ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

Tolstoy Leo Nikolaevich: Ëïãïôå÷íéêüò Ãßãáò Ôïõ ÂïññÜ


             Ο Τολστüι σε διÜφορες φÜσεις της ζωÞς του. Στη τελευταßα κι η Σüνυα

                                     Βιογραφικü

     Ο ΛÝο ΝικολÜγιεβιτς Τολστüι γεννÞθηκε στις 28 Αυγοýστου 1828 στο οικογενειακü κτÞμα τους, στη ΓιασνÜγια ΠολιÜνα (Yasnaya Polyana). Στα 2 του χρüνια χÜνει τη μητÝρα του κι Ýτσι δε μπορεß να διατηρÞσει απ' αυτÞ, καμιÜν ανÜμνηση. Τη μητρικÞ του φροντßδα, αναλαμβÜνει πλÝον η θεßα του. Στα 7 του, ο αδερφüς του ΝικολÜι του ξεφουρνßζει παραμýθι, πως Ýχει γρÜψει το μυστικü, για το πως να γßνουν üλοι οι Üνθρωποι ευτυχισμÝνοι, σ' Ýνα μικρü πρÜσινο ραβδß και πως το 'χει θÜψει κÜπου στο δÜσος του ΚαφκÜζ. Πολý αργüτερα, θα ζητÞσει ο ßδιος, να θαφτεß στο ßδιο μÝρος Þ Ýστω εκεß κÜπου κοντÜ.
     Το 1837 χÜνει τον πατÝρα του κατÜ τη διÜρκεια της μετακüμισÞς τους στη Μüσχα, που η οικογÝνεια εßχε νοικιÜσει σπßτι. Η θεßα πλÝον -αδερφÞ του πατÝρα του- αναλαμβÜνει εξ ολοκλÞρου τη κηδεμονßα του μικροý. Σýντομα χÜνει και τη γιαγιÜ του που την αγαποýσε πÜρα πολý κι αυτÝς οι τüσο πολλÝς και μεγÜλες απþλειες σε τüσο σýντομο χρονικü διÜστημα, τονε κÜνουνε να σκεφτεß πολý σοβαρÜ για την ευτυχßα και τον θÜνατο. Στα 16 του πεßθεται να ξεκινÞσει σπουδÝς σχεδüν με το ζüρι. ΑποτυγχÜνει τη πρþτη φορÜ να μπει στο ΠανεπιστÞμιο του ΚαζÜν, μα το κατορθþνει τη δεýτερη. Εßναι μÝτριος μαθητÞς. Την ßδια χρονιÜ, με την αρωγÞ του αδερφοý του, χÜνει τη παρθενιÜ του σ' Ýνα πορνεßο κι αυτü το συμβÜν, Ýτσι τραυματικÜ üπως συνÝβη, Ýχει μεγÜλην επßδραση πÜνω του, για üλη την υπüλοιπη ζωÞ του. ΛÝγεται πως ο νεαρüς ΛÝο, Ýκλαψε μετÜ τη πρÜξη.
     Τα χρüνια στο πανεπιστÞμιο Þτανε δýσκολα. ΠÞρε κÜμποσους μÞνες στη θεßα του να τονε πεßσει να δþσει εξετÜσεις. ΤελικÜ εκεß, ενδιαφÝρθηκε πιüτερο για τις ... κοινωνικÝς συναναστροφÝς και προεκτÜσεις, παρÜ για την ακαδημαúκÞ μüρφωσÞ του. Δυστυχþς γι' αυτüν üμως κι εκεß τα πρÜματα Þτανε δýσκολα. Τα δασþδη φρýδια, η μεγÜλη μýτη και τα μεγÜλα χεßλια του, σχηματßζαν Üσχημην οπτικÞν εικüνα και του προσδßδανε πολý βλοσυρü βλÝμμα. Στη ζωÞ του εßχε λιγοστοýς φßλους και λßγα ... κορßτσια. ΥπÞρξεν üμως εξαιρετικÜ ευφυÞς και μεγÜλος δημιουργüς.
     3 χρüνια μετÜ, παρατÜ το πανεπιστÞμιο, χωρßς να πÜρει πτυχßο κι επιστρÝφει στο 4.000 ακρ, κτÞμα τους στη ΓιασνÜγια ΠολιÜνα. Την ßδια χρονιÜ ξεκινÜ Ýνα μεγÜλο ταξßδι. Προς το τÝλος του ταξιδιοý βρßσκεται πÜλι στη Μüσχα κι εκεß εθßζεται στον τζüγο. Το 1849 πηγαßνει στην Αγßα Πετροýπολη για να δþσει εξετÜσεις στη νομικÞ, μα χÜνει εκεß στον τζüγο, Ýνα σεβαστü ποσü κι αναγκÜζεται να πουλÞσει μÝρος του πατρικοý κτÞματος, για να καλýψει το χρÝος. Την επüμενη χρονιÜ επιστρÝφει στη Μüσχα. Συνεχßζονται οι απþλειες συνεπεßα τζüγου. Αδυνατεß να ζÞσει τη ζωÞ που λαχταρÜ, αδυνατεß να ξεφýγει απü το πÜθος κι Ýτσι περνÜ τις νýχτες του πßνοντας και παßζοντας. ΠουλÜ τα δÜση του και το ρολüι του χεριοý του.



     Το 1952 μπαßνει στο στρατü και με τον αδερφü του Ντιμßτρι, μεταφÝρονται στον Καýκασο. ΞεκινÜ να γρÜφει τη "ΠαιδικÞ Ηλικßα". 2 χρüνια μετÜ, ολοκληρþνει το Ýργο του. Μαζß με τον αδερφü του μετατßθενται στη Σεβαστοýπολη κι εκεß πεθαßνει ο Ντιμßτρι απü φυματßωση, το 1856. Ο ΛÝο δοκιμÜζει ν' απελευθερþσει τους δουλοπαροßκους του μα κεßνοι καχýποπτοι αρνοýνται. Το 1859, επιστρÝφει στη πατρικÞ εναπομεßνασα γη και συνÜπτει σχÝση με μια παντρεμÝνη χωρικÞ, που του χαρßζει Ýνα γιο, τον Τßμοθι. Ιδρýει μια σχολÞ που εßναι ρυθμισμÝνη πÜνω στα δικÜ του παιδαγωγικÜ ιδεþδη. 3 χρüνια μετÜ, παντρεýεται τη Σüνυα Μπερς την οποßα Ýχει ερωτευτεß σφοδρÜ, ενþ κεßνη εßναι μüλις 17 (!) ετþν. ΜÝρος τοýτου του Ýρωτα, ανακλÜ σε μερικÜ σημεßα, στην "'Αννα ΚαρÝνινα".
     Τον Ιοýνιο του 1863 αποκτÜ Ýναν ακüμα γιο, απü τη Σüνυα τοýτη τη φορÜ. ΞεκινÜ να γρÜφει το "Πüλεμος & ΕιρÞνη". Την επüμενη χρονιÜ αποκτÜ τη πρþτη του κüρη, ΤÜνυα και 2 χρüνια μετÜ γεννιÝται ο τρßτος του γιος ºλια. Το 1869 τελειþνει το "Πüλεμος & ΕιρÞνη" -6 χρüνια απü τη στιγμÞ που το ξεκßνησε- κι αποκτÜ Ýνα γιο ακüμα τον ΛÝο. Το 1871 γεννιÝται το 5ο του παιδß, μια νÝα κüρη η Μαρßα κι Ýνα χρüνο μετÜ, ο νÝος γιος του ΠÝτια, μα τοýτος εßναι Üτυχος, πεθαßνει 18 μÞνες μετÜ τη γÝννα. Το 1873 ξεκινÜ να γρÜφει την "'Αννα ΚαρÝνινα". Στα επüμενα 2 χρüνια γεννιþνται ακüμα 2 παιδιÜ, με δεν επιζοýνε για πολý μετÜ τη γÝννα τους. Το 1877 ολοκληρþνει την "ΚαρÝνινα" κι αποκτÜ Ýναν ακüμα γιο, τον ΑντρÝι.



     Το 1878 αποφασßζει να βαφτιστεß χριστιανüς σ' ηλικßα 50 ετþν πια. Οι περισσüτεροι μελετητÝς του Ýργου του, το διαχωρßζουνε σε προ- και μετÜ- της αλλαγÞς της θρησκευτικÞς του πßστης. 3 χρüνια μετÜ αποκτÜ ακüμα Ýνα γιο, τον ΑλεξÝι και το 1884 μιαν ακüμα κüρη την ΑλεξÜνδρα. Το 1886 το ζεýγος θÜβει το 4ο παιδß του, καθþς ο μικρüς ΑλεξÝι πεθαßνει ξαφνικÜ. 2 χρüνια μετÜ αποκτοýνε τον ΙβÜν, το 12ο(!) και τελευταßο παιδß τους. Το 1891 σε μια κρßση ...επιχειρεß να χαρßσει τη γη του στους δουλοπαροßκους του, μα βρßσκει σθεναρÞ αντßσταση απü τη Σüνυα και τα παιδιÜ τους και συμφωνεß να φτιÜξει διαθÞκη, που θ' αφÞνει τη πατρικÞ περιουσßα σ' αυτοýς. Το 1895 χÜνει και τον ΙβÜν και το 1899 συναντÜ τη Λου ΣαλομÝ-ΑντρÝας και τον ποιητÞ ΡÜινερ-Μαρßα Ρßλκε.
     Το 1901 για ν' αναθερμÜνει το ενδιαφÝρον του λαοý προς την εκκλησßα, συντÜσσει Ýνα δικü του θρησκευτικü πρüτυπο και πολλοß τον ακλουθÜνε. Την επüμενη χρονιÜ προειδοποιεß τον τσÜρο για την επερχüμενην επανÜσταση, εκτüς κι αν ο τσÜρος λευτερþσει τη Ρωσßα. Το 1908 συντÜσσει μια νÝα διαθÞκη, πßσω απü τη πλÜτη της Σüνυα, που αφÞνει κληρονüμο στο Ýργο του κÜποιο φßλο του, τον ΤσÝρκοφ. Δυο χρüνια μετÜ, για να γλυτþσει την οργÞ της, προσπαθεß να διαφýγει με τραßνο μα αρρωσταßνει βαριÜ και κατεβαßνει αναγκαστικÜ σε κÜποιο χωριü, το ΑστÜποβο. Εκεß, λßγες μÝρες μετÜ πεθαßνει και θÜβεται κεß που 'χε ζητÞσει: στο πιθανü μÝρος üπου ο αδερφüς του ΝικολÜι εßχε... θÜψει το πρÜσινο μικρü ραβδÜκι με το γραμμÝνο μεγÜλο μυστικü της ευτυχßας των ανθρþπων. 'Ηταν 82 ετþν.


 
                                    Ο Τολστüι νεκρüς (1910)


==========================


                               
Ο Αλιüσα Το ΤσουκÜλι

     Ο Αλιüσα Þταν ο μικρüτερος αδερφüς. Τονε φþναζανε ΤσουκÜλι γιατß η μÜνα του τον Ýστειλε κÜποτε να πÜει Ýνα τσουκÜλι γÜλα στη γυναßκα του διÜκου κι αυτüς σκüνταψε κι Ýσπασε το τσουκÜλι. Η μÜνα του τον Ýδειρε και τα παιδιÜ Üρχισαν να τον πειρÜζουν «ΤσουκÜλι». Του 'μεινε απü τüτε το παρατσοýκλι «ο Αλιüσα το ΤσουκÜλι».

     Ο Αλιüσα Þταν αχαμνüς, ξερακιανüς, αφτιÜς, τ' αφτιÜ του πετοýσανε σα φτεροýγες κι η μýτη του Þταν μεγÜλη. Τα παιδιÜ τον κορüιδευαν: «Του Αλιüσα η μýτη ξεχωρßζει σαν την καλαμιÜ στον κÜμπο». Το χωριü εßχε σχολεßο, üμως ο Αλιüσα δεν Ýπαιρνε τα γρÜμματα και δεν εßχε και χρüνο για μαθÞματα. Ο μεγÜλος του αδερφüς Ýμενε και δοýλευε σ' Ýναν Ýμπορο στην πüλη κι ο Αλιüσα απü πολý μικρüς Üρχισε να βοηθÜ τον πατÝρα του. ¹ταν Ýξι χρονþν και με την αδερφοýλα του Ýβγαζε στη βοσκÞ τα πρüβατα και την αγελÜδα κι Þταν ακüμη αγορÜκι üταν Üρχισε να φυλÜγει τ' Üλογα μÝρα και νýχτα. Απü δþδεκα χρονþν üργωνε και κουβαλοýσε πρÜγματα με το κÜρο. Δεν Þταν δυνατüς, Þταν üμως επιδÝξιος. ΠÜντα Þταν εýθυμος. Τα παιδιÜ γελοýσαν μαζß του κι αυτüς πüτε γελοýσε πüτε σþπαινε. ¼ταν ο πατÝρας του τον μÜλωνε, αυτüς σþπαινε κι Üκουγε. Κι üταν τελεßωνε το μÜλωμα, χαμογελοýσε και ξανÜπιανε τη δουλειÜ που 'χε μüλις αφÞσει.

     Ο Αλιüσα Þτανε δεκαεννÝα χρονþν üταν πÞραν στρατιþτη τον αδερφü του. Κι ο πατÝρας του τον Ýβαλε να δουλÝψει στη θÝση του αδερφοý του, εργÜτης στον Ýμπορο. Δþσανε στον Αλιüσα τις παλιÝς μπüτες του αδερφοý του, το καπÝλο και το πανωφüρι του πατÝρα και τον πÞγαν στην πüλη. Ο Αλιüσα δε μποροýσε να μη χαßρεται με τα ροýχα αυτÜ μα ο Ýμπορος δυσαρεστÞθηκε απü την εμφÜνιση του Αλιüσα.

 -"Νüμισα πως θα μου 'στελνες κανονικü Üνθρωπο στη θÝση του Συμεþν", εßπε ο Ýμπορος κοιτÜζοντας τον Αλιüσα απü πÜνω ως κÜτω, "κι εσý μου φÝρνεις εδþ Ýνα μυξιÜρικο. Τι μπορεß να κÜνει τοýτος δω";

 -"Τα πÜντα μπορεß. Και να ζεýει και να τρÝχει δω κι εκεß και δουλεýει σα σκυλß, μüνο στην üψη μοιÜζει με καλÜμι, στη πραγματικüτητα εßναι üλος νεýρο".

 -"Μου φαßνεται πως αυτü θα το δω μüνος μου".

 -"Και το σπουδαßο εßναι πως δεν αντιμιλÜ. Δουλεýει με ζÞλο".
 -"Τß να σε κÜνω; 'ΑφησÝ τον".

     Κι ο Αλιüσα Üρχισε να μÝνει στον Ýμπορο. Η οικογÝνεια του εμπüρου δεν Þταν μεγÜλη: η νοικοκυρÜ, η γριÜ μÜνα του, ο μεγÜλος γιος, παντρεμÝνος, με στοιχειþδη μüρφωση, Þτανε στη δουλειÜ μαζß με τον πατÝρα του κι ο Üλλος γιος, μορφωμÝνος,

τελεßωσε το ΓυμνÜσιο και πÞγε στο ΠανεπιστÞμιο μα τον Ýδιωξαν απü κει και καθüτανε στο σπßτι κι ακüμα Þταν κι η κüρη, κοπελßτσα του Γυμνασßου.

     Στην αρχÞ ο Αλιüσα δεν τους Üρεσε. ΠαραÞταν χωριÜτης κι Üσχημα ντυμÝνος και τρüπους δεν εßχε, μιλοýσε σ' üλους στον ενικü. Μα σýντομα τονε συνÞθισαν. Τους υπηρετοýσε καλýτερα κι απü τον αδερφü του, δεν αντιμιλοýσε ποτÝ, τονε στÝλνανε σ' üλες τις δουλειÝς και τα 'κανε üλα πρüθυμα και γρÞγορα χωρßς να σταματÜ απü τη μια δουλειÜ στην Üλλη. Κι üπως στο σπßτι του, Ýτσι και στου εμπüρου, üλες οι δουλειÝς εßχανε πÝσει στον Αλιüσα. ¼σο πιο πολλÜ Ýκανε τüσο περισσüτερα του φüρτωναν. Η νοικοκυρÜ, η μÜνα του αφεντικοý, η κüρη του αφεντικοý, ο γιος του αφεντικοý, ο επιστÜτης, η μαγεßρισσα τονε στÝλναν μιαν εδþ και μιαν εκεß και τον Ýβαζαν να κÜνει μια το 'να μια τ' Üλλο. 'Ακουγες μüνο: «ΤρÝχα αδερφÝ» Þ «Αλιüσα, κανüνισε αυτü. Τι Ýγινε, Αλιüσα, ξÝχασες μÞπως; Κοßτα μην ξεχÜσεις, Αλιüσα». Κι ο Αλιüσα üλο Ýτρεχε, κανüνιζε, κοßταζε και δε ξεχνοýσε, κι üλα τα προλÜβαινε κι üλο χαμογελοýσε.

     Τις μπüτες του αδερφοý του γρÞγορα τις χÜλασε και το αφεντικü του τα 'ψÜλε που γυρνοýσε με τρýπιες μπüτες και τα δÜχτυλα Ýξω και τον πÞγε στο παζÜρι και τον Ýβαλε ν' αγορÜσει καινοýριες μπüτες. Οι μπüτες Þταν καινοýριες κι ο Αλιüσα τις χαιρüταν, üμως τα πüδια του Þταν τα παλιÜ και το βρÜδυ τον πονοýσαν απ' το τρÝξιμο και θýμωσε με τις μπüτες. Ο Αλιüσα φοβüταν μÞπως ο πατÝρας του θýμωνε üταν Ýρθει να πÜρει τα λεφτÜ επειδÞ ο Ýμπορος Ýκοψε απ' το μισθü του για να πληρþσει τις μπüτες.

     Το χειμþνα ο Αλιüσα σηκωνüταν προτοý φÝξει, Ýκοβε τα κοýτσουρα, μετÜ σκοýπιζε την αυλÞ, τÜιζε τη γελÜδα, πüτιζε τ' Üλογα. ΜετÜ Üναβε τη φωτιÜ, καθÜριζε τις μπüτες, τα ροýχα των αφεντικþν, Üναβε τα σαμοβÜρια, τα καθÜριζε, μετÜ τονε φþναζεν ο επιστÜτης για να βγÜλει το εμπüρευμα εßτε η μαγεßρισσα τον Ýβαζε να ζυμþσει Þ να πλýνει τις κατσαρüλες. ΜετÜ τον Ýστελναν στην πüλη για να πÜει Ýνα σημεßωμα σε κÜποιον Þ για να πÜει τη κüρη του αφεντικοý στο ΓυμνÜσιο Þ για ν' αγορÜσει καντηλüλαδο για τη γριÜ. «Ποý χÜνεσαι, ανÜθεμÜ σε;», του λÝγανε πüτε ο Ýνας πüτε ο Üλλος. «Γιατß να πÜτε οι ßδιοι, θα τρÝξει ο Αλιüσα. Αλιüσκα! Ε, Αλιüσκα!» κι ο Αλιüσα Ýτρεχε.

     ¸τρωγε πρωινü στο πüδι και σπÜνια προλÜβαινε να δειπνÞσει με τους Üλλους. Η μαγεßρισσα τον Ýβριζε που 'τρεχε παντοý, üμως τονε λυπüτανε κιüλας και του Üφηνε ζεστü φαγητü το μεσημÝρι και το βρÜδυ. Ιδιαßτερα πολλÞ δουλειÜ Ýπεφτε κοντÜ στις γιορτÝς και μες στις γιορτÝς. Ο Αλιüσα χαιρüταν με τις γιορτÝς πολý, γιατß του δßνανε χαρτζιλßκι, αν και λßγο -εßχε μαζÝψει εξÞντα καπßκια-, üμως παρολαυτÜ Þτανε τα δικÜ του χρÞματα και μποροýσε να τα ξοδÝψει üπως Þθελε. Τον μισθü του δε τον Ýβλεπε στα μÜτια του. Ο πατÝρας ερχüταν, Ýπαιρνε απü τον Ýμπορο τα χρÞματα και μüνο γκρßνιαζε στον Αλιüσα για το πüσο γρÞγορα χαλÜ τις μπüτες του. 'Οταν μÜζεψε δυο ροýβλια απü τα λεφτÜ του χαρτζιλικιοý αγüρασε, üπως τον εßχε συμβουλÝψει η μαγεßρισσα, μια κüκκινη πλεχτÞ ζακÝτα κι üταν τη φüρεσε δε μποροýσε να πÜψει να χαμογελÜ απü ικανοποßηση.

     Ο Αλιüσα μιλοýσε λßγο, πÜντα κοφτÜ κι απüτομα κι üταν του δßναν εντολÞ να κÜνει κÜτι Þ τονε ρωτοýσαν αν μπορεß να κÜνει το 'να Þ τ' Üλλο, τüτε πÜντα και χωρßς δισταγμü Ýλεγε:
 -"¼λα μποροýν να γßνουνε". Και τα 'κανε
στη στιγμÞ.

     ΠροσευχÝς δεν Þξερε καθüλου. ΑυτÝς που του 'χε διδÜξει η μÜνα του τις εßχε üλες ξεχÜσει μα παρολαυτÜ προσευχüτανε πρωß-βρÜδυ, προσευχüταν με τα χÝρια, Ýκανε το σταυρü του.

     ¸τσι Ýζησε ο Αλιüσα ενÜμιση χρüνο και ξÜφνου, το δεýτερο μισü του δεýτερου χρüνου, του συνÝβη το πιο ασυνÞθιστο γεγονüς της ζωÞς του. Το γεγονüς συνßστατο στο üτι με μεγÜλη του Ýκπληξη Ýμαθε πως εκτüς απü τις σχÝσεις που προκýπτουν μεταξý των ανθρþπων λüγω ανÜγκης υπÜρχουν κι Üλλες σχÝσεις, εντελþς ιδιαßτερες, που δε χρειÜζεται να καθαρßσεις τις μπüτες κÜποιου Þ να κουβαλÞσεις δÝματα Þ να ζÝψεις τ' Üλογο, αλλÜ σχÝσεις τÝτοιες που παρüλο που δεν Ýχεις την ανÜγκη του Üλλου ανθρþπου χρειÜζεται να τον υπηρετεßς, να τον χαúδεýεις και πως ο ßδιος ο Αλιüσα εßναι Ýνας τÝτοιος Üνθρωπος. Αυτü το 'μαθε απü τη μαγεßρισσα την Ουστßνια.
     Η
Ουστßνια Þταν ορφανÞ, νÝα, και δοýλευε σαν κι αυτüν. 'Αρχισε να λυπÜται τον Αλιüσα κι ο Αλιüσα αισθÜνθηκε για πρþτη φορÜ πως κÜποιος Üνθρωπος Ýχει την ανÜγκη αυτοý του ßδιου κι üχι της υπηρεσßας που προσφÝρει. ¼ταν τον λυπüταν η μÜνα του δεν το παρατηροýσε, του φαινüταν πως Ýτσι Ýπρεπε να 'ναι, πως εßναι σαν να λυπÜται ο ßδιος τον εαυτü του. Εßδε üμως τþρα ξαφνικÜ πως η Ουστßνια, που εßναι μια τελεßως ξÝνη, τονε λυπÜται και του αφÞνει στο τσουκÜλι χυλü με βοýτυρο κι üταν αυτüς το τρþει, κεßνη, στηρßζοντας το πηγοýνι της με το ξεμανßκωτο χÝρι της, κÜθεται και τον κοιτÜ. Κι üταν αυτüς σηκþσει το βλÝμμα προς το μÝρος της, εκεßνη γελÜ και γελÜ κι αυτüς.

     Αυτü Þταν κÜτι τüσο καινοýριο και παρÜξενο που ο Αλιüσα στην αρχÞ τρüμαξε. ¸νιωσε πως αυτü τον εμποδßζει να υπηρετεß üπως υπηρετοýσε. ¼μως, παρολαυτÜ, Þτανε χαροýμενος κι üταν κοιτοýσε το παντελüνι του, που του το 'χε καρυκþσει κεßνη, κουνοýσε το κεφÜλι και χαμογελοýσε. ΣυχνÜ την þρα της δουλειÜς Þ στο δρüμο θυμüταν την Ουστßνια κι Ýλεγε: «Αχ, ναι Ουστßνια!» Η Ουστßνια τονε βοηθοýσε üπου μποροýσε κι αυτüς βοηθοýσε κεßνη. Του διηγüτανε τη μοßρα της, πως Ýμεινε ορφανÞ, πως τη πÞρε η θεßα της, πως τη δþσανε στη πüλη, πως ο γιος του εμπüρου εßχε προσπαθÞσει να τη πεßσει για κÜτι ανοησßες και πως αυτÞ τον Ýβαλε στη θÝση του. Της Üρεσε να διηγεßται κι αυτüς ευχαριστιüταν που την Üκουγε. Εßχε πÜρει τ' αφτß του πως στις πüλεις συχνÜ συμβαßνει κÜποιοι χωρικοß που δουλεýουν εργÜτες να παντρεýονται μαγεßρισσες. Μια φορÜ τον εßχε ρωτÞσει αν σκοπεýουν να τονε παντρÝψουνε γρÞγορα. ΑπÜντησε πως δε ξÝρει και πως δε θÝλει να παντρευτεß στο χωριü.

 -"¸χεις βÜλει στο μÜτι καμιÜ;" τονε ρþτησε κεßνη.

 -"ΕσÝνα θα σε παντρευüμουνα. ΔÝχεσαι";

 -"Για δες το τσουκÜλι πþς τα καταφÝρνει ν' απαντÜ" εßπε κεßνη και του 'δωσε Ýνα χτýπημα στη πλÜτη. "Γιατß να μη δÝχομαι";

     Τις απüκριες ο γÝρος Þρθε στη πüλη για τα λεφτÜ. Η γυναßκα του εμπüρου εßχε μÜθει πως ο Αλιüσα σκÝφτεται να παντρευτεß την Ουστßνια κι αυτü δεν της Üρεσε, «Θα μεßνει Ýγκυος και τι θα τη κÜνουμε με το μωρü» σκÝφτηκε. Το 'πε στον Üντρα της. Το αφεντικü Ýδωσε τα χρÞματα στον πατÝρα του Αλιüσα.

 -"Τι νÝα; ΚαλÜ τα πÜει ο δικüς μου;" ρþτησε ο χωρικüς. "Σου το 'πα πως δεν αντιμιλÜ".

 -"Δεν αντιμιλÜ μα σκÝφτεται ανοησßες. ΣκÝφτεται να παντρευτεß τη μαγεßρισσα. Κι εγþ δε σκοπεýω να κρατÞσω παντρεμÝνους. Δε μας βολεýει".

 -"Χαζüς εßναι, χαζüς! Τß του πÝρασε απ' το μυαλü;" εßπεν ο πατÝρας. "Μη σε νοιÜζει, θα του πω να τ' αφÞσει αυτÜ". ΠÞγε στην κουζßνα ο πατÝρας και κÜθισε στο τραπÝζι να περιμÝνει το γιο του. Ο Αλιüσα Ýτρεχε Ýξω για θελÞματα και γýρισε λαχανιασμÝνος. "Εγþ νüμισα πως ξÝρεις το δρüμο σου κι εσÝνα τß σου πÝρασε απ' το μυαλü;" του 'πεν ο πατÝρας.

 -"ΕμÝνα; Τßποτα".

 -"Πþς τßποτα; ΘÝλησες να παντρευτεßς. Θα σε παντρÝψω üποτε θα 'ναι καιρüς, θα σε παντρÝψω μ' αυτÞ που πρÝπει κι üχι με μια πüρνη απü τη πüλη". Ο πατÝρας εßπε πολλÜ. Ο Αλιüσα στεκüταν και κοντανÜσαινε. 'Οταν ο πατÝρας τελεßωσε, ο Αλιüσα χαμογÝλασε.

 -"Και τß Ýγινε λοιπüν; Δε θα το συνεχßσω".

 -"¸τσι μπρÜβο". 'Οταν ο πατÝρας Ýφυγε κι Ýμεινε μüνος του με την Ουστßνια (κεßνη στεκüτανε πßσω απü τη πüρτα κι Üκουγε τι Ýλεγε ο πατÝρας στο γιο του) της εßπε: "Η δουλειÜ μας δε προχωρÜ, δε θα γßνει. 'Ακουσες; ¸γινε Ýξω φρενþν, δε μ' αφÞνει". Κεßνη Üρχισε να κλαßει πÜνω στη ποδιÜ της, χωρßς να μιλÜ. Ο Αλιüσα Ýκανε: "Τς τς τς. Πþς να μην υπακοýσω; Εßναι φανερü πως πρÝπει να τ' αφÞσουμε".
     Το βρÜδυ, üταν η γυναßκα του εμπüρου τονε φþναξε
να κλεßσει τα παντζοýρια, του 'πε:

 -"Τß Ýγινε, Üκουσες τον πατÝρα σου ν' αφÞσεις τις ανοησßες";

 -"Φαßνεται πως τις Üφησα", εßπε ο Αλιüσα, γÝλασε κι ýστερα Ýβαλε τα κλÜματα.

Απü τüτε ο Αλιüσα δεν ξαναμßλησε στην Ουστßνια για γÜμο και ζοýσε üπως πριν.

     Τη ΣαρακοστÞ, ο επιστÜτης τον Ýβαλε να καθαρßσει τη σκεπÞ απü τα χιüνια. Αυτüς σκαρφÜλωσε στη σκεπÞ, τη καθÜρισε κι Üρχισε μετÜ να σπÜζει τον πÜγο απü τα λοýκια. Τα πüδια του üμως γλυστρÞσανε κι Ýπεσε με το φτυÜρι. ΑλλÜ για κακÞ του τýχη δεν Ýπεσε στο χιüνι μα στη σιδερÝνια οροφÞ της εξþπορτας. Η Ουστßνια κι η κüρη του εμπüρου τρÝξανε κοντÜ του.

 -"Χτýπησες, Αλιüσα";

 -"Ε, χτýπησα, εντÜξει". ΘÝλησε να σηκωθεß μα δεν μπüρεσε κι Üρχισε να χαμογελÜ. Τονε κουβÜλησανε στο σπßτι του φýλακα. ¹ρθε ο βοηθüς του γιατροý, τον εξÝτασε και τον ρþτησε ποý πονÜ. "Παντοý πονÜ αλλÜ εντÜξει. Μüνο μη θυμþσει ο νοικοκýρης. ΠρÝπει να το μÜθει ο μπαμπÜς μου".

     ¸μεινε ξαπλωμÝνος δυο εικοσιτετρÜωρα ο Αλιüσα και τη τρßτη μÝρα φωνÜξανε τον παπÜ.

 -"Τß Ýγινε, δε πιστεýω να σκοπεýεις να πεθÜνεις;" ρþτησε η Ουστßνια.

 -"Και τß Ýγινε; ¸τσι κι αλλιþς, μÞπως θα ζÞσουμε; ΑργÜ Þ γρÞγορα θα γßνει", εßπεν ο Αλιüσα μιλþντας γρÞγορα üπως πÜντα. "Σε 'φχαριστþ Ουστιοýσα που με λυπüσουνα. Να λοιπüν που 'τανε καλýτερα που δε μας Üφησαν να παντρευτοýμε τελικÜ, γιατß δε θα οδηγοýσε πουθενÜ. Τþρα üλα πÞγαν καλÜ".

     ΠροσευχÞθηκε μαζß με τον παπÜ, üμως μüνο με τα χÝρια και τη καρδιÜ. Στη καρδιÜ του πßστευε πως üπως εßναι δω καλÜ üταν υπακοýς και δε πληγþνεις κανÝναν Ýτσι θα 'ναι κι εκεß καλÜ.

     Μιλοýσε λßγο. Ζητοýσε μüνο να πιει νερü κι Ýδειχνε να ξαφνιÜζεται με κÜτι.

     ΞαφνιÜστηκε με κÜτι, τεντþθηκε και πÝθανε.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers