Εδþ συνεχßζεται το Üρθρο του ΜιχÜλη ΔιαλλινÜ Þ ΔιαλλινομιχÜλη, με το Ýτερον Ýπος του, τον ΚαπετÜν ΚαζÜνη. Θα ποýμε μερικÜ λüγια γι' αυτü και θα γραφτεß και το ποßημα παρακÜτω.
Βιογραφικü-Στοιχεßα
Το ΜαρμακÝτω (Þ αλλιþς ΜαρμακÝτων Þ ΜαρμακÝτο) εßναι Ýνα μικρü χωριü που βρßσκεται στις ανατολικÝς πλευρÝς του Οροπεδßου Λασιθßου σε υψüμετρο 890m, στους πρüποδες του λüφου ΦακιδιÜ. Στην κοινüτητα του ΜαρμακÝτου ανÞκει και ο οικισμüς ΦαρσÜρω.
Η κατοßκηση της περιοχÞς του ΜαρμακÝτω ξεκινÜει απü την ΝεολιθικÞ ΕποχÞ (3500 π.Χ.), üπως μαρτυροýν τα ευρÞματα στον λüφο ΚÜστελο. Εδþ υπÜρχει το ΣπÞλαιο Κρüνιο Þ ΤραπÝζας, üπου βρÝθηκαν αντικεßμενα λατρεßας. Το χωριü πÞρε το üνομα του απü τους πολλοýς μαρμαραδες που κατοικοýσαν.
Στο ΜαρμακÝτω γεννÞθηκε το 1793 ο οπλαρχηγüς του Λασιθßου ΕμμανουÞλ Ροβßθης (ΚαπετÜν ΚαζÜνης), ο οποßος πολÝμησε εναντßον των Τοýρκων κι ηγÞθηκε των Λασιθιωτþν σε πολλÝς μÜχες. Ο ΚαπετÜν ΚαζÜνης πÝθανε πÜμφτωχος εργÜτης στη ΝÜξο το 1846, καθþς η ΕλληνικÞ κυβÝρνηση διÝκοψε τη σýνταξη του. Προς τιμÞν του ΚαζÜνη, Ýχει στηθεß ανδριÜντας στην κεντρικÞ πλατεßα του χωριοý, περιτριγυρισμÝνος απü δÜφνες, üπου κατατßθεται στεφÜνι σε κÜθε εθνικÞ γιορτÞ.
Το ΜαρμακÝτο αποτελεß τη γενÝτειρα του οπλαρχηγοý της ΚρητικÞς ΕπανÜστασης ΕμμανουÞλ ΚαζÜνη (1793-1846), γνωστüς ως ΚαπετÜν-ΚαζÜνης. Το πραγματικü üνομα της οικογÝνειας Þταν Ροβßθης, ενþ το ΚαζÜνης Þτανε παρατσοýκλι που εßχε δοθεß στον παπποý του. ¼ταν βÜφτιζαν τον παπποý του στη ΜονÞ ΚρουσταλλÝνιας το 1740, οι Τοýρκοι μπÞκαν κι Üρχισαν να λεηλατοýν την εκκλησßα. Τüτε Ýσπασαν και τη πÞλινη κολυμπÞθρα, αλλÜ οι ιερεßς Ýκαναν τη βÜφτιση κανονικÜ με Ýνα καζÜνι, το οποßο Ýδωσε στον παπποý του το παρατσοýκλι ΚαζÜνης.
Το 1810, üταν ακüμη ο Μανþλης ΚαζÜνης Þταν 17 χρονþν, Ýνας Τοýρκος απü το ΧουμεριÜκο, ο ΑληδÜκος, πÞγε στο ΜαρμακÝτω και διÝμεινε στο σπßτι των ΚαζÜνηδων. ΚÜποια στιγμÞ, φαßνεται να προκÜλεσε το νεαρü Μανþλη σε πÜλη. Ο ΚαζÜνης Ýριξε κÜτω τον Τοýρκο, αλλÜ κατÝφυγε στα βουνÜ για να αποφýγει την εκδßκηση του, ξεκινþντας τη χαÀνικη ζωÞ του.
ΣιγÜ - σιγÜ τρÝξανε κοντÜ του κι Üλλοι διωγμÝνοι χριστιανοß και μÝσα σε σýντομο χρüνο, δημιοýργησε Ýνα μικρü, αλλÜ ισχυρü πολεμικü σþμα. Με βÜση το βουνü Αλüúδα του Λασιθßου, üπου εßχε το λημÝρι του, καταδßωκε τους Τοýρκους, τιμωρþντας την αδικßα και τη καταπßεση του κατακτητÞ. ¸λαβε μÝρος σαν αρχηγüς, σ’ üλες τις μÜχες που Ýγιναν στους νομοýς Λασιθßου και Ηρακλεßου κι Ýγινε ο φüβος κι ο τρüμος των Τοýρκων.
ΚατÜ τη διÜρκεια της επανÜστασης του 1821, ο ΚαζÜνης εκπροσþπησε πολλÝς φορÝς τους Λασιθιþτες στις συνελεýσεις των επαναστατþν, ενþ πολÝμησε και σε αρκετÝς μÜχες. Το 1825 αφοý καταπνßγηκε μια ακüμη επανÜσταση των Κρητικþν, αναγκÜστηκε μαζß με πολλοýς συντρüφους του να καταφýγει στη ΣτερεÜ ΕλλÜδα üπου και συνÝχισε τη πολεμικÞ του δρÜση. Κλεßστηκε στο Μεσολüγγι και κατÜ την ηρωικÞ Ýξοδο, τραυματßστηκε βαριÜ κι ýστερα απü παρÜ πολλÝς ταλαιπωρßες, κατÝφυγε με τους συντρüφους του στη ΝÜξο. Εκεß δοýλευαν για να ζÞσουνε στα κτÞματα ενüς τσιφλικÜ ονüματι ΛÜσκαρη. ΤÝλος, το 1846 ο οπλαρχηγüς, ο γενναßος κι ατρüμητος χαúνης, πÝθανε ξεχασμÝνος απü το Ελληνικü ΚρÜτος, απü τις κακουχßες και τα τραýματÜ του και τÜφηκε στη ΝÜξο και στα κτÞματα üπου δοýλευε. Ο τÜφος του δεν βρÝθηκε ποτÝ, παρÜ τις αναζητÞσεις απü τους απογüνους του.
ΣÞμερα στο κÝντρο του χωριοý δεσπüζει η προτομÞ του μεγÜλου αυτοý Þρωα, για να θυμßζει στους παλιοýς και τους νεþτερους, την ηγετικÞ προσωπικüτητα που γÝννησε ο ταπεινüς αυτüς τüπος.
"Μικρü χωριü, μα Ýχει θεßα χÜρη.
Μικρü χωριü, μα γÝννησε μεγÜλο παλικÜρι".
===================
Ο ΚαπετÜν-ΚαζÜνης
Θα Ýχετε ακοýσει τον ΚαπετÜν ΚαζÜνη,
τον μÝγα ΤουρκοφÜγο και τον παληκαρÜ,
που στα “εßκοσι Ýνα” θαýματα εßχε κÜνει,
σκορπþντας εις τους Τοýρκους φωτιÜ και συμφορÜ.
Θα Ýχετε ακοýσει το θÜρρος, την ψυχÞ του,
αλλÜ κανεßς σας üμως πιστεýω να μην ξÝρει,
στα πüσα εγγενÞθη, ποιοι Þσαν οι γονεßς του,
και η καταγωγÞ των, και απü ποßα μÝρη.
Για κεßνο εν συντüμω τþρα θα προσπαθÞσω.
(αλλÜ να δοýμε üμως εÜν θα τα καταφÝρω)
Τον αρχικüν του βßον να σας εξιστορÞσω,
φρονþν στην ιστορßα πως κÜτι θα προσφÝρω.
Στα χßλια επτακüσια ενηνÞντα Ýξ' γεννÞθη.
Θα Þταν καθþς λÝγουν ΦλεβÜρης Þ και ΜÜρτης,
στο ΜαρμακÝτο, (εßναι χωρßον στον ΛασÞθι)
εκεß επρωτοεßδε τον Þλιο ο αντÜρτης.
Τον κýρη του τον Ýλεγαν Γεþργιο Ροβßθη,
την μÜνα του ελÝγαν (ως μοýπαν) ΣτυλιανÞ,
απü τους φτωχοτÝρους Þσανε στο ΛασÞθι,
πλην Þσανε οι πρþτοι καλοß Χριστιανοß.
ΚαλÜ! Θα μου ειπÞτε σαν Þτανε Ροβßθης
πως τþρα να μας λÝγεις πως Þτανε ΚαζÜνης,
Þ θÝλεις να μας παßζεις Þ ßσως επλανÞθης,
και πως απü Ροβßθη ΚαζÜνη μας τον κÜνεις.
Οýτε το εν συμβαßνει μα οýτε και το Üλλο,
αλλ' üμως κýριοι μου Ýαν ακροασθεßτε,
θα δεßτε την αλÞθεια πως λÝγω και δεν σφÜλλω
κι εις τα λεγüμενα μου üλοι σας θα πεισθεßτε.
Στα χßλια επτακüσια σαρÜντα εγεννÞθη,
ο πÜππος του Μανþλης (και τοýτος παληκÜρι),
αλλ' ακριβþς ετüτε εβγÞκαν στο ΛασÞθι
ν' αρπÜξουν και να κλÝψουν Τοýρκοι και ΓενιτσÜροι.
ΑβÜφτιστο παιδß 'τον üταν στην ΚρουσταλÝνια,
οι χωρικοß γονεßς του το παν να το βαφτßσουν,
ανÜβουν τα κανδýλια, φÝρνουν μια χωματÝνια
μεγÜλη κολυμβÞθρα. Μα πριν τακτοποιÞσουν,
εν γÝνει üλα τα πÜντα, ν' αρχßσουν οι παππÜδες,
πριν το παιδß ακüμα το βÜπτισμα του πÜρει,
γροικοýν αλüγων γδοýπους, και φτÜνουν οι αγÜδες,
και μπαßνουν αγριεμÝνοι πεζοß και καβαλÜροι.
Τους καλογÝρους üλους πιÜνουνε και ληστεýουν,
αρνιÜ και κüτες παßρνουν και ποιüς θα τους ομßλει;
Μπαßνουν στην εκκλησßα κι εδþ κι εκεß γυρεýουν
και σπουν την κολυμβÞθρα και φεýγουνε οι σκýλοι.
Σαν Ýφυγαν κατüπιν, ο Γοýμενος τους λÝγει,
πως το παιδß να μεßνει αβÜφτιστο δεν κÜνει.
ΣτÝλνει, μια κολυμβÞθρα σ' Üλλο χωριü γυρεýει,
μα üμως δεν ευρÞκαν μονÜχα Ýνα καζÜνι,
που βÜζουνε το βρÝφος μÝσα και το βαφτßζει.
Τοýμεινε, παρατσοýκλι επßθετον ΚαζÜνη.
Την σÞμερον ετοýτο κανεßς δεν το γνωρßζει.
Θα πεßτε πως το ξÝρεις και Üλλος δεν το ξÝρει;
Ο ΓÝρω ΓιανναδÜκης μου τÜχει λεομÝνα,
που Þταν του ΚαζÜνη το δεξιü του χÝρι,
γιατß συμπολεμοýσαν εις τα εßκοσι Ýνα.
Αχ! οι παλιοß πεθÜναν, ετÜφηκαν ομÜδι,
τ' Üφθαστα μεγαλεßα κι ανδραγαθÞματÜ των,
του ¸θνους της κορþνας κÜθε λαμπρü πετρÜδι,
ετÜφηκε μαζß των μÝσα στα μνÞματÜ των.
Για κεßνους που δοξÜσαν κατÜ την Ιστορßα,
και ¸θνος και πατρßδα (σας βεβαιþ αλÞθεια)
αν σÞμερον μιλÞσης, σουν λÝν Ýχεις μωρßα,
Þ λÝγεις φλυαρßες κι Üνοστα παραμýθια.
Την Ýνδοξη κορþνα που 'φüρει στο κεφÜλι,
μ' ατßμητα πετρÜδια περÞφανα η ΜÜνα,
τþρα καταπατοýνε ¢γγλοι, Ρþσσοι και ΓÜλλοι,
και θÝλουν απü ΜÜνα να γßνει παραμÜνα!
Μα αυτÞ η παραμÜνα σας Ýχει γαλουχßσει,
σας Ýμαθ' επιστÞμας, σας Ýχει ανυψþσει.
Τþρα για πληρωμÞ της καθεßς κοιτÜ να χýσει,
φαρμÜκι στην ψυχÞ της για την θανατþση.
Τη φτωχοπαραμÜνα αυτÞ, θα τ' αρνηθÞτε,
πως εγυμνþσατε üλοι; και τα φορÝματα της,
εβÜλετε γελþντες; χωρßς καν να 'ντραπÞτε!
Ρωτþ σας πως βρεθÞαν σ' εσÜς τ' αγÜλματÜ της;
ΑλÞθεια παραμÜνα και διδασκÜλισσÜ σας,
εßναι η φτωχÞ μας ΜÜνα. ΑλÞθεια λαοπλÜνοι,
αυτÞ 'που δεν σας μÝλλει για τα συμφÝροντÜς σας,
να της φορÝσουν Üλλοι τ' ακÜνθινο στÝφÜνι.
Μα και να την σταυρþστε, επÜνω στο σταυρü της,
οπüταν θα εκπνεýση το Üχραντü της σþμα,
περÞφανο θα εßναι το θεßο πρüσωπü της
και πεθαμÝνη θα 'νε πλεια üμορφη ακüμα.
Αχ σÞμερον η ýλη το Üτιμο το χρÞμα,
κÜθε σωστÞ ιδÝα εýκολα μεταβÜλει,
και ζωντανü πολλÜκις θÜπτει μÝσα στο μνÞμα,
αυτü που προσπαθοýνε ν' αναστηλþσουν Üλλοι.
¸φυγα απü το θÝμα χωρßς να το 'ννοÞσω
με την πολυλογßα θε να με βαρεθεßτε.
Αχ! τα παληÜ τα χρüνια με κÜνουν να δακρýσω,
λοιπüν γυρνþ στο θÝμα και να με συγχωρεßτε.....
Θα εξακολουθÞσω την πρþτη ιστορßα
του ΚαπετÜν ΚαζÜνη -το μÝτρο üμως θ' αλλÜξω
σýντομα θα μιλÞσω με χωρßς θεωρßα
Γιατß πολý φοβοýμε πως θα σας σε νυστÜξω.
Αφοý θ' αλλÜξω μÝτρον ßσως θα μου ειπÞτε
πως ιδιοτροπßα θα Ýχω και μεγÜλη.
Ναι. αλλÜ Ýνα πρÜγμα ρωτþ και αποκριθÞτε
πλειο ιδιüτροπüι μου δεν εßναι τÜχα Üλλοι;
Την εποχÞ που Ýκοβε του Τοýρκου η μαχαßρα
εýκολα τους χριστιανοýς κι Üδικα πÝρα πÝρα.
¼χι γιατ' Þσαν Üνανδροι κι οι Τοýρκοι ανδρειωμÝνοι
μüνον γιατ´ Þσαν Üοπλοι κι οι Τοýρκοι οπλισμÝνοι.
Η δε ΦραγκιÜ που δýνατο αυτÜ να τα μποδßση
Ýκανε την αδιÜφορη χωρßς να ομιλÞση.
Στου ΜεραμβÝλλου τα χωριÜ Τοýρκοι εκατοικοýσαν
και τους αθþους χριστιανοýς εκατατυρανοýσαν
με αδικιÝς με εγγαριÝς πολλþν λογιþν οι σκýλοι
αλλÜ αυτÜ τα ξεýρετε' και μοναχÜ τα χεßλη
θ' ανοßξω για να σας ειπþ για Ýνα “ΑληδÜκο”
που κατοικοýσε στο χωργιü που λÝνε “ΧουμεριÜκο”.
Μακρýς σαν στρουθοκÜμηλος· φαγÜς ßδια σαν γλÜρος
φλýρος κακορßζικος της γÞς μεγÜλο βÜρος.
ΕφτÜ τουρκÜλες εßχενε σε πÝντε χρüνια πÜρει
μα και τσ' εφτÜ ταις πþλησε σαν σκλÜβες στο παζÜρι.
Με τα σαπηλοκüντακα φοροýσε δυο πιστüλες
και τας επαρονüμοιαζε ο ßδιος “μαργιüλες”.
Εßχανε Üφθονη σκουρÜ κι Þταν και ραγισμÝνες
και με της αßγας το λουρß τÜς εßχενε δεμÝνες.
Εßχε ποδÜρια πελαργοý και κουκουβÜγιας μýτη
και Τοýρκο ασχημüτερο δεν εßχε εις την ΚρÞτη.
¸πρεπε να τον Ýβλεπες τον ψεýτη καβαλÜρη
θα νüμιζες πως Ýβλεπες “γÜúδαρο στο μουλÜρι”.
Γιατ' ανοιγμÝνες εßχενε πÜντοτε ταις μασκÜλες
και τα ποδÜρια κρεμαστÜ απ' Ýξω 'πο ταις σκÜλαις.
Δεν Þτο γÝρος· μα 'βαφε πÜντοτε τα μαλλιÜ του,
κι Ýπαιζε ολομüναχος πÜλι τα μοýτσουνÜ του.
Εις το τζαμß δεν πÞγαινε· (Και τι 'θελε γυρεýει;
π' ο ßδιος δεν εγνþριζε σαν τι θεü λατρεýει).
Κρασß ακρÜτο Ýπινε το κÜθε ΡαμαζÜνι
χοßρινο κρÝας Ýψηνε μαζß με το κουρμπÜνι.
Απü αυτÜ θα νοιþσετε τα προτερÞματÜ του.
Το τÜγμα του Βελζεβεοýλ πως εßχε στην καρδιÜ του.
¹ξευρε τÝχν' üμως καλÞ· ζþα εμουνουχοýσε
και σε μετüχια και χωριÜ κι εδþ κι εκεß γυρνοýσε
και μουνουχοýσε Üλογα και χοßρους και μουλÜρια
κι εγÝμιζε το σπßτι του κριθÜρια και σιτÜρια.
¹το και χεροδýναμος πÜντοτε εκαυχÜτο
πως δεν ευρÝθηκε κανεßς να τονÝ ρßξει κÜτω.
Και πρÜγματι ο Üθλιος σαν Þθελ' αγριÝψη
δεν αποφÜσιζε κανεßς μαζß του να παλÝψη.
Μια μÝρα του μηνýσανε να πÜει μην αργÞση
εις το Λασßθι μερικÜ ζþα να μουνουχßση.
κι ευθýς τα εργαλεßα του μÝσα στο σÜκκο βÜνει
την ßδια μÝρα 'πο βραδýς στο ΜαρμακÝτο φθÜνει.
Σ' ενüς γνωστοý του Ýμεινε και πρωß αρχßζει
χοßρους μουλαρο-γαúδουρα ευθýς να μουνουχßζη.
Εßπαμε χεροδýναμος και καυχησÜρης Þτο
γ' αυτü 'λεγε συχνÜ πυκνÜ κανÝνα δεν φοβεßτο.
“Δυο δυο ελÜτε οι Ρωμιοß κι εγþ σας σε παλεýω
για να το καταλÜβετε üτι δεν χωρατεýω.”
Μα üμως την αλÞθεια αν θÝλετε να ποýμε;
μüνο αυτü το “Τσοýμαρο” λιγÜκι που φοβοýμαι.
Το σþμα του το μπüú του του δεßχνει πως μια μÝρα
δεν θα μπορεß κανεßς μ' αυτü για να τα βγÜλη πÝρα.
ΑυτÜ 'λÝγε και Ýδειχνε τον ΚαπετÜν ΚαζÜνη
που μüλις τüτε Üρχισε μουστÜκι για να βγÜνη.
Αυτüς τον γνþριζε καλÜ γιατß εσυνηθοýσε
στο σπßτι του πατÝρα του πολλÜκις κι εδειπνοýσε.
-¸λα του λÝγει Τσοýμαρε σßμωσ' εδþ κοντÜ μου
για να παλÝψωμε να δεßς μωρÝ την ανδρειÜ μου.
-¼χι (του λÝγει ο μικρüς) ετοýτο δεν το κÜνω
εßμαι παιδß και με εσÝ ξεýρω πως δεν τα βÜνω.
ΑγÜς üμως ξεζþσθηκε αμÝσως τ' ÜρματÜ του
και αγκαλιÜζει τον μικρü και τον τραβÜ κοντÜ του.
-ΠαραßτησÝ το μια στιγμÞ ΑγÜ να του μιλÞσω
(λÝγ' ο πατÝρας του παιδιοý) και ßσως να το πεßσω.
Παßρνει ο πατÝρας το παιδß κρυφÜ και τ' αρμηνεýει
να αρνηθÞ το πÜλεμα να πη πως δεν παλεýει.
Μ' αν επιμÝνει ο ΑγÜς για να μην τον ντροπιÜσει
να πÝσει μüνος ο μικρüς μα πρÜγμα δεν θα χÜση.
-ΠατÝρα (üμως τ' απαντÜ) τüτε μüνον θα πÝσω
üταν απü τη δýναμη που 'χει δεν θα μπορÝσω
να στηριχθþ στα πüδια μου, αυτü να γνωρßζεις·
δεν πÝφτω θεληματικþς μονÜχα μη μανßζεις.
-Ακüμη δεν τα εßπατε; ΑγÜς τους σε φωνÜζει
και χýνεται και το μικρü πÜλι ξαναγκαλιÜζει.
ΤραβÜ ΑγÜς το Τσοýμαρο μα κεßνο ωσÜν βρÜχος
εστÝκετο αδιÜσειστος κι αμÝριμνος μονÜχος.
Κι ενþ προσπÜθει ο ΑγÜς για να τον ρßξη κÜτω
ο Τσοýμαρος παντÜπασι οýτε το συλλογÜτο.
Ο ΑληδÜκος δýναμη üση κι αν εßχε βÜνει
παßζει του μια, παßζει του δυο μα τßποτε δεν κÜνει
ο Τσοýμαρος δεν Ýκαμε βÞμα δεν εκουνοýσε
ενþ ΑγÜς 'πο μÝσα του το εμετανοοýσε.
-ΑγÜ του λÝγει προσοχÞ τþρα θα προσπαθÞσω
να 'δω κι εγþ εÜν μπορþ να σε μετακινÞσω.
Και σφßγγει τον αδυνατÜ και πÜνω τον σηκþνει
και σαν τον τρÜγο δια μιας στη γη τον εξαπλþνει.
Τα φρýδια του κατÜσπασαν, τ' αυτιÜ του κÜτω κλεßνα
κι Ýχασ' απü την κεφαλÞ φÝσι και φουνταρßναν!
Οι χωργιανοß λεν του μικροý τι στÝκεις και ξανοßγεις;
θα σε σκοτþσει σαν σκωθÞ μüνο ευθýς να φýγης.
Σαν εσηκþθη πρÜγματι σÝρνει φωνÞ μεγÜλη.
-Που' νε του σκýλου παιδß που πüδα μ' Ýχει βÜλει
και με απÜτη μ' Ýριξε! Που ' νε να το πληρþσω!
ΒαλÜχ μπιλÜχ το Üπιστο που 'νε να το σκοτþσω.
-Αυτü (του λÝνε) Ýφυγε να! Κοßτα το κει πÝρα
και την πιστüλα τρÜβηξε και στÝλλει του μια σφαßρα'.
Μα οýτε στα μεσüστρατα δεν Ýφθασε εκεßνη
Þταν μακρυÜ πολý μακρυÜ' κι ΑγÜς φαρμÜκι πßνει.
-ΣÞμερον (λÝγει) τα στοιχειÜ μ' κυνηγοýνε üλα'
κι απ'το θυμü του Ýκαμε κομμÜτι τη πιστüλα.
κι απü τη λýσσα κι εντροπÞ χωρßς να ομιλÞση
αμÝσως ετοιμÜσθηκε για να αναχωρÞσει.
Αυτüς üπου καυχüτανε! το πρþτο παληκÜρι(!)
κι ' οýτε τα μουνουχιστικÜ δεν στÜθηκε να πÜρη.
ΣεπτÝμβρης μÞνα Þτανε π' ο κýρις του ΚαζÜνη
απηδο μηλο-κýδωνα Ýνα φορτßο κÜνει,
και βÜνει μεσοσþμαρα καρýδια Ýνα σÜκκο
και ξεκινÜ ο δυστυχÞς να πα στο ΧουμεριÜκο
üπου 'χε φßλους γνþριμους εκεß να πωλÞση
να πÜρη τßποτε λιανÜ και πßσω να γυρßση.
Μα ο ΑληδÜκος να τον δη αφρßζ' ευθýς και τρßζει
κι απü μακρυÜ αρχßνισε για να τον εξυβρßζη.
-Τι μου 'φερες τα μοýτρα σου εδþ να τα κοιτÜζω
και ποιος μου διδ' υπομονÞ σκýλε και δεν σε σφÜζω;
που τον υγιü σου Ýβαλε μωρÝ να με προσβÜλλη
και πρÜγματι με πρüσβαλε με μπαμπεσÜ μεγÜλη.
Ο γÝρως ν' απολογηθεß πÜει, μα δεν αφÞνει
ο ΑληδÜκος το σκυλß, μüν' μια ραβδιÜ του δßνει
που πεσε κÜτ παρευθýς! Κι αντßκρυ Τοýρκοι τüσοι
εστÝκανε αδιÜφοροι να δουν αν τον σκοτþση.
Κι αφοý τον εκατÜδειρε φωνÜζει τα ΤουρκÜκια
κι αρÜσουν καταπÜνω του ßδια σαν τα σκυλÜκια
με γιουχαúσματα, βρυσÝς πολλþν λογιþ τον βρßζουν
και τα σακκιÜ που εßχε στον ζþον του ξεσχßζουν
και πÝρνουν τα μηλÜπηδα Ýπειτα τον εδιþξαν
κι ως και του μουλαργιοý τ' αυτιÜ και την ουρÜ εκüψαν.
Με της ντροπÞς τα μÜγουλα με κρÝατα δαρμÝνα
με ζþον üπου εßχενε αυτιÜ κι ουρÜ κομÝνα
γυρßζ' ο γÝρως ο φτωχüς οπßσω στο χωργιü του
κι απü μακρυÜ φορτþθηκε κι Ýλεγε στο υιγιü του.
-Μανþλη αν δεν πÜλευες εσý μ' αυτü το σκýλο
δεν θα τρωγα στα γÝρα μου Üδικα τüσο ξýλο.
Ο γυιüς του τον λυπÞθηκε' επüνεσε η καρδιÜ του
που μüλις συνεκρÜτησε τüτε τα δÜκρυÜ του.
-¸χε (του λÝγει) υπομονÞ και μη παραπονÜσαι
θα τ' ακριβοπληρþσ' αυτÜ ΑγÜς και μη λυπÜσαι.
Λßγος καιρüς επÝρασε π' ο κυρις του ΚαζÜνη
απ' ταις πληγαßς και ραβδισμοýς τελεßως εßχε γιÜνη
κι οýτε στο νου του τüβανε οýτε το συλλογÜτο
Μα Ýλα δα ο Τσοýμαρος που δεν το βÜνει κÜτω!
Την προσβολÞ την πατρικÞ θÝλει για να ξεπλýνη
κι ο πüθος τοýτος Þσυχο ποτÝ δεν το αφÞνει.
Και μια βραδιÜ χειμωνικÞ επÞρε εις το χÝρι
Ýνα ραβδß. και Ýβαλε στη μÝσ' Ýνα μαχαßρι.
Στο ΧουμεριÜκο ξεκινÜ να πÜη ν' ανταμþση
το φßλο του πατÝρα του για να τονε πληρþση.
¸φθασε τα μεσÜνυκτα και σ' Ýνα σπßτι μπαßνει
ενüς γνωστοý και εκεß τρεις μÝρες μüνος μÝνει
χωρßς να παρουσιασθεß κι εκαιροφυλακτοýσε
τον ΑληδÜκο του να βρη γιατß τον αγαποýσε.
ΒορρÜς και νüτος Þσανε μια βραδυνιÜ πιασμÝνοι
üταν απü τον καφενÝ τον Τοýρκικο εβγαßνει
ο ΑληδÜκος μüνος βαροαρματωμÝνος
να παη εις το σπÞτι του κι Þτον και σκεπασμÝνος
Ýνα καπüτο τσüχινο, κι Ýνα μακρý μπιχßνη
που συνηθοýσε κι Ýβανε με χρþμα μενεβßχη.
Μα τη στιγμÞ που Þγγιζε στην πüρτα του ν' ανοßξει
γροικÜ μια χÝρα ζωντανÞ επÜνω του ν' αγγßξει.
-Ποιος εßσαι σÝρνει μια φωνÞ. -¢πιστε μη μιλÞσης
Γιατ' αν φωνÜξεις θα χαθεßς αμÝσως, δεν θα ζÞσεις
μüνο παραßτα τ' Üρματα ποιος εßμαι ; με γνωρßζεις.
-Να σου τα δþσω Μανωληü και καμ' üτι ορßζεις.
Του παραδßδει τ' Üρματα ευθýς γιατ' εφοβÞθη.
-Εμπρüς (του λÝγει) παρευθýς να πÜμε στο ΛασÞθι.
ΕπαρακÜλιε, Ýτασε αλλÜ σαν εßδε üμως
πως θα 'μπαινε σ' ενÝργεια του μπαρουτιοý ο νüμος
¸τρεχε με τα τÝσσαρα ημπüρει δεν ημπüρει
και φθÜνουν ξημερþματα στου Λασηθιοý τα üρη.
ΕγλυκοχÜραζ' η αυγÞ -ο κýρης του ΚαζÜνη
μετÜπνυσε και ξýπνησε και λÝγει προς τον ΓιÜννη
τον γιü του. - ΣÞκω των βουγιþ να ρßξης λßγα χüρτα
οπüτε “¢νοιξε” γροικοýν και τÜκα -τουκ στην πüρτα
ΤρÝχει κι ανοßγει ο γεροντÞς αλλ' üμως τι κυττÜζει;
θÝαμα που τη μια γελα την Üλλ' αναστενÜζει!
ΒλÝπει το γιü του γελαστü και μορφαρματωμÝνο
και τον ΑγÜ περßλυπο μεσοξεπαγιασμÝνο!
Με πρüσωπο ολομÜτωτο, με κοýτελα σπασμÝνα!
τα μÜτια του 'λοκüκκινα και σαν αυγÜ πρησμÝνα!
Σαν το μουζοýρ' απ' ταις πληγαßς εγßνηκε η κλÜβα!
Κι Ýγερν' εδþ κι Ýγερν' εκεß σαν τη παληοκαρÜβα!
Ξυπüλυτο! Και των ποδιþν τα δÜκτυλα σπασμÝνα!
και τα Τοζλοýκια του 'σανε κομμÜτια γινομÝνα
απ' τα γλυστρο-πεσßματα που 'χε στο δρüμο κÜμει
κι Ýστεκε χωρßς oμιλιÜ, κι Ýτρεμε σαν καλÜμι.
ΚÜθησε (λÝγ' ο Τσοýμαρος) ΑγÜ μου ξεκουρÜσου
ΚουρÜσθηκες; συνÞφερε' Ýλα στο λογικÜ σου.
Και συ πατÝρα φÝρε 'δω το “¢γιο ΤεφτÝρι”
που εßναι απ' αγριüπρινο αμÝσως εßς το χÝρι.
Και üτι γρÜφει του ΑγÜ πως χρεωστεß να δþσεις
Τους ραβδισμοýς που σοý 'παιξε με τüκον να πληρþσης
Σαν πüσαις σου κατÜφερε; -Παιδß μου δεν θυμοýμαι
αλλÜ αυτÜ περÜσανε· μονÜχα να σας βροýμε
τßποτε για το φαγητü γιατß θε να πεινÜτε
που να καθÞσετε κι οι δυü με τον ΑγÜ να φÜτε.
-Κατüπιν εßναι το φαγß αφοý λογαριασθοýμε
Ýχωμε ýστερα καιρü να φÜμε και να πιοýμε.
ΘυμÜσαι πüσους ραβδισμοýς πατÝρα σοý 'χει παßξει;
-Τι να σου πω; τας μÝτρουνε εως τας δεκα Ýξι
κι Ýπειτα λυποθýμησα κι εξÜπλωσα στο χþμα
πιστεýω πως θα μου παιξε μια δεκαριÜ ακüμα.
-Λοιπüν για πιÜσε το ραβδß να τους ταις επιστρÝψης
γιατι θα του χρειÜζονται. -ΠοτÝ μην το πιστÝψεις
(φωνÜζει τüτε ο γεροντÞς) πως θα γενÞ παιδß μου
μüνο παραßτα τον ΑγÜ που να 'χης την ευχÞ μου.
Τüτε με μÜνιτα πολý του λÝγει ο Μανþλης
που απü τον πολý θυμü εσυγκρατεßτο μüλις.
-Αν δεν του δþσης τις ραβδιÝς που σου δωσε οπßσω
¹μαρτον θÝ μου Þμαρτον. ΕσÝνα θα ραβδßσω
κι αφοý το Ýργον μου αυτü θε ν' αποτελειþσω
και τον ΑγÜ τον φßλον σου μπροστÜ σου θα σκοτþσω.
-Παßξε μου γÝρω κÜμποσες απÜλαφρα στη ρÜχη
που να γλυτþσωμε κι οι δυü γιατ' ßσως üρκο θα 'χει
εßπε ο ΑγÜς – ΑδυνατÝς λÝγ' ο Μανþλης πÜλι
κυττÜζοντας τους και τους δυü με μÜνιτα μεγÜλη.
Ο γÝρος τüτε σκþθηκε και τον ΑγÜ αρχßζει
αλýπητα και δυνατÜ να τον καταραβδßζει
κι αυτüς σε κÜθε ραβδισμü εφþναζε “ινσÜφι”
ο δε Μανþλης ταις ξυλιÝς μια μια στον τοßχο γρÜφει.
Σαν Ýφθασε στον αριθμü 30 λÝγει “στÝκα”.
Δþσε του για ενθýμιση και για τον τüκο δÝκα
ακüμα ραβδισμοýς καλοýς κι αν του εκαλοφÜνει,
το φÝρσιμο που σου καμε ας σου το ξανακÜνει.
Παßζει τ' ακüμα κÜμποσες κι Ýπειτα τον αφÞνει
κι απü το τüσο κüπανο ολüπριστος εγßνη.
Εις την αξιοδÜκρυτη αυτÞ σαν Þλθε θÝσι
θελ' ο Μανþλης ýστερα τραπÝζι να του στÝσει
Για να διασκεδÜσουνε να φÜνε και να πιοýνε
κι αν Ýφταιξε ο εις τ' αλλοý για να συγχωρεθοýνε.
Μ' ΑγÜς του λÝει “Μανωληü εγþ φαú δεν θÝλω
μον' να γυρßσω γρÞγορα πßσω στο ΜεραμβÝλλο.”
-Εßσαι ελεýθερος ΑγÜ να πας εις το χωριü σου
κι üτι Ýπαθες τη σÞμερο τα φταßει το μυαλü σου.
ΜÜλιστα θα κουρÜσθηκες και θα σου κÜμω χÜρι
να πÜρεις το κουτσαýτικο και μαýρο μας μουλÜρι
αυτü που του κοψες τ' αυτιÜ και την ουρÜ ΑληδÜκο
σαν Ýδειρες τον κýρι μου κÜτω στο ΧουμεριÜκο.
Μα δεν σου το χαρßζωμε μüνο θα το πληρþσης
και πεντακüσα γρüσα γι' αυτü θε να μας δþσης
Κι αν δεν τα στεßλης μüνος μου θε να 'ρθω να τα πÜρω
που δεν γλυτþνεις κι αδερφοß να εßσθε με το χÜρο.
Κι διπλοπαραγγÝλω σου Ρωμιοýς να μην πειρÜζεις
γιατß κι αυτοß 'χουνε ψυχÞ και να τους λογαριÜζεις.
κι üταν θελÞσεις Χριστιανοý τßποτε να μιλÞσεις
με ζÜχαρη κι ανθüνερο το στüμα να γεμßσεις
ΕÜν μου πουν πως Ýκαμες ανοησßας Üλλας
δεν θα γροικÞσης μοναχÜ τη ζεστασιÜ της μπÜλας.
¸φυγ' ο ΑγÜς και γýρισε το βρÜδυ στο χωριü του
κι επÞγε και ξεπÝζεψε νýκτα στο σπιτικü του.
Και δÝκα μÝρες μοναχüς στα σκοτεινÜ εκλεßσθη
þστε του γιÜναν πληγÝς κι η κεφαλÞ ξεπρÞσθη.
Πρþτη δουλειÜ του Þταν σαν Ýγιανε να στεßλει
τα πεντακüσα γρüσια σε κεντητü μανδÞλι
Κατüπιν τους Χριστιανοýς τüσον τους αγαποýσε
που πÜντοτε μ' ευγÝνεια και σπλÜχνος τους μιλοýσε
κι ουδ' Üλλους Τοýρκους Üφηνε να τους κακολογοýνε
"ΦοβÝρα θÝλουν οι κακοß να περιορισθοýνε".
ΑυτÞ 'τανε η ανδρειÜ η πρþτη του ΚαζÜνη
üπου δεν επροσκýνηση ποτÝ Τοýρκου φερμÜνι
Κι αυτü εγßνηκι αφορμÞ κι εις το βουνü εβγÞκε
Και τ' üνομα τ' αθÜνατο στην ιστορßα αφÞκε.
Τ Ε Λ Ο Σ