Βιογραφικü
Ο ΤσÝζαρε ΠαβÝζε Þταν Ιταλüς ποιητÞς, μυθιστοριογρÜφος, λογοτεχνικüς κριτικüς, μεταφραστÞς και συγκαταλÝγεται μες στους σημαντικüτερους συγγραφεßς του 20οý αιþνα στη χþρα του.
ΓεννÞθηκε στο Santo Stefano Belbo, στην επαρχßα Cuneo, στις 9 ΣεπτÝμβρη 1908. ¹τανε το χωριü που κι ο πατÝρας του γεννÞθηκε και ποý η οικογÝνεια επÝστρεφε για καλοκαιρινÝς διακοπÝς κÜθ' Ýτος. Ξεκßνησε τη στοιχειþδη εκπαßδευση στο San Stefano Belbo, αλλÜ το υπüλοιπο της εκπαßδευσÞς του Þτανε στο Τορßνο. Νεαρüς Ýδειξεν ιδιαßτερο ενδιαφÝρον για την αγγλικÞ λογοτεχνßα κι ανÜλαβε στο ΠανεπιστÞμιο του Τορßνο, διατριβÞ για τη ποßηση του Walt Whitman και μετÝφρασε Αμερικανοýς και Βρεττανοýς συγγραφεßς, που 'ταν νεοεμφανιζüμενοι στο ιταλικü κοινü.
Φανατικüς αντιφασßστας, συνελÞφθη το 1935 και καταδικÜστηκε για κατοχÞ επιστολþν απü πολιτικü κρατοýμενο. ΜετÜ μερικοýς μÞνες στη φυλακÞ, εστÜλη στο Confino, εξüριστος στη Nüτια Ιταλßα, συνÞθης καταδßκη για ενüχους μικρþν πολιτικþν εγκλημÜτων. Ο Carlo Levi, επßσης απü το Τορßνο -συγγραφÝας του "Ο Χριστüς ΣταμÜτησε Στο ¸μπολι"-, εστÜλη ομοßως στο Confino. 1 χρüνο μετÜ επÝστρεψε στο Τορßνο κι εργÜστηκε για τον αριστερü εκδüτη Einaudi, ως συντÜκτης και μεταφραστÞς. ¹τανε στη Ρþμη üταν κλÞθηκε απü το φασιστικü στρατü, αλλÜ λüγω του Üσθματüς του πÝρασε 6 μÞνες σε στρατιωτικü νοσοκομεßο.
¼ταν επÝστρεψε στο Τορßνο, τα γερμανικÜ στρατεýματα καταλÜβανε τις οδοýς κι οι περισσüτεροι απü τους φßλους του εßχανε φýγει για ν' αντισταθοýν ως αντÜρτες. Φυγαδεýτηκε στους λüφους γýρω απü το Serralunga Di Crea, κοντÜ στο Casale Monferrato και δε πÞρε μÝρος σε καμμιÜν Ýνοπλη προσπÜθεια που 'γινε σε κεßνη τη περιοχÞ. ΜετÜ τον πüλεμο προσχþρησε στο ΚΚΙ κι εργÜστηκε στην εφημερßδα L' Unita. Προς το τÝλος της ζωÞς του, επισκÝφτηκε συχνÜ το Langhe, περιοχÞ που γεννÞθηκε, üπου βρÞκε μεγÜλη παρηγοριÜ. Εντοýτοις, ερωτικÞ απογοÞτευση (Constance Dowling) και πολιτικÞ απομυθοποßηση, τον οδÞγησανε στην αυτοκτονßα, απü υπερβολικÞ δüση βαρβιτουρικþν, στις 27 Αυγοýστου 1950, Ýτος που κÝρδισε το Βραβεßο Strega για το "La Bella Estate", που περιλÜμβανε 3 νουβÝλες: "La Tenda" (1940), "Il Diavolo Sulle Colline" (1948) και "Tra Donne Sole" (1949).
Πρþτη δημοσιευμÝνη δουλειÜ του Þταν "Η ΔουλειÜ ΚουρÜζει" (Lavorare Stanca) το 1936. (ακολουθεß παρακÜτω).Το περιστατικü της αυτοκτονßας του, που 'γινε σ' Ýνα δωμÜτιο ξενοδοχεßου, περιγρÜφεται στη τελευταßα σκηνÞ του "Tra Donne Sole", το προτελευταßο βιβλßο του. Τελευταßο Þτανε το: "La Luna Ε Ι Falο", που δημοσßευσε στην Ιταλßα το 1950 και μετÝφρασε στ' αγγλικÜ ως "ΦεγγÜρι & ΦωτιÜ".
Χαρακτηριστικüς πρωταγωνιστÞς στο Ýργο του, εßναι ο μοναχικüς Üντρας, -εßτε εξ επιλογÞς, εßτε λüγω περιστÜσεων. Οι σχÝσεις του με τους Üντρες και τις γυναßκες τεßνουν να 'ναι προσωρινÝς κι επιφανειακÝς. Μπορεß να επιθυμÞσει να 'χει περισσüτερη αλληλεγγýη με τους Üλλους ανθρþπους, αλλÜ καταλÞγει συχνÜ προδομÝνος απü ιδανικÜ κι απü φßλους.
Το Langhe, η περιοχÞ που περνοýσε τις καλοκαιρινÝς διακοπÝς του ως αγüρι, εßχε μεγÜλην επßδραση πÜνω του. Εßναι χωριü γεμÜτο λüφους κι αμπελþνες, μια περιοχÞ που αισθÜνθηκε κυριολεκτικÜ σα σπßτι του, αλλ' αναγνþριζε τις σκληρÝς και βασανιστικÝς συνθÞκες διαβßωσης των φτωχþν αγροτþν, για να μπορÝσουνε να βγÜλουνε τα προς το ζειν, απü τη γη. ΠολλÝς στρατιωτικÝς επιχειρÞσεις Ýλαβαν χþρα στη περιοχÞ, μεταξý Γερμανþν και παρτιζÜνων. Αυτü ο τüπος Ýχει γßνει μÝρος της προσωπικÞς μυθολογßας του.
=========================
Η ΔουλειÜ ΚουρÜζει
οι θαλασσες του νοτου
(στον Α. Μüντι)
ΠερπατÜμε Ýνα βρÜδυ στη πλαγιÜ ενüς λüφου σιωπηλÜ. Στη σκιÜ του δειλινοý που προχωροýσε, ο ξÜδερφüς μου φαντÜζει σα γßγας ντυμÝνος στα λευκÜ, που προχωρÜ Þρεμος, ηλιοκαμÝνος στο πρüσωπο, σιωπηλüς . Η σιωπÞ εßναι αρετÞ μας. ΚÜποιος πρüγονüς μας Þτανε σßγουρα λιγομßλητος -Ýνας Üντρας ανÜμεσα σ' ηλßθιους Þ Ýνας θλιμμÝνος ανüητος- για να μας διδÜξει τÝτοια σιωπÞ. Ο ξÜδερφüς μου μßλησε απüψε. Με ρþτησε αν θ' ανÝβαινα μαζß του στη κορφÞ, απ' üπου τις ξÜστερες νýχτες, ο μακρινüς φÜρος του Τορßνο, καθρεφτßζεται στον ουρανü.
-"Συ που μÝνεις Τορßνο...", εßπε "...Ýχεις δßκιο. Tη ζωÞ πρÝπει να τη ζÞσουμε μακρυÜ απü το χωριü: προκüβεις, χαßρεσαι και μετÜ, üταν επιστρÝφεις, σαν εμÝνα στα σαρÜντα σου τα πÜντα Ýχουν αλλÜξει. Οι ΛÜγκε δε χÜνονται".
ΜιλÜ τη διÜλεκτο αργÜ, που üπως οι πÝτρες αυτοý του λüφου, εßναι τüσο τραχιÜ και σκληρÞ που εßκοσι χρüνια ιδιωμÜτων και διαφορετικþν ωκεανþν δε την αλλÜξανε. ΠερπατÜ στην ανηφüρα ανÞσυχος με σκληρü βλÝμμα που θυμÜμαι απü παιδß να 'χουν οι αγρüτες, üταν εßναι λιγÜκι κουρασμÝνοι. Εßκοσι χρüνια ταξßδεψε στον κüσμο. ¹μουνα παιδß üταν Ýφυγε, σ' αγκαλιÝς γυναικþν και τον εßχανε για νεκρü. 'Ακουσα μετÜ να μιλÜνε γι' αυτüν οι γυναßκες, üπως στα παραμýθια μερικÝς φορÝς, üμως οι Üντρες τον ξÝχασαν.
¸να χειμþνα στον πατÝρα μου, που 'χεν Þδη πεθÜνει, Ýφτασε μια κÜρτα μ' Ýνα μεγÜλο πρÜσινο γραμματüσημο, με καρÜβια σ' Ýνα λιμÜνι κι ευχÝς για καλü τρýγο. ¹ταν μεγÜλη Ýκπληξη, αλλÜ ο μικρüς που 'χε πια μεγαλþσει, εξÞγησε με ζÞλο πως η κÜρτα ερχüταν απü Ýνα νησß που το λÝγανε Τασμανßα, που τη κυκλþνει γαλÜζια θÜλασσα, Üγρια με καρχαρßες, στον Ειρηνικü, νüτια της Αυστραλßας και πρüσθεσε πως ο ξÜδερφος χωρßς αμφιβολßα ψÜρευε μαργαριτÜρια. Και ξεκüλλησε το γραμματüσημο. ΚαθÝνας εßπε τη γνþμη του, αλλÜ üλοι συμπÝραινανε πως, αν δεν Þταν νεκρüς, σýντομα θα πÝθαινε. Κατüπιν τονε ξεχÜσανε και πÝρασε πολýς καιρüς.
Ω! απü πüτε Ýχω να παßξω τους πειρατÝς της Μαλαισßας, πüσος καιρüς πÝρασε. Απü τη τελευταßα φορÜ που κατÝβηκα να βουτÞξω σε κεßνο το θανÜσιμο σημεßο
ακολουθþντας Ýνα παιδß που παßζαμε μαζß κι ανÝβηκα πÜνω σ' Ýνα δÝντρο σπÜζοντÜς τα ωραßα του κλαδιÜ, χτυπþντας το κεφÜλι πÜνω σ' Ýναν αντßπαλο, πüση ζωÞ πÝρασε. 'Αλλες μÝρες, Üλλα παιχνßδια, Üλλα τινÜγματα του αßματος μπροστÜ σε πιο ýπουλους αντιπÜλους: τις σκÝψεις και τα üνειρα. Η πüλη με δßδαξε ατελεßωτο φüβο. ¸να πλÞθος, Ýνας δρüμος με κÜναν να τρÝμω, μερικÝς φορÝς Ýνα βλÝμμα βγαλμÝνο απü Ýνα πρüσωπο. Ακüμα νιþθουν τα μÜτια μου το περιπαικτικü φως απ' τα χιλιÜδες λαμπιüνια που παßζουνε στο σýρσιμο των ποδιþν.
Ο ξÜδερφüς μου επÝστρεψε στο τÝλος του πολÝμου, γßγας, ανÜμεσα σε νÜνους. Και με χρÞματα. Οι συγγενεßς λÝγανε σιγÜ:
-"Σ' Ýνα χρüνο το πολý θα τα 'χει φÜει üλα και θα περιπλανιÝται πÜλι. ¸τσι πεθαßνουν οι απελπισμÝνοι".
O ξÜδερφüς μου με το αποφασιστικü πρüσωπο αγüρασε στο χωριü Ýνα ισüγειο και το μετÝτρεψε σε τσιμεντÝνιο γκαρÜζ με μια λαμπερÞ χρωματιστÞ αντλßα για να δßνει βενζßνη και πÜνω στη στροφÞ, στο γεφýρι, Ýστησε μια μεγÜλη διαφημιστικÞ πινακßδα. ¸βαλε κει Ýνα μηχανικü για να παßρνει το χρÞμα κι αυτüς γýρισε üλους τους λüφους, καπνßζοντας. Στο μεταξý παντρεýτηκε μια κοπÝλα απü το χωριü αδýνατη και ξανθιÜ üπως οι ξÝνες, που θα 'χε βÝβαια συναντÞσει σ' Üλλους τüπους. ¼μως βγÞκε και πÜλι μüνος του. ΝτυμÝνος στα λευκÜ, με τα χÝρια πßσω απü τη πλÜτη, με ηλιοκαμÝνο πρüσωπο. Το πρωß γýριζε στα πανηγýρια και με πονηρü ýφος παζÜρευε Üλογα. ΜετÜ μου εξÞγησε, üταν το σχÝδιο ναυÜγησε, πως ο σκοπüς του Þταν ν' απομακρýνει üλα τα ζþα απü τη κοιλÜδα και ν' αναγκÜσει τον καθÝνα ν' αγορÜσει μηχανÝς απ' αυτüν.
-"¼μως" Ýλεγε, "το πιο χοντρü ζþο απ' üλα, Þμουν εγþ που το σκÝφτηκα. ¸πρεπε να το ξÝρω πως εδþ Üνθρωποι και βüδια εßναι üλοι τους μια ρÜτσα".
ΠερπατÜμε πÜνω απü μισÞ þρα. Η κορφÞ εßναι κοντÜ και συνεχþς μεγαλþνει γýρω μας το θρüισμα και το σφýριγμα του ανÝμου. Ο ξÜδερφüς μου σταματÜ ξÜφνου και γυρνþντας μου λÝει:
-"ΦÝτος θα γρÜψω στην πινακßδα: -Το Σαν ΣτÝφανο Þταν πÜντα πρþτο στις γιορτÝς της κοιλÜδας του ΜπÝλμπο- κι ας λÝνε αυτοß απ' το ΚανÝλι". ΜετÜ ξαναπÞρε την ανηφüρα. ¸ν Üρωμα απü χþμα κι αÝρα μας τυλßγει στο σκοτÜδι, κÜποιο μακρινü φως, αγροικßες, αυτοκßνητα που μüλις ακοýγονται κι εγþ σκÝφτομαι τη δýναμη που μου 'δωσεν αυτüς ο Üνθρωπος τραβþντας την απü τη θÜλασσα, απü τις μακρινÝς χþρες, απ' αυτÞ την ησυχßα που διαρκεß.
Ο ξÜδερφüς μου δε μιλÜ για τα περασμÝνα ταξßδια. ΛÝει ξερÜ πως Þταν σ' αυτü Þ στο Üλλο μÝρος και σκÝφτεται τις μηχανÝς του. Μüνον Ýνα üνειρο απüμεινε στο αßμα του: Ταξßδευε κÜποτε üταν Þτανε θερμαστÞς σ' Ýνα ολλανδικü ψαρÜδικο κι εßδε να πετÜνε τα βαριÜ καμÜκια στον Þλιο, εßδε να φεýγουνε φÜλαινες ανÜμεσα σ' αφροýς απü αßμα, να τις κυνηγÜ και να σηκþνουνε τις ουρÝς και να παλεýουν με τα καμÜκια.
Μου το αναφÝρει καμιÜ φορÜ. ΑλλÜ üταν του λÝω πως εßναι τυχερüς που 'δε την αυγÞ στα πιο üμορφα νησιÜ της γης, στη θýμηση χαμογελÜ κι αποκρßνεται πως ο Þλιος ανÜτειλε την þρα που η μÝρα Þτανε γρια γι' αυτοýς.
7-19 ΣεπτÝμβρη-ΝοÝμβρη 1930
προγονοι
ΣαστισμÝνος απü τον κüσμο, Ýφτασα στην ηλικßα που Ýριχνα μεγÜλες γροθιÝς στον αÝρα κι Ýκλαιγα μονÜχος μου. Εßναι μικρÞ χαρÜ ν' ακοýς τις κουβÝντες των αντρþν και των γυναικþν χωρßς να ξÝρεις να απαντÞσεις. ¼μως κι αυτÞ η εποχÞ πÝρασε. Δεν εßμαι πια μüνος κι αν δε ξÝρω να πω, ξÝρω να το κÜνω λιγÜκι. ΒρÞκα φßλους βρßσκοντας τον εαυτü μου. ΑνακÜλυψα üτι πριν να γεννηθþ, Ýζησα πÜντα με σκληροýς Üντρες, αφεντικÜ του εαυτοý τους και κανεßς δεν Þξερε τι να πει κι üλοι Þτανε σιωπηλοß.
Δυο κουνιÜδοι Üνοιξαν Ýνα μαγαζß -η πρþτη τýχη της οικογÝνειÜς μας- κι ο ξενομερßτης Þτανε σοβαρüς, συμφεροντολüγος, αμεßλικτος, μικροπρεπÞς: μια γυναßκα. Ο Üλλος Üντρας, ο δικüς μας Üντρας, στο μαγαζß συνÞθιζε να διαβÜζει μυθιστορÞματα -στο χωριü αυτü Þταν αρκετü- κι οι πελÜτες που μπαßναν ακοýγαν να απαντÜ μ' απüτομες κουβÝντες üτι η ζÜχαρη και τ' αλÜτι εßχαν εξαντληθεß. Αργüτερα λοιπüν αυτüς ο δικüς μας Üντρας βοÞθησε τον κουνιÜδο που χρεωκüπησε.
Το να σκÝφτομαι αυτüν τον κüσμο νιþθω πιο δυνατüς απü το να κοιτþ στον καθρÝφτη σηκþνοντας τις πλÜτες, σουφρþνοντας τα χεßλη σε μεγαλοπρεπÝς χαμüγελο. ¸νας απü τους παπποýδες μου Ýζησε, πολý καιρü πριν, εξαπατÞθηκε απü Ýνα συγχωριανü του και τüτε αυτüς Ýσκαψε το αμπÝλι -κατακαλüκαιρα- για να δει τη δουλειÜ να γßνεται καλÜ. ¸τσι Ýζησα πÜντα κι Ýχω πÜντα τßμιο πρüσωπο πληρþνοντας τοις μετρητοßς.
Στην οικογÝνειÜ μας οι γυναßκες δεν υπολογßζονται. ΘÝλω να πω, πως οι δικÝς μας γυναßκες μÝνουνε σπßτι και μας φÝρνουνε στον κüσμο και δεν μιλÜνε δεν υπολογßζονται διüλου και δε τις θυμüμαστε. ΚÜθε γυναßκα μας ενσταλÜζει στο αßμα κÜτι καινοýριο, αλλÜ üλες σκοτþνονται στη δουλειÜ και μεις, Ýτσι ανανεωμÝνοι εßμαστε οι μüνοι που αντÝχουν. Εßμαστε γεμÜτοι ελαττþματα, ιδιοτροπßες και φüβους -εμεßς, οι Üνδρες, οι πατερÜδες- κÜποιος σκοτþθηκε, ποτÝ δεν γνωρßσαμε ντροπÞ, δεν υπÞρξαμε ποτÝ γυναßκες, ποτÝ δοýλοι σε κανÝνα.
ΒρÞκα μια γη βρßσκοντας τους συντρüφους, μια κακÞ γη, που εßναι προνüμιο να μη κÜνεις απολýτως τßποτα και να ονειρεýεσαι το μÝλλον. Γιατß η δουλειÜ δεν εßναι αρκετÜ καλÞ για τους φßλους μου και μÝνα. Εμεßς ξÝρουμε να τσακιζüμαστε απü τον κüπο, αλλÜ το πιο μεγÜλο üνειρο των γονιþν μου Þτανε πÜντα να μη κÜνουνε τßποτα, σα τους μÜγκες.
ΓεννηθÞκαμε για να περιπλανιüμαστε πÜνω σ' αυτοýς τους λüφους δßχως γυναßκες βÜζοντας τα χÝρια πßσω απ' τη πλÜτη.
'Ανοιξη 1932
χαμενος κοσμος
ΠÜρα πολý θÜλασσα. Εßδαμε πολý θÜλασσα. ΑργÜ το σοýρουπο που το νερü απλþνεται Üτονο και ξεθωριασμÝνο στο τßποτα, ο φßλος μου το κοιτÜ επßμονα, εγþ κοιτþ το φßλο μου και κανεßς δε μιλÜ. Το βρÜδυ καταλÞγουμε στο βÜθος μιας ταβÝρνας μες στους καπνοýς μüνοι μας, να πßνουμε παρÝα. Ο φßλος μου Ýχει τα üνειρα του (εßναι λιγÜκι μονüτονα τα üνειρα, στο βουητü της θÜλασσας) üπου το νερü ανÜμεσα στα νησιÜ δεν εßναι παρÜ ο καθρÝπτης των λüφων που 'ναι διÜστικτοι απü καταρρÜκτες κι αγριολοýλουδα. Το κρασß του εßναι σαν τα üνειρÜ του. ΒλÝπει, κοιτþντας το ποτÞρι, ν' ανεβαßνει πρÜσινους λüφους στη πεδιÜδα της θÜλασσας. Οι λüφοι μου αρÝσουνε και τον αφÞνω να μιλÜ για τη θÜλασσα -το νερü εßναι τüσο διÜφανο που φαßνονται τα βüτσαλα.
ΒλÝπω μüνο λüφους και μου γεμßζουνε τον ουρανü και τη γη με τις σταθερÝς γραμμÝς των μακρινþν και κοντινþν πλαγιþν. Μüνον οι δικοß μου εßναι Üγριοι κι αυλακωμÝνοι με κουρασμÝνα αμπÝλια πÜνω στη καμÝνη γη. Ο φßλος τους δÝχεται και τους θÝλει ντυμÝνους στα λουλοýδια και στ' Üγρια φροýτα για ν' ανακαλýψει γελþντας, κορßτσια πιο γυμνÜ απü τα φροýτα. Αυτü δεν εßναι απαραßτητο: στα πιο σκληρÜ üνειρÜ μου δε λεßπει το χαμüγελο.
Αν αýριο το πρωß πηγαßναμε προς τους λüφους, θα μποροýσαμε να συναντÞσουμε στ' αμπÝλια κÜποια μελαχρινÞ, ηλιοκαμÝνη κοπÝλα και πιÜνοντας κουβÝντα, να φÜμε λßγα απü τα σταφýλια της.
1933
δυο τσιγαρα
ΚÜθε βρÜδυ εßναι λευτεριÜ. ΚοιτÜς τις αντανακλÜσεις της ασφÜλτου πÜνω στους δρüμους που ανοßγουνε διÜπλατα, λÜμποντας στον Üνεμο. ΚÜθε περαστικüς Ýχει Ýνα πρüσωπο και μιαν ιστορßα. Αλλ' αυτÞ την þρα δεν υπÜρχει πλÝον κοýραση: τα χιλιÜδες λαμπιüνια εßναι üλα για üποιο δε μπορεß ν' ανÜψει Ýνα σπßρτο. Η φλογßτσα σβÞνει στο πρüσωπο της γυναßκας που μου ζÞτησε το σπßρτο. Ο αÝρας σβÞνει τη φλüγα. ΑπογοητευμÝνη η γυναßκα μοý ζητÜ Ýν Üλλο που σβÞνει κι αυτü: η γυναßκα γελÜ σιγανÜ.
Εδþ μποροýμε να μιλÜμε φωναχτÜ και να φωνÜζουμε, αφοý κανεßς δε μας ακοýει. Σηκþνουμε τα μÜτια στα πολλÜ παρÜθυρα -μÜτια σβηστÜ που κοιμοýνται- και περιμÝνουμε. Η γυναßκα σφßγγει τις πλÜτες και παραπονιÝται πως Ýχασε τη χρωματιστÞ της εσÜρπα που τη ζÝσταινε τη νýχτα. Αλλ' αρκεß να γεßρουμε στη γωνιÜ κι ο αγÝρας δεν εßναι πλÝον παρÜ Ýνα φýσημα. ΠÜνω στη κατεστραμμÝνη Üσφαλτο υπÜρχει Þδη Ýνα αποτσßγαρο. ΑυτÞ η σÜρπα Þρθε απü το Ρßο, αλλÜ η γυναßκα λÝει πως εßναι χαροýμενη που την Ýχασε, γιατß συνÜντησε μÝνα. Αν η σÜρπα Þρθε απü το Ρßο, πÝρασε τη νýχτα πÜνω απü τον φωτισμÝνο ωκεανü με το μεγÜλο υπερωκεÜνιο. ΒÝβαια, νýχτες μ' αγÝρα σα κι αυτÞ. Εßναι το δþρο ενüς ναýτη του. Ο ναýτης δεν υπÜρχει πλÝον. Η γυναßκα μου λÝει σιγÜ πως αν ανÝβω μαζß της, θα μου δεßξει το πορτραßτο του με τα σγουρÜ μαλλιÜ και μαυρισμÝνον απü τον Þλιο. Ταξßδευε πÜνω σε βρþμικα βαπüρια και καθÜριζε τις μηχανÝς: εγþ εßμαι πιο ωραßος.
ΠÜνω στην Üσφαλτο υπÜρχουν δυο αποτσßγαρα. ΚοιτÜμε στον ουρανü: Το παρÜθυρο κει ψηλÜ -μου δεßχνει με το δÜχτυλο η γυναßκα- εßναι το δικü μας. ΑλλÜ κει πÜνω δεν υπÜρχει θερμÜστρα. Τη νýχτα πßσω απü τα βαπüρια που περνÜνε, λÜμπουνε λßγα φþτα Þ μüνο τ' αστÝρια. ΠιασμÝνοι αλαμπρατσÝτα διασχßζουμε την Üσφαλτο, παßζοντας για να ζεσταθοýμε.
1933
μιαν εποχη
ΚÜποτε το σþμα αυτÞς της γυναßκας Þτανε σφιχτü, νÝα σÜρκα: üταν Þταν Ýγκυος, κρυβüτανε και μελαγχολοýσε μoνÜχη της. Δεν της Üρεσε να βγαßνει Üσχημη στο δρüμο. Τον υπüλοιπο καιρü (Þταν νÝα και χωρßς να το θÝλει Ýκανε πολλÜ παιδιÜ) περνοýσε στο δρüμο με σßγουρο βÞμα κι Þξερε να χαßρεται κÜθε λεπτü. Τα φορÝματα ανεμßζανε τα βρÜδια του ΜÜρτη και στριμþχνονταν και κυματßζανε γýρω απü τις γυναßκες που διαβαßνανε. Το γυναικεßο της κορμß κινιüτανε σßγουρο στον αγÝρα που 'σβηνε, αφÞνοντÜς το ακßνητο. Δεν εßχε τßποτε Üλλο καλü πÜνω της παρÜ κεßνο το κορμß, που τþρα εßναι εξαντλημÝνο απü τα τüσα παιδιÜ.
Τα βρÜδια με τον αγÝρα απλþνεται, μια μυρωδιÜ υγρασßας, η μυρωδιÜ που 'χε το σþμα üπως τüτε που Þταν νÝα κÜτω απü κεßνα τα ροýχα. Γεýση νοτισμÝνου χþματος, που κÜθε ΜÜρτη επιστρÝφει. Ακüμη και κει που στη πüλη δεν υπÜρχουνε δρüμοι και δε φτÜνει με τον Þλιο η ανÜσα του αγÝρα, το κορμß της ζοýσε, αναδßδοντας αναστατωμÝνους χυμοýς ανÜμεσα στους πÝτρινους τοßχους. Με τα χρüνια κι αυτÞ που 'χε ταÀσει Üλλα σþματα, τσακßστηκε και λýγισε. Δεν εßναι ωραßο να τη κοιτÜς, Ýχασε κÜθε δýναμη· αλλÜ, απü τα πολλÜ της παιδιÜ, μια κüρη γυρßζει για να περÜσει το βρÜδυ, απü τους δρüμους και να δεßξει στον Üνεμο κÜτω απü τα δÝντρα, το σþμα της που ζει, φρÝσκο και δυνατü. ΥπÜρχει ακüμη κι Ýνας γιος που γυρνÜ και ξÝρει να στÝκεται μüνος και να διασκεδÜζει μüνος. Του αρÝσει να κοιτÜ τις αντανακλÜσεις στα παρÜθυρα, ευχαριστημÝνος, για τον τρüπο που κρατÜ αγκαζÝ τη κοπÝλα του. Του αρÝσει, παßζοντας με τα μπρÜτσα, να τη πλησιÜζει, αυτÞ ν' αντιστÝκεται κι αυτüς να τη φιλÜ στο λαιμü. ΠÜνω απ' üλα του αρÝσει, αφüτου Ýκανε Ýρωτα με τη γυναßκα αυτÞ να την αφÞνει να μελαγχολεß κι αυτüς να γυρνÜ στον εαυτü του. ¸ν αγκÜλιασμα τον κÜνει μüνο να γελÜ, Ýνας γιος θα τον Ýκανε να θυμþσει.
Το κορßτσι το ξÝρει κι εßναι Ýτοιμη να κρýψει την Üσχημη κοιλιÜ, üμως χαßρεται μαζß του και θαυμÜζει τη δýναμη κεßνου του κορμιοý που χρειÜζεται για να κÜνει τüσα Üλλα πρÜγματα.
1933
atlantic oil
Ο μεθυσμÝνος μηχανικüς εßναι ευτυχισμÝνος, πεσμÝνος σ' Ýνα χαντÜκι. Το βρÜδυ απü τη ταβÝρνα, σε πÝντε λεπτÜ μÝσα απü το λιβÜδι κÜποιος εßναι σπßτι: αλλÜ πριν, υπÜρχει η φρεσκÜδα του χορταριοý για να φχαριστηθεß κι ο μηχανικüς κοιμÜται μÝχρι να 'ρθει η αυγÞ. Δßπλα, στο λιβÜδι, υψþθηκε η κοκκινüμαυρη πινακßδα: üποιος πλησιÜζει πολý, δε μπορεß να τη διαβÜσει, γιατß εßναι μεγÜλη. ΑυτÞ την þρα εßναι ακüμα νοτισμÝνη απü τη δροσιÜ. Ο δρüμος τη μÝρα, τη σκεπÜζει με σκüνη, üπως σκεπÜζει τα βÜτα. Ο μηχανικüς κÜτω, σαλεýει στον ýπνο του. Απüλυτη σιωπÞ. Σε λßγο στη θαλπωρÞ του Þλιου, θα περÜσουνε τ' αυτοκßνητα χωρßς σταματημü, ξυπνþντας τη σκüνη. Απρüσμενα στη κορφÞ του λüφου, επιβραδýνουνε λιγÜκι και μετÜ ρßχνονται προς τα κÜτω απü την στροφÞ. ΚÜποιο σταματÜ στη σκüνη, μπρος στο γκαρÜζ για να βÜλει βενζßνη.
Οι μηχανικοß το πρωß, θα 'ναι λιγÜκι ζαλισμÝνοι καθισμÝνοι πÜνω στα μπιτüνια, περιμÝνοντας για δουλειÜ. Εßναι ωραßο να περνÜς το πρωß καθισμÝνος στη σκιÜ. Εδþ η βρþμα των λαδιþν ανακατεýεται, με τη μυρωδιÜ του πρÜσινου, του καπνοý και του κρασιοý κι η δουλειÜ Ýρχεται να τους βρει ακριβþς στη πüρτα τους. Πüτε-πüτε γßνεται κÜτι για να γελÜσουνε: χωριÜτισσες που περνÜνε και κατηγορÜνε, για τα ζþα και για τα φοβισμÝνα κορßτσια, το γκαρÜζ για τη κßνηση· χωριÜτες που λοξοκοιτÜζουν. Ο καθεßς τους, κÜθε τüσο, κατεβαßνει στα γρÞγορα στο Τορßνο και γυρßζει πιο Üδειος. ΜετÜ ανÜμεσα στα γÝλια και στο ποýλημα της βενζßνης, κÜποιος σταματÜ: αυτÜ τα χωρÜφια, να τα κοιτÜς μüνον, εßναι γεμÜτα σκüνη απü το δρüμο κι αν κÜθεσαι στο χορτÜρι η σκüνη φεýγει.
ΑνÜμεσα στις πλαγιÝς υπÜρχει πÜντα Ýνα αμπÝλι που αρÝσει σ' üλες τις Üλλες:
κι η ιστορßα θα τελειþσει üταν ο μηχανικüς παντρευτεß το αμπÝλι που του αρÝσει και τη κοπÝλα που αγαπÜ. Θα βγει να σκÜψει κÜτω απü τον Þλιο και θα γυρßσει με το σβÝρκο μαυρισμÝνο και θα πιει το κρασß του, που το 'στιψε τις νýχτες του φθινοπþρου, στο υπüγειο.
Το βρÜδυ περνÜν αυτοκßνητα ,αλλÜ πολý πιο Þσυχα, τüσο που δε ξυπνÞσανε τον μεθυσμÝνο που κοιμÜται στο χαντÜκι. Τοýτη τη νýχτα η κßνηση δε σηκþνει πολý σκüνη. Στο φως των φαναριþν μπορεßς να δεις καθαρÜ τη πινακßδα στο λιβÜδι, πÜνω στη στροφÞ.
Την αυγÞ τ' αυτοκßνητα κινοýνται προσεχτικÜ και δεν ακοýγεται θüρυβος, παρÜ μüνο το δροσερü αερÜκι. Και φτÜνοντας στη κορφÞ, χÜνονται στη πεδιÜδα, καθþς βυθßζονται στο σκοτÜδι.
1933
η δουλεια κουραζει
Το πÝρασμα ενüς δρüμου για να το σκÜσει απü το σπßτι, εßναι κÜτι που το κÜνει μüνον Ýν αγüρι, αλλ' αυτüς ο Üντρας που γυρνÜ üλη μÝρα στους δρüμους, δεν εßναι πια Ýν αγüρι και δε το σκÜει απü το σπßτι. ΥπÜρχουνε καλοκαιρινÜ απογεýματα που ακüμα κι οι πλατεßες εßναι Üδειες, απλωμÝνες κÜτω απü τον Þλιο που γÝρνει κι αυτüς ο Üντρας που φτÜνει απü μια λεωφüρο ανþφελων δÝντρων, σταματÜ.
Αξßζει τον κüπο να 'σαι μüνος, για να 'σαι πÜντα πιüτερο μüνος; Αν το μüνο που κÜνεις εßναι να περιπλανιÝσαι στους δρüμους και τις πλατεßες, θα τους βρßσκεις πÜντα Üδειους. ΠρÝπει να σταματÞσεις μια γυναßκα να της μιλÞσεις και ν' αποφασßσεις να ζÞσετε μαζß. ΔιαφορετικÜ, κÜποιος μιλÜ μüνος του. Γι' αυτü μερικÝς φορÝς τη νýχτα στο σκοτÜδι, Ýνας μεθυσμÝνος μιλÜ στον κüσμο και τους διηγεßται τα σχÝδια μιας ολÜκερης ζωÞς.
Δεν εßναι σßγουρο üτι περιμÝνοντας στην Ýρημη πλατεßα, θ' ανταμþσεις κÜποιον, αλλÜ üποιος γυρνÜ στους δρüμους κÜθε τüσο σταματÜ. Αν Þτανε δυο, γυρνþντας στους δρüμους, το σπßτι θα 'ταν εκεß που βρισκüταν εκεßνη η γυναßκα και θ' Üξιζε τον κüπο.
Τη νýχτα η πλατεßα επιστρÝφει Ýρημη κι αυτüς ο Üντρας, που περνÜ, δε βλÝπει τα σπßτια ανÜμεσα στ' ανþφελα φþτα, δε σηκþνει πια τα μÜτια: ακοýει, μüνο το λιθüστρωτο, που το φτιÜξαν Üλλοι Üνθρωποι με ροζιασμÝνα χÝρια, üπως τα δικÜ του. Δεν εßναι σωστü να μÝνει κανεßς στην Ýρημη πλατεßα. Θα περÜσει βÝβαια κεßνη η γυναßκα απü το δρüμο που με προσευχÝς, θα 'θελε να δημιουργÞσει οικογÝνεια.
1934
οδυσσεας
Εßναι Ýνας απογοητευμÝνος γÝρος, γιατß γÝννησε το γιο του πολý αργÜ. ΚοιτÜζονται κÜθε τüσο στα μÜτια μα κÜποτε Ýφτανε Ýνα χαστοýκι. Ο γÝρος βγαßνει Ýξω και γυρßζει με το γιο του που σφßγγει τη πλÜτη και δε σηκþνει πια τα μÜτια. Τþρα ο γÝρος κÜθεται ως αργÜ τη νýχτα, μπρος σ' Ýνα μεγÜλο παρÜθυρο, αλλÜ κανεßς δεν Ýρχεται κι ο δρüμος εßναι Ýρημος. ΣÞμερα το πρωß το αγüρι το 'σκασε και θα επιστρÝψει απüψε. Θα γελÜ ειρωνικÜ. Σε κανÝνα δε θα θÝλει να πει αν Ýφαγε Þ üχι το μεσημÝρι. ºσως θα 'χει τα μÜτια του κουρασμÝνα και θα πÜει στο κρεβÜτι σιωπηλüς: δυο λασπωμÝνες αρβýλες.
¾στερα απü Ýνα μÞνα βροχÞς το πρωινü Þτανε γαλÜζιο. ¸να πικρü Üρωμα φýλλων χýνεται απü το ανοιχτü παρÜθυρο. ¼μως ο γÝρος δε κουνιÝται στο σκοτÜδι, δεν Ýχει ýπνο το βρÜδυ και θα 'θελε να κοιμηθεß για να τα ξεχÜσει üλα, üπως κÜποτε üταν επÝστρεφε μετ' απü μακρινÞ πορεßα. ΚÜποτε για να ζεσταθεß, φþναζε και χτυπιüτανε μüνος του. Το αγüρι που θα γυρßσει σε λßγο, δε δÝχεται πια τα χαστοýκια. Το αγüρι αρχßζει να γßνεται Üντρας και κÜθε μÝρα κÜτι ανακαλýπτει και δε μιλÜ σε κανÝνα. Δεν υπÜρχει τßποτα στο δρüμο που να μη το γνωρßζει καθισμÝνος σ' αυτü το παρÜθυρο. ¼μως το αγüρι περπατÜ στο δρüμο üλη τη μÝρα. Δε ψÜχνει για γυναßκες, üχι ακüμα, οýτε παßζει με τα χþματα. ΚÜθε φορÜ επιστρÝφει.
Το αγüρι Ýχει τον τρüπο του να βγαßνει απü το σπßτι, που üποιος μÝνει μÝσα, νιþθει üτι δε μπορεß να κÜνει πλÝον τßποτα.
1935
γυναικες του παθους
Οι κοπÝλες το γλυκοχÜραμα, κατεβαßνουνε στο νερü üταν η θÜλασσα απλωμÝνη ησυχÜζει. Στο δÜσος το κÜθε φýλο ανασκιρτÜ ενþ δισταχτικÝς προβÜλλουνε πÜνω στην αμμουδιÜ και κÜθονται στην ακρογιαλιÜ. Ο αφρüς κÜνει τα δικÜ του ζωηρÜ παιχνßδια. Οι κοπÝλες φοβοýνται τα φýκια που 'ναι θαμμÝνα κÜτω απü τους ßσκιους, που τους αρπÜζουν τα πüδια και τις πλÜτες, üταν το σþμα εßναι γυμνü. ΒιαστικÝς ανεβαßνουνε στην ακτÞ και φωνÜζουνε τα ονüματÜ τους, κοιτþντας τριγýρω. Ακüμη κι οι σκιÝς στο βυθü της θÜλασσας, στο σκοτÜδι, εßναι τερÜστιες και φαßνονται να κινοýνται διστακτικÝς, αβÝβαιες, σα να γοητεýονται απü τα σþματα που περνÜνε.
Το δÜσος εßναι Ýνα Þσυχο καταφýγιο, στον Þλιο που γÝρνει, αλλ' αρÝσει στις μελαχρινÝς κοπÝλες να κÜθονται στο ýπαιθρο, στο σεντüνι. ΚÜθονται üλες σταυροπüδι σφßγγοντας το σεντüνι στα πüδια και κοιτÜνε την απÝραντη θÜλασσα, üπως Ýνα λιβÜδι το χÜραμα. Μια τους θα τολμοýσε να ξαπλþσει γυμνÞ σ' Ýνα λιβÜδι; Απü τη θÜλασσα θ' αναπηδοýσανε τα φýκια, που ακουμπÜνε τα πüδια, για ν' αρπÜξουνε ξαφνικÜ και να τυλßξουνε σφιχτÜ το σþμα που τρÝμει.
ΥπÜρχουν μÜτια στη θÜλασσα που κÜποιες φορÝς λÜμπουν. Η Üγνωστη κεßνη ξÝνη, που τη νýχτα κολυμποýσε μüνη και γυμνÞ στο σκοτÜδι üταν Üλλαζε το φεγγÜρι, χÜθηκε μια νýχτα και δε θα γυρßσει ποτÝ πια.
¹ταν ψηλÞ και θα 'πρεπε να 'ναι λευκÞ εκτυφλωτικÞ, Ýτσι üπως τη προφτÜσανε τα μÜτια μες απü της θÜλασσας τα βÜθη.
15 Αυγοýστου 1935
η πουτανα αγροτισσα
Ο απÝναντι τοßχος γýρω απü την αυλÞ Ýχει συχνÜ μιαν αντανÜκλαση ενüς μικροý Þλιου που θυμßζει τον αχυρþνα. Και το δωμÜτιο, ακατÜστατο κι Ýρημο στο πρωινü, üταν το κορμß ξυπνÜ, γνωρßζει τη μυρωδιÜ του πρþτου αδÝξιου αρþματος. Ακüμα και το σþμα, μπερδεμÝνο στο σεντüνι εßναι το ßδιο των πρþτων χρüνων, που η καρδιÜ χüρευε ανακαλýπτοντας. Τþρα κεßνη ξυπνÜ μüνη, στο κÜλεσμα του πρωινοý, τις πρþτες þρες κι αναδýεται στο βαρý μισοσκüταδο, η εγκατÜλειψη ενüς Üλλου ξυπνÞματος: ο αχυρþνας της παιδικÞς ηλικßας κι η βαριÜ κοýραση του ζεστοý Þλιου που λÜμπει στ' αδιÜφορο Üνοιγμα της πüρτας. ¸ν Üρωμα πüτιζε απαλÜ το συνηθισμÝνο ιδρþτα των μαλλιþν και τα ζþα το νιþθανε. ΚρυφÜ, το σþμα χαιρüτανε το γλυκü χÜδι του Þλιου σα να 'ταν μια επαφÞ.
Τþρα στην εγκατÜλειψη του Üδειου κρεβατιοý, τα πüδια της εßναι αδýναμα κι εξασθενημÝνα. ΚοντÜ, κοντüχοντρα πüδια, σα του μικροý κοριτσιοý. Το Üπειρο κοριτσÜκι μýριζε το Üρωμα του καπνοý και του Üχυρου τρÝμοντας στο εφÞμερο
Üγγιγμα του Üντρα: της Üρεσε να παßζει. ΜερικÝς φορÝς Ýπαιζε ξαπλωμÝνη με τον Üντρα μες στο Üχυρο, αλλÜ ο Üντρας δε μýριζε τα μαλλιÜ: ¸ψαχνε μες στο Üχυρο τα σφιγμÝνα πüδια της πιÝζοντας με τον τρüπο που 'κανε ο πατÝρας της. Το Üρωμα Þτανε λουλοýδια πεταμÝνα πÜνω στους βρÜχους.
Τþρα, καθþς ξυπνÜ αργÜ απü τον ýπνο, συνεχßζει να επιστρÝφει απü το παρελθüν αυτÞ η χαλασμÝνη μυρωδιÜ των λουλουδιþν, του αχυρþνα και του Þλιου. Δεν υπÜρχει Üντρας που να ξÝρει τ' απαλü χÜδι κεßνης της στυφÞς ανÜμνησης. Δεν υπÜρχει Üντρας που να βλÝπει πÝρ' απü το ξαπλωμÝνο σþμα, κεßνη τη παιδικÞ ηλικßα που πÝρασε μες στη πιο αδÝξια λαχτÜρα.
11-15 ΝοÝμβρη 1937
το ενστικτο
Ο γÝρος Üνδρας, απογοητευμÝνος απ' üλα, στÝκεται στο κατþφλι του σπιτιοý του στον αδýναμο Þλιο, κοιτÜ το σκýλο και τη σκýλα ν' ακολουθÜνε το Ýνστικτü τους. Στο φαφοýτικο στüμα του κυνηγιοýνται μýγες. Η γυναßκα του Ýχει πεθÜνει απü καιρü. Κι αυτÞ σαν üλες τις σκýλες δεν Þθελε να ξÝρει τßποτε γι' αυτÜ, αλλÜ εßχε το Ýνστικτο. Ο γÝρος Üνδρας αισθανüτανε -δεν Þταν ακüμη φαφοýτης- η νýχτα ερχüτανε, πÝφτανε στο κρεβÜτι. ¹ταν ωραßο το Ýνστικτο.
Αυτü που αρÝσει στο σκυλß εßναι η μεγÜλη λευτεριÜ. Απü το πρωß ως το βρÜδυ γυρßζει στους δρüμους· μερικÝς φορÝς τρþει, μερικÝς φορÝς κοιμÜται, μερικÝς φορÝς καβαλÜ τις σκýλες. Δε περιμÝνει μÝχρι το βρÜδυ. ΣκÝφτεται üπως μυρßζει κι οι μυρωδιÝς που νιþθει εßναι δικÝς του.
Ο γÝρος Üντρας θυμÜται πως μια φορÜ που 'κανε Ýρωτα σα σκυλß σ' Ýνα χωρÜφι με σιτÜρι. Δε ξÝρει πια με ποια σκýλα, αλλÜ θυμÜται τον μεγÜλο Þλιο και τον ιδρþτα και την επιθυμßα να μη σταματÞσει ποτÝ. ¹ταν üπως στο κρεβÜτι. Αν γινüτανε και πÜλι νÝος, θα 'θελε να το κÜνει πÜντα σ' Ýνα χωρÜφι με σιτÜρι.
Μια γυναßκα κατεβαßνει στο δρüμο και σταματÜ για να κοιτÜξει· ο παπÜς περνÜ και γυρßζει. Στη δημüσια πλατεßα μπορεßς να κÜνεις οτιδÞποτε. Ακüμη κι η γυναßκα, που ντρÝπεται να γυρßσει για να κοιτÜξει τον Üντρα, σταματÜ.
Μüνον Ýν αγüρι δεν αφÞνει το παιχνßδι και τους πετροβολÜ. Ο γÝρος Üντρας θυμþνει.
ΓενÜρης 1936
πατροτητα
'Αντρας μüνος αντßκρυ στην ανþφελη θÜλασσα, περιμÝνοντας το βρÜδυ, περιμÝνοντας το πρωß. Τα παιδιÜ παßζουν, μα ο Üντρας αυτüς θα 'θελε να 'χει Ýνα παιδß και να το βλÝπει να παßζει. ΜεγÜλα σýννεφα φτιÜχνουν Ýνα παλÜτι στο νερü που κÜθε μÝρα καταστρÝφεται και ξαναγßνεται και βÜφει τα παιδιÜ στο πρüσωπο. ΠÜντα θα υπÜρχει η θÜλασσα. Το πρωινü πληγþνει. Σ' αυτÞ την υγρÞ αμμουδιÜ σÝρνεται ο Þλιος, πιασμÝνος σε δßχτυα και σε πÝτρες.
Βγαßνει ο Üντρας στον θολü Þλιο και περπατÜ κατÜ μÞκος της θÜλασσας. Δε κοιτÜ τους μουσκεμÝνους υγροýς αφροýς που βρÝχουνε την ακτÞ και δεν ησυχÜζουνε πια ποτÝ. ΑυτÞ την þρα τα μωρÜ λαγοκοιμοýνται ακüμα στη θαλπωρÞ του κρεβατιοý. ΑυτÞ την þρα λαγοκοιμÜται στο κρεβÜτι μια γυναßκα, που θα 'κανε Ýρωτα αν δεν Þταν μονÜχη της. Ο Üντρας γδýνεται αργÜ και γυμνüς üπως κι η γυναßκα που λεßπει, κατεβαßνει στη θÜλασσα.
Κατüπιν τη νýχτα, που η θÜλασσα ξεθυμαßνει, ακοýει το μεγÜλο κενü που υπÜρχει κÜτω απü τα αστÝρια. Τα παιδιÜ μες στα κοκκινισμÝνα σπßτια σκουντουφλÜνε απü τη νýστα και κÜποιο κλαßει. Ο Üντρας, κουρασμÝνος απü την αναμονÞ, σηκþνει τα μÜτια στ' Üστρα που δε νιþθουνε τßποτα.
ΥπÜρχουνε γυναßκες που αυτÞ την þρα ξεντýνουν Ýνα παιδß και το κοιμßζουν. ΥπÜρχει κÜποια σ' Ýνα κρεβÜτι αγκαλιασμÝνη μ' Ýναν Üντρα. Απü το σκοτεινü παρÜθυρο μπαßνει Ýνα βραχνü λαχÜνιασμα που κανεßς δεν ακοýει, παρÜ μüνον ο Üντρας που ξÝρει üλη την ανßα της θÜλασσας.
Οκτþβρης 1935
το πρωινο αστερι
Ο μοναχικüς Üντρας σηκþνεται üταν η θÜλασσα εßναι ακüμα σκοτεινÞ και τ Üστρα τρεμοπαßζουν. Μια θαλπωρÞ αναπνοÞς σηκþνεται απü την ακρογιαλιÜ, που εßναι το κρεβÜτι της θÜλασσας και γλυκαßνει την ανÜσα. ΑυτÞ εßναι η þρα που τßποτα δε πρüκειται να συμβεß. Ακüμη κι η πßπα ανÜμεσα στα δüντια κρÝμεται σβηστÞ. Νυχτερινüς εßναι κι ο σιγανüς παφλασμüς.
Ο μοναχικüς Üντρας Üναψε Þδη μια μεγÜλη φωτιÜ απü κλαδιÜ και τη κοιτÜ που κοκκινßζει το χþμα. Ακüμα κι η θÜλασσα σε λßγο θα 'ναι σα τη φωτιÜ, πυρακτωμÝνη. Δεν υπÜρχει τßποτα πιο πικρü απü την αυγÞ μιας μÝρας κατÜ την οποßα τßποτα δε θα συμβεß. Δεν υπÜρχει τßποτα πιο πικρü απü το ανþφελο. Στον ουρανü κρÝμεται κουρασμÝνο Ýνα χλωμü αστÝρι, σαστισμÝνο απü την αυγÞ. ΒλÝπει τη θÜλασσα να 'ναι ακüμα σκοτεινÞ και τη κηλßδα της φωτιÜς üπου ο Üντρας, για να κÜνει κÜτι, ζεσταßνεται και πÝφτει να κοιμηθεß ανÜμεσα στα σκοτεινÜ βουνÜ, που υπÜρχει Ýνα κρεβÜτι απü χιüνι. Το αργü πÝρασμα της þρας εßναι αδßστακτο για κεßνον που δε περιμÝνει πλÝον τßποτα.
Αξßζει τον κüπο να σηκωθεß ο Þλιος απü τη θÜλασσα και να ξεκινÞσει η ατÝλειωτη μÝρα; Αýριο θα ξανÜρθει η αδιÜφορη αυγÞ με το διÜφανο φως και θα 'ναι πÜλι üπως χτες και τßποτα δε θα συμβεß .
Ο μοναχικüς Üντρας θα 'θελε μονÜχα να κοιμηθεß.
¼ταν το τελευταßο αστÝρι θα σβÞσει στον ουρανü, ο Üντρας ετοιμÜζει αργÜ-αργÜ τη πßπα του και την ανÜβει.
9-12 ΓενÜρη 1936
-------------------------------------------------------------------------------------------
Cesare Pavese
"Lavorare Stanca" (1936)
Μετ: ΓιÜννης Η. ΠαππÜς
-------------------------------------------------------------------------------------------
Ο ΘÜνατος Θα 'Ρθει Και Θα 'Χει Τα ΜÜτια Σου
Ο θÜνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μÜτια σου
ο θÜνατος που 'ναι μαζß μας
απ' το πρωß ως το βρÜδυ, ξÜγρυπνος,
Üφωνος σα τη παλιÜ τýψη
Þ κÜποιο πÜθος ανüητο.
Τα μÜτια σου θα 'ναι μια μÜταιη λÝξη,
μια πνιγμÝνη κραυγÞ, μια σιωπÞ.
Σαν κι αυτÞ που κÜθε πρωß
βλÝπεις, üταν σκýβεις μονÜχη
πÜνω απ' τον καθρÝφτη.
Ω αγαπημÝνη ελπßδα,
κεßνη τη μÝρα που κι οι δυο θα μÜθουμε
πως εßσαι ζωÞ και τßποτα.
Ο θÜνατος Ýχει Ýνα βλÝμμα για üλους.
Ο θÜνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μÜτια σου.
Θα 'ναι σα να παρατÜς Ýνα πÜθος,
σα να βλÝπεις Ýνα νεκρü πρüσωπο
ν' αναδýεται απ' τον καθρÝφτη,
σα ν' ακοýς χεßλη κλειστÜ να μιλÜνε.
Θα κατÝβουμε στην Üβυσσο βουβοß.
Οι ΓÜτες Θα Το ΞÝρουν
Ακüμα θα πÝφτει η βροχÞ
Στα γλυκÜ σου λιθüστρωτα
Μια σιγανÞ βροχÞ
Σαν φýσημα Þ σαν βηματισμüς.
Ακüμα η αýρα κι η αυγÞ
Θ’ ανθßζουν απαλÜ
Σαν κÜτω απü το βÞμα σου
¼ταν εσý θα επιστρÝφεις.
ΑνÜμεσα στα λουλοýδια
και τα παρÜθυρα
Οι γÜτες θα το ξÝρουν.
Θα υπÜρξουν Üλλες μÝρες
Θα υπÜρξουν Üλλες φωνÝς.
Θα χαμογελÜς μονÜχη σου.
Οι γÜτες θα το ξÝρουν.
Θ’ ακοýς λÝξεις παλιÝς
ΛÝξεις κουρασμÝνες και Üδειες
¼πως τα παρατημÝνα ροýχα
Της χθεσινÞς γιορτÞς.
Θα κÜνεις κι εσý χειρονομßες
Θα απαντÜς με λÝξεις-
Πρüσωπο της Üνοιξης
Θα κÜνεις κι εσý χειρονομßες.
Οι γÜτες θα το ξÝρουν
Πρüσωπο της Üνοιξης
Κι η σιγανÞ βροχÞ
Η αυγÞ με χρþματα υακßνθων
Που την καρδιÜ ξεσχßζουν
Εκεßνου που δεν ελπßζει πια σε σÝνα
Εßναι το λυπημÝνο χαμüγελο
Που χαμογελÜς μονÜχη σου.
Θα υπÜρξουν Üλλες μÝρες
¢λλες φωνÝς και ξυπνÞματα.
Θα υποφÝρουμε την αυγÞ
Πρüσωπο της Üνοιξης.
Χþρα
Εßσαι σα κÜποια χþρα
που ποτÝ κανεßς δεν ονüμασε.
Τßποτε δε περιμÝνεις
παρÜ μüνο τη λÝξη
που θ' αναβλýσει απü τα βÜθη
σα τον καρπü ανÜμεσα στους κλþνους.
Εßναι Ýνας Üνεμος που σε προφταßνει.
ΠρÜγματα στεγνÜ, ξαναπεθαμÝνα
σου φρÜζουνε το δρüμο,
τα παßρνει ο Üνεμος.
ΜÝλη και λÝξεις αρχαßες.
ΤρÝμεις μες στο καλοκαßρι.
Συ Δε ΞÝρεις...
Συ δε ξÝρεις τους λüφους
εκεß που χýθηκε το αßμα.
¼λοι μας φεýγαμε,
üλοι μας ρßξαμε το üπλο
και τ' üνομÜ μας.
Μια γυναßκα,
μας κοιτοýσε που φεýγαμε.
¸νας μονÜχα απü μας
στÜθηκε κει με σφιγμÝνη γροθιÜ,
εßδε τον Üδειο ουρανü,
Ýσκυψε το κεφÜλι και πÝθανε
μπροστÜ στον τοßχο, σωπαßνοντας.
Τþρα, Ýνα αιμÜτινο κουρÝλι και τ' üνομÜ του.
Μια γυναßκα μας περιμÝνει στους λüφους.