Η Γκραντίβα Επιστρέφει
(Πολλές φορές, αγκαλιάζουμε ένα ανθρωποειδές και το βαφτίζουμε Όνειρο. Η Γκραντίβα, επιστρέφει και στην έρημο βρίσκει, αυτό που ταιριάζει. Δίνεται. Αφήνεται. Ακουμπάει πάνω του κι επιτέλους μπορεί να πετάξει. Ακόμα δεν έχει προσέξει τι αγκαλιάζει. Είναι η έρημος. Είναι ο Βασιλιάς Της Ερήμου κι εκείνη υποκύπτει. Εκείνος εκεί, στωϊκα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν αλλάζει στάση. Είναι εκεί. Η Γκραντίβα, η Μεγάλη Ντίβα είναι που φεύγει κι έρχεται. Πάντα έρχονται. Πάντα φεύγουν. Ευτυχώς δεν έχει καρδιά, μυαλό κι όργανα, είδεμη θα 'χε πρόβλημα. Ευτυχώς είναι άγαλμα πέτρινο. 'Αραγε, αναρωτιέμαι, θα μπορούσε εκείνη να τον κάνει 'Ανθρωπο; Αν όχι εκείνη, ποιά; Πόσες Γκραντίβες να χρειάζονται για κάτι τέτοιο; Απάντηση; Είναι στο μυαλό της ο Βασιλιάς Της Ερήμου και το μικρό εκείνο κατώφλι, στο βράχο. Ουσιαστικά, όσο Εκείνη πιστεύει, τόσο κι Εκείνος θα ζει. Έρημος ή άβυσσος; Έστω λοιπόν και για λίγο, είναι 'Ανθρωπος, χάρις την εύνοιά τους!)
Φαιό Σκοτεινο Προσάναμμα
Βγήκε έξω στο δρόμο κι άρχισε να παραδέρνει σα χαμένος. Είχε μόλις πετύχει μια μικρή, μα τρομερά μεγάλης σημασίας νίκη. Μα τι μ' αυτό; Ήταν τόσο πύρρειος που δε θα 'μεναν δάφνες να στολίσει το κεφάλι του, παρά μόνο η πίκρα. Έφτυσε κάτω μα δε βγήκε τίποτα, ξερό το στόμα, τσιγαρίλα και πίκρα. Έκατσε σ' ένα μικρό καφέ, παρήγγειλε, άναψε ένα ακόμα τσιγάρο κι άρχισε να αναπολεί τα γεγονότα των τελευταίων θυελλωδών μηνών.
Η αρχή του νέου χρόνου πέρυσι τον είχε βρει κάτω από ριζική αναδόμηση. Είχε μόλις περάσει άλλη μια φορά φριχτές γιορτάδες. Δηλαδή, απ' όσο θυμόταν τον εαυτό του, πάντα οι γιορτάδες έπαιζαν μεταξύ του ανούσια, μελαγχολικά και φρικτά! Ίσως να 'ν' άδικος, μπορεί να 'χε περάσει και κάποιες καλές, μα το σύνολο συνέθλιβε πάντα τις μειοψηφίες.
Η αναδόμηση είχε αρχίσει λοιπόν από το καλοκαίρι του προηγούμενου χρόνου όταν είχε αφήσει πίσω έναν αποτυχημένο (εν τη γενέσει του) γάμο και μια πολύ έντονη σχέση. Πάλευε λοιπόν για μερικούς μήνες μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ ύπαρξης κι ανυπαρξίας, απουσίας και παρουσίας. Μερικές εφήμερες καταστάσεις ίσα-ίσα να τονίζουν την έλλειψη και κύλησε το πρώτο περίπου δίμηνο. Τότε τη γνώρισε.
Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες αυτής της γνωριμίας αν και τις θυμάται όλες. Σημασία έχει ότι ξεπήδησε εύκολα κάτι όμορφο ανάμεσά τους, που λίγο-λίγο γινόταν ομορφότερο και καλύτερο και θα μπορούσε ίσως να 'ναι ακόμα καλύτερο βάσει τουλάχιστον της δικής του σκέψης, αν κι οι δύο δεν ήταν τόσο πολυάσχολοι. Φυσικά το ίδιο θα ίσχυε ίσως αν κι αυτός δεν ήταν στα τόσο κάτω του από τρίτους παράγοντες όπως προβλήματα στη δουλειά του, με τη πρώην του κι ένα σωρό άλλα, συν το ότι είχε βγει τρομαγμένος και ανασφαλής από τις προηγούμενές του περιπέτειες.
Προσέγγιζε τα σαράντα πέντε κι εκείνη τα σαράντα πια εκείνη τη χρονιά. Αυτό λοιπόν το πολυάσχολο και των δυο άρχισε να πυκνώνει τα σύννεφα της σχέσης τους από το καλοκαίρι και δυστυχώς παρ' όλη τη κάπως καλή προσπάθειά τους, έφερε τη καταιγίδα του χειμώνα.
Το πρόβλημα μεγάλωσε στο μυαλό του, όταν έμαθε το ένα σημαντικό σκέλος που 'κλεβε το χρόνο της αγαπημένης του. Ανήκε σε μια ομάδα, ας πούμε εναλλακτικής παγανιστικής λατρείας κι εκείνος ένιωσε άτυχος και προδομένος αν κι αυτό το 'νιωθε ήδη από το φθινόπωρο. Είχε ένα πάρα πολύ ισχυρό μυαλό, πλην όμως άρχισε να βλέπει το τέλος μιας κι ήξερε πια σίγουρα, πως με κάτι τέτοιο δε μπορούσε να τα βάλει. Όχι ότι δε μπορούσε, μπορούσε και μάλιστα άνετα, πλην όμως έπρεπε να 'χει συνέταιρο σ' αυτή τη προσπάθεια και όχι ολομόναχος. Εκείνη τουλάχιστον απ' όσο έδειχνε δεν ήθελε να είναι κι έτσι οι προστριβές άρχισαν να εντείνονται.
Πέρασαν μαζί πολλά κι όμορφα. Πήγανε σχεδόν παντού, κάνανε μαζί σχεδόν τα πάντα. Όσο τους επέτρεπε ο κοινός τους χρόνος δηλαδή. Και πάντα, πάντα, εκείνος έφευγε με το ανικανοποίητο και το αχόρταγο στο στόμα και στο μυαλό.
Είχαν βιώσει πολλές κορυφές μαζί, πάρα πολλές πτήσεις αλλ' ένα απ' όλα του 'χε κάνει τρομερή εντύπωση και τον μάγευε. Η όλη της συμπεριφορά στον ερωτικό του χυμό. Από τις πρώτες κιόλας φορές τους, εκείνη τον έδρεπε κυριολεκτικά. Ντυνόταν μ' αυτόν και μετά κολλούσε τις παλάμες της στο πρόσωπό της εισπνέοντάς τον, μυρίζοντάς τον, γεύοντάς τον και πάντα κατάφερνε να απομονώσει ένα από τα κυρίαρχα συστατικά στην οσμή και να του το λέει μ' ένα χαμόγελο. Πότε ήταν γρασίδι, πότε κάστανο, πότε πεύκο και πάει λέγοντας κι εκείνος έμενε άναυδος να κοιτά μιας και κάτι παρόμοιο δεν είχε ποτέ του συναντήσει.
Ότι υπήρχαν αισθήματα εκατέρωθεν, αυτό μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο. Ακόμα κι όταν οι καυγάδες πύκνωσαν, ο έρωτάς τους ήταν το ίδιο γητευτικός και γοητευτικός. Έτσι, όταν εκείνος έμαθε για τη δευτερεύουσα ασχολία της, άρχισαν άλλο σκέλος μεγάλων συζητήσεων, διαδικασιών, προστριβών και επιχειρηματολογιών που κατέληγαν σε καυγά και μετά σε τρομερά σκηνικά, αλλά έπειτα ακολουθούσε συμφιλίωση κι έρωτας.
Το πράγμα έφτασε να σέρνεται πια, ειδικά για 'κείνον που παραμελούσε πια συστηματικά τα πάντα με τη σκέψη της και μόνο. Με τα πολλά και τα λίγα φτάσανε στη μεγάλη εκείνη κόντρα προ ημερών όπου κρίθηκε και η μεγάλη αναμέτρηση μεταξύ τους ως το συγκλονιστικό φινάλε. Εκείνος θέλησε να κάνει μια ύστατη προσπάθεια να τη τραβήξει επάνω του κι εκείνη αρνήθηκε.
Ήθελε να φτάσει τη προσπάθεια στο τέρμα μόνο και μόνο για τη πάρτη του. Για να μη τον ψέγει ο εαυτός του, ύστερα πως δεν έκανε τα πάντα. Είχε βέβαια αμυδρά και μια ελπίδα αλλά ήξερε, ότι είχε χάσει. Έτσι λοιπόν γνωρίζοντας και ποντάροντας στο μυαλό του, στη δύναμή του δηλαδή και στη καθαρότητα που του χάριζε η ανεξαρτησία του, της πρότεινε μισοαστεία στην αρχή αλλά σοβαρά έπειτα, μια ...μονομαχία.
Ήξερε πως αυτή έλεγχε καλά το μυαλό της κι ήξερε επίσης για τις παγανιστικές τελετές της ομάδας και τις μυστικές τους δυνάμεις σαν σύνολο. Έτσι, χωρίς καν να ξέρει τι κάνει και μη έχοντας κανένα απολύτως πλάνο πλεύσης της πρότεινε κοκορευόμενος και φουσκωμένος σα διάνος μια νοητική μονομαχία μεταξύ αυτού ολομόναχου κι όλης της ομάδας. Εκείνη γέλασε στην αρχή, έπειτα είδε πως το 'χε πάρει σοβαρά κι άλλαξε θέμα. Όταν εκείνος το επανέφερε πολλές φορές, τότε τη πεισμάτωσε. Δεν ήταν εντελώς μεσ' το μυαλό της να καταλάβει, άλλα απ' όσο είδε, 'κείνη ένιωθε σίγουρη κι πως ίσως μπορεί να του δώσει ένα μαθηματάκι. Έτσι με τα χίλια ζόρια τελικά ενέδωσε.
Ήξερε ότι δε τον θεωρούσε απειλή, έπειτα νομικά δεν είναι ούτε καν παράνομες αυτές οι δραστηριότητες εκτός αν θίγουν συνανθρώπους κι αυτό δε γινόταν. Βέβαια εκείνος δεν ήξερε όλη τη "βουλή των προεστών" αλλά και σάματι θα τους γνώριζε ποτέ; 'Αρα το μόνο που ήταν επικίνδυνο γι' αυτήν ήταν το μέρος. Δε βαριέσαι. Είχαν πολλά, αυτό θα ...καιγόταν, για ένα διάστημα και μετά όλα καλά πάλι.
Του είπε λοιπόν ότι θα το συζητήσει με την ομάδα και θα του ορίσει μέρος και χρονική στιγμή, κατάλληλη με κάτι... του 'πε αλλά για 'κείνον δεν είχε πια σημασία. Ήξερε ότι θα κερδίσει έστω κι αν δεν ήξερε πώς. Ήξερε επίσης καλά ότι αυτή η νίκη θα σήμαινε ό,τι γι αυτόν εκείνη, δε θα 'ταν τίποτα πια, αλλά εκτός αυτού, είδε στα μάτια της τον εμπαιγμό. Όταν λοιπόν του 'πε πως όλα ήταν έτοιμα, στο τάδε μέρος, τάδε μέρα κι ώρα, εκείνος έκανε ακόμα μια προσπάθεια.
Έκανε μια σύντομη αναδρομή στα παλιά, έδειξε πόσο η έλλειψη χρόνου εμπόδιζε να 'ναι καλύτερα ή πιότερα αυτά κι όταν τελείωσε είδε με λύπη πως τίποτα δεν έμπαινε μέσα της, είχε δακρύσει μεν αλλά στο τέλος για να καλύψει αυτή την αδυναμία της, του είπε περιπαιχτικά πως κώλωσε και καλά μιας κι είδε πως δεν είχε πιθανότητα να επιβληθεί κι ότι απλά κοκορευόταν. Εκείνος που 'χε αναθαρρήσει με τα δάκρυά της, έσφιξε τα χείλη του κι έφυγε. Εκείνη τη νύχτα ήταν η πρώτη φορά που δε κάνανε έρωτα.
Σήμερα λοιπόν το απόγευμα είχε γίνει η μεγάλη συνάντηση! Είχε μπει σε μια μεγάλη σάλα όπου στο μισό της ήταν σχεδόν κενή και στο μισό αυτού του μισού ήταν ένας πέτρινος βωμός. Ενώ από την άλλη πλευρά, μια λιτή επίπλωση, συμπλήρωμα. Δε θυμόταν πάντως και πολλά κι ούτε ήθελε να θυμάται πια. Μπαίνοντας εκεί και βλέποντας το βωμό δε μπόρεσε παρά να λυπηθεί όλα τα άτομα που σκαλώνουν σ' οτιδήποτε εκτός του βασικού, ζωτικού και προφανούς: του έρωτα! Κι αυτό είτε από δειλία, είτε από λάθος παρεκτροπή, είτε, είτε, είτε...!
Μπήκε και δεν ήξερε ακόμα πώς θα τους αντιμετωπίσει. Δε φοβήθηκε στιγμή. Ήξερε πως τον έβλεπαν σαν ένα ενοχλητικό κουνούπι κι αυτό του έδινε πλεονέκτημα. Ήξερε πως κρατούσε το μυαλό του καθαρό, αδέσμευτο και σ' εγρήγορση κι αυτό του έδινε μια άλλη δυναμική. Ήξερε όμως επίσης πως όλα τ' άλλα συντριπτικά πλεονεκτήματα τα 'χαν αυτοί. Αυτός ούτε καν ένα πλάνο. Είχε δει λοιπόν το γόρδιο δεσμό κι ήξερε τελικά πως δε μπορούσε να το λύσει παρά μόνο να το κόψει με το ξίφος. Αλλά πώς; Είχε υποσχεθεί νοητική μονομαχία ολομόναχος με δεκαπέντε περίπου άλλους κι είχε πάει ...άοπλος.
Τους λυπόταν πάντως μ' όλες αυτές τις συνταγογραφημένες αυστηρές μεθόδους που καταργούσαν κατά πολύ τη μία από τις μεγάλες μαγείες της ανθρώπινης ύπαρξης: τον αυθορμητισμό εκείνο που χαρίζει το λεύτερο πνεύμα. Και χάνει επί πολύ στον έρωτα... κι ...ΑΥΤΌ ΗΤΑΝ! Ήξερε τι να κάνει πλέον. Όλ' αυτά είχαν περάσει αστραπή απ' το μυαλό του και το καθάρισε αμέσως βάζοντάς το να παίζει μουσική τζαζ όσο 'κείνος μίλησε αργά, σταθερά και θαρρετά. Πρότεινε να καθίσει από τη μεριά της επίπλωσης κι εκείνοι από την πλευρά του βωμού. Να συγκεντρώσουν τα μυαλά τους και να μονομαχήσουν μέχρι να κυριαρχήσει κάποια πλευρά. Αλλά... όλοι τους γυμνοί. Εκείνοι χαμογέλασαν συγκαταβατικά κι η ...μονομαχία έτσι ακριβώς ξεκίνησε!
Εκείνος όμως δε γδύθηκε, άφησε να περάσουν λίγα λεπτά και σηκώθηκε κρυφά. Τους είδε όλους καθισμένους σε κύκλο, κατάχαμα, γυμνούς με κλειστά μάτια να προσπαθούν να συγκεντρωθούν κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Χαμογέλασε στη σκέψη πως τώρα θα τον έψαχναν κάπου για να τον αντιμετωπίσουν ενώ εκείνος ήταν... εδώ. Σηκώθηκε με μύριες προφυλάξεις πλησίασε μπαίνοντας στον κύκλο. Περίμενε λιγάκι μέχρι να βεβαιωθεί ότι είχαν χωθεί σε πλήρη συγκέντρωση και τότε βύθισε το βλέμμα του στο κορμί της. Εκεί όπου είχε τόσες και τόσες φορές βυθιστεί και σκάσει σα κύμα. Ταυτόχρονα με το αριστερό του χέρι άρχισε να χαϊδεύεται. Δεν του πήρε πολύ να έρθει στο ζενίθ κι όταν ένιωσε να πλησιάζει μετέφερε τα πυρά του, ίσια πάνω στο πρόσωπό της επικεντρώνοντας κυρίως στα χείλια και τη μύτη της.
Πέτυχε διάνα και σηκώθηκε άνετος στο κέντρο του κύκλου περιμένοντας. Εκείνη δεν αντέδρασε άμεσα κι άρχισε ν' ανησυχεί αλλά σε λίγο, πρώτα συνοφρυώθηκε κι άρχισε να ρουθουνίζει πιο έντονα, έγλειψε τα χείλη της και προς μεγάλη του αγαλλίαση έσπασε την αυτοσυγκέντρωσή της, λέγοντας με ολόκλειστα ακόμα μάτια "σήμερα μυρίζεις σαν ένα δάσος πεύκα μισοκαμένα μετά από βροχή"! Αυτό ήταν. 'Ανοιξε τα μάτια κι είδε έναν άντρα να χαμογελά με μια δόση χαιρεκακίας και πολλή δόση νίκης.
Σε λιγάκι όλοι, ένας-ένας, έσπασαν το κύκλο παραξενεμένοι. Τότε 'κείνος που στο μεταξύ είχε αρχίσει να ντύνεται, τους πέταξε: "Υπάρχουν πράγματα που μπορούν πάντα να νικούν, μόλις απεδείχθη αυτό περίτρανα, κυρίες μου και κύριοι! Χαίρετε"! και τους άφησε σύξυλους, βγαίνοντας στο καθαρό αέρα, νικητής και τροπαιούχος. Μια νίκη όμως πύρρεια, χωρίς δάφνες!
Αποτελείωσε ένα ακόμα τσιγάρο και το καφέ του και σηκώθηκε αναζητώντας το σερβιτόρο να πληρώσει. Μιας και δε τον βρήκε, άφησε το αντίτιμο μ' ένα πουρμπουάρ -όπως έκανε πάντα άλλωστε- και σηκώθηκε να φύγει.
Τα φώτα της πόλης του θύμισαν πόσο μόνος ένιωθε...
Απρίλης 2003