Ο Γάτος, Ο Σκύλος Κι Ο Ποντικός
Αφηγείται η Κυριακάκη Δαμασκηνού στη Στέλλα Κοντογιάννη.
Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένας γέρος και μια γριά κι είχαν ένα παιδί. Η γριά έκανε στη ρόκα μαλλί και το παιδί το πουλούσε κι εζούσα. Μια φορά που επήγε να πουλήσει το μαλλί το παιδί στο δρόμο συνάντησε δυο παιδιά και κτυπούσα ένα σκυλί. Το παιδί τους λέγει:
-"Γιατί το κτυπάτε";
-"Για να το σκοτώσουμε".
-"Δώστε μου το εμένα".
-"'Αμα μας δώσεις το μαλλί".
Τους δίνει το μαλλί, παίρνει το σκυλί, πηγαίνει στο σπίτι, του λέει η μάνα του:
-"Που είναι τα λεπτά";
-"Ήφερα το σκύλο για να μη το σκοτώσου".
Την άλλη μέρα πούλησε το μαλλί και περνούσα. Μια μέρα πάλι συνάντησε τα παιδιά και πολεμούσα να σκοτώσου ένα γατάκι. Τους λέγει:
-"Δώστε μου το και μη το σκοτώσετε".
-"'Αμα μας δώσεις το μαλλί θα σου το δώσουμε".
Δίνει το μαλλί και παίρνει το γατάκι. Πάει στο σπίτι, του λέγει η μάνα του:
-"Που είναι τα λεπτά";
-"Επήρα το γατάκι για να μη ντο σκοτώσου".
-"Και πως θα ζήσομε";
Την άλλη μέρα επούλησα το μαλλί και ζούσα.
Μια μέρα συναντά τα παιδιά και κτυπούσα ένα δακτυλίδι. Τους λέγει:
-"Μη σπάσετε το δακτυλίδι".
-"'Αμα μας δώσεις το μαλλί θα σου δώσομε το δακτυλίδι. Αλλά ό,τι το ζητήσεις θα σου το κάμει".
Πήγε στη μάνα του το δαχτυλίδι. Του λέει η μάνα του:
-"Πως θα ζήσομε τώρα";
-"Θα δεις , μάνα μου". Του λέγει: "Δακτυλίδι μου, να μου κτήσεις ένα σπίτι απ' έξω από το σπιτάκι ετούτο επιπλωμένο και με το τραπέζι διάφορα φαγητά στρωμένο".
Χαρά η μάνα του κι ο πατέρας του.
Τα χρόνια περνούσα. Έκαμε δουγειά δικιά του. Εδούλευε. Βρήκε μια κοπέλα κι επατρέφτηκε. Μια μέρα περνούσε κάποιος και πουλούσε διάφορα. Εκείνη εψώνισε. Κατόπι του λέγει:
-"Έχομε ένα δακτυλίδι, ό,τι του πεις σου κάνει".
-"Δε μου το δίνεις εμένα να σου δώσω είκοσι χιγιάδες";
Πήγε εκείνη ανοίγει το συρτάρι, βρήκε το δακτυλίδι και το πούλησε. 'Αμα ήρθε ο άτρας της του λέγει:
-"Έκανα μια αγορά. Επούλησα το δακτυλίδι και μου δώσα είκοσι χιγιάδες".
Της λέγει:
-"Φύγε. Από τούτη τη στιγμή χωρίζουμε".
Τονε βλέπει το γατάκι κι ο σκύλος στενοχωρημένο. Του λένε:
-"Μη στενοχωριέσαι κι εγώ θα σου φέρω το δακτυλίδι".
Φεύγει το γατάκι και το σκυλάκι να φέρου το δακτυλίδι- γιατί την ώρα που ο έμπορος επήρε στα χέρια του το δακτυλίδι είπε να του κάνει ένα σπίτι στην άκρια του νησιού που ήτο μέσα στη θάλασσα σαν ένα βουναλάκι, εκεί να του το κτίσει και το είχα ακούσει ο σκύλος και το γατάκι. Γι' αυτό ξεκίνησα και πήγα στη θάλασσα. Ο γάτος εκάθησε στο λαιμό του σκύλου που ήξερε κολύμπι κι εβγήκα στο βουναλάκι. Καθίζει ο σκύλος στη αμμουδιά και πηγαίνει ο γάτος στο σπίτι. Εκείνος εκοιμότα. Βγαίνει από πάνω στη ντουλάπα και καθίζει εκεί και βλέπει ένα μποντικάκι. Κατεβαίνει να το φάει. Του λέει το μποντικάκι:
-"Μη με φας κι εγώ θα σου φέρω το δακτυλίδι".
Πηγαίνει το ποντικάκι βάζει την ουρά του μέσα στο λάδι κατόπι τη βουτά στο πιπέρι και πηγαίνει που εκοιμότα και βάζει την ουρά του στη μύτη του. Εκείνος μέσα στον ύπνο του εφτερνίστηκε και το δακτυλίδι έπεσε από το στόμα του. Το άρπαξε το μποντικάκι και το πήγε στο γατί. Ο γάτης το επήρε. Πήγε και βρήκε το σκύλο και το πήγε στο αφεντικό τους κι αμέσως του λέγει:
-"Δαχτυλιδάκι μου, φέρε φαγητά".
Κι έφαγα όλοι έζησα καλά και μεις καλύτερα.