Βιογραφικό
Σατιρικός συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής. Από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της Τουρκίας διεθνώς κι ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά της. Σατίρισε τη γραφειοκρατία κι εξέθεσε τις οικονομικές αδικίες στη χώρα του, μες στις ιστορίες του.
Ο Μεχμέτ Νουσρέτ Νεσίν γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη, στη Χάλκη, στις 2 Γενάρη 1915. Αζίζ ήταν το όνομα του πατέρα του, που τον έχασε σε μικρή ηλικία. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και στα 19 του αποφάσισε ν' ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων Τουρκίας και το 1939 έγινε ανθυπολοχαγός πεζικού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1944, δημοσιεύοντας ποιήματα και διηγήματα στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας ΜΙΛΙΕΤ. Ένα χρόνο αργότερα αποτάχθηκε από το στρατό για τις αριστερές του πεποιθήσεις.
Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην άνοιξε μπακάλικο, αλλά γρήγορα αποφάσισε ότι του ταίριαζε καλύτερα η δημοσιογραφία. Δούλεψε σαν διορθωτής και συντάκτης ύλης σ' εφημερίδες, ενώ τις απόψεις και τις ιδέες του διοχέτευσε στα διάφορα σατιρικά περιοδικά κι εφημερίδες, που εξέδωσε μαζί με τον συνάδελφό του Σαμπαχατίν Αλί. Η κοινωνική και πολιτική κριτική που ασκούσε από τα έντυπά του, ενεργοποίησε τ' αντανακλαστικά της λογοκρισίας και του εισαγγελέα. Το 1947 φυλακίστηκε επί 10μηνο για τις πολιτικές του ιδέες κι εξορίστηκε για 4 μήνες. Συνολικά πέρασε 5,5 χρόνια φυλακή.
Τον Σεπτέμβρη του 1955 συνελήφθη μαζί μ' άλλους αριστερούς ως υποκινητής του Πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης. Γρήγορα, η κατηγορία κατέπεσε, αφού ήταν φανερό ότι τα Σεπτεμβριανά, όπως έμειναν στην ιστορία, τα είχαν οργανώσει οι μηχανισμοί της Κυβέρνησης Μεντερές. Τη προσωπική του μαρτυρία κατέθεσε στο βιβλίο του "Να Κρεμαστούν Σαν Τα Τσαμπιά", το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
Στις αρχές των '70ς ήταν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς στη Τουρκία κι από τους λίγους που μπορούσαν να ζήσουν από το πνευματικό τους έργο, που εκτός από σατιρικά πεζογραφήματα περιλάμβανε θεατρικά έργα, ενθυμήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποίηση και δοκίμια. Το 1972, με δική του χρηματοδότηση άνοιξε τις πύλες του το Ίδρυμα Νεσίν, που παρείχε τροφή, στέγη κι εκπαίδευση σε ορφανά.
Στα '80ς, όταν τη Τουρκία κυβερνούσε η χούντα του στρατηγού Εβρέν, ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας κι ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη γνωστή "Επιστολή Των Διανοουμένων" (Aydunlar Dilekceci), που ασκούσε κριτική στο καθεστώς και ζητούσε την επαναφορά της Δημοκρατίας. Ακολούθησε φυσικά δίκη και καταδίκη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε στη μάχη για την ελευθερία του λόγου και κατά του θρησκευτικού φανατισμού κι αναδείχθηκε ένας από τους ασυμβίβαστους επικριτές του Ισλάμ. Στις αρχές των '90ς άρχισε να μεταφράζει τους "Σατανικούς Στίχους" του Σαλμάν Ρουσντί, που ήτανε καταδικασμένος σε θάνατο για το βιβλίο του αυτό από ισλαμικό φετφά για προσβολή του Προφήτη Μωάμεθ. Έγινε στόχος των ισλαμιστών κι επικυρήχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων.
Στις 2 Ιουλίου 1993, ενώ παρακολουθούσε μια πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών στην πόλη Σιβάς (Σεβάστεια), ένα εξαγριωμένο πλήθος φανατικών μουσουλμάνων πολιόρκησε το ξενοδοχείο και στη συνέχεια το πυρπόλησε. Ο Νεσίν επέζησε, αλλά 37 άνθρωποι χάσανε τη ζωή τους. Η κυβέρνηση κατηγόρησε δια στόματος της πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τον ίδιο, επειδή είχε... «προκαλέσει το πλήθος».
Ο Νεσίν με πολλά προβλήματα υγείας άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουλίου 1995. Υπέστη καρδιακή προσβολή την ώρα που υπέγραφε βιβλία του σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης. Μετά από το θάνατό του, το σώμα του θάφτηκε σε άγνωστη θέση στο έδαφος του Ιδρύματος Nesin χωρίς καμμιά τελετή, όπως προτείνεται στη διαθήκη του.
Υπήρξεν από τους βασικούς εκπροσώπους του κριτικού ρεαλισμού στα τουρκικά γράμματα. Στη πολιτική και κοινωνική του σάτιρα στηλιτεύει τα τρωτά της τουρκικής κοινωνίας, που δεν είναι και λίγα. Αγαπημένοι του ήρωες είναι άνθρωποι του λαού, εργαζόμενοι κι άνεργοι.
Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις σε Τουρκία, Ιταλία, Βουλγαρία, Ελλάδα και τη πρώην Σοβιετική Ένωση. Το 1991 ήλθε στην Αθήνα για να παραλάβει το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί. Έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και στα ελληνικά. Το πιο γνωστό είναι "Ο Καφές Και Η Δημοκρατία", που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Καταδίωξη Λαθρεμπόρων Ντομάτας
Σαν παρατηρήθηκε έλλειψη ντομάτας στην αγορά, η Νομαρχία δημοσίεψε στον τύπο την παρακάτω ανακοίνωση:
"Οι πολίτες οφείλουν να καταγγέλλουν στην αστυνομία αυτούς που αποθηκεύουν ντομάτες. Η καταγγελία των αισχροκερδών αποτελεί πατριωτικό καθήκον".
Ζρρ!... Ζρρ!... Ζρρ!... Χτυπά τηλέφωνο.
-"Δάσκαλε, χτυπά το τηλέφωνο, σήκωσε το ακουστικό..." είπε ο Δρ Ουάτσον, βοηθός του Σέρλοκ Χολμς.
-"Δε ζητούν εμένα", είπε ο Σέρλοκ Χολμς. "Αν ζητούσαν εμένα, θα χτυπούσε άλλο τηλέφωνο. Στην Τουρκία, όταν χτυπά το τηλέφωνό σου, σημαίνει ότι ψάχνουνε κάποιον άλλο".
-"Δάσκαλε, διαβάσατε το μυθιστόρημα 'Για Ποιον Χτυπάν Τα Κουδούνια';" ρώτησε ο δρ. Ουάτσον.
-"Ναι, όλα τα κουδούνια χτυπάν για τις αποδείξεις του ΟΤΕ".
Ζρρ!... Ζρρ!... Ζρρ!...
Ο Σέρλοκ Χολμς εκνευρισμένος δάγκωσε τον πίπο του.
-"Δρ Ουάτσον, πάρε το ακουστικό, πρόκειται φαίνεται για κάποια επείγουσα υπόθεση."
Ο Δρ Ουάτσον σήκωσε το ακουστικό.
-"Ποιόν ζητάτε";
-"Είναι το σπίτι της ωραίας Κατερίνας;" ακούστηκε να λέει μια γυναικεία φωνή.
-"Όχι... Το σπίτι αυτό δεν ανήκει στην ωραία Κατερίνα, μα στη Μαρίκα... Είναι τίποτα επείγον";
-"Ναι, πολύ επείγον... Πρέπει να μιλήσω οπωσδήποτε με την ωραία Κατερίνα... Ένα μήνα τώρα προσπαθώ να την πάρω στο τηλέφωνο".
-"Δώστε τη διεύθυνσή της να τη βρούμε..."
Στο μεταξύ χτύπησε η πόρτα. Ο ταχυδρόμος έδωσε στον Σέρλοκ Χολμς ένα τηλεγράφημα. Αυτός το διάβασε:
Αξιότιμε Αστυνόμε Σέρλοκ,
Σύμφωνα με πληροφορίες που λάβαμε από τη Διεύθυνση της Αστυνομίας Αδάνων, μια γυναίκα, μέλος γνωστής σπείρας λαθρεμπόρων, πέρασε τα σύνορά μας έχοντας στα απόκρυφα μέρη της διακόσια πενήντα γραμμάρια ντομάτας. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό ύστερα από καταγγελία ενός πολίτη.
Παρακαλούμε να προβείτε στα δέοντα για την σύλληψή της και να μας ενημερώσετε αμέσως.
Αλί Σισμέκ του Χασάν
γεννηθείς εν Κιουτάχεια το 1935
δεκανέας της Χωροφυλακής του Β' Τμήματος Καταδιώξεως Λαθρεμπόρων
Ο Δρ Ουάτσον ανησύχησε.
-"Τί θα κάνουμε τώρα, δάσκαλε";
-"Πολύ απλό. Θα απαντήσουμε στο έγγραφο".
-"Μετά";
-"Μετά θα μας απαντήσουν αυτοί".
-"Κατόπιν";
-"Κατόπιν θα ξαναγράψουμε".
-"Ύστερα";
-"Ύστερα θα ξαναγράψουν αυτοί, εμείς θα ξανααπαντήσουμε, θα ξαναγράψουνε, θα ξανααπαντήσουμε... Στο μεταξύ, ένα από τα δύο μέρη θα απαυδήσει και θα
σταματήσει η αλληλογραφία".
-"Ναι, δάσκαλε";
-"Μετά, ένα από τα δύο μέρη κάποτε θα θυμηθεί το θέμα, θα επανέλθει, θα στείλει υπόμνηση... Θα αυξηθούνε τα έγγραφα, θα προσληφθεί μια δακτυλογράφος... Ύστερα, ένας γραμματικός, ένας αρχειοφύλακας, ένας κλητήρας, ένας θυρωρός... Αργότερα, θα χρειαστεί ένας λογιστής. Τότε, θα σχηματιστούνε διευθύνσεις, υποδιευθύνσεις, τμήματα".
-"Και";
-"Θα έχουμε δικό μας, ιδιαίτερο προϋπολογισμό. Έτσι, θα σχηματισθεί η Γενική Διεύθυνση Υποθέσεων Ντομάτας".
-"Μα, δάσκαλε, τι θα γίνουν οι ντομάτες που έβαλε η γυναίκα στ' απόκρυφα μέρη της";
-"Μέχρι τότε οι ντομάτες θα αυξηθούν, θα γίνουν χίλια κιλά".
-"Δάσκαλε, στην Αγγλία δεν σκεφτόσουν έτσι..."
-"Ναι, μα αλλιώς ήταν τα πράματα στην Αγγλία. Μη ξεχνάς ότι ένας καλός ντετέκτιβ πρέπει να προσαρμόζεται στις συνθήκες του τόπου που βρίσκεται. Και τώρα, ας απαντήσουμε στο έγγραφο..."
Προς τη Διεύθυνση της αστυνομίας Ταρσού.
Τμήμα Καταδιώξεως Λαθρεμπόρων.
Απάντηση στο υπ' αρ..... και ημερομηνία .......... έγγραφό σας.
Λάβαμε το τηλεγράφημά σας το αναφερόμενο στη καταγγελία πολίτου σχετικά με τη λαθρεμπόρο που πέρασε τα σύνορα έχοντας στα απόκρυφη μέλη της διακόσια πενήντα γραμμάρια ντομάτας. Προκειμένου να προβούμε σε σχετική έρευνα, παρακαλούμε τη παροχή πληροφοριών όσον αφορά τις ντομάτες που έφερε στα απόκρυφα μέρη της η λαθρέμπορος. Ήταν λίγο ή πολύ ψημένες;
Σέρλοκ Χολμς
Διεθνής Αστυνομικός
Ο Δρ Ουάτσον μόλις είχε γράψει στη γραφομηχανή την απάντηση, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό. Ακούστηκε η φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας:
-"Εμπρός... Δε μου λες παιδί μου, είναι το αστυνομικό τμήμα; Απαντήστε γρήγορα!... Εδώ ένας τύπος κρυμμένος πίσω από τα κοφίνια, κάνει μαύρη αγορά ντομάτας".
-"Πώς ονομάζεστε;" ρώτησε ο Ουάτσον.
-"Σεχνάζ..."
-"Πόσων χρονών είστε";
-"Καλέ, τί τα θες τα χρόνια μου";
-"Ακούστε κυρία μου. Αλλιώς τρέχουμε να βοηθήσουμε μια γυναίκα τριάντα χρονών κι αλλιώς μια γυναίκα σαράντα". Ο Δρ Ουάτσον ανάκρινε τη γυναίκα με σχολαστικότητα ντετέκτιβ. Ρώτησε την κοινωνική της κατάσταση, τις σπουδές της και κράτησε σημειώσεις. "Ερχόμαστε αμέσως!..." είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Σέρλοκ Χολμς κι ο βοηθός του Δρ Ουάτσον βγήκαν αμέσως για να πιάσουν τον μαυραγορίτη. Για μια στιγμή ο Χολμς ρώτησε:
-"Πού θα πάμε";
-"Ε, διάολε", είπε ο δρ. Ουάτσον. "Όλα τα ρώτησα, ξέχασα να ρωτήσω τη διεύθυνσή της".
-"Σας συγχαίρω. Μέσα σε λίγο διάστημα μπορέσατε κι εξοικειωθήκατε με την εδώ ατμόσφαιρα. Τώρα, ανοίξτε το τηλέφωνο και ρώτησε τη διεύθυνση της γυναίκας".
Οι δυο μαζί μπήκαν μέσα, ο Δρ Ουάτσον σήκωσε το ακουστικό. Ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας:
-"Με συγχωρείτε, λίγο πριν ξέχασα να ρωτήσω τον αριθμό του τηλεφώνου σας. Μπορείτε να μου τον πείτε, σας παρακαλώ";
Η γυναίκα είπε τον αριθμό της, μα αμέσως συνήλθε:
-"Πώς με πήρατε τηλέφωνο δίχως να ξέρετε τον αριθμό μου";
-"Τ' αφήσαμε όλα στην τύχη. Είναι τόσο μπερδεμένα τα τηλέφωνα... Μιλώντας ανακατώνονται οι φωνές. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να σας πετύχω..."
-"Α!... Είστε πολύ γλυκός... Μα ποιος είστε";
-"Είμαι ο βοηθός του διάσημου ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς. Ψάχνουμε να βρούμε μια γυναίκα που εισήγαγε λαθραία στη χώρα ντομάτες..."
-"Εγώ είμαι η γυναίκα που ψάχνετε να βρείτε".
-"Εμείς δε ψάχνουμε να βρούμε τη γυναίκα, ψάχνουμε να βρούμε τις ντομάτες... Αν κατά τύχη τις βρείτε, σας παρακαλώ εν ονόματι της ανθρωπότητας, ενημερώστε μας".
Ο Δρ Ουάτσον έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε στον Χολμς:
-"Αρχηγέ, σήμερα πολύ κουραστήκαμε..." Ο διάσημος ντετέκτιβ τη στιγμή εκείνη είχε βγάλει τα εσώρουχά του και τα εξέταζε με φακό. "Δάσκαλε ανακαλύψατε μήπως ίχνη";
-"Ναι", απάντησε ο Σέρλοκ Χολμς. "Μπήκε μέσα μου ένας ψύλλος. Προσπαθώ ν' ανακαλύψω τα ίχνη του".
Ο Δρ Ουάτσον κοίταξε το ρολόι του.
-"Δάσκαλε, είναι πέντε η ώρα. Συμπληρώθηκε το ωράριο. Πρέπει να διακόψουμε. Αύριο συνεχίζουμε τις έρευνες μας για την ανεύρεση των ιχνών της ντομάτας".
-"Εγώ απόψε έχω βάρδια στο αστυνομικό τμήμα Χορχόρ. Εσύ μπορείς να πηγαίνεις".
Φεύγοντας, ο Ουάτσον του είπε ψιθυριστά:
-"Δάσκαλε, αν βρεις τις ντομάτες, κράτησε και καναδυό για μένα. Θα κάνω σαλάτα στο σπίτι".
Οι Ουρές Των Σκύλων
Στα χωριά που γύριζα, πρόσεξα ότι υπήρχαν εκεί πολλά σκυλιά, όλα μεγάλα, μα δίχως ουρά. Λέω του δασκάλου ενός χωριού:
-"Όπως ξέρω, οι χωριάτες για να γίνουν τα σκυλιά τους άγρια, τους κόβουν τ' αφτιά, τ' αλατίζουν, τα πιπερώνουν και τους τα ταγίζουν. Δεν ήξερα όμως ότι τους κόβουν και τις ουρές".
-"Ίσως να 'ναι τέτοια η ράτσα τους", μου απαντά.
Ρωτάω και το γέρο που με φιλοξένησε σπίτι του:
-"Γιατί τα σκυλιά σας είναι χωρίς ουρά; Η ράτσα τους το 'χει";
Ο γέρος γέλασε:
-"Έχουν την ιστορία τους. αν δεν βαριέστε, να σας τη διηγηθώ":
Ο Μουδούρης (έπαρχος) μας έστειλε διαταγή:
"Αυτό το χρόνο πρέπει να σκοτώσετε στο χωριό σας 30 αγριογούρουνα!"
Μόλις μαθεύτηκε η είδηση στο χωριό, τα χάσαμε και δε ξέραμε τι να κάνουμε. -"Εσένα του μυαλό σου κόβει", μου λένε οι συγχωριανοί μου. "'Αιντε πήγαινε στο Μουδούρη και ξηγήσου μαζί του".
Πήγα.
-"Μπέη μου", του λέω, "εγώ που με βλέπεις, έκανα 14 χρόνια στρατιώτης... Ούτε Υεμένη άφησα, ούτε Τρίπολη, ούτε Τσανάκ Καλέ, ούτε Καύκασο..."
Μου λέει ο Μουδούρης:
-"Μη μιλάς πολύ, μ' αυτό που 'κανες ξεπλήρωσες το χρέος σου στη πατρίδα, έκανες το καθήκον σου. θέλεις και τα ρέστα τώρα";
-"Θεός φυλάξοι, μπέη μου", του λέω, "δεν ήθελα να πω τέτοιο πράμα!... Ύστερα, πήγα εθελοντής στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Μάζεψα γύρω μου τα παλικάρια και βγήκα στο βουνό... Μου δώσανε κοτζάμ χαρτί, σαν σεντόνι, που έλεγε: Διοικητής Μετώπου..."
Ο Μουδούρης:
-"Με απασχολείς με τις αερολογίες σου. μην ανακατώνεις παλιές ιστορίες, πες μου γρήγορα ό,τι έχεις να πεις".
Εγώ πάλι συνέχισα να του εξηγώ:
-"Δόξα τω Θεώ, κερδίσαμε τον πόλεμο. Έτσι λαβωμένος από σφαίρες, σράπνελ και ξιφολόγχες γύρισα στο χωριό".
Όμως ο Μουδούρης δεν μ' άφηνε με κανένα τρόπο ν' αποτελειώσω το λόγο μου:
-"Δηλαδή", λέει, "διά τας προς το έθνος υπηρεσίας σου θέλεις να σου κόψουμε κανένα μισθό; Δε βλέπεις τι τραβάει αυτό το φτωχό μας κράτος";
-"Πώς δεν το βλέπω, μπέη μου, ακόμα δεν πέρασε βδομάδα που ο φοροεισπράκτορας κατάσχεσε τη γελάδα μου. Στάσου να σου εξηγήσω... Δόξα τω Θεώ, ό,τι είχε να μου δώσει το κράτος, μου το έδωσε. Έχω και μετάλλιο με κόκκινη κορδέλα... Έχω και πιστοποιητικά με σφραγίδες και χρυσά γράμματα... Να μη τα πολυλογούμε, μια χρονιά είχε έρθει στο χωριό μας ένας δάσκαλος. Πάνω σε συζητήσεις του είχα εξιστορήσει τα όσα τράβηξα. Κι εκείνος τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα μ' έβαζε και διηγόμουνα κι ένα ένα τά 'γραφε. Καλή του ώρα, μετά διορίστηκε αλλού. Πέρασε κάμποσος καιρός. Ένα παιδί που είχε πάει στη χώρα για σπουδές, γύρισε μια μέρα στο χωριό και μου λέει:
-'Κοίτα τσαούς νταή, η εφημερίδα γράφει για σένα'.
Όπως φαίνεται, ο καλός μας είχε πουλήσει στην εφημερίδα τη βιογραφία μου!... Μ' αυτό ήθελα να πω, ότι η ιστορία της ζωής μου, εκτός απ' αυτό, δεν απόφερε άλλα κέρδη. Και τα κέρδη αυτά τα καρπώθηκε άλλος. Δε ζητώ τίποτα από κανένα. 'Αλλοτε, στις επίσημες γιορτές μας φωνάζανε στη χώρα και παίρναμε μέρος στις παρελάσεις. Τώρα γέρασα και δεν σέρνω τα πόδια μου. Τότε φορούσα τη στολή του αξιωματικού και ζωνόμουνα το σπαθί. Τώρα άσπρισαν τα μαλλιά μου, δεν μου πάει πια η ωραία κείνη στολή. Όχι στολή αξιωματικού, ούτε σαλβάρι δεν μπορούμε να ράψουμε τώρα"!
Ο Μουδούρης:
-"Ύστερα απ' αυτά τί άλλο ζητάς, πασά ήθελες να σε κάμουνε; Δε κοιτάς εμένα που σπούδασα τόσα χρόνια και είμαι ακόμα Μουδούρης";
-"Μπέη", του λέω, "μη κοιτάζεις τα σημερινά χάλια μου... Είχα άλλοτε στις διαταγές μου πεντακόσιους καβαλάρηδες και χίλια μάουζερ. Με τρέμαν όλοι. Πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα; Ούτε λεφτά θέλω, ούτε πασαλίκι θέλω"!
-"Καλά, τί θέλεις";
-"Με στείλαν εδώ οι συγχωριανοί μου. Διατάξατε λέει, να ξολοθρέψουμε φέτος στο χωριό μας τριάντα αγριογούρουνα!... Ο σκοπός της επίσκεψής μου είναι αυτός: Εκτός από μένα, κανείς άλλος στο χωριό μας είδε ή ξέρει πώς είναι τα αγριογούρουνα. Κι εγώ τα είδα στο μέτωπο της Γαλικίας. Ήταν ένας λοχαγός που τον λέγανε Ετέμ μπέη. Αν πέθανε, Θεός σχωρέσ' τον, αν ζει, να κουδουνίζουν τ' αφτιά του. Είχε κάτι μουστάκες που μπορούσαν να κρεμαστούν απ' αυτές δυο μουδούρηδες σαν κι εσένα. Κάποια σφαίρα με τραυμάτισε στο πόδι. Στο δρόμο ούρλιαζα από τον πόνο".
-'Τι έχεις, λοχία, λαβώθηκες;' μου λέει.
-'Όχι, μπέη μου', του απαντώ.
-"Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης ήταν διαφορετικοί. Βλέποντας ότι είχα μείνει πίσω από τη μονάδα μου, με φορτώθηκε ο γίγας αυτός στη πλάτη του και με κουβάλησε ως το τσαντίρι του γερμανικού χειρουργείου. Να, πώς είδα για πρώτη φορά γουρούνι στο γερμανικό εκείνο νοσοκομείο. Οι Γερμανοί θρέφανε γουρούνια για το συσσίτιο. Από φόβο μη μου δώσουν χοιρινό κρέας στο νοσοκομείο, απόφευγα να τρώω κρεατερά. Με συγχωρείς που σε πονοκεφάλιασα. Εμείς οι γέροι μιλάμε παραπάνω. Εκτός από μένα, κανένας άλλος στο χωριό μας, ούτε είδε, ούτε ξέρει πώς είναι το γουρούνι"!
Ο Μουδούρης θύμωσε κι άρχισε να φωνάζει:
-"Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, φέτος θέλω απ' το χωριό σας τριάντα γουρούνια. Μ' αυτόν τον τρόπο θα μάθετε τι λογής ζώο είναι τα γουρούνια και θα τα σκοτώσετε κιόλας"!
-"Μπέη", του λέω, "στο χωριό μας δεν έχουμε γουρούνια, ούτε και στα γύρω χωριά. Εμείς μόνο για βρισιά χρησιμοποιούμε τ' όνομά του. Όταν θυμώσουμε κάποιον, του λέμε 'γουρούνι!' κι αν θυμώσουμε ακόμα πιο πολύ, τον βρίζουμε 'παλιογούρουνο!' Ιδέα όμως δεν έχουμε πώς είναι το γουρούνι".
Βγάζει ο Μουδούρης ένα μεγάλο έγγραφο και λέει:
-"Βρε, αμόρφωτοι άνθρωποι που είστε! Για κοίταξε τι γράφει εδώ το ντοβλέτι που τόσο σας σκέφτεται. Όλα είναι γραμμένα εδώ. Ξέρεις γράμματα";
-"Όχι"!
-"Και μας έγινες και ίλαρχος!..."
-"Μπέη", του λέω, "δεν ενοχλεί κανέναν αυτό".
-"'Ακουσε", μου λέει, "κοίταξε τί γράφουν αυτά τα χαρτιά: 'ο μεγαλύτερος εχθρός της καλλιεργείας του αραβοσίτου είναι ο αγριόχοιρος. Κι ο αραβόσιτος είναι διά την χώραν μας η μεγαλυτέρα προσοδοφόρος πηγή... Διά να δυνηθή ο χωρικός να συγκεντρώση μεγαλυτέραν ποσότητα αραβοσίτου...' Με καταλαβαίνεις; Δηλαδή, για το καλό σας, πρέπει, λέει, να εξοντώσετε τα αγριογούρουνα!... Δεν καταλαβαίνετε σεις τούρκικα; Είναι ανάγκη να ξεπαστρεφτούν τ' αγριογούρουνα".
-"Κατάλαβα, μπέη μου, βέβαια, πρέπει να σκοτωθούν τ' αγριογούρουνα. Δείξε μας τα, να τα σκοτώσουμε. Όμως εμείς δεν σπέρνουμε καλαμπόκι... κι οι πατεράδες των πατεράδων των πατεράδων μας, δεν έσπερναν καλαμπόκι..."
-"Να σπείρετε καλαμπόκι, φίλοι μου αντί να τεμπελιάζετε. Να 'ρθούν τ' αγριογούρουνα στις καλαμποκιές κι εσείς να τα χτυπήσετε. Να πιάσει τόπο κι η διαταγή του κράτους".
-"Στις διαταγές σας μπέη μου, για να το σπείρουμε, το σπέρνουμε, δε φυτρώνει όμως το αφιλότιμο... Στα δικά μας τα χώματα δεν ευδοκιμεί το καλαμπόκι. Όπως θα ξέρετε, σε μας εδώ κάνει χειμώνα έξι κι οχτώ μήνες. Το χιόνι δεν λείπει"!
-"Για το κάθε τι βρίσκετε και μια πρόφαση. Ο Αμερικάνος αγρότης πάνω στον πάγο, στον Βόρειο Πόλο, καλλιεργεί γαριφαλιές. Μόνο μάθατε να λέτε 'δεν γίνεται'..."
Πήγαινα να σκάσω πια απ' το κακό μου.
-"Πέστε σ' αυτούς που σας δώσανε αυτή τη διαταγή, να μη χιονίσει φέτος, για να σπείρουμε κι εμείς καλαμπόκι, να 'ρθούν αγριογούρουνα στις καλαμποκιές για να μπορέσουμε να τα σκοτώσουμε".
-"Για κοίτα με καλά", μου λέει, "φέρεσαι ανευλαβώς σ' επίσημο πρόσωπο, η ποινή αρχίζει από δυο χρόνια φυλάκιση..."
-"Με συγχωρείτε, μπέη μου, ποιοι είμαστε εμείς για να προσβάλουμε την εξοχότητά σας! στο χωριό μας δεν έχουμε αγριογούρουνα..."
-"Για δες τον, ακόμα επιμένει. δε μου λες, εσύ ξέρεις πιο καλά ή αυτοί που έβγαλαν τη διαταγή, αν έχει ή δεν έχει γουρούνια στο χωριό σας; Εεε, απάντησε λοιπόν"!
-"Εμείς είμαστε απλοί άνθρωποι, πού να το ξέρουμε; Όμως σας το ξαναλέω, δεν έχουμε γουρούνια στο χωριό μας"!
-"Μωρέ αυτοί που έβγαλαν τη διαταγή ξέρουν τι τους γίνεται. Κοιτάζουν πρώτα τους χάρτες, σκαλίζουν τα κιτάπια τους και ύστερα απ' αυτό αποφασίζουν. Ίσως να υπάρχουν γουρούνια και να μην το ξέρετε. Ανοίξτε τέσσερα τα μάτια σας!..."
-"Να τ' ανοίξουμε, μπέη μου, αλλά σας τόπα, στο χωριό δεν υπάρχουν γουρούνια!..."
-"Τί αχάριστοι άνθρωποι που είστε και τί χοντροκέφαλοι. Κοπιάζουμε για το καλό σας, προσπαθούμε να σας κάνουμε ανθρώπους, αλλά δεν καταλαβαίνετε. Αυτή τη διαταγή την έδωσε κοτζάμ Υπουργός Γεωργίας. Την έστειλε σ' όλες τις Νομαρχίες. Βέβαια, κοτζάμ βαλής δεν θα πάει να κυνηγήσει αγριογούρουνα... Κι εκείνος λέει στον καϊμακάμη ότι θέλει αυτό το χρόνο απ' τον καζά του τόσα αγριογούρουνα. Κι εκείνος έγραψε σε μένα, κι εγώ έγραψα σε σας. Βρε, τι οπισθοδρομικοί άνθρωποι που είστε. Έκαναν καταμερισμό σε κάθε χωριό, και στο δικό σας αναλογούν τριάντα αγριογούρουνα..."
-"Μουδούρ μπέη", του λέω, "για να 'μαστε αγαθοί, είμαστε και ξεροκέφαλοι ακόμα είμαστε, όμως γουρούνια στο χωριό, γιοκ"!
-"Το ντοβλέτι δεν τα θέλει από σας τα γουρούνια τζάμπα. Θα μου φέρετε τις ουρές των γουρουνιών που θα σκοτώσετε. Κι εγώ θα σας δώσω χαρτί... Τα πιστοποιητικά θα τα πάτε για έγκριση στη Διεύθυνση Γεωργίας. Ύστερα θα πάτε στη τράπεζα και για κάθε ουρά γουρουνιού θα πάρετε δωδεκάμισι γρόσια. Τί άλλο θέλετε; Εσείς δεν θέλετε το καλό σας. Το καταλαβαίνετε, σ' όλα τα μέρη του κράτους θα γίνει εξόντωση των αγριόχοιρων. Για πες μου να δω, πόσο έχει το κιλό το σιτάρι";
-"Η τράπεζα το αγοράζει προς οχτώ γρόσια".
-"Είδες τώρα; Μια γουρουνίσια ουρά ισοδυναμεί με ενάμισι κιλό σιτάρι. Να 'μουνα εγώ στη θέση σας, αντί να παιδευόμουνα στα χωράφια 'συν γυναιξί και τέκνοις', θα πουλούσα στο κράτος γουρουνίσιες ουρές. Εμπρός, μαρς! Δε θέλω παραπανίσιες
κουβέντες. Η διαταγή είναι διαταγή. Αν δεν γίνει αυτό που 'πα, θα στείλω τους χωροφύλακες στο χωριό να σας δείξουν"!
-"Ο Θεός να σας χαρίζει χρόνια", του είπα κι έφυγα. Πήγα στο χωριό. τους εξήγησα με το νι και με το σίγμα αυτά που είπε ο Μουδούρης. Πετιέται ένας και λέει:
-"Να θρέψουμε γουρούνια να δώσουμε τις ουρές τους στο Μουδούρη"!
Οι άλλοι πατήσανε πόδι κι είπαν ότι δεν βάζουν στο χωριό τέτοιο βρωμερό ζώο. Βρέθηκε ένας γνωστικός. Εκεί που είχε κάνει το στρατιωτικό του, έχει, λέει, πολλά αγριογούρουνα!
-"Τσαούς αγά, μου λένε, κάνε τον κόπο και πήγαινε ως εκεί να μας φέρεις τριάντα ουρές!..."
Ο τόπος εκείνος ήταν μακριά, δυο μέρες ταξίδι με το τρένο.
-"Αφού είναι έτσι", τους λέω, "γιατί να μην πάρω περισσότερες ουρές να τις πουλήσουμε και να βγάλουμε τα έξοδά μας".
Αποφασίσαμε να πάρουμε δάνειο από την τράπεζα. Πήρα και δυο τσουβάλια και βγήκα στο δρόμο... Να μην τα πολυλογούμε, πήγα στο μέρος που μου είπανε. Εκεί είχε πολλά αγριογούρουνα... Αλλά μήπως δεν ήταν άλλος πιο έξυπνος από μένα; Όπως φαίνεται, πήγαν κι άλλοι ανοιχτομάτηδες σαν κι εμένα εκεί για ν' αγοράσουν γουρουνίσιες ουρές. και στο παζάρι στιβαγμένες σε λόφους οι γουρουνίσιες ουρές! Κι ο κόσμος ν' αγοράζει, πατείς με πατώ σε...
-"Ένα μετζήτι η καθεμιά"!
-"Δε συμφέρει ένα μετζήτι. Το σιχαμένο θα το πουλήσουμε στο κράτος δωδεκάμισι γρόσια. Τί δηλαδή, να ζημιώσουμε κιόλας; Και τα έξοδα του ταξιδιού";
Παζάρι στο παζάρι, συμφώνησα να πάρω διακόσιες ουρές προς δεκαπέντε γρόσια. Τις έδειξα σε κάτι εμπόρους στο χάνι.
-"Βρε παπούλη", μου λένε, "δεν είδες καθόλου γουρουνίσιες ουρές";
-"Γιατί, τι έχουν";
-"Καλέ, αυτές είναι σκυλίσιες ουρές"!
Όπως φαίνεται, ο κατεργάρης είχε κόψει σκυλίσιες ουρές, τις είχε πασαλείψει με λάδι και μου τις φούσκωσε για γουρουνίσιες!...
-"Και τώρα τι θα γίνει;" τους κάνω.
-"Τίποτα", μου λένε. "Πάρε τις ουρές, κόψτες ακόμα λίγο, κόντυνέ τες, άλειψέ τες και συ με λίγο λάδι, και πήγαινε τες στον Επιθεωρητή Γεωργίας. Δε θα καταλάβει τίποτα".
Ο καιρός ήταν ζεστός κι ο δρόμος μακρύς, αρχίσανε να βρωμάνε και να σκουληκιάζουν οι ουρές... Αρχίσαν να μουρμουρίζουν στο τρένο:
-"Τί βρωμάει έτσι";
Όταν έφτασα στο χωριό, μου λένε:
-"Τσαούς αγά, τώρα θ' αρχίσουμε να κυνηγάμε τις κάργιες. Ο Μουδούρης ζητάει από μας διακόσια κεφάλια κάργιες".
-"Από κάργιες άλλο τίποτα, μην αφήνετε φτερούγα για φτερούγα. Ύστερα από δεκαπέντε μέρες, θ' αρχίσει το κυνήγι της ακρίδας. Παρακαλάτε μόνο να μη μας ζητήσει και ακρίδας κεφάλια"!
Μάθανε απ' τ' άλλα χωριά ότι πουλάμε γουρουνίσιες ουρές και πλάκωσε η πελατεία. Είχαμε και κέρδος... Τις πήγα τις τριάντα ουρές στο Μουδούρη.
-"Είδες", λέει, "που βρέθηκαν τόσα γουρούνια στο χωριό σας. Και κάτι ουρές, για κοίτα, χοντρές, χοντρές... Ποιος ξέρει τι γουρούνια θα ήταν!..."
Απ' εκείνη τη μέρα και ύστερα, δεν πατούσε κανείς στο σπίτι μας, γιατί το θεωρούσαν ακάθαρτο. ούτε και μου δίναν το χέρι τους, επειδή είχα πιάσει, λέει, γουρουνίσιες ουρές. Πήρα κατά μέρος μερικούς γνωστικούς του χωριού και τους εξήγησα πώς έχουν τα πράματα.
Κάποιος ανοιχτομάτης απ' αυτούς, άρχισε αμέσως τη δουλειά. Στα μέρη μας δεν έμεινε σκύλος με ουρά. Πήγε και στη χώρα και τώρα κάνει εμπόριο με ουρές σκύλων.
Τις προάλλες πήγα και τον είδα:
-"Πώς είσαι;", του λέω.
-"Δόξα τω Θεώ", μου απαντάει. "Κατάφερα και ζω χάρη στα σκυλιά".
Το Σημειωματάριο
Βρήκα στο σπίτι μου, κάτω απ' το τραπέζι, ένα σημειωματάριο. Ρώτησα τους σπιτικούς μην ήταν δικό τους. Δεν ανήκε σε κανέναν. Ήταν ένα όμορφο και κομψό σημειωματάριο με μπλε εξώφυλλο και χρυσά γράμματα. 'Αρχισα να το ξεφυλλίζω, για να καταλάβω ποιανού ήταν. Ξαφνιάστηκα κιόλας απ' το κοίταγμα της πρώτης σελίδας. Ήταν γραμμένο τ' όνομα ενός υψηλού προσώπου, η διεύθυνση του σπιτιού του, ο αριθμός τηλεφώνου. Γύρισα τη δεύτερη σελίδα, κι εκεί, το ένα κάτω απ' τ' άλλο, τα ονόματα τριών προσωπικοτήτων, με τη διεύθυνση του σπιτιού τους και τον αριθμό του τηλεφώνου.
Όσο γύριζα τις σελίδες, τόσο μεγάλωνε και η έκπληξή μου. Το σημειωματάριο ήταν γεμάτο με τις διευθύνσεις γνωστών ανωτέρων κυβερνητικών υπαλλήλων, οικονομολόγων κι άλλων. Ο κατώτερος βαθμός της κρατικής ιεραρχίας, ανάμεσά τους, ήταν ο βαθμός του Γενικού Διευθυντή... Πρόσεξα και κάτι άλλο: στο σημειωματάριο αυτό, ήταν καταχωρισμένα τα ονόματα των πιο δυναμικών πολιτικών του τόπου μας.
Όποιος και να 'ταν στη θέση μου, θα δοκίμαζε την ίδια με μένα αμηχανία. Το σημειωματάριο αυτό με τις διευθύνσεις σημαινόντων προσώπων μοιάζει σα μπόμπα έτοιμη να σκάσει. Το δίχως άλλο θα το άφησε σπίτι μου κρυφά κάποιος εχθρός μου. Με κυρίεψε ένας ανεξήγητος φόβος. Μπορεί να χτυπήσει ξαφνικά η πόρτα, να χυμήξουν μέσα χαφιέδες και να μου πουν:
-"Βγάλε το σημειωματάριο"!
Εγώ τρέμοντας θα ρωτήσω:
-"Τί σημειωματάριο ζητάτε";
Θα ψάξουν το δωμάτιό μου. Θα βρουν το σημειωματάριο κάτω απ' το τραπέζι, λες και το βάλανε εκεί οι ίδιοι, με τα χέρια τους. Ξέρω πολύ καλά αυτό που θα συμβεί. Ο παλιάνθρωπος που άφησε ξεπίτηδες σπίτι μου αυτό το σημειωματάριο, θα ειδοποίησε κιόλας την αστυνομία. Φως-φανάρι πως έπεσα σε μεγάλη παγίδα... Όταν θα βρουν το σημειωματάριο οι αστυνομικοί θ' αρχίσουν να λένε:
-"Ομολόγησε!... Βαστάς μητρώο κι έγραψες σ' αυτό το σημειωματάριο τα ονόματα τόσων υψηλών προσώπων; Για να κάνεις εκβιασμούς, ε; Ίσως και καμιά δολοφονία";
Αμάν, Γιαραμπή μου!... Τί να τους πω; Σάμπως θα με πιστέψουνε; Πρέπει αμέσως να το κάψω το σημειωματάριο και τη στάχτη του να τη σκορπίσω στους τέσσερις ανέμους. Ποιός άτιμος να μου σκάρωσε αυτή τη δουλειά; Είχαν έρθει το βράδυ τρεις φίλοι μου στο σπίτι. Αδύνατο να κάνουν αυτοί τέτοιο πράγμα. Ο ένας είναι υφηγητής στο Πανεπιστήμιο, ο άλλος βιβλιοθηκάριος κι ο τρίτος φιλόλογος...
Την ώρα που ήμουνα έτοιμος να κάψω το σημειωματάριο στο μπάνιο, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο φίλος μου ο Χαλίτ, βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου, που 'χεν έρθει και χτες το βράδυ. Ήταν κι αυτός ανήσυχος σαν κι εμένα.
-"Τί έχεις;" μου λέει. "Σε βλέπω πολύ ωχρό".
Τον ρωτάω κι εγώ:
-"Τί χάλια είναι αυτά, πώς είσαι έτσι";
-"Αμάν, μήπως μου 'πεσε χτες το βράδυ κανένα σημειωματάριο";
Του το 'δειξα:
-"Μήπως είναι αυτό";
Το άρπαξε απ' το χέρι μου.
-"Αμάν, αυτό είναι... Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πόσο στενοχωρήθηκα, νομίζοντας ότι το 'χασα..."
Τον έπιασα αγκαζέ και τον οδήγησα στο δωμάτιο που έχω το γραφείο μου.
-"Πήγα να πεθάνω από το φόβο μου!" του είπα. "Πες μου τώρα την αλήθεια, τί τις θες τις διευθύνσεις τόσων προσωπικοτήτων";
Αυτή τη φορά απόρησε ο φίλος μου:
-"Δεν έχεις εσύ τέτοιο σημειωματάριο με διευθύνσεις";
-"Όοοχι..."
-"Αμάν, φρόντισε να κάνεις ένα τέτοιο και να το 'χεις στη τσέπη σου. Κάτσε να σου εξηγήσω, γιατί έγραψα στο σημειωματάριο αυτές τις διευθύνσεις. Μ' έπιασε η μανία να μαζεύω πένες. Μερικές τις αγόρασα, μερικές μου τις χάρισαν. Έφτασα να 'χω στις τσέπες μου δέκα, δεκαπέντε τέτοιες πένες. Είχα πάει στο ξενοδοχείο να δω ένα Γερμανό φίλο μου ποιητή, που είχεν έρθει από τη Γερμανία. Σαν έμαθε ότι κάνω συλλογή από πένες, μου χάρισε κι αυτός μία. Μόλις βγήκα απ' το ξενοδοχείο, δεν άντεξα στον πειρασμό κι όταν έστριψα στη γωνιά, είπα να εξετάσω την πένα. Ξέρεις, πάντα κουβαλώ στην τσέπη μου λούπα. Κοίταξα με τη λούπα την άκρη της πένας.
Μου φάνηκε πως ήταν χοντρή η μύτη. Έγραψα τυχαία δυο λέξεις στο σημειωματάριο. Δυο λέξεις που ήρθαν στο νου μου εκείνη τη στιγμή: «Λεπτή και κομψή». Για να ξύνω τις μύτες από τις πένες έχω μαζί μου πάντα ένα πολύ λεπτό σμυριδόχαρτο σαν κι αυτά που έχουν οι χρυσοχόοι. Πήρα τη λούπα στο χέρι μου κι ενώ εξέταζα άλλη μια φορά τη μύτη της πένας, δυο χέρια με άρπαξαν απ' τους ώμους:
-"Τί κάνεις εκεί";
-""Εγώ; Τίποτα... Να, εξετάζω την πένα".
-"Χι χι χίιι... Πένα ε; Τι δουλειά κάνεις";
-"Εγώ, στο Πανεπιστήμιο..."
Δεν πρόλαβα να τελειώσω την κουβέντα μου και:
-"Λοιπόν, καθηγητής ε... Βάι τον καθηγητή, βάι..."
Ο ένας απ' αυτούς, μ' έσπρωξε με τον αγκώνα του στο αριστερό πλευρό μου λέγοντας:
-"Προχώρα να δούμε".
-"Αμάν, μπέηδες... Κάποιο λάθος θα κάνετε..."
-"Περπάτααα... βρέεε..."
'Αρχισα να περπατώ, μόλις έφαγα σπρωξιά και στο δεξί μου πλευρό. Αν σε βαστά, μη περπατάς... Πήγαμε στο καρακόλι. Με ρίξανε σε μια κάμαρα. Περίμενα, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση... Ύστερα από κάμποση ώρα φάνηκε ένας:
-"Γονάτισε!" μου λέει.
-"Δε γονατίζω..."
-"Α, ώστε έτσι ε; Βάι, τον καθηγητή, βάι... Βγάλε ό,τι έχεις επάνω σου..."
Έβγαλα ό,τι είχα επάνω μου και τ' ακούμπησα στο τραπέζι: δεκατέσσερις πένες, δύο βιβλία, ένα σημειωματάριο, μια λούπα και δύο φύλλα σμυριδόχαρτο... Εδειξε τις πένες:
-"Τι είναι αυτά";
-"Πένες..."
— Χι χι χίιι... Πένες έ; Βάι τον καθηγητή, βάι..."
Δεν ήμουνα σε θέση να πω ότι δεν είμαι καθηγητής αλλά βιβλιοθηκάριος στο
Πανεπιστήμιο. Πήρε στο χέρι του τη λούπα:
-"Αυτό τι είναι";
-"Λούπα..."
-"Λούπα έ; Βάι τον καθηγητή, βάι..."
Ήρθαν άλλοι τρεις. Όλοι μαζί άρχισαν να με ανακρίνουν. Ένας πήρε το σμυριδόχαρτο:
-"Τί είναι αυτό";
-"Σμυριδόχαρτο".
-"Βρε τί λογής σμυριδόχαρτο είναι αυτό. Δεν έχει ίχνος σμυρίγδι. Ποιανού τα πουλάς αυτά";
-"Είναι ψιλό σμυριδόχαρτο, απ' αυτό που χρησιμοποιούν οι χρυσοχόοι..."
-"Χι χι, χίιι. Ψιλό σμυριδόχαρτο ε; Βάι, τον καθηγητή, βάι..."
Μου 'δωσε και μια σπρωξιά με τον ώμο του. Βλέπω ότι θα 'χω άσχημα ξεμπερδέματα.
-"Μπέηδες μου", τους λέω, "κάποιο λάθος θα 'χει γίνει... Δε ξέρω για ποιάν αιτία με φέρατε δω, όμως εμένα με ξέρουν όλοι οι δημοσιογράφοι κι οι πανεπιστημιακοί. Δεν είμαι εγώ για τέτοιες ανακρίσεις".
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο με μάλωσε, λέγοντας «Σσστ!» Ύστερα λάμψανε μεμιάς τα μάτια του. Έδειξε τις λέξεις που είχα σημειώσει πριν από λίγη ώρα, για να δοκιμάσω την πένα.
-"Τί γράφει δω";
-"Λεπτή και κομψή..."
-"Λεπτή και κομψή, ε";
-"Ναι, λεπτή και κομψή..."
-"Και τί σημαίνει αυτό";
-"Τίποτα δε σημαίνει..."
-"Τότε γιατί το 'γραψες";
-"Να, δοκίμαζα τη μύτη της πένας και..."
-"Α, ώστε έτσι... Καλά, δε βρήκες τίποτ' άλλο να γράψεις κι έγραψες αυτό";
Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα σκεφθεί καθόλου...
-"Δε ξέρω, αυτό ήρθε στο νου μου, αυτό έγραψα..."
-"Χι χι χίιι... Λεπτή και κομψή, ε; Τώρα θα σου δείξω εγώ... Αυτό θυμήθηκες, ε; Γιατί δεν ήρθε στο νου σου τίποτ' άλλο";
Ο ένας απ' αυτούς πήγε κοντά στη δακτυλογράφο. 'Αρχισε να υπαγορεύει τα πρακτικά. Μ' έπιασε ένας φόβος... Μήπως αυτό που είχα γράψει τυχαία, «λεπτή και κομψή», ήτανε κρυπτογράφημα κανενός δικτύου κατασκοπείας; Δεκατέσσερις πένες, το σημειωματάριο, η λούπα, δύο βιβλία, το σμυριδόχαρτο του χρυσοχόου, το «λεπτή και κομψή». 'Όποιος και να 'ναι θα υποψιαστεί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Όλα αυτά τα κατέγραψε ένας και κάποιος άλλος όλο και σκάλιζε το σημειωματάριο. Για όλα αυτά τα αντικείμενα που είχανε βρεθεί πάνω μου, μπορούσα να δικαιολογηθώ. Όμως εκείνο το «λεπτή και κομψή», πώς θα το δικαιολογούσα; Πού στο διάολο ήρθαν αυτές οι λέξεις στην άκρια της πένας μου; Δεν ήταν να γράψω τίποτε άλλο;
Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο στάθηκε ξαφνικά σε μια σελίδα. Ύστερα έδειξε εκείνη τη σελίδα στους άλλους. Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους. Ξαφνικά άλλαξαν στάση απέναντί μου. Αυτός που σκάλιζε το σημειωματάριο μου έδειξε μια διεύθυνση που ήταν γραμμένη εκεί:
-"Με συγχωρείτε, μπέη εφέντη", λέει, "τί σας είναι αυτός εδώ";
-"Παλιός συμμαθητής μου. Ανταμώσαμε προχτές. Μου είχε κάνει το τραπέζι. Μου 'δωσε τη διεύθυνσή του και την έγραψα στο σημειωματάριο".
Αυτά που έλεγα ήταν σωστά. Είχα δει ένα φίλο που είχα πολλά χρόνια να τον δω. Ούτε ήξερα πως ήταν Γενικός Διευθυντής. Μου λέει μ' ένα ντροπαλό χαμόγελο αυτός που κρατούσε στο χέρι το σημειωματάριο:
-"Α ώστε έτσι... Ο κύριος Γενικός Διευθυντής είναι στενός φίλος της εξοχότητάς σας..."
-"Βέβαια... Μάλιστα στο σχολειό τον φωνάζαμε Τιρτίκ Ριζά...
-"Ευχαριστήθηκα πολύ, μπέη εφέντη... Γιατί δεν κάθεστε... Ορίστε σας παρακαλώ".
Ύστερα γύρισε στο συνάδελφό του.
-"Τζάνουμ, γιατί φέρατε εδώ τον μπέη εφέντη"; Γυρίζοντας σε μένα:
-"Μπουγιούρουν εφέντη μ'..."
Εγώ μπροστά και πίσω αυτοί, μπήκαμε σ' ένα επιπλωμένο δωμάτιο. Με βάλαν να καθίσω σε μια πολυθρόνα. Λέει ένας απ' αυτούς:
-"Κάνει ζέστη σήμερα. Θα διατάξετε να σας φέρουμε μια παγωμένη γκαζόζα";
-"Ωωω, παρακαλώ..."
Ήρθαν οι γκαζόζες. Μείναμε οι δυο μας, οι άλλοι φύγανε. Με ρώτησε ο απεναντινός μου:
-"Εφέντη μ', σε τί οφείλεται η επίσκεψή σας; Μήπως επιθυμείτε τίποτε";
Αλλάχ, Αλλάχ... Καλέ τι να επιθυμώ; Δε με φέρανε σηκωτόν εδώ; Να του πω ότι με φέρανε με τις σπρωξιές και με γροθιές, θα ήταν ντροπή, μια που μου δείχνουν τώρα τέτοια λεπτότητα. Λέω κι εγώ:
-"Εφέντη μ', έτσι ήρθα να σας κάνω μια επίσκεψη, για να ρωτήσω πώς πάν' τα κέφια σας".
-"Αμάν, εφέντη μ', σας ευχαριστούμε πολύ. Να είστε καλά... Μας δώσατε μεγάλη χαρά. Αμάν, τι τιμή ήταν αυτή..."
Σκέφτηκα να τα μαζέψω προτού να χαλάσει πάλι ο καιρός που έφτιαξε πριν από λίγο, λέγοντας:
-"Θα σας παρακαλέσω να μου επιτρέψετε, μπέη εφέντη..."
Σηκώθηκε στο πόδι και με συνόδεψε ως την έξοδο. Για να γλιτώσω απ' τα χέρια τους, τάχυνα το βήμα μου. Θα ήταν ντροπή να ζητούσα τις πένες, το σημειωματάριο, τη λούπα. Σα να τους θύμιζα το λάθος τους... Έτρεξε από πίσω μου κάποιος:
-"Μπέη εφέντη... Μπέη εφέντη... Κύριε καθηγητά... Εφέντη μ', ξεχάσατε τα πράματά σας".
Είχε φέρει τα πράγματά μου.
-"Στ' αλήθεια, είστε φίλος του Γενικού Διευθυντή";
-"Ναι, γιατί ρωτάτε";
-"Να, έτσι, τώρα έγινε της μόδας... Ο καθένας γράφει στο σημειωματάριό του ονόματα και διευθύνσεις υψηλών προσώπων. Με καταλαβαίνετε; Μ' αυτό τον τρόπο τη γλιτώνουν λέγοντας ότι είναι φίλοι τους. Πού να ξέρουμε αν είναι ή δεν είναι φίλοι τους. Ώστε εσείς είστε στ' αλήθεια φίλος του".
-"Ναι".
-"Μπέη εφέντη, σ' αυτό το χαρτί έγραψα τα στοιχεία μου. Δε ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται, τι δε γίνεται... Αν ξαναδείτε καμιά φορά τον κύριο Γενικό..."
Αφού μου εξιστόρησε ο Χαλίτ τα όσα τράβηξε πρόσθεσε:
-"Λοιπόν, από κείνη τη μέρα κι ύστερα, όπου βρω διευθύνσεις υψηλών προσώπων, τους ξέρω δεν τους ξέρω, τις σημειώνω αμέσως στο σημειωματάριο. Αδερφέ μου, έσπασε η χολή μου, νομίζοντας πως το 'χασα. Αυτές οι διευθύνσεις είναι κάτι σαν ασφάλεια ζωής... Αμάν, καν 'το κι εσύ. Πρόσεξε όμως σε κάτι. Αν τυχόν και παραιτηθεί κανείς απ' αυτούς, ή εξέλθει της υπηρεσίας λόγω υγείας ή λόγω γήρατος ή γίνει συνταξιούχος, θα τον διαγράψεις αμέσως από το σημειωματάριο. Αλλιώς θα χώσεις για καλά το κεφάλι σου σε μπελά... Ώστε εσύ δεν είχες χαμπάρι απ' αυτά τα πράγματα..."
-"Δεν είχα".
-"Μπα σε καλό σου... Αδερφάκι μου, τώρα ο καθένας έχει στην τσέπη του από ένα τέτοιο σημειωματάριο για να φυλάγεται από ατυχήματα κι από μπελάδες. Ξέρεις τί σε περιμένει όταν βγεις απ' αυτή την πόρτα; Θυμάσαι, άλλοτε φορούσαν οι άνθρωποι φυλαχτά, με γραμμένα διάφορα ξόρκια για να προφυλαχτούν από τις αρρώστιες και από την κακιά την ώρα... Τώρα, αντί για ξόρκια είναι γραμμένες αυτές οι διευθύνσεις. Κι είναι εκατό τοις εκατό αποτελεσματικές".