Η Γκαλά Κι Ο ’γγελος
(Ο Μιλέ τον επηρέασε πάρα πολύ και τονε βρίσκει κανείς σε πολλά του έργα. Επίσης όμως τον επηρέασε κι ο Έρωτας, εκπεφρασμένος στο πρόσωπο της μούσας του, της Γκαλά κι αυτό επίσης φαίνεται παντού. Αυτός ο πίνακας, φαινομενικά, δεν έχει εξάρτηση ή μεγάλη σχέση με το κείμενο που ακολουθεί. Ωστόσο, η τέχνη του Νταλί, είναι κείνη η ορατή προσπάθεια, του να προσεγγίσει τον ίδιο τον Έρωτα και το κορίτσι του, έτσι ...το κείμενο συγγενεύει θεματογραφικά. Η ανθρώπινη, -μη ερωτική- Γκαλά, μελετά το Χρόνο που πέρασε πάνω της, κάτω από το πίνακα-σταθμό του "'Αγγελου" κι ο άντρας της απαθανατίζει την εικόνα. Ουσιαστικά πασχίζει να δεσμεύσει, να συγκρατήσει το Χρόνο κι ίσως και τον Έρωτα...)
Το Ερωτικό Ελιξήριο
Κάποτε ήταν ένας πάρα πολύ πλούσιος και σπουδαγμένος άνθρωπος, που σε νεαρή ηλικία πέρασε τις ομορφιές αλλά και τις πίκρες ενός πολύ μεγάλου έρωτα. Εξ αιτίας αυτού, αποφάσισε να διαθέσει τη περιουσία του, την επιστημονική του κατάρτιση και το πολύτιμο χρόνο του, στη μελέτη αυτού του υπέροχου συναισθήματος. Βελτίωσε όσο μπόρεσε τις επιστημονικές του γνώσεις, μίσθωσε κι άλλους επιστήμονες, προσέλαβε βοηθούς, κατάρτισε ένα υπερπλήρες, σύγχρονο εργαστήριο κι άρχισε τα πειράματα.
Αρχικά έκανε παντός είδους μετρήσεις, πάνω σε πρόθυμα -με το αζημείωτο φυσικά- ερωτευμένα και μη, "πειραματόζωα". Κατέγραψε προσεκτικά τις διαφορές τους σ' όλα μα όλα τα σημεία, απ' όπου μπορούσε να πάρει δείγματα. Πέρασε καιρός μελέτης κι όταν πια νόμισε πως είχε εντοπίσει τα σωματικά, χημικά και φυσικά χαρακτηριστικά του φαινομένου, βάλθηκε να φτιάξει ένα ερωτικό ελιξήριο. Τώρα πια αφιέρωνε το χρόνο του, στη παρασκευή των κατά καιρούς σκευασμάτων, τα οποία τα διέθετε πάλι σε πρόθυμα -με το αζημείωτο- άτομα και μελετούσε αντιδράσεις. Ο επιθυμητός στόχος του ελιξήριου ήταν να προσδώσει διάρκεια στον έρωτα, να λειάνει τις διαφορές που πάντα θα υφίστανται μεταξύ των δύο μερών, να μηδενίσει -ει δυνατόν- τη ρουτίνα μεταξύ τους και ν' αυξήσει τις ευνοϊκές κι υπέροχες ερωτικές στιγμές, διώχνωντας παράλληλα ανασφάλειες και φόβους κι εν γένει να αναβαθμίσει εξ ολοκλήρου τούτο το συναίσθημα. Ένας άλλος μύχιος σκοπός του ήταν να κάνει μοναδικό τον έρωτα, για κάθε άτομο που θα τον ένιωθε, αλλά γιαυτό δεν έτρεφε και πολλές ελπίδες.
Τα πρώτα του σκευάσματα είχανε παταγώδη αποτυχία αλλ' αυτό ουδόλως αποδυνάμωσε την επιμονή του, γιατί λίγο ή πολύ, ήταν αναμενόμενο. Έπειτα από πολλές τέτοιες αποτυχίες, το φίλτρο άρχισε να σημειώνει κάποια μικρή βελτίωση, πράγμα που τον ενθάρρυνε αρκετά. Ωστόσο δεν υπάκουε στις προδιαγραφές του, όσον αφορά στη διάρκεια ή στην ένταση, γενικά εθεωρείτο "λίγο" και φυσικά απορριπτόταν ασυζητητί.
Πέρασε πια πολύς καιρός μέσα στην έρευνα και το ξόδι κι οι ανεπιτυχείς προσπάθειες τον είχαν εξαντλήσει σωματικά και ψυχικά. Είχε ήδη αρχίσει να γερνά, αλλά το κυριώτερο ήταν που 'χε εξαντληθεί οικονομικά. Η τραγική ειρωνεία ήταν πως τα τελευταία του πειράματα, είχαν μεγάλες προσδοκίες, μιάς και πίστευε πως είχε εντοπίσει κάτι νέο, που δεν είχε προσέξει πρωτύτερα.
Τον αρχικό ενθουσιασμό του όμως, είχε επισκιάσει η ένδεια, που 'χε αρχίσει να γίνεται αισθητή και δε του επέτρεπε να έχει ότι πιο φίνο, σα σύνεργο ή σα προϊόν. Δεν είχε πια τη πολυτέλεια να εκμισθώνει βοηθούς ή συνεργάτες, μα ούτε και να πληρώνει πια νέα πειραματόζωα. Έχασε την ευελιξία που άλλοτε του χάριζε η οικονομική του επιφάνεια, ακόμα και στο ν' αναπληρώνει τις απώλειες, σε φθαρμένες συσκευές ή άλλα όργανα μέτρησης.
Το τελευταίο του φίλτρο, τελικά το παρασκεύασε, γιατί είχε ήδη δρομολογηθεί, αλλά μονάχος στο εργαστήριό του, ένα εργαστήριο που κατέρρεε, με υλικά β' ή και γ' διαλογής και χωρίς να 'χει κανένα να το δοκιμάσει. Δεν ήλπιζε πια στην επιτυχία του, αλλά δεν ήθελε ν' αφήσει στη μέση αυτή την ύστατη απόπειρα. Να σημειωθεί πως δεν είχε το κέρδος σαν στόχο, αν τα κατάφερνε, απλώς ήθελε να κάνει το κόσμο καλύτερο, μιας και πίστευε ακράδαντα πως ο έρωτας ομόρφαινε τούτο το κόσμο. Έτσι λοιπόν δοκίμασε ο ίδιος αυτό το τελευταίο ελιξήριο, λαμβάνοντας τη συνιστώμενη, προβλεφθείσα δόση και παρόλο που είχε ψαλιδισμένες τις όποιες ελπίδες του, έκατσε να περιμένει τα αποτελέσματά του.
Κύλησε πολύς σιωπηλός χρόνος. Τίποτε το θεαματικό δε συνέβη. Πήρε ακόμα μια γερή δόση κι αφέθηκε στον ύπνο, που το πολιορκούσε μέρες τώρα.
Ξύπνησε έπειτα από πολλές ώρες με ελαφρό πονοκέφαλο, δεν είδε πάλι τίποτε το ιδιαίτερο κι έτσι πήρε ακόμα μια γερή δόση. 'Αρχισε να βηματίζει νευρικά, πέρα-δώθε μα ...τίποτε! Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη. Είδε ένα ρυτιδιασμένο, γκριζομάλλη, κάτισχνο άνδρα να το κοιτάζει στο είδωλο. Ένιωσε να πνίγεται και θέλησε να βγει έξω, στη πόλη, πράγμα που έκανε πάραυτα.
Κυκλοφόρησε ανάμεσα σ' αδιάφορο, αλλά πολύχρωμο, βιαστικό πλήθος. Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να το κάνει αυτό; Ούτε και θυμόταν, όντας χωμένος στις μελέτες του, στο εργαστήριό του. Δεν είχε νιώσει καμμιά διαφορά στον εαυτό του απ' το φίλτρο, αλλ' ο κόσμος είχε αλλάξει πάρα πολύ! Τότε θρήνησε, μέσα του βουβά, όχι τα χαμένα χρόνια, ούτε τα χαμένα χρήματα ή τα κόπια του. Θρήνησε γιατί είδε πως δεν αποτελούσε πια μέρος του όλου. Δε συμμετείχε ενεργά σ' όλες αυτές τις αλλαγές, έτσι που τώρα να μη του γίνονταν τόσο ορατές. Απομακρύνθηκε βιαστικά απ' τη πόλη, τσακισμένος.
Ήταν μια πανέμορφη, ηλιόλουστη, μαγιάτικη μέρα. Δε κουνούσε ούτε φύλλο. Ένα γλυκό απομεσήμερο, καθόλου ψυχρό, μα ούτε πνιγηρά ζεστό. Οδήγησε στην εξοχή κι έφτασε σε μιαν όμορφη λιμνούλα. Η επιφάνειά της ήταν λεία κι εντελώς ακίνητη. Έκατσε στην όχθη της και κοίταξε γύρω του. Τα δέντρα και τα αγριολούλουδα, ήταν σε έξαψη. Πλήθος έντομα και πεταλούδες πετούσαν βουίζωντας, παντού. Ένιωσε ένα κόμπο, ένα θυμό και ζήλεψε τη γαλήνη της λίμνης. Θέλησε να τη ταράξει κι άρπαξε μια πέτρα, να τη πετάξει. Η πέτρα του φάνηκε ζεστή, τη κοίταξε παραξενεμένος κι είδε πως κρατούσε μιαν υπέροχη, καταπράσινη, παράξενη πέτρα, άμορφη μεν, αλλά με γλυκειά υφή. Αυτό τον εκνεύρισε πιότερο και τη πέταξε με δύναμη στη λίμνη. Η επιφάνεια της ταράχτηκε απότομα. Του φάνηκε μάλιστα σα να μόρφασε πονεμένα και θυμωμένα. Σχεδόν αμέσως ένιωσε τύψεις, γιατί σκέφτηκε πως είχε κάνει κάτι ανεπανόρθωτο, κάτι που δεν είχε πια επιστροφή. Είχε απωλέσει μιαν ομορφιά κι είχε επέμβει για πάντα στο βυθό της λίμνης. Έμεινε 'κει για πολλήν ώρα, κοιτάζοντας σα χαμένος τη λίμνη που προσπαθούσε να ηρεμήσει. Κι όταν αυτό έγινε κάποια στιγμή, αυτός εξακολουθούσε να κοιτάζει, χωρίς να σκέφτεται τίποτε.
Κύλησε πάλι πολύς σιωπηλός χρόνος. Μια πεταλούδα πολύ μεγάλη κι πολύχρωμη, πλησιάσε την επιφάνεια της λίμνης. Δίψασε; Θέλησε να καθρεφτιστεί; Πάντως άγγιξε απαλά την επιφάνεια της, τρόμαξε απ' το σπασμένο της είδωλο και πέταξε μακρυά, σ' ένα λουλουδάκι. Εκείνο τη περίμενε, πως και τι, να το επισκεφθεί, για να το καρπίσει. Αυτός όμως δε κοίταξε πολύ προς τα 'κει. Τα μάτια του γύρισαν εμβρόντητα στη λίμνη, που γλυκά ταραγμένη, απ' το χάδι, χαμογελούσε ικανοποιημένη. Ήξερε ότι μια μικρή, έστω σταγονίτσα της, θα ξεδιψούσε και θα γλύκαινε, μέσω της πεταλούδας, ένα διψασμένο άνθος. Κι ένα μέρος αυτής της έστω τόσο καρφωμένης κι ακίνητης οντότητας, θα κυκλοφορούσε.
Ο μεσήλικας τότε σηκώθηκε να φύγει, βιαστικά. Ο ήλιος είχε πάρει τη κατιούσα. Η πρώτη σκέψη που κανε ήταν πως έπρεπε να βρει μια δουλειά στη πόλη...
Τέλη Γενάρη 2002