ΓεννημÝνη σε χρüνια αλλιþτικα, που οι Üνθρωποι μßλαγαν αργÜ, κοßταζαν βαθιÜ και τα χιüνια βασßλευαν εννιÜ μÞνες το χρüνο, στη Μακεδονßα. Χριστßνα την Ýλεγαν, μα üλοι χρησιμοποιοýσαν την πιο χαδιÜρικη εκδοχÞ του ονüματος, Χριστßνκα, και εν κατακλεßδι Τßνκα. Εκεßνη τη χρονιÜ που γεννÞθηκε η Τßνκα Ýκανε Ýνα κρýο ιστορικü, πρωτüφαντο και για τüτε ακüμα. Εßχαν κατÝβει, λÝνε, οι λýκοι και Ýκοβαν βüλτες στις αυλÝς των σπιτιþν, τüσο τους εξαγρßωσε η πεßνα, Þταν και οι πüλεμοι που μαßνονταν στα βüρεια σýνορα της χþρας. Οι μικρομÜνες δεν ξεκüλλαγαν απü τις κοýνιες των νεογÝννητων. Μßα που ξεχÜστηκε στα χωρÜφια για λßγο, γýρισε και βρÞκε τη σαρμανßτσα να χÜσκει και να κουνιÝται δßχως βρÝφος... της το πÞραν οι λýκοι.
Τα εßχε ακοýσει üλα αυτÜ η μÜνα της Τßνκας, μα Þταν γυναßκα θαρρετÞ, δεν τρüμαζε απü τÝτοιες "γυναικεßες αλαφρομÜρες".
Την εßχε γεννÞσει Ýνα χειμωνιÜτικο πρωινü, ολομüναχη στο λüγγο. Για ξýλα κßνησε να πÜει...
-"¼σο να σαλÝψει ο Þλιος θα γυρßσω", εßπε στις Üλλες πÜνω απ' τον þμο της και μετÜ τη κατÜπιε η λευκüτητα του χιονιοý και το ξεροβüρι.
ΣκαρφÜλωσε ως το λüγγο που εßχαν σωριασμÝνα τα ξýλα, τα δεμÜτιασε, τα Ýδεσε και λßγο πριν τα ζαλικωθεß να κατÝβει πÜλι στη θαλπωρÞ της φωτιÜς, Ýνιωσε τα πρþτα σημÜδια της πρüωρης γÝννας. Κοýρνιασε σε Ýνα θÜμνο, ακοýμπησε τη ρÜχη στο δεμÜτι τα ξýλα, οπλßστηκε με υπομονÞ και Ýκλεισε τα μÜτια ιδρþνοντας. Δεν Þταν δα και η πρþτη φορÜ, εννιÜ γÝννες Ýβγαλε πÝρα, τις μÝτραγε μια μια μαζß με τις ωδßνες ψιθυρßζοντας...
-"Το '02 τον ΧρÞστο στο ΚαúμακτσαλÜν, με τη Ρουσσþ να αφαλοκüβει..."
-"Το '03 την Ιουλßα στο ΜπÝλες μοναχÞ μου..."
¿ρες μετÜ κοßταζε τον ουρανü κÜθιδρη ικετεýοντας...
-"¸να χÝρι Θε μου, δε βρßσκεται για μÝνα Ýνα χÝρι σÞμερα; ¸λεος. ¸να χÝρι να με κüψει, να με λυτρþσει. ¸λεος Θε μου".
Με τα απομεινÜρια της αντοχÞς της την Ýβγαλε στον κüσμο την Τßνκα, μια εξþθηση μουγκρßζοντας... Ýδεσε το λþρο και συμμÜζεψε το νιογÝννητο üπως-üπως, πÜντα εßχε μαχαßρι πÜνω της... Ýγειρε πßσω λυτρωμÝνη απ' τον πüνο που þρες την üργωνε... λιποθýμησε.
Ξýπνησε απü φωνÝς γυναικþν. Ανησýχησαν που Üργησε τüσο, βγÞκαν και τη γýρευαν στα ρουμÜνια, την εßδαν κÜτωχρη να κεßτεται, Üρχισαν να σκοýζουν.
-"ΣωπÜστε, δεν Ýχω ανÜγκη", τις αποστüμωσε.
ΚÜνει Ýτσι στο πλÜι της, πουθενÜ το βρÝφος. 'Αδειασε ο νους της. Σταγüνες αßμα πÜνω στο χιüνι... το μÜλλινο μαντÞλι που τýλιξε το μωρü Üφαντο κι αυτü... Ýπιασε το κεφÜλι και ψιθýρισε χαμÝνη... "οι λýκοι... μου την πÞραν οι λýκοι...".
ΦτÜνοντας στο σπßτι γονÜτισε στα εικονßσματα, Ýκλαψε, δÜρθηκε μüνη της... ΞημÝρωνε, λυσσομÜναγε ο βοριÜς Ýξω, κι Üξαφνα πÜγωσε το αßμα στο κορμß... Ýνα μακρüσυρτο ΟΥΥΥυυυ... κι ανÜκατα μ' αυτü κι Ýνας λυγμüς... σα βογκητü, σαν επßκληση. ΠετÜχτηκε στο παραθýρι της, δυü σκοýρες κηλßδες ξÜκρισε μÝσα στα σκüτη, εßδε τον Ýνα üγκο να απομακρýνεται κιüλας κατÜ το βουνü και τον Üλλον ακßνητο, Þ σχεδüν, μÝσα στην αυλÞ, λεκÝς πÜνω στο χιüνι.Φτεροκüπησε η καρδιÜ της, "σπλÜχνο μου" φþναξε και χßμηξε στην πüρτα.
Το πþς κατÜφερε να ζÞσει η Τßνκα μετÜ απü τÝτοιες πρüωρες περιπÝτειες, "μüνο οι λýκοι ξÝρουν να το πουν".
ΠÝρασαν χρüνια, μεγÜλωσε η μικρÞ, μα πÜντα τη τýλιγε μια αýρα απüκοσμη, Ýνας αÝρας κρυμμÝνος στις κινÞσεις, στο βλÝμμα της. Με μια ομορφιÜ απü κεßνες που παλιþνουν üμορφα χωρßς να φθεßρονται, μεγÜλωνε, μÝστωνε.
Κι üμως, κανεßς δε τη ζÞτησε, πολλοß τη ποθοýσαν, πολλþν τον ýπνο τÜραζαν εκεßνα τα μÜτια τα υγρÜ με το νωχελικü βλÝμμα, μα κανεßς δεν Ýφτανε να μιλÞσει στον πατÝρα της. Κι αν κανÝνας, στα ελÜχιστα περÜσματÜ της απü τη πλατεßα, αποτολμοýσε να πει κÜτι για τις χÜρες της, κÜποιος βρισκüταν να του αποκριθεß "δεν εßναι για μας ετοýτη... κρατÜει απü λýκου γενιÜ".
Πικραßνονταν η μÜνα της, Þξερε καλÜ πως αυτÞ Ýφταιγε για τα παρανüμια που Üκουγε η κüρη της. "Εγþ φταßω, η κοκþνα μου πÝρασε την πρþτη της νýχτα με τους λýκους κι üχι στην αγκαλιÜ της μÜνας της. Καμþθηκα τη γενναßα και της Ýβγαλα τ' üνομα".
Μüνο η Τßνκα δεν Ýδειχνε να ενοχλεßται απü τßποτα, ζοýσε θαρρεßς Ýξω και πÜνω απü üσα αφοροýσαν τους Üλλους γýρω της, Üλλα Þταν αυτÜ που την τÜραζαν, που τη δονοýσαν εκεßνη.
Περνοýσε τη μÝρα της μεγαλþνοντας τα μικρüτερα αδÝρφια της, κι üταν τα μεγαλýτερα Üρχισαν να παντρεýονται Ýνα Ýνα και να κÜνουν με τη σειρÜ τους τα δικÜ τους παιδιÜ, ανÝλαβε σιωπηλÜ να τα αναθρÝψει αυτÞ. Επικοινωνοýσε με τα παιδιÜ χωρßς πολλÜ λüγια, με τις εýγλωττες σιωπÝς των ματιþν της. Να προσθÝσουμε εδþ üτι η μÜνα της πÝθανε και στο μεταξý ο πατÝρας της ξαναπαντρεýτηκε.
¹ρθαν, κατÜ συνÝπεια κι Üλλα αδÝρφια, ετεροθαλÞ, μεγÜλωνε η οικογÝνεια κι οι φροντßδες της. Εκεßνη, η Τßνκα, σιωποýσε. Δοýλευε στο σπßτι, Ýγνεθε, Ýπλεκε. Κι üταν Þθελε να πÜρει τον αÝρα της, Ýβγαινε στην ξþθυρα και Ýψαχνε με τα μÜτια τον πατÝρα. "Εγþ πÜω..." ψιθýριζε... και κοßταζε κατÜ το δÜσος μπροστÜ της...
Το που πÞγαινε δεν της το ρþταγαν ποτÝ... μÞπως κι αν τη ρþταγαν θα αποκρßνονταν..; Χανüταν για λßγο και üταν ξαναγýριζε κουβαλοýσε στα μÜτια κι Üλλο θÜμπος, κι Üλλο παρÜπονο... Κανεßς ποτÝ δε τüλμησε να τη κατηγορÞσει για ανÞθικη κι ας μεγÜλωναν τüτε üλες οι συνομÞλικÝς της κλεισμÝνες στα κονÜκια μην ακουστεß το üνομÜ τους üσο να τις "συβαστεß" κÜποιος, να τις λογοδÝσει δηλαδÞ με υπüσχεση γÜμου. Η Τßνκα Þταν Üτρωτη, αλþβητη.
Κüντευε να θεωρηθεß δεδομÝνο üτι θα μεßνει ανýπαντρη. Αν και Þταν ολωσδιüλου ασυνÞθιστο αυτü για εκεßνη την εποχÞ, κανεßς δε φαινüταν να ξαφνιÜζεται, σαν αναπüφευκτη μοßρα την δεχüταν üλοι αυτÞ την ηθελημÝνη παρθενßα για την Τßνκα.
¿σπου Þρθαν οι κυνηγοß, üπως γινüταν κÜθε χρüνο. ΚÜποιος απ' αυτοýς Ýκατσε στην πλατεßα κραδαßνοντας επιδεικτικÜ το γεμÜτο κεμÝρι του και ρþτησε ποιÜ εßναι η ροýσα που κελαηδÜει αντß να μιλÜει. Κι üταν του εßπαν να εξηγηθεß εßπε πως στα μÝσα λημÝρια του δÜσους εßδε μια μακρυμαλλοýσα να κÜθεται στο ξÝφωτο, στο χεßλος ενüς ξεροπÞγαδου και να τραγουδÜ στα σλÜβικα Ýνα τραγοýδι, Ýνα τραγοýδι τüσο καλüηχο που σþπαιναν τα πουλιÜ.
Μαγεýτηκαν, λÝει, τα κυνηγüσκυλÜ του και πÞγαν κι Ýκατσαν στα πüδια της υποταγμÝνα. Κι üταν εκεßνος ζýγωσε και τη ρþτησε τßνος εßναι (λες και θα Þξερε αν του Ýλεγε τη γενιÜ της) εκεßνη κÜτι ψÝλλισε... σαν "του λýκου.." του ακοýστηκε, μα δεν Ýπαιρνε κι üρκο.
Και Þταν λÝει τÝτοια η φωνÞ της, σα λυγμüς, σαν ωδÞ, σαν κÜτι... κι üσο τα εξιστοροýσε αυτÜ ο κοκκινομÜλλης κυνηγüς, λες κι Ýλιωναν τα μÜτια του, κλιμακωτÜ τον κατÝλαβε συγκßνηση εκλεκτÞ κι üσο να καταλÜβουν οι Üλλοι για ποιÜν τους λÝει τüση þρα, εκεßνος Ýμοιαζε να καßγεται, να λαμπαδιÜζουν τα μÜτια του, ν' αχνßζει.
Τον Ýχασαν για καιρü, þσπου Üξαφνα μια μÝρα στην πλατεßα κüσμος και χλαλοÞ και φασαρßα σπÜνια για χειμþνα... κατÝφτασε ο κοκκινομÜλλης κυνηγüς μ' Ýνα ασκÝρι Üντρες και ρþταγε ποý εßναι το σπßτι της ροýσας... κι üσο να του εξηγÞσουν οι πιο τολμηροß (εßχε μια üψη μοβüρικη... Þ μÞπως αιμορραγοýσα...;), üσο να τον κατευθýνουν, λοιπüν, εßδαν κι Ýπαθαν οι σýντροφοß του να τιθασÝψουν τα φαριÜ τους. ΠÞγε κι Ýριξε χωρßς κουβÝντα στα πüδια του πατÝρα της Ýνα πουγκß τριζÜτο, Ýλαμψε το δþμα λÝνε σαν το Üνοιξε ο γερο-ΜÜρκος, λßρες Ýνα σωρü για τα μÜτια της ΒελουδÝνιας τους.
Δεν το περßμενε κανεßς, "αυτü κι αν Þταν κεραυνüς εν αιθρßα", η Τßνκα σþπασε üπως πÜντα, μα πÞγε κι Ýκατσε δßπλα στον κυνηγü, κλßνοντας ελαφρÜ το κεφÜλι, σαν το πουλß που παραδßνεται στον ßσκιο του γερακιοý που χαμηλþνει.
Η μικρüτερη αδερφÞ της που την εßχε σα μÜνα την Τßνκα, Þταν η μüνη που αποκüτησε να τη ρωτÞσει κι ας Þταν πολý μικρÞ για τÝτοιες κουβÝντες γυναικεßες. Σßμωσε στην ποδιÜ της Τßνκας κÜποια þρα που εκεßνη σκÜλιζε τη φωτιÜ και της εßπε...
-"Τον θες εσý αυτüν...;"
-"Εßναι κυνηγüς" εßπε εκεßνη, Ýτσι üπως μια Üλλη θα Ýλεγε εßναι üμορφος Þ εßναι πλοýσιος... κι αυτÞ Þταν σχεδüν η μüνη κουβÝντα που 'πε üσο να ετοιμÜσει τα λßγα προικιÜ της, να τα φορτþσουν στα Üλογα και να κινÞσει το καραβÜνι. Τελευταßα κουβÝντα του πατÝρα της προς τον κυνηγü... "τον Üλλο μÞνα θα 'ρθουμε να σας ιδοýμε, αν αφÞσουν τα χιüνια".
Κι Ýτσι χÜθηκε η Τßνκα απü τα πυκνÜ τα δÜση της πατρßδας της. Απüμειναν τα ξÝφωτα ατραγοýδιστα, τα ρουμÜνια απερπÜτητα. ΛÝνε πως εκεßνον το χειμþνα οι λýκοι ξανακατÝβηκαν ως την πλατεßα κι Ýσκουζαν üπως και τη χρονιÜ που γεννÞθηκε η Τßνκα, κι αυτü τους δυνÜμωσε τη σκοτεινÞ υπüνοια πως εßναι απü λýκου γενιÜ. Πολλοß απ' αυτοýς, μυστικÜ, ανÜσαναν με ανακοýφιση που απαλλÜχτηκε το χωριü απü Ýναν τÝτοιο "βαρý ßσκιο".
¼σο για κεßνη, σε τßποτα δεν Üλλαξε την üψη οýτε και τα φερσßματÜ της. ΑπλÜ σαν πÜντα, εξÞγησε στον κυνηγü πως δε θÝλει παιδιÜ κι εκεßνος απüμεινε να σκÝφτεται, Ýφυγε και μεθοκüπησε δυο νýχτες με το ασκÝρι του. ¹ταν πλοýσιος, δεν εßχε ανÜγκη να δουλεýει ολημερßς üπως οι πολλοß, πιο πολý στο κυνÞγι Þταν παρÜ στο μüχθο τον καθημερινü, εßχε κι Ýνα σωρü αδÝρφια μικρüτερα που üριζαν τα καθημερινÜ και τον απÜλλασσαν.
Σαν γýρισε μετÜ το μεθýσι εκεßνο, Üρχισε να ετοιμÜζεται πÜλι για εξüρμηση πολυÞμερη στα γýρω βουνÜ. Το μüνο που της εßπε Þταν... "ας μην εßχες τÝτοια φωνÞ, τÝτοια μÜτια... στο πατÝρα σου θα 'σουνα τþρα πÜλι". Και ξανÜ δεν Ýκαναν κουβÝντα για παιδιÜ.
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Ετοýτα εδþ που λÝω Ýφτασαν ως εμÝνα σα παραμýθι των παιδικþν μου χρüνων, μüνο που ο παπποýς μου, κÜθε φορÜ που ρωτοýσα τι απÝγινε στο τÝλος η Τßνκα, σþπαινε.
¼σο Þξερε να στολßζει τις εκφρÜσεις της και να θυμÜται τα λüγια της απαρÜλλαχτα... "η Τßνκα τüτε εßπε Ýτσι, η Τßνκα Ýπειτα Ýκανε αλλιþς", Üλλο τüσο Þξερε να σωπαßνει κÜθε φορÜ που τον ρþταγα πþς τελειþνει το παραμýθι της Τßνκας.
Χρüνια αφοý ο παπποýς πÝθανε, οι πηγÝς μου και οι μνÞμες μου σκεπÜστηκαν απü καινοýργια χρþματα... βρÝθηκα σ' Ýνα χωριü για το γÜμο ενüς ξαδÝρφου. Πρþτη φορÜ που βρισκüμουνα εκεß. Ευκαιρßα περισσüτερο Þτανε να δω συγγενεßς και φßλους που σπÜνια μποροýσα να βρω Ýτσι συγκεντρωμÝνους.
ΜετÜ την κλασικÞ λειτουργßα της ΚυριακÞς και μÝχρι να Ýρθει η þρα για το μυστÞριο βγÞκα να περπατÞσω στην πλατεßα. ¸να γýρω οι γερüντοι στο καφενεßο, κουτσüπιναν τη ρακÞ τους και ξüμπλιαζαν τις χÜρες του χωριοý σε μας τους μουσαφιραßους απü την πüλη. Πρüσεξα Ýναν γερüλυκο με γαλανÜ μÜτια, σαρακατσÜνος κι αυτüς, Þξερα πως εßμαστε σüι, με κοßταζε επßμονα μισοκλεßνοντας τα μÜτια του. ¸κατσα κοντÜ του κι εκεßνος αναδεýτηκε στην καρÝκλα να με δει καλýτερα.
-"Τι κÜνεις πÜππου; Με ξÝρεις; Του ΧρÞστου του ΑποστολÜκη η αγγονιÜ ειμαι, η Μαßρη".
-"Η Μαριγþ του ΧρÞστου; Αμ, πως δε σε ξÝρω! Σ' εßχε ο παπποýς σου πÝρδικÜ του"!
¸τσι Ýγιναν οι πρþτες συστÜσεις. ¼σο μιλοýσαμε για τον παπποý μου, που τον εßχα σαν πατÝρα μου κι ο χαμüς του πονοýσε ακüμα σαν φρÝσκια πληγÞ, Ýτσουζε, με κρατοýσε η παρÝα του γÝροντα. Σαν Üρχισε εκεßνος να μου λÝει τα δικÜ του ομολογþ πως Üρχισα να πλÞττω κι Ýψαχνα αφορμÞ να απομακρυνθþ. Αργοýσε και ο γÜμος, να μαζευτοýν οι παλιοß μου φßλοι, τα ξαδÝρφια. Σηκþθηκα και διÝσχισα την πλατεßα.
-"Για που το 'βαλες;" με ρωτÜει ο γÝροντας. ΚÜτι μουρμοýρισα δεßχνοντας προς μια τυχαßα κατεýθυνση. Αλλιþτικος Ýδειχνε Þ Þταν ιδÝα μου; Εßδα μια παρÜξενη λÜμψη στα θολωμÝνα απü τη ρακÞ μÜτια του.
-"Πας να δεις το λÜκκο";
-"Ποιο λÜκκο";
-"Το ΛÜκκο της Τßνκας".
-"Τι ειν' αυτü;" εßπα. ΑμÝσως üμως üλοι οι συναγερμοß κι οι συνειρμοß πÞραν φωτιÜ. Τßνκα... μου 'χε στοιχειþσει το μυαλü αυτü το üνομα... πüσα χρüνια πριν...; ΕικοσιπÝντε; ΤριÜντα;
-"Απü ποý θα πÜω για το ΛÜκκο;" ρþτησα τρÝμοντας.
-"Μαζß θα πÜμε... καρτÝρει να σηκωθþ..." αναστÝναξε. "Εεεχ, Ýρμα χρüνια, Ýρμα..."
Περπατþντας δßπλα του με βÞματα ασταθÞ, Þθελα και δεν Þθελα να πÜω, να μÜθω. Η ιστορßα εκεßνη που την εßχα για Ýνα παραμýθι χωρßς τÝλος, Ýνα απü τα μασλÜτια των παλιþν για να ξεγελοýν τα παιδιÜ να κοιμηθοýν, ζωντÜνευε σÞμερα μπροστÜ μου. ¸παιρνε αν üχι σÜρκα και οστÜ... τουλÜχιστον χþρο δρÜσης. ¸βλεπα να απομακρυνüμαστε απü τα τελευταßα σπßτια και σκεφτüμουνα... εδþ περπÜταγε κι η Τßνκα üταν Ýβγαινε σεργιÜνι, απü τοýτα τα κλαριÜ κÜτω Ýσκυβε να διαβεß...
Σκüρπιες εικüνες Üρχισαν να με κατακλýζουν üσο τον Üκουγα να μου λÝει για κεßνην. ΚαλÜ καλÜ δεν μποροýσα να ξεχωρßσω ποιÝς εικüνες Þταν απü τις διηγÞσεις του παπποýλη μου και ποιÝς Þταν δικÝς μου αναμνÞσεις, θαμπÝς αλλÜ ακüμα δονοýμενες μÝσα μου... Ο γÝροντας εκεßνη την þρα μου 'λεγε για τη μοναξιÜ της Τßνκας στο ξÝνο μÝρος που παντρεýτηκε, πþς πÝρναγε τη μÝρα της φτιÜχνοντας üμορφα, Üχρηστα πρÜγματα απü ξýλο, τα χÜριζε στα παιδιÜ... "Ýνα τÝτοιο ξýλινο μαχαßρι Ýκανε και για το ΧρÞστο, τον παπποýλη σου... της πηγαßναμε κρÜνα και μýγδαλα κι αυτÞ μας Ýδινε ξýλινα ζωÜκια..."
...Το μαχαßρι με την ξýλινη λαβÞ του παπποý μου, με το λýκο σκαλισμÝνο στο ξýλο, περÞφανο, αγÝρωχο, και ξýλινος που Þταν δεν Þταν για λýπηση. Πüσα μÞλα δε μου 'χε καθαρßσει εκεßνο το παλιü μαχαßρι...
ΘυμÞθηκα Ýνα βρÜδυ... δε θα 'μουνα πÜνω απü οχτþ χρονþν... εßχα ξυπνÞσει τρομαγμÝνη απü üνειρο, βαριανÜσαινα ακüμα üταν εßδα στο μισοσκüταδο τον παπποý να με ζυγþνει...
-"Τι εßναι τρυγüνα μου; σκιÜχτηκες; σýχασε, üνειρο Þταν και πÜει... να εδþ..." κοιτÜζω... κρατοýσε το μαχαßρι, βουτηγμÝνη η λÜμα του στο μÝλι, ακüμα το θυμÜμαι πþς κυλοýσε στο μÝταλλο. ΠαλιÜ, παγανιστικÞ δοξασßα Þταν η κßνησÞ του να μου δþσει να γλýψω μÝλι πÜνω σε μαχαßρι, να κüψει το φüβο η μεταλλικÞ λÜμα και να γλυκÜνει τον ýπνο το μÝλι. Ακüμα üταν τρþω μÝλι, Ýχω στο στüμα τη γεýση του κρýου μετÜλλου...
ΔισταχτικÜ, τρεμÜμενα, Üρχισα να βολιδοσκοπþ το γÝροντα, να μÜθω ποιÝς οι αλÞθειες και ποιÝς οι φαντασßες του παπποý μου σ' αυτü το γαúτανÜκι της Τßνκας. ¼λα αλÞθεια Þταν, δεν Þταν μουραπÜδες γεροντßστικοι τα περßεργα σουσοýμια της κυρÜς εκεßνης.
Βγαßνοντας απü το χωριü για τα καλÜ πλÝον, εßδα πως το τοπßο Üλλαζε. ΠερÜσαμε απü περιβüλια... (-"Δικü σου εßναι τοýτο, δεν το κουμαντÜρισες οýτε 'συ οýτε ο αδερφüς σου κι Þρθα εγþ και φýτεψα κερασιÝς, θα σου στεßλω πÝρα το ΘεριστÞ αν εßμαι ζωντανüς να τρως να με θυμÜσαι")... φτÜσαμε σ' Ýνα τüπο παρÜξενο.
Πανýψηλα δÝντρα, απüρησα πþς δεν φαßνονταν απü το χωριü τÝτοια θερßα δÝντρα. Ο γÝροντας, που ως εκεßνη την þρα μου μιλοýσε για τα δÝντρα και τα χωρÜφια του, σþπασε απüτομα. ΛαχÜνιασα κι εγþ. Απü το περπÜτημα; Απü δÝος; Λιγοψýχησα. ¹ταν κι εκεßνο το φως του Þλιου που φιλτρÜρονταν τüσο απü τις ψηλÝς φυλλωσιÝς... δεσμßδες μüνο Ýφταναν ως το Ýδαφος... μισοσκüταδο μÝρα μεσημÝρι... κι εκεßνο το σκοýρο σκοýρο πρÜσινο χορτÜρι που σκÝπαζε βÞματα και θορýβους...
"¿ρα εßναι τþρα να δω και τον ΠÜνα να τριποδßζει πουθενÜ" εßπα μÝσα μου, περισσüτερο για να ξεχÜσω το φüβο που μου 'σφιγγε την ανÜσα, μα Þταν πραγματικÜ μυστηριακü το τοπßο, οι Νýμφες Ýλειπαν μοναχÜ.
Στο βÜθος διÝκρινα Ýνα ξÝφωτο. ¸να στεφÜνι θαρρεßς απü δÝντρα που Üνοιγαν στη μÝση για να αφÞσουν χþρο σε μια πυκνüτατη χλüη να κυριαρχÞσει. Στη μÝση του ξÝφωτου, κορþνα στην κþμη του πρÜσινου, Ýνας σωρüς πÝτρες... üχι... üχι πÝτρες, το χεßλος ενüς ξεροπÞγαδου Þταν... παλιü πολý το χτßσιμü του, λßγα λιθÜρια Þταν σκüρπια και τριγýρω, ξεριζωμÝνα απü τον παλιü κρüθο του πηγαδιοý.
Εßδα το γÝροντα να κÜθεται σ' Ýνα ξερολßθι και τον μιμÞθηκα.
-"Εδþ εßναι, τσοýπρα μου, ο ΛÜκκος της Τßνκας. Σαν Ýφυγε απü τον τüπο της κι Þρθε νýφη συβασμÝνη στα μÝρη μας, εδþ ερχüταν και καθüταν. Τραγουδοýσε μοναχÞ της, Ýκλαιγε, εγþ μια φορÜ την εßδα να κρατÜει Ýνα μαχαßρι και να σκαλßζει Ýνα κομμÜτι ξýλο. ¸να λýκο Ýφκιανε..."
-"Πως πÝθανε παπποý; Αυτü θÝλω να μÜθω!" τον διÝκοψα κι Ýνιωθα Ýτοιμη να το βÜλω στα πüδια αν μου ξανÜρχιζε τα ßδια και τα ßδια γνωστÜ.
-"ΠÝθανε τÜχα; ΚανÝνας δεν ξÝρει... Δε σου 'πε ο παπποýς σου";
-"¼χι... δεν..." εßχε κοπεß η ανÜσα μου... Üκου πÝθανε τÜχα...!
Δυσκολεýομαι να περιγρÜψω την üψη του, λες και κοßταζε κÜτι μπροστÜ του που εγþ üσο κι αν Üνοιγα üλο Ýνταση τα μÜτια δεν μου φανερωνüταν… χÜθηκε για λßγο στα δικÜ του και κÜποτε δεÞσε να μιλÞσει.
Εßχε κÜμει συμφωνßα η Τßνκα με το κυνηγü της να μη κÜνουν παιδιÜ. ΠÝρασαν κÜμποσα χρüνια, πÝθανε κι ο πατÝρας της, αποκüπηκε απ' τη φαμελιÜ της ολüτελα.
Ο κυνηγüς εξακολουθοýσε πÜντα να Ýχει τη μεγÜλη του αγÜπη, αυτÞ που τον Ýφερε και στα μÝρη της Τßνκας, το κυνÞγι του. Μια νýχτα Þταν στα ρουμÜνια και πÜλι, κουρνιασμÝνος με τ' ασκÝρι του σε μια χοýνη, ζαρκÜδια χÜλευαν. Τα περßμεναν να κατÝβουν ως την üχθη του ρυακιοý να πιοýν νερü.
Εκεßνος üμως αλλοý εßχε το μυαλü του... σ' Ýναν ανεπαßσθητο θüρυβο που 'χε ακοýσει απü þρα... οι λýκοι δεν κατεβαßνουν στα χωριÜ, σκÝφτηκε... κι üμως εßχε ακοýσει Ýνα μακρινü ουρλιαχτü κατÜ το σοýρουπο.
Χßλιες φορες, στα νυχτερινÜ αγκαλιÜσματÜ τους, της εßχε ζητÞσει να σκαλßσει στο ξýλο και τη δικÞ του μορφÞ.
-"Μüνο ζþα πλÜθεις εσý; ΚÜνε με κι εμÝνα αθÜνατο με τα δαχτυλÜκια σου. Τι τüσο πολý με τους λýκους, με τα ελÜφια, με τα ζαρκÜδια; Ο κýρης σου εßμαι... και δοýλος στη ποδιÜ σου".
Εκεßνη Ýστρεψε τα μÜτια πÜνω του, του χαμογÝλασε αμßλητη και τον φßλησε στα βλÝφαρα.
Και τþρα αυτüς παραφυλÜει Ýνα ζαρκÜδι και το μυαλü του ιχνηλατεß τους Þχους, εκεßνο το ουρλιαχτü που Üκουσε ανοιξιÜτικα (μεσοýντος Απριλßου ) και που Þταν τüσο αταßριαστο με την εποχÞ, τüσο απßθανο να Ýχει ακουστεß στ' αλÞθεια.
Στο ξÝφωτο που παραφýλαγαν για τα ανυποψßαστα ζαρκÜδια Ýφτανε το φως της σελÞνης, με μια απüκοσμη απüχρωση, ονειρικÞ. Εκεßνος κρυμμÝνος στις πρþτες φυλλωσιÝς στην Üκρη του ξÝφωτου, εßχε θÝα στην ανοιχτωσιÜ μπροστÜ του, αν και το μυαλü του ταξßδευε πÜλι.
Κλωθογýριζε στο μυαλü του εκεßνη η ευδαιμονßα, η πλησμονÞ στα μÜτια της γυναßκας του σα μιλοýσε για τους λýκους. ¸ξαφνα νιþθει τους συντρüφους του να αναδεýονται.
ΞυπνÜει απü το ονειροταξßδεμÜ του και στρÝφει τα μÜτια κατÜ το ξÝφωτο... αυτü που εßδε τον Üφησε ξÝπνοο... μια ομÜδα λýκων Üρχισε να απλþνεται στη μικρÞ πεδιÜδα μπροστÜ τους. Οι υπüλοιποι Üντρες κοιτÜζονταν λες και ρþταγαν με τα μÜτια "εßναι αλÞθεια ετοýτο Þ ονειρευüμαστε το ßδιο üνειρο;".
Μüνο εκεßνος Ýμοιαζε να το περιμÝνει, Þταν μÜλλον και ο μüνος που Ýνιωσε, Ýνιωσε παρÜ Üκουσε, την πρωτινÞ αλυχτησιÜ, εκεßνη που του εßχε φανεß της φαντασßας του.
Παρ' üλο το φüβο ολωνþν, το θÝαμα Þταν χÜρμα οφθαλμþν. Πρþτα Þρθε και στÜθηκε στη μÝση του χþρου, της αυλαßας πες, η λýκαινα, με σκοýρο καφÝ τρßχωμα και μια ανοιχτüχρωμη λουρßδα κατÜ μÞκος της ρÜχης της, να γυαλßζει σαν ατλÜζι στο κρýο φως της νýχτας. Πßσω της ακολοýθησε ο λýκος, με Ýνα βÜδισμα αργü και μεγαλοπρεπÝς. Σκοýρο σταχτß τρßχωμα, σχεδüν μαýρο θα το 'λεγες. Πßσω απü τα δυο περÞφανα ζþα ακολουθοýσε Ýνα μικρüτερο, σβÝλτο και ζωηρü, το λυκÜκι τους.
ΠÞγε και στÜθηκε δßπλα στη λýκαινα κι εκεßνη το χÜιδευε με τη μουσοýδα της. Το Üφηνε να ξεμακρýνει λιγÜκι ßσα για να μπορεß να ξανατρÝξει και να Ýρθει να τριφτεß στο κορμß της και πÜλι.
Μια λυκο-οικογÝνεια λοιπüν, αυτü καθüταν Üπνοοι και κοßταζαν οι κυνηγοß, μια αγÝλη λýκων που Ýπαιζε κÜτω απü το κρýο φως της σελÞνης. ¸νιωθαν και τον κßνδυνο του να γßνουν αντιληπτοß, μα δεν θα Üλλαζαν το θÝαμα το αποψινü με üποια ασφÜλεια και θαλπωρÞ, αυτü θα εßχαν να το λÝνε ως και στα εγγüνια τους, οι λýκοι να παßζουν κÜτω απü τη σελÞνη... κι αυτοß κρυμμÝνοι στα φυλλþματα να 'χουν ξεχÜσει το χρüνο.
Σε κÜμποση þρα η λýκαινα Üλλαξε στÜση, Ýσπρωξε το μικρü της προς τα κει απü üπου εßχαν Ýρθει. Εκεßνο αντιστÜθηκε για μια στιγμÞ, στρÜφηκε προς τον λýκο (εκεßνος üλη αυτÞ την þρα Ýστεκε σχεδüν ατÜραχος και κοßταζε πÜνω απ' τη ρÜχη του με κεßνη την εντελþς χαρακτηριστικÞ στÜση του-λýκου-που-κοιτÜ-πßσω)... στο τÝλος απομακρýνθηκε χαρωπÜ, πατþντας στα βÞματα της μÜνας του.
Ο λýκος απüμεινε μüνος, σÞκωσε το κεφÜλι αργÜ... οι Üλλοι εßδαν το τρßχωμÜ του να ριγÜ καθþς οι τρßχες της χαßτης του κινοýνταν... κι ακοýστηκε πÜλι εκεßνο το απüκοσμο Ουυυυυυ... πÜγωσαν üχι τüσο απü φüβο üσο απü ζÞλια... σκÝφτηκαν πως εßναι τüση η ομορφιÜ του και εßναι τüσο καθαρÜ αρσενικÞ, τüσο αμιγþς μοναχικÞ και περÞφανη που και λýκος που Þταν, τον λογÜριασαν üλοι προς στιγμÞν για αντεραστÞ τους.
Η αδüκητη αιχμαλωσßα τους Ýληξε μÜλλον Üδοξα. Ο λýκος, αφοý επικαλÝστηκε το Ýρεβος με κεßνη την ανεκδιÞγητη οιμωγÞ, απομακρýνθηκε αργÜ, βαριÜ... κÜπως Ýτσι θα πρÝπει να περπατÜν αυτοß που πÜντα εßναι νικητÝς.
¼σο να γυρßσουν στα σπßτια τους (που μυαλü για ζαρκÜδια τþρα πια!), Þταν üλοι σα μαγεμÝνοι. Ο κυνηγüς ζυγþνοντας στο αρχοντικü του Ýδιωξε τα σκυλιÜ και Ýκανε το γýρο της αυλÞς... πÞγε στο πßσω μÝρος, εκεß που Ýβλεπε το παραθýρι της καλÞς του... εκεß περßμενε πÜντα σα γýριζε, ειδοποιημÝνη απ' τ' αλυχτßσματα των κυνηγüσκυλων η Τßνκα.
Κοßταξε με προσμονÞ να δει τη μορφÞ της, εκεßνο το απüκοσμο βλÝμμα της που του εßχε κλÝψει την καρδιÜ χρüνια τþρα... μα οýτε φως στο παραθýρι οýτε η γνωστÞ φρÜση της ακοýστηκε... "Þρθες αφÝντη; καλþς σε".
Κρýο σκοτÜδι χýθηκε στα μÜτια του... Üφαντη η Τßνκα... θυμÞθηκε το περπÜτημα του λýκου, του νικητÞ... πþς του Þρθε να τον ονοματßσει νικητÞ; σε τι τον νßκησε τÜχα τον κυνηγü Ýνας λýκος;
¸κατσε στην εξþθυρα κι Ýπινε ως το ξημÝρωμα... δαυλß Ýγινε…Þρθε κι ο Þλιος να του δεßξει τι Üδειο Þταν το αρχοντικü του χωρßς τη γλυκιÜ παρουσßα εκεßνης...
Σηκþθηκε και ματακßνησε για το ξÝφωτο. Τον εßδαν τα αδÝρφια του με τα μÜτια κüκκινα και απÝφυγαν τη ματιÜ του τρομαγμÝνα... τους ρþτησε αν εßδαν την Τßνκα μα τα ψÝματα που του εßπαν τον κüρωσαν χειρüτερα...
¸φτασε κÜποτε στο ξÝφωτο. Σαν εφιÜλτης Ýμοιαζε η ζωÞ του... να ψÜχνει τη γυναßκα του στα ρουμÜνια... αυτüς, ο Üρχοντας ο διαλεχτüς! Παραφýλαξε þρες... þσπου νικημÝνο το κορμß του Ýγειρε και παραδüθηκε σ' Ýναν ýπνο Üρρωστο.
Την εßδε να του γνÝφει üπως κÜποιος που κßνησε και γυρισμü δεν Ýχει πια... λαχτÜρησε... και πετÜχτηκε ευθýς... εßχε νυχτþσει για τα καλÜ... üπως χτες που κοßταζαν απü κει τους λýκους... εφιÜλτης.
'Αξαφνα Üκουσε θρüισμα στα κλαριÜ απÝναντι... αυτü που εßδε τον Üφησε Üπνοο, με το μυαλü Üδειο για λßγα λεπτÜ...
Η κυρÜ του, η Τßνκα του... καβÜλα στο λýκο... αμαζüνα πρωτüφαντη! Καθüταν με τα πüδια να πÝφτουν χαλαρÜ στο Ýνα πλÜι... λες και καβαλοýσε πρÜο ζωντανü... σßγουρη... βασßλισσα... με τα μαλλιÜ της λυτÜ üπως πÜντα του Üρεσε... να ιριδßζουν κοκκινüξανθα... να τινÜζονται οι μποýκλες τους ζωντανÝς πÜνω στα στÞθια της... με το κατακüκκινο φüρεμÜ της και τις μαýρες μπüτες που τüσο αγαποýσε.
Ως και το αßμα εßχε σταματÞσει στο κορμß του... στÜθηκε ο λýκος κι εκεßνη πÜτησε τα πüδια της στο χορτÜρι... Ýμπλεξε τα δÜχτυλÜ της στη χαßτη του, εκεß στο σβÝρκο και τον μαýλισε με λüγια ψιθυριστÜ να την ακολουθÞσει. Την κοßταζε να περπατÜ περÞφανα, διÝσχισε το ξÝφωτο και Ýκατσε στο χεßλος του πηγαδιοý, εκεß που ο κυνηγüς εßχε τüσες φορες ξεδιψÜσει. Κι ο λýκος την ακολουθοýσε κοιτÜζοντας τα λιανÜ της πüδια και σαν εκεßνη Ýκατσε, ξÜπλωσε κι εκεßνος μπροστÜ της κι ακοýμπησε το κεφÜλι του στη μýτη της μπüτας της με τα μÜτια κλειστÜ.
"Σα να 'ναι παντρεμÝνοι μοιÜζουν" σκÝφτηκε ο Üμοιρος Üρχοντας. Κι üταν κατÜλαβε τι εßπε μÝσα του Ýφριξε ως το μεδοýλι... και γρýλισε σα σκυλß... Üφρισε.
Ο λýκος τινÜχτηκε πριν την Τßνκα... στÜθηκε στα πüδια του και με μια δρασκελιÜ Þρθε μπροστÜ στον κυνηγü. Η Τßνκα ξÝπνοη κοßταζε και δε μßλαγε... "λÝγε" της γρýλισε, "εκεßνον Þ εμÝνα" κραδαßνοντας το ντουφÝκι του. Εßπε κι Üλλα πολλÜ, βρωμιÝς που δε φανταζüταν πως θα τις ξεστüμιζε στην πολυλατρεμÝνη του... κι εκεßνη σþπαινε κι Ýτρεμε σαν το φýλλο. Περßμενε να ακοýσει μια λÝξη απ' τα χεßλη της... μÜταια... και στρÜφηκε στο λýκο πÜλι.
Εκεßνος ατÜραχος, στυλωμÝνα τα πüδια του γερÜ στο χþμα και τα μÜτια του κßτρινα, χρυσαφιÜ, μπηγμÝνα λες στο θολü βλÝμμα του κυνηγοý. Μια ατÝλειωτη στιγμÞ Þρθε... ο κυνηγüς δÝσμιος στο ζεστü, μεταλλικü βλÝμμα... η Τßνκα Üγαλμα φωτιÜς παραπÝρα... τι τρßγωνο αλÞθεια!
Σαν πÝρασε εκεßνη η μια στιγμÞ üλα Þταν αλλιþτικα στην ψυχÞ του κυνηγοý. ¸σκυψε το κεφÜλι και της εßπε:
-"Φýγε, τρÝξε, χÜσου και μην ξαναφανεßς στα μÜτια μου"... Ýπεσε το ντουφÝκι απü τα χαλαρÜ του χÝρια και γονÜτισε με λυγμοýς στην υγρÞ χλüη.
Η Τßνκα αγκÜλιασε το λýκο της απü το λαιμü και του Üφηνε χßλια φιλιÜ στο ψηλü, ζεστü μÝτωπο... þρα πολλÞ κι ας εßπε ο κυνηγüς να βιαστοýνε... λüγια αγÜπης Ýβγαιναν σαν παραλÞρημα απü τα χεßλη της... λατρεμÝνε μου εσý... δικÞ σου μüνο... η κüκκινÞ σου θα εßμαι μüνο εγþ... μη μου χαθεßς... ο κυνηγüς Ýκλεισε με τις παλÜμες τα αυτιÜ του και χÜθηκε ουρλιÜζοντας ανÜμεσα στα δÝντρα.
ΦÜνηκε μετÜ απü καιρü στο αρχοντικü του...Ýκανε χρüνια να μιλÞσει για üσα Ýγιναν τüτε, εκεß στο ξÝφωτο. ¹δη üμως ο κüσμος εßχε δει πολλÜ... η Τßνκα γýρναγε στα δÜση με το λýκο της... πüτε την Ýβλεπαν να περνÜ καβÜλα, σαν τον Üνεμο και πüτε να περπατÜ δßπλα του αγγßζοντας πÜντα το δυνατü του σβÝρκο... πολλÜ Þταν τα βρÜδια που τους εßχαν δει να κοιμοýνται αγκαλιασμÝνοι δßπλα στο πηγÜδι... εκεßνο το ξεροπÞγαδο που τþρα κοßταζα κι εγþ...που 'χε παλιþσει πια... και τþρα Ýγινε ο ΛÜκκος της Τßνκας. ¼χι ο τÜφος, üχι...
Μια και üσοι την εßδαν üλα αυτÜ τα χρüνια, σε Ýνα συμφωνοýσαν... σα να μην εßχε περÜσει μÝρα απü πÜνω της... αγÝραστη κι αυτÞ κι ο σπÜνιος σýντροφüς της... νÝοι και δυνατοß πÜντα... οι χαßτες τους να δÝρνουν τον Üνεμο... τα χεßλια της υγρÜ και ζουμερÜ... το κορμß στητü και λυγερü... Üτρωτοι εν τÝλει.
-"Γι' αυτü σου λÝω, τσοýπρα μου... πÝθανε τÜχα; Ακüμα Ýρχεται απü κανÝνας αγγελοκρουσμÝνος και μας λÝει πως τους αντÜμωσε στα πÝρα λιβÜδια, αγκαλιασμÝνους, την Τßνκα και το λýκο της", Ýκλεισε τη διÞγηση ο γÝροντας.
Τι να πιστÝψω απ' üλα αυτÜ, δεν ξÝρω... πÜντως το μüνο σßγουρο εßναι πως Ýπαψα να φοβÜμαι τους λýκους... ßσως και να τους αγαπþ... ßσως τελικÜ αυτüς να 'ναι κι ο λüγος που πριν κλεßσω τα μÜτια τις νýχτες, γλιστρÜω το χÝρι μου κÜτω απ´το μαξιλÜρι και χαúδεýω το παλιü μαχαßρι... ßσως λÝω...
Και κÜθε Üνοιξη πηγαßνω στα μÝρη της Τßνκας, μüνη πÜντα... και φορÜω κι εγþ Ýνα κατακüκκινο φουστÜνι και μαýρες μπüτες...
"Λýκε, λýκε, εßσαι εδþ;"
Απρßλης 2003
Στην ανεκτßμητη μνÞμη του ΧρÞστου Αποστüλου
για üσα μου 'δωσε και ποτÝ δεν ανταπüδωσα.