Φιοντüρ ΝτοστογιÝφσκη
Βιογραφικü
O Φιοντüρ ΝτοστογιÝφσκη γεννÞθηκε 30 Οκτþβρη 1821 στη Μüσχα, σ' Ýνα νοσοκομεßο για φτωχοýς, 2ος απü 7 παιδιÜ στην οικογÝνεια. Μαζß με τον μεγαλýτερο αδελφü του ΜιχαÞλ Ýκαναν τη στοιχειþδη εκπαßδευση σε σχολεßο στη Μüσχα. ΜετÜ το θÜνατο της μητÝρας του το 1837, μετακüμισε με τον αδελφü του στην Αγßα Πετροýπολη. Την επüμενη χρονιÜ μπαßνει να σπουδÜσει μηχανικüς στη στρατιωτικÞ ακαδημßα, üχι üμως κι ο αδερφüς του. Το 1839 ο πατÝρας του δολοφονεßται ενδεχομÝνως απü τους δουλοπÜροικοýς του στο κτÞμα του, στη Chermashnya, στην επαρχßα της Tula. ΑποφοιτÜ απü τη σχολÞ το 1843 , σαν υπολοχαγüς. ΜεταφρÜζει στα ρωσικÜ την "Ευγενßα ΓκραντÝ" του ΜπαλζÜκ.
Το 1844 εξÝδωσε το λογοτεχνικü του ντεμποýτο "Οι Φτωχοß", με το οποßο Ýγινε απü την πρþτη στιγμÞ γνωστüς, αποσπþντας θετικÝς κριτικÝς απü τους σýγχρονοýς του. Την επüμενη χρονιÜ γνωρßζεται και συνÜπτει φιλßα με τον ισχυρü κριτικü Vissarion Grigorievich Belinsky. Το 1847 συμμετεßχε στους κýκλους των επαναστατþν. Το 1949 δημοσιεýει τη "ΝιÝτοτσκα", αλλÜ παρουσßασε Ýνα απαγορευμÝνο κεßμενο του κριτικοý Μπελßνσκι προς τον ΝικολÜι Γκüγκολ. Αφοý τον κατÝδωσαν, συνελÞφθη και καταδικÜστηκε σε θÜνατο. Πρþτες κρßσεις επιληψßας. Ο τσÜρος Νικüλαος Ι ωστüσο του χÜρισε τη ζωÞ και τον εξüρισε σε καταναγκαστικÜ Ýργα στη Σιβηρßα -üπου θα εκτßσει 4 χρüνια στο Ομσκ (1850-54)- κι αργüτερα σε καταναγκαστικÞ στρατιωτικÞ θητεßα (1854-59) στο Semipalatinsk. Απü τον στρατü απαλλÜχθηκε λßγα χρüνια αργüτερα, αφοý υπÝφερε απü βαριÝς κρßσεις επιληψßας. ΓÜμος με τη χÞρα Marya Dmitrievna Isaeva το 1857. Το ζεýγος επιτρÝπεται για να κατοικÞσει στην ευρωπαúκÞ Ρωσßα το 1859. ¸τσι επιστρÝφει το 1859 στην Αγßα Πετροýπολη, μαζß με τη σýζυγü του, üπου απü επαναστÜτης μετατρÝπεται σε συντηρητικü Χριστιανü.
Απü κεßνο τον καιρü κι Ýπειτα ασχολÞθηκε σχεδüν αποκλειστικÜ με τη συγγραφÞ των Ýργων του, ενþ παρÜλληλα εξÝδωσε μαζß με τον αδελφü του Ýνα περιοδικü, το Επüκ . Στη συνÝχεια ταξßδεψε για αρκετü καιρü στην Ευρþπη, (Γαλλßα, Ελβετßα, Βρετανßα κλπ) üπου Ýχασε την περιουσßα του στο τζüγο. Λßγο καιρü μετÜ πÝθαναν üλα τα οικεßα του πρüσωπα, ο αδελφüς του κι η γυναßκα του το 1864 κι ο καλýτερüς του φßλος. Την επüμενη χρονιÜ απαγορεýεται η κυκλοφορßα του Επüκ, λüγω αντιπατριωτικþν Üρθρων. Το 1866, Ýχει δημοσιεýσει τα: "¸γκλημα & Τιμωρßα" και τον "Παßκτη", βιβλßο που στηρßζεται και σε προσωπικÜ του βιþματα απü τον τζüγο κι η Polina Suslova αρνεßται τη πρüταση γÜμου που της κÜνει. Το 1867 παντρεýεται την Anna Grigorievna Snitkina. Απü τα χρÝη αναγκÜστηκε να φýγει για κÜποιο διÜστημα απü τη Ρωσßα, στην οποßα επÝστρεψε το 1871. Στη διÜρκεια του ταξιδιοý του, μαζß με τη σýζυγü του, επισκÝφτηκε τη Δ. Ευρþπη. Ζοýνε στη Γενεýη για Ýνα χρüνο, Ýπειτα Φλωρεντßα, ΒιÝννη, ΠρÜγα και τελικÜ ΔρÝσδη. Το 1868 δημοσßευση του "Ηλßθιου" και το 1870 του "Αιþνιου Συζýγου".
ΜετÜ την επιστροφÞ του, εξακολουθεß να γρÜφει πυρετωδþς και παρÜλληλα να δημοσιεýει Ýνα εßδος ημερολογßου σ' Ýνα εβδομαδιαßο περιοδικü, τον Πολßτη. Το 1874 συλλαμβÜνεται και φυλακßζεται ξανÜ γιατß παραβιÜζει τους κανüνες λογοκρισßας. Το 1877 δημοσιεýει "Το ¼νειρο Ενüς Γελοßου Ανθρþπου", στα 1879-80, τους "Αδερφοýς Καραμαζüφ". Τον Ιοýνιο του 1880 γρÜφει κι απαγγÝλλει το διÜσημο λüγο για τον Ποýσκιν στον εορτασμü του στη Μüσχα και προκαλεß παραλÞρημα στα πλÞθη που 'χανε συρρεýσει για να παρακολουθÞσουνε.
Το τÝλος της ζωÞς του πÝρασε Þσυχα και πÝθανε 28 ΓενÜρη 1881 απü πνευμονικü οßδημα, σ' ηλικßα 60 ετþν και στη κηδεßα του, 1η ΦλεβÜρη στο ΚοιμητÞρι Aleksandr Nevsky Monastery, παρßσταντο πÜνω απü 60.000 Üτομα.
-------------------------------------------------------------------
¸νας Τßμιος ΚλÝφτης
¸να πρωß, την þρα που Þμουν Ýτοιμος να φýγω για την υπηρεσßα μου, Þρθε η ΑγκραφιÝνα, που 'κανε χρÝη μαγεßρισσας, πλýστρας κι οικονüμου, και προς μεγÜλη μου Ýκπληξη μου 'πιασε τη κουβÝντα. ¹τανε τüσο λιγομßλητη γυναßκα, που Ýξι χρüνια τþρα, εκτüς απü τη καθημερινÞ συζÞτηση που κÜναμε σχετικÜ για το τι θα μαγειρÝψει για το βρÜδυ, δε μου 'χε πει καμßαν Üλλη λÝξη.
-"E, λοιπüν, κýριε, Þθελα να σας πω", Üρχισε ξαφνικÜ, "üτι δε θα Þταν Üσχημα να νοικιÜζατε το καμαρÜκι".
-"Ποιü καμαρÜκι";
-"Αυτü, πλÜι στη κουζßνα. Ποιü Üλλο";
-"Γιατß";
-"Γιατß; Γιατß ο κüσμος νοικιÜζει δωμÜτια. Για τß Üλλο";
-"Και ποιüς θα το νοικιÜσει";
-"Ποιüς θα το νοικιÜσει! ΚÜποιος νοικÜρης, ποιüς Üλλος";
-"Εκεß οýτε Ýνα κρεβÜτι δε χωρÜ να βÜλεις, εßναι πολý στενÜχωρα. Ποιüς θα πÜει να ζÞσει κει μÝσα; Και γιατß να ζÞσει κει μÝσα";
-"Μüνο για Ýναν ýπνο μπορεß να πηγαßνει, θα ζει στο παρÜθυρο".
-"Ποιü παρÜθυρο";
-"ΛÝτε και δε ξÝρετε! Στο παρÜθυρο του διαδρüμου. Εκεß θα κÜθεται και θα ρÜβει Þ θα κÜνει ü,τι Üλλο θÝλει, τÝλος πÜντων. E, μπορεß να κÜθεται και στη καρÝκλα. '¸χει καρÝκλα και τραπÝζι. Απ' üλα Ýχει".
-"Και ποιüς εßναι αυτüς";
-"Α, Ýνας εξαιρετικüς Üνθρωπος και κοσμογυρισμÝνος... Θα του μαγειρεýω εγþ. Για το δωμÜτιο και για το φαγητü θα του παßρνω τρßα ασημÝνια ροýβλια το μÞνα".
ΤελικÜ, ýστερα απü πολλÝς προσπÜθειες, Ýμαθα üτι Ýνας μεσüκοπος Üντρας εßχε καταφÝρει με κÜποιον τρüπο να πεßσει την ΑγκραφιÝνα να τον πÜρει νοικÜρη και να του μαγειρεýει. Κι üταν της ΑγκραφιÝνας της μπει κÜτι στο μυαλü, δεν της το βγÜζεις με τßποτα· Þξερα üτι, αν διαφωνοýσα δε θα μ' Üφηνε σ' ησυχßα. Σε τÝτοιες περιπτþσεις, üταν δε γινüτανε το δικü της, γινüταν ξαφνικÜ σκεπτικÞ, Ýπεφτε σε βαθιÜ μελαγχολßα κι αυτü δε της περνοýσε εýκολα. Κρατοýσε δυο-τρεις βδομÜδες. Στο μεταξý το φαγητü δεν τρωγüτανε, τα ροýχα χÜνονταν, το πÜτωμα βρþμιζε, κοντολογßς η κατÜσταση γινüτανε φοβερÜ δυσÜρεστη. Εßχα παρατηρÞσει απü καιρü πως αυτÞ η σιωπηλÞ γυναßκα δεν Þτανε σε θÝση να καταλÞξει σε κÜποια απüφαση, να 'χει μιαν οποιαδÞποτε δικÞ της, προσωπικÞ κι ολοκληρωμÝνη γνþμη. Αν üμως στο μικρü μυαλü της σχηματιζüταν με κÜποιον τυχαßο τρüπο κÜτι που να μοιÜζει με ιδÝα, με πρωτοβουλßα, τüτε το να της αρνηθεßς σÞμαινε να της νεκρþσεις τη ψυχÞ για αρκετü χρονικü διÜστημα. Γι' αυτü λοιπüν, επειδÞ πÜνω απ' üλα θÝλω την ησυχßα μου, συμφþνησα ευθýς μαζß της.
-"Εßναι τουλÜχιστον εντÜξει η ταυτüτητÜ του, το διαβατÞριο και τ' Üλλα σχετικÜ χαρτιÜ του";
-"ΒÝβαια, βÝβαια, εßναι. Σας εßπα εßναι θαυμÜσιος Üνθρωπος, κοσμογυρισμÝνος κι υποσχÝθηκε üτι θα δßνει κÜθε μÞνα τρßα ασημÝνια ροýβλια".
Την Üλλη κιüλας μÝρα στη φτωχικÞ εργÝνικη κατοικßα μου εμφανßστηκε ο νÝος Ýνοικος. Το γεγονüς δε με στενοχþρησε, αντßθετα μÜλιστα, μÝσα μου χαιρüμουν. Ως τþρα, ζω μοναχικÞ ζωÞ. Εßμαι Ýνας σωστüς ερημßτης. Δεν Ýχω σχεδüν κανÝνα γνωστü, Ýξω βγαßνω σπÜνια. ¸χοντας ζÞσει δÝκα χρüνια μüνος κι Ýρημος, συνÞθισα στη μοναξιÜ. ΑλλÜ να ζÞσω δÝκα, δεκαπÝντε Þ και παραπÜνω χρüνια στην ßδια απομüνωση, με την ßδια ΑγκραφιÝνα, στο ßδιο εργÝνικο διαμÝρισμα εßναι αρκετÜ Üχαρη περßπτωση. Αφοý λοιπüν Þταν Ýτσι τα πρÜγματα, Ýνας καινοýριος Þσυχος Üνθρωπος στο σπßτι μου Þταν ευλογßα Θεοý.
Η ΑγκραφιÝνα δε μου 'πε ψÝματα. Ο νοικÜρης Þτανε πρÜγματι κοσμογυρισμÝνος Üνθρωπος. Το διαβατÞριü του Ýλεγε πως Þταν απüστρατος στρατιþτης. Αυτü το 'χα καταλÜβει και πριν δω το διαβατÞριο, ρßχνοντας στον ßδιο μια ματιÜ. ΠÜντως, ο ΑστÜφι ΙβÜνιτς Ýτσι λεγüταν ο νοικÜρης μου Þταν απü τους καλοýς του εßδους. Περνοýσαμε καλÜ. Το καλýτερο üμως απ' üλα Þταν üτι ο ΑστÜφι ΙβÜνιτς Üρχιζε κÜθε τüσο να μου διηγεßται ιστορßες απü τη ζωÞ του. Στη χρüνια βαρεμÜρα της ζωÞς μου, Ýνας τÝτοιος αφηγητÞς Þτανε θεßο δþρο.
Μια μÝρα μου διηγÞθηκε κÜποια απü τις ιστορßες του, που μου 'κανε μεγÜλην εντýπωση. Να üμως με ποιÜ αφορμÞ μου τη διηγÞθηκε: ¸τυχε μια φορÜ να 'μαι μüνος στο σπßτι, Ýλειπε ο ΑστÜφι κι η ΑγκραφιÝνα. ΞÜφνου Üκουσα απü το Üλλο δωμÜτιο κÜποιον να μπαßνει στο σπßτι και τα βÞματÜ του δε μου φανÞκανε γνþριμα. ΒγÞκα στο διÜδρομο κι εßδα Ýνα νεαρü, μετρßου αναστÞματος· παρÜ το Ýντονο φθινοπωρινü κρýο φοροýσε μüνον Ýνα πουκÜμισο.
-"Τß θες;" τον ρþτησα.
-"Τον Αλεξαντρüφ, τον υπÜλληλο, εδþ μÝνει";
-"ΚÜποιο λÜθος κÜνεις, νεαρÝ, Üντε, γεια σου".
-"Μα πþς. Ο θυρωρüς μου εßπε üτι εδþ εßναι", εßπε ο επισκÝπτης, οπισθοχωρþντας σιγÜ-σιγÜ προς τη πüρτα.
-"ΠÞγαινε, κýριε, τρÜβα στη δουλειÜ σου".
Την επομÝνη το απüγευμα, την þρα που με τον ΑστÜφι προβÜραμε τη ρεντιγκüτα μου, για να της κÜνει κÜποιες επιδιορθþσεις, μπÞκε πÜλι κÜποιος στο διÜδρομο. ΠÞγα κι Üνοιξα τη πüρτα. ¹ταν ο χτεσινüς κýριος. Μπρος στα μÜτια μας, πÞρε τη καπαρντßνα μου απü τη κρεμÜστρα μ' üλη του την Üνεση, την Ýχωσε κÜτω απ' τη μασχÜλη κι Ýγινε Üφαντος. ¼λη αυτÞ την þρα η ΑγκραφιÝνα τον κοιτοýσε μ' ανοιχτü το στüμα και δεν Ýκανε καμιÜ κßνηση για να τον εμποδßσει. Ο ΑστÜφι ΙβÜνιτς üρμησε πßσω απü τον κλÝφτη και δÝκα λεπτÜ αργüτερα γýρισε καταúδρωμÝνος και μ' Üδεια χÝρια. Ο κλÝφτης εßχε εξαφανιστεß, λες κι Üνοιξε η γη και τον κατÜπιε!
-"Ε λοιπüν, τη πατÞσαμε, ΑστÜφι ΙβÜνιτς", του εßπα. "ΠÜλι καλÜ που μας Ýμεινε και το παλτü! Θα μας εßχε γδýσει τελεßως ο παλιοκλÝφτης"!
ΑλλÜ ο ΑστÜφι ΙβÜνιτς τα \χε τüσο χαμÝνα, þστε κι εγþ ο ßδιος, κοιτÜζοντÜς τον, ξÝχασα τη κλοπÞ. Δεν μποροýσε να το χωνÝψει με τßποτα. ΚÜθε τüσο σταματοýσε τη δουλειÜ του και ξανÜρχιζε να διηγεßται απü την αρχÞ πþς Ýγιναν üλα, πþς εκεß, μπροστÜ στα μÜτια μας, μας πÞρανε τη καπαρντßνα, πþς Þρθανε τα πρÜματα Ýτσι που να μη καταφÝρει να συλλÜβει τον κλÝφτη. ΥστÝρα απü λßγο ξανÜπιανε τη δουλειÜ, για να την αφÞσει ξανÜ σε λßγο και να μου τα ξαναδιηγηθεß üλα φτου κι απ' την αρχÞ. Στο τÝλος σηκþθηκε και πÞγε στο παρÜθυρο για να του πει τι εßχε γßνει και για να του βÜλει τις φωνÝς που αφÞνει να γßνονται τÝτοια πρÜγματα μÝσα στο ßδιο του το σπßτι. Γýρισε Ýπειτα κι Ýστησε Ýνα μικρü καβγÜ με την ΑγκραφιÝνα. ΥστÝρα ξανÜπιασε τη δουλειÜ του και για πολλÞν þρα ακüμη μουρμοýριζε για το πþς Ýγινε üλη αυτÞ η ιστορßα, üτι αυτüς στεκüταν εδþ, ενþ εγþ εκεß, και να! μπρος στα μÜτια μας, μας Ýκλεψε. Με λßγα λüγια ο ΑστÜφι ΙβÜνιτς Þξερε να κοιτÜ τη δουλειÜ του, παρÜλληλα üμως ενδιαφερüτανε πραγματικÜ κι υπÝφερε για τον Üλλο.
-"Μας κοροúδÝψανε, ΑστÜφι ΙβÜνιτς κι εσÝνα κι εμÝνα", του εßπα το βρÜδυ, προσφÝροντÜς του Ýνα φλιτζÜνι τσÜι. ¹θελα Ýτσι, απü βαρεμÜρα να τον προκαλÝσω, þστε να ξαναρχßσει την αφÞγηση για τη κλοπÞ της καπαρντßνας, που απü τη συχνÞ επανÜληψη αλλÜ και την ειλικρßνεια του αφηγητÞ εßχε αρχßσει να γßνεται εξαιρετικÜ κωμικÞ.
-"Μας κοροúδÝψανε, κýριε. Και παρüλο που δε κλÝψανε δικü μου ροýχο, η στενοχþρια μου δε λÝγεται. Νομßζω πως στον κüσμο ολüκληρο δεν υπÜρχουν πιο σιχαμÝνοι Üνθρωποι απü τους κλÝφτες. Και καλÜ, μπορεß καμιÜ φορÜ κανεßς να κλÝψει τßποτα Üχρηστο· τοýτος εδþ üμως σου 'κλεψε τον καρπü του μüχθου σου, τον ιδρþτα που 'χυσες, για ν' αγορÜσεις τη καπαρντßνα αυτÞ. Τον κερατÜ, φτου του! Να, τα λÝω πÜλι και μου ανεβαßνει το αßμα στο κεφÜλι. ΚαλÜ σεις, κýριε, δε λυπÜστε για τη καπαρντßνα σας";
-"E, βÝβαια, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Αν εßναι να πÜρει πρÜμα δικü μου ο κλÝφτης, προτιμþ να του βÜλω φωτιÜ και να το κÜψω".
-"¸τσι εßναι! ΒÝβαια, κλÝφτης απü κλÝφτη διαφÝρει. Μου 'τυχε κÜποτε μια περßπτωση, κýριε, να πÝσω και σε τßμιο κλÝφτη".
-"Τßμιο; Και ποιüς κλÝφτης εßναι τßμιος, ΑστÜφι ΙβÜνιτς";
-"Αυτü εßναι αλÞθεια, κýριε! ΚλÝφτης τßμιος δε γßνεται. ¹θελα μüνο να πω πως εκεßνος Þταν μÜλλον τßμιος Üνθρωπος κι üμως Ýκλεψε. ¹τανε κρßμα απ' το Θεü, ο καημÝνος".
-"Πþς Ýτσι, ΑστÜφι ΙβÜνιτς";
-"Που λÝτε λοιπüν, κýριε, Þταν πριν απü δυο, περßπου, χρüνια, που 'τυχε να μεßνω χωρßς δουλειÜ γýρω στον Ýνα χρüνο. ¼σο ακüμα δοýλευα, εßχα γνωρßσει Ýνα χαμÝνο κορμß. Εßχαμε γνωριστεß στο καπηλειü. ¹ταν Ýνας φοβερüς μεθýστακας, Ýνα παρÜσιτο, Ýνας χαραμοφÜης. Πρþτα δοýλευε κÜπου, αλλÜ τον εßχανε διþξει χρüνια τþρα, επειδÞ Ýπινε πολý. Το πþς Þταν ντυμÝνος δε περιγρÜφεται! ΚαμιÜ φορÜ αναρωτιüμουν αν φοροýσε πουκÜμισο κÜτω απ' το παλτü. Μια δεκÜρα να 'βρισκε, πÞγαινε αμÝσως και την Ýπινε. Δεν Ýκανε üμως φασαρßα· Þταν Þσυχος χαρακτÞρας, καλüκαρδος, γλυκομßλητος και ντροπαλüς, ποτÝ του δε σου ζητοýσε τßποτα. ΑλλÜ, βÝβαια, Ýβλεπες μüνος σου πüσο Þθελε να πιει, ο καημÝνος, και τον κερνοýσες. ¸τσι λοιπüν τον γνþρισα η μÜλλον εκεßνος μου Ýγινε κολλιτσßδα. ¹ταν αφοσιωμÝνος σαν σκυλÜκι. ¼που και να πÞγαινες να σου κι αυτüς απü κοντÜ. Και να σημειþσεις üτι τον εßχα δει üλο κι üλο μια φορÜ.
Στην αρχÞ τον Üφησα να μεßνει μια νýχτα στο σπßτι μου· εßδα που το διαβατÞριü του Þταν εντÜξει και εßπα, ας Ýρθει ο Üνθρωπος! ¾στερα, τη δεýτερη μÝρα, πÜλι τον Üφησα να κοιμηθεß σπßτι μου-κι Ýρχεται και η τρßτη μÝρα. ¼λη τη μÝρα αυτÞ τη πÝρασε μπρος στο παρÜθυρο, το βρÜδυ Ýμεινε πÜλι στο σπßτι. Ωραßα, σκÝφτηκα: τον ποτßζω και τον ταÀζω εγþ κι απü πÜνω μου κοιμÜται και στο σπßτι μου, λες και δε μου Ýφτανε η δικιÜ μου η φτþχεια, απÝκτησα και οικüτροφο!
Αυτüς και πριν, üπως τþρα κι εγþ, Ýμενε στο σπßτι κÜποιου υπÜλληλου· του εßχε κολλÞσει κι üλη την þρα τα πßνανε οι δυο τους. Εκεßνον, τελικÜ, τον πÝθανε το πολý πιοτü. Τον δικü μου λοιπüν οικüτροφο τον Ýλεγαν ΓιεμελιÜν Ιλßτς ΓιεμελιÝι. ΚÜθισα κÜτω κι Ýστυβα το μυαλü μου, να βρω τι κÜνουμε τþρα μ' αυτüν. Να τον διþξω Þτανε κρßμα -ντρεπüμουν να διþξω Ýναν Üνθρωπο Üθλιο, αξιολýπητο. Κι αμßλητος, ντροπαλüς, να μη σου ζητÜει τßποτα, να κÜθεται μüνος του και να σε κοιτÜει στα μÜτια παρακλητικÜ σαν σκυλÜκι! Τüσο τον εξαθλιþνει τον Üνθρωπο το πιοτü! Σκεφτüμουν να του πω κÜποια στιγμÞ: Üιντε τþρα, ΓιεμελιÜνουσκα, πÞγαινε, τι να κÜνεις πια μαζß μου; Σε λßγο κι εγþ δε θα 'χω να φÜω, üχι να 'χω να τρÝφω κι εσÝνα. ΚÜθομαι üμως και σκÝφτομαι: τß θα κÜνει εκεßνος Üμα του μιλÞσω Ýτσι; Τον φαντÜζομαι πως θα με κοιτÜει πολλÞ þρα, μüλις ακοýσει τα λüγια μου, πως θα κÜθεται πολλÞ þρα χωρßς να καταλαβαßνει λÝξη, πως μετÜ, αφοý θα Ýχει πια καταλÜβει, θα σηκωθεß απü τη θÝση του, πλÜι στο μεγÜλο παρÜθυρο θα πÜρει το κüκκινο μπογαλÜκι του, που Þταν γεμÜτο τρýπες και που Ýνας Θεüς ξÝρει τι εßχε χωμÝνο εκεß μÝσα και το 'σερνε παντοý μαζß του, θα σιÜξει üπως-üπως το παλτü του, για να εßναι üσο γßνεται ζεστü αλλÜ και να μη φαßνονται οι τρýπες κι Ýπειτα θα ανοßξει την πüρτα και θα βγει στη σκÜλα με δÜκρυα στα μÜτια. Κι Ýτσι να χαθεß Ýνας Üνθρωπος. Δεν εßναι κρßμα απ' το Θεü; E, και στο κÜτω-κÜτω της γραφÞς, σκÝφτηκα, δε μου Þταν και τüσο μεγÜλο βÜρος! Περßμενε, Ýλεγα μÝσα μου, ΓιεμελιÜνουσκα, και δε θα κÜθεσαι για πολý ακüμα στο τραπÝζι μου, üπου να 'ναι θα πρÝπει να φεýγω και τüτε Üντε να με βρεις.
Ε λοιπüν, κýριε, πραγματικÜ αναγκαστÞκαμε να φýγουμε: ¸ρχεται μια μÝρα το αφεντικü μου, ο ΑλεξÜντρ Φιλημüνοβιτς και μου λÝει: ¸μεινα πολý ικανοποιημÝνος απü σÝνα, ΑστÜφι κι üταν γυρßσουμε απ' το χωριü, δε θα σε ξεχÜσουμε. θα σε προσλÜβουμε πÜλι. Ζοýσαμε στην ÝπαυλÞ του. Καλü αφεντικü, μα πÝθανε τον ßδιο χρüνο. Τους ξεπροβοδßσαμε λοιπüν και κατüπιν μÜζεψα τα υπÜρχοντÜ μου, κÜτι λßγα χρÞματα που εßχα μα ζεμÝνα και πÞγα και νοßκιασα μια γωνßτσα στο σπßτι μιας γριοýλας. ΚÜποτε Ýκανε τη νταντÜ, αλλÜ τþρα ζοýσε μüνη της με μια μικρÞ σýνταξη. E, τþρα, λÝω, ΓιεμελιÜνουσκα, φßλε μου, γεια χαρÜ! δε με βρßσκεις εδþ με τßποτα! Και τι λÝτε Ýγινε, κýριε; Γυρßζω σπßτι το βραδÜκι και βλÝπω μπρος μου τον ΓιεμÝλια να στρογγυλοκÜθεται πÜνω στο σεντοýκι μου, με το καρü μπογαλÜκι του δßπλα και να με περιμÝνει... Και μÜλιστα για να μη πλÞττει εßχε δανειστεß Ýνα θρησκευτικü βιβλιαρÜκι απü τη γερüντισσα και το κρατοýσε το πÜνω-κÜτω, τÜχα üτι διÜβαζε. E, λοιπüν, σκÝφτηκα, γιατß δεν τον εßχα διþξει απü την αρχÞ; ΚÜθομαι λοιπüν, κýριε, και λογαριÜζω: πüσο θα μου στοιχßσει αυτüς ο τýπος; ΛογÜριασα, λογÜριασα και κατÝληξα üτι δε θα μου στοιχßσει και πÜρα πολλÜ. Θα πρÝπει, φυσικÜ, να τρþει. ΕντÜξει, Ýνα κομμÜτι ψωμß το πρωß και, για να μη το φÜει σκÝτο, Üντε κανÝνα κρεμμýδι. Και το μεσημÝρι πÜλι ψωμß και κρεμμýδι θα 'τρωγε. Για βραδινü πÜλι κρεμμýδι και κβας και ψωμß, αν θÝλει. Κι αν μας τýχει και καμιÜ λαχανüσουπα, τρþμε κι οι δυο μας. ¸τσι κι αλλιþς, εßμαστε λιγüφαγοι. ΕξÜλλου, üπως üλοι ξÝρουν, üποιος πßνει, δεν τρþει σχεδüν τßποτα, του φτÜνει η βüτκα του και το κρασß του. Θα με ξεθεþσει στο πιοτü, σκÝφτηκα, αλλÜ τüτε üμως, κýριε, μου Þρθε και μια Üλλη σκÝψη.
ΣκÝφτηκα üτι Ýτσι κι Ýφευγε ο ΓιεμελιÜν, θα γινüμουν δυστυχισμÝνος στη ζωÞ μου. Γι' αυτü αποφÜσισα εκεßνη τη στιγμÞ να γßνω πατÝρας και προστÜτης του. Θα τον βγÜλω απ' τον κακü δρüμο, σκÝφτηκα. Θα τον κÜνω να κüψει το πιοτü! Περßμενε και θα δεις, σκεφτüμουν. ΕντÜξει, ΓιεμÝλια του εßπα, μεßνε εδþ, αλλ' απü δω κι εμπρüς θα με ακοýς και θα στηρßζεσαι πÜνω μου. ¸τσι, λοιπüν, σκεφτüμουν μοναχüς μου: θα αρχßσω σιγÜ-σιγÜ να του μαθαßνω κÜποια δουλειÜ, αλλÜ χωρßς πßεση. Ασ' τον στην αρχÞ να κÜθεται κι εγþ στο μεταξý θα δω για ποια δουλειÜ εßναι κατÜλληλος. Γιατß για κÜθε δουλειÜ, κýριε, πρÝπει πρþτα να βλÝπουμε αν ο Üνθρωπος εßναι ικανüς. ΒÜλθηκα, λοιπüν, να τον παρατηρþ στα κρυφÜ. Στην αρχÞ, τον Ýπιασα με το καλü.
-"¸τσι κι Ýτσι", του λÝω, "ΓιεμελιÜν Ιλßτς, φτÜνει πια, θα πρÝπει να κοιτÜξεις τι θα κÜνεις με τον εαυτü σου, þστε, να διορθωθεßς. Κοßτα πþς γυρνÜς, κουρελÞς και με συγχωρεßς που στο λÝω, αλλÜ το παλτü σου εßναι γεμÜτο τρýπες. Δεν εßναι κατÜσταση αυτÞ! ΠρÝπει να γßνεις Üνθρωπος"!
Ο ΓιεμελιÜνουσκα κÜθεται και με ακοýει με σκυμμÝνο το κεφÜλι. Τß να σας πω, κýριε! Εßχε φτÜσει σε τÝτοια κατÜσταση απ' το πιοτü, που δεν Þξερε τι Ýλεγε. Του 'λεγες για αγγοýρια και σου απαντοýσε για κουκιÜ! Με ακοýει, με ακοýει τüσην þρα, κι Ýπειτα αναστενÜζει:
-"Τß αναστενÜζεις, ΓιεμελιÜν Ιλßτς";
-"¸τσι, τßποτα, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, μην ανησυχεßτε. Να, σÞμερα, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, δυο γριÝς τσακþθηκαν στη μÝση του δρüμου, γιατß η μια αναποδογýρισε κατÜ λÜθος της Üλλης το πανÝρι και της σκüρπισε κÜτω τα μοýρα".
-"E και λοιπüν";
-"ΜετÜ η δεýτερη αναποδογýρισε επßτηδες το πανÝρι της πρþτης, της σκüρπισε χÜμω τα δικÜ της μοýρα κι Üρχισε μετÜ να τα τσαλαπατÜει".
-"E και τß Ýγινε, ΓιεμελιÜν Ιλßτς";
-"Να, τßποτα, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, Ýτσι το 'πα".
Αχ, ΓιεμÝλια, πÜει τα 'χασες, καημÝνε μου, απ' το πιοτü, σκÝφτηκα.
-"Κι Ýνας κýριος, εκεß που πÞγαινε στη Σαντüβαγια, του 'πεσε Ýνα χαρτονüμισμα στο πεζοδρüμιο. Το βλÝπει Ýνας μουζßκος, τυχερü μου, λÝει. Και να σου κι Ýνας Üλλος, üχι, δικü μου τυχερü, λÝει. Το 'δα πρþτος..."
-"Λοιπüν, ΓιεμελιÜν Ιλßτς";
-"ΤσακωθÞκαν οι μουζßκοι, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. ¹ρθε μετÜ ο χωροφýλακας, Ýδωσε το χαρτονüμισμα στον κýριο, που του 'χε πÝσει και τους μουζßκους τους απεßλησε και τους δυο üτι θα τους πÜει μÝσα".
-"E, και λοιπüν τß Ýγινε; Ποιü εßναι, τελικÜ, το συμπÝρασμα ΓιεμελιÜνουσκα";
-"¸τσι, τßποτα. Ο κüσμος γελοýσε, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
-"Αχ, ΓιεμελιÜνουσκα! Ο κüσμος! Ποýλησες τη ψυχÞ σου για τρßα καπßκια! Και ξÝρεις, ΓιεμελιÜν Ιλßτς, να σου πω κÜτι";
-"Τß, ΑστÜφι ΙβÜνιτς";
-"Να βρεις μια δουλειÜ, οποιαδÞποτε, αυτü να κÜνεις. Χßλιες φορÝς θα στο πω. Βρες μια δουλειÜ. ΛυπÞσου πια τον εαυτü σου".
-"Και τß δουλειÜ να βρω, ΑστÜφι ΙβÜνιτς; Εγþ δε ξÝρω να κÜνω τßποτα. Κανεßς δε θα με πÜρει εμÝνα, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Αχ, ΓιεμÝλια, για το πιοτü σε Ýδιωξαν απ' τη δουλειÜ σου! ΠρÝπει να το σταματÞσεις. ΣÞμερα, φþναξαν στο γραφεßο τον Βλας, τον μπουφετζÞ, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
-"Και γιατß τον φþναξαν, ΓιεμελιÜνουσκα";
-"Δε ξÝρω, γιατß τον φþναξαν, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Φαßνεται θα τον χρειÜζονταν εκεß, γι' αυτü τον κÜλεσαν..."
Αχ, σκÝφτομαι, πÜμε χαμÝνοι με σÝνα, ΓιεμελιÜνουσκα! Μας τιμωρεß ο Μεγαλοδýναμος για τις αμαρτßες μας! Πεßτε μου, κýριε, πþς να συνεννοηθεßς με Ýναν τÝτοιον Üνθρωπο; ¹ταν üμως παμπüνηρος! Με Üκουγε καλÜ-καλÜ, κι Ýπειτα, αφοý χüρταινε να ακοýει, μüλις Ýβλεπε πως Üρχιζα και θýμωνα, φüραγε το παλτü του και μη τον εßδατε! ¸λειπε üλη τη μÝρα και μου 'ρχüτανε το βρÜδυ τýφλα στο μεθýσι. Ποιüς του 'δινε να πιει, ποý τα 'βρισκε τα λεφτÜ, Ýνας Θεüς ξÝρει! ΠÜντως, δεν Þμουν εγþ ο Ýνοχος!..
-"ΑμÜν πια, ΓιεμελιÜν Ιλßτς", του Ýλεγα, "θα το φας το κεφÜλι σου! ΤÝρμα το πιοτü, μ' ακοýς; τÝρμα! 'Αλλη φορÜ, Üμα μου 'ρθεις μεθυσμÝνος, θα κοιμηθεßς Ýξω. Δε θα σ' αφÞσω να μπεις μÝσα"!
Ακοýει ο ΓιεμÝλια την απüφασÞ μου και κÜθεται μÝσα μια μÝρα, δυο μÝρες... Τη τρßτη τη κοπÜνησε πÜλι. ΠεριμÝνω, περιμÝνω, Üφαντος! E, με ζþσανε πια και μÝνα τα φßδια. 'Αρχισα ν' ανησυχþ. Τß του Ýκανα; Σκεφτüμουν. Εγþ τον τρομοκρÜτησα. Και ποý να 'ναι τþρα ο Ýρημος; Αχ, ας Ýρθει, ΘεÝ μου, Σε παρακαλþ ! Νýχτωσε και πουθενÜ ο ΓιεμελιÜν... Βγαßνω το πρωß στο κατþφλι, κοιτÜζω, και τον βλÝπω εκεß και κοιμÜται. ¹ταν ξαπλωμÝνος και εßχε ακουμπÞσει το κεφÜλι του σ' Ýνα σκαλοπÜτι· εßχε κοκαλþσει απü τη παγωνιÜ.
-"Τß κÜνεις αυτοý, ΓιεμÝλια; Για τ' üνομα του θεοý! εδþ βρÞκες να κοιμηθεßς";
-"Μα σεις, ΑοτÜφι ΙβÜνιτς, θυμþσατε προχτÝς, στενοχωρηθÞκατε και μου 'πατε πως, αν Ýρθω ξανÜ μεθυσμÝνος θα με βÜλετε να κοιμηθþ στη σκÜλα. Γι' αυτü κι εγþ δε τüλμησα να μπω μÝσα, ΑστÜφι ΙβÜνιτς και ξÜπλωσα δω, αφοý Þμουν μεθυσμÝνος. Μ' εßχε πιÜσει στενοχþρια και δε τüλμησα να χτυπÞσω".
-"Δε κÜνεις καμιÜ Üλλη δουλειÜ, λÝω εγþ, ΓιεμελιÜν, που πας και κοιμÜσαι Ýξω";
-"Τß Üλλη δουλειÜ, ΑστÜφι ΙβÜνιτς";
-"Σου λÝω, βρε ανεπρüκοπε, να μÜθεις να γßνεις ρÜφτης. Κοßτα σε τι κατÜσταση εßναι το παλτü σου! ΠιÜσε τη βελüνα να κλεßσεις καμιÜ τρýπα να γßνεις, επιτÝλους, Üνθρωπος. 'Αντε, μεθýστακα".
Κι εκεßνος, κýριε, πÜει και πιÜνει τη βελüνα -εγþ Ýτσι το 'πα, στ' αστεßα, κι εκεßνος τα 'χασε και πÞρε τη βελüνα. ¸βγαλε το παλτü του και προσπÜθησε να περÜσει τη κλωστÞ στη βελüνα. Καθüμουν και τον κοßταζα, αλλÜ ποý να τα καταφÝρει! Τα μÜτια του Þταν υγρÜ και κατακüκκινα, τα χÝρια του τρÝμαν, αυτüς εκεß! Προσπαθοýσε, προσπαθοýσε αλλÜ η κλωστÞ στη βελüνα δεν Ýμπαινε! Κι üλο τη σÜλιωνε, την Ýστριβε με τα δÜχτυλα, αλλÜ τßποτα! Τα παρÜτησε και γýρισε και με κοßταξε...
-"Τþρα, ΓιεμÝλια, με υποχρÝωσες! Να 'τανε κι Üλλοι μπροστÜ, να μας Ýβλεπαν, δε θα Þξερα ποý να κρυφτþ! Αφοý Ýτσι στο 'πα, βρε αφελÞ Üνθρωπε, γι' αστεßο, για να σε πειρÜξω. ΠÞγαινε, üπου θες κι ο Θεüς να σε φυλÜ! Αν θες, κÜτσε δω, αλλÜ μη κοιμÜσαι στις σκÜλες, μη με ντροπιÜζεις"!
-"Και τß να κÜνω, ΑστÜφι ΙβÜνιτς; Αφοý το ξÝρω κι ο ßδιος üτι εßμαι πÜντα μεθυσμÝνος και δε κÜνω για τßποτα! Μüνον εσÜς που κακοκαρδßζω... τον ευεργÝτη μου"!
Κι Ýτσι üπως Üρχισαν να τρÝμουν τα χλομÜ του χεßλη, Ýνα δÜκρυ κýλησε στο μÜγουλο κι Ýβρεξε τη γενειÜδα του. ΞÜφνου ξÝσπασε σε λυγμοýς o ΓιεμελιÜν μου... Αχ, πατεροýλη, σαν να μου μπÞξανε το μαχαßρι στην καρδιÜ.
-"Αχ εσý, πονüψυχε Üνθρωπε, καθüλου δεν το σκÝφτηκα! Ποý να το ξÝρω, ποý να το φανταστþ; ¼χι, νομßζω, ΓιεμÝλια, πως θα σ' αφÞσω στην ησυχßα σου, να σβÞσεις σα το κερÜκι"!
E, λοιπüν, κýριε, ας μη μακρηγορþ. Η üλη ιστορßα εßναι τüσο Üθλια, που δεν αξßζει να τη διηγεßσαι. θÝλω μüνο να προσθÝσω κÜτι: εßχα Ýνα παντελüνι ιππασßας πολý üμορφο, μου το 'χε παραγγεßλει κÜποιος τσιφλικÜς που 'ρχüταν εδþ. '¾στερα üμως δεν το πÞρε, γιατß του Þταν, λÝει, στενü. ¸τσι, λοιπüν, μου 'μεινε το παντελüνι αυτü. Πολýτιμο πρÜμα, σκÝφτηκα. Στο παζÜρι μπορεß να 'πιανε μÝχρι και πÝντε ροýβλια. Αν το ξÞλωνα, μ' αυτü το ýφασμα μποροýσα να φτιÜξω δυο παντελüνια για τους κυρßους της Πετροýπολης και θα μου περßσσευε και για γιλÝκο.
Εμεßς οι φτωχοß, βλÝπετε, üλο κÜτι τÝτοιες πατÝντες κÜνουμε, για να τα βγÜλουμε πÝρα. Τον καιρü εκεßνο ο ΓιεμελιÜνουσκα Þτανε πολý βαρýς και μελαγχολικüς. Μια μÝρα χωρßς πιοτü, δεýτερη, τρßτη, χωρßς να βÜλει γουλιÜ στο στüμα του. ¸τσι Þτανε για λýπηση. Καθüταν εκεß κι Ýνιωθε δυστυχισμÝνος. τþρα, φßλε μου, σκÝφτηκα Þ δεν Ýχεις φρÜγκο Þ μπÞκες στον ßσιο δρüμο. ºσως Üκουσες τη φωνÞ της λογικÞς κι εßπες: τÝρμα.
Ακοýστε λοιπüν, κýριε, τι Ýγινε κατüπιν: τις μÝρες εκεßνες Þτανε κÜποια μεγÜλη γιορτÞ. Γυρßζω το βρÜδυ απü τον εσπερινü και βλÝπω το ΓιεμÝλια να κÜθεται στο παρÜθυρο και να κουνιÝται πÝρα-δþθε, τýφλα στο μεθýσι. 'Αειντε πÜλι, Γιεμελιοýσκα, εßπα μÝσα μου. Πηγαßνω να πÜρω κÜτι απ' το σεντοýκι, κοιτÜζω μÝσα, πουθενÜ το παντελüνι της ιππασßας... ΨÜχνω, ξαναψÜχνω, τßποτα! Αφοý Ýφαγα üλο τον κüσμο και δε το βρÞκα, σφßχτηκε η καρδιÜ μου! ¸τρεξα στη γερüντισσα, τη σπιτονοικοκυρÜ μου. Την υποψιÜστηκα Üδικα τη καημÝνη, ενþ στο ΓιεμÝλια οýτε που πÞγε το μυαλü, παρüλο που Þταν ýποπτος, Ýτσι που καθüταν μεθυσμÝνος.
-"¼χι," μου λÝει η γριοýλα, "για τ' üνομα του θεοý, κýριε, αν εßναι δυνατüν! Τß να το κÜνω γω το παντελüνι της ιππασßας; ΔηλαδÞ να το φορÝσω; Κι εγþ μüλις προχθÝς Ýχασα μια φοýστα".
-"¹ρθε κανÝνας απü δω;" τη ρωτÜω.
-"¼χι, κανεßς δεν Þρθε, κýριε, εγþ Þμουνα συνÝχεια δω. Ο ΓιεμελιÜν Ιλßτς βγÞκε για λßγο και ξαναγýρισε. ΝÜτος, εκεß εßναι... Αυτüνε ρþτα".
-"ΜÞπως Ýτυχε, ΓιεμÝλια, να χρειαστεßς το παντελüνι μου της ιππασßας, ξÝρεις αυτü που 'χα φτιÜξει για κεßνο τον τσιφλικÜ;" τονε ρωτþ.
-"¼χι", μου απαντÜ, "ΑστÜφι ΙβÜνιτς, δεν το πÞρα εγþ".
Τß διÜολο; ΨÜχνω, ψÜχνω, ξαναψÜχνω, τßποτα! Κι ο ΓιεμÝλια κÜθεται και κουνιÝται πÝρα δþθε. Εγþ, κýριε, καθüμουν σταυροπüδι κει μπρος του, σκυμμÝνος στο σεντοýκι και ξÜφνου του 'ριξα μια πλÜγια ματιÜ... ΑμÜν! σκÝφτηκα. Η καρδιÜ μου σφßχτηκε μες στο στÞθος μου κι αναψοκοκκßνισα. Το βλÝμμα του ΓιεμÝλια συνÜντησε το δικü μου.
-"¼χι", μου λÝει, "ΑστÜφι ΙβÜνιτς, εγþ το παντελüνι σας;... ºσως να νομßζετε, üτι το πÞρα εγþ, αλλÜ δεν το πÞρα".
-"Και ποý μπορεß να πÞγε, ΓιεμελιÜν Ιλßτς";
-"¼χι", μου λÝει, "ΑστÜφι ΙβÜνιτς, δε ξÝρω τßποτα".
-"Πþς δηλαδÞ, ΓιεμελιÜν Ιλßτς, εßναι ποτÝ δυνατü να χÜθηκε μüνο του";
-"ºσως, ΑστÜφι ΙβÜνιτς", μου, απαντÜ!
Μüλις τ' Üκουσα αυτü, σηκþθηκα, πÞγα στο παρÜθυρο, Üναψα τη λÜμπα κι Üρχισα τη δουλειÜ μου. Εßχα να κÜνω κÜτι διορθþσεις στο γιλÝκο ενüς υπαλλÞλου, που 'μενε στον απü κÜτω üροφο. ¹μουνα φοβερÜ ταραγμÝνος. Πιο καλÜ θα 'ταν να 'πιανα üλα μου τα ροýχα να τα 'ριχνα στη σüμπα, για να τα κÜψω. Και βÝβαια ο ΓιεμÝλια καταλÜβαινε την οργÞ που 'βραζε μÝσα μου γιατß ο Üνθρωπος που 'χει κÜνει κÜτι κακü, νιþθει απ' τα πριν τη συμφορÜ που του 'ρχεται, üπως τα πουλιÜ νιþθουνε τη καταιγßδα, προτοý ακüμα ξεσπÜσει.
-"Το λοιπüν, ΑστÜφι ΙβÜνιτς", Üρχισε να λÝει o Γιεμελιοýσκα κι η φωνÞ του Ýτρεμε, "σÞμερα ο Αντßπ Πραχüριτς, ο νοσοκüμος, παντρεýτηκε τη γυναßκα του αμαξÜ, κεßνου που πÝθανε τις προÜλλες".
Κι εγþ τüτε του Ýριξα μια ματιÜ με τüση κακßα... ΚατÜλαβε ο ΓιεμÝλια. Τον βλÝπω να σηκþνεται, να πηγαßνει στο κρεβÜτι και ν' αρχßζει να ψαχουλεýει. Συνεχßζει για πολλÞ þρα το ψÜξιμο κι üλο σιγομουρμουρßζει μÝσα απ' τα δüντια: Μπα, οýτε εδþ εßναι, πουθενÜ δεν εßναι, ποý χþθηκε το Üτιμο; ΠεριμÝνω να δω τι Θα γßνει. ΒλÝπω το ΓιεμÝλια να ξαπλþνεται χÜμω και να χþνεται κÜτω απ' το κρεβÜτι. Δε κρατÞθηκα Üλλο.
-"Γιατß ξαπλþθηκες Ýτσι, ΓιεμελιÜν Ιλßτς;" του λÝω.
-"ΜÞπως και βρω το παντελüνι σας της ιππασßας, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Εßπα να ρßξω μια ματιÜ μÞπως και παρÜπεσε πουθενÜ".
-"Μα üχι, κýριε μη μπαßνεις σε κüπο για μÝνα, Ýναν απλü και φτωχü Üνθρωπο, μπορεß να λερþσεις τα γüνατÜ σου, Ýτσι που σÝρνεσαι κÜτω"!
-"Γιατß, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, εγþ... Μπορεß να το βροýμε κÜπου, ας ψÜξουμε".
-"Xμ... 'Ακου εδþ, ΓιεμελιÜν Ιλßτς"!
-"Τß πρÜμα, ΑστÜφι ΙβÜνιτς";
-"ΜÞπως" του λÝω, "απλþς εσý μου 'κλεψες το παντελüνι σα κοινüς κλÝφτης για να με ξεπληρþσεις για το ψωμß και το αλÜτι που 'χουμε φÜει μαζß";
Τüσο μ' εßχεν εξοργßσει, κýριε, Ýτσι που εßχε πÝσει στα γüνατα και σερνüταν κÜτω στο πÜτωμα.
-"¼χι... ΑστÜφι ΙβÜνιτς..."
μεινε εκεß, üπως Þταν, κÜτω απ' το κρεβÜτι. ¸μεινε αρκετÞ þρα, κι Ýπειτα σηκþθηκε. Τον κοιτÜζω και βλÝπω να 'ναι κατÜχλομος. Σηκþνεται κι Ýρχεται και κÜθεται δßπλα μου στο παρÜθυρο για κανÜ δεκÜλεπτο.
-"¼χι", μου λÝει, "ΑστÜφι ΙβÜνιτς, δεν το πÞρα εγþ το παντελüνι σας..."
Σειüταν ολüκληρος, χτυποýσε το στÞθος του με τρεμÜμενο δÜχτυλο κι η φωνÞ του Ýτρεμε τüσο, που κατατρüμαξα κι απüμεινα καρφωμÝνος στη θÝση μου.
-"Ε λοιπüν, συγχωρÞστε με, ΓιεμελιÜν, Ιλßτς, αν εγþ απü βλακεßα μου σας κατηγüρησα Üδικα. Κι üσο για το παντελüνι, δεν πÜει στο διÜολο! Θα ζÞσουμε και χωρßς παντελüνι. Τα χÝρια μου, δüξα τω Θεþ, πιÜνουν ακüμα. Δε θα γßνω κλÝφτης οýτε παρÜσιτο, να ζω απü τους Üλλους... Θα δουλÝψω και θα ζÞσω".
Μ' Üκουσε λοιπüν, ο ΓιεμÝλια üρθιος μπροστÜ μου, με κοßταξε κι Ýπειτα κÜθισε κÜτω.
¼λο το βρÜδυ Ýμεινε εκεß, δßχως να κουνÞσει απü τη θÝση του. ¼ταν εγþ πÞγα για ýπνο, ο ΓιεμÝλια καθüταν ακüμα στην ßδια θÝση.
Το πρωß εßδα πως εßχε κοιμηθεß στο γυμνü πÜτωμα, τυλιγμÝνος στο παλτü του, αισθανüτανε τüσο ταπεινωμÝνος, που δεν τολμοýσε να ξαπλþσει στο κρεβÜτι. Δεν τον αγαποýσα üμως πια, κýριε. Τις πρþτες μÝρες, μÜλιστα, τον μισοýσα. ¸νιωθα λες και μ' εßχε κλÝψει και μ' εßχε πληγþσει ο ßδιος μου ο γιος. Αχ, ΓιεμÝλια, ΓιεμÝλια, Ýλεγα μÝσα μου. Κι ο ΓιεμÝλια, κýριε, δυο βδομÜδες δε σταμÜτησε να πßνει, γινüταν συνÝχεια σκνßπα στο μεθýσι. ¸φευγε νωρßς το πρωß και γυρνοýσε νýχτα. Επß δυο εβδομÜδες δεν Üκουσα απ' το στüμα του μια λÝξη. Φαßνεται πως και τον ßδιο τüτε τον κατÜτρωγε η πßκρα Þ Þθελε με κÜποιο τρüπο να εξαφανιστεß απü προσþπου γης. ΚÜποια στιγμÞ, τελικÜ, σταμÜτησε και κÜθισε πÜλι στο παρÜθυρο.
Φαßνεται πως θα 'χε πιει üλα του τα λεφτÜ. Τον θυμÜμαι τρßα βρÜδια να κÜθεται αμßλητος, ξÜφνου τον βλÝπω να κλαßει και τß κλÜμα! Τα δÜκρυα τρÝχανε ποτÜμι απ' τα μÜτια του. Κι εßναι φοβερü, κýριε, να βλÝπεις Ýναν þριμο Üνθρωπο και μÜλιστα Ýνα γÝροντα, σαν τον ΓιεμÝλια, να κλαßει τüσο πολý.
-"Τß Ýχεις, ΓιεμÝλια;" ρωτÜω.
Εκεßνος τινÜχτηκε. ¹ταν η πρþτη φορÜ που του μιλοýσα απü εκεßνη τη μÝρα.
-"Τßποτα... ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
-"Για το Θεü, ΓιεμÝλια, ξÝχνα το, Üστο να πÜει στο διÜολο. Τß κÜθεσαι Ýτσι αυτοý";
-"¸τσι, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, üχι για... Θα 'θελα να πιÜσω καμιÜ δουλειÜ, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
-"Τß δουλειÜ, ΓιεμελιÜν Ιλßτς";
-"ΟτιδÞποτε. Μπορεß να βρω καμιÜ θÝση κÜπου, üπως παλιÜ, Þδη πÞγα και παρακÜλεσα τον ΦεντασιÝι ΙβÜνιτς... Δε θÝλω να σας γßνομαι Üλλο βÜρος. Θα κοιτÜξω αν μπορÝσω να βρω καμιÜ δουλειÜ και τüτε üλα θα σας τα ξεπληρþσω εγþ και το φαÀ και τα πÜντα".
-"ΦτÜνει, ΓιεμÝλια, φτÜνει, Ýγινε Ýνα κακü και πÝρασε. Ας πÜει στο καλü! ¸λα να ζÞσουμε üπως και πρþτα".
-"¼χι, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, εσεßς τþρα ßσως... αλλÜ εγþ δεν το πÞρα το παντελüνι σας, ΑστÜφι ΙβÜνιτς"!
-"ΚαλÜ, ο Θεüς μαζß σου, ΓιεμελιÜνουσκα! ΚÜνε üτι εσý αποφασßσεις".
-"¼χι, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Δε μπορþ πια να ζÞσω μαζß σας και να με συγχωρεßτε! θα πρÝπει να φýγω".
-"Μα για τ' üνομα του Θεοý, ΓιεμελιÜν Ιλßτς", του λÝω, "ποιüς σ' ενοχλεß, ποιüς σε διþχνει απ' το σπßτι";
-"¼χι, δεν εßναι σωστü πια να μÝνω μαζß σας, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Καλýτερα να πηγαßνω..."
Ο Üνθρωπος εßχε προσβληθεß και το εßχε πÜρει για τα καλÜ απüφαση. Σε λßγο σηκþθηκε κι Ýριξε στη πλÜτη το παλτü του.
-"Για ποý το 'βαλες λοιπüν, ΓιεμελιÜν Ιλßτς; ΛογικÝψου, σκÝψου το λιγουλÜκι ποý θα πας";
-"¼χι, Ýχετε γεια, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, αφÞστε με να φýγω, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Δεν εßστε τþρα πια αυτüς που 'σασταν προηγουμÝνως".
-"Τß δεν εßμαι; Ποý θα πας μονÜχος σου, θα χαθεßς, ΓιεμελιÜν Ιλßτς, σα μωρü παιδß κι Üμυαλο".
-"¼χι, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, τþρα πια σεις, üταν βγαßνετε κλειδþνετε το σεντοýκι σας κι εγþ, το βλÝπω αυτü και κλαßω... ¼χι, καλýτερα αφÞστε με, ΑστÜφι ΙβÜνιτς και συγχωρÞστε με, για üσες φορÝς σας πßκρανα üλο αυτü τον καιρü που ζÞσαμε εδþ μαζß".
Κι Ýτσι λοιπüν, κýριε, Ýφυγε. Περßμενα μια μÝρα, λÝω κατÜ το βραδÜκι θα φανεß, τßποτα! Δεýτερη μÝρα, τρßτη μÝρα... Τßποτα! Μ' Ýπιασε και φüβος και στενοχþρια, δεν Ýτρωγα, δεν Ýπινα, δεν κοιμüμουν. Αυτüς ο Üνθρωπος με εßχε αφοπλßσει τελεßως. Την τÝταρτη μÝρα πÞρα σβÜρνα τα καπηλειÜ μπας και τον βρω κÜπου. Ρωτοýσα, Ýψαχνα, τßποτα, εßχε γßνει Üφαντος! Το Ýφαγες το ξερü σου το κεφÜλι, σκεφτüμουν. ¸νας Θεüς ξÝρει που ξÝπεσες μεθυσμÝνος και πÝθανες, και τþρα κεßτεσαι σαν το κοýτσουρο.
Γýρισα στο σπßτι σε Üθλια κατÜσταση. Την Üλλη μÝρα βγÞκα πÜλι και τον Ýψαχνα. Κατηγοροýσα τον εαυτü μου, πþς το Ýκανα αυτü, πþς Üφησα αυτüν τον ανüητο και αφελÞ Üνθρωπο να σηκωθεß να φýγει. Ξημερþματα üμως της πÝμπτης μÝρας ακοýω την πüρτα να τρßζει-κοιτÜζω και να σου ο ΓιεμÝλια, κατÜχλομος και με λÜσπες στα μαλλιÜ, λες και εßχε κοιμηθεß στο δρüμο κι απ' την αδυναμßα εßχε γßνει σαν φÜντασμα. ¸βγαλε το παλτουδÜκι του, κÜθισε δßπλα μου στο σεντοýκι και με κοßταξε.
ΧÜρηκα, αλλÜ ταυτüχρονα Ýνιωσα μÝσα μου μια θλßψη βαθýτερη απü πριν. Γιατß, αν εßχε τýχει, κýριε, να κÜνω εγþ τÝτοιο πρÜγμα που 'κανε κεßνος, μα το Θεü σας λÝω, χßλιες φορÝς θα προτιμοýσα να πÝθαινα σαν το σκυλß, παρÜ να γυρßσω πßσω. Κι ο ΓιεμÝλια γýρισε! ΦυσικÜ εßναι φοβερü να βλÝπεις Üνθρωπο σ' αυτÞ τη κατÜσταση.
'Αρχισα τüτε να τον καλοπιÜνω και να τον παρηγορþ.
-"Πολý χαßρομαι που γýρισες, ΓιεμελιÜνουσκα", του εßπα. "Αν αργοýσες λßγο ακüμα να 'ρθεις, θα 'βγαινα να σ' αναζητÞσω στα καπηλειÜ. ¸φαγες τßποτα";
-"¸φαγα, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
-"ΑλÞθεια, Ýφαγες; ¸λα, φßλε μου, Ýχει μεßνει λßγη χορτüσουπα απ' τα χθες, Þταν με κρÝας, üχι σκÝτη. Να και κρεμμýδι και ψωμß. ΦÜε, μια φορÜ, κακü δε θα σου κÜνει".
Του Ýδωσα να φÜει κι αμÝσως κατÜλαβα üτι εßχε μÝρες να φÜει ο Üνθρωπος, πεινοýσε σα λýκος. Φαßνεται πως η πεßνα του τον εßχε φÝρει σε μÝνα. Τον λυπüταν η ψυχÞ μου, τον Ýρημο. Μου 'ρθε η ιδÝα και πετÜχτηκα στο κρασοπουλειü κι Ýφερα λßγο κρασß, για να του ευφρÜνω τη καρδιÜ και να φιλιþσουμε.
-"Δε σου κρατÜω πια κακßα, ΓιεμελιÜνουσκα. ¸φερα το κρασÜκι", του εßπα. "¸λα ΓιεμελιÜν Ιλßτς, να πιοýμε, που 'ναι και χρονιÜρα μÝρα. Θες Ýνα ποτηρÜκι; ΚÜνει καλü". ¸κανε ν' απλþσει το χÝρι, να πιÜσει το ποτÞρι, αλλÜ σταμÜτησε. Για λßγο δεν Ýκανε τßποτα, τον βλÝπω που πιÜνει το ποτÞρι και το φÝρνει στο στüμα με τρεμÜμενο χÝρι. Την ßδια στιγμÞ το κρασß χýνεται στο μανßκι του. Δεν κατÜφερε να πιει. ΚατÝβασε με μια κßνηση το ποτÞρι και το Üφησε στο τραπÝζι.
-"Τß τρÝχει, ΓιεμελιÜνουσκα";
-"Μα τßποτα, εγþ να... ΑστÜφι ΙβÜνιτς..."
-"Δε θα το πιεις";
-"Εγþ, ΑστÜφι ΙβÜνιτς, δε θα... δε θα ξαναπιþ, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
-"Τß; ΑποφÜσισες να το κüψεις τελεßως, Γιεμελιοýσκα Þ μüνο σÞμερα δε θα πιεις";
¸μεινε αμßλητος. ΥστÝρα απü κÜνα λεπτü τον εßδα να φÝρνει το χÝρι του στο μÝτωπο.
-"Τß, δεν πιστεýω να 'σαι Üρρωστος, ΓιεμÝλια;" του 'πα.
-"Ναι, δεν εßμαι καλÜ, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
Τον πÞρα και τον ξÜπλωσα στο κρεβÜτι. ΠραγματικÜ Þταν χÜλια: το μÝτωπü του Ýκαιγε και εßχε ρßγη. ¸μεινα üλη τη μÝρα στο προσκεφÜλι του, τη νýχτα χειροτÝρεψε. Του Ýδωσα να φÜει κβας ανακατωμÝνο με γÜλα, με κρεμμýδι και λßγο ψωμß.
-"ΦÜε", του 'λεγα, "μπορεß να σου κÜνει καλü"!
Εκεßνος üμως κοýνησε το κεφÜλι:
-"¼χι, δε θα φÜω απüψε, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
Του Ýφτιαξα Ýνα τσÜι, üλο το βρÜδυ τη γερüντισσα τη σπιτονοικοκυρÜ μου κυριολεκτικÜ την τρÝλανα, δε γινüταν τßποτα. ΧÜλια εßναι, σκÝφτηκα. Τη τρßτη μÝρα το πρωß πÞγα στο γιατρü. ¹ταν γνωστüς μου ο γιατρüς ΚοστοπρÜβοφ. Εßχαμε γνωριστεß παλιüτερα, üταν ακüμα δοýλευα για τους ΜποσομιÜγκιν, μια φορÜ που εßχα αρρωστÞσει και μ' εßχε κÜνει καλÜ. ¹ρθε ο γιατρüς, τον κοßταξε.
-"Δε γßνεται τßποτα, εßναι πολý Üσχημα", μου εßπε. "ΤζÜμπα με κουβαλÞσατε. Δþστε του πÜντως αυτÞ, τη σκüνη".
Ο γιατρüς Ýφυγε. Εγþ τη σκüνη δεν του την Ýδωσα. ¸τσι μας κοροúδεýει ο γιατρüς, εßπα μÝσα μου. Στο μεταξý Þρθε η πÝμπτη μÝρα. ¹ταν εκεß ξαπλωμÝνος κι Ýσβηνε μπρος στα μÜτια μου. Εγþ καθüμουνα στο παρÜθυρο κι Ýραβα. H γριοýλα Üναβε τη σüμπα. ¹μασταν üλοι αμßλητοι. Σχιζüταν η καρδιÜ μου, κýριε, γι' αυτü το δυστυχισμÝνο κορμß, λες κι Þταν να θÜψω τον ßδιο μου το γιο. ¹ξερα πως ο ΓιεμÝλια τþρα με κοιτοýσε συνÝχεια, πως ο Üνθρωπος προσπαθοýσε Þθελε κÜτι να πει και, φαßνεται üτι δεν μποροýσε. ΤελικÜ, στρÜφηκα και τον κοßταξα, εßδα πüσο θλιμμÝνα Þτανε τα μÜτια του, του καημÝνου, που δεν τα 'παιρνε οýτε μια στιγμÞ απü πÜνω μου. Μüλις κατÜλαβε üτι τον κοιτÜζω, χαμÞλωσε το βλÝμμα του.
-"ΑστÜφι ΙβÜνιτς"!
-"Τß εßναι, Γιεμελιοýσκα";
-"Αν Þταν να πουλÞσω το παλτü μου στο παζÜρι, πüσα περßπου θα 'πιανε, ΑστÜφι ΙβÜνιτς";
-"E, δε ξÝρω", απÜντησα, "πüσα ακριβþς θα 'πιανε! ºσως να 'πιανε και τρßα ροýβλια".
Για πÞγαινε να το πουλÞσεις, τßποτα δεν θα Ýπιανες, μüνο που θα σου γελÜγανε κατÜμουτρα που προσπαθεßς να πουλÞσεις τÝτοιο κουρÝλι. ¸τσι üμως το 'πα σ' αυτü τον Üνθρωπο του Θεοý, που 'ξερα το απλοúκü πεßσμα του, για να τον παρηγορÞσω.
-"Κι εγþ νüμιζα πως θα 'πιανε τρßα ροýβλια ασημÝνια, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Εßναι τσüχινο. Μüνο τρßα ροýβλια, τσüχινο παλτü";
-"Δε ξÝρω", του λÝω, "ΓιεμελιÜν Ιλßτς, Üμα θες να πας να το πουλÞσεις, τüτε βÝβαια θα ζητÞσεις τουλÜχιστον τρßα ροýβλια με τη πρþτη κουβÝντα".
¸μεινε για λßγο αμßλητος ο ΓιεμÝλια, Ýπειτα με φþναξε πÜλι.
-"ΑστÜφι ΙβÜνιτς"!
-"Τß εßναι, ΓιεμελιÜνουσκα";
-"Αν πεθÜνω, να πουλÞσετε το παλτü μου, να μη με θÜψετε μ' αυτü. ¸τσι κι αλλιþς, εγþ ξαπλωμÝνος θα 'μαι, ενþ αυτü εßναι ακριβü πρÜμα μπορεß να σας φανεß χρÞσιμο".
Δεν μπορεßτε να φανταστεßτε, κýριε, πüσο σφßχτηκε τüτε η καρδιÜ μου. ¸βλεπα στον Üνθρωπο αυτüν τη θλßψη που αισθÜνεται κανεßς, üταν νιþθει το τÝλος του να πλησιÜζει. Μεßναμε και πÜλι αμßλητοι. θα πρÝπει να πÝρασε Ýτσι καμιÜ þρα. ΚÜθε τüσο τον κοßταζα. Εκεßνος δεν Ýπαιρνε τα μÜτια του απü πÜνω μου και μüνο üταν συναντιüταν το βλÝμμα μας τα χαμÞλωνε.
-"Δε θÝλετε να πιεßτε λßγο νερÜκι, ΓιεμελιÜν Ιλßτς"; ρþτησα.
-"Ναι, δþστε μου λßγο νερÜκι, που να 'χετε την ευχÞ του Θεοý, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
Του Ýδωσα νερü. Το Þπιε.
-"Σας ευχαριστþ, ΑστÜφι ΙβÜνιτς".
-"ΜÞπως θες τßποτ' Üλλο, ΓιεμελιÜνουσκα";
-"¼χι! Δε θÝλω τßποτα Üλλο, ΑστÜφι ΙβÜνιτς. Εγþ μüνο, να..."
-"Τß";
-"Εκεßνο..."
-"Ποιü εκεßνο, Γιεμελιοýσκα";
-"Το παντελüνι... κεßνο... εγþ σας το 'χα πÜρει τüτε... ΑστÜφι ΙβÜνιτς..."
-"Ο Θεüς να σε συγχωρÝσει, ΓιεμελιÜνουσκα φουκαρÜ μου", του λÝω. "¾παγε εν ειρÞνη..."
Η ανÜσα μου κüπηκε και τα μÜτια μου γεμßσανε δÜκρυα. Γýρισα το κεφÜλι μου απ' την Üλλη.
-"ΑστÜφι ΙβÜνιτς..."
ΒλÝπω πως ο ΓιεμÝλια κÜτι θÝλει να μου πει, ανασηκþνεται μüνος του, προσπαθεß, τα χεßλη του κουνιοýνται... Για μια στιγμÞ γßνεται κατακüκκινος και με κοιτÜζει... ΧλομιÜζει, χλομιÜζει και γÝρνει πÜλι πßσω, το κεφÜλι του Ýπεσε απαλÜ στο πλÜι, πÞρε μια βαθιÜ ανÜσα και παρÝδωσε Þρεμα το πνεýμα του στο Θεü".