Χούφτα ζεστή και γλυστερή, φιλόξενη κι αγαπητή, π' όταν σφιχτά παλινδρομείς, σε άλλους κόσμους με ωθείς.
Φούχτα γνωρίζεις μυστικά και μ' ανεβάζεις στα ψηλά, σα κατεβαίνεις χαμηλά και μ' αγκαλιάζεις τρυφερά.
Εγνωριστήκαμε μικρά κάπου που ήταν σκοτεινά, μ' αγκαλιαστήκαμε κρυφά μετ' από χρόνια αρκετά.
Ω τι χαρά! Τι ηδονή, ήταν η σμίξη μας αυτή κι ας είμαστ' άπειρα μικρά που σμίγανε πρώτη φορά!
Μα από τότε -Ω Θεοί- πόση δε μου 'δειξες στοργή και τώρα στα εικοσιοχτώ, δε μ' αποχώρισες, λεπτό!
(από τη ποιητική συλλογή "Ο Καθένας Μόνος Του")
Γειτνίαση
Στο διπλανό δωμάτιο, μια νύχτα μελωμένη, ακούστηκαν ...τριξίματα και είπα: -"Κάποιος μένει"!
Αλίμονο! Τι το 'θελα να το συλλογιστώ και κόντεψ' από το ...σεισμό, να γκρεμοτσακιστώ!
Γιατί σεισμός φαινότανε, πως ήταν στην αρχή, αλλά μετά κατάλαβα, πως ήτανε ...παχύ
κι όχι μονάχ' αυτό, μα πήγαινε να μπει και στο παχύ το έντερο, χωρίς να λιπανθεί!
Για όσους με κατάλαβαν, να πω δεν έχω χρεία πιότερη επεξήγηση σ' αυτή την ιστορία!
(Από τη ποιητική συλλογή "Ωχ Το Μάτι Της Βελόνας")
|