Βιογραφικü
ΠεζογρÜφος, θεατρικüς συγγραφÝας, δημοσιογρÜφος. ΓεννÞθηκε 16 ΦλεβÜρη στο Ναýπλιο απü γονεßς ΚυνουριÜτες το 1907. Ο πατÝρας του, Þτανε δÞμαρχος και βουλευτÞς απü τον ¢γιο ΠÝτρο κι η μητÝρα του απü τα ΔολιανÜ Κυνουρßας. Το 1915 εγκαταστÜθηκε με την οικογÝνειÜ του στην ΑθÞνα. Το 1929 πÞρε το πτυχßο του στα ΝομικÜ στο ΠανεπιστÞμιο Αθηνþν κι εξÜσκησε το δικηγορικü επÜγγελμα μüνο 2 Ýτη. Το 1940 πολÝμησε στο Αλβανικü ΜÝτωπο και κατÝγραψε τις εμπειρßες του σε κÜποια απü τα διηγÞματÜ του και κυρßως στο βιβλßο του "Απρßλης". ΜετÜ τον πüλεμο συνÝχισε την ενασχüλησÞ του με τα γρÜμματα: Ýγραφε Üρθρα για πολλÜ χρüνια στην εφημερßδα Το ΒÞμα, σα φιλολογικüς συνεργÜτης κι απü το 1948 θεατρικüς κριτικüς. Επßσης υπÞρξε διευθυντÞς του περιοδικοý ΕποχÝς. Το 1959 ταξßδευσε σε Ρουμανßα και Ρωσßα.
Στο χþρο των γραμμÜτων εμφανßστηκε το 1925 με τη συλλογÞ διηγημÜτων "Ο ΞεχασμÝνος" κι Ýκτοτε ασχολÞθηκε συστηματικÜ με την πεζογραφßα και το θÝατρο üπου πρωτοεμφανßστηκε το 1936 με το Ýργο του "ΑυτοκρÜτωρ ΜιχαÞλ" που ανÝβασε τον ßδιο χρüνο το Εθνικü ΘÝατρο. ¢λλα σημαντικÜ Ýργα του: "Του ¸ρωτα Και Του ΘανÜτου" (1943), "Δεσμþτες" (1932), "Η ΠριγκηπÝσσα Ιζαμπþ" (1945), "ΜυστικÞ ΖωÞ" (1957), "ΓαμÞλιο ΕμβατÞριο" (1937), "Ο Σταυρüς Και Το Σπαθß" (1939), "ΕξουσιαστÞς" (1942), "Εßλωτες" (1942), "Ο ΖηλιÜρης" (1943), "Το ΜεγÜλο Παιχνßδι" (1944), "ΑγνÞ"(1949), "Ο Θρýλος Του ΜυστρÜ" (1950), "Θεοφανþ" (1956) -ΒυζαντινÞ τραγωδßα που θεωρεßται το καλýτερο θεατρικü του Ýργο- "Νýχτα Στη Μεσüγειο" (1956), "Τα Λýτρα Της Ευτυχßας" (1956), "ΘωμÜς Ο Δßψυχος" (1962), "Ο Πρüγονος" (1970), "Η Θυσßα Του ΙσαÜκ" (1977) κ.Ü. ¸χει επßσης εκδþσει δοκßμια και μελÝτες, üπως ο "Προσανατολισμüς Του Αιþνα" (1963). ¸χει επßσης Ýνα πλοýσιο μεταφραστικü Ýργο.
Η πνευματικÞ του δραστηριüτητα εκτεßνεται και στον τομÝα της Ýκδοσης περιοδικþν. Το 1929 εκδßδει τα περιοδικÜ, ΠνοÞ, Λüγος, ενþ αργüτερα, το 1963 θα διατελÝσει διευθυντÞς του περιοδικοý ΕποχÝς. Το 1936, παντρεýτηκε τη Λουßζα ΒογÜσαρη. ΔιετÝλεσε, κατÜ περιüδους απü το 1937, Γεν. ΓραμματÝας του Εθνικοý ΘεÜτρου ΕλλÜδας, καλλιτεχνικüς διευθυντÞς, Γεν. διευθυντÞς, κυβερνητικüς επßτροπος και διευθυντÞς δραματολογßου και διευθυντÞς της ΔραματικÞς του ΣχολÞς, θεατρικüς κριτικüς σε εφημερßδες και φιλολογικüς συνεργÜτης απü το 1947 και γενικüς διευθυντÞς του Δραματολογßου το 1954.
Το 1939 τιμÞθηκε με το Κρατικü Βραβεßο ΘεÜτρου, το 1958 με το Α' Κρατικü Βραβεßο ΜυθιστορÞματος. Το 1964 παßρνει το βραβεßο Δοκιμßου των "Δþδεκα". Το 1966 διορßστηκε Μορφωτικüς Σýμβουλος Υπουργεßου Εξωτερικþν και το 1969 με το Αριστεßο ΓραμμÜτων και Τεχνþν της Ακαδημßας Αθηνþν. Το 1974 εξελÝγη μÝλος της Ακαδημßας Αθηνþν.
O ¢γγελος ΤερζÜκης υπÞρξε ¸λληνας λογοτÝχνης της γενιÜς του '30 και δοκιμιογρÜφος. ¸γραψε διηγÞματα, μυθιστορÞματα και θεατρικÜ Ýργα, ενþ ιδιαßτερα αξιüλογο εßναι το δοκιμιακü του Ýργο. Μαζß με τον ΘεοτοκÜ, αποτελοýν τους κýριους εκφραστÝς του θεωρητικοý προβληματισμοý και των αναζητÞσεων της ανανεωτικÞς γενιÜς του '30.
ΠÝθανε στην ΑθÞνα στις 3 Αυγοýστου του 1979.
Ξεκßνησε τη λογοτεχνικÞ πορεßα του κατÜ τη δεκαετßα του '20 με 2 συλλογÝς διηγημÜτων, "Ο ΞεχασμÝνος" (1925) και "ΦθινοπωρινÞ Συμφωνßα" (1929). Στα Ýργα αυτÜ δεν φαßνεται τüσο το προσωπικÞ του ýφος, üσο οι διÜφορες λογοτεχνικÝς επιδρÜσεις απü Üλλους συγγραφεßς. ΚατÜ τη δεκαετßα του '30 στρÜφηκε στο μυθιστüρημα, üπως κι üλοι οι λογοτÝχνες της γενιÜς του, χωρßς üμως να εγκαταλεßψει τα διηγÞματα.
Τα μυθιστορÞματÜ του, μ' εξαßρεση τα: "ΠριγκηπÝσσα Ιζαμπþ" και "Το Ταξßδι Με Τον ¸σπερο", εßναι αστικÜ μυθιστορÞματα που απεικονßζουν την ελληνικÞ κοινωνßα του ΜεσοπολÝμου. Χαρακτηριστικü üλων εßναι το καταθλιπτικü κλßμα, η ασφυκτικÞ ατμüσφαιρα, οι Þρωες-δÝσμιοι της οικονομικÞς στενüτητας και των κοινωνικþν προκαταλÞψεων κι η απαισιοδοξßα.
Το "ΠριγκηπÝσσα Ιζαμπþ" θεωρεßται ßσως το καλýτερο Ýργο του κι Ýνα απü τα καλýτερα μυθιστορÞματα της νεοελληνικÞς λογοτεχνßας. Εßναι ιστορικü μυθιστüρημα εμπνευσμÝνο απü την περßοδο της Φραγκοκρατßας. ΑναφÝρεται στην εξÝγερση των ΕλλÞνων και ΣλÜβων το 1293, που οδÞγησε στην κατÜληψη του φρÜγκικου κÜστρου της ΚαλαμÜτας κι ο κεντρικüς Üξονας του Ýργου εßναι ο Ýρωτας ανÜμεσα στην Ιζαμπþ, κüρη του ΓουλιÝλμου Βιλλαρδουßνου, και τον ηγÝτη της εξÝγερσης Νικηφüρο Σγουρü.
ΠλÞρης Εργογραφßα:
ΜυθιστορÞματα:
Δεσμþτες (1932)
Η παρακμÞ των Σκληρþν (1933)
Η μενεξεδÝνια Πολιτεßα (1937)
Η πριγκηπÝσσα Ιζαμπþ (1945)
Ταξßδι με τον ¸σπερο (1946)
Το λυκüφως των ανθρþπων (1947)
Δßχως Θεü (1951)
Η μυστικÞ ζωÞ (1957)
Το Μυθιστüρημα των ΤεσσÜρων (με ΚαραγÜτση, ΜυριβÞλη, ΒενÝζη) 1958
ΣυλλογÝς διηγημÜτων:
Ο ξεχασμÝνος (1925)
ΦθινοπωρινÞ συμφωνßα (1929)
Του Ýρωτα και του θανÜτου (1943)
Απρßλης (1946)
Η στοργÞ [νουβÝλα] (1944)
ΘεατρικÜ Ýργα:
ΑυτοκρÜτωρ ΜιχαÞλ (1936)
ΓαμÞλιο ΕμβατÞριο (1937)
Ο σταυρüς και το σπαθß (1939)
Εßλωτες (1939)
Ο εξουσιαστÞς (1942)
Το μεγÜλο παιχνßδι (1944)
ΑγνÞ (1949)
Θεοφανþ (1956)
Νýχτα στη Μεσüγειο (1957)
Τα λýτρα της ευτυχßας (1959)
ΘωμÜς ο δßψυχος (1962)
Ο πρüγονος (1970)
---------------------------------------------------------------------
Μια Παρτßδα ΣκÜκι
Τα σπßτια τους Þταν αντικριστÜ, κι üμως δεν Ýτυχε ποτÝ να γνωριστοýνε. ΚÜπου δεκαπÝντε χρüνια θα κÜθονταν κι οι δυο τους στον ßδιο τοýτο δρüμο, ο ΒριλÜκος στη μεσημβρινÞ πλευρÜ, ο Μπερεκßδης στη βορινÞ. ΚÜθε πρωß, τον καλüν καιρü σαν Üνοιγε ο ΒριλÜκος το παρÜθυρü του, σκοýρα και τζαμιλßκια, για να πÜρει τις βαθιÝς ανÜσες που του εßχε συστÞσει ο γιατρüς, θα ‘βλεπε τον Μπερεκßδη με τα μανικοπουκÜμισα να πηγαινοÝρχεται στην κÜμαρÜ του και σýγκαιρα να ρßχνει κλεφτÝς, πονηρÝς ματιÝς αντßκρυ. Μüλις Ýνιωθε πως τον κοßταζε ο ΒριλÜκος, λüξευε, κρυβüταν πßσω απ’ τη χοντρÞ στüφα της βυσσινιÜς κουρτßνας κι απü κει, ασÜλευτος με το ρουφηγμÝνο μοýτρο του ισκιωμÝνο, παραμüνευε.
ΠαρÜξενος Üνθρωπος μα την αλÞθεια, τοýτος ο Μπερεκßδης. ¼λη η γειτονιÜ το λÝει. Και να πεις πως Þταν κανÝνας τυχαßος! Συνταξιοýχος τραπεζιτικüς, δßχως παιδιÜ, δßχως σκυλιÜ, δυο ξερÜ κορμιÜ με τη γυναßκα του, που κι αυτÞ του ’φερε στον καιρü της υπολογßσιμη προßκα, κÜπου εκατü χιλιÜδες γερÝς δραχμÝς, τα μισÜ σε μετοχÝς, Ýνα λιοστÜσι στην πατρßδα της, κÜμποσα χρυσαφικÜ που τα ’κλαιγαν ακüμη χÞρες και γεροντοκüρες, σακουλιασμÝνα σπυρß σπυρß απü το μακαρßτη τον πατÝρα της, το χτηματßα και τοκογλýφο. ΑυτÜ πια, Þταν πρÜματα γνωστÜ, περιττü να τα ξαναλÝμε. ¸λα üμως που ο Μπερεκßδης ζοýσε κλειστÞ ζωÞ! ΔιαβολεμÝνα, ενοχλητικÜ κλειστÞ ζωÞ! Κι η γυναßκα του, Ýνα ξερακιανü εκεß, κιτρινιÜρικο πλÜσμα, με μýτη σουβλερÞ σαν καρφß στραβωμÝνο πÜνω σε παλοýκι, σπÜνια δρασκÝλιζε το κατþφλι της πüρτας. Και τüτε πÜλι, θα την Ýβλεπες να ξεμακραßνει γοργÜ στο πεζοδρüμιο, με το κουρδισμÝνο, αυτοματικü βÜδισμÜ της, δßχως να ρßχνει μια ματιÜ δεξιÜ Þ ζερβÜ. Δε χαιρετοýσε κανÝνα, δεν Ýβλεπε κανÝνα. ¹ταν πολý ακατÜδεχτη.
¼λ’ αυτÜ ο ΒριλÜκος, Üνθρωπος κοινωνικüς κι ανοιχτομÜτης, τα συλλογιζüτανε δßχως να το θÝλει, τα πρωινÜ που Üνοιγε το παρÜθυρü του. ΑθÝλητα εκεß που Ýπαιρνε τις τρεις βαθιÝς του ανÜσες, σýγκρινε τον εαυτü του με τον αντικρινü, το μαγκοýφη κι Ýμενε -αληθινÜ- πολý ικανοποιημÝνος. Συγχαιρüτανε τη μοßρα του που τον Ýπλασε Ýτσι διαφορετικü. Γιατß, αυτουνοý, μ’ üλα τα πενηνταοχτþ του χρüνια, τα μÜγουλÜ του ανθßζανε ροδαλÜ σαν του μωροý παιδιοý, η ραχοκοκαλιÜ του Ýμενε στητÞ, ντοýρα, και τα κÝφια του μποροýσανε να συναγωνιστοýν Üφοβα τις παλαβομÜρες του μικροý του γιου, του φοιτητÞ της χημεßας. Αγαποýσε το καλü φαÀ, τü διαλεχτü κρασß, ο ΒριλÜκος δεν Ýλεγε üχι, ακüμα και τþρα, για τις νüστιμες, τις πεταχτÝς γυναικοýλες. Η δικιÜ του, το τελευταßο τοýτο το εßχε κρυφü μαρÜζι, üμως, εκεßνος, συχνÜ το ’νιωθε πως, βαθιÜ της, τον καμαρþνει σαν τ’ Üλογο το ατßθασο, που δεν παßρνει χαλινÜρι. Τον αγαποýσε ερωτικÜ, ακüμα και τþρα τον Üντρα της με τη βασανισμÝνη την προσÞλωση του θηλυκοý που δεν νιþθει ποτÝ σßγουρο τ’ αρσενικü του.
ΚÜτι προδοτικÝς απüπειρες της ηλικßας να του συκοφαντÞσουμε τþρα την κορμοστασιÜ, ο ΒριλÜκος τις πολεμοýσε με φανατισμü, στη ρßζα. ΚÜθε πρωß προτοý ξεκινÞσει για το ασφαλιστικü του γραφεßο θ’ Üνοιγε το παρÜθυρο του, θα ’παιρνε τις τρεις βαθιÝς του ανÜσες με «τας χεßρας επß τα ισχßα», θα ‘κανε μερικÝς κÜμψεις, δυο τρεις κλßσεις, ýστερα, σιγοτραγουδþντας, καλüκεφα, θα βουτιüτανε στο μπÜνιο του. ΓεμÜτος φροντßδα ωστüσο μετροýσε προτοý ντυθεß, την κοιλιÜ του, Ýνα γýρω την περιφÝρεια, μ’ Ýνα μÝτρο κορδÝλα του ρÜφτη. Σημεßωνε τους πüντους στην ατζÝντα του, προσεχτικÜ. Τα πρÜματα πηγαßνανε -δüξα να ’χει ο Θεüς- πρßμα, βοηθþντας τþρα τελευταßα και η κÜποια πολεμικÞ εγκρÜτεια σε λιπαρÜ. «ΟυδÝν κακüν αμιγÝς καλοý», Ýλεγε στη γυναßκα του συχνÜ. Υπονοþντας τους αναγκαστικοýς περιορισμοýς που εßχε επιβÜλει η κατοχÞ στο διαιτολüγιο της οικογÝνειας.
Και να που η ΚατοχÞ -«ουδÝν κακüν αμιγÝς καλοý»- το ’φερε να λυθεß ο πÜγος ανÜμεσα στους Μπερεκßδηδες και στους ΒριλÜκους. Μια μÝρα εκοýσιου περιορισμοý μες στα σπßτια, που το ντουφεκßδι μÜνιαζε κÜτω στα κÝντρα, η κυρßα ΒριλÜκου βρÝθηκε σε πολý δýσκολη θÝση, αληθινÜ. Ο Üντρας της γýρευε επßμονα καφÝ, να τονþσει την καρδιÜ του, που απασχολοýσε, ýστερα απü την κοιλιÜ, τον κýριο üγκο των φροντßδων του. Κι η κυρßα ΒριλÜκου θα ’δινε τη ζωÞ της την ßδια για να τον ευχαριστÞσει. Με κÜτι τÝτοιες Üλλωστε μικροφροντßδες τον κρατοýσε κοντÜ της. ¼μως ο καφÝς δεν Þταν αλεσμÝνος, ο μýλος εßχε χαλÜσει απü το σιτÜρι που κüβανε δυο χρüνια τþρα πληγοýρι για τις υπηρÝτριες. ¸πρεπε να δανειστοýν Ýνα μýλο, üμως απü ποý; Τα σπßτια γýρω, Þταν αδιÜκριτα, φλýαρα, Αν παρÜγγελνε η κυρßα ΒριλÜκου, πως θÝλει το μýλο για να κüψει στÜρι -συνηθισμÝνη στη γειτονιÜ πρüφαση- δε θα της τον δÜνειζαν, απü φüβο μÞπως τους τον χαλÜσει. Να πει πÜλι πως τον θÝλει να κüψει καφÝ; Θα βοýιζε η γειτονιÜ με το σκÜνταλο. «Οι μουσßτσες αυτÝς, συλλογιζüτανε πεισματωμÝνη η κυρßα ΒριλÜκου, το δικü τους τον καφÝ τον Ýχουν αλεσμÝνο. ¼μως Ýλα που δεν μπορþ κι εγþ ν’ αρνηθþ τη χÜρη στον Üντρα μου! Εßναι φανερü πως ανησυχεß γι’ αυτü το βρωμüπαιδο το μικρü μας, που δε γýρισε ακüμα σπßτι, με τÝτοιο κακü που γßνεται κει κÜτω».
Τüτε εßναι που της Þρθε η φαεινÞ ιδÝα, Ýμπνευση πραγματικÞ: «Απü την αντικρινÞ, την Μπερεκßδη, θα στεßλω να τον ζητÞσω!», εßπε ξÜφνου μÝσα της. «ΑυτÞ δεν Ýχει σχÝση με τις Üλλες εδþ γýρω. ΕπομÝνως, κουβÝντα δεν πρüκειται να γßνει. Η ßδια πÜλι, ας υποθÝσει ü,τι θÝλει. Λßγο με νοιÜζει. Σßγουρα που θα ’χει κι αυτÞ κομμÝνο καφÝ...». Κι Ýστειλε και τον ζÞτησε. Κι η Μπερεκßδη τον Ýδωσε πρüθυμα το μýλο της, δßχως να κÜνει καμιÜν απολýτως αδιÜκριτη ερþτηση στη δοýλα.
-"ΠÜντα μου το ’λεγα", δÞλωσε κατενθουσιασμÝνη ýστερ’ απ’ αυτü, η κυρßα ΒριλÜκου στον Üντρα της, "πως οι αντικρινοß εßναι καθþς πρÝπει Üνθρωποι. Οι καλýτεροι της συνοικßας..."
-"Να σου πω την αλÞθεια, κι εγþ εßχα μια τÝτοια υποψßα", βεβαßωσε αδßσταχτα ο ΒριλÜκος. "Εßναι γεγονüς üτι τους Ýχουν συκοφαντÞσει τοýς ανθρþπους. ΚατÜ βÜθος εγþ, πßστευα πÜντα πως εßναι αριστοκρÜτες".
Την Üλλη μÝρα το πρωß ανοßγοντας το παρÜθυρü του για τις τρεις ανÜσες, ο ΒριλÜκος χαμογÝλασε χαιρετιστÞρια στον Μπερεκßδη. Κι ο Μπερεκßδης απÜντησε με το γλυκýτερο του χαμüγελο, εγκÜρδια μαζß και τυπικÜ. ¸τσι εßναι που λýθηκε ο πÜγος. Απü τη μÝρα κεßνη, ταχτικÜ κÜθε πρωß, οι δυο Üνδρες αντÜλλαζαν τα χαμογελÜ τους, χαιρετιüνταν με κλßση ελαφρÜ του κεφαλιοý, κοντοστÝκονταν κÜποτε, σα να Þθελαν να πουν ο καθÝνας στον Üλλο λßγες λÝξεις. Η κυρßα ΒριλÜκου το λογÜριαζε στα σοβαρÜ τþρα, σα μικρüτερη που Þταν, ν' αποπειραθεß μιαν επßσκεψη στην κυρßα Μπερεκßδη. ¢ρχιζε κι üλας να θαμποβλÝπει στο μÝλλον Ýνα διακεκριμÝνο, πολý εκλεκτü σýνδεσμο με τους αντικρινοýς, μια φιλßα που θα ξεχþριζε στη συνοικßα και θα ‘κανε τους Üλλους, τους αποκλεισμÝνους απü τÝτοιαν αυστηρÞ συναναστροφÞ να λυσσÜνε απü φθüνο.
Η γενικÞ κατÜσταση Üλλωστε βοηθοýσε. Τα πρÜματα üσο πÞγαιναν και χειροτÝρευαν. Κλεßσιμο νωρßς στα σπßτια, μπλüκα, ταραχÝς. Οι κρυφÝς δυνÜμεις της αντßστασης δεν Ýλεγαν να καθßσουν φρüνιμα, üλο και συδαýλιζαν τη θρÜκα, δημιουργοýσαν αδιÜκοπα μπελÜδες στους φιλÞσυχους.
-"Απελπισßα", δÞλωσε Ýνα πρωß απü το παρÜθυρü του ο ΒριλÜκος στο Μπερεκßδη υστÝρα απü τις ανÜσες, την κλßση της κεφαλÞς και το χαμüγελο. Κι αυτÝς Þταν οι πρþτες, οι αξιομνημüνευτες λÝξεις, που αντÜλλαξαν μεταξý τους οι δýο Üνδρες. "Θα 'ρθει μια μÝρα, προβλÝπω, που δεν θα κοτÜμε πια να ξεμυτßσουμε".
-"Φρßκη!" συμφþνησε υποχρεωτικüτατα κι ο Μπερεκßδης.
-"Δεν κÜθονται στ’ αβγÜ τους, λÝω 'γþ!" παρατÞρησε αγαναχτισμÝνος ο ΒριλÜκος.
Την Üλλη μÝρα το μεσημÝρι, θÝλησε η μοßρα να συναντηθοýν οι δυο τους στο δρüμο, μπροστÜ στις πüρτες τους. Ζýγωσαν ο Ýνας τον Üλλον εντελþς αυθüρμητα, κρατþντας την πετοýγια του καθÝνας στο χÝρι, και τα εßπαν πρüχειρα στο πüδι.
-"Πþς να περÜσουν οι ατÝλειωτες αυτÝς απογευματινÝς þρες, σας παρακαλþ;" αναστÝναξε ο Μπερεκßδης πολý δυστυχισμÝνος. "Γιατß εγþ, να σας πω την αλÞθεια μου, δεν βγαßνω πια καθüλου τ’ απογεýματα".
-"Οýτε κι εγþ"!
-"ΑλÞθεια, μÞπως κατÜ τýχη παßζετε σκÜκι";
-"Και βÝβαια που παßζω"!
-"Δüξα να ’χει ο Θεüς! ΕμÝνα εßναι το πÜθος μου, ξÝρετε. Μüνο που δεν βρßσκω εýκολα συμπαßχτη. Τß θα λÝγατε αν δοκιμÜζαμε κÜπου κÜπου, μερικÝς ρανκüντρ";
-"Δε ζητþ τßποτα καλýτερο".
-"ΛαμπρÜ! Αμ’ Ýπος λοιπüν, αμ’ Ýργον". Δþσαν τα χÝρια εγκÜρδια κι ο ΒριλÜκος δÞλωσε πως θα ’ρθει το ßδιο απüγεμα, ν’ αρχßσουν.
Η θεÜ του φθüνου, που επιβουλεýεται πÜντα την ευτυχßα των διαλεχτþν, θÝλησε το ιστορικü εκεßνο απüγεμα ν’ αδιαθετÞσει ο Μπερεκßδης. ΚÜποιο μικροκρυολüγημα εßχε πÜθει -παρÜγγειλε η κυρßα- λßγο πυρετü, Ýπρεπε να μεßνει στο κρεβÜτι. Παρακαλοýσε πολý ν’ αναβληθεß το σκÜκι. Ν’ αναβληθεß. Τß να γßνει; ¼μως, για να μιλÞσει κανÝνας με κÜθε ειλικρßνεια, αυτü δεν του Üρεσε και πολý του ΒριλÜκου. ¸να μικροκρυολüγημα, κρεβÜτωμα, μερικÜ δÝκατα, σýμφωνοι. ΑλλÜ κατÜ τß αυτü εμπüδιζε μια παρτßδα σκÜκι; ΣÜμπως δεν μποροýσε ο Μπερεκßδης, να παßξει κι απü το κρεβÜτι του; ¹ μÞπως συνÝβαινε κÜτι Üλλο, κÜτι πολý πιο βαθý κι ýποπτο; ΜÞπως δηλαδÞ, εßχε μετανιþσει για την πρüσκληση που Ýκανε, σε μια στιγμÞ ενθουσιασμοý;
-"ΟπωσδÞποτε εγþ θα περιμÝνω", δÞλωσε στη γυναßκα του ο ΒριλÜκος. "Τþρα εßναι η σειρÜ του να ’ρθει. Αν δεν το κÜνει, εγþ θα κρατÞσω την αξιοπρÝπειÜ μου, δεν θα τον προσκαλÝσω. Με ξÝρεις. Δεν εßμαι απü κεßνους που ρßχνουνε το εγþ".
Το εßπε και το κρÜτησε. Δυο μÝρες, τις κατοπινÝς, δε φÜνηκε στο παρÜθυρü του ο Μπερεκßδης. ΚÜθε που ο ΒριλÜκος Üνοιγε το δικü του πρωß-πρωß, Ýριχνε μερικÝς ματιÝς αντßκρυ, φευγαλÝες, Ýπαιρνε τις ανÜσες του και τραβιüταν αμÝσως πÜλι, για να μην υποτεθεß üτι περιμÝνει εκεß σα λιμασμÝνος για παρÝα. Την τρßτη μÝρα, που ξαναφÜνηκε ο Μπερεκßδης, τα πρÜματα πÞρανε τη συνηθισμÝνη τροπÞ τους, την τυπικÞ... χαμüγελο, κλßση της κεφαλÞς, ευχÝς για την υγεßα. Τßποτ’ Üλλο. η συνÜντηση στÜθηκε Üμεμπτη αλλÜ κÜπως αδιüρατα ψυχρÞ.
Κι η κατÜσταση üλο και ζüριζε, ζüριζε, ξεκινοýσες πρωß απü το σπßτι σου και δεν Þσουνα καθüλου σßγουρος αν θα γυρßσεις το μεσημÝρι. Ο ΒριλÜκος Üρχιζε να προβλÝπει την εποχÞ που, üχι μüνο τ’ απογÝματα, μα και τα πρωινÜ θα Þταν φρüνιμο να μÝνεις κλεισμÝνος στο σπßτι. Για τÝτοιες στιγμÝς, τι καλýτερο απü μια διαλεχτÞ συντροφιÜ πρüχειρη, εκεß δυο βÞματα απü την πüρτα σου! ΜονÜχα το δρüμο θα εßχες να διασχßσεις απü το Ýνα πεζοδρüμιο στ' Üλλο. Κι ο δρüμος τοýτος Þταν Þσυχος, μÜλλον απüκεντρος, οýτε διαδηλþσεις περνοýσαν απü δω, οýτε περßπολοι καν στις απαγορευμÝνες þρες. Ας Þταν αυτüς ο Μπερεκßδης μια στÜλα αλλιþτικος Üνθρωπος, üχι τüσο μονüχνωτος, üχι τüσο κλειστüς! Γιατß Üραγε, ας ποýμε, να μην ξεκινÞσει να ’ρθει για το σκÜκι; ΜÞπως αυτüς δεν Þτανε που το ματαßωσε; ¢ρα, το χρωστοýσε. Εξüν πια αν η δειλßα του Ýφτανε σε τÝτοιο σημεßο που να διστÜζει, να φοβÜται μÞπως εκτεθεß. ΜÞπως θα ’πρεπε να τον ενθαρρýνει λιγÜκι ο ΒριλÜκος;
Και τον ενεθÜρρυνε γενναιüφρονα, üσο πιο πολý μποροýσε, βγÞκε στο παρÜθυρο του και του χαμογÝλασε πολý εγκÜρδια, του Ýκανε φιλικü νüημα με το χÝρι. ¸φτασε ßσαμ’ εκεß! Να του κÜνει φιλικü νüημα με το χÝρι. Τρεις φορÝς στη σειρÜ, ολοφÜνερα, Ýδειξε ο Μπερεκßδης πως Ýχει κÜτι να πει. ¼μως δεν το εßπε -πανÜθεμÜ τον!- δεν το εßπε. Και τα τζαμιλßκια σφαλßστηκαν πÜλι στο κενü, βουβÜ.
-"¸χω την εντýπωση", εßπε Ýνα πρωß στη γυναßκα του ο Μπερεκßδης, "πως αυτüς ο αντικρινüς μας εßναι Üνθρωπος υπερβολικÜ στενοκÝφαλος. Τον κÜλεσα μια μÝρα να ’ρθει για σκÜκι, αρρþστησα, κι αυτüς θεωρεß, φαßνεται, τον εαυτü του προσβλημÝνο. ΠεριμÝνει τþρα να τον παρακαλÝσω, να δεßξω πως Ýχω ξελιγωθεß για την παρÝα του! Αμ’ δε! ΤÝτοια χÜρη δε θα του την κÜνω. Ας με καλÝσει τþρα κι αυτüς".
Και δεν του Ýκανε τη χÜρη, μ’ üλο που κι αυτüς καιγüτανε για μια παρτßδα σκÜκι. ΜÝρες, βδομÜδες, Üνοιγε το πρωß το παρÜθυρο του, χαιρετιüτανε με το ΒριλÜκο, απüμενε λßγα λεφτÜ να τον κοιτÜζει με το στüμα ανοιχτü. Μα δεν Ýλεγε λÝξη. ΛÝξη. Κι ο Üλλος το ßδιο. Τßποτα.
ΚÜπου Ýνα μÞνα αργüτερα, κÜποιο πρωß, ο ΒριλÜκος ανοßγοντας το παρÜθυρο του, Ýκανε το στραβü, δε χαιρÝτησε το Μπερεκßδη. "Η υπομονÞ και η υποχωρητικüτητα" -εßχε πει στη γυναßκα του- "Ýχουνε τα üριÜ τους. Αν Ýχει ο Μπερεκßδης μια φορÜ αξιοπρÝπεια, εγþ Ýχω δÝκα, εßκοσι φορÝς! Κι εννοþ να την περιφρουρÞσω".
Ο χαιρετισμüς κüπηκε αμÝσως, φυσικÜ, κι απü μÝρους του Μπερεκßδη με το μαχαßρι. Για δυο-τρεις ημÝρες Ýκαναν κι οι δυο τους το στραβü, απüφευγαν. ¿σπου, υστÝρα απü δεκαπÝντε μÝρες, ο Ýνας τους Ýριξε, απερßφραστα τþρα, μια ματιÜ εχθρικÞ στον Üλλον. Ο δεýτερος, δßχως να σαστßσει, απÜντησε μ’ ανÜλογη ματιÜ. Και σ’ επßμετρο, για να διατρανþσει καλýτερα την υπεροχÞ της αξιοπρÝπειÜς του, Ýκλεισε το παρÜθυρο με βρüντο.
Δεν Ýχει εξακριβωθεß ποιος απü τους δυο πρþτος Ýκλεισε Ýτσι το παρÜθυρο, στα μοýτρα του αλλουνοý. ΦυσικÜ, αν δεν Þταν ο ΒριλÜκος, θα Þταν ο Μπερεκßδης. Ο καθÝνας τους μια φορÜ, ισχυριζüτανε ýστερα, μ’ επιμονÞ και υπερηφÜνεια, πως αυτüς το εßχε κÜνει.
------------------------------------------------------------------------------
¢λλη μια ανÜρτηση που την οφεßλω εξ ολοκλÞρου στον εξαßρετο φßλο και ... "συνεργÜτη" ΧρÞστο Σωτηρüπουλο! Τον ευχαριστþ πÜρα πολý και δημüσια!
14/6/09 Π. Χ.