|
|
Ενδιαφέροντες
Πιερής Μιχάλης:
Τόποι Γραφής |
Βιογραφικό
Ο ποιητής, μεταφραστής και πανεπιστημιακός καθηγητής Μιχάλης Πιερής γεννήθηκε στην Εφταγωνία της Κύπρου, που βρίσκεται στην Επαρχία Λεμεσού, το 1952. Σπούδασε φιλολογία και θέατρο στη Θεσσαλονίκη (1972-78) και στο Σίδνεϋ (πήρε ντοκτορά το 1983) κι εργάστηκε ως μελετητής κι ακαδημαϊκός καθηγητής σε πολυάριθμα ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια σε Ελλάδα, Ευρώπη, ΗΠΑ κι Αυστραλία. Έχει γράψει πολλά βιβλία κι έχει δημοσιεύσει σημαντικό αριθμό ερευνητικών μελετών για μεσαιωνική και νεοελληνική λογοτεχνία. Έχει ταξιδεψει σε διάφορες πόλεις στον κόσμο, δίνει διαλέξεις, διδάσκει, συνδυάζοντας πάντα την έρευνα και τις ακαδημαϊκές δραστηριότητές του με μιαν αναζήτηση για τη ποίηση. Από το 1993, ζει μόνιμα στη Λευκωσία, διδάσκοντας ποίηση και θέατρο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι επίσης διευθυντής της σχολής σύγχρονων ελληνικών και διευθυντής του πολιτιστικού κέντρου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει δημοσιεύσει 9 ποιητικά βιβλία, μια συλλογή διηγημάτων κι ένα θεατρικό. Έχει μεταφράσει ξένη ποίηση κι αρχαίο ελληνικό δράμα. Έχει συμμετάσχει ενεργά στη προώθηση έρευνας θεάτρου και πανεπιστημιακού θεάτρου κι έχει προσαρμόσει κι οργανώσει ως διευθύνων, διάφορες μεσαιωνικές κι αναγεννησιακές μελέτες. Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σ' όλες τις σημαντικές ευρωπαϊκές γλώσσες. Παρευρέθηκε στο 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης στη Βαρκελώνη (Μάης 2000) και στο Festivaletteratura Mantova (Σεπτέμβρης 2005). Οι ειδικές εκδόσεις που αναφέρονται στη ποίησή του έχουνε δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό Πλανόδιον στην Αθήνα (Δεκέμβρης 2004) και στο λογοτεχνικό περιοδικό Poesia στο Μιλάνο (Φλεβάρης 2005).
----------------------------------------------------------------------------------------------
Ξύπνησα κι ήμουν στ' όνειρο. Οι τόποι μοιάζαν γνώριμοι κι ας μην τους αναγνώριζα. Κάπου τους έχω ξαναδεί, σκεφτόμουν. Περπάτησα σ' αυτούς τους δρόμους. Θυμάμαι εκείνη τη στροφή. τα δέντρα, το ποτάμι. Τη γέφυρα που στάθηκα να με φωτογραφήσεις.
Πώς γίνεται να βλέπω τώρα και να μη βλέπω. Ή μήπως δεν τους είχα δει πραγματικά. Μήπως τους ονειρεύτηκα. Και τώρα αυτές οι πύλες μοιάζουν να είναι πέρασμα. Σ' αυτό που νόμιζα πως είδα.
α' η πυλη των τοπων και του μύθου
Κοιμήθηκα στο Πάνορμο, ξύπνησα στο Παλέρμο. Πρωί κι ομίχλη κι ήμουνα στο δρόμο των Πρεσπών. Λίβας μεσημεριού στο Ρέθυμνο με δρόσιζε η αύρα του Μολύβου. Απομεσήμερο στον Ποταμό της Ξυλοφάγου. Μαύρη σκιά τον είδαμε. Ψυχή πυρπολημένη κι αλητεύουσα. του ποιητή. Το βράδυ με ψιλόβροχο. Χειμώνιαζε...
Τρώγαμε ψάρι στο Κατάκολο με κείνες τις νεράιδες. Νύχτωνε δε ξημέρωνα. Και μες στο φως του σκότους σε κοίταζα που στέκοσουν σε δροσερό λιβάδι (πλασμάτων γηγενών την παροικία): μυριστικά, ηδύοσμα, αυτοφυή. Γληφώνια και κυπάρισσοι. Τ' 'Αη Λαρκού, του Κουτσοβέντη, της Καντάρας.
Από λοξό καθρέφτη κοίταζες. Στης ρήγαινας τον κρύφτη κλεισμένη κι άφαντη τωρά και χρόνια. (Σηκώνω πέτρα, βρίσκω σε. Πίννω νερόν θωρώ σε.) Αγιομνήσι της αφής.
Τροφή και παρηγόρημα της άναυδης γραφής μου.
. . .
ε' της πυρωμενης σαρκας
Ύστερα βγήκα απ' τ' όνειρο. Δεν ήμουν πια σε δρόμο γνώριμο. Μήτε και στο φθινόπωρο που μ' έφερε σ' αυτή την πόλη. Ταξίδευα σε τόπους μακρινούς. Χειμώνας ήταν άγριος και μπαίναμε βαθιά στο σώμα της Ελλάδας. Τοπία του Βορρά κι η χώρα σκοτισμένη. Βορά και λεία στον καιρό και στο κακό που ερχόταν.
Στο Νευροκόπι κόπηκε το φως, είκοσι τρεις υπό και δίχως θέρμανση, πώς βγαίνει αυτή η νύχτα. Γυαλί καθρέφτης τα νερά και τα πουλιά μαρκώσαν. Μα 'γω λιγνό κορμάκι εκράτουνε. Υγρό και ξαναμμένο. Μέσα στη λαύρα της δροσιάς κρυότην εν ενώθα.
. . .
ξ' της νεας φυσης
Ξημέρωνε δεν ήμουν στη Τοσκάνη. Μια νέα πόλη φάνηκε, ανέμελη τέντωνε το κορμί της. Από την Αίτνα φτάνοντας στους βράχους που κυνηγήσαν τον δολερό Οδυσσέα. Θυμόταν όμορφες στιγμές με τους καλούς κατοίκους. Κυλούσε ο χρόνος τρώγοντας και πίνοντας. Σαν όπως τον καιρό που ρυθμιζόταν η ζωή με το ρολόι της φύσης. Φτιάχνοντας τις πιο ωραίες συνταγές απ' του Βουνού τα ευλογημένα χώματα. Τίποτε δεν προμηνούσε το κακό. Σαν ήρθε, η γη τρεμόπαιξε τσιρίζοντας σα φλόγα καντηλιού που σώθηκε το λάδι. Ο ουρανός κατένευε τα κτήρια μετακινούνταν. Οι δρόμοι γέμισαν ασφυκτικά απ' το αλλόφρον πλήθος.
Βγήκε κι ένας καλός μπαγάσας κι έκατσε ανέμελος σε μια γωνιά. Έβγαλε το μπλοκάκι του κι έτσι τη θέλω εγώ την πόλη μου. Με το καλό Βουνό μας ύψιστο Θεό. Φωτιά ν' αστράφτει. Όλα να τα σκεπάζει σύννεφο. Στο μαύρο να ρέει τέλος της. Εδώ που γίνεται ξανά μια νέα φύση. Είπε, και μ' ένα μάτι πονηρό έγραφε κάτι ανάποδους, κάτι αχρείους στίχους.
. . .
σ' του αδικου πολεμου
Οι τόποι αλλάζαν χρώματα. Το πράσινο της θάλασσας, το κίτρινο της άμμου. Αίμα στο αίμα. Στο πορφυρό δοσμένη η καθ' ημάς Ανατολή. Νισσάτ, Χεράτ, παιδιά του Αφγανιστάν και του Ιράκ, μεγάλα απόρημένα μάτια, λιγνά και λάγνα πρόσωπα του σπαραγμού και της οδύνης. Βασανισμένα κι όμορφα, όχι τα ζουρωμένα πρόσωπα παιδιών της Δύσης. Όμως η φύση ξέρει να μισεί αυτό που τη προσβάλλει.
Κι αυτός που έφερε στο σύνοικο τη συμφορά και το μισθό του φόνου κράτησε. Και της ψυχής το φθόνο. Που τόλμησα να ταπεινώσει ποταμούς Θεούς. Που διορίζουν μεταξύ Μηδίας και Βαβυλωνίας. Που ερήμωσε τη βιβλική Βαγδάτη και σύλησε μουσεία κι έκαψε παλιά χειρόγραφα. Του πρώτου ποιητή της Αραβίας. Αυτός που απειλεί να φέρει θάνατο. Έως της κοίλης Συρίας. Και έως εκεί όπου ορίζει Νείλος ποταμός το στόμα της εσπερινής θαλάσσης. Ας μη ξεχνά.
Υπάρχει Πρόνοια. Υπάρχει Κρίσις. Έστιν δε Λαός-Θεός. Και άλκιμος. Και Μέγας.
. . .
χ' της ωριμης ηδονης
Πέφτει βροχή κι είμαι μεσήλικας, γκρίζος και κουρασμένος. Στο σώμα μου διαβαίνουν οι καιροί. Αλλάζουνε οι τόποι. Είμαι σε πόλη άγνωστη, λοξή, σημαδεμένη. Πέφτει βροχή κι είμαι ακόμη χτεσινός. Δεν βγήκα στην καινούρια μέρα. Και τότε είπες: "Αυτός ο τόπος είναι δύσβατος και σκοτεινός. Ακόμη και στα όνειρα. Είναι σαν να 'μαι ξένη μες στο σώμα μου. Σαν να 'μαι φυλακή μες στη ζωή μου. Με κυματίζει άνεμους όπως στα κυπαρίσσια, όταν κοντά σου βηματίζουσα τον περασμένο χρόνο σε είχα και σε έχασα. Σε μια στιγμή περνάς απ' την εδώ μεριά στην άλλη".
Τη κοίταζα και σκέφτομουν το φόβο της αγάπης, την άγρια σκοτεινιά του στραγγισμένου πόθου. "Θα μείνω πάντα νέα", έλεγες, κι όμως γερνάς κι εγώ γερνώ, ασπρίζουν, πέφτουν τα μαλλιά, βαθαίνουν οι ρυτίδες. Τρίζουν οξειδωμένα γόνατα, με σφάζουν οι σκαρμοί κι οι νεφρικοί μου πόνοι.
Μα συ μ' όλη την τρυφερότητα αγιασμένου πάθους την ώριμη ηδονή αντιπροτείνεις. Θα πρέπει να μαζέψω τις δυνάμεις μου λοιπόν, θα πρέπει να επιστρέψω κι όμως φοβούμαι την επιστροφή. Τί μέσο να επιλέξω μη ναυαγήσει το κορμί στη μέση αυτού του δρόμου. Φοβούμαι την επιστροφή. Μη με προδώσει ο τόπος.
. . .
Κύριε δόσμου λύση των πταισμάτων που ζώντας έχω κατεβεί εις 'Αδου ζόφον. Βασάνισμε και πλήξεμε με βάσανα και συμφορές πυρός και σκότους. Μα λύσε μου τον δεσμολύτην Λόγον.
Να βρω ανταμοιβή στο ταπεινό μου έργο.
. . .
Και τότε βγήκα απ' το όνειρο του ύπνου δίχως ύπνο κι ήμουν σε χώρα δίχως σύνορα, και δίχως καταδότες. Σε δρόμο που μου μέλλεται περπάτησα δίχως του κράτους την τιμή, την τάξη, την ασφάλεια. Σαν να 'μουν άφθαρτος έτσι όπως την έπλασα την πόλη μου λαθραία, πόλη γλυκειά, φιλόξενη στον κάθε μετανάστη και ξάφνου εκεί που κοίταζα δίχως να ξεχωρίζω τις φυλές, τις γλώσσες, τις θρησκείες, ένιωσα πως ήμουνα πουλί, γνώριζα να πετώ. Ήμουν ελεύθερος, χωρίς λουρί, χωρίς θηλειά, αδέσποτο σκυλί να τριγυρνώ χωρίς το φόβο μη γλιστρήσω στον παλιό ρυθμό. Κατάσαρκα γυμνός, χωρίς κορσέ, χωρίς δεσμά, έτσι όπως την έφτιαξα την πόλη μου, έξω από κάθε νόμο.
---------------------------------------------------------------------------------------
Μιχάλης Πιερής: "Τόποι Γραφής" Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία 2005
|
|
|