Ο «Πωρικολüγος» εßναι σýντομο πεζü κεßμενο της βυζαντινÞς ρητορικÞς, Üγνωστου συγγραφÝα, με ευτρÜπελο περιεχüμενο, που περιγρÜφει μια δßκη λαχανικþν και παρωδεß τη δικαστικÞ διαδικασßα, τη λüγια γλþσσα της βυζαντινÞς αυλÞς, των ýστερων βυζαντινþν χρüνων και τις στερεüτυπες εκφρÜσεις της. Η χρονολüγησÞ του τοποθετεßται μεταξý 13ου-14ου αιþνα, (Beck 1999, 278· ΛεντÜρη 2007, 1902), διαβÜστηκε ευρÝως και μεταφρÜστηκε σε πολλÝς γλþσσες.
¼λα τα πρüσωπα του Ýργου εßναι φροýτα που κατÝχουν αξιþματα της βυζαντινÞς αυτοκρατορικÞς αυλÞς. Το Σταφýλι παρουσιÜζεται στον αυτοκρÜτορα Κυδþνι, που περιβÜλλεται απü πληθþρα φροýτων-αξιωματοýχων: απü τον καßσαρα Φυστßκι, τον πρωτονοτÜριο Απßδι κι Üλλα. Το Σταφýλι καταγγÝλλει διÜφορα Üλλα φροýτα ενþπιον του αυτοκρÜτορα και τα κατηγορεß για εσχÜτη προδοσßα. Τüτε συγκαλεßται δικαστÞριο üπου αποδεικνýονται ψευδεßς κι ανυπüστατοι οι ισχυρισμοß του Σταφυλιοý. Ο αυτοκρÜτορας οργßζεται και καταριÝται το Σταφýλι να κρÝμεται απü δÝντρο, να πατιÝται και το αßμα του να πßνεται απü τους ανθρþπους, μÝχρι να τους μεθýσει και να τους φÝρει σε δεινÞ κατÜσταση.
Πρüκειται για Ýνα πολυεπßπεδο κεßμενο κι επιδÝχεται διαφορετικÝς ερμηνεßες, ανÜλογα με την οπτικÞ γωνßα του εκÜστοτε μελετητÞ. Με τη μορφÞ της παρωδßας ενüς δικαστικοý πρακτικοý, σατιρßζονται οι γραφειοκρατικοß μηχανισμοß του Βυζαντßου αλλÜ κι οι πομπþδεις -κι Üνευ περιεχομÝνου πολλÝς φορÝς- τßτλοι και τελετουργικÜ της βυζαντινÞς αυλÞς. Το κωμικü στοιχεßο ενισχýεται απü τη δυσαρμονßα που επιτυγχÜνεται απü τη χρÞση της νομικÞς ορολογßας παρÜλληλα με τη μεταφορÜ της δρÜσης στον κüσμο της χλωρßδας (Winterwerb 1992, 56), ενþ στο τÝλος του υπÜρχει Ýν ηθικοδιδακτικü κομμÜτι, üπου ο συγγραφÝας καταφÝρεται, με Þπιο κι ανÜλαφρο τρüπο, εναντßον της υπερκατανÜλωσης του κρασιοý και των αρνητικþν συνεπειþν της μÝθης, χωρßς αυτü να αποτελεß κι αποκλειστικü στüχο του κειμÝνου, κÜτι που γßνεται φανερü απü το ευτρÜπελο κι ανÜλαφρο ýφος του χωρßου αλλÜ κι απ’ τη συντομßα των εκφρÜσεων.
ΣχετικÜ με την πιθανüτητα ýπαρξης κÜποιου πολιτικοý στüχου, το πολυεπßπεδο νüημα του κειμÝνου θα μποροýσε να ερμηνευθεß ως σκüπιμη ενÝργεια του συγγραφÝα, προκειμÝνου να μετριÜσει την οξýτητα της κριτικÞς προς ορισμÝνα πρüσωπα και με αυτü τον τρüπο, ν’ αποφýγει τιμωρßα. Παρ’ üλ’ αυτÜ, üσες υποθÝσεις Ýχουνε διατυπωθεß προς τα ‘κει δε φαßνεται να επιβεβαιþνονται. Αντßθετα, η αλληγορßα, η αμβλεßα κι ανþδυνη σÜτιρα, αλλÜ και τα παιδευτικÜ στοιχεßα του κειμÝνου, το διαφοροποιοýν απü τους λιβÝλους της περιüδου 15ου-20οý αι., που στρÝφουνε τα αιχμηρÜ βÝλη τους σε συγκεκριμÝνα πρüσωπα και καταστÜσεις (Κεχαγιüγλου 1999, 16).
Ο «Πωρικολüγος» φαßνεται ν’ αποτελεß απλþς ρητορικü γýμνασμα Þ παιχνßδι που δεν Ýχει συγκεκριμÝνο στüχο, αλλÜ, ακüμα κι αν ßσχυε το αντßθετο, εßναι αδýνατο για τον σýγχρονο μελετητÞ Þ αναγνþστη να κατανοÞσει το υπüβαθρο και τις συσχετßσεις που στοιχειοθετοýνε, δßνουν νüημα και κωμικÞ χροιÜ στη σÜτιρα. Συσχετßσεις απü τη φýση τους ευμετÜβλητες και πλÝον οριστικÜ χαμÝνες.
Απü την Üλλη, ορισμÝνοι μελετητÝς (Ζþρας, Knöss) υποστÞριξαν üτι το κεßμενο λειτουργοýσε ως μνημοτεχνικü βοÞθημα για τα φυτÜ, τους καρποýς και τα χαρακτηριστικÜ τους, κÜτι που η Winterwerb (1992, 57) αναφανδüν απορρßπτει, επισημαßνοντας την απουσßα εκτενοýς περιγραφÞς των φροýτων σε αρκετÜ χειρüγραφα.
Το κεßμενο απαντÜ στα χειρüγραφα με διαφορετικοýς τßτλους, üπως Τα καταλüγια του Πωρικολüγου, ΔιÞγησις του Πωρικολüγου, Ο οπωρικüς στßχος, και σε βενετικÜ Ýντυπα: Ονομασßα με συντομßαν ωραßαν üλων των οπþρων. Σε αρκετÜ χειρüγραφα το κεßμενο παραδßδεται χωρßς τßτλο, κÜτι που εßναι ενδεικτικü της υποβÜθμισης της σημασßας του αναφορικÜ με τη ταυτοποßηση του κειμÝνου, αλλÜ κι εξυπηρετεß τη δυνατüτητα για παρÝμβαση του εκÜστοτε αφηγητÞ Þ επεξεργαστÞ. Ο τßτλος, λοιπüν, μπορεß να προσαρμüζεται στο εκÜστοτε κοινü προσελκýοντας το ενδιαφÝρον του (Winterwerb 1992, 58).
Διασþζεται σε πολλÜ χειρüγραφα -περßπου 20, χρονολογημÝνα στη μακρÜ περßοδο 15ου-19ου αι.- και σ’ Ýντυπες εκδüσεις. Εßναι φανερü üτι πρüκειται για πολý αγαπητü κεßμενο, που δÝχτηκε επεμβÜσεις, διασκευÝς αλλÜ και μεταφρÜσεις, σε βαλκανικÝς γλþσσες και στα τουρκικÜ. Σε μßμηση του «Πωρικολüγου» γρÜφτηκε το, επßσης πολý αγαπητü, κεßμενο «Οψαρολüγος», που μÜλιστα στη σýγχρονη εποχÞ Ýχει εκδοθεß μαζß με αυτüν, προφανþς για συγκριτικοýς λüγους, απü τη Winterwerb (1992). Απü τις υπüλοιπες κριτικÝς εκδüσεις του πους στηρßζονται σε διαφορετικοýς κÜθε φορÜ χειρüγραφους αλλÜ κι Ýντυπους μÜρτυρες πολýκλαδης παρÜδοσης του κειμÝνου, μνημονεýουμε καταρχÜς αυτÞ του Wagner (1874) με βÜση τον περßφημο θεολογικü κþδικα 244 της ΒιÝννης και παραλλαγÝς μιας βενετσιÜνικης Ýκδοσης του 1744, που αποτÝλεσε Üλλωστε και τη πηγÞ για ν’ αντληθοýνε τα ανθολογοýμενα αποσπÜσματα εδþ, ακüμη, τη παρουσßαση του Παπαδüπουλου-ΚεραμÝα στο περιοδικü Byzantinische Zeitschrift το 1911 και, τÝλος, εκεßνη του Ζþρα (1958), ο οποßος εκδßδει 3 νÝες παραλλαγÝς.
========================================
Ο Πωρικολüγος
Βασιλεýοντος τοῦ πανενδοξοτÜτου Κυδωνßου καὶ ἡγεμονεýοντος τοῦ περιβλÝπτου Κßτρου, συνεδριÜζοντος δὲ Ῥῳδßου τοῦ ἐπικÝρνη, Ἀπιδßου τοῦ πρωτονοταρßου, ΜÞλου τοῦ λογοθÝτου, Νεραντσßου τοῦ πρωτοβεστιαρßου, Ῥοδακßνου τοῦ πρωτοστÜτορος, ΔαμασκÞνου τοῦ πρωτοβελλισßμου, Πιστακßου τοῦ καßσαρος, Λεμονßου τοῦ μεγÜλου δρογγαρßου, Κουκουναρßου τοῦ ἐπικÝρνη, Μοσχοκαρυδßου τοῦ μεγÜλου ἄρχοντος, Μουσποýλου, Σοýρβου, Σýκου, Βατσßνου, Τζιντζßφου καὶ Κερασßου, τῶν γραμματικῶν· αὐτῶν δὲ παρισταμÝνων παρÝστη καὶ ἡ ΣτÜφυλος ἀναγγÝλλουσα ταῦτα:
«ὦ δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε, γνωστὸν ἔστω τῆς ἁγßας σου βασιλεßας, ὅτι ὁ πρωτοσÝβαστος ΠιπÝριος μετὰ Κυμßνου τοῦ κüμητος καὶ Θρßμπου τοῦ πρωτοσπαθαρßου, Καναβουρßου τοῦ μεγÜλου ἄρχοντος, Κανßου πρατοýκτορος, Δισικαμßνου, Προýνου τε καὶ Βατσßνου, [καὶ τῶν σῶν πραγμÜτων καταφρονοῦσι], Τζιντζιφορεβßθου τε καὶ ἈνακακÜβου, Βραβοýλου τε καὶ ΚουμÜρου, Κρανßου τε καὶ Βαλανßου τῶν ἀνυμνητÝων, ἈνÞθου τε καὶ ΜαρÜθου, ΚολιÜνδρου καὶ ΔενδρολιβÜνου, καὶ τῶν σῶν προσταγμÜτων καταφρονοῦσιν καὶ κατὰ τῆς βασιλεßας σου ἄτοπα ἐπιτηδεýουσιν, ὦ δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε».
ἀκοýσας δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς Κυδþνιος καὶ θυμοῦ πλησθεὶς ἔφη πρὸς αὐτÞν:
«ἔχεις μÜρτυρÜς τινας»;
ἡ δὲ ἔφη:
«ναß, δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε, ἔχω Ἐλαßαν τὴν κυρὰ ἡγουμÝνην, Φακῆν τὴν κυρὰ οἰκονüμισσα, Σταπßδα τὴν κυρὰ καλογραῖαν· ἔχω ῬÝβιθον τὸν κουκουβαúομýτην, ΦÜσουλον τὸν κοιλιοπρÞστην καὶ μαυρüμματον, Κρüκον τὸν αἱματοδüχον καὶ πνευματüμαχον, καὶ ΛÜθυρον τὸν ἀκÝφαλον».
Εὐθὺς δὲ ἐξεπÞδησε καὶ ὁ κýριος Κρομμýδιος μετὰ κüκκινης στολῆς δισÝντυτος, τρισÝντυτος, τὸ γÝνειον αὐτοῦ χÜμαι συρüμενον, καὶ μετὰ δριμεßας χολῆς τοὺς λüγους τοýτους πρὸς τὸν βασιλÝα ἀπεκρßνατο:
«ὦ δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε, ὀμνýω σε οὕτως· μὰ τὸν ἀδελφüν μου Σκüρδον καὶ τὸν ἐξÜδελφüν μου τὸν ΣινÜπη, καὶ ἀνεψιüν μου τὸν ῬεπÜνην, καὶ συμπÝθερüν μου ΠρÜσον τὸν μακρυγÝνην, καὶ θεῖüν μου τὸν ΚÜρδαμον τὸν δριμýτατον πÜνυ, καὶ υἱüν μου τὸν Ταρκὸν, καὶ Γογγýλην τὸν δεýτερüν μου υἱüν, καὶ μὰ τὰ Ἀνηθομαλαθρüκουκα τοὺς συγγενεῖς μου, εἰς τοýτους ὅλους σὲ ὀμνýω, δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε, ὅτι ψεῦδος ἀνÞγγειλε ἡ ΣτÜφυλος πρὸς τὴν βασιλεßαν σου, δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε».
ὁ δὲ βασιλεὺς Κυδþνιος ἔφη πρὸς τοὺς παρεστῶτας:
«Σεβαστὲ Μαροýλιε, Φρýγιε πρωτοσπαθÜριε καὶ Ἀντßδιε πρωτοκαθÞμενε τοῦ βισταρßου, καὶ ἔπαρχον ΧρυσολÜχανον, ΣπÜνιε κουροπαλÜτη, καὶ Σεῦκλε κοντüσταυλε, Γλιστρßδα τε καὶ κουδοýμεντε, καὶ Δαῦκο καὶ ΣÝλινε, οἳ καὶ τὰς βßβλους κρατεῖτε, κρßνατε πρὸς ἑαυτοὺς καθὼς ὁ κýριος Κρομμýδιος ἀπεφθÝγξατο τὸ κἄτινος ψευδῆ».
οἱ δὲ εἶπον:
«ὦ δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε, τὴν δικαßαν κρßσιν θÝλομεν, ἱκετεýομÝν σε τοῦ προστÜξαι ἐλθεῖν τοὺς ἄρχοντας καὶ ἡγεμüνας».
προστÜξαντος οὖν τοῦ βασιλÝως καὶ εἰσελθüντων τῶν ἀρχüντων, παρßστανται καὶ οἱ μετ’ αὐτῶν βÜραγγοι, ὁ Καρýδιüς τε καὶ ὁ ΚÜστανος καὶ ὁ ΛεπτοκÜρυος, ὁ Φοινικüς τε καὶ ὁ ΠιστÜκιος, ὁ Βερßκοκκüς τε καὶ ὁ ΛουπινÜριος καὶ ὁ Κολοκýνθιος καὶ ὁ ΣμιλÜκιος, Λαγινßδιüς τε καὶ ὁ ΜανιτÜριος, ὥσπερ καὶ ἀληθεῖς μÜρτυρες, ὁ δὲ τοῦ φουσÜτου κριτὴς ἱλαρþτατος ὁ γÝρων ΠÝπων, ΤετρÜγγουρος ὁ σακελλÜριος, ἈγκινÜρα καὶ ΜελιτσÜνα ἡ ἀκανθüῤῥαχος καὶ κακοθεþρητος, καὶ κρßναντες τὸ ἀληθÝς. ἐκÜθισαν γοῦν τοῦτοι οἱ ἄρχοντες ἐπὶ θρüνου καὶ ἐξÝταξαν ἀκριβῶς τοýτους, ὡς καθὼς τοὺς ὥρισεν αὐτοὺς καὶ ἀπÝστειλεν αὐτοὺς νὰ ἐξετÜξουν ὁ αὐθÝντης ὁ βασιλεὺς Κυδþνιος. λοιπὸν οὐδὲν ἐπαρÞκουσαν τὸν ὁρισμüν του, ἀμμὴ ἐδιÜβησαν καὶ ἔκριναν αὐτοὺς καὶ ἐγýρευσαν τὸ τßνος ἒν τὸ δßκαιον, ὡς φρüνιμοι. λοιπὸν ὡς καθὼς λüγους ἐξÝταξαν ἀκριβῶς καὶ εἶδαν τßς ἔναι ψεýστης, ἢ ὁ Κρομμýδιος ὁ κοκκινοφüρος ἢ ἡ ΣτÜφυλος ἡ μαυροφüρος, καὶ ὡς εἶδαν ἀκριβῶς οἱ κριταὶ, εἴδασιν καὶ εὑρÞκασι καὶ ἔκριναν τὴν ΣτÜφυλον ὡς ψευδÞν, ὦ βασιλεῦ Κυδþνιε. ἡ δὲ ΣτÜφυλος ἀναγγÝλουσα πÜλιν δεýτερον ψεῦδος ὡς ἀδιÜντροπος πρὸς τὸν βασιλÝα ἔφη:
«ὦ δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε, ὁ ῬοδÜκινος ὁ περσικþτατος ἔχει τὸ βÝλος αὐτοῦ ἠκονημÝνον ἵνα θÝσῃ ἐπὶ τὸν τρÜχηλüν σου. ὁ δὲ θεῖος ΠÝπων ἐχλεμπονßασε καὶ ἐπρÞστη καὶ αὐτὸς ἐπαρελýθη καὶ ὑπὸ φλεγμονῆς ἔχασκεν, καὶ τρÝχει ἡ γαστÝρα αὐτοῦ ἔσω».
τüτε ὁ βασιλεὺς Κυδþνιος ἀπεκρßνατο μὲ μανßαν μεγÜλην καὶ μὲ θυμὸν ἐκατηρÜθη μεγÜλως τὴν ΣτÜφυλον, ταῦτα λÝγων ὁ βασιλεὺς Κυδþνιος:
«ἐὰν ψεῦδος ἐλÜλησας πρὸς τὴν βασιλεßαν μου, ταῦτα σοῦ καταρῶμεν, ΣτÜφυλος ψεýτρια, καὶ καταρῶ σε νὰ πÜθῃς καὶ δßδω ἀπüφασιν νὰ τὄχῃς πÜντοτε· ὑπὸ στραβοῦ ξýλου κρεμασθῇς, ὑπὸ μαχαιρῶν κοπῇς, ὑπὸ ἀνδρῶν πατηθῇς, καὶ τὸ αἷμÜ σου νὰ πßνουν οἱ ἄνδρες νὰ μεθοῦσιν, νὰ μηδὲν ἠξεýρουν τß ποιοῦσιν, καὶ νὰ λÝγουν λüγια κλωθογýριστα, σÜταλα-πÜταλα, ὡς δαιμονιζüμενοι ἀπὸ τὸ αἷμÜ σου, ΣτÜφυλε, καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον νὰ μηδὲν ἀποβγαßνουν, καὶ ἀπὸ φÜτνην εἰς φÜτνην νὰ παραδÝρνουν, ὡς ὄνος εἰς τὸ λιβÜδιν νὰ κυλßωνται, καὶ κωλοθÝας νὰ κροῦσιν εἰς τὰ πÜλματα, καὶ νὰ κοιμῶνται εἰς τὰς ῥýμνας καὶ νὰ ἐμπηλüνωνται, χοιρßδια νὰ τοὺς ἀναμυτßζουν καὶ κÜταις νὰ τοὺς γλýφουν, καὶ τὰ γÝνειÜ των νὰ ξερÜσουν, καὶ ᾑ ὄρνιθες νὰ τοὺς τσιμποῦσιν, καὶ τοῦτοι νὰ μηδὲν γνþθουν ἐκ τὸ αἷμÜ σου, ΣτÜφυλε ψεýτρια».
ἐτοῦτα γοῦν ἐκατηρÜθην ὁ βασιλεὺς Κυδþνιος τοῦ ΣτÜφυλος διατß ἐλÜλησε ψεῦδος ἔμπροσθεν τῆς βασιλεßας του.
εὐθὺς οὖν εἶπον οἱ ἄρχοντες:
«εἰς πολλὰ ἔτη, δÝσποτα βασιλεῦ Κυδþνιε, εἰς πολλὰ ἔτη, ὅτι ἐσὲ πρÝπει τὸ βασßλειον, ὡς εὐγενικὸς ὄντως ὅλων.
ἀμÞν».
======================================
Ο Οψαρολüγος
Ο «Οψαρολüγος» εßναι Ýνα σýντομο πεζü κεßμενο με ευτρÜπελο περιεχüμενο, γραμμÝνο γýρω στα τÝλη του 14ου Þ στις αρχÝς του 15ου αιþνα. ΠεριγρÜφεται μια δßκη ψαριþν και παρωδεßται η δικαστικÞ διαδικασßα, καθþς και η λüγια γλþσσα της βυζαντινÞς αυλÞς με τις στερεüτυπες εκφρÜσεις της. Αν και σþθηκε σ’ Ýνα μüνο χειρüγραφο, οι μεταφρÜσεις του σε Üλλες γλþσσες δεßχνουν πως υπÞρξεν ιδιαßτερα αγαπητü.
Πρüκειται για σýνθεση μεταγενÝστερη του "Πωρικολüγου", που ανεπιτυχþς μιμεßται. Τα κεßμενα αυτÜ εντÜσσονται στις ευτρÜπελες και σατιρικÝς διηγÞσεις που αντλοýν τα θÝματÜ τους απü το ζωικü Þ το φυτικü βασßλειο. Ο τßτλος σημαßνει «Ο ειδικüς στα ψÜρια» Þ «ΔιÞγηση σχετικÞ με ψÜρια» και βρßσκεται σε αναλογßα με τßτλους Ýργων αγαπητþν στον κüσμο της εποχÞς, üπως ο "Φυσιολüγος", ο "Πωρικολüγος" κι ο "Πουλολüγος" (Krumbacher 1903, 147).
Η υπüθεσÞ του σκιαγραφεßται ως εξÞς: στην αυλÞ του βασιλιÜ ΚÞτους εμφανßζονται η Συναγρßδα και η Λαβρακüτουρνα, οι οποßες κατηγοροýν τον ΤζÞρο üτι λαμβÜνει μÝρος σε συνωμοσßες εναντßον της βασιλεßας. Ο βασιλιÜς αρχικÜ δε θÝλει να πιστÝψει τις κατηγορßες, αλλÜ απü τη κατÜθεση του μαυροντυμÝνου Ομýδιου προκýπτει üτι αυτÝς εßναι αληθεßς. Τüτε ζητÜ απü επιτροπÞ αξιωματοýχων να αποφανθεß -δυστυχþς για τον ΤζÞρο το πüρισμα εßναι αρνητικü και τιμωρεßται με το κüψιμο της γενειÜδας του. Ο βασιλιÜς ΚÞτος με οργÞ τονε καταριÝται να μη γλιτþσει απü κανÝνα κακü και τα μÝλη της αυλÞς τοý εýχονται υγεßα και μακροημÝρευση.
Στο κεßμενο εßναι σαφÝς το σατιρικü στοιχεßο κι η διÜθεση διακωμþδησης των τυπικþν της βυζαντινÞς αυλÞς, κÜτι που επιτυγχÜνεται με την απαρßθμηση πολλþν απü τους πομπþδεις τßτλους των αξιωματοýχων. Η βυζαντινÞ γραφειοκρατßα και τα δýσκαμπτα τελετουργικÜ της αυλÞς, με τα ποικßλα αξιþματα χωρßς αντßκρισμα, εßναι παροιμιþδη. Το κεßμενο αντιμετωπßζει κριτικÜ και δηκτικÜ τα κοινωνικοπολιτικÜ πρÜγματα, αποστασιοποιημÝνο απü το γßγνεσθαι της αυτοκρατορικÞς αυλÞς, υιοθετþντας μια λαúκÞ οπτικÞ (Κεχαγιüγλου 2003, 45-46).
Στο κεßμενο, βÝβαια, εντοπßζονται κι Üλλα ενδιαφÝροντα στοιχεßα, üπως τα ψÜρια που επιλÝγονται ως πρωταγωνιστÝς, κÜτι που πιθανü να φανερþνει και τη σημασßα και την αξßα που εßχαν για τη διατροφÞ και τη καθημερινÞ διαβßωση των κατοßκων της Κωνσταντινοýπολης Þ της ευρýτερης περιοχÞς της Προποντßδας Þ της Μαýρης ΘÜλασσας, απ’ üπου εικÜζεται üτι προÝρχεται ο συγγραφÝας του εν λüγω κειμÝνου (ΔανιÞλ 2007, 1645). ΕπιπλÝον, παρÝχονται ενδεßξεις σχετικÜ με την αßσθηση του χιοýμορ των ανθρþπων της εποχÞς και την καλüγουστη σÜτιρα με την οποßα εκφρÜζουν το κοινü αßσθημα.
Αν κι ο Οψαρολüγος δεν εßχε τυπωθεß πριν το 1903, οπüτε κι Ýκανε τη φιλολογικÞ του Ýκδοση ο K. Krumbacher, οι μεταφρÜσεις του σε αρκετÝς ξÝνες γλþσσες φανερþνουν πως επρüκειτο για κεßμενο ιδιαßτερα αγαπητü στον ορθüδοξο κüσμο. Διασþζεται σε Ýνα χειρüγραφο, τον κþδικα Ψ IV 22 της μονÞς Escorial στην Ισπανßα κι εκτüς απü την Ýκδοση του Krumbacher που στηρßζεται η ανθολüγηση των ακüλουθων αποσπασμÜτων, υπÜρχει κι αυτÞ του 1992 σε επιμÝλεια της H. Winterwerb.
κεßμενο:
Η δßκη των ψαριþν Ýχει αρχßσει και παρακολουθοýμε την εξÝλιξÞ της στο παρακÜτω απüσπασμα.
ὁ δὲ βασιλεὺς Κῆτος πρὸς τοὺς παρεστῶτας ἔφη·
"Σεβαστὲ ΣτÜκε καὶ Θýννα καὶ Βüσκανε, προκαθÞμενε τοῦ βεστιαρßου, ΒαρσαμÝχουμνε καὶ ἔπαρχε Τοῦρνα, Ὕσκα καὶ Φιλüμηλα, Ἀθερῖνα καὶ Τρυγüνα, Ῥῖνα καὶ ΒÜτε, οἳ καὶ τὰς βßβλους κρατεῖτε, κρßνατε πρὸς αὐτοὺς, καθὼς ὁ κýρις Ὀμýδιος ἐφθÝγξατο, καὶ ἐξετÜσετε τὸ ἀληθÝς".
οἱ δὲ εἶπον·
"Ἡμεῖς, ὦ δÝσποτα, ἀεὶ τὴν δικαßαν κρßσιν θÝλοντες λοιπὸν ἱκετεýομÝν σοι τοῦ προστÜξαι καὶ ἐλθεῖν τοὺς ἄρχοντας καὶ ἡγεμüνας".
προστÜξαντος οὖν τοῦ βασιλÝως καὶ εἰσελθüντων τῶν ἀρχüντων παρßσταντο γοῦν οἱ νοτÜριοι καὶ οἱ παρÜμοναι, ὁ Κουβßδις τε καὶ ΓαλÝα, ἡ ΖαργÜνα καὶ ἡ Ἔκγαρις, ἡ Ἔγραυλη καὶ ἡ Κουτζουρῖνα, ἡ ΛακÝρτα καὶ ὁ Λýχνος ‖ τὸ Σκορπßδιν, ὁ Ἀντακüσκυλος, τὸ Σαυρßδιν, τὸ ἈχÝλι καὶ ἡ Ὀσμαρßδα. καὶ προστÜξας ὁ βασιλεὺς Κῆτος ἔφεραν τὸν Τζῆρον μετὰ κλοτζÜτων καὶ τυμπανιστριῶν, ἀλλὰ δὴ καὶ τὸν πραßτορα Μαζὸν καὶ ΤριχÝον τὸν κüμητα καὶ σταθÝντες εἰς τὸ μÝσον ὅ τε ΤριχÝος καὶ ὁ Μαζὸς εἶπαν τὸ ἀληθὲς, ὅτι:
"ὁ Τζῆρος παρþξυνεν ἡμᾶς".
εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Κῆτος·
"Ἀληθῶς εἶπεν ὁ Τζῆρος ὁ λειψαξοýγγιος, ὅτι ἡ Συναγρßδα <καὶ> ἡ Λαβρακüτουρνα, ψευδῶς ἀνÞγγειλαν τὴν βασιλεßα σου";
ἔκραξαν καὶ εἶπαν οἱ μÜρτυρες, ὅτι:
"μᾶλλον ψευδῶς ἀνÞγγειλεν ὁ Τζῆρος τῇ βασιλεßᾳ σου".
Αφοý παρουσιÜστηκαν και κατÝθεσαν οι αξιωματοýχοι-ψÜρια, ο αυτοκρÜτορας λαμβÜνει την τελικÞ απüφαση.
ἀκοýσας δὲ ὁ βασιλεὺς Κῆτος καὶ ὁρßσας μετὰ θυμοῦ μεγÜλου ἤφεραν ψαλßδιον καὶ ἔκοψε τὸ γÝνειον τοῦ ΤζÞρου
καὶ ἔβαλε φωνὴν μεγÜλην μετὰ κλαυθμοῦ ὁ Τζῆρος καὶ εἶπεν·
"ἈνÜθεμÜ σε, Συναγρßδα, καὶ ἀνÜθεμαν τὸ γÝνος σου".
καὶ ἐπÜρας τὸ γÝνειον αὐτοῦ ἐπῆγεν καὶ ἔδειξÝν το τὸν ἀδελφüν του τὸν ΤριχÝον. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἔκλαυσεν πικρῶς καὶ ὀδυνηρῶς καὶ εἶπε·
"Φεῦ τὸ τß ἔπαθεν ὁ ἀδελφüς μου ὁ Τζῆρος".
τüτε ἐκατηρÜσατο τὸν Τζῆρον ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπεν·
"Ἀπὸ τοῦ πτωχοῦ τὸ στüμα μὴ ἐγλýσῃς, Τζῆρε, καὶ ἡ τιμÞ σου νὰ ἔναι αὐτὸ, τὸ λÝγουν φüλιν, καὶ ἀπὸ κλοτζÜτων καὶ ὡς κλοτζÜτο καὶ ἀπὸ βρωμιαρÝας μὴ ἐγλýσῃς, Τζῆρε, Τζῆρε"!
καὶ εὐθὺς κρÜξαντες οἱ ἰχθýες ἅπαξ ἅπαντες εἶπαν·
"Εἰς πολλὰ ἔτη, δÝσποτα"!
===========================
Σπανüς Ανþνυμου
Ο Σπανüς Þ Ακολουθßα του Σπανοý εßναι Ýργο μ’ Ýντονα χλευαστικü κι επικριτικü χαρακτÞρα, που στüχο Ýχει κÜποιον σπανü, δηλαδÞ Üτριχο Üνθρωπο χωρßς γÝνια. Το ανþνυμο κεßμενο του 14ου-15ου αιþνα παρωδεß κυρßως, κÜποια εκκλησιαστικÜ κεßμενα κι αποτελεßται απü διÜφορα μÝρη με λειτουργικÞ μορφÞ, παρÜλληλα, σατιρßζει διÜφορα ετερογενÞ κεßμενα, προπαντüς νομικοý και μαγικοý-ιατρικοý περιεχομÝνου.
Το κεßμενο παραδßδεται ανþνυμα σε 3 παραλλαγÝς: α) σε Ýνα βενετικü Ýντυπο που διασþζει το Ýργο ολüκληρο και, μολονüτι δεν φÝρει χρονολογßα Ýκδοσης, σýμφωνα με διÜφορες ενδεßξεις, χρονολογεßται στο 1553, β) σε 2 χειρüγραφα, το Vind. theol. gr. 244 και το Vat. gr. 1139, απü τα οποßα το 1ο Ýχει ελλεßψεις στα υμνογραφικÜ μÝρη και το 2ο παραδßδει μüνο τα πεζÜ τμÞματα. Ο τßτλος στους κþδικες παρουσιÜζεται μακροσκελÞς: Ακολουθßα του ανοσßου τραγογÝνη σπανοý, του ουρßου και εξουρßου, ενþ στο Ýντυπο εßναι συντομüτατος: Σπανüς. Οι σýγχρονες εκδüσεις (κριτικÞ και χρηστικÞ) του H. Eideneier βασßζονται στο βενετικü Ýντυπο του 1553. Σýμφωνα με τους μελετητÝς, το κεßμενο πρÝπει να γρÜφτηκε στα μÝσα του 14ου Þ στις αρχÝς του 15ου αιþνα και φαßνεται πως τυπþθηκε για πρþτη φορÜ το 1542 Þ 1543 στη Βενετßα -Ýκδοση που λανθÜνει- ενþ ακολοýθησαν πολλÝς επανεκδüσεις (1562, 1579, 1627, 1643 κ.Ü.) þς το 1832, που δεßχνουν πως, σε κÜθε περßπτωση, πρüκειται για πολý δημοφιλÝς ανÜγνωσμα.
Η λÝξη σπανüς, η οποßα δηλþνει τον Üνθρωπο που δεν Ýχει καθüλου γÝνια, που εßναι αγÝνειος Þ που Ýχει πολý αραιÜ γÝνια –ολιγογÝνειος-, στο κεßμενο αποκτÜ μιαν ακüμα διÜσταση και φτÜνει στο σημεßο να υποδηλþνει το κακü και πονηρü Üτομο. Απü τη μια μεριÜ, αντικεßμενο διατυμπÜνισης και διακωμþδησης εßναι η εξωτερικÞ εμφÜνιση του σπανοý και, απü την Üλλη, ο χαρακτÞρας και η συμπεριφορÜ του. Το ερþτημα που Ýχει τεθεß επανειλημμÝνως εßναι αν η σÜτιρα κι η εξýβριση στο Ýργο απευθýνονται σ’ Ýνα συγκεκριμÝνο σπανü Þ αναφÝρονται γενικÜ σε üλους τους σπανοýς.
¸χουν υποστηριχθεß κι οι 2 απüψεις, ωστüσο αυτÞ που επικρÜτησε και φαßνεται λογικüτερη εßναι πως η αφορμÞ για üλο το Ýργο υπÞρξε Ýνας συγκεκριμÝνος σπανüς, αλλÜ το κεßμενο κατÝληξε ν’ αποτελεß μια γενικÞ γελοιοποßηση üλων. Ο ΙωÜννης Χρυσüστομος Ýχει προταθεß ως πρüσωπο εναντßον του οποßου στρÝφεται η σÜτιρα, επειδÞ στις βυζαντινÝς εικüνες απεικονßζεται με λßγα Þ σχεδüν χωρßς γÝνια (Eideneier 1990, 15-19), αλλÜ η πρüταση αυτÞ δε φαßνεται βÜσιμη. Οι ενδεßξεις στο κεßμενο που υποδηλþνουν μια προσωπικÞ εμπειρßα με κÜποιον συγκεκριμÝνο σπανü εßναι οι εξÞς:
¸φριξα καγþ, üταν Þλπιζα Ýχειν σε φßλον, üμως ελαθþθην ως Üνθρωπος, πλην καλÜ επÝγνων σου την διαγωγÞν (στ. 970-971), ¢θλιε σπανÝ, δÝξου δþρημα τον ýμνον τοýτον, üνπερ εκοπßασα διÜ σε, üπως σε γινþσκουσιν Üπαντες (στ. 1041-1042), ΠεπυρωμÝνον το πρüσωπüν σου, και εγþ ηγÜπησα αυτü (στ. 1061)
Μια Üλλη πρüταση (ΚαραναστÜσης 2003, 75-96) ερμηνεýει το Ýργο ως εßδος τελετουργικÞς σÜτιρας που Ýχει σχÝση με το κÜψιμο του Ιοýδα κατÜ τη διÜρκεια της ΜεγÜλης ΕβδομÜδας, γραμμÝνης μετÜ το 1492 κÜπου στην ΑνατολικÞ ΘρÜκη ýστερα απü τον ερχομü των (Ι)σπανþν Εβραßων στην οθωμανικÞ αυτοκρατορßα. Αν ευσταθεß αυτÞ η ερμηνεßα, ο «σπανüς» θα πρÝπει να συνδεθεß με τη λÝξη Ισπανüς, καθþς Σπανüς & Σπανßα -λÝξεις που χρησιμοποιοýνται συχνÜ μÝχρι τον 16ο-17ο αιþνα- εßναι λαúκοß τýποι για τα Ισπανüς κι Ισπανßα. ΕπιπλÝον, κÜποιοι μελÝτησαν το κεßμενο ως Ýργο μαýρης μαγεßας και σατανισμοý, Üλλοι το διÜβασαν ως σÜτιρα που στρÝφεται εναντßον του καθολικοý κλÞρου, ενþ δεν λεßπει κι η πολιτικü-φιλοσοφικÞ ερμηνεßα.
ΥποθÝσεις για την ταυτüτητα του συγγραφÝα δεν εßναι εýκολο να γßνουν, αλλÜ εικασßες για την ιδιüτητÜ του, βασισμÝνες σε στοιχεßα και ενδεßξεις μÝσα στο κεßμενο, φαßνεται πως δικαιολογημÝνα απασχüλησαν τους μελετητÝς. ¸τσι, η σýνθεση, η δομÞ και, πολý περισσüτερο, το περιεχüμενο δεßχνουν πως ο συγγραφÝας, εκτüς απü ιατροσüφια και εξορκισμοýς, θα πρÝπει να γνþριζε πολý καλÜ και το εκκλησιαστικü τυπικü και αυτüς Þταν ο λüγος που þθησε ορισμÝνους να υποθÝσουν üτι ο δημιουργüς Þταν κληρικüς. Αξßζει να σημειωθεß üτι το εκκλησιαστικü τυπικü λειτοýργησε πρωτßστως ως μÝσο και üχι ως σκοπüς της διακωμþδησης, ωστüσο η παρωδßα του τυπικοý φαßνεται να βρßσκει τη δικÞ της θÝση και να ενισχýει τη σÜτιρα εναντßον του σπανοý/των σπανþν.
Εκεßνο που φαßνεται βÝβαιο εßναι üτι το Ýργο απευθýνεται σε Ýνα μορφωμÝνο κοινü, κατÜ πÜσα πιθανüτητα κληρικþν, που Þταν εξοικειωμÝνο με το εκκλησιαστικü τυπικü, καθþς μüνο ο καλüς γνþστης των θρησκευτικþν κειμÝνων θα Þταν σε θÝση να κατανοÞσει πλÞρως και να απολαýσει τη σÜτιρα που στüχο της Ýχει τον σπανü Þ τους σπανοýς και üχι το τυπικü αυτü καθαυτü. Με κÜποια ασφÜλεια θα μποροýσε να υποθÝσει κανεßς üτι το Ýργο προοριζüταν να ψÜλλεται, καθþς Ýνα παρüμοιο κεßμενο, γραμμÝνο απü τον ΜιχαÞλ Ψελλü εναντßον του μοναχοý Ιακþβου, ψαλλüταν. Εßναι εýλογο να υποθÝσει κανεßς πως κι ο Σπανüς εßχε τον ßδιο προορισμü, ßσως μÝσα σε Ýνα μοναστηριακü περιβÜλλον, üπου πιθανüτατα θα εßχε κυκλοφορÞσει κρυφÜ. ΑλλÜ, τüσο οι υποθÝσεις για την ταυτüτητα του συγγραφÝα üσο και οι υποθÝσεις για το εßδος του αναγνωστικοý κοινοý/ακροατηρßου παραμÝνουν στη σφαßρα της εικασßας.
Το Ýργο παρουσιÜζει μια αρκετÜ σýνθετη δομÞ και διαρθρþνεται σε διÜφορα τμÞματα τα οποßα δεν εßναι αμιγþς πεζÜ Þ Ýμμετρα, ενþ ο ßδιος ο δημιουργüς χαρακτηρßζει το κεßμενü του εßτε «Κανüνα» εßτε «¾μνο». Πρüκειται, επομÝνως, για μια ιδιαßτερη συγχþνευση Ýμμετρου και πεζοý λüγου. Δεν εßναι ξÝνη στη βυζαντινÞ παρÜδοση η δημιουργßα κανüνων με μη θρησκευτικÜ θÝματα και, για τον λüγο αυτü, δεν μποροýμε να εßμαστε βÝβαιοι αν σε εκκλησιαστικü μÝτρο γρÜφτηκαν μüνο ýμνοι με θρησκευτικÞ θεματικÞ. Το κεßμενο φανερþνει, επßσης, κÜποια συγγÝνεια με τα ηθικοδιδακτικÜ ποιÞματα που Ýχουν τη μορφÞ ýμνου, λ.χ., κεßνα που ‘χει γρÜψει ο ΚαισÜριος Δαπüντες (1714-1784) αιþνες αργüτερα. Ως προς το θÝμα της τολμηρÞς σÜτιρας κατÜ του σπανοý, το Ýργο δεßχνει να εντÜσσεται στην ßδια παρÜδοση που ανÞκει üχι μüνο η σÜτιρα του Ψελλοý εναντßον του μοναχοý Ιακþβου, αλλÜ και πολλÜ Üλλα Ýργα.
Το κεßμενο εßναι αθυρüστομο, το λεξιλüγιο υβρεολογικü, βλÜσφημο και σχεδüν δεν υπÜρχει σημεßο του Ýργου, απü το οποßο να λεßπουν αισχρολογßες. Η διακωμþδηση της εμφÜνισης και ο εξευτελισμüς της μοχθηρßας των πρÜξεων του σπανοý φθÜνουν μερικÝς φορÝς στην υπερβολÞ, εντεßνοντας αφενüς τη λοιδορßα και αφετÝρου τη γελοιοποßηση.
Το Ýργο διαρθρþνεται σε διÜφορα μÝρη κι η δομÞ του θα μποροýσε να συνοψιστεß ως εξÞς:
Α´ Εσπερινüς της ΚυριακÞς (7-133):
α´ ΣτιχηρÜ (7-50),
β´ Αναγνþσματα (51-83),
γ´ Απüστιχα, Απολυτßκιον.
Β´ ¼ρθρος της ΚυριακÞς (134-1200):
α´ Προοßμιον (136-181),
β´ Κανþν (182-652),
ΔομÞ, ΕισαγωγÞ, ΩδÞ α´, ΩδÞ β´, ΚÜθισμα, ΩδÞ γ´, ΩδÞ δ´, ΩδÞ ε´ ΚοντÜκιον, Οßκος (183-329).
ΣυναξÜριον (330-539) – ΕισαγωγÞ, ΑρχÞ, Η γÝννηση του γÝνους, Το γÝνος των σπανþν, Το γÝνος του σπανοý, Δοκιμασßα, Ταξßδι, ΕισÜκωσις, Αλληλογραφßα, ΕπιστροφÞ στο σπßτι, Η χτÝνα της γενειÜδας και τα επακüλουθα. ΤÝλος.
ΩδÞ στ´, ΩδÞ ζ´, ΜεγαλυνÜρια, ΩδÞ η´.
γ´ ΕξαποστειλÜρια (653-664),
δ´ ΠολυÝλαιος (665-703),
ε´ Αßνοι (704-738),
στ´ ¸τερα ΤροπÜρια (739-757),
ζ´ ΕπιτÜφιος – ΕισαγωγÞ, ΣτÜσις α´, ΣτÜσις β´, ΣτÜσις γ´ (758-1154),
η´ ΕυλογητÜρια (1155-1185),
θ´ Τον Þλιον κρýψαντα (1186-1200).
Γ´ Λειτουργßα (1202-1257).
Δ´ «Της ΤÜβλας» ποßημα κυροý ΜαγκλαβÜ του ΜπορδηλÝτου.
Ε´ Δεýτερο πεζü μÝρος:
α´ Προικοδοσßα (1272-1325),
β´ ΕνδιÜμεσο κεßμενο (1326-1337),
γ´ Ιατροσüφιν, θεραπεßα (1338-1403).
ΣΤ´ Επßλογος (1404-1428).
Το Ýργο αρχßζει με μια σýντομη εισαγωγÞ στο «Μνημολüγιο», üπου διευκρινßζεται üτι το "μνημüσυνο" λαμβÜνει χþρα το μÞνα Συκþβριο και δεν αφορÜ Ýναν συγκεκριμÝνο σπανü, αλλÜ üλους τους σπανοýς γενικÜ. Ακολουθεß ο «Εσπερινüς της ΚυριακÞς», με τα τροπÜρια να αποτελοýν τον κορμü του εξευτελισμοý. ¸νας στßχος πριν απü κÜθε τροπÜριο δηλþνει το θÝμα του. Ο στßχος 10 προοικονομεß το περιεχüμενο του «Συναξαριοý», που εßναι το ταξßδι του σπανοý στον θεßο του για να του ζητÞσει τρεις τρßχες για γÝνια. Η ειρωνεßα και η σÜτιρα στρÝφονται αμεßλικτα εναντßον αυτοý του εκτρþματος. Η γελοιοποßηση μÝσω της περιγραφÞς και οι κατηγορßες διαδÝχονται η μßα την Üλλη.
¸πεται ο «¼ρθρος της ΚυριακÞς», ο οποßος καταλαμβÜνει το μεγαλýτερο και το κυριüτερο τμÞμα του Ýργου με τον «Κανüνα» -που περιλαμβÜνει, üπως συνÞθως, οκτþ ωδÝς- να αποτελεß τη ραχοκοκαλιÜ του. Οι «Ειρμοß» και τα «ΤροπÜρια» βασßζονται στον Κανüνα της ΚοιμÞσεως της Θεοτüκου κατÜ τη 15η Αυγοýστου.
Το απüσπασμα που ακολουθεß εßναι το «ΣυναξÜριον» του σπανοý, το οποßο αποτελεß και τον πυρÞνα üλης της σýνθεσης. Η διÜρθρωσÞ του ακολουθεß την παρÜδοση των Βßων Αγßων και αποτελεßται απü: α) εισαγωγÞ, β) κýριο μÝρος, üπου παρουσιÜζονται η καταγωγÞ, η γÝννηση, η αγωγÞ και οι πρÜξεις και γ) επßλογος. Στην εισαγωγÞ γßνεται λüγος για τον ηθικοδιδακτικü χαρακτÞρα του «Συναξαρßου»· στο κýριο μÝρος αναφÝρεται ως πρüγονος του σπανοý μια γαúδÜρα και üτι η εκπαßδευσÞ του Ýγινε σε κÜποιον δαßμονα. Οι ßδιοι οι σπανοß εßχαν επιλÝξει απü κοινοý βασιλιÜ που να τους κυβερνÜ με αντÜλλαγμα, ως φüρο, γÝνεια.
ΒασικÞ θÝση στο «ΣυναξÜρι» κατÝχει η ιστορßα με τον θεßο του σπανοý, ο οποßος αρχικÜ αρνÞθηκε να δþσει γÝνεια στον ανιψιü του ýστερα απü την ÝκκλησÞ του, ωστüσο στη συνÝχεια φαßνεται πως Üλλαξε γνþμη και του δþρισε, Ýτσι ο σπανüς επιστρÝφει ευτυχισμÝνος στο σπßτι, üπου τον περιμÝνει χαροýμενη πια η γυναßκα του. Στο τÝλος, αναφÝρεται η ημερομηνßα θανÜτου του κι ως κατακλεßδα ο συγγραφÝας συνÝταξε μια προσευχÞ.
Τὸ συναξÜριον τοῦ ἀνοσßου σπανοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμÝρᾳ ὁ ἀνüσιος καὶ κÜκιστος σπανὸς βρüχῳ καὶ ξßφει
τελειοῦται καὶ ἐν μνημεßῳ κατατßθεται.
Ὁ ἀνüσιος καὶ σπανὸς καὶ τριγÝνης, κληρονομÞσει τὸ πῦρ τὸ τῆς γεÝννης.
Τὸν ἀνüσιον ἄνθρωπον γελÜσωμεν οἱ πÜντες, ως κÜκιστον θÝαμα, παρÜξενον σημεῖον.
ἈνÜθεμÜ τον δÝκα καὶ εἰκÜδι, τρικÜδι ὁ σπανὸς ἀπετμÞθη.
Σπανοῦ γÝννησις, καὶ τßς ἂν γÝνοιτο πρῶτος πρὸς τὴν διÞγησιν; ΔιÞγησις δὲ μεγÜλων ἔργων καὶ θαυμασßων κακῶν, καὶ πολὺν τὸν γÝλωτα τοῖς ἀκροωμÝνοις ἐμποιεῖν δýναται, οὐ μüνον ἀνθρþπων, ἀλλὰ καὶ ζþων ἀλüγων, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, καὶ πÜντων τῶν κτηνῶν.
Γεννᾶται μὲν οὗτος, οὔτε ἐπὶ ἡμÝραν οὔτε ἐπὶ νýκτα, ἀλλ’ ἐν ἀωρßᾳ. Ἤστραπτε μὲν κατὰ ἀνατολÜς, κατὰ δὲ δýσιν ὀγκηθμὸς ἦν οὐκ ὀλßγος. Πᾶσα μὲν ἀνθρþπων φýσις σýντρομος γÝγονε, πᾶσα δὲ ζþων καὶ πετεινῶν καὶ κτηνῶν. Καὶ πολλῶν ἡμιθνÞτων γεγονüτων ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ τοῦ φüβου, μßα ὄνος ἔγκυος οὖσα ἀπÝρριψεν οὐ μετ’ ὀλßγης βßας ἔκπτυστüν τι καὶ πονηρüτατον γÝνος τουτὶ τῶν σπανῶν.
Καὶ γεννηθÝντων ἀπÝδοτο αὐτοὺς διδασκÜλῳ τινὶ τῶν δαιμüνων εἰς αὔξησιν καὶ παßδευσιν. ΑὐξηνθÝντων δὲ καὶ εἰς μÝτρον ἡλικßας φθασÜντων συνÝδριον ἐποßησαν, ἵνα πρὸς ἀνθρþπους ἀφßξωνται, ἵνα πρῶτüν τινα ἑαυτῶν ποιÞσωσι βασιλÝα. Καὶ τοῦτο ποιÞσαντες ἐποßησαν βασιλÝα παγκÜκι στον οὔριüν τινα, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ἐξοýριον, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ ξυγγüκωλον καὶ, συνελüντι φÜναι, σκατοπρüσωπον, ἔτι δὲ ἀντζÜτον, κωλÜτον, βιλλÜτον, χεσÜτον, φασÜτον, ἀναχεσομοýσουδον καὶ φασκελÜτον. Καὶ ποιÞσαντες αὐτὸν βασιλÝα ἔθεσαν ἐπÜνω σοýβλας ὡς ἐπὶ θρüνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμÝνου. Ὁ δὲ ἐλθὼν ἐν τῇ βασιλεßᾳ ἤρξατο λÝγειν πρὸς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν σπανοýς· ἐλθεῖν ὑμᾶς βοýλομαι, σπανοß, πρüς με τοῦ δοῦναι τÝλος βαρὺ τῶν τριῶν ἐτῶν, ὧνπερ ὑπῆρχεν ἔγκυος ἡ ὑμῶν μÞτηρ ὄνος, ἡ κοντüκερκος καὶ μονüφθαλμος.
Ἐπὶ τοýτῳ συναχθÝντες καὶ ἐκκλησßαν ποιησÜμενοι πρὸς ἀλλÞλους, ἦλθον πρὸς τὸν βασιλÝα καὶ εἶπον: τß γÜρ ἐστι τὸ βαρὺ τÝλος, ὅπερ θÝλει ἡ ἀüρατüς σου βασιλεßα; Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν:
πρῶτον μὲν θÝλω δþδεκα μüδια βουρλοκÜρβουνα, ἄλλα δὲ τüσα γραßας ψεßρας ἄλειμμα· ἔτι τρεῖς χιλιÜδας φυτανüσπιτον, ἄπαστον ἅλας καὶ θαλÜσσιον βοýτυρον· λαγοῦ γÜλα, μετρητὰς κε’, ἔτι δὲ κουτσῆς μυßας δÜκρυον· ἐλÝφαντος κüπρια ἀνὰ μετρητὰς μ’· ἔτι κουνουπßων ξýγγι λýτρας ἑκατüν· ἔτι ἀσπßδος πορδὴν ξÝστας κδ´, μερμηγκßου κλÜσματα ιβ´. Βοýλομαι δὲ ἐξαιρÝτως ἑκατὸν κεντηνÜρια ἀποκτενßδια τῶν γενεßων σας.
Ταῦτα ἀκοýσαντες οἱ κακοὶ σπανοὶ ἐξÝστησαν καὶ εἰστÞκεσαν σκυθρωποὶ καὶ μετὰ κακῆς καρδßας κατηφεῖς, τýπτοντες τὰς ὄψεις αὐτῶν καὶ ὀλολýζοντες, ἐθρÞνουν. Ἕτεροι μὲν ἐμοýγκριζον, ἄλλοι δὲ ἐβÜβιζον, «τß ποιÞσωμεν οἱ ἐλεεινοß», λÝγοντες, εἰς τὸ βαρὺ καὶ ἀνεκδιÞγητον τÝλος, ὅπερ ζητεῖ ὁ βασιλεýς;
Καὶ βουλὴν ἐποßησαν τοῦ φυγεῖν καὶ ἀποδρÜναι ἐκ τοῦ βασιλÝως.
Ὁ δὲ πρῶτος αὐτῶν εἶπε· στῆτε καὶ μὴ διασκορπισθῆτε, ὅπως δþσωμεν βουλὴν τß ποιÞσωμεν. Καὶ εἶπεν· πρὸς μὲν τὰ δþδεκα μüδια τῶν βουρλοκαρβοýνων δυνατὸν νὰ πρÜξωμεν τßποτε, ὁμοßως καὶ εἰς τὰ ἄλλα πÜντα. Εἰς δὲ τὰ ἑκατὸν κεντηνÜρια τὰ τῶν γενεßων μας ἀποκτενßδια ἀπορῶ καὶ ἐξßσταμαι καὶ τὸν νοῦν καταπλÞττομαι. Τοῦτο ἀκοýσαντες οἱ κακοὶ σπανοὶ οἱ μὲν τὰ ὄρη ἐπßασαν, οἱ δὲ τὰς νÜπας, ἕτεροι δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ ὕδωρ καὶ ἐπνßγησαν· ἄλλοι δὲ ἑαυτοὺς διεχρÞσαντο μυρßοις τρüποις.
Εἷς δÝ τις ἐξ αὐτῶν, κακὸς σπανüς, πονηρüτερος τῶν ἄλλων, περὶ οὗ καὶ τÜδε γÝγραπται, παγκÜκιστος, οὔριος, ἐξοýριος, μἀντζÜτος, κωλÜτος, βιλλÜτος, χεσÜτος, φασÜτος, οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ χελωνομÝτωπος καὶ κουκουρομοýστακος, ἔτι δὲ καὶ ἀβγοπßγουνος καὶ κολοκυνθοκÝφαλος καὶ μυρμηγκοσφüνδυλος καὶ δρεπανüραχος, ἀναχεσομýτης τε καὶ φακλανÜτος, μᾶλλον δὲ καὶ εἰς τὸν κῶλον στυφÜτος, ὄνομα δὲ τοýτῳ ἦν ΦατσιρλÝας, ὁ υἱὸς τοῦ ΦÜσκατα, τὸ δὲ προσηγορικὸν αὐτοῦ ὄνομα ΤραγογÝνης ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ΣκατογÝνης, οὗτος κατÝλαβε μὲν ὀξýτατον ἀνÞφορον βουλüμενος φεýγειν διὰ τὸν τοῦ παρανüμου βασιλÝως φüβον. Καß περιεπÜτει χρüνους μὲν τρεῖς, ἔτι δὲ καὶ μῆνας τρεῖς, προσÝτι καὶ ἡμÝρας καὶ ὥρας καὶ στιγμὰς καὶ ροπὰς γυρεýοντας τὸν θεῖον του, τὸν ἑαυτοῦ πατρÜδελφον, τὸν ἀγριüτραγον, ὅπως ὁδηγÞσῃ αὐτὸν ὁ θεὸς καὶ εὐεργετÞσῃ τον ὀλßγον γÝνειον τοῦ εἶναι εἰς τιμὴν τοῦ προσþπου αὐτοῦ. Καὶ μετὰ τὴν συμπλÞρωσιν τοῦ εἰρημÝνου καιροῦ ηὗρε τὸν ἀγριüτραγον, τὸν ἑαυτοῦ θεῖον, καὶ ἐκ διαστÞματος ἱκανοῦ, δεδεμÝνος ὄπισθεν τὰς ἑαυτοῦ χεῖρας, κλαßων καὶ ὀδυρüμενος ἐβüα· αὐθÝντα πÜτερ, γινþσκεις τßς εἰμι ἐγþ; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ οἶδα πüθεν σὺ εἶ.
Ὁ δὲ δακρυρροῶν εἶπεν· αὐθÝντα πατρÜδελφε, οὐ γινþσκεις τὸν σὸν ἀνεψιüν; Ἐγὼ γὰρ σὲ γινþσκω ἀδελφὸν ὄντα τοῦ πατρüς μου. Καὶ πλεῖστον χρüνον ἀνÜλωσα εἰς κρημνοὺς καὶ ἐρημßας καὶ βÜραθρα τοῦ εὑρεῖν σε.
Εἶπε δὲ ὁ ἀγριüτραγος πρὸς αὐτὸν· τß βοýλεσαι ἢ τß χρῄζεις ἐξ ἐμοῦ; Καὶ πÜλιν ὁ σπανὸς γονυπετῶν μετὰ κλαυθμοῦ λÝγει· αὐθÝντα θεῖε, εὐεργÝτησüν με ὀλßγον γÝνειον εἰς τιμὴν τοῦ προσþπου μου, μÞπως διþξῃ με ἡ γυνÞ μου καὶ ἕτερος ἀνὴρ λÜβῃ αὐτὴν καὶ λÜβῃ τοιαýτην πομπὴν τὸ σπßτι μας! Διüτι ὠργßσθη ἡμᾶς ὁ βασιλεὺς καὶ θÝλει ἐξολοθρεῦσαι τὸ γÝνος ἡμῶν, ὁμοßως καὶ πÜντας τοὺς σπανοýς. Ἀκοýσας δὲ ταῦτα ὁ ἀγριüτραγος εἶπεν αὐτῷ μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς· ἄπιθι ἀπ’ ἐμοῦ, πονηρὸν καὶ ἀκÜθαρτον πνεῦμα, πρüδρομε τοῦ ἀντιχρßστου, σημεῖον τοῦ κüσμου, ὄργανον πονηρßας, ἐμφýσημα τοῦ σατανᾶ, ὄνειδος τῶν ἀνθρþπων, κατÜγελως τῶν γυναικῶν.
Ταῦτα εἰπὼν ὁ παγκÜκιστος ἀγριüτραγος ἐπορεýετο διὰ τῶν κρημνῶν καὶ οὐκ ἐλÝησε τὸν ταλαßπωρον σπανüν.
Ὁ δὲ μὴ φÝρων τὴν ἄδικον κρßσιν, τοῦ τυρÜννου διὰ τὸν φüβον, οὐκ ἀπÝστη τοῦ ἑαυτοῦ θεßου, ἀλλ’ ἠκολοýθει αὐτῷ μακρüθεν ἑτÝρους ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας καὶ ἑβδομÜδας καὶ ἡμÝρας καὶ νýκτας καὶ ὥρας καὶ στιγμὰς καὶ ροπὰς κλαßων ἀδιαλεßπτως.
Τοῦτον ἰδὼν ὁ ἀγριüτραγος ἐσπλαγχνßσθη καß φησι πρὸς αὐτüν·
ἐλθὲ ὧδε, κακüτυχε, κακῆς μὲν ὥρας γÝννημα καὶ τοῦ κακοῦ συναντÞματος. Σýρε αὐτὴν τὴν κοπροπιγοýναν σου τὴν σιχαντὴν καὶ τὰς ἐζαρωμÝνας σου παρειÜς, αἵτινÝς εἰσιν ὥσπερ γραὸς πολυτÝκνου ὑποκοßλιον. Ἐχθρὲ ψýλλων καὶ ψειρῶν. Καὶ γὰρ οὐκ ἔχει ψýλλος ἢ ψεßρα ποῦ καταντῆσαι εἰ μὴ μüνον ἐν τῇ χεσμÝνῃ πιγοýνᾳ σου. Ἐλθὲ ὄπισθεν ἐν τῇ ἀναχεσοφυσοπορδαλÞθρᾳ τοῦ ἐμοῦ ἀφεδρῶνος καὶ ἔπαρον μικρὸν γÝνειον εἰς τιμὴν τοῦ προσþπου σου.
Καὶ τοῦτο ἀκοýσας ὁ δυστυχὴς ἐχÜρη χαρὰν μεγÜλην. Καὶ πλησιÜσας τὰς ἑαυτοῦ παρειὰς καὶ τὸν πþγωνα ἐν τῇ ἀναχεσοφυσοπορδαλÞθρᾳ καὶ ἐξεσκατßστριαν τοῦ κþλου του, ἐχÜρισÝ τον μετὰ βßας μεγÜλης τρεῖς καὶ ἥμισυ τρßχας καὶ ἔτι μιᾶς τÝταρτον.
Εἶτα λÝγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἀγριüτραγος· ὕπαγε εἰς Ἀδριανοýπολιν τὴν λεγομÝνην ΠεντÜπολιν καὶ ἔπαρον ἄνταλα, βÜνταλα, κλÜνταλα, μικρῶν παιδßων τσιρλßσματα, γερüντων κοιλßας ἀποκαθÜρματα, ἀγριοπßσσιν, ἀγριολεßχιν, καὶ θὲς εἰς τὰς παρειÜς σου. Πρüτερον μὲν αὐτὰς σκατÜλειψον, εἶτα προσκüλλησον τὰς τρεῖς ἥμισυ τρßχας καὶ τὸ τÝταρτον, ἐπειδὴ ἐσπλαγχνßσθην ὁρῶν τοιαýτην καὶ τοσαýτην ὑπομονὴν καὶ εὐλÜβειαν. Ἔχεις λοιπὸν ὡραßαν πατσÜδα καὶ κλανομοýστακον γενειÜδα.
Ἀκοýσας ταῦτα ὁ κλανομοýστακος σπανüς, ἠγαλλßασε τὸ πανÜσχημον καὶ πανÜτσαλον αὐτοῦ πρüσωπον. Καὶ ἐκ τις πολλῆς αὐτοῦ χαρᾶς ἤρξατο γλεßφειν τὰ μεσοδÜκτυλα τοῦ κþλου του. Καὶ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐπÝστειλε χαριστÞριον ἐπιστολÞν. Ἡ δὲ ἐπιστολὴ ἦν τοιαýτη:
ὦ παμφιλτÜτη μοι γυνÞ, διὰ πολλοῦ μὲν χρüνου κακοπαθημÝνη καὶ μεμαραμÝνη ὑπὸ ἀλλοτρßων ἀνδρῶν, ἐὰν ἔχῃς στοργὴν καὶ ἀγÜπην καὶ πüθον εἰς ἐμÝ, ἀπüστειλον πρüς με τὸ κτÝνιον τὸ πατρογονικὸν τὸ ἐμüν, οὐχὶ τὸ πυκνüν, ἀλλὰ τὸ ἀρý· ἔτι δὲ καὶ τὴν μανδýλαν, ᾗ ἐσφüγγιξεν ὁ πατÞρ μου τὴν πρüσοψιν τοῦ ἑαυτοῦ ἀφεδρῶνος.
Μαθοῦσα ταῦτα ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡ κακüθελος ἔτι καὶ σφικτüτρυπος ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν τὸ διχαλοδικρÜνιν καὶ τὰ μαγαρισμÝνα σπÜργανα τοῦ ἑαυτῆς τÝκνου. Ἐκλανομüσχισεν οὖν αὐτὰ καὶ πρὸς αὐτὸν ἔστειλεν. Ἰδὼν δὲ αὐτὰ ὁ ἀγριομοýστακος σπανὸς ἐθυμþθη σφüδρα καὶ ἀπÝστειλε πρὸς αὐτὴν λÝγων·
ἀφßξομαι πρὸς σὲ τÜχιστα, πρὸς σÝ, μωρὴ κατουρλοποδßα, ἔτι δὲ καὶ κατουρλοý.
Καὶ πÜλιν ἀντεμÞνυσεν ἐκεßνη πρὸς αὐτüν·
Ἐδῶ νÜ ’λθῃς, ὦ κÜκιστε σπανÝ· καὶ ἂν ἔλθῃς, εὑρÞσεις τὸν θεῖον σου τὸν πηξομýτην.
Ταῦτα ἀκοýσας ὁ κÜκιστος σπανὸς ἐθυμþθη μÜλιστα καὶ μετ’ ὀργῆς ἔδραμεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καταλýματι. Ἦν γὰρ ἡ θýρα τοῦ ἑαυτοῦ καταλýματος μεγßστη πÝτρα καὶ κρημνὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ βαθýτατος πÜνυ καὶ ἀπüτομος, ἔσωθεν δὲ καὶ ἐκτὸς, κεχρισμÝνον μετὰ βουνßας καὶ κüπρου χοιρεßας. Εἰσελθὼν δὲ λÝγει πρὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα· Χαßρου, ζαμÜλα! Εἶτα λÝγει· ὁρᾶς, ὦ γυνÞ μου, τὴν ὡραßαν ταýτην γενειÜδα, τßνος σοῦ φαßνεται, ὅτι ὁμοιÜζω; Ἡ δὲ εἶπεν· θεωρῶ σε, ὦ ἄνερ μου, καὶ φαßνεταß μου, ὅτι ὁμοιÜζεις σκοτεινῆς γωνßας, τὴν χÝζουν οἱ ἄρρωστοι· ὁμοιÜζεις καταμαγαρισμÝνην ρýμην, τὴν τσιρλοῦν τὰ παιδßα· ὁμοιÜζεις σκýλου μοýτσουνα καὶ ἀγριοτρÜγου πιγοýνιν.
Ὁ δὲ ἠσπÜσατο αὐτὴν καὶ αἰτÞσας κτÝνιον ἤρξατο κτενßζειν τὴν πανÜσχημον καὶ πανÜτσαλον αὐτοῦ γενειÜδα. Οὐκ ἔπιπτον ψýλλοι ἢ ψεῖρες, ἄλλ’ ἔπιπτον ψýλλοι μετὰ σπαθßων, φθεῖρες μετὰ μανδýων, βÜτραχοι μετὰ ὑποδημÜτων, τζßντζιροι μετὰ φλαμμοýλων. Ἔπιπτον δὲ καὶ κüριζες μετὰ γερανßων φορεμÜτων.
Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ αὐτοῦ τὸ παρÜξενον θÝαμα ἔκλασε καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ ἐγὼ ἐξανÝμισα, σý, ὦ ἄνερ μου, φαγὼν πßε καὶ εὐφρανθÞσῃ, ὅτι πολλὰ ἐμüχθησας τοῦ εὑρεῖν τὸν σὸν θεῖον τὸν ἀγριüτραγον τοῦ εὐεργετῆσαι σε γÝνειον εἰς τιμὴν τοῦ προσþπου σου ἐκ τὴν ἀναχεσοφυσοπορδαλÞθραν τοῦ κþλου του.
Ὁ δὲ ἀκοýσας ταῦτα ὠργßσθη λßαν καὶ ἦλθε τοῦ ἀποκτεῖναι αὐτÞν.
Καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ σφüδρα ἐπυρþθησαν, ὁ δὲ μοýστακος αὐτοῦ ἐφÜνη ὥσπερ νεκροῦ βρουκολακιασμÝνου. Τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀνοιγüκλειεν ὥσπερ ὄρνιθος κῶλον, καὶ τὸ στüμα αὐτοῦ ἄφριζεν ὡς σκýλου λυσσÜρου. Καὶ ἰδοῦσα ἡ γυνὴ αὐτοῦ τὸ παρÜδοξον αὐτοῦ καὶ φοβηθεῖσα καὶ μὴ ἔχουσα τß πρᾶξαι, κýψασα οὔρησεν εἰς τὸ ὠτßον τὸ δεξιüν. Εἰσῆλθεν δὲ ἡ ὀσμὴ εἰς τὴν μýτην του καὶ συνῆλθε μικρὸν ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Καὶ ἠρþτησεν αὐτὴν λÝγων· γýναι, ποῦ ηὗρες τοιαýτην πολýτιμον καὶ εὔοσμον μυρωδßαν, ἣ ἀνÜστησÝ με ἐκ τῆς λιποθυμßας; Ἡ δὲ ἤρξατο λÝγειν, ὅτι, σὺ μÝν, ὦ ἄνερ μου, ὅταν ὥδευες τοῦ εὑρεῖν τὸν σὸν θεῖον εἰς τὸ εὐεργετῆσαι σοι γÝνειον εἰς τιμὴν τοῦ σοῦ προσþπου, ΑἰθßοπÝς τινες ἐνθÜδε ἀφßκοντο φÝροντες κοπριλßδα πολýτιμον, καὶ ἐξ αὐτῶν ἐπριÜμην ταýτην τὴν ἐξαßσιον καὶ εὔοσμον μυρωδßαν τοῦ μυρßσαι τὴν σὴν πανÜσχημον θÝαν καὶ κλανομοýστακον γενειÜδα καὶ τὴν σκατωμÝνην σου ὄψιν.
Ὁ δὲ κακὸς σπανὸς ἀκοýσας ταῦτα αὐτὴν εὐχαρßστει καὶ ἐνεδεßξατο πρὸς αὐτὴν στοργὴν πολλὴν καὶ πüθον φιλßας. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτρÜπησαν εἰς τὸ φαγεῖν καὶ πιεῖν ὁμοῦ καὶ εὐφραßνεσθαι μετὰ καὶ ἑταßρους οὐκ ὀλßγους, μÝχρι τÝλους ζωῆς αὐτοῦ, ὡς μετὰ ταῦτα ρηθÞσεται.
Ταῦτα τοῦ σπανοῦ τὰ κατορθþματα, ὅσα κατὰ δýναμιν ἤνυσα. Τὰ δ’ ἄλλα, τὰ μÞτε δαßμοσι φορητὰ μÞτ’ ἀνθρþποις ἀκουστÜ, σιωπητεüν. Ἀρκοῦσι δὲ τὰ παρüντα. Ἐν ἑτÝρᾳ δὲ συνελεýσει, εἰ δÝ τις περὶ αὐτοῦ ἐπßσταταß τι καὶ βουληθεßη ἀποκρýψαι τὰς ἀθÝσμους καὶ κακοýργους αὐτοῦ πρÜξεις καὶ οὐ δημοσιεýσει αὐτÜς, τῷ ἀναθÝματι καθυποβÜλωμεν.
Ἐπὶ δὲ τὸ προκεßμενον ἐπανÝλθωμεν. Ἐτελειþθη ὁ παγκÜκιστος σπανὸς ἐφÝτο, ἰνδικτιῶνος πÝρυσι, βρüχῳ καὶ ξßφει ἀποκτανθεßς. Καὶ τελειωθεὶς αἰσχßστῳ τÝλει τὴν ἀθλßαν ζωὴν ἀπÝρριψεν.
Τῆς αὐτοῦ κακουργßας καὶ ἐχθßστης σπανüτητος λýτρωσαι
ἡμᾶς, ὁ θεüς, καὶ τοὺς παῖδας ἡμῶν ὡς φιλÜνθρωπος.
ΜετÜ το «ΣυναξÜριον» ακολουθοýν τα «ΕξαποστειλÜρια», ο «ΠολυÝλεος», που παραπÝμπει στους ψαλμοýς 134 & 135, οι «Αßνοι» και τα «¸τερα ΤροπÜρια», που Ýχουν ως πρüτυπο κεßνα που ψÜλλονται στις 23 Απριλßου, τη μÝρα του Αγßου Γεωργßου. Το επüμενο εκτενÝς τμÞμα καταλαμβÜνει ο «ΕπιτÜφιος», με πýρηνα το Ψαλμü 118, ενþ ακολουθοýν τα «ΕυλογητÜρια», με πρüτυπο τον ΕπιτÜφιο ΘρÞνο. Τα 2 τμÞματα που ακολουθοýν εßναι: «Τον Þλιον κρýψαντα» κι η «Λειτουργßα» (εδþ Λιμουργßα). Το 1ο εßναι Ýνας ýμνος με πηγÞ τον αντßστοιχο που ψÜλλεται κατÜ τη λιτÜνευση του Επιταφßου. ¸να μÝρος του παραπÝμπει στο σημεßο του «Συναξαρßου» που ο σπανüς ζητÜ απü τον θεßο του γÝνια, ενþ στη συνÝχεια αναφÝρονται τα επιχειρÞματÜ του. Απü τη Λειτουργßα υπÜρχουν μüνο οι αντßστοιχοι «Μακαρισμοß», ενþ τα «ΤροπÜρια» και το «Δοξαστικüν» σχετßζονται Ýμμεσα με κεßνα της Λειτουργßας της ΚυριακÞς.
Εἶτα Δüξα καὶ νῦν. Ἦχος πλÜγιος β’. Πρὸς τὸν ἥλιον κρýψαντα.
Τὸν πþγωνα κρýψαντα, ὁ σπανὸς μετὰ χεῖρας, καὶ τὰ ζαρωμÝνα μÜγουλα, εἰσῆλθε πρὸς τὸν θεῖον του, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐβüησε, πικρῶς λÝγων· δüς μοι δýο τρεῖς τρßχας, (εἰς τιμὴν τοῦ προσþπου μου· δüς μοι δýο τρεῖς τρßχας, μÞπως χÜσῃ με ἡ γυνÞ μου, καὶ πÜρῃ ἕτερον ἄνδρα. Δüς μοι δýο τρεῖς τρßχας, μὴ μὲ γελοῦν στὸν κüσμον. Δüς μοι δýο τρεῖς τρßχας, μὴ μ’ ἁρπÜξῃ ὁ ΧÜρος. Δüς μοι δýο τρεῖς τρßχας, μὴ μὲ φᾶν τὰ θηρßα. Δüς μοι δýο τρεῖς τρßχας, μὴ μὲ σχßσουν οἱ σκýλοι. Δüς μοι δýο τρεῖς τρßχας, μὴ μὲ χÝσουν στὰ μοῦτρα.
Τοýτοις δυσωπÞσας, ὁ σπανὸς τοῖς λüγοις, τὸν θεῖον του τὸν ἀγριüτραγον, ἐδωρÞσατο αὐτῷ, τρεῖς καὶ ἥμισυ τρßχας, ἐκ τὴν ἀναχεσοφυσοπορδαλÞθραν, τοῦ κþλου του, καὶ ἔστειλεν αὐτüν, εἰς τὸ ἀνÜθεμα.
Γßνεται Κακολογßα μεγÜλη εἰς τὸν σπανὸν κὶ Ἀπüλυσις.
Εἰς δὲ τὴν Λιμουργßαν οἱ Μαγαρισμοß.
Ἱστῶμεν στßχους η´. Ἦχος α´. Πρὸς τὸ Διὰ βρþσεως.
Ἐν τῇ ἀτυχßᾳ σου μνÞσθητι ἡμῶν, σπανÝ.
ΜαγÜριοι οἱ σπανοß, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεßα τῶν γερανῶν.
ΜαγÜριοι οἱ σπανοß, ὅτι πενθοῦντες, οὐ παρακληθÞσονται.
ΜαγÜριοι οἱ σπανοß, ὅτι πεινῶντες καὶ διψῶντες οὐ χορτασθÞσονται.
ΜαγÜριοι οἱ σπανοὶ οἱ ἀνελεÞμονες, ὅτι οὐκ ἐλεηθÞσονται.
Ἐνεκρþθης, πονηρüτατε, καὶ ἐν μνημεßῳ κατεχþθης, σπανÝ, ἀλλὰ σ’ ἐδÝχθηκεν κακῶς, φεῦ, ὁ ΧÜρος μὲ τὸ δρÝπανον, κι εἰς τὸν Ἅιδην σ’ ἔρριψεν, κ’ ἐκρημνßσθης ἐν τῇ βασιλεßᾳ του.
ΜαγÜριοι οἱ κακοποιοß σπανοß, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ τρÜγων κληθÞσονται.
Ἐστραβþθης ἀγριþτατε, καὶ ἐστρεβλþθης παντελῶς, πονηρÝ, ἀλλὰ καὶ δßκην τὴν πικρÜν, ἐπερßλαβες τῶν ἔργων σου, καὶ εἰς ΧÜρον ἄπελθε, καὶ ἀγÜλλου ἐν τῇ βασιλεßᾳ του.
ΜαγÜριοι οἱ σπανοὶ δεδιωγμÝνοι ἕνεκεν τρßχας, ὅτι κακῶς ἀκοýσωσιν.
Τὸν σπανὸν πÜντες γελÜσωμεν, καὶ τὸ μουστÜκιν του ἐκβÜλωμεν, εἰς δὲ τὸ γÝνειον αὐτοῦ, συνελθüντες καταχÝσωμεν, καὶ ἐν Ἅιδῃ πÝμψωμεν, ὅπως μÝνῃ ἐν τῇ βασιλεßᾳ του.
ΜαγÜριοß ἐστε, σπανοß, ὅταν ὑμᾶς ἐκδιþξωσιν καὶ ἐκβÜλωσιν ἔξω.
Τοῦ σπανοῦ τὴν μνÞμην σÞμερον, ἐλθüντες πÜντες καθυβρßσωμεν, καὶ τὴν παγκÜκιστον αὐτοῦ, θÝαν πÜντες ἐκγελÜσωμεν· καὶ βοῶμεν πÜντοτε, ὦ σπανÝα, χÝζομεν τὰ γÝνια σου.
ΜαγÜριοι οἱ μαχοποιοὶ σπανοß, ὅτι αὐτοὶ φουρκισθÞσονται.
Δεῦτε πÜντες τὸν παμμßαρον, σπανüν, τὸν ψεýτην καὶ κατÜδικον, τὸν ἀγριþτατον δεινῶς, ὁμοῦ πÜντες καθυβρßσωμεν, καὶ αὐτοῦ μαδÞσωμεν, τὴν μουστÜκαν ὁμοῦ καὶ τὸ γÝνειον.
Κλαßετε καὶ θρηνεῖτε, σπανοß, ὅτι γÝλως ὑμῶν πολýς ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Φεῦγε πÜλιν, ἄγωμε στ’ ἀνÜθεμα, κακὲ τριγÝνη, πονηρüτατε, εἰς τοὺς ἀνθρþπους μὴ φανῇς, ἕως οὗ ξεφυτρþσῃς γÝνειον, μÞπως πÜλιν κλÜσωμεν, καὶ τὸ στüμα σου σκατὰ γεμßσωμεν. Δüξα.
Τὸν σπανÝα καθυβρßσωμεν, τὸν μιαρὸν καὶ τὸν ἀπÜνθρωπον, καὶ τὸν πατρÜδελφον αὐτοῦ, δεῦτε πÜντες ὀνειδßσωμεν, κρÜζοντες καὶ λÝγοντες, ὦ σπανÝα, σφÜκελα στÜ μÜτια σου. Καὶ νῦν.
Τὴν πατσÜδα σου τὴν ἄσχημον, καὶ τὴν μουστÜκαν τὴν πανÜγριον, καὶ τὴν πιγοýναν τὴν μακρÜν, καὶ τὴν θÝαν σου τὴν ἄτσαλον, καθορῶντες λÝγομεν, ὁ θεüς μου, ἐκ τοὺς σπανοὺς ἡμᾶς λýτρωσαι.
Αρχßζει ο ýμνος που κανονικÜ συνüδευε την þρα του γεýματος κι ακολουθεß το «2ο πεζü μÝρος», που η αρχÞ του λειτουργεß εισαγωγικÜ για το μετÝπειτα «Προικοσýμφωνο», στο οποßο αναφÝρεται üχι μüνο λßστα απü διÜφορα αντικεßμενα, κινητÜ κι ακßνητα, αλλÜ και τα ονüματα των προσþπων που παραβρÝθηκαν εκεß, για τα οποßα χρησιμοποιοýνται σýνθετες αστεßες λÝξεις. Η ευχÞ των γονιþν αντικαθßσταται απü την ευχÞ ενüς üνου.
Το «ΕνδιÜμεσο κεßμενο» πληροφορεß για το γεýμα που Ýχει μεσολαβÞσει στο πλαßσιο του γÜμου του σπανοý, üπως επßσης και για τη 1η νýχτα του γÜμου, üπου ο ßδιος μαθαßνει πως η γυναßκα του εßναι μÜγισσα κι αρρωσταßνει απü την εßδηση. Για τη θεραπεßα του αναφÝρονται διÜφορα γιατροσüφια, ωστüσο η αρρþστια εßναι επßμονη και δεν υποχωρεß. ¾στερα απü παρÜκληση, επεμβαßνει ο «πνευματικüς πατÝρας», ο οποßος αντß για ευχÝς απευθýνει κατÜρες, ενþ στο τÝλος οι γιατροß ορßζουν ως θεραπεßα την 5Þμερη παραμονÞ σε λουτρü, η οποßα τελικÜ φÝρνει και τη λýση του προβλÞματος -ο συγγραφÝας απαριθμεß 99 1/2 κουβÜδες που ο σπανüς γεμßζει κατÜ την αφüδευση.
Ο «Επßλογος» εßναι 2 ποιÞματα γραμμÝνα σε βυζαντινü 12σýλλαβο, το 1ο απü τα οποßα εßναι επιτýμβιο, γραμμÝνο για να κοσμÞσει τον τÜφο του σπανοý με προτροπÞ για κατÜρες. Το 2ο επßγραμμα παρουσιÜζει την ακροστιχßδα: «γελþ σε». ¸να 3ο ποßημα σε 15σýλλαβο, με προειδοποιÞσεις να αποφεýγεται ο σπανüς, κλεßνει τη σýνθεση. Στο τÝλος, ο συγγραφÝας αναφÝρει μια εντελþς φανταστικÞ ημερομηνßα θανÜτου με ανýπαρκτη μÝρα, μÞνα κι Ýτος.
Στßχοι ἰαμβικοὶ εἰς τὸν τÜφον τοῦ ἀνοσßου σπανοῦ.
ἘνθÜδε κεῖται ὁ σπανὸς ὁ τριγÝνης,
Ὁ παρÜσημος καὶ μÝγας τραγογÝνης,
Ὃς οὐδÝποτε ἐκλεßπει τοῦ συρρÜπτειν
Δüλους, μηχανὰς εἰς ἅπαντας ἀνθρþπους.
Καὶ γὰρ οἱ γινþσκοντες αὐτοῦ τὰς πρÜξεις
ἈναθÝματι καταβÜλετε τοῦτον.
Ἕτεροι στßχοι ἰαμβικοὶ εἰς τὸν αὐτὸν σπανüν.
ΓÝννημα κακὸν ἐκ μυσαρῶν γονÝων,
Ἐπßβουλον κýημα κακῶν ἀνθρþπων,
Ληφθεὶς γὰρ αἰσχρῶς ἐν πρÜξεσι δαιμüνων,
Ὡς εἶχες, ἦλθες ταýτας ἐπιζητῆσαι.
Σὺ δÝ, ὃ ἐνδÝχεται, μαθεῖν εἰ θÝλεις,
Εὑρὲ τὸ ποθοýμενον ἐν τῇ ἀκροστιχßδι.
Ἕτεροι στßχοι πολιτικοὶ εἰς τὸν αὐτὸν κακὸν σπανüν.
Ὅσοι τὸν ἀναγνþθετε, ἀδελφοὶ καὶ πατÝρες.
Παρακαλῶ σας λÝγετε νýκτες καὶ τὲς ἡμÝρες,
Ὁ κÜθε εἷς ἐκ τοὺς σπανοὺς νὰ φεýγῃ νὰ ’ντηρᾶται
ΜÞπως καὶ καταδþσουν τον, πÝτε του, νὰ γροικᾶται.
Ἐγὼ δὲ ὁποὺ ἐκοπßασα εἰς τοῦτον τὸν κανüνα,
Ἠξεýρετε ὅτι ἔγραψα τὰ φανερÜ του μüνα.
Τὰ δὲ κρυφὰ τßς δýναται νὰ τὰ ἐξαριθμÞσῃ
Καὶ τὴν κακßαν τὴν κρυφὴν τὴν ἔχει νὰ μετρÞσῃ;
Λοιπὸν τῷ ἀναθÝματι λÝγομεν, ὅποιος χþνει,
Τὸν βßον τοῦ κακοῦ σπανοῦ καὶ δὲν τὸν φανερþνει.
Ἐτελειþθη ὁ μιαρὸς σπανὸς ἔτει αψρθ´ μηνὶ Μπαμποý-