνοια, μποροýμε ν' ανακαλýψουμε τον εαυτü μας σαν πλÜσματα, εξαιρετικÜ, μυαλωμÝνα κι ικανÜ. Μποροýμε να 'μαστε λεýτεροι! Μποροýμε να μÜθουμε να πετÜμε! Το μÝλλον Þταν γεμÜτο τραγοýδι και φως υποσχÝσεων!
¼ταν προσγειþθηκε, οι γλÜροι Þταν συγκεντρωμÝνοι στη Σýναξη του Συμβουλßου και φαßνονταν σαν να 'χανε μαζευτεß απ' þρα. Στη πραγματικüτητα τον περßμεναν.
-"Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρε! ΣτÜσου στο ΚÝντρο!" τα λüγια του Πρεσβýτερου αντÞχησαν με ýφος μεγÜλης επισημüτητας.
Το να σταθεßς στο ΚÝντρο σÞμαινε μüνον Þ μεγÜλη τιμÞ Þ μεγÜλη ατßμωση. Το να σταθεßς στο ΚÝντρο τιμητικÜ Þταν ο τρüπος που αναδεßκνυαν οι γλÜροι τους επιφανÝστερους αρχηγοýς τους. "ΒÝβαια", σκÝφτηκε, "σÞμερα üλο το Πρωινü ΚοπÜδι εßδε το κατüρθωμα! ΑλλÜ δε θÝλω τιμÝς! Δε θÝλω να γßνω αρχηγüς. ΘÝλω μüνο να μοιραστþ αυτü που ανακÜλυψα, ν' ανοßξω κεßνους τους ορßζοντες, μακρυÜ πÝρα, μπροστÜ μας". Προχþρησε Ýνα βÞμα.
-"Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρε", εßπε ο Πρεσβýτερος, "στÜσου στο ΚÝντρο, για ατßμωση στα μÜτια των γλÜρων αδελφþν σου". ΑισθÜνθηκε σαν να τον χτýπησε κεραυνüς. Τα γüνατÜ του λýθηκαν, τα φτερÜ του πÜγωσαν. Στ' αφτιÜ του ανÝβηκε βοÞ. Στο ΚÝντρο για ατßμωση! Αδýνατον! Το Κατüρθωμα! Δεν μποροýν να το καταλÜβουν! ¸χουν Üδικο, Üδικο! "...για παρÜτολμη επιπολαιüτητα", η επßσημη φωνÞ απÞγγειλε, "για παραβßαση αξιοπρÝπειας και παρÜδοσης της ΟικογÝνειας των ΓλÜρων..." Το να σταθεß στο ΚÝντρο για ατßμωση σÞμαινε πως θα τον Ýδιωχναν απü τη κοινωνßα των ΓλÜρων. Τον καταδßκαζαν σε μοναχικÞ ζωÞ στους Μακρυνοýς ΒρÜχους. "...μια μÝρα Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρε, θα μÜθεις πως η ανευθυνüτης δεν αμοßβεται. Η ζωÞ εßναι το Üγνωστο που δεν μπορεß να γßνει γνωστü. ¸να μüνο πρÜγμα ξÝρουμε: πως ερχüμαστε στον κüσμο για να τρþμε και για να μεßνουμε ζωντανοß üσο το δυνατüν περισσüτερο".
¸νας γλÜρος δεν απαντÜ ποτÝ στο Συμβοýλιο του Κοπαδιοý, αλλÜ ο Τζüναθαν ýψωσε τη φωνÞ του.
-"Ανευθυνüτης! ΑδÝρφια μου!" φþναξε. "Ποιüς εßναι πιο υπεýθννος απü κεßνο το γλÜρο που ανακαλýπτει κι ακολουθεß Ýνα νüημα, Ýναν ανþτερο σκοπü στη ζωÞ; Για χιλιÜδες χρüνια τρÝχουμε πßσω απü ψαροκÝφαλα, üμως σÞμερα Ýχουμε Ýνα σκοπü στÞ ζωÞ. Να μÜθουμε, ν' ανακαλýψουμε, να λευτερωθοýμε! Δþστε μου μιαν ευκαιρßα, αφÞστε με να σας δεßξω τι Ýχω ανακαλýψει..."
Το ΚοπÜδι θα Þταν σßγουρα απü πÝτρα.
-"Η Αδελφüτης Ýσπασε!", απÞγγειλαν οι γλÜροι üλοι μαζß και με τÝλεια ομοφωνßα, Ýκλεισαν τ' αφτιÜ τους και του γýρισαν τις πλÜτες.
Ο Τζüναθαν ΓλÜρος περνοýσε πια τις μÝρες του μüνος, αλλÜ πÝταξε πÝρα απü τους Μακρυνοýς ΒρÜχους. Η μοναδικÞ του θλßψη δεν Þταν η μοναξιÜ, Þταν η Üρνηση των γλÜρων να πιστÝψουν στη δüξα του πετÜγματος που τους περßμενε. Η Üρνηση ν' ανοßξουν τα μÜτια τους και να δουν.
Καθε μÝρα μÜθαινε και πιο πολλÜ. ¸μαθε πως üταν βουτοýσε με μεγÜλη ταχýτητα παρÜλληλα με το ρεýμα, εýρισκε τα σπÜνια και νüστιμα ψÜρια που κολυμποýσαν σε κοπÜδια, τρßα μÝτρα κÜτω απü την επιφÜνεια του ωκεανοý. Δεν εßχε ανÜγκη πια τις ψαρüβαρκες και το μπαγιÜτικο ψωμß, για να επιζÞσει. ¸μαθε να κοιμÜται στον αÝρα, βÜζοντας πορεßα, τη νýχτα, πÜνω στον Üνεμο του πελÜγους κι Ýτσι κÜλυπτε εκατü μßλια απü δýση σ' ανατολÞ. Με τον ßδιο εσωτερικü Ýλεγχο πÝταγε μÝσα απü βαρειÝς ομßχλες κι ανÝβαινε πÜνω απü σýννεφα, στους αστραφτεροýς ουρανοýς, ενþ την ßδια στιγμÞ οι Üλλοι γλÜροι σÝρνονταν στο Ýδαφος, βλÝποντας μüνον ομßχλη και βροχÞ. ¸μαθε να καβαλÜ τους ψηλοýς ανÝμους, που τον Ýφερναν στη ξηρÜ, για να τρÝφεται κει με νüστιμα Ýντομα. ¼,τι εßχε ελπßσει για το κοπÜδι, τþρα το κÝρδιζε μüνο για τον εαυτü του. Εßχε μÜθει να πετÜ κι üσο για το τßμημα που αναγκÜστηκε να πληρþσει, δε μετÜνοιωνε. Ο Τζüναθαν ΓλÜρος ανακÜλυψε πως η ραθυμßα, ο φüβος κι η οργÞ Þσαν τα αßτια που κÜνανε τη ζωÞ των γλÜρων τüσο σýντομη. Μα αυτÜ εßχαν πια χαθεß απü το νου του και τþρα ζοýσε μια ζωÞ μεγÜλη κι αληθινÜ üμορφη.
Τüτε Þρθαν Ýνα απüγευμα και βρÞκανε τον Τζüναθαν να γλυστρÜ Þσυχος και μüνος μες στον αγαπημÝνο του ουρανü. Οι δυο γλÜροι που φανερωθÞκανε δßπλα στα φτερÜ του Þταν καθαροß σαν το φως των Üστρων κι η λÜμψη που Ýβγαζαν Þταν απαλÞ και φιλικÞ μες στην αιθÝριαν ατμüσφαιρα της νýχτας. ¼μως απ' üλα πιο θαυμαστü σ' αυτοýς Þταν η δεξιοτεχνßα που εßχαν καθþς πετοýσαν με τις Üκρες των φτερþν τους, κρατþντας μια σταθερÞ κι ακριβÝστατη απüσταση τριþν εκατοστþν απü τα δικÜ του. Χωρßς να πει λÝξη, ο Τζüναθαν Üρχισε να τους δοκιμÜζει, με μια δοκιμασßα που ποτÝ, κανεßς γλÜρος δεν εßχε περÜσει. ¸στριψε τα φτερÜ του κι Ýκοψε ταχýτητα μÝχρι Ýνα μßλι την þρα. Τα δυο ακτινοβüλα πουλιÜ κüψανε μαζß του, μαλακÜ, κρατþντας σταθερÜ τη θÝση τους. ¹ξεραν, λοιπüν, το αργü πÝταγμα. Δßπλωσε τα φτερÜ του, κýλησε κι üρμησε σε μια βουτιÜ εκατüν εννενÞντα μιλßων την þρα. Βοýτηξαν κι αυτοß μαζß του, ορμþντας προς τα κÜτω μ' Üψογο σχηματισμü. ΤÝλος γýρισε, με την ßδια ταχýτητα, κατ' ευθεßαν πρüς τα πÜνω, σ' Ýνα κατακüρυφο πÝταγμα. ¹ρθαν μαζß του, χαμογελþντας. ΞανÜρθε στο ßσιο πÝταγμα και πÝρασε πολλÞν þρα πριν μιλÞσει.
-"Πολý καλÜ", εßπε, «ποιοß εßστε σεις";
-"Εßμαστε απü το ΚοπÜδι σου, Τζüναθαν. Εßμαστε οι αδελφοß σου". Τα λüγια τους Þτανε δυνατÜ κι Þρεμα. "¹ρθαμε να σε πÜρουμε πιο ψηλÜ. Να σε πÜμε σπßτι".
-"Δεν Ýχω σπßτι. Δεν Ýχω ΚοπÜδι. Εßμαι Απüβλητος. Και τþρα πετÜμε πÜνω στον Üνεμο του ΜεγÜλου Βουνοý. Δε μπορþ να σηκþσω αυτü το παλιοσþμα ψηλüτερα απü λßγες ακüμη δεκÜδες μÝτρα".
-"Κι üμως, μπορεßς Τζüναθαν. Γιατß εσý γνωρßζεις. Το Ýνα σχολεßο τελεßωσε κι Þρθε η þρα ν' αρχßσει κÜποιο Üλλο".
¼πως τον φþτιζε σ' üλη του τη ζωÞ, Ýτσι και τþρα η Κατανüηση ξÜστραψε μες στον Τζüναθαν ΓλÜρο. Εßχανε δßκιο. Μποροýσε να πετÜξει ψηλüτερα κι Þτανε καιρüς να γυρßσουν σπßτι. ¸ριξε μια τελευταßα ματιÜ πßσω στον ουρανü, στον υπÝροχο κεßνο ασημÝνιο χþρο üπου εßχε μÜθει τüσα πολλÜ.
-"Εßμαι Ýτοιμος!" εßπε στο τÝλος κι ο Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρος υψþθηκε μαζß με τους δυο φωτεινοýς, σαν Üστρα γλÜρους, για να εξαφανιστεß μες στον ολοσκüτεινο
ουρανü. "¿στε αυτüς εßναι ο ΠαρÜδεισος", σκÝφτηκε και χαμογÝλασε μÝσα του, αλλÜ εßναι σχεδüν ασÝβεια να κÜθεται κανεßς να τον εξετÜζει ακριβþς την þρα που πετÜ, για να περÜσει μÝσα σ' αυτüν.
Καθþς ερχüταν τþρα απü τη Γη, πÜνω απο τα σýννεφα και σε κοντινü σχηματισμü με τους δυο ακτινοβüλους γλÜρους, εßδε πως και το δικü του σþμα Üρχιζε να λÜμπει σαν και τα δικÜ τους. ΑλÞθεια, Þταν πÜλι ο ßδιος εκεßνος νεαρüς γλÜρος Τζüναθαν, που πÜντα ζοýσε πßσω απü τα χρυσÜ του μÜτια, αλλÜ η εξωτερικÞ του μορφÞ εßχε αλλÜξει. Την Ýνιωθε σα σþμα γλÜρου, αλλÜ πÝταγε κι üλας πολý καλýτερα απ' üσο το προηγοýμενο σþμα του εßχε πετÜξει ποτÝ. "Με τη μισÞ προσπÜθεια", σκÝφτηκε, "φτÜνω σε διπλÜσια ταχýτητα, διπλÜσια επßδοση, απü üση στις καλýτερες μÝρες μου στη γη"!
Τα φτερÜ του τþρα Üστραφταν με λαμπρü, Üσπρο χρþμα κι οι φτεροýγες του Þταν μαλακÝς και τÝλειες σαν φýλλα γυαλισμÝνου ασημιοý. Μ' ευχαρßστηση Üρχισε να μαθαßνει και να βÜζει δýναμη πÜνω σ αυτÜ τα νÝα φτερÜ. Στα διακüσια πενÞντα μßλια την þρα αισθÜνθηκε πως πλησßαζε την ανωτÜτη ταχýτητα. Στα διακüσια εβδομÞντα τρßα σκÝφτηκε πως πετοýσε üσο πιο γρÞγορα μποροýσε και, για πρþτη φορÜ, αισθÜνθηκε λßγο απογοητευμÝνος. ΥπÞρχε Ýνα üριο στα üσα μποροýσε να κÜνει το νÝο σþμα, αλλÜ αν και το πÝταγμÜ του Þταν πολý πιο γρÞγορο απü το παλιü του ρεκüρ, υπÞρχε ακüμη Ýνα üριο, που για να το ξεπερÜσει, θα 'πρεπε να προσπαθÞσει πολý. "Στον ΠαρÜδεισο", σκÝφτηκε, "δε θα 'πρεπε να υπÜρχουν üρια". Τα σýννεφα παραμÝρισαν κι οι συνοδοß τοý φþναξαν "καλÞ προσγεßωση" κι εξαφανßστηκαν μες στον αιθÝριο αÝρα.
ΠÝταγε πÜνω απü τη θÜλασσα προς μια δαντελωτÞ παραλßα. ΕλÜχιστοι γλÜροι κÜναν ασκÞσεις πÜνω στα βρÜχια. ΞÝμακρα προς τα βüρεια, πÜνω στον ορßζοντα, πετοýσαν μερικοß ακüμη. Καινοýργιο θÝαμα, νÝες σκÝψεις, νÝες απορßες. Γιατß τüσοι λßγοι γλÜροι; Ο ουρανüς θα Ýπρεπε να εßναι γεμÜτος κοπÜδια γλÜρους! Και γιατß αισθÜνομαι τüσο κουρασμÝνος, Ýτσι ξαφνικÜ; Οι γλÜροι στον ουρανü, υποτßθεται πως δεν επιτρÝπεται ποτÝ να εßναι κουρασμÝνοι Þ να κοιμοýνται. Που το εßχε ξανακοýσει αυτü; Η θýμηση της ζωÞς του στη Γη εßχε αρχßσει να ξεθωριÜζει. Η Γη υπÞρξε γι' αυτüν Ýνας τüπος üπου Ýμαθε, βÝβαια, πολλÜ, αλλÜ οι λεπτομÝρειες Þταν θολÝς -κÜτι για αγþνες γýρω απü το φαú, κÜτι για εξορßες...
Δþδεκα γλÜροι Þρθαν απü την παραλßα, να τον προûπαντÞσουνε, χωρßς να μιλÞσουν καθüλου. ¸νιωσε μüνο πως τον καλοσþριζαν και πως μποροýσε να αισθÜνεται σαν στο σπßτι του. ¹ταν μια τüσο μεγÜλη μÝρα γι' αυτüν, που δεν θυμüταν καν την ανατολÞ της. ¸στριψε για να προσγειωθεß στην ακτÞ, χτυπþντας τις φτεροýγες του για να σταματÞσει λßγο στον αÝρα και μετÜ να πÝσει ανÜλαφρα στην Üμμο. Κι οι Üλλοι γλÜροι προσγειþθηκαν, αλλÜ κανÝνας δεν κοýνησε οýτε φτερü. Ταλαντεýτηκαν στον αÝρα με απλωμÝνες τις λαμπερÝς φτεροýγες κι Ýτσι Üλλαξαν κÜπως την κλßση των φτερþν τους. Κι þσπου να σταματÞσουν, την ßδια στιγμÞ, τα πüδια τους Üγγιξαν το Ýδαφος. ¹ταν θαυμÜσιος ο Ýλεγχüς τους, αλλÜ ο Τζüναθαν Þταν τþρα τüσο κουρασμÝνος για να δοκιμÜσει. Κι ενþ στεκüταν στην ακτÞ, χωρßς να πει οýτε μια λÝξη, αποκοιμÞθηκε.
Στις μÝρες που ακολοýθησαν, ο Τζüναθαν εßδε πως υπÞρχαν τüσα πολλÜ να μÜθει για το πÝταγμα στον τüπο τοýτο, üσα και στην προηγοýμενη ζωÞ, που εßχε αφÞσει πßσω του. Με μια διαφορÜ üμως. Εδþ υπÞρχαν γλÜροι που σκÝπτονταν, üπως σκεπτüταν κι αυτüς. Για τον καθÝνα τους, το πιο σημαντικü πρÜγμα στην ζωÞ Þταν να τεßνουν και ν' αγγßζουν την τελειüτητα σ' ü,τι αγαποýσαν πιο πολý, στο πÝταγμα. ¹ταν υπÝροχα πουλιÜ üλοι τους, και περνοýσαν þρες ολüκληρες κÜθε μÝρα ασκοýμενοι στις πτÞσεις, δοκιμÜζοντας τη πιο προχωρημÝνη αεροναυτικÞ.
Για πολý καιρü ο Τζüναθαν εßχε ξεχÜσει τον κüσμο απ' üπου εßχε Ýρθει. Το μÝρος εκεßνο, üπου το ΚοπÜδι ζοýσε με τα μÜτια κλειστÜ στη χαρÜ του πετÜγματος, χρησιμοποιþντας τα φτερÜ του σαν μÝσο για να βρßσκει και να μÜχεται για το φαγητü. ΥπÞρχαν üμως και στιγμÝς που, για λßγο μüνο, θυμüταν. Τον θυμÞθηκε Ýνα πρωινü που εßχε βγεß για πτÞση με το δÜσκαλο του κι ενþ ξεκουραζüταν στην ακτÞ, Ýπειτα απü Ýνα μÜθημα απüτομων πτÞσεων με διπλωμÝνα φτερÜ.
-"Μα ποý εßναι üλος ο κüσμος, ΣÜλλιβαν;" ρþτησε σιωπηλÜ, συνηθισμÝνος πια στην Üνετη τηλεπÜθεια που χρησιμοποιοýσαν οι γλÜροι κεßνοι, αντß για σκληριÝς και κραυγÝς. "Γιατß δεν εßμαστε πιο πολλοß εδþ; Απü κει που Ýρχομαι υπÜρχουν..."
-"...χιλιÜδες και χιλιÜδες γλÜροι. Το ξÝρω". Ο ΣÜλλιβαν κοýνησε το κεφÜλι του. "Η μüνη εξÞγηση που βλÝπω, Τζüναθαν, εßναι πως εßσαι πρÜγματι Ýνα πουλß στο εκατομμýριο. Οι πιο πολλοß απü μας Þρθαν εδþ πολý αργÜ. Πηγαßναμε απü τον Ýνα κüσμο στον Üλλον, που Þταν τüσο üμοιοι, ξεχνþντας αμÝσως απü ποý εßχαμε Ýρθει, χωρßς να νοιαζüμαστε ποý πηγαßνουμε, ζþντας για τη στιγμÞ. Μπορεßς Üραγε να φανταστεßς πüσες ζωÝς πρÝπει να πÝρασαν πριν μας Ýρθει η πρþτη ιδÝα üτι υπÜρχει στην ζωÞ κÜτι πιο πÝρα απü το φαγητü Þ τον καβγÜ Þ την εξουσßα στο ΚοπÜδι; Χßλιες ζωÝς, Τζων, δÝκα χιλιÜδες! Κι ýστερα, Üλλες εκατü ζωÝς για ν' αρχßσουμε να μαθαßνουμε πως υπÜρχει κÜποιο πρÜγμα που λÝγεται τελεßωση κι Üλλες εκατü πÜλι για να βροýμε την ιδÝα πως ο σκοπüς στη ζωÞ μας εßναι να φτÜσουμε αυτÞ τη τελεßωση και να την εκφρÜσουμε. Ο ßδιος κανüνας ισχýει και για μας εδþ τþρα. ΔιαλÝγουμε τον επüμενο κüσμο μας με ü,τι μαθαßνουμε σ' αυτüν εδþ. Μη μÜθεις τßποτε κι ο επüμενος κüσμος θα εßναι ο ßδιος με τοýτον εδþ, με üλους τους περιορισμοýς και τα μολυβÝνια βÜρη που πρÝπει να ξεπερÜσεις". ΤÝντωσε τα φτερÜ του κι Ýστριψε το πρüσωπü του στον Üνεμο. "ΑλλÜ εσý, Τζων", εßπε, "Ýμαθες τüσα πολλÜ με μιας, που δε χρειÜστηκε να περÜσεις χßλιες ζωÝς, για να φτÜσεις σ' αυτÞν εδþ".
Σ' Ýνα λεπτü πετοýσαν πÜλι κÜνοντας Üσκησεις. Οι ανÜστροφες πτÞσεις σε σχηματισμü Þταν δýσκολες, γιατß καθþς Þταν αναποδογυρισμÝνος, ο Τζüναθαν Ýπρεπε να τα σκÝφτεται üλα ανÜποδα, ν' αναστρÝφει την καμπýλη των φτερþν του και μÜλιστα να την αναστρÝφει με ακρßβεια, σε αρμονßα με το δÜσκαλü του.
-"Ας ξαναδοκιμÜσουμε", Ýλεγε ο ΣÜλλιβαν, ξανÜ και ξανÜ. "Ας ξαναδοκιμÜσουμε". Και στο τÝλος, "ΚαλÜ". Κι Üρχιζαν να εξασκοýνται στις εξωτερικÝς περιστροφÝς.
¸να βρÜδυ, οι γλÜροι που δεν εßχαν νυκτερινÞ πτÞση στÝκονταν στην αμμουδιÜ üλοι μαζß και στοχÜζονταν. Ο Τζüναθαν μÜζεψε üλο το θÜρρος του και πλησßασε τον Πρεσβýτερο ΓλÜρο, που σýντομα, üπως Ýλεγαν, θα Ýφευγε μακρυÜ απü κεßνο τον κüσμο.
-"Τσιανγκ..." εßπε λßγο αμÞχανα. Ο γÝρο ΓλÜρος τον κοßταξε με καλωσýνη.
-"Ναι, γιε μου;" Αντß να τον εξασθενεß η ηλικßα ο Πρεσβýτερος Ýπαιρνε δýναμη απ' αυτÞ. Ξεπερνοýσε üλους τους γλÜρους στο ΚοπÜδι κι Þξερε τεχνικÝς που οι Üλλοι μüλις Üρχιζαν να μαθαßνουν.
-"Τσιανγκ, ο κüσμος αυτüς ασφαλþς δεν εßναι ο ΠαρÜδεισος Þ μÞπως εßναι";
Ο Πρεσβýτερος χαμογÝλασε μÝσα στο φως τον φεγγαριοý.
-"Το Ýμαθες κι αυτü, Τζüναθαν ΓλÜρε", εßπε.
-"Τüτε τß συμβαßνει μετÜ απü 'δω; Ποý πηγαßνουμε; ΥπÜρχει Üραγε κÜποιος τüπος που να εßναι ο ΠαρÜδεισος";
-"¼χι Τζüναθαν, δεν υπÜρχει τÝτοιος τüπος. Ο ΠαρÜδεισος δεν εßναι κÜποιος χþρος, δεν εßναι κÜποιος χρüνος. Ο ΠαρÜδεισος εßναι το να εßσαι τÝλειος". Σþπασε για μια στιγμÞ. "Εßσαι πολý γρÞγορος στο πÝταγμα, Ýτσι δεν εßναι";
-"Μου... μου αρÝσει η ταχýτητα", εßπε ο Τζüναθαν σαστισμÝνος αλλÜ περÞφανος που τον εßχε προσÝξει ο Πρεσβýτερος.
-"Θ' αρχßσεις ν' αγγßζεις τον ΠαρÜδεισο, Τζüναθαν, την στιγμÞ που θ' αγγßσεις την τÝλεια ταχýτητα. Κι αυτÞ δεν εßναι να πετÜς με χßλια μßλια την þρα Þ Ýνα εκατομμýριο μßλια την þρα Þ να πετÜς με την ταχýτητα του φωτüς. Γιατß κÜθε αριθμüς εßναι Ýνα üριο. Κι η τελειüτητα δεν Ýχει üρια. Η τÝλεια ταχýτητα, γιε μου, εßναι το να βρßσκεσαι κι üλας εκεß". Χωρßς προειδοποßηση ο Τσιανγκ εξαφανßστηκε και φανερþθηκε στην ακροθαλασσιÜ, εßκοσι μÝτρα πιο κÜτω, μÝσα σ' Ýνα κλÜσμα του δευτερολÝπτου. Κι ýστερα χÜθηκε πÜλι και βρÝθηκε δßπλα στο Τζüναθαν, πÜλι μÝσα σ' Ýνα χιλιοστü του δευτερολÝπτου. "Εßναι διασκεδαστικü" εßπε.
Ο Τζüναθαν εßχε ζαλιστεß. ΞÝχασε τις ερωτÞσεις για τον ΠαρÜδεισο.
-"Πþς το κÜνετε αυτü; Σαν τß μοιÜζει; Πüσο μακρυÜ μπορεßτε να φτÜσετε";
-"Μπορεßς να πας üπου θÝλεις και üποτε θÝλεις", εßπε ο Πρεσβýτερος. "¸χω πÜει παντοý üποτε κι üπου το σκÝφτηκα". Κοßταξε προς την θÜλασσα. "Τι παρÜξενο. Οι γλÜροι που κοροúδεýουν την τελεßωση, επειδÞ προτιμοýν να ταξιδεýουν, δεν πηγαßνουν πουθενÜ. Εκεßνοι που αφÞνουν τα ταξßδια για την τελεßωση, πηγαßνουν παντοý, στη στιγμÞ. ΘυμÞσου, Τζüναθαν, ο ΠαρÜδεισος δεν εßναι κÜποιος χþρος Þ κÜποιος χρüνος, γιατß ο χþρος και ο χρüνος δεν Ýχουν νüημα, ο ΠαρÜδεισος εßναι..."
-"Μπορεßτε να με διδÜξετε να πετÜω Ýτσι;" Ο Τζüναθαν ΓλÜρος λαχταροýσε να κατακτÞσει Üλλο Ýνα μυστÞριο.
-"Και βÝβαια, αν θες να μÜθεις".
-"ΘÝλω, πüτε αρχßζουμε";
-"Μποροýμε ν' αρχßσουμε και τþρα, αν σ' αρÝσει".
-"ΘÝλω να μÜθω να πετþ Ýτσι", εßπε ο Τζüναθαν κι Ýνα παρÜξενο φως Üστραψε στα μÜτια του. "ΠÝστε μου τß να κÜνω".
¼ ΤσιÜνγκ μßλησε αργÜ και παρατηροýσε με απÝραντη προσοχÞ τον νεαρü γλÜρο.
-"Για να πετÜξεις με την ταχýτητα της σκÝψης, παντοý σ' ü,τι υπÜρχει", εßπε, "πρÝπει να ξεκßνησεις ξÝροντας üτι Ýχεις κι üλας φτÜσει εκεß".
Το μυστικü, κατÜ τον ΤσιÜνγκ, Þταν να πÜψει να βλÝπει ο Τζüναθαν τον εαυτü του σα φυλακισμÝνο σ' Ýνα περιορισμÝνο σþμα, που 'χε Üνοιγμα φτερþν σαρανταδýο ßντσες και δυνατüτητες, που θα μποροýσαν ν' αποτυπωθοýν σ' Ýνα χÜρτη. Το μυστικü Þταν να γνωρßσει πως η αληθινÞ του φýση ζοýσε τÝλεια, üσον ο Üγραφος αριθμüς, παντοý ταυτüχρονα, πÝρα απü το χþρο και το χρüνο.
Ο Τζüναθαν Üρχισε καθημερινÞ προσπÜθεια με μανßα, απü την ανατολÞ του Þλιου ως τα μεσÜνυχτα και παρ' üλες τις προσπÜθειÝς του δε κουνÞθηκε οýτε εκατοστü απü τη θÝση του.
-"'Ασε την πßστη", Ýλεγε ο ΤσιÜνγκ ξανÜ και ξανÜ. "Δεν σου χρειÜστηκε πßστη για να πετÜξεις. Σου χρειÜστηκε κατανüηση του πετÜγματος. Κι αυτü εßναι το ßδιο. Δοκßμασε πÜλι τþρα".
¸τσι μια μÝρα ο Τζüναθαν, καθþς στÝκονταν στην ακτÞ με κλειστÜ μÜτια, συγκεντρωμÝνος, αναγνþρισε μÝσα σε μιαν Ýκλαμψη κεßνο που ο ΤσιÜνγκ του εßχε πει τüσες φορÝς.
-"Λοιπüν, εßναι αλÞθεια! Εßμαι Ýνας τÝλειος, αδÝσμευτος γλÜρος"! ΑισθÜνθηκε Ýνα δυνατü τρÜνταγμα χαρÜς.
-"Ωραßα!", εßπε ο ΤσιÜνγκ κι υπÞρχε θρßαμβος στη φωνÞ του. Ο Τζüναθαν Üνοιξε τα μÜτια του. Στεκüταν μüνος μαζß με τον Πρεσβýτερο σε μιαν εντελþς διαφορετικÞ ακτÞ. ΔÝντρα που Ýπεφταν ως την Üκρη του νεροý και δυο κßτρινοι δßδυμοι Þλιοι, που γυρνοýσαν πÜνωθÝ τους.
-"ΕπιτÝλους, κατÜλαβες" εßπε ο ΤσιÜνγκ αλλÜ ο Ýλεγχüς σου χρειÜζεται δουλειÜ ακüμη. Ο Τζüναθαν τα Ýχασε.
-"Ποý εßμαστε"; Χωρßς να εντυπωσιασθεß καθüλου απü το παρÜξενο περιβÜλλον, ο Πρεσβýτερος απÜντησε στην ερþτηση ατÜραχος.
-"Σε κÜποιο πλανÞτη προφανþς, με πρÜσινο ουρανü κι Ýνα διπλü Üστρο για Þλιο".
-"ΓΙΝΕΤΑΙ"!
-"Μα και βÝβαια γßνεται, Τζþν", εßπε ο Τσιανγκ. "ΠÜντα γßνεται, üταν ξÝρεις τι κÜνεις. Τþρα για τον Ýλεγχü σου..."
¼ταν γýρισαν Þταν πια νýχτα. ¼λοι οι γλÜροι κοßταζαν τον Τζüναθαν με δÝος στα χρυσÜ τους μÜτια, γιατß τον εßχαν δει να εξαφανßζεται απü το μÝρος που Þταν στηλωμÝνος απü þρα. Δεν μποροýσε να υποφÝρει τα συγχαρητÞρια οýτε λεπτü.
-"Εγþ εßμαι νεοφερμÝνος εδþ! Μüλις Üρχισα! Εγþ πρÝπει να μÜθω απü σας".
-"ΑμφιβÜλλω γι' αυτü, Τζþν", εßπε ο ΣÜλλιβαν, που στεκüταν κοντÜ. "ΦοβÜσαι τη μÜθηση λιγþτερο απü κÜθε Üλλο γλÜρο που Ýχω δει εδþ και χιλιÜδες χρüνια". Το ΚοπÜδι Ýμεινε σιωπηλü κι ο Τζüναθαν κινÞθηκε αμÞχανα.
-"Μποροýμε ν' αρχßσουμε να δουλεýουμε με το χρüνο, αν θες", εßπε ο ΤσιÜνγκ, "μÝχρις üτου καταφÝρεις να πετÜς στο παρελθüν και στο μÝλλον. Και τüτε θα εßσαι Ýτοιμος ν' αρχßσεις το πιο δýσκολο, το πιο δυνατü, το πιο ωραßο απ' üλα. Θα εßσαι Ýτοιμος ν' αρχßσεις να πετÜς προς τα Üνω και να μαθαßνεις το νüημα της καλωσýνης και της αγÜπης".
¸νας μÞνας πÝρασε Þ κÜτι που 'μοιαζε για μÞνας κι ο Τζüναθαν μÜθαινε με τρομερÞ ταχýτητα. ΠÜντα μÜθαινε πιο γρÞγορα απü το συνηθισμÝνο και τþρα ο ιδιαßτερος μαθητÞς του ßδιου του Πρεσβýτερου Ýπαιρνε τις καινοýργιες ιδÝες σαν Ýνας ηλεκτρονικüς εγκÝφαλος με φτερÜ. ¼μως κÜποτε Ýφτασε η μÝρα, που ο ΤσιÜνγκ εξαφανßστηκε. Τους μιλοýσε Þρεμα, εξορκßζοντÜς τους να μη σταματÞσουν ποτÝ να μαθαßνουν και ν' ασκοýνται και ν' αγωνßζονται για να κατανοÞσονν ακüμη πιüτερο τη τÝλεια, αüρατη αρχÞ κÜθε ζωÞς. ¾στερα, καθþς μιλοýσε, τα φτερÜ του Üρχισαν να γßνονται üλο και πιο λαμπρÜ, þσπου στο τÝλος Ýγιναν τüσο φωτεινÜ, που κανεßς γλÜρος δε μποροýσε να τον κοιτÜξει.
-"Τζüναθαν", εßπε. "ΣυνÝχισε να εργÜζεσαι για την αγÜπη". Κι Þταν αυτÝς οι τελευταßες λÝξεις που πρüφερε.
¼ταν μπüρεσαν να ξανακοιτÜξουν, ο ΤσιÜνγκ εßχε χαθεß.
Καθþς περνοýσαν οι μÝρες, ο Τζüναθαν σκεφτüταν üλο και περισσüτερο τη Γη, απ' üπου εßχεν Ýρθει. Αν γνþριζαν εκεß κÜτω το Ýνα δÝκατο, το Ýνα εκατοστü μüνον απ' üσα κεßνος Þξερε δω, πüσο νüημα θ' αποκτοýσε η ζωÞ! Στεκüταν στην Üμμο κι αναρωτιüταν αν θα υπÞρχε κει κÜτω Ýνας γλÜρος που ν' αγωνßζεται να περÜσει τους περιορισμοýς του, να βρει νüημα στο πÝταγμα πÝρα απü τα ταξßδια και το ψÜξιμο για ξεροκüμματα απü τις βÜρκες. ºσως να υπÞρχε ακüμη και κÜποιος απüβλητος, επειδÞ θα εßχε τολμÞσει να πει την αλÞθεια κατÜμουτρα στο ΚοπÜδι.
Κι üσο περισσüτερο ο Τζüναθαν ασκεßτο στα μαθÞματα της καλωσýνης κι üσο δοýλευε για να γνωρßσει τη φýση της αγÜπης, τüσο Þθελε να γυρßσει πßσω στη Γη. Γιατß, παρÜ το μοναχικü του παρελθüν, ο Τζüναθαν ΓλÜρος Þταν γεννημÝνος για να γßνει δÜσκαλος κι ο τρüπος να εκδηλþνει την αγÜπη Þταν να δßνει κÜτι απü την αλÞθεια που εßχε ιδεß σε κÜθε γλÜρο που ζητοýσε την ευκαιρßα να την βρει κι εκεßνος. Ο ΣÜλλιβαν, μýστης πιÜ στο πÝταγμα με την ταχýτητα της σκÝψης και δÜσκαλος των Üλλων, εßχε πολλÝς αμφιβολßες.
-"Τζþν, Þσουν απüβλητος κÜποτε. Γιατß φαντÜζεσαι πως οι γλÜροι κεßνης της εποχÞς θα σε ακοýσουνε τþρα. ΞÝρεις τη παροιμßα κι εßναι αληθινÞ: ΒλÝπει μακρýτερα ο γλÜρος που πετÜ ψηλþτερα. Οι γλÜροι κεßνοι στÝκονται στο χþμα, σκληρßζοντας και πολεμþντας μεταξý τους. ΑπÝχουνε χßλια μßλια απü τον ουρανü και συ θες να τους τον δεßξεις απü κει κÜτω που στÝκουν. Τζþν, δε μποροýν να δουν οýτε τις Üκρες των φτερþν τους! Μεßνε δω. ΒοÞθησε τους νÝους γλÜρους μας που 'ναι αρκετÜ ψηλÜ, για να καταλÜβουν αυτü που 'χεις να τους πεις". Σþπασε για μια στιγμÞ κι ýστερα εßπε: "Τß θα 'χε γßνει, αν ο ΤσιÜνγκ εßχε γυρßσει κι εκεßνος πßσω στους δικοýς του παλιοýς κüσμους";
Το τελευταßο αυτü σημεßο Þταν το πιο αποφασιστικü, ο ΣÜλλιβαν εßχε δßκιο. ΒλÝπει μακρýτερα ο γλÜρος που πετÜ ψηλþτερα. Ο Τζüναθαν Ýμεινε και δοýλεψε για τα νÝα πουλιÜ που Ýφταναν και που Þταν üλα πολý Ýξυπνα και γρÞγορα στην μÜθησÞ τους. ΑλλÜ τα παληÜ συναισθÞματα ξαναγýριζαν. Δε μποροýσε να μη σκÝφτεται üτι μπορεß να βρßσκονται στη Γη Ýνας Þ δυο γλÜροι που θα 'ταν ικανοß να μÜθουν κι εκεßνοι. Πüσα περισσüτερα θα 'ξερε τþρα, αν ο ΤσιÜνγκ εßχε Ýρθει να τονε βρει τη μÝρα που τον Ýκαναν Απüβλητο!
-"ΣÜλλι, πρÝπει να γυρßσω πßσω", εßπε στο τÝλος. "Οι μαθητÝς σου τα πηγαßνουνε περßφημα. Μποροýν να σε βοηθÞσουν με τους καινοýργιους".
Ο ΣÜλλιβαν αναστÝναξε, αλλÜ δε διαφþνησε.
-"Μου φαßνεται πως θα μου λεßψεις, Τζüναθαν", εßπε μüνο.
-"ΣÜλλι, ντροπÞ", τον μÜλωσε ο Τζüναθαν, "και μην εßσαι ανüητος. Τß προσπαθοýμε κÜθε μÝρα να εξασκÞσουμε; Αν η φιλßα μας βασßζεται στο χþρο και στο χρüνο, τüτε, üταν ξεπερÜσουμε το χþρο και το χρüνο, θα διαλýσουμε και την αδελφüτητÜ μας! ¼μως ξεπÝρνα το χþρο κι ü,τι μÝνει εßναι το Εδþ! ΞεπÝρνα το χρüνο κι ü,τι μÝνει εßναι το Τþρα! Και στο κÝντρο του Εδþ και του Τþρα δε νομßζεις üτι θα μποροýμε να βλεπüμαστε συχνÜ";
Ο ΣÜλλιβαν ΓλÜρος γÝλασε χωρßς να το θÝλει.
-"Τρελü πουλß" εßπε γλυκÜ. «Αν υπÜρχει κÜποιος που να μπορεß να δεßξει στους γλÜρους που ζοýνε στο χþμα πþς να βλÝπουν χßλια μßλια μακρυÜ, αυτüς εßναι ο Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρος". Κοßταξε πÜλι την Üμμο. "Αντßο, Τζων, φßλε μου".
-"Αντßο, ΣÜλλι. Θα ξανασυναντηθοýμε". Και με τα λüγια αυτÜ ο Τζüναθαν οραματßστηκε την εικüνα τοý μεγÜλου κοπαδιοý των γλÜρων στις ακτÝς των αλλοτινþν εκεßνων καιρþν και σκÝφτηκε, με την Üνεση που δßνει η Üσκηση, üτι δεν Þταν κüκαλα και φτερÜ, αλλÜ η ΤÝλεια ΙδÝα της ελευθερßας και του πετÜγματος, χωρßς κανÝναν απολýτως περιορισμü.
Ο ΦλÝτσερ Λυντ ΓλÜρος Þταν ακüμη πολý νÝος, αλλÜ γνþριζε κιüλας üτι το ΚοπÜδι σε κανÝνα πουλß δεν εßχε φερθεß τüσο σκληρÜ και με τüση αδικßα.
-"Δε με νοιÜζει τι λÝνε», σκÝφτηκε Üγρια κι η üρασÞ του θüλωσε, καθþς πετοýσε για τους Μακρυνοýς ΒρÜχους. "Το πÝταγμα αξßζει πολý περισσüτερο απü τα πεταρßσματÜ τους εδþ και κει. Μα κι Ýνα κουνοýπι κÜνει το ßδιο! Για μια μικρÞ, εναÝρια τοýμπα γýρω απü τον Πρεσβýτερο ΓλÜρο, Ýτσι για αστεßο, μ' Ýκαναν απüβλητο! Μα εßναι τυφλοß! Δεν μποροýν να σκεφτοýν τη δüξα που μας περιμÝνει, αν μÜθουμε να πετÜμε πραγματικÜ. ΔÝν με νοιÜζει τι σκÝφτονται. Θα τους δεßξω τι θα πει πÝταγμα. Θα εßμαι Ýνας παρÜνομος, αφοý το θÝλουν. Και θα τους κÜνω να μετανιþσουν".
Η φωνÞ ακοýστηκε μÝσα στο κεφÜλι του και παρ' üλο που Þτανε γλυκειÜ πολý, τον τρüμαξε τüσο που κλονßστηκε και σκüνταψε στον Üερα.
-"Μην εßσαι τüσο σκληρüς μαζß τους, ΦλÝτσερ ΓλÜρε. ΔιþχνοντÜς σε οι Üλλοι γλÜροι, βλÜψανε μüνο τον εαυτü τους και μια μÝρα θα το μÜθουν και θα το καταλÜβουν αυτü που καταλαβαßνεις και συ. ΣυγχþρησÝ τους και βοÞθησÝ τους να μÜθουν".
Τρßα εκατοστÜ απü το δεξß ακρινü του φτερü πετοýσε ο πιο αστραφτερüς Üσπρος γλÜρος του κüσμου, γλυστρþντας χωρßς κüπο, χωρßς να κουνÜ οýτε φτερü, σε μια ταχýτητα που Þταν η πιο γρÞγορη, σχεδüν που μποροýσε να φτÜσει ο ΦλÝτσερ. Για μια στιγμÞ μες στο νεαρü πουλß Ýγινε χÜος.
-"Τß συμβαßνει; ΜÞπως τρελÜθηκα! ΜÞπως πÝθανα; Τß εßναι αυτü";
ΜαλακÜ και Þρεμα η φωνÞ συνÝχισε μÝσα στη σκÝψη του, ζητþντας μιαν απÜντηση.
-"ΦλÝτσερ Λυντ ΓλÜρε. ΘÝλεις να πετÜς";
-"ΝΑΙ, ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΩ"!
-"ΦλÝτσερ Λυντ ΓλÜρε, θÝλεις να πετÜς τüσο πολý, που να συγχωρÞσεις το ΚοπÜδι και μαθαßνοντας, να γυρßσεις πßσω για να βοηθÞσεις να μÜθουν κι αυτοß μια μÝρα";
Ο ΦλÝτσερ δεν μποροýσε να πει ψÝμματα σ' αυτü το μεγαλüπρεπο, επιδÝξιο πλÜσμα, üσο περÞφανος και πληγωμÝνος κι αν Þταν ο εγωισμüς του.
-"Ναι, θÝλω", εßπε σιγÜ.
-"Τüτε Φλετς", του 'πε το λαμπρü πλÜσμα κι η φωνÞ του Þταν üλο καλωσýνη, "ας αρχßσουμε με την Επßπεδη ΠτÞση".
Ο Τζüναθαν Ýκοβε βüλτες πÜνω απü τους Μακρυνοýς ΒρÜχους, επιτηρþντας. Αυτüς ο νεαρüς ΦλÝτσερ ΓλÜρος, κüντευε να γßνει Ýνας τÝλειος μαθητÞς στο πÝταγμα. ¹ταν δυνατüς, ελαφρýς και σβÝλτος στον αÝρα, μα το πιο σημαντικü Þταν πως εßχε μια φλογερÞ Ýφεση για μÜθηση. Και νÜτος που 'φτανε τη στιγμÞ αυτÞ, μια θολÞ γκρßζα μορφÞ, üλο βρυχηθμü, καθþς Ýβγαινε απü μια βουτιÜ και πÝρναγε σαν αστραπÞ, με εκατüν πενÞντα μßλια την þρα, δßπλα απü το δÜσκαλü του. Απüτομα Üρχισε μιαν ακüμη προσπÜθεια για μια κατακüρυφη, αργÞ κýληση δεκÜξη σημεßων, μετρþντας δυνατÜ:
-"...οχτþ, ...εννιÜ, ...δÝκα, ...κοßτα, Τζüναθαν η ταχýτητÜ μου σβÞνει, ...Ýντεκα ...θα 'θελα ωραßα, απüτομα σταματÞματα σαν τα δικÜ σου ...δþδεκα ...αλλÜ, να πÜρει η οργÞ, δεν τα καταφÝρνω, ...δεκατρßα ...αυτÜ τα τελευταßα σημεßα ... δεκατÝσσε... ααααα"!
Η πτþση αυτÞ στο τÝλος της Üσκησης γÝμισε λýσσα και θυμü τον ΦλÝτσερ. ¸γειρε πßσω, γκρεμßστηκε απüτομα, στριφογυρßζοντας και τÝλος ξαναβρÞκε την ισορροπßα του, τριÜντα μÝτρα κÜτω απü τα πüδια του δασκÜλου του.
-"ΧÜνεις τον καιρü σου μαζß μου, Τζüναθαν. Εßμαι βλÜκας. Εßμαι πολý ανüητος. Προσπαθþ και προσπαθþ, αλλÜ ποτÝ δεν θα τα καταφÝρω"!
Ο Τζüναθαν ΓλÜρος τον κοßταξε και κοýνησε το κεφÜλι του.
-"Και βÝβαια δεν θα τα καταφÝρεις, üσο εξακολουθεßς να κÜνεις την ανÜβαση τüσο σφιγμÝνος. ΦλÝτσερ, Ýχασες σαρÜντα μßλια την þρα στην εκκßνηση. ΠρÝπει να 'σαι πιο χαλαρüς. Να θυμÜσαι: σταθερüς αλλÜ χαλαρüς". ΚατÝβηκε στο επßπεδο του νεαροý γλÜρου. "Ας το δοκιμÜσουμε μαζß τþρα σε σχηματισμü. Και πρüσεχε το ανÝβασμα. Εßναι μια μαλακιÜ, Üνετη εκκßνηση".
ΜετÜ απü τρεις μÞνες ο Τζüναθαν εßχε Ýξη ακüμα μαθητÝς. ¼λοι απüβλητοι, αλλÜ και περßεργοι να μÜθουν γι' αυτÞ την καινοýργια, παρÜξενη ιδÝα, να πετÜς για τη χαρÜ του πετÜγματος. ¼μως τους Þταν πιο εýκολο να προσπαθοýν και ν' ασκοýνται στις δýσκολες επιδüσεις, παρÜ να καταλαβαßνουν την αιτßα πßσω απ' üλα αυτÜ.
-"Ο καθÝνας μας εßναι στ' αλÞθεια μια ιδÝα του ΜεγÜλου ΓλÜρου, μια χωρßς üρια ιδÝα ελευθερßας", τους Ýλεγε ο Τζüναθαν τα βρÜδυα στην ακτÞ, "κι η τελειüτητα στο πÝταγμα εßναι Ýνα βÞμα για να εκφρÜσουμε την αληθινÞ μας φýση. ΚÜθε τι που μας περιορßζει πρÝπει να το παραμερßσουμε. Γι' αυτü γßνονται üλες αυτÝς οι ασκÞσεις μεγÜλης και μικρÞς ταχýτητας και των ακροβατικþν..."
...κι οι μαθητÝς του εßχαν αποκοιμηθεß, εξαντλημÝνοι απü τις πτÞσεις της ημÝρας. Τους Üρεσε η εξÜσκηση, γιατß εßχε ταχýτητα και ενθουσιασμü και γιατß χüρταινε τη πεßνα τους για μÜθηση, που μεγÜλωνε με κÜθε μÜθημα. Μα κανεßς τους δεν εßχε κατορθþσει να πιστÝψει -οýτε κι ο ΦλÝτσερ Λυντ ΓλÜρος, ακüμη- πως το πÝταγμα των ιδεþν μποροýσε να εßναι τüσο πραγματικü, üσο το πÝταγμα του ανÝμου και των φτερþν.
-"¼λο σας το σþμα, απ' Üκρη σ' Üκρη", τους Ýλεγε ο Τζüναθαν, Üλλες φορÝς, "δεν εßναι παρÜ η ßδια σας η σκÝψη σε μιαn ορατÞ μορφÞ. ΣπÜστε τις αλυσßδες της σκÝψης σας και θα σπÜσετε τις αλυσßδες του σþματüς σας..." ¼μως, üσο ωραßα και αν τα Ýλεγε, μοιÜζανε με κÜποιαν ευχÜριστη φαντασßα. Κι εκεßνοι χρειαζüντουσαν τον ýπνο περισσüτερο.
Μüλις Ýνα μÞνα αργüτερα, ο Τζüναθαν, τους ανακοßνωσε πως εßχεν Ýρθει ο καιρüς να γυρßσουν στο ΚοπÜδι.
-"Δεν εßμαστε Ýτοιμοι" εßπε ο ΧÝνρυ ΚÜλβιν ΓλÜρος. "Δε μας θÝλουν. Εßμαστε Απüβλητοι! Γιατß ν' αναγκαστοýμε να πÜμε κει που δε μας θÝλουν";
-"Εßμαστε λεýτεροι να πÜμε üπου θÝλουμε και να 'μαστε αυτοß που εßμαστε", απÜντησε ο Τζüναθαν, σηκþθηκε απü την Üμμο και στρÜφηκε ανατολικÜ προς τη Γη του Κοπαδιοý. Οι μαθητÝς του ταρÜχτηκαν, γιατß Þταν ο νüμος του Κοπαδιοý να μην επιστρÝφει ποτÝ Ýνας απüβλητος. Κι ο Νüμος δεν εßχε παραβιαστεß ποτÝ μÝσα στα δÝκα χιλιÜδες αυτÜ χρüνια. Ο Νüμος Ýλεγε «μεßνετε», ο Τζüναθαν Ýλεγε «πÜμε» κι εßχε πετÜξει κι üλας Ýνα μßλι πÜνω απü το νερü. Αν καθυστεροýσαν λßγο ακüμη, θα Ýφταναν στο εχθρικü ΚοπÜδι μüνοι.
-"Δεν εßμαστε υποχρεωμÝνοι να υπακοýσουμε στον νüμο αφοý δεν εßμαστε μÝλη του Κοπαδιοý", εßπεν ο ΦλÝτσερ μ' αρκετÞ αυταρÝσκεια. "Κι ýστερα, αν γßνει μÜχη, θα 'μαστε πιο χρÞσιμοι εκεß, παρÜ εδþ".
Κι Ýτσι πÝταξαν απü τα δυτικÜ, κεßνο το πρωß, οι οχτþ τους σε σχηματισμü διπλοý ρüμβου, με τις Üκρες των φτερþν τους ν' αγγßζουν. ΦτÜσανε πÜνω απü την ακτÞ του Συμβουλßου του Κοπαδιοý με εκατüν τριÜντα πÝντε μßλια την þρα. Ο Τζüναθαν Þταν η κεφαλÞ, ο ΦλÝτσερ με Üνεση στο δεξß του φτερü κι ο ΧÝνρυ ΚÜλβιν προσπαθþντας φιλüτιμα στο αριστερü του. ¾στερα, ολÜκερος ο σχηματισμüς Ýγειρε προς τα δεξιÜ σαν Ýνα πουλß, ενþ ο αÝρας τους μαστßγωνε üλους. Οι σκληριÝς κι οι φωνÝς της καθημερινüτητας του κοπαδιοý κüπηκανε λες κι ο σχηματισμüς Þταν Ýνα γιγÜντιο μαχαßρι. Οχτþ χιλιÜδες γλαρομÜτια κοιτοýσαν χωρßς να κουνηθεß οýτε βλÝφαρο. ¸να-Ýνα τα οχτþ πουλιÜ υψþθηκαν απüτομα προς τα πÜνω, κÜνανε μια πλÞρη «θηλειÜ», γυρßσανε πÜλι και πολý αργÜ προσγειþθηκαν üρθια στην Üμμο. Και σαν να μη συνÝβαινε τßποτα, ο Τζüναθαν ΓλÜρος Üρχισε τη κριτικÞ του για τη πτÞση:
-"Για να αρχßσουμε» εßπε, μ' Ýνα πονηρü χαμüγελο, "üλοι αργÞσατε λιγÜκι να με προλÜβετε..."
ΚÜτι σαν κεραυνüς διαπÝρασε το κοπÜδι ολüκληρο. Τα πουλιÜ αυτÜ Þταν Απüβλητοι! Και ξαναγυρßσανε! Κι αυτü... αυτü δε γßνεται! Οι προβλÝψεις του ΦλÝτσερ για μÜχη χÜθηκαν μες στη ταραχÞ του κοπαδιοý.
-"Λοιπüν, ωραßα, εßναι Απüβλητοι" εßπαν μερικοß νεαροß γλÜροι, "αλλÜ ποý στην ευχÞ μÜθανε να πετÜν Ýτσι"; ΧρειÜστηκε μια þρα να φτÜσει η ΕντολÞ του Πρεσβýτερου σ' üλο το ΚοπÜδι:
-"Αγνοεßστε τους. Ο γλÜρος που μιλÜ σ' Ýναν Απüβλητο, γßνεται κι αυτüς Απüβλητος! Ο γλÜρος που κοιτÜζει Ýναν Απüβλητο, παραβιÜζει το Νüμο του Κοπαδιοý". Απü κεßνη τη στιγμÞ οι γκρßζες φτερωτÝς πλÜτες γýρισαν κατÜ πρüσωπο στον Τζüναθαν, αλλ' αυτüς δε φÜνηκε να το προσÝχει. ΣυνÝχισε τις ασκÞσεις του ακριβþς πÜνω απο την ακτÞ του Συμβουλßου και για πρþτη φορÜ Üρχισε να εξωθεß τους μαθητÝς του στα üρια των δυνατοτÞτων τους.
-"ΜÜρτιν ΓλÜρε!" φþναξε μες στον ουρανü. "Λες üτι ξÝρεις τις πτÞσεις μικρÞς ταχýτητας. Δεν ξÝρεις τßποτε, αν δεν το αποδεßξεις! ΠΕΤΑ"!
Κι Ýτσι, ο Þσυχος, μικρüς ΜÜρτιν Ουßλλιαμ ΓλÜρος, ξαφνιασμÝνος που βρÝθηκε κÜτω απü τα πυρÜ του δασκÜλου του, κατÜπληξε ακüμη και τον εαυτü του κι Ýγινε ο μÜγος της χαμηλÞς ταχýτητας. Στο παραμικρü αερÜκι μποροýσε να καμπυλþνει τα φτερÜ του, για να υψωθεß, χωρßς οýτε Ýνα φτεροýγισμα, απü την Üμμο στα σýννεφα και ýστερα πÜλι κÜτω. Το ßδιο και ο Τσαρλς-Ρüλλαντ ΓλÜρος, που πÝταξε πÜνω στον 'Ανεμο του ΜεγÜλου Βουνοý σε τρεις χιλιÜδες μÝτρα ýψος και γýρισε πßσω μελανüς απü τον κρýο αÝρα, κατÜπληκτος κι ευτυχισμÝνος, με την απüφαση αýριο να πÜει ακüμη ψηλþτερα. Ο ΦλÝτσερ ΓλÜρος, που αγαποýσε τ' ακροβατικÜ üσο κανεßς Üλλος, κυριÜρχησε στη κÜθετη αργÞ κýληση των δεκαÝξη σημεßων και την επüμενη μÝρα την αποκορýφωσε με μια τριπλÞ κυκλικÞ περιστροφÞ, καθþς τα φτερÜ του αστρÜφτανε στο κÜτασπρο φως του Þλιου, στην ακτÞ, απ' üπου περισσüτερα απü δυο μÜτια,τον κοιτοýσαν κρυφÜ.
ΚÜθε στιγμÞ ο Τζüναθαν ΓλÜρος βρισκüταν στο πλευρü του κÜθε μαθητÞ του, δεßχνοντας, συμβουλεýοντας, οδηγþντας. Πετοýσε μαζß τους μες στη νýχτα, στα σýννεφα και στις καταιγßδες, για κÝφι, ενþ το ΚοπÜδι σερνüταν αξιολýπητο στο χþμα. ¼ταν το πÝταγμα τÝλειωνε, οι μαθητÝς ξεκουρÜζονταν στην Üμμο και με τον καιρü Üρχισαν ν' ακοýνε προσεκτικüτερα τον Τζüναθαν. Εßχε μερικÝς παρÜξενες ιδÝες που δε μποροýσαν να καταλÜβουν, αλλÜ εßχε και μερικÝς πολý καλÝς που τις καταλÜβαιναν. ΣιγÜ-σιγÜ τη νýχτα, Ýνας δεýτερος κýκλος σχηματιζüταν γýρω απü τους μαθητÝς -Ýνας κýκλος περßεργων γλÜρων, που παρακολουθοýσαν μες στο σκοτÜδι, þρες ολÜκερες, χωρßς να θÝλουν να δουν Þ να τους δουν και που χÜνονταν λßγο πριν απü την αυγÞ.
¸νας μÞνας εßχε περÜσει απü την ΕπιστροφÞ, üταν ο πρþτος γλÜρος απü το ΚοπÜδι πÝρασε τη γραμμÞ και ζÞτησε να μÜθει να πετÜ. Μ' αυτÞ του τη πρÜξη, ο ΤÝρενς Λüουελ ΓλÜρος, καταδικÜστηκε, ονομÜστηκε Απüβλητος κι Ýγινε ο üγδοος απü τους μαθητÝς του Τζüναθαν. Την Üλλη νýχτα Þρθε απü το ΚοπÜδι ο Κερκ ΜÜυναρντ ΓλÜρος, κουτσαßνοντας πÜνω στην Üμμο, σÝρνοντας την αριστερÞ φτεροýγα του, για να σωριαστεß στα πüδια του Τζüναθαν.
-"ΒοÞθησÝ με", εßπε πολý σιγÜ, μιλþντας σαν ετοιμοθÜνατος. "ΘÝλω να πετÜξω -το θÝλω πιο πολý απü κÜθε τι Üλλο στον κüσμο..."
-"¸λα μαζß μου τüτε", εßπε ο Τζüναθαν. "Υψþσου μαζß μου απü το χþμα κι ας αρχßσουμε".
-"Δε καταλαβαßνεις. Η φτεροýγα μου. Δε μπορþ να κουνÞσω τη φτεροýγα μου".
-"ΜÜυναρντ ΓλÜρε, εßσαι λεýτερος να 'σαι ο εαυτüς σου, ο αληθινüς εαυτüς σου, αυτÞ τη στιγμÞ και τßποτε δε μπορεß να σταθεß στο δρüμο σου. Εßναι ο Νüμος του ΜεγÜλου ΓλÜρου, ο Νüμος που Εßναι".
-"Λες üτι μπορþ να πετÜξω";
-"ΛÝω πως εßσαι λεýτερος".
ΑπλÜ και γρÞγορα ο Κερκ ΜÜυναρντ ΓλÜρος Üπλωσε τις φτεροýγες του χωρßς κüπο και πÝταξε μÝσα στο σκοτεινü αÝρα της νýχτας. Το ΚοπÜδι σηκþθηκε στο πüδι απü τις δυνατüτερες φωνÝς του, που μπüρεσε να βγÜλει απü εκατüν εξÞντα μÝτρα ýψος.
-"Μπορþ να πετÜξω! Ακοýτε! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ"!
Με την ανατολÞ του Þλιου υπÞρχαν γýρω στα χßλια πουλιÜ, που στÝκονταν στον εξωτερικü κýκλο των μαθητþν, κοιτþντας τον ΜÜυναρντ περßεργα. Δεν τα Ýνοιαζε αν τα Ýβλεπαν Þ üχι. Κι Üκουγαν, προσπαθþντας να καταλÜβουν τον Τζüναθαν ΓλÜρο. Μßλησε για πολý απλÜ πρÜματα: πως εßναι σωστü να πετÜ Ýνας γλÜρος, üτι η λευτεριÜ εßναι η πραγματικÞ φýση του üντος κι οτιδÞποτε την εμποδßζει πρÝπει να παραμεριστεß εßτε λÝγεται τελετουργικÜ, εßτε δεισιδαιμονßα, εßτε περιορισμüς οιασδÞποτε μορφÞς.
-"Να παραμεριστεß", ακοýστηκε μßα φωνÞ απü το πλÞθος, "ακüμα κι αν εßναι ο Νüμος του Κοπαδιοý";
-"Ο μüνος αληθινüς νüμος εßναι αυτüς που οδηγεß στη λευτεριÜ", εßπεν ο Τζüναθαν. "Δεν υπÜρχει Üλλος".
-"Μα πþς περιμÝνεις να πετÜξουμε σαν και σÝνα!" Þρθε μια Üλλη φωνÞ. "Συ εßσαι εκλεκτüς, εßσαι προικισμÝνος και θεúκüς, πÜνω απ' üλα τα πουλιÜ".
-"ΚοιτÜξτε τον ΦλÝτσερ! τον Λüουελ! τον Τσαρλς-Ρüλλαντ! Εßναι κι αυτοß εκλεκτοß, προικισμÝνοι και θεúκοß; ¼χι περισσüτερο απü σας üχι περισσüτερο απü μÝνα. Η μüνη διαφορÜ εßναι πως αυτοß Üρχισαν να κατανοοýν τι πραγματικÜ εßναι. Κι Üρχισαν να το εξασκοýν".
Οι μαθητÝς του, εκτüς απü τον ΦλÝτσερ, κουνÞθηκαν ανÞσυχα. Δεν εßχανε συνειδητοποιÞσει πως αυτü Þταν ü,τι Ýκαναν. Το πλÞθος μεγÜλωνε κÜθε μÝρα κι ερχüταν να ρωτÞσει, να αποθεþσει, να σαρκÜσει.
-"ΛÝνε στο ΚοπÜδι πως αν δεν εßσαι Γιος του ΜεγÜλου ΓλÜρου του ßδιου, τüτε βρßσκεσαι χßλια χρüνια μπροστÜ απü την εποχÞ σου", εßπε μια μÝρα στον Τζüναθαν ο ΦλÝτσερ, ýστερα απü τις ασκÞσεις της προχωρημÝνης ταχýτητας. Ο Τζüναθαν αναστÝναξε. "Το τßμημα να μη σε καταλαβαßνουν", σκÝφτηκε."Σ' ονομÜζουν δαßμονα Þ σε ονομÜζουν Θεü".
-"Τß νομßζεις εσý, ΦλÝτσερ; Εßμαστε μπροστÜ απü την εποχÞ μας";
ΠαρατεταμÝνη σιωπÞ.
-"Χμ, αυτü το εßδος του πετÜγματος υπÞρχε πÜντοτε, για να το μÜθει üποιος Þθελε να το αναζητÞσει. Κι αυτü δεν Ýχει σχÝση με την εποχÞ. Εßμαστε μπρος απü τη συνÞθεια, ßσως. Μπρος απü τον τρüπο που πετοýν οι περισσüτεροι γλÜροι".
-"ΚÜτι εßναι κι αυτü", εßπε ο Τζüναθαν και κýλησε σε μια βουτιÜ για λßγο. "Αυτü δεν εßναι τüσο κακü, üσο το να βρισκüμαστε μπρος απü την εποχÞ μας".
ΣυνÝβη μια εβδομÜδα αργüτερα. Ο ΦλÝτσερ Ýδειχνε στοιχειþδη του πετÜγματος υψηλÞς ταχýτητος σε μια τÜξη νÝων μαθητþν. Μüλις εßχεν ανυψωθεß απü μια βουτιÜ του απü τα δυο χιλιÜδες τριακüσια μÝτρα, σαν μια γκρßζα μακρυÜ γραμμÞ που σφýριζε, μερικÜ εκατοστÜ πÜνω απü την ακτÞ, üταν Ýνα μικρü πουλÜκι, στο πρþτο του πÝταγμα, Ýπεσεν ακριβþς πÜνω στη πορεßα του, φωνÜζοντας τη μητÝρα του. Σ' Ýνα δÝκατο του δευτερολÝπτου ο ΦλÝτσερ Λυντ ΓλÜρος, για ν' αποφýγει το μικρü, τινÜχτηκε απüτομα στ' αριστερÜ με διακüσια μßλια περßπου την þρα κι Ýπεσε πÜνω σε μια απüτομη πλαγιÜ απü σκληρü βρÜχο. Του φÜνηκε σαν να 'ταν ο βρÜχος μια γιγÜντια σκληρÞ πüρτα για Ýναν Üλλο κüσμο. Μια Ýκρηξη φüβου, σοκ και μαυρßλα, καθþς χτýπησε... κι ýστερα πετοýσε σ' Ýνα παρÜξενο ουρανü και ξεχνοýσε, θυμüταν, ξεχνοýσε κι Þταν φοβισμÝνος και λυπημÝνος, πολý λυπημÝνος. Η φωνÞ τον Ýφτασε, üπως την πρþτη μÝρα που εßχε συναντÞσει τον Τζüναθαν Λßβινγκστον ΓλÜρο.
-"Τζüναθαν".
-"Γνωστüς επßσης σαν ο Υιüς του ΜεγÜλου ΓλÜρου", εßπε ξερÜ ο δÜσκαλος.
-"Τι κÜνεις εδþ; Η πλαγιÜ! Δεν Ýχω... δεν πÝθανα";
-"Ω ΦλÝτσερ, Ýλα τþρα... ΣκÝψου. Αν μου μιλÜς αυτÞ τη στιγμÞ, τüτε προφανþς δε πÝθανες. Αυτü που κατüρθωσες να κÜνεις Þταν ν' αλλÜξεις επßπεδο συνεßδησης κÜπως απüτομα. Τþρα πρÝπει να διαλÝξεις εσý. Μπορεßς να μεßνεις εδþ και να συνεχßσεις να διδÜσκεσαι στο επßπεδο τοýτο -που εßναι κÜπως ψηλüτερο απü κεßνο που Üφησες- Þ μπορεßς να γυρßσεις πßσω και να συνεχßσεις να εργÜζεσαι για το ΚοπÜδι. Οι Πρεσβýτεροι κει περιμÝνανε πþς και πþς να μας συμβεß κÜτι κακü, αλλÜ εσý τους διευκüλυνες τüσο πολý, που τα 'χουνε χÜσει".
-"ΘÝλω να γυρßσω πßσω στο ΚοπÜδι, φυσικÜ. Δε πρüλαβα καν ν' Üρχßσω με τη νÝα ομÜδα".
-"Πολý καλÜ ΦλÝτσερ. ΘυμÜσαι που λÝγαμε üτι το σþμα μας δεν εßναι παρÜ η ßδια η σκÝψη..."
Ο ΦλÝτσερ κοýνησε το κεφÜλι του, Üπλωσε τις φτεροýγες του κι Üνοιξε τα μÜτια του στη βÜση της απüτομης πλαγιÜς, στο κÝντρο ολüκληρου του κοπαδιοý, που 'ταν εκεß μαζεμÝνο. Ακοýστηκε μεγÜλος θüρυβος απü σκληριÝς και κραυγÝς απü το πλÞθος, καθþς κουνÞθηκε.
-"Ζει! Εκεßνος που πÝθανε ζει"!
-"Τον Üγγιξε με το φτερü του! Τον Ýφερε στη ζωÞ! ¼ Υιüς του ΜεγÜλου ΓλÜρου"!
-"¼χι! Το αρνεßται αυτü! Εßναι ο δαßμονας. Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ! ¹ρθε να διαλýσει το ΚοπÜδι"!
¹ταν εκεß περßπου Ýνα πλÞθος απü τÝσσερις χιλιÜδες γλÜρους, φοβισμÝνο απ' αυτü που 'χε συμβεß κι η κραυγÞ «ΔΑΙΜΟΝΑΣ!» πÞγε κι Þρθε ανÜμεσÜ τους, σαν τον Üνεμο της καταιγßδας. Με τα μÜτια πετρωμÝνα, με κοφτερÜ ρÜμφη κοντοζýγωναν για ν' αφανßσουν.
-"Δεν θα αισθανüσουν καλλßτερα, αν φεýγαμε, ΦλÝτσερ;" ρþτησε ο Τζüναθαν.
-"ΑλÞθεια, δεν θα 'χα πολλÝς αντιρρÞσεις..." Στη στιγμÞ βρÝθηκαν μαζß μισü μßλι μακρυÜ και τ' αστραφτερÜ ρÜμφη του πλÞθους χτýπησαν τον Üδειο αÝρα! "Γιατß να 'ναι το δυσκολüτερο πρÜγμα στον κüσμο να πεßσεις Ýνα πουλß πως εßναι λεýτερο και πως μπορεß να το αποδεßξει και μüνο του, αν διαθÝσει λßγο μüνο χρüνο για Üσκηση. Γιατß πρÝπει να 'ναι τüσο δýσκολο;" αναρωτÞθηκε ο Τζüναθαν. Ο ΦλÝτσερ ανοιγüκλεινε ακüμη τα μÜτια του απü την αλλαγÞ του τοπßου.
-"Τß Ýκανες τþρα δα; Πþς Þρθαμε δω";
-"Δεν εßπες üτι Þθελες να φýγουμε απü το πλÞθος";
-"Ναι, μα πþς το 'κανες αυτü";
-"¼πως και κÜθε τι Üλλο, ΦλÝτσερ, με Üσκηση".
ΜÝχρι το πρωß το ΚοπÜδι εßχε ξεχÜσει κι üλας τη τρÝλα του αλλÜ üχι κι ο ΦλÝτσερ.
-"Τζüναθαν, θυμÜσαι που μου 'πες εδþ και πολý καιρü ν' αγαπÞσω το ΚοπÜδι τüσο που να γυρßσω να το βοηθÞσω να μÜθει";
-"Ναι".
-"Δε μπορþ να καταλÜβω πþς μπορεßς ν' αγαπÜς Ýναν üχλο πουλιþν, που μüλις πÞγε να σε σκοτþσει"!
-"Ω ΦλÝτσερ! Μα δεν αγαπÜς αυτü! ΦυσικÜ δεν αγαπÜς το μßσος και το κακü. ΠρÝπει να προσπαθÞσεις για να δεις τον αληθινü γλÜρο, το καλü μες στον καθÝνα τους και να τους βοηθÞσεις να το δουν μÝσα τους. Αυτü εννοþ αγÜπη. Κι εßναι üμορφο, üταν μÜθεις τον τρüπο. ΘυμÞσου για παρÜδειγμα Ýναν Üγριο νεαρü. Τον Ýλεγαν ΦλÝτσερ Λυντ ΓλÜρο. Μüλις τον εßχαν αποβÜλει. ¹ταν Ýτοιμος να πολεμÞσει μÝχρι θανÜτου το ΚοπÜδι, αρχßζοντας Ýτσι να χτßζει μια κüλαση για τον εαυτü του, πÝρα στους Μακρυνοýς ΒρÜχους. Και νÜτος σÞμερα, χτßζοντας τον παρÜδεισü του κι οδηγþντας ολüκληρο το ΚοπÜδι στη κατεýθυνση αυτÞ".
Ο ΦλÝτσερ στρÜφηκε στον δÜσκαλü του και για μια στιγμÞ Φüβος φÜνηκε στα μÜτια του.
-"Εγþ να οδηγþ; Τι εννοεßς; Εγþ να οδηγþ; Εσý εßσαι ο δÜσκαλüς τους. Δε μπορεßς να φýγεις!»
-"Δε μπορþ; Δε νομßζεις üτι υπÜρχουν κι Üλλα κοπÜδια κι Üλλοι ΦλÝτσερ, που χρειÜζονται Ýνα δÜσκαλο πιο πολý απü σÝνα που βρßσκεσαι κιüλας στο δρüμο προς το Φως";
-"Εγþ, Τζων, εßμαι Ýνας απλüς γλÜρος και συ εßσαι..."
-"...ο ΜονογενÞς Υιüς του ΜεγÜλου ΓλÜρου, υποθÝτω". Ο Τζüναθαν αναστÝναξε και βοýτηξε προς τη θÜλασσα. "Δεν μ' Ýχεις ανÜγκη Üλλο πια. ΠρÝπει üμως να συνεχßσεις ν' ανακαλýπτεις τον εαυτü σου σιγÜ-σιγÜ, κÜθε μÝρα, τον αληθινü, απÝραντο ΦλÝτσερ τον ΓλÜρο. Αυτüς εßναι ο δÜσκαλüς σου. ΧρειÜζεται μüνο να τον καταλαβαßνεις και να τον ασκεßς".
Μισü λεπτü αργüτερα, το σþμα του Τζüναθαν μετεωριζüταν στον αÝρα ακτινοβολþντας κι Üρχιζε να γßνεται διÜφανο.
-"Μη τους αφÞσεις να κυκλοφορÞσουν ανüητες φÞμες για μÝνα και με θεοποιÞσουν. ¸τσι ΦλÝτσερ; Εßμαι Ýνας γλÜρος. Μου αρÝσει να πετþ, ßσως..."
-"ΤΖΟΝΑΘΑΝ"!
-"ΦτωχÝ μου, Φλετς. Μη πιστεýεις τι σου λÝνε τα μÜτια σου. ¼λα üσα σου δεßχνουν εßναι περιορισμüς. Κοßτα την κατανüησÞ σου, ανακÜλυψε αυτü που γνωρßζεις Þδη και θα βρεις τον τρüπο να πετÜξεις".
Η λÜμψη σταμÜτησε. Ο Τζüναθαν ΓλÜρος εßχε εξαφανιστεß μÝσα στον Üδειο αÝρα. ΜετÜ απü λßγο, ο ΦλÝτσερ μÜζεψε τις δυνÜμεις του και πÝταξε μαζß μ' Ýναν üμιλο μαθητþν, που ανυπομονοýσαν για το πρþτο τους μÜθημα.
-"Για ν' αρχßσουμε», εßπε βαρειÜ, "πρÝπει να καταλÜβετε πως Ýνας ΓλÜρος εßναι μια απεριüριστη ιδÝα ελευθερßας, μια εκüνα του ΜεγÜλου ΓλÜρου και πως üλο σας το σþμα, απü τη μια ως την Üλλη Üκρη των φτερþν σας, δεν εßναι παρÜ η ßδια σας η σκÝψη".
Οι νεαροß γλÜροι τον κοßταξαν με απορßα.
-"¸λα τþρα", σκÝφτηκαν, "αυτü που εßπες δε μοιÜζει για κανüνας τεχνικÞς πτÞσης".
Ο Φλετσερ αναστÝναξε και ξανÜρχισε.
-"Χμμ, πολý καλÜ", εßπε και τους κοßταξε εξεταστικÜ. "Ας αρχßσουμε απü την Επßπεδη ΠτÞση"! Και λÝγοντÜς το κατÜλαβε ξαφνικÜ πως ο φßλος του δεν Þταν περισσüτερο θεúκüς απü τον ΦλÝτσερ τον ßδιο. "¼χι üρια, Τζüναθαν" σκÝφτηκε. "ΚαλÜ λοιπüν. Δεν θ' αργÞσω κι εγþ να εμφανιστþ μες στον αÝρα στη δικÞ σου ακτÞ και να σου δεßξω κανα-δυü μυστικÜ για το πÝταγμα"!
Και παρ' üλο που προσπαθοýσε να φαßνεται πολý σοβαρüς στους μαθητÝς του, ο ΦλÝτσερ ΓλÜρος τους εßδε ξαφνικÜ üπως αληθινÜ Þσαν, για μια μüνο στιγμÞ. Κι αυτü που εßδε του Üρεσε. Κι ακüμη περισσüτερο, το αγÜπησε.
"¼χι üρια, Τζüναθαν"; σκÝφτηκε και χαμογÝλασε.
Ο αγþνας του για τη μÜθηση εßχεν αρχßσει.
Τ Ε Λ Ο Σ