Βιογραφικό
Ο σερ ’ρθουρ Κόναν Ντόιλ, πνευματικός πατέρας του δημοφιλέστερου ντετέκτιβ στην ιστορία, Σέρλοκ Χολμς, γεννήθηκε στις 22 Μάη 1859 στο Εδιμβούργο από ιρλανδική οικογένεια. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Στόνιχαρστ κι Εδιμβούργου, όπου πήρε πτυχίο ιατρικής και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα στο Σάουθσι, από το 1882 ως το 1890.
Το 1891 εγκατέλειψε την ιατρική για να γίνει αποκλειστικά επαγγελματίας συγγραφέας κι επίσης, πέρασε μία γρίπη που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή! Εγκατέλειψε το ιατρείο του στο Ντέβονσαϊρ Πλέις και μετακόμισε σ' ένα σπίτι στο Σάουθ Νόργουντ. Ξεκίνησε μακροσκελή νουβέλα που ονομάζεται «Οι Φυγάδες» κι έγινε διάσημος γράφοντας για το Στραντ Μάγκαζιν όλες τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, με κύριο ήρωα τον ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς.
Υπάρχουν λιγοστοί άνθρωποι στην ιστορία κι ακόμα λιγότεροι συγγραφείς με τόσο πολύπλευρη ευφυΐα κι ελάχιστοι έχουνε δεχθεί τόσον ειλικρινείς επαίνους, από ανθρώπους όλων των εθνών! Η επιρροή του στις αστυνομικές μεθόδους και την εγκληματολογία είναι πασίγνωστη. Στις περιπέτειες του Σ. Χολμς επινόησε χρήση έμπλαστρου για ν' αποκαλύψει ευαίσθητες ενδείξεις, την έρευνα της σκόνης των ρούχων για αναγνώριση, την ανάλυση των διαφορετικών ποιοτήτων στάχτης και καπνού και φυσικά, τη διεθνώς αποδεκτή επιστήμη της επαγωγής. Η κινεζική κι αιγυπτιακή αστυνομία χρησιμοποιήσανε τα βιβλία του σαν επίσημα εκπαιδευτικά εγχειρίδια. Ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ δήλωσε πως το F.B.I. έχει υιοθετήσει πλήρως τις μεθόδους του κι ο γάλλος Σιρετέ αναφέρθηκε στη διακεκριμένη εγκληματολογική εργασία του στους Λάιονς!
Το πρότυπο που χρησιμοποίησε ο Ντόιλ, για να δομήσει το ήρωά του, το πήρε από τον Δρα Μπελ, καθηγητή στην ιατρική σχολή. Ο Δρ Μπελ ήτανε γνωστός για την ιδιαίτερη ικανότητά του να παρατηρεί και να βγάζει σωστά συμπεράσματα διά της λογικής και της επαγωγικής μεθόδου. Έτσι τα χρόνια της μαθητείας και συνεργασίας του με το συγκεκριμένο καθηγητή τα αξιοποίησε λογοτεχνικά με τον καλύτερο τρόπο εμφυσώντας στον ήρωά του τη διεισδυτικότητα, την οξύνοια και τη παρατηρητικότητα του.
Η σειρά των βιβλίων του είναι πολύ πλούσια. Η φήμη του Σ. Χολμς τείνει να επισκιάσει τις ιστορικές του νουβέλες, τις αναρίθμητες μικρές ιστορίες του, την επίσημη ιστορία του για τον πόλεμο των Μπόερς και την εξάτομη ιστορία του Μεγάλου Πολέμου. Ο κατάλογος των επιτυχιών του είναι εκπληκτικός και πάρα πολύ μεγάλος για να δοθεί ολόκληρος!
Ο σερ ’ρθουρ Κόναν Ντόιλ ήταν αυτός που επινόησε το ναυτικό σωσίβιο, έπεισε το στρατό να υιοθετήσει την ατσάλινη κάσκα και, πριν από τον Α' Παγκ. Πόλ., προειδοποίησε –μάταια– για την απειλή των υποβρυχίων. Συνεργάστηκε στενά με τον σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ στο Πίλιγκραμ Τραστ και τον θαύμαζαν απεριόριστα, τόσο στις ΗΠΑ, όσο στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Tο πολύπλευρο λογοτεχνικό του ταλέντο, ανταγωνιζόταν με το αθλητικό του! Έπαιζε ποδόσφαιρο (ερασιτεχνικά τερματοφύλακας στη Πόρτσμουθ με το ψευδώνυμο Α. C. Smith) και κρίκετ, ενώ μια φορά αγωνίστηκε με τους τζέντλεμεν της Αγγλίας. Ήταν μέλος της αγγλικής ομάδας στους αυτοκινητιστικούς αγώνες του πρίγκιπα Ερρίκου, ενώ είχε διακριθεί επίσης σαν μποξέρ, αλλά και παίκτης μπιλιάρδου! Τέλος, ήταν αυτός που εισήγαγε το σκι στην Ελβετία το 1893!
«Σκέφτομαι να σκοτώσω τον Χολμς και να τον πετάξω στα σκουπίδια μια και καλή. Με αποσπά από άλλα πράγματα», έγραφε στη μητέρα του και στο βιβλίο «Το Τελικό Πρόβλημα» ο Χολμς κι ο αιώνιος αντίπαλός του, καθηγητής Μοριάρτι, βουτάνε μαζί στο γκρεμό. Όμως, τα παράπονα χιλιάδων φανατικών αναγνωστών οδηγούν στην… ανάσταση του ντετέκτιβ στην ιστορία «Η Περιπέτεια Της Κενής Οικίας». Σύμφωνα με την εξήγηση που 'δινε ο Ντόιλ, ο Χολμς είχε σκηνοθετήσει το θάνατό του προτιμώντας να μείνει στο παρασκήνιο για ένα διάστημα. Ο ντετέκτιβ με τη μακριά του κάπα, το χαρακτηριστικό καπέλο και τη γαμψή πίπα του συνέχισε να προηγείται της αστυνομίας, να λύνει με εκπληκτικό σκεπτικισμό, βήμα-βήμα, τις πιο παράξενες υποθέσεις και να συναρπάζει τους αναγνώστες.
Στα 2/3 της ζωής του ο Κόναν Ντόιλ υπήρξε σκληρά εργαζόμενος συγγραφέας, αλλά κι άνθρωπος προσγειωμένος στον κόσμο. Το υπόλοιπο, χάθηκε στα σύννεφα του πνευματισμού και των αναζητήσεων στο υπερπέραν. Τη διάσταση αυτή, ακόμη κι οι πιο φανατικοί θαυμαστές του, βρίσκουνε δύσκολο να γεφυρώσουν.
Πίστευε με πάθος στην ύπαρξη φαντασμάτων και νεράιδων και σε ολόκληρη τη ζωή του δεν έπαψε να αναζητά μια απάντηση για όλ' αυτά τα φαινόμενα που δεν είναι δυνατό να συλλάβουμε με τη λογική. Οι εξαιρετικά όμως ευαίσθητοι κι οξυδερκείς άνθρωποι, όπως αυτός, δεν αρκούνται σε στεγανές και κατασκευασμένες μόνο με τη λογική εξηγήσεις του κόσμου. Αναζητούν, επιμένουν, πασχίζουν να αγγίξουν το υπερφυσικό και δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια ακόμη και όταν το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης χαρακτηρίζει αυτές τις ενασχολήσεις παράλογες ή ανόητες, πράγμα που συνέβη και στη περίπτωση του Ντόιλ.
Σχετικά λοιπόν μ' αυτή τη πτυχή της ζωής του, αξίζει να αναφερθούν ορισμένες λεπτομέρειες που δείχνουν ξεκάθαρα το δυναμικό, ασυνήθιστο και δραστήριο χαρακτήρα του, αλλά και την επιμονή και την αφοσίωσή του σ' αυτά που πίστευε. Πιο συγκεκριμένα, το 1893, ο Ντόιλ έγινε μέλος της Βρετανικής Κοινότητας Έρευνας Παραφυσικών Φαινομένων. Ένα χρόνο αργότερα, κάποιος συνταγματάρχης Έλμορ απευθύνθηκε κει αναζητώντας μιαν εξήγηση για τους ασυνήθιστους ήχους που άκουγε στο σπίτι του. Ο Ντόιλ με άλλα δυο άτομα πήγαν να εξερευνήσουν το χώρο. Μολονότι δε στάθηκε δυνατό να ανακαλύψουν την πηγή αυτών των ήχων, η εύρεση ενός νεκρού δεκάχρονου παιδιού θαμμένου στον κήπο, τόνωσε τη πίστη του Ντόιλ ότι είχε έρθει σε επαφή σε παραφυσικά φαινόμενα.
Το 1898 ακολούθησε ως γιατρός τα αγγλικά στρατεύματα στην εκστρατεία του Σουδάν και στον πόλεμο των Μπόερς. Καθώς διέθετε μια έντονα εκκεντρική κι ανήσυχη φύση, αποφάσισε να πάρει μέρος στον Α' Παγκ. Πόλ. ως απλός στρατιώτης. Ο ίδιος βγήκε σώος απ' αυτή τη δοκιμασία, όχι όμως κι ο γιος του, ο θάνατος του οποίου αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του για τον πνευματισμό, που στα επόμενα χρόνια γινόταν όλο και πιο έντονο.
Το 1917 ο Ντόιλ έδωσε τη πρώτη του δημόσια διάλεξη επί του θέματος, αδιαφορώντας για την πιθανή αμαύρωση της υπόληψής του. Παράλληλα έγραψε βιβλία και δεκάδες άρθρα για το θέμα. Το 1920 είχε τη τύχη να γνωριστεί με το διάσημο μάγο Χουντίνι μεταξύ των οποίων γεννήθηκε μια δυνατή φιλία. Το στοιχείο που τους ένωνε ήταν το κοινό ενδιαφέρον τους για τον πνευματισμό, παρόλο που ο Χουντίνι ήτανε περισσότερο σκεπτικιστής. Ωστόσο ο Ντόιλ θαύμαζε τον παράξενο μάγο κι ούτε στιγμή δεν αμφέβαλλε πως ο Χουντίνι ήτανε προικισμένος με υπερφυσικές δυνάμεις, κάτι που ο ίδιος ο μάγος ποτέ δεν αποδέχτηκε για τον εαυτό του. Την ίδια χρονιά, όμως, η υπερβολική ανάγκη του Ντόιλ να βρει αποδεικτικά στοιχεία για τον πνευματισμό, τον οδήγησε σε μια τραγική κίνηση, που έπληξε ανεπανόρθωτα τη φήμη του.
Δημοσίευσε ένα κείμενο που υποστήριζε ότι είχε στα χέρια του μια σειρά από φωτογραφίες που απεικόνιζαν νεράιδες. Τις φωτογραφίες αυτές είχαν τραβήξει δυο νεαρές κοπέλες από το Yorkshire. Το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις. Ο Ντόιλ ήθελε τόσο πολύ να πιστέψει στην αυθεντικότητα των φωτογραφιών, ώστε τις πήγε σε διάφορους ειδικούς ζητώντας την άποψή τους. Όσο κάποιοι του έλεγαν ότι τα αρνητικά δεν είχαν υποστεί καμιά επεξεργασία, τόσο τονωνόταν η πίστη του στην ύπαρξη αυτών των μικροσκοπικών πλασμάτων. Τελικά, μόνον αφότου ο Ντόιλ αποφάσισε να τις δημοσιεύσει, αποδείχτηκε ότι οι φωτογραφίες ήταν μεν γνήσιες, αλλά το αντικείμενό τους (νεράιδες πάνω σε λουλούδια) ήταν φωτογραφίες αποκομμένες από περιοδικό της εποχής. Το πέπλο της αμφιβολίας σχετικά με τη διανοητική κατάσταση του μεγαλοφυούς δημιουργού του Σέρλοκ Χολμς, έπεφτε όλο και βαρύτερο πάνω του.
Σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του έμεινε σταθερός στις πεποιθήσεις του, μέχρι που ο θάνατος τον βρήκε στις 7 Ιουλίου 1930 στο Κρόουμποροου, στο Σάσεξ.
Ένας απ' τους μεγαλύτερους σύγχρονούς του, ο σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ, είπε γι’ αυτόν:
«Τον θαύμαζα πάρα πολύ. Διάβασα φυσικά όλες τις ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς. Αυτά όμως που μου άρεσαν περισσότερο ακόμα κι από τις αστυνομικές του ιστορίες, είναι οι θαυμάσιες νουβέλες οι οποίες, όπως κι ο Σέρλοκ Χολμς, έχουν πάρει μία μόνιμη θέση στην αγγλική φιλολογία».
Ο ίδιος ο σερ ’ρθουρ Κόναν Ντόιλ, λίγες μέρες πριν αφήσει τη τελευταία του πνοή, είχε γράψει:
«Ο αναγνώστης θα μπορούσε να βγάλει το συμπέρασμα πως είχα πολλές περιπέτειες στη ζωή μου. Οι μεγαλύτερες κι οι πιο εντυπωσιακές, όμως, με περιμένουν τώρα».
----------------------------------------------------------------
Η Περιπέτεια Tου Μοναχικού Ποδηλάτη
Μεταξύ των ετών 1894 έως 1901, ο Σέρλοκ Χολμς υπήρξε ένας εξαιρετικά πολυάσχολος άνθρωπος. Είναι ασφαλές ν' αναφέρω ότι δεν υπήρξε δημοσιοποιημένη υπόθεση οιουδήποτε βαθμού δυσκολίας περί της οποίας να μη ζητήθηκε η συμβουλή του κατά τη διάρκεια αυτών των οχτώ ετών κι υπήρξαν εκατοντάδες ιδιωτικές υποθέσεις, ορισμένες εκ των οποίων υπερβολικά περίπλοκης και ιδιάζουσας φύσεως, που διαδραμάτισε εξέχοντα ρόλο. Πολλές αναπάντεχες επιτυχίες κι ορισμένες αναπόφευκτες αποτυχίες ήτανε το αποτέλεσμα της μακράς εκείνης περιόδου συνεχούς εργασίας. Καθώς έχω διατηρήσει εκτενείς σημειώσεις απ' όλες εκείνες τις υποθέσεις και προσωπικά ενεπλάκην σε πολλές εξ αυτών ίσως να γίνεται αντιληπτό πως δεν υπήρξε εύκολο το έργο της επιλογής από πλευράς μου κείνων που θα παρατεθούν ενώπιον του κοινού. Θα τηρήσω, ωστόσο, τον αρχικό μου κανόνα και θα δείξω προτίμηση στις υποθέσεις των οποίων το ενδιαφέρον προέρχεται όχι τόσο από την ωμότητα του εγκλήματος αλλά από την εφευρετική και δραματική φύση της διαλεύκανσης.
Για το λόγο αυτόν θα παραθέσω ενώπιον του αναγνώστη τα γεγονότα που συνδέονται με την δεσποινίδα Βάϊολετ Σμιθ, τον μοναχικό ποδηλάτη του Κάρλινγκτον και τη παράδοξη έκβαση της έρευνας μας, που κορυφώθηκε σε απροσδόκητη τραγωδία. Είναι αλήθεια πως η περίσταση δεν επέτρεψε καμία εντυπωσιακή επίδειξη των ικανοτήτων για τις οποίες ο φίλος μου ήταν διάσημος, ωστόσο υπήρξαν ορισμένα ουσιώδη σημεία σχετικά με την υπόθεση που τη κάναν να ξεχωρίσει μεταξύ των εκτενών αρχείων του εγκλήματος εκ των οποίων συγκεντρώνω υλικό για τούτες τις σύντομες αφηγήσεις.
Ανατρέχοντας στο σημειωματάριο μου για το έτος 1895, βρίσκω πως ήταν το Σάββατο, στις 23 Απρίλη, όταν αρχικά γνωρίσαμε τη δεσποινίδα Βάϊολετ Σμιθ. Η επίσκεψη της ήτανε θυμάμαι, εξαιρετικά ανεπιθύμητη για τον Χολμς, γιατί ήτανε μπλεγμένος τη συγκεκριμένη στιγμή μ' ένα ιδιαίτερα δυσνόητο και περίπλοκο πρόβλημα αναφορικά με την ιδιάζουσα καταδίωξη στην οποία ο Τζων Βίνσεντ Χάρντεν, ο πασίγνωστος εκατομμυριούχος καπνοβιομήχανος, είχε υποβληθεί. Ο φίλος μου, ο οποίος αγαπούσε υπεράνω όλων τη σαφήνεια και την εστίαση της σκέψης, δυσφορούσε μ' οτιδήποτε αποσπούσε τη προσοχή του από το προκείμενο θέμα.
Πάρα ταύτα δίχως τραχύτητα πράγμα ξένο προς τη φύση του, ήταν αδύνατο να αρνηθεί ν' ακούσει την ιστορία της νεαρής κι όμορφης γυναίκας, ψηλής, χαριτωμένης, και βασιλικής, που παρουσιάστηκε στην οδό Μπέϊκερ αργά το βράδυ κι εκλιπάρησε τη βοήθεια και τη συμβουλή μας. Απέβη μάταιο να συστήσω πως ο χρόνος του ήτανε πλήρως κατειλημμένος, γιατί η νεαρή κυρία είχε έρθει αποφασισμένη να πει την ιστορία της κι ήταν εμφανές πως καμία δύναμη δε θα την έβγαζε από το δωμάτιο μέχρις ότου να το πραγματοποιούσε. Με ύφος παραίτησης και κάπως κουρασμένο χαμόγελο ο Χολμς παρακάλεσε την όμορφη εισβολέα να καθίσει και να μας πληροφορήσει τι ήταν εκείνο που τη προβλημάτιζε.
-«Τουλάχιστον είναι αδύνατον να πρόκειται για την υγεία σας», είπε κείνος, καθώς τα οξύτατα μάτια του πέταξαν πάνω της: «μια τόσο ένθερμη ποδηλάτισσα οφείλει να ξεχειλίζει από ενεργητικότητα».
Εκείνη έριξε μια ματιά έκπληξης στα πόδια της και παρατήρησα το ελαφρύ γδάρσιμο στο πλάι της σόλας που προκαλείται από τη τριβή της άκρης του πεταλιού.
-«Ναι, ποδηλατώ αρκετά, κύριε Χολμς κι αυτό σχετίζεται με την επίσκεψη μου σε εσάς σήμερα».
Ο φίλος μου πήρε το μη γαντοφορεμένο χέρι της δεσποινίδας, το εξέτασε με τέτοια σχολαστική προσήλωση και τόσο λιγοστό συναίσθημα όπως ένας επιστήμονας θα επιδείκνυε προς ένα δείγμα.
-«Να με συγχωρείτε. Είμαι βέβαιος. Είναι η δουλειά μου», είπε καθώς το άφησε να πέσει. «Λίγο έλειψε να πέσω στο σφάλμα της υπόθεσης πως δακτυλογραφείτε. Φυσικά, είναι πασιφανές πως ασχολείστε με τη μουσική. Παρατηρείς τα πλατιά ακροδάχτυλα Γουώτσον, που αποτελούνε κοινό χαρακτηριστικό των δυο επαγγελμάτων; Μια πνευματικότητα διαφαίνεται στο πρόσωπο, ωστόσο» -εκείνη απαλά το 'στρεψε προς το φως- «η δακτυλογράφος δεν εκπέμπει. Η δεσποινίδα είναι μουσικός».
-«Μάλιστα κύριε Χολμς, διδάσκω μουσική».
-«Στην επαρχία, υποθέτω, από τη χροιά της επιδερμίδας σας».
-«Μάλιστα, κύριε, κοντά στο Φάρνχαμ, στα όρια του Σάρεϋ».
-«Μια όμορφη περιοχή και γεμάτη από τις πλέον ενδιαφέρουσες συναναστροφές. Θυμάσαι, Γουώτσον, πως ήταν εκεί κοντά που πιάσαμε τον Άρτσι Στάμφορντ, τον παραχαράκτη. Λοιπόν, δεσποινίς Βάϊολετ, τί σας συνέβη, κοντά στο Φάρνχαμ, στα όρια του Σάρεϋ»;
Η νεαρή κυρία, με μεγάλη σαφήνεια κι αυτοκυριαρχία, προέβη στην ακόλουθη παράξενη κατάθεση.
-«Ο πατέρας μου είναι νεκρός. Ήταν ο Τζέημς Σμιθ, που διεύθυνε την ορχήστρα στο παλιό Αυτοκρατορικό Θέατρο. Η μητέρα μου κι εγώ απομείναμε δίχως κανένα στον κόσμο εκτός από κάποιο θείο Ράλφ Σμιθ, που πήγε στην Αφρική, πριν από εικοσιπέντε χρόνια και δεν είχαμε νέα του έκτοτε. Όταν ο πατέρας πέθανε, απομείναμε πολύ φτωχοί, όμως μια μέρα μας είπανε πως υπήρχε μια αγγελία στους Τάϊμς, ζητώντας στοιχεία σχετικά με το που βρισκόμασταν. Φαντάζεστε πόσο εξημμένες ήμασταν, γιατί νομίζαμε πως κάποιος μας είχε αφήσει μια περιουσία. Πήγαμε αμέσως στον δικηγόρο του οποίου το όνομα δινόταν από την εφημερίδα. Εκεί συναντήσαμε δυο κυρίους, τον κο Καράδερς και τον κο Γούντλυ, που βρίσκονταν στη πατρίδα σε μιαν επίσκεψη από τη Νότιο Αφρική. Είπαν πως ο θείος μου που 'τανε φίλος τους, είχε πεθάνει μερικούς μήνες νωρίτερα σε βαθιά φτώχεια στο Γιοχάνεσμπεργκ και πως τους είχε ζητήσει με τη στερνή του ανάσα ν' αναζητήσουνε τους συγγενείς του και να φροντίσουν να τους βοηθήσουν. Μας φάνηκε παράξενο που ο Θείος Ράλφ, που ούτε νοιάστηκε για μας όταν ήτανε ζωντανός θέλησε να μας φροντίσει πεθαίνοντας, όμως ο κ. Καράδερς εξήγησε πως ο λόγος ήτανε πως ο θείος μου είχε μόλις ακούσει για το θάνατο του αδελφού του κι έτσι ένιωσε υπεύθυνος για τη τύχη μας».
-«Με συγχωρείτε», είπε ο Χολμς, «πότε πραγματοποιήθηκε αυτή η συνάντηση»;
-«Τον περασμένο Δεκέμβρη -πριν από τέσσερις μήνες».
-«Παρακαλώ συνεχίστε».
-«Ο κ. Γούντλυ μου 'δωσε την εντύπωση ενός αντιπαθέστατου άτομου. Συνεχώς μου έκανε τα γλυκά μάτια. Τραχύς, με παχύ πρόσωπο και κόκκινο μουστάκι, νεαρός, με τα μαλλιά του κολλημένα στο πλάι του μετώπου. Συλλογίστηκα πως ήταν απόλυτα απεχθής κι ήμουν βέβαιη πως ο Σύριλ δε θα επιθυμούσε να γνωρίζω ένα τέτοιο άτομο».
-«Αχά, Σύριλ είναι το όνομα του!» είπε ο Χολμς, χαμογελώντας.
Η νεαρή δεσποινίδα κοκκίνισε και γέλασε.
-«Ναι Σύριλ Μόρτον, είναι ηλεκτρολόγος κι ελπίζουμε να 'χουμε παντρευτεί μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Τρομάρα μου, πως άρχισα να μιλώ για κείνον; Αυτό που 'θελα να πω ήταν ότι ο Γούντλυ ήταν απολύτως αντιπαθέστατος, αλλά πως ο κ. Καράδερς, που ήτανε κατά πολύ μεγαλύτερος, ήτανε πιότερο ευχάριστος. Ένα μελαχρινό, ωχρό, καλοξυρισμένο, σιωπηλό άτομο, όμως είχε ευγενικούς τρόπους κι ένα ευχάριστο χαμόγελο. Ζήτησε να μάθει πως ζούσαμε και μαθαίνοντας πως ήμασταν πολύ φτωχοί, πρότεινε ν' αναλάβω να διδάξω μουσική στη μοναχοκόρη του, ηλικίας δέκα ετών. Είπα πως δεν θα ήθελα ν' αφήσω τη μητέρα μου και πρότεινε να επιστρέφω κοντά της κάθε Σαββατοκύριακο και μου προσέφερε εκατό λίρες το χρόνο, που ήτανε βέβαια θαυμάσια αμοιβή. Έτσι έληξε με την αποδοχή μου και κατέβηκα στο Αγρόκτημα Τσίλτερν, περίπου έξι μίλια από το Φάρνχαμ. Ο κ. Καράδερς ήτανε χήρος, όμως είχε προσλάβει μιαν οικονόμο, μιαν ιδιαίτερα αξιοσέβαστη, γηραιά κυρία, που ονομαζόταν κ. Ντίξον, να φροντίζει την οικία του. Το παιδί ήταν αξιολάτρευτο κι όλα βαίνανε καλά. Ο κ. Καράδερς ήτανε πολύ ευγενικός, εξαιρετικά φιλόμουσος -περάσαμε πολύ ευχάριστα απογεύματα παρέα. Κάθε Σαββατοκύριακο επέστρεφα σπίτι στη μητέρα που βρισκότανε στη πόλη. Το πρώτο ψεγάδι στην ευτυχία μου ήταν η άφιξη του κοκκινομούστακου κ. Γούντλυ. Ήρθε για επίσκεψη μιας εβδομάδας κι ωχ! μου φάνηκε σα να περάσανε τρεις μήνες. Ήτανε φριχτό άτομο -ενοχλητικός για οποιονδήποτε άλλον, όμως για μένα κάτι απείρως χειρότερο. Μου 'κανε απεχθείς προτάσεις, καυχήθηκε για τον πλούτο του, είπε πως αν τον παντρευόμουν θα 'χα τα ομορφότερα διαμάντια του Λονδίνου και τελικά, όταν δεν ήθελα να 'χω καμία σχέση μαζί του, με άρπαξε στα χέρια του μια μέρα μετά το δείπνο -ήτανε τρομαχτικά δυνατός- κι ορκίστηκε πως δεν θα μ' άφηνε μέχρι να τον φιλούσα. Ο κ. Καράδερς ήρθε μέσα και τον απομάκρυνε από πάνω μου, οπότε κείνος στράφηκε ενάντια στον ίδιο του τον οικοδεσπότη, πετώντας τον κάτω και σκίζοντας του το πρόσωπο. Αυτό υπήρξε το τέλος της επίσκεψης του, όπως θα φαντάζεστε. Ο κ. Καράδερς μου ζήτησε συγνώμη την επόμενη μέρα και με διαβεβαίωσε πως ποτέ δε θα εκτιθόμουν σε τέτοια προσβολή ξανά. Δεν έχω ξαναδεί τον κ. Γούντλυ έκτοτε. Και τώρα έρχομαι επιτέλους στο ιδιαίτερο ζήτημα που αποτέλεσε την αφορμή για να ζητήσω τη συμβουλή σας σήμερα. Θα πρέπει να γνωρίζετε πως κάθε Σάββατο πριν το μεσημέρι πηγαίνω με το ποδήλατο μου στον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Φάρνχαμ, ώστε να προλάβω το τρένο των 12:22 για τη πόλη. Ο δρόμος απ' το Αγρόκτημα Τσίλτερν είναι μοναχικός και σ' ένα σημείο του ακόμη περισσότερο, γιατί εκτείνεται για περισσότερο από ένα χιλιόμετρο μεταξύ των λιβαδιών του Κάρλινγκτον από την μια πλευρά και του δάσους που απλώνεται γύρω από την Έπαυλη Κάρλινγκτον από την άλλη. Δεν θα βρίσκατε πιο μοναχικό κομμάτι δρόμου πουθενά αλλού κι είναι σπανιότατο να συναντήσεις ακόμη και κάρο ή κάποιο χωρικό, μέχρι να φτάσεις το μεγάλο δρόμο κοντά στο Κρούκσμπερυ Χιλ. Δυο εβδομάδες πριν περνούσα από το μέρος εκείνο, όταν κατά τύχη κοίταξα πάνω από τον ώμο μου και περίπου εκατό μέτρα πίσω μου είδα έναν άντρα, επίσης σε ποδήλατο. Φαινόταν μεσήλικας, με κοντή, μαύρη γενειάδα. Κοίταξα πίσω πριν φτάσω στο Φάρνχαμ, όμως ο άντρας είχε χαθεί, έτσι δεν το ξανασκέφτηκα πλέον. Ωστόσο φαντάζεστε την έκπληξη μου όταν κατά την επιστροφή μου τη Δευτέρα, είδα τον ίδιο άνθρωπο στο ίδιο σημείο του δρόμου. Η έκπληξη μου πολλαπλασιάστηκε όταν το περιστατικό συνέβη ξανά, ακριβώς όπως πριν, το επόμενο Σάββατο και τη Δευτέρα. Πάντοτε διατηρούσε την απόσταση του κι ουδέποτε με παρενόχλησε, εντούτοις ακόμη κι έτσι το γεγονός ήταν υπερβολικά περίεργο. Το ανέφερα στον Κο Καράδερς, που φάνηκε να ενδιαφέρεται περί των όσων ανέφερα και μου 'πε πως είχε παραγγείλει άλογο κι άμαξα, ώστε στο μέλλον να μη διάβαινα τους μοναχικούς εκείνους δρόμους ασυνόδευτη. Το άλογο κι η άμαξα επρόκειτο να 'χουνρ φτάσει τούτη τη βδομάδα, όμως για κάποιο λόγο δε παραδοθήκανε κι άλλη μια φορά έπρεπε να πάω με το ποδήλατο στον σταθμό. Αυτό συνέβη σήμερα το πρωί. Σκεφθείτε πως κοίταξα ξανά όταν έφτασα στα λιβάδια του Κάρλινγκτον κι εκεί, όντως ήταν ο άντρας, ακριβώς όπως και τις δυο προηγούμενες βδομάδες. Διατηρούσε πάντοτε αρκετή απόσταση ώστε να μη διακρίνω το πρόσωπο του καθαρά, όμως ήτανε σίγουρο πως δεν επρόκειτο για κάποιον που γνώριζα. Ήταν ντυμένος με σκουρόχρωμο κοστούμι και μια τραγιάσκα. Το μόνο που διέκρινα καθαρά από το πρόσωπο του ήταν η σκούρα γενειάδα του. Σήμερα δεν ένιωθα κάποια ανησυχία, αλλά ξεχείλιζα από περιέργεια κι αποφάσισα ν' ανακαλύψω ποιος ήτανε και τι ζητούσε. Έκοψα ταχύτητα κι έκοψε και κείνος. Έπειτα σταμάτησα εντελώς, μα σταμάτησε και κείνος. Κατόπιν του 'στησα παγίδα. Υπάρχει μια απότομη στροφή του δρόμου κι έκανα πολύ γρήγορα πετάλι περνώντας τη και τότε σταμάτησα και περίμενα. Τονε περίμενα να στρίψει και να περάσει από μπρος μου πριν προλάβει να σταματήσει. Όμως δε φάνηκε ποτέ. Ύστερα επέστρεψα και κοίταξα πίσω από τη στροφή. Έβλεπα το δρόμο ενάμιση χιλιόμετρο, όμως δε βρισκότανε πουθενά. Για να γίνει η κατάσταση ακόμη πιο ιδιάζουσα, δεν υπήρχε κανένας πλαϊνός δρόμος σε κείνο το σημείο που θα ήταν δυνατόν να είχε πάρει».
Ο Χόλμς έβγαλε ένα γελάκι κι έτριψε τα χέρια του.
-«Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι βέβαιο ότι παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες», είπε εκείνος. «Πόσος χρόνος πέρασε μεταξύ της στιγμής που περάσατε τη στροφή και που ανακαλύψατε πως ο δρόμος ήταν άδειος»;
-«Δυο ή τρία λεπτά».
-«Τότε δε θα προλάβαινε να 'ει επιστρέψει πίσω σε κείνο το δρόμο και λέτε πως δεν υπάρχουν πλαϊνοί δρόμοι»;
-«Κανένας».
-«Τότε είναι βέβαιο πως πήρε κάποιο μονοπάτι πεζός προς τη μια ή την άλλη πλευρά».
-«Δε μπορεί να πήγε από την πλευρά του λιβαδιού, ειδάλλως θα τον είχα δει».
-«Έτσι, μέσω της μεθόδου του αποκλεισμού, καταλήγουμε στο γεγονός πως έκανε προς την Έπαυλη Κάρλινγκτον, που όπως καταλαβαίνω βρίσκεται σε ιδιωτική έκταση προς κάποια πλευρά του δρόμου. Κάτι άλλο»;
-«Τίποτα, εκτός ότι ήμουνα τόσο μπερδεμένη που ένιωσα πως δε θα ικανοποιούμουν αν δε σας έβλεπα και δε σας συμβουλευόμουν».
Ο Χολμς κάθισε σιωπηλά για λίγη ώρα.
-«Πού βρίσκεται ο κύριος με τον οποίο ήσαστε αρραβωνιασμένη;» ρώτησε εντέλει.
-«Βρίσκεται στην Ηλεκτρική Εταιρεία Μίντλαντ, στο Κόβεντρι».
-«Δεν θα σας έκανε κάποια αιφνίδια επίσκεψη»;
-«Ω, κύριε Χόλμς! Σα να υπήρχε πιθανότητα να μη τον αναγνωρίσω»!
-«Είχατε κάποιους άλλους θαυμαστές»;
-«Αρκετούς πριν γνωρίσω τον Σύριλ».
-«Κι έκτοτε»;
-«Υπήρξε κείνος ο φριχτός άνθρωπος ο Γούντλυ, αν είναι δυνατόν να τον αποκαλέσετε θαυμαστή».
-«Κανέναν άλλο»; Η όμορφη πελάτισσα μας έδειξε κάπως σαστισμένη. «Ποιός ήταν;» επέμεινε ο Χόλμς.
-«Ω ίσως ν' αποτελεί απλοϊκή φαντασίωση μου, όμως μου φάνηκε κάποιες στιγμές πως ο εργοδότης μου, ο κ. Καράδερς, ενδιαφέρεται υπερβολικά για μένα. Βρισκόμαστε αρκετές ώρες μαζί. Παίζω τα ακομπανιαμέντα του κάθε βράδυ. Δεν ανέφερε ποτέ το παραμικρό. Είναι ένας άψογος κύριος. Όμως ένα κορίτσι πάντοτε το αντιλαμβάνεται».
-«Χα!» Ο Χόλμς έδειξε κατηφής. «Τί επαγγέλλεται»;
-«Είναι πλούσιος».
-«Δίχως άμαξες κι άλογα»;
-«Καλά, τουλάχιστον είναι αρκετά ευκατάστατος. Όμως πηγαίνει στη πόλη δυο με τρεις φορές τη βδομάδα. Ενδιαφέρεται βαθύτατα για μετοχές χρυσού της Νοτίου Αφρικής».
-«Θα μ' ενημερώσετε για οποιαδήποτε νεώτερη εξέλιξη, δεσποινίς Σμιθ. Είμαι πολύ απασχολημένος αυτή τη χρονική περίοδο, όμως θα βρω χρόνο να προβώ σε μερικές έρευνες σχετικά με την υπόθεση σας. Εν τω μεταξύ, μη προβείτε σε καμία κίνηση δίχως να μ' ενημερώσετε. Αντίο κι ευελπιστώ πως δε θα λάβουμε παρά καλά νέα εκ μέρους σας».
-«Αποτελεί μέρος της παγιωμένης φυσικής τάξης το γεγονός πως ένα τέτοιο κορίτσι θα έχει άτομα στο κατόπι της», είπε ο Χόλμς, καθώς έφερε το χέρι πάνω από τη πίπα που κάπνιζε κατά το στοχασμό του, «όμως όχι κατά προτίμηση με ποδήλατα σε μοναχικούς επαρχιακούς δρόμους. Κάποιος την αγαπά κρυφά, πέραν κάθε αμφιβολίας. Όμως υπάρχουνε περίεργα κι αταίριαστα επί μέρους στοιχεία σχετικά με την υπόθεση, Γουώτσον».
-«Το γεγονός πως εμφανίζεται μόνο σε κείνο το σημείο»;
-«Ακριβώς. Πρώτη μας ενέργεια θα 'ναι ν' ανακαλύψουμε ποιοι είναι οι ένοικοι της Έπαυλης Κάρλινγκτον. Αλλά πάλι, τί θα λεγες για τη σχέση μεταξύ Καράδερς και Γούντλυ, αφού εμφανίζονται ως άντρες τόσο διαφορετικού χαρακτήρα; Πώς προέκυψε κι οι δυο να 'ναι τόσο ενθουσιώδεις στην αναζήτηση των συγγενών του Ράλφ Σμιθ; Έν ακόμη ζήτημα. Τί είδους νοικοκυριό είναι κείνο που πληρώνει τα διπλάσια της μέσης τιμής αγοράς για μια κουβερνάντα αλλά δε συντηρεί ένα άλογο, παρότι βρίσκεται έξι μίλια από τον σταθμό; Περίεργο, Γουώτσον, πολύ περίεργο».
-«Θα κατέβεις»;
-«Όχι αγαπητέ μου φίλε, συ θα κατέβεις. Ίσως ν' αποδειχθεί κάποια ασήμαντη μηχανορραφία και δε μου επιτρέπεται να διακόψω την άλλη σημαντική μου μελέτη για χάρη της. Τη Δευτέρα θα κατέβεις νωρίς στο Φάρνχαμ· θα κρυφτείς κοντά στο λιβάδι του Κάρλινγκτον· θα παρακολουθήσεις τα γεγονότα για λογαριασμό σου και θα ενεργήσεις κατά τα προστάγματα της προσωπική σου κρίσης. Κατόπιν, έχοντας ερευνήσει λεπτομέρειες σχετικά με τους ενοίκους της Έπαυλης, θα επιστρέψεις σε μένα και θ' αναφέρεις. Και τώρα, Γουώτσον, ούτε κουβέντα για το ζήτημα ωσότου να 'χουμε μερικά ακλόνητα πατήματα πάνω στα οποία θα πατήσουμε για να βρούμε τη λύση».
Είχαμε εξακριβώσει από τη δεσποινίδα πως κατέβαινε τη Δευτέρα με το τραίνο που αναχωρεί από το Γουάτερλου στις 9:50, έτσι ξεκίνησα νωρίς και πρόλαβα των 9:13. Στο σταθμό του Φάρνχαμ δε συνάντησα καμία δυσκολία να μάθω πως θα πήγαινα στο λιβάδι του Κάρλινγκτον. Ήταν αδύνατο να κάνεις λάθος στο σκηνικό της περιπέτειας της νεαρής δεσποινίδας, γιατί ο δρόμος περνά μέσα στο μεγάλο λιβάδι από τη μια πλευρά κι ένα φράχτη από γερασμένα έλατα απ' την άλλη, που περιέβαλε ένα πάρκο διάσπαρτο από θεσπέσια δέντρα. Υπήρχε πέτρινη κύρια είσοδος διάστικτη από βρύα, με κάθε πλαϊνό κίονα να φέρει πάνω του ένα αποσαθρωμένο οικόσημο, κτιρίου με καμινάδες ρυθμού Τυδώρ (Tudor = αρχιτεκτονικός ρυθμός που πήρε το όνομα του από την δυναστεία που κατείχε το θρόνο της Αγγλίας μεταξύ 1485-1603 και μορφοποιήθηκε τη συγκεκριμένη περίοδο, κατά την οποία, οι Μεσαιωνικές φόρμες άρχισαν σταδιακά να δίνουν την θέση τους σε Αναγεννησιακά μοτίβα), όμως εκτός από τη κυρία ιδιωτική οδό της έπαυλης παρατήρησα αρκετά σημεία που υπήρχαν ανοίγματα στο φράκτη και μονοπάτια που οδηγούσαν εντός. Το σπίτι ήταν αθέατο από το δρόμο, όμως ο περιβάλλων χώρος μιλούσε περί μελαγχολίας και μαρασμού.
Το λιβάδι ήταν καλυμμένο από χρυσαφιές πιτσιλιές ανθισμένων σκίνων, που λάμπαν εξαίσια λουσμένα στο φως της καθάριας ανοιξιάτικης λιακάδας. Πίσω από μια συστάδα σκίνων πήρα θέση έτσι ώστε να επιβλέπω συγχρόνως την είσοδο της Έπαυλης και μια μεγάλη έκταση του δρόμου προς κάθε πλευρά. Ήταν αδειανός όταν τον άφησα, όμως τώρα είδα ένα ποδηλάτη να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση απ' την οποία είχα έρθει. Ήτανε ντυμένος με σκούρο κοστούμι κι είδα πως είχε μαύρη γενειάδα. Φτάνοντας στην άκρη του Κάρλινγκτον, κατέβηκε από το ποδήλατο και το πέρασε μέσα από ένα άνοιγμα στο φράχτη, όπου και χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο.
Ένα τέταρτο της ώρας μετά εμφανίστηκε δεύτερος ποδηλάτης. Αυτή τη φορά ήταν η νεαρή δεσποινίδα ερχόμενη από τον σταθμό. Την είδα να κοιτά γύρω της καθώς έφτασε τον φράχτη του Κάρλινγκτον. Μια στιγμή αργότερα ο άντρας ξεπρόβαλε από τον κρυψώνα του, καβάλησε το ποδήλατο του και την ακολούθησε. Σ' ολάκερη την ευρύτερη έκταση ήταν οι μοναδικές κινούμενες φιγούρες, η χαριτωμένη κοπέλα καθόταν ίσια πάνω στο ποδήλατο κι ο άντρας πίσω της σκύβοντας χαμηλά πάνω από το τιμόνι μ ένα περίεργα συνωμοτικό υπαινιγμό σε κάθε του κίνηση. Κείνη κοίταξε πίσω προς το μέρος του κι ανέκοψε τον ρυθμό της. Έκοψε και κείνος. Εκείνη σταμάτησε. Σταμάτησε αμέσως και κείνος, διατηρώντας διακόσιες γυάρδες απόσταση πίσω της. Η επόμενη της κίνηση ήτανε τόσο απρόσμενη όσο κι εμπνευσμένη. Άξαφνα έστριψε επιτόπου κι όρμησε προς το μέρος του. Υπήρξε το ίδιο γρήγορος όσο και κείνη όμως και τινάχτηκε σα σφαίρα σε απεγνωσμένη φυγή. Αμέσως εκείνη γύρισε και συνέχισε το δρόμο της ξανά, το κεφάλι της ανασηκωμένο στον αέρα, δίχως να καταδεχτεί να ρίξει δεύτερη ματιά στο σιωπηλό ακόλουθο της. Είχε γυρίσει και κείνος και διατηρούσε ακόμη την απόσταση ώσπου η καμπή του δρόμου τους έκρυψε από τη θέα μου.
Έμεινα στον κρυψώνα μου κι έκανα πολύ καλά, γιατί τη στιγμή αυτή ο άντρας επανεμφανίστηκε, επιστρέφοντας αργά. Έστριψε στην είσοδο της Έπαυλης και κατέβηκε από το ποδήλατο του. Για μερικά λεπτά τονε διέκρινα να στέκεται ανάμεσα στα δέντρα. Τα χέρια του ήτανε σηκωμένα κι έδειχνε σα να 'φτιαχνε τη γραβάτα του. Κατόπιν καβάλησε το ποδήλατο κι απομακρύνθηκε στο δρόμο προς την Έπαυλη. Διέσχισα τρέχοντας το λιβάδι και κοίταξα μέσα από τα δέντρα. Σε μεγάλη απόσταση διέκρινα μονάχα μερικές φευγαλέες εικόνες του παλαιού γκρίζου να ορθώνονται, όμως ο δρόμος περνούσε μέσα από μια πυκνή λόχμη, έτσι δε κατάφερα να δω ξανά τον άνθρωπο μου.
Εντούτοις μου φάνηκε πως είχα πραγματοποιήσει ικανοποιητικό πρωινό έργο, οπότε επέστρεψα περπατώντας κεφάτα προς το Φάρνχαμ. Ο ντόπιος κτηματομεσίτης δε γνώριζε να μου πει κάτι σχετικά με την Έπαυλη Κάρλινγκτον και με παρέπεμψε σε μια πασίγνωστη εταιρεία στο Πολ Μολ. Εκεί έκανα μια στάση κατά την επιστροφή μου κι είχα μια συνάντηση όλο ευγένεια από τον εκπρόσωπο. Όχι, δε θα μπορούσα να κλείσω την Έπαυλη Κάρλινγκτον για το καλοκαίρι. Είχα φτάσει πολύ αργά. Είχε νοικιαστεί ένα μήνα νωρίτερα και Γουίλιαμσον ήτανε τ' όνομα του ενοικιαστή. Ήτανε σεβαστός γηραιός κύριος. Ο ευγενικός μεσίτης φοβότανε πως δεν είχε τη δυνατότητα να πει περισσότερα, καθώς οι υποθέσεις των πελατών του αποτελούσαν θέματα που δε του επιτρεπόταν να συζητήσει.
Ο Σέρλοκ Χολμς άκουσε με προσοχή τη μακριά αναφορά που 'μουνα σε θέση να του παρουσιάσω το ίδιο βράδυ, ωστόσο δεν απέσπασα το κοφτό επαινετικό σχόλιο το οποίο προσδοκούσα και θα 'χα εκτιμήσει. Αντίθετα το πρόσωπό του ήτανε πιότερο αυστηρό απ' όσο συνήθως καθώς σχολίασε τις ενέργειες που 'χα πραγματοποιήσει και κείνες που δεν είχα.
-«Ο κρυψώνας σου αγαπητέ μου Γουώτσον, ήταν ιδιαίτερα λανθασμένη επιλογή. Θα 'πρεπε να βρισκόσουνα πίσω από το φράχτη, οπότε θα 'χες καλύτερη άποψη του ενδιαφερομένου. Έτσι βρισκόσουν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά και μπορείς να μου πεις ακόμη λιγότερα απ' όσα η δεσποινίδα Σμιθ. Θεωρεί πως δε γνωρίζει τον άντρα, είμαι πεπεισμένος πως τονε γνωρίζει. Γιατί άλλωστε, θα 'τανε τόσον απελπισμένα ανήσυχος στο να μη τονε πλησιάσει κείνη τόσον ώστε να δει τα χαρακτηριστικά του; Τονε περιγράφεις να σκύβει πάνω απ' το τιμόνι. Κάλυψη ξανά, βλέπεις. Πράγματι τα πήγες εξαιρετικά χάλια. Επιστρέφει στο σπίτι κι εσύ θέλεις να μάθεις ποιός είναι. Έρχεσαι σ' ένα κτηματομεσίτη του Λονδίνου»!
-«Τί θα έπρεπε να 'χω κάνει;» αναφώνησα, με κάποιον εκνευρισμό.
-«Να πας στο πλησιέστερο πανδοχείο. Αποτελεί κέντρο του επαρχιώτικου κουτσομπολιού. Θα σου 'χαν αναφέρει κάθε όνομα, από τον κύριο μέχρι και τη λαντζέρισσα. Γουίλιαμσον; Δεν μου λέει τίποτα. Αν είναι κάποιος ηλικιωμένος τότε δεν είναι ο δραστήριος ποδηλάτης μας που φεύγει βολίδα μακριά από την αθλητική καταδίωξη της νεαρής δεσποινίδας. Τί αποκομίσαμε από την αποστολή σου; Τη γνώση πως η ιστορία του κοριτσιού είναι αληθινή. Ποτέ δεν αμφέβαλα περί αυτού. Πως υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του ποδηλάτη και της Έπαυλης. Ούτε και γι' αυτό αμφέβαλα ποτέ. Πως η Έπαυλη έχει ενοικιαστεί από τον Γουίλιαμσον. Ποιός ωφελείται απ' αυτό; Έλα αγαπητέ μου, μην είσαι τόσο θλιμμένος. Ελάχιστα μπορούμε να πετύχουμε πριν από το επόμενο Σάββατο και στο μεταξύ ίσως να κάνω μια-δυο προσωπικές έρευνες».
Το επόμενο πρωινό, λάβαμε ένα σημείωμα από τη δεσποινίδα Σμιθ, εξιστορώντας μας σύντομα και με ακρίβεια τα ίδια περιστατικά που 'χα δει, όμως η ουσία του γράμματος βρισκότανε στο υστερόγραφο:
Είμαι βέβαιη πως θα σεβαστείτε την εμπιστοσύνη μου, κ. Χολμς, όταν σας αναφέρω πως η θέση εδώ έχει δυσκολέψει, χάρη στο γεγονός πως μου 'γινε πρόταση γάμου από τον εργοδότη μου. Είμαι πεισμένη ότι τα αισθήματα του είναι βαθύτατα κι ειλικρινέστατα. Ωστόσο, η υπόσχεση μου έχει φυσικά δοθεί. Πήρε την άρνηση μου πολύ σοβαρά, αλλά επίσης πολύ ευγενικά. Αντιλαμβάνεστε, ωστόσο, πως η κατάσταση είναι κάπως τεταμένη.
-«Η νεαρή φίλη μας φαίνεται πως έπεσε στα βαθιά», είπε ο Χόλμς σκεπτικά, καθώς έφθασε στο τέλος του γράμματος. «Η υπόθεση είναι βέβαιο πως παρουσιάζει περισσότερα στοιχεία ενδιαφέροντος και μεγαλύτερες προοπτικές εξέλιξης απ' όσο αρχικά είχα φαντασθεί. Δε θα 'ταν άσχημο να περάσω μιαν ήρεμη, γαλήνια μέρα στην εξοχή κι είμαι διατεθειμένος να κατέβω σήμερα το απόγευμα και να ελέγξω μερικές θεωρίες που 'χω σχηματίσει».
Η ήρεμη μέρα του Χόλμς στην εξοχή είχε μια μοναδική κατάληξη, διότι έφθασε στην οδό Μπέϊκερ αργά το βράδυ, μ' ένα σχισμένο χείλος κι ένα αποχρωματισμένο εξόγκωμα στο μέτωπο του, πέραν ενός γενικότερου αέρα έκλυτων ηθών που θα καθιστούσε τον ίδιο κατάλληλο υποκείμενο έρευνας της Σκότλαντ Γιάρντ. Ήταν αφάνταστα ευχαριστημένος από τις περιπέτειες του και γέλασε με τη ψυχή του καθώς τις αφηγήθηκε.
-«Μου δίνονται ελάχιστες ευκαιρίες άθλησης ώστε αποτελούν πάντοτε απόλαυση», είπε. «Γνωρίζεις πως έχω κάποια επαρκή εμπειρία στο παλιό καλό βρετανικό άθλημα της πυγμαχίας. Κατά καιρούς έχει αποβεί χρήσιμο, σήμερα για παράδειγμα, θα 'χα καταλήξει σε μια ιδιαίτερα ατιμωτική αποτυχία δίχως τη γνώση του». Τονε παρακάλεσα να μου αναφέρει τι είχε συμβεί. «Ανακάλυψα το επαρχιώτικο πανδοχείο που ήδη σου 'χα υποδείξει κι εκεί πραγματοποίησα τις διακριτικές μου έρευνες. Βρισκόμουνα στο μπαρ κι ένα φλύαρος κάπελας μου παρείχε όλα όσα ζητούσα. Ο Γουίλιαμσον έχει λευκή γενειάδα και ζει μόνος μ' ένα στοιχειώδες υπηρετικό προσωπικό στην Έπαυλη. Κυκλοφορεί κάποια φήμη πως είναι ή υπήρξε ιερωμένος άλλα κάνα δυο περιστατικά κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στην Έπαυλη μου ακούστηκαν ως ιδιαίτερα αντιεκκλησιαστικά. Ήδη διεξήγαγα μερικές έρευνες σ' έναν ιερατικό φορέα και μου αναφέρανε πως υπήρχε κάποιος μ' αυτό τ' όνομα στις τάξεις τους, που η καριέρα ήταν ασυνήθιστα σκοτεινή. Ο ιδιοκτήτης μ' ενημέρωσε ακόμη πως έρχονται επισκέπτες το σαββατοκύριακο -"κοπάδι ολάκερο κύριε"- στην Έπαυλη κι ιδιαίτερα ένας κύριος με κόκκινο μουστάκι, κ. Γούντλυ τ' όνομα του, που βρισκόταν μόνιμα εκεί. Πάνω που 'χαμε φτάσει σ' αυτό, όταν κατά φωνή κι ο κύριος αυτοπροσώπως, που 'πινε τη μπύρα του στους πάγκους του πανδοχείου κι είχε ακούσει όλη την συνομιλία. Ποιός ήμουνα; Τί ήθελα; Ποιός ο απώτερος σκοπός των ερωτήσεων μου; Είχε αρκετά συναρπαστικό λεξιλόγιο και τα επίθετα του ήταν εξαιρετικά έντονα. Έδωσε τέλος στο βρισίδι μ' ένα σφοδρό χαστούκι, που δε κατάφερα ν' αποφύγω εντελώς. Τα επόμενα λεπτά ήτανε θεσπέσια. Ήταν ένα αριστερό κροσέ ενάντια σ' ένα αργοκίνητο κάθαρμα. Βγήκα από κει μέσα όπως με βλέπεις. Ο κ. Γούντλυ επέστρεψε σπίτι με κάρο. Έτσι τελείωσε το ταξιδάκι μου στην εξοχή κι οφείλω να εξομολογηθώ πως, όσο κι αν ήτανε διασκεδαστικό, η μέρα μου στα όρια του Σάρεϋ δεν ήτανε πιότερο αποδοτική από τη δική σου».
Η Τρίτη μας έφερε μια ακόμη επιστολή από την πελάτισσα μας.
Δε θα εκπλαγείτε, κ. Χόλμς μαθαίνοντας πως εγκαταλείπω την απασχόληση μου στον κο Καράδερς. Ακόμη κι η υψηλή αμοιβή δεν με αποζημιώνει ενάντια στις δυσχέρειες της θέσης μου. Το Σάββατο ανεβαίνω στην πόλη, και δεν σκοπεύω να επιστρέψω. Ο κ. Καράδερς πήρε άμαξα, οπότε κι οι κίνδυνοι του μοναχικού δρόμου, αν ποτέ υπήρξαν κάποιοι κίνδυνοι, λαμβάνουν τέλος. Όσο για τον ιδιαίτερο λόγο της αναχώρησης μου, δεν είναι απλώς η τεταμένη κατάσταση με τον κο Καράδερς αλλά κι η επανεμφάνιση αυτού του αντιπαθέστατου ατόμου, του κου Γούντλυ. Ήτανε πάντοτε αποκρουστικός, αλλά τώρα δείχνει περισσότερο απαίσιος παρά ποτέ, γιατί καθώς φαίνεται είχε ένα ατύχημα κι είναι αρκετά παραμορφωμένος. Τον είδα έξω απ' το παράθυρο, όμως χαίρομαι που το λέω, δεν τον συνάντησα. Έκανε ένα μακρύ περίπατο με τον κο Καράδερς, ο οποίος φάνηκε εξαιρετικά ταραγμένος κατόπιν. Ο Γούντλυ πρέπει να μένει στη γειτονιά, γιατί δε κοιμήθηκε εδώ κι επίσης τονε πήρε το μάτι μου ξανά σήμερα το πρωί, να γλιστρά μέσα στη λόχμη. Καλύτερα να 'χα ένα άγριο ζώο να τριγυρίζει. Τον απεχθάνομαι και τον φοβάμαι πιότερο απ' όσο μπορώ να πω. Πως μπορεί ο κ. Καράδερς ν' αντέχει ένα τέτοιο πλάσμα έστω και για μια στιγμή; Όμως, όλα τα προβλήματα μου θα λυθούνε το Σάββατο.
-«Το εύχομαι, Γουώτσον, το εύχομαι», είπε ο Χόλμς, βαρύθυμα. «Κάποια βαθιά ραδιουργία έχει στηθεί γύρω από τη κοπελίτσα κι αποτελεί καθήκον μας να φροντίσουμε κανείς να μη της κάνει κακό σ' αυτό το τελευταίο της ταξίδι. Θεωρώ πως πρέπει ν' αφιερώσουμε χρόνο για να κατέβουμε κει το πρωί του Σαββάτου και να διασφαλίσουμε πως ετούτη η αλλόκοτη και σύντομη έρευνα δε θα 'χει κάποιο ανεπιθύμητο τέλος».
Ομολογώ πως μέχρι στιγμής δεν είχα πάρει την υπόθεση τόσο σοβαρά, μου 'χε φανεί μάλλον τραγελαφική κι αλλόκοτη παρά επικίνδυνη. Ένας άντρας που στήνει καρτέρι κι ακολουθεί μια πανέμορφη γυναίκα δεν αποτελεί κάτι το ανήκουστο κι αν είχε τόσο λιγοστή τόλμη ώστε όχι μόνο δε τολμούσε να της μιλήσει, αλλά που ακόμη τρεπότανε σε φυγή στο πλησίασμα της, δεν αντιπροσώπευε κάποιον ιδιαίτερα φοβερό αντίπαλο. Το κάθαρμα ο Γούντλυ ήταν εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, ωστόσο, εκτός από μια περίσταση, δεν είχε ενοχλήσει τη πελάτισσα μας και τώρα επισκεπτότανε το σπίτι του Καράδερς δίχως να την ενοχλεί κατά τη παρουσία της. Ο άντρας με το ποδήλατο αποτελούσε αναμφίβολα μέλος εκείνων των πάρτι του Σαββατοκύριακου στην Έπαυλη για τα οποία ο πανδοχέας είχε μιλήσει, όμως ποιός ήταν, ή τί ζητούσε, ήταν αξεδιάλυτο μυστήριο. Ήταν η αυστηρότητα της συμπεριφοράς του Χόλμς και το γεγονός πως είχε ρίξει ένα ρεβόλβερ στη τσέπη του πριν αναχωρήσουμε, που μ' επηρεάσανε πιότερο με το συναίσθημα πως ίσως η τραγωδία να καραδοκούσε πίσω από την αλλόκοτη αλληλουχία των γεγονότων.
Η βροχερή νύχτα είχε δώσει τη θέση της σ' ένα λαμπρό πρωινό κι η σκεπασμένη από ρείκια εξοχή, με τις φουντωτές συστάδες των ανθισμένων σκίνων, φάνταζε όλο κι ομορφότερη στα μάτια που είχανε κουραστεί από τις μουντές, μονότονες και σχιστολιθικές γκρίζες αποχρώσεις του Λονδίνου. Ο Χόλμς κι εγώ βαδίζαμε στο πλάι του φαρδιού, χωματόδρομου αναπνέοντας τον καθάριο πρωινό αέρα κι αγαλλιάζοντας με το τραγούδι των πουλιών και την ευωδιαστή πνοή της άνοιξης. Από ένα ύψωμα του δρόμου στον βραχίονα του Κρούκσμπερυ Χιλ, βλέπαμε τη σκυθρωπή Έπαυλη να προεξέχει καταμεσής των αρχαίων βαλανιδιών, οι οποίες, ηλικίας μεγάλης ως ήταν, ακόμη κι έτσι ήταν νεότερες από το οίκημα που περιβάλανε. Ο Χόλμς έδειξε χαμηλότερα τον μακρύ δρόμο που ξετυλιγόταν, μια κοκκινωπή προς κίτρινη λωρίδα, ανάμεσα στο καφετί του λιβαδιού και τις πράσινες ζώνες των δασών. Αρκετά μακρύτερα, μια μαύρη κουκίδα, βλέπαμε ένα όχημα να κινείται προς τη κατεύθυνση μας. Ο Χόλμς έβγαλε ένα επιφώνημα ανυπομονησίας.
-«Άφησα ένα περιθώριο σφάλματος μισής ώρας», είπε. «Αν αυτή είναι η άμαξα της, θα πρέπει να σκοπεύει να προλάβει το προηγούμενο τραίνο. Φοβάμαι, Γουώτσον, πως θα 'χει προσπεράσει το Κάρλινγκτον πριν κατορθώσουμε να τη συναντήσουμε».
Από τη στιγμή που περάσαμε το ύψωμα, δε βλέπαμε πλέον το όχημα, όμως ταχύναμε το βήμα μας σε τέτοιο ρυθμό που η καθιστική ζωή άρχισε να φαίνεται πάνω μου κι υποχρεώθηκα να μείνω πίσω. Ο Χόλμς, ωστόσο, εξασκούταν διαρκώς, γιατί είχε ανεξάντλητα αποθέματα νευρικής ενεργητικότητας κι αντλούσε δυνάμεις. Το πηδηχτό βήμα του ούτε στιγμή δεν επιβραδύνθηκε ώσπου ξάφνου, βρισκόμενος εκατό γυάρδες μπρος από μένα, σταμάτησε και τον είδα να τινάζει τα χέρια του πάνω σε μια χειρονομία απογοήτευσης κι απελπισίας. Την ίδια στιγμή μια άδεια δίτροχη άμαξα, με τ' άλογο να τριποδίζει χαλαρά, τα γκέμια να σέρνονται πίσω, εμφανίστηκε περνώντας τη στροφή και τριζοβολώντας ήρθε γοργά προς το μέρος μας.
-«Πολύ αργά, Γουώτσον, πολύ αργά!» φώναξε ο Χόλμς, καθώς έτρεξα ασθμαίνοντας στο πλάι του. «Ανοησία μου που δε πρόβλεψα να πάρουμε το προηγούμενο τρένο! Είναι απαγωγή, Γουώτσον, απαγωγή! Φόνος! Ένας Θεός ξέρει τι! Κλείσε το δρόμο! Σταμάτα τ' άλογο! Ωραία! Τώρα, πήδα πάνω και να δούμε αν μπορώ ν' αναιρέσω τις συνέπειες της γκάφας μου».
Είχαμε πηδήξει πάνω στην άμαξα κι ο Χόλμς, αφού έστριψε τ' άλογο, του 'ριξε δυνατό χτύπημα με το καμτσίκι και ξεχυθήκαμε στο δρόμο. Καθώς περάσαμε τη στροφή, ολόκληρη η έκταση του δρόμου μεταξύ της Έπαυλης και του ρεικότοπου ανοίχτηκε μπρος μας. Άδραξα το χέρι του.
-«Εκείνος είναι!» φώναξα πνιγμένα.
Ένας μοναχικός ποδηλάτης ερχότανε προς το μέρος μας. Το κεφάλι ήταν σκυμμένο και οι ώμοι του μαζεμένοι, καθώς κατέβαλε κάθε ίχνος δύναμης που κατείχε στα πετάλια. Έτρεψε σα δρομέας. Ξάφνου ανασήκωσε το γενειοφόρο πρόσωπο του, βλέποντας μας να τονε πλησιάζουμε και μ' ένα σάλτο κατέβηκε από το ποδήλατο του. Κείνη η κατάμαυρη γενειάδα ήτανε σ' απόλυτη αντίθεση προς τη χλομάδα του προσώπου του και τα μάτια του γυαλίζανε λες κι είχε πυρετό. Κοίταξε την άμαξα κι εμάς. Τότε ένα βλέμμα έκπληξης σκέπασε το πρόσωπο του.
-«Εσείς εκεί! Σταθείτε κει που 'στε!» φώναξε θυμωμένα, κρατώντας το ποδήλατο έτσι που να μας κλείνει τον δρόμο. «Πού βρήκατε αυτή την άμαξα; Σταμάτησε άνθρωπε!» φώναξε, τραβώντας ένα όπλο από την τσέπη του. «Σταμάτα, σου λέω ειδάλλως, μα τον Γεώργιο, θα φυτέψω μια σφαίρα στο άλογο σου».
Ο Χόλμς πέταξε τα γκέμια στη ποδιά μου και πήδηξε από την άμαξα.
-«Είσαι κείνος που ψάχναμε. Πού βρίσκεται η δεσποινίδα Βάϊολετ Σμιθ;» είπε με τον κοφτό, ευθύ του τρόπο.
-«Το ίδιο σας ρωτώ. Βρίσκεστε στην άμαξα της. Θα 'πρεπε να γνωρίζετε που 'ναι».
-«Συναντήσαμε την άμαξα της στο δρόμο. Δεν υπήρχε κανείς πάνω. Επιστρέφαμε για να βοηθήσουμε τη δεσποινίδα».
-«Θεέ μου! Θεέ μου! Τί να κάνω;» φώναξε ο ξένος με μιαν έκρηξη απόγνωσης. «Την έχουνε στα χέρια τους, αυτός ο κολασμένος ο Γούντλυ κι ο παλιάνθρωπος ο κληρικός. Έλα, άνθρωπε, έλα, αν είσαι πραγματικά φίλος της. Βοήθησε με και θα τη σώσουμε, ακόμη κι αν αφήσω το κουφάρι μου στο Δάσος των Κάρλινγκτον».
Έτρεξε αλαφιασμένος, με το πιστόλι στο χέρι, προς ένα άνοιγμα στο φράχτη. Ο Χόλμς τον ακολούθησε κι εγώ αφήνοντας το άλογο να βόσκει στο πλάι του δρόμου, ακολούθησα τον Χόλμς.
-«Από δω μπήκαν μέσα», είπε κείνος, υποδεικνύοντας τα ίχνη από αρκετά πόδια πάνω στο λασπερό μονοπάτι. «Εσύ εκεί! Στάσου μια στιγμή! Ποιός είναι μες στους θάμνους»;
Ήταν ένας νεαρός κάπου στα δεκαεπτά, ντυμένος σα σταβλίτης με δερμάτινα λουριά και γκέτες. Ήτανε πεσμένος ανάσκελα, τα πόδια του τραβηγμένα πάνω κι είχε ένα τρομερό σχίσιμο στο κεφάλι. Ήταν αναίσθητος, μα ζωντανός. Μια ματιά στο τραύμα του μου αποκάλυψε πως δεν είχε διαπεράσει το κόκαλο.
-«Είναι ο Πήτερ ο ιπποκόμος», φώναξε ο ξένος. «Την οδηγούσε. Τα κτήνη τον πέταξαν κάτω και τονε χτύπησαν. Αφήστε τον έτσι: δε μπορούμε να του κάνουμε τίποτα, μα ίσως να τη σώσουμε από τη χειρότερη μοίρα που μπορεί να λάχει σε μια γυναίκα».
Τρέξαμε αλλόφρονες στο μονοπάτι, που περνούσε μέσα από τα δέντρα. Είχαμε φτάσει τη λόχμη που περικύκλωνε το οίκημα όταν ο Χόλμς στάθηκε.
-«Δε πήγανε στο σπίτι. Εδώ βρίσκονται τα ίχνη τους στ' αριστερά, να, πλάι στις δάφνες. Αχά! Το είπα».
Καθώς μίλησε το τσίριγμα μιας γυναίκας -κραυγή που διαχεόταν απ' τη φρενίτιδα του τρόμου- ξεχύθηκε από τη πυκνή, πρασινάδα των θάμνων εμπρός μας. Διακόπηκε ξαφνικά φτάνοντας στη κορύφωσή της μεταβαλλόμενη σε πνιγμένο γουργουρητό.
-«Από δω! Από δω! Βρίσκονται στην αλέα», φώναξε ο ξένος, χιμώντας σα σαΐτα μες στους θάμνους. «Ω τα θρασύδειλα σκυλιά! Ακολουθείστε με, κύριοι! Πολύ αργά! Πολύ αργά! Κατάρα»!
Είχαμε ξάφνου βρεθεί σ' ένα πανέμορφο χορταριασμένο ξέφωτο περιστοιχισμένο από αρχαία δέντρα. Στην απέναντι άκρη του κάτω από τη σκιά μιας πελώριας βαλανιδιάς, στέκονταν μια ασυνήθιστη ομάδα τριών ανθρώπων. Ένας τους ήτανε γυναίκα, η πελάτισσα μας, μισολιπόθυμη, μ' ένα μαντήλι τυλιγμένο γύρω από το στόμα. Απέναντί της στεκόταν ένας κτηνώδης, χοντροπρόσωπος, νεαρός με κόκκινο μουστάκι, φορώντας γκέτες στα μισάνοιχτα πόδια του, το 'να του χέρι στη μέση, τ' άλλο κρατώντας ένα καμτσίκι, η όλη του στάση υπαινισσόταν θριαμβευτικό νταηλίκι. Ανάμεσα τους ένας ηλικιωμένος, με γκριζωπή γενειάδα, φορώντας ένα κοντό ράσο πάνω από ένα ελαφρύ τουΐντ κοστούμι είχε εμφανώς ολοκληρώσει τη γαμήλια ακολουθία γιατί έβαζε στη τσέπη το προσευχητάριο καθώς εμφανιστήκαμε και χτυπούσε το μοχθηρό γαμπρό στη πλάτη συγχαίροντας τον.
-«Παντρεύτηκαν;» ψέλλισα.
-«Ελάτε!» φώναξε ο οδηγός μας· «ελάτε!» όρμησε διασχίζοντας το ξέφωτο, με τον Χόλμς και μένα ν' ακολουθούμε κατά πόδας. Ο Γουίλιαμσον, ο πρώην ιερωμένος, υποκλίθηκε προς εμάς με περιπαικτική αβρότητα κι ο νταής, ο Γούντλυ, προχώρησε με μια κραυγή από κτηνώδες και θριαμβευτικό γέλιο.
-«Μπορείς να βγάλεις τη γενειάδα σου, Μπομπ», είπε κείνος. «Σε αναγνώρισα σωστά. Λοιπόν, εσύ και τα φιλαράκια σου φτάσατε τη κατάλληλη στιγμή για να σας συστήσω στη κ. Γούντλυ».
Η απάντηση του οδηγού μας ήταν ασυνήθιστα μοναδική. Τράβηξε τη μαύρη γενειάδα που τον μεταμφίεζε και τη πέταξε κάτω, αποκαλύπτοντας ένα χλωμό, καλοξυρισμένο πρόσωπο από κάτω της. Έπειτα σήκωσε το ρεβόλβερ του και κάλυψε το νεαρό κακούργο, που προχωρούσε κατά πάνω του με το επικίνδυνο καμτσίκι να κρέμεται από το χέρι του.
-«Ναι» είπε ο σύμμαχος μας «είμαι ο Μπομπ Καράδερς και θα φροντίσω για τη δικαίωση της γυναίκας αυτής ακόμη και να με κρεμάσουνε γι' αυτό. Σου 'πα τί θα σου 'κανα αν της έκανες κακό και, μα το Θεό, θα κρατήσω το λόγο μου».
-«Έφτασες πολύ αργά. Είναι πλέον γυναίκα μου».
-«Όχι, είναι η χήρα σου».
Το πιστόλι ήχησε κι είδα αίμα να ξεχύνεται απ’ τη μέση του σακακιού του Γούντλυ. Μισογύρισε με μια κραυγή κι έπεσε ανάσκελα, το αποτρόπαιο κόκκινο πρόσωπο του να παίρνει άξαφνα μια νεκρική αποχρωματισμένη χλομάδα. Ο γέρος, φορώντας ακόμη το ράσο του, ξέσπασε σε μια σειρά από βρωμερές βλασφημίες που ποτέ μου δεν είχα ακούσει και τράβηξε και κείνος ένα ρεβόλβερ, όμως, πριν προλάβει να το σηκώσει, αντίκριζε τη κάνη του όπλου του Χολμς.
-«Αρκετά», είπε ο φίλος μου, παγερά. «Ρίξε το πιστόλι! Γουώτσον, σήκωστο! Κράτησε το στο κεφάλι του! Σ' ευχαριστώ. Εσύ Καράδερς δώστε αυτό το ρεβόλβερ. Δε θέλουμε άλλη βία. Έλα, δώσμου το»!
-«Μα ποιός είσαι»;
-«Τ' όνομα μου είναι Σέρλοκ Χολμς».
-«Θεέ και Κύριε»!
-«Βλέπω, πως με άκουσε. Θα εκπροσωπήσω την επίσημη αστυνομική αρχή μέχρι την άφιξη τους. Εδώ, εσύ!» φώναξε στον φοβισμένο ιπποκόμο, που 'χε εμφανισθεί στην άκρη του ξέφωτου. «Έλα εδώ. Πήγαινε αυτό το σημείωμα, όσο πιο σύντομα μπορείς να ιππεύσεις, στο Φάρνχαμ». Σημείωσε βιαστικά μερικές λέξεις πάνω σε ένα φύλο από το σημειωματάριο του. «Παράδωσε το στον αστυνομικό διευθυντή του τμήματος. Μέχρι να φτάσει, θα πρέπει να σας θέσω όλους υπό κράτηση κάτω από την επίβλεψη μου».
Η ισχυρή, δεσποτική προσωπικότητα του Χόλμς επικράτησε στο τραγικό σκηνικό κι όλοι ήταν ίδιες κούκλες στα χέρια του. Ο Γουίλιαμσον κι ο Καράδερς βρέθηκαν να μεταφέρουνε τον πληγωμένο Γούντλυ μες στο σπίτι κι εγώ πρόσφερα το χέρι μου στο τρομοκρατημένο κορίτσι. Ο πληγωμένος πλάγιασε στο κρεβάτι του και μ' απαίτηση του Χόλμς τον εξέτασα. Μετέφερα την αναφορά μου εκεί που καθότανε κάτω από τα βαριά υφαντά της παλιάς τραπεζαρίας με τους δυο κρατούμενους ενώπιον του.
-«Θα ζήσει», είπα.
-«Τί!» ξεφώνησε ο Καράδερς, καθώς πετάχτηκε όρθιος από τη θέση του. «Θ' ανέβω και θα τον αποτελειώσω. Θες να μου πεις πως αυτός ο άγγελος, θ' αλυσοδεθεί με τον καταραμένο Τζακ Γούντλυ εφ' όρου ζωής»;
-«Δεν υπάρχει ανάγκη ν' ασχολείσαι μ' αυτό», είπε ο Χόλμς. «Υπάρχουνε δυο πολύ σημαντικοί λόγοι για τους οποίους, σε καμία περίπτωση, δεν είναι σύζυγος του. Κατ' αρχάς έχουμε σοβαρό λόγο ν' αμφισβητούμε το δικαίωμα του Γουίλιαμσον να τελέσει γάμο».
-«Έχω χειροτονηθεί», φώναξε ο γερο αχρείος.
-«Κι επίσης αποσχηματιστεί».
-«Όποιος γίνει κληρικός, είναι πάντα κληρικός».
-«Πιστεύω πως όχι. Τί γίνεται με το ζήτημα της επίσημης αδείας»;
-«Είχαμε άδεια για το γάμο. Την έχω στη τσέπη μου».
-«Τότε τη πήρες με απάτη. Όμως, όπως και να 'χει, καταναγκαστικός γάμος δε νοείται γάμος, αλλ' αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρό κακούργημα, όπως θ' ανακαλύψεις. Θα 'χεις το χρόνο να σκεφτείς το ζήτημα διεξοδικά κατά τη διάρκεια των επόμενων δέκα περίπου ετών, αν δεν απατώμαι. Όσο για σένα, Καράδερς, καλά θα κάνεις να κρατήσεις αυτό το πιστόλι στη τσέπη σου».
-«Αρχίζω να το πιστεύω, κ. Χόλμς, όμως όταν σκέφτηκα όλες τις προφυλάξεις που πήρα για να προστατέψω αυτό το κορίτσι -γιατί την αγαπώ, κ. Χολμς κι είναι η μοναδική φορά που ένιωσα τι σημαίνει αγάπη- μ' έκανε έξω φρενών η σκέψη πως βρισκότανε στο έλεος του μεγαλύτερου κτήνους και νταή της Νοτίου Αφρικής -ενός άντρα που τ' όνομά του αποτελεί φόβο και τρόμο από το Κίμπερλυ ως το Γιοχάνεσμπεργκ. Το λόγο δύσκολα θα το πιστέψετε κ. Χολμς, αλλά από τη στιγμή που το κορίτσι αυτό άρχισε να εργάζεται για μένα ούτε μια φορά δε την άφησα να περάσει μπρος απ' αυτό το σπίτι όπου γνώριζα πως αυτοί οι αχρείοι καραδοκούσανε, δίχως να την ακολουθήσω με το ποδήλατο μου για να φροντίζω να μη της συμβεί κακό. Διατηρούσα την απόσταση μου από κείνη και φορούσα μια γενειάδα, ώστε να μη με αναγνωρίσει, γιατί είναι ένα καλό και πανέξυπνο κορίτσι και δε θα 'χε μείνει στην εργασία μου για πολύ αν είχε σκεφτεί πως την ακολουθούσα τριγύρω μες στους επαρχιακούς δρόμους».
-«Γιατί δε της ανάφερες τον κίνδυνο»;
-«Γιατί έτσι, πάλι, θα μ' είχε αφήσει και δε μπορούσα να το υπομείνω. Ακόμη κι αν δε μπορούσε να μ' αγαπήσει, σήμαινε πολλά για μένα απλά να βλέπω την αέρινη μορφή της μες στο σπίτι και ν' ακούω τον ήχο της φωνής της».
-«Λοιπόν» είπα γω, «σεις το αποκαλείτε αγάπη, όμως εγώ το αποκαλώ ιδιοτέλεια».
-«Ίσως και τα δυο να πάνε παρέα. Εν πάσει περιπτώσει, δε μπορούσα να την αφήσω να φύγει. Επιπλέον, μ' όλους αυτούς τριγύρω, ήτανε καλό που 'χε κάποιον κοντά να τη φροντίζει. Ύστερα, όταν το τηλεγράφημα ήρθε, ήξερα πως ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν την κίνηση τους».
-«Ποιό τηλεγράφημα»;
Ο Καράδερς έβγαλε ένα τηλεγράφημα από τη τσέπη του.
-«Αυτό είναι», είπε.
Ήτανε σύντομο κι ακριβές:
Ο ΓΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ
-«Χμ!» είπε ο Χόλμς. «Θεωρώ πως βλέπω πως εξελίχθηκε η κατάσταση και κατανοώ πως το μήνυμα αυτό, όπως λέτε, ήτανε δυνατό να τους οδηγήσει σε κορύφωση. Όμως καθώς περιμένετε, θα μπορούσατε να μου αναφέρεται όσα γνωρίζετε».
Ο τρισκατάρατος γέρος με το ράσο ξέσπασε σε μιαν ομοβροντία από βωμολοχίες.
-«Μα τον Θεό!» είπε, «αν μας καρφώσεις, Μπομπ Καράδερς θα σου κάνω ότι έκανες στον Τζακ Γούντλυ. Κλαψούρισε για τη κοπέλα μέχρι να χορτάσει η καρδιά σου, είναι δικό σου θέμα, όμως αν τη φέρεις στα φιλαράκια σου σε τούτο τον χαφιέ, θα 'ναι το χειρότερο που 'κανες ποτέ».
-«Η αγιότητά σας δεν είναι ανάγκη να συγχύζεται», είπε ο Χόλμς, ανάβοντας ένα τσιγάρο. «Η υπόθεση είναι σαφέστατα εναντίον σας και το μόνο που ζητώ είναι μερικές λεπτομέρειες προς ικανοποίηση της δικής μου περιέργειας. Ωστόσο, αν υπάρχει κάποια δυσκολία να μου τα πείτε, θα μιλήσω εγώ και κατόπιν θα δείτε τι πιθανότητες έχετε να κρατήσετε τα μυστικά σας. Αρχικά τρεις από εσάς ήρθατε από τη Νότιο Αφρική σ' αυτό το τέχνασμα -εσύ Γουίλιαμσον, εσύ Καράδερς κι ο Γούντλυ».
-«Ψεύδος υπ' αριθμόν ένα», είπε ο γέρος· «δεν είχα συναντήσει κανένα τους μέχρι πριν δυο μήνες και ποτέ στη ζωή μου δε βρέθηκα στην Αφρική, οπότε βάλτο αυτό στη πίπα σου και κάπνισέ το, Ανακατωσούρη Χόλμς»!
-«Λέει την αλήθεια», είπε ο Καράδερς.
-«Καλά, δυο από σας ήρθαν. Η αγιότητά του αποτελεί την εγχώρια προσθήκη. Γνωρίζατε τον Ράλφ Σμιθ στην Αφρική. Είχατε λόγο να πιστεύετε πως δε θα ζούσε για πολύ. Ανακαλύψατε πως η ανιψιά του θα κληρονομούσε τη περιουσία του. Πώς σας φαίνεται, ε»;
Ο Καράδερς ένευσε κι ο Γουίλιαμσον έβρισε.
-«Ήτανε συγγενής εξ' αίματος, αναμφίβολα κι εσείς γνωρίζατε πως ο γέρος δε θα 'κανε κάποια διαθήκη».
-«Δεν ήξερε να γράφει ή να διαβάζει», είπε ο Καράδερς.
-«Έτσι ήρθατε σεις, οι δυο σας και ψάξατε για τη κοπέλα. Η επιδίωξη σας ήταν ένας από τους δυο σας να τη παντρευτεί κι ο άλλος να 'χει μερίδιο από τη λεία. Για κάποιο λόγο, ο Γούντλυ επιλέχθηκε ως ο σύζυγος. Γιατί»;
-«Τη παίξαμε στα χαρτιά στο ταξίδι. Κέρδισε».
-«Μάλιστα. Εσύ προσέλαβες τη νεαρή στην υπηρεσία σου κι ο Γούντλυ θ' αναλάμβανε το φλερτάρισμα. Κείνη αναγνώρισε το μέθυσο κτήνος που 'τανε κι ουδεμία σχέση ήθελε μαζί του. Εν τω μεταξύ, ο διακανονισμός είχε μάλλον διαταραχθεί από το γεγονός πως εσείς είχατε ερωτευθεί τη δεσποινίδα. Δεν υπομένατε πλέον την ιδέα να ανήκει σε κείνο τον κακούργο».
-«Όχι, μα τον Γεώργιο. Δεν άντεχα»!
-«Υπήρξε διαφωνία μεταξύ σας. Εκείνος έφυγε εξοργισμένος κι άρχισε να κάνει τα δικά του σχέδια ανεξάρτητα από σας».
-«Έχω την εντύπωση, Γουίλιαμσον, πως δεν υπάρχουν πολλά να πούμε στον κύριο», έκραξε ο Καράδερς, μ' ένα πικρό γέλιο. «Ναι, λογομαχήσαμε και κείνος με πέταξε κάτω. Πάτσισα μαζί του γι' αυτό, ούτως ή άλλως. Ύστερα έχασα τα ίχνη του. Αυτό έγινε όταν άρχισε να συναναστρέφεται με τούτον εδώ τον απόβλητο ιερέα. Ανακάλυψα πως είχανε στήσει να νοικιάσουν μαζί αυτό το μέρος με τη σκέψη πως θα 'πρεπε να περάσει για τον σταθμό. Φρόντισα να τη προσέχω κατόπιν αυτού, γιατί γνώριζα πως κάποιο διαβολικό έργο είχε στηθεί. Τους έβλεπα κατά διαστήματα γιατί αποζητούσα να μάθω τι επιδίωκαν. Πριν από δυο μέρες ο Γούντλυ ήρθε στο σπίτι μου μ' αυτό το τηλεγράφημα, που αποδείκνυε πως ο Ράλφ Σμιθ ήταν νεκρός. Με ρώτησε αν θα κρατούσα τον λόγο για τη συμφωνία. Του 'πα πως δε θα το 'κανα. Με ρώτησε αν θα παντρευόμουν τη κοπέλα ο ίδιος και θα του έδινα το μερίδιο του. Του 'πα πως θα το έκανα πρόθυμα, όμως εκείνη δε με ήθελε. Εκείνος είπε: "Ας τη παντρέψουμε πρώτα και μετά από μια δυο βδομάδες ίσως να δει τα πράγματα διαφορετικά". Είπα πως δεν ήθελα να συμβεί κάτι δια της βίας. Έτσι κείνος βρίζοντας, σα βρομόστομος παλιάνθρωπος που 'τανε κι υποσχόμενος πως θα την έπαιρνε ότι και να γινότανε. Θα μ' άφηνε αυτό το Σαββατοκύριακο κι είχα πάρει άμαξα για να τη πάει στο σταθμό, όμως ένιωθα τέτοια ανησυχία ώστε την ακολούθησα με το ποδήλατο. Είχε πάρει προβάδισμα, όμως και πριν τη προλάβω, το κακό είχε γίνει. Το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκα ήταν όταν είδα σας τους δυο να επιστρέφετε με την άμαξα της».
Ο Χόλμς σηκώθηκε και τίναξε την άκρη του τσιγάρου του στη σχάρα του τζακιού.
-«Υπήρξα εξαιρετικά αμβλύνους, Γουώτσον», είπε. «Όταν στην αναφορά σου έλεγες πως είχες δει τον ποδηλάτη να φτιάχνει τη γραβάτα του μες στη λόχμη, αυτό και μόνο έπρεπε να μου τα 'χει διευκρινίσει όλα. Ωστόσο, μπορούμε να μας συγχαρούμε για τη κατάληξη μιας παράδοξης κι από κάποια άποψη, μοναδικής υπόθεσης. Αντιλαμβάνομαι τρεις από την αστυνομική διεύθυνση στο δρόμο και με χαρά μου βλέπω πως ο νεαρός σταβλίτης τους προφταίνει, οπότε είναι πιθανό πως ούτε κείνος ούτε ο ενδιαφέροντας γαμπρός θα έχουνε κάποια μόνιμη βλάβη απ' τις πρωινές τους περιπέτειες. Πιστεύω, Γουώτσον, πως με την ιατρική σου ιδιότητα, θα μπορέσεις να παραμείνεις με τη δεσποινίδα Σμιθ και να της πεις πως αν έχει ανακτήσει τις δυνάμεις της επαρκώς, με χαρά μας θα τη συνοδεύσουμε στην οικία της μητέρας της. Αν δεν έχει αναρρώσει αρκετά, θ' ανακαλύψεις πως μια νύξη περί του πως επρόκειτο να τηλεγραφήσουμε σ’ ένα νεαρό ηλεκτρολόγο στη Μίντλαντ ενδεχομένως να ολοκλήρωνε τη θεραπεία της. Όσο για σας, κ. Καράδερς, θεωρώ πως κάνατε ό,τι μπορούσατε για να επανορθώσετε για το μερίδιο της ευθύνης σας σ' αυτή τη διαβολική πλεκτάνη. Ορίστε η κάρτα μου κύριε κι αν η μαρτυρία μου δύναται να σας βοηθήσει, θα 'ναι στη διάθεση σας».
Στη δίνη της ακατάπαυστης δραστηριότητας μας, συνάντησα συχνά δυσκολίες, όπως ενδεχομένως ο αναγνώστης θα 'χει παρατηρήσει, να ολοκληρώσω τις αφηγήσεις μου και να παραθέσω κείνες τις τελευταίες λεπτομέρειες που οι περίεργοι ίσως αναμένουν. Κάθε περίπτωση υπήρξε το πρελούδιο κάποιας άλλης και μόλις η κρίση παρέλθει, οι συντελεστές έχουνε τεθεί παντοτινά εκτός των πολυάσχολων βίων μας. Βρίσκω, ωστόσο, μια σύντομη σημείωση στο τέλος του χειρόγραφου μου που πραγματεύεται τη παρούσα υπόθεση, που κατέγραψα πως η δεσποινίδα Βάϊολετ Σμιθ πράγματι κληρονόμησε τεράστια περιουσία και πως είναι τώρα σύζυγος του Σύριλ Μόρτον, του αρχαιότερου συνεταίρου της Μόρτον & Κένεντι, των διάσημων ηλεκτρολόγων του Ουέστμινστερ.
Οι Γουίλιαμσον και Γούντλυ δικαστήκανε κι οι δυο γι' απαγωγή και βιαιοπραγία ο πρώτος σε κάθειρξη επτά ετών ο δε δεύτερος σε δέκα. Για τη τύχη του Καράδερς δεν έχω κάποια εγγραφή, όμως είμαι βέβαιος πως η άσκηση βίας από πλευράς του δε κρίθηκε τόσο σοβαρή από το δικαστήριο, αφού ο Γούντλυ εθεωρείτο ως πλέον σεσημασμένος κακοποιός και πιστεύω πως μερικοί μήνες αρκούσανε για να ικανοποιήσουνε τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης.
--------------------------------------------------------------------------------------------
Σημ: ’λλο ένα άρθρο που δε θα 'χε γραφτεί αν δεν ήταν ο φίλος Χρήστος Σωτηρόπουλος!!!! Ευχαριστώ δημόσια!!!