ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ ÉÉ 

×áôæÞò ÄçìÞôñçò: Äéðëü ÔÝëïò Ôçò ÌéêñÞò ×þñáò

 Βιογραφικü

     Ο ΔημÞτρης ΧατζÞς Þταν ¸λληνας συγγραφÝας, ιστορικüς, δημοσιογρÜφος κι αντιστασιακüς.
     ΓεννÞθηκε στα ΙωÜννινα 13 ΝοÝμβρη 1913. Ο πατÝρας του, Γεþργιος (και της ΑθηνÜς Κυριακοποýλου απü το Αßγιο), Þτανε διηγηματογρÜφος, λüγιος και παλαμικüς ποιητÞς, γνωστüς με το ψευδþνυμο ΠελλερÝν. ¹ταν επßσης εκδüτης της εφημερßδας ¹πειρος. Παρακολοýθησε εγκýκλια μαθÞματα στην Ιüνιο ΣχολÞ ΑθÞνας μαζß με τον αδερφü του τον ¢γγελο, που üμως διÝκοψε μετÜ τον ξαφνικü θÜνατο του πατÝρα του,(1930) κι επÝστρεψε στη γενετεßρα του. Εκεß ανÝλαβε τη συνÝχιση της Ýκδοσης της εφημερßδας και τη συντÞρηση της οικογενεßας, -εßχε Üλλα 6 αδÝλφια. ΤÝλειωσε το ΓυμνÜσιο στη Ζωσιμαßα ΣχολÞ και γρÜφτηκε στη ΝομικÞ ΣχολÞ ΑθÞνας. Τις σπουδÝς του δεν τις ολοκλÞρωσε ποτÝ λüγω οικονομικþν δυσχερειþν.
      Το 1932 Þρθε για 1η φορÜ σ' επαφÞ με μαρξιστικοýς κýκλους και το 1935 γρÜφτηκε στο Κ.Κ.Ε. κι υπηρÝτησε την ιδεολογßα του στα ΓιÜννενα. ¸να χρüνο αργüτερα τον συνÝλαβε η αστυνομßα του ΜεταξÜ και το δικτατορικü καθεστþς τον εξüρισε στη ΦολÝγανδρο (επÝστρεψε το 1937). ΜετÜ την Ýισοδο των Γερμανþν στη χþρα Ýφυγε για την ΑθÞνα. Στον Ελληνοúταλικü πüλεμο του 1940 κατατÜχθηκε στον στρατü αλλÜ δεν στÜλθηκε στο μÝτωπο. Τη περßοδο της ΚατοχÞς, συμμετεßχε στη λειτουργßα του παρÜνομου τυπογραφεßου του ΕΑΜ στη ΚαλλιθÝα αρθρογραφþντας και διορθþνοντας Üρθρα σε εφημερßδες üπως η Ελεýθερη ΕλλÜδα κι ο ΑπελευθερωτÞς. Αρθρογραφοýσε ακüμη στον επßσης παρÜνομο Ριζοσπαστη. ΕργÜστηκε επßσης στο τυπογραφεßο του βουνοý.
     Το 1947 επιστρατεýτηκε στα ΙωÜννινα, ενþ το καλοκαßρι της ßδιας χρονιÜς εξορßστηκε στην Ικαρßα. Το ΜÜρτη του επüμενου Ýτους εντÜχτηκε στο Δημοκρατικü Στρατü της ΕλλÜδας δημοσιεýοντας ανταποκρßσεις κι διηγÞματα στα ÝντυπÜ του. Το καλοκαßρι του ßδιου Ýτους Ýμαθε τη καταδßκη του αδερφοý του ¢γγελου απü το ¸κτακτο Στρατοδικεßο και την εκτÝλεσÞ του. ΜετÜ την Þττα του Δημοκρατικοý Στρατοý, το ¸κτακτο Στρατοδικεßο τον καταδßκασε δις εις θÜνατο για λιποταξßα κι Ýτσι αναγκÜστηκε να καταφýγει στο εξωτερικü. Πρþτοι του σταθμοß Þταν η Ουγγαρßα (που Ýγινε η 2η πατρßδα του: εκεß Ýμεινε 30 περßπου Ýτη κι Ýκανε το 1ο του γαμο) κι η Ρουμανßα. Στη ΒουδαπÝστη σποýδασε βυζαντινÞ και μεταβυζαντινÞ ιστορßα και λογοτεχνßα, ενþ αρθρογραφοýσε και στην εφημερßδα του κομμουνιστικοý κüμματος.
     Ο βυζαντινολüγος Ιοýλιος ΜορÜβσικ βοÞθησε να κερδßσει υποτροφßα για την Ακαδημßα Επιστημþν Ανατολικοý Βερολßνου, üπου εργÜστηκε ως ερευνητÞς. Το 1962 ολοκληρþνει στο ΠανεπιστÞμιο Χοýμπολτ Αν. Βερολßνου τη διατριβÞ του με θÝμα Μονωδßες για την ¢λωση της Κωνσταντινοýπολης απü τους Τοýρκους. Το ßδιο Ýτος επÝστρεψε στη ΒουδαπÝστη, üπου διορßστηκε βοηθüς στην Ýδρα της ΒυζαντινÞς Φιλολογßας, κι ßδρυσε το Νεοελληνικü Ινστιτοýτο, υπÞρξε επιμελητÞς των εκδüσεων μεταφρÜσεων νεοελλÞνων λογοτεχνþν στα ουγγρικÜ απü τον εκδοτικü οßκο Europa. ΜετÜ τα γεγονüτα του ΜÜη του '68, θÝλησε να εγκατασταθεß στο Παρßσι. Η αστυνομßα üμως τον πßεζε να ζητÞσει πολιτικü Üσυλο, με αποτÝλεσμα να επιστρÝψει στη ΒουδαπÝστη. ΑρνÞθηκε ωστüσο να λÜβει την ουγγρικÞ υπηκοüτητα παρÜ τις προτÜσεις που του γßνανε, παραμÝνοντας Üπατρις. ΜετÜ τη πτþση της Χοýντας των Συνταγματαρχþν, επÝστρεψε ΝοÝμβρη του 1974 στην ΕλλÜδα. ΑναγκÜστηκε üμως να εγκαταλεßψει ξανÜ τη χþρα λüγω της μη νομοθετικÞς ρýθμισης σχετικÜ με τη καταδßκη του. Ιοýνιο του επüμενου Ýτους, του δüθηκε χÜρη κι επÝστρεψε οριστικÜ στη πατρßδα.Το 1975 δßδαξε νεοελληνικÞ λογοτεχνßα στη ΣχολÞ Μηχανολüγων Πανεπιστημßου Πατρþν με μεγÜλη επιτυχßα, μετÜ απü αντιδρÜσεις συντηρητικþν κýκλων του Πανεπιστημßου και του Υπουργεßου Παιδεßας, τα μαθÞματα διακüπηκαν. Η μη επικýρωση του διορισμοý του λüγω των μη εκπληρωμÝνων στρατιωτικþν του υποχρεþσεων (και καλÜ...) εßχε αποτÝλεσμα διακοπÞ μαθημÜτων και διαδηλþσεις των φοιτητþν.



    Το 1973 εργÜστηκε ως καθηγητÞς νεοελληνικÞς λογοτεχνßας στο ΠανεπιστÞμιο της Γενεýης και δημοσßευσε μαζß με το ΘανÜση ΧατζÞ Ýνα βιβλßο για τη δικτατορßα στην ΕλλÜδα. Απü το 1975 Ýδωσε πλÞθος διαλÝξεων και συμμετεßχε σε πολλÝς δημüσιες συζητÞσεις. Απü το 1980 μÝχρι το θÜνατü του εξÝδωσε το περιοδικü Το Πρßσμα, που κυκλοφüρησε 4 τεýχη (το τελευταßο μετÜ το θÜνατü του). Στην ßδια χρονιÜ δßδαξε Ιστορßα ΝεοελληνικÞς Λογοτεχνßας στην Ανþτερη ΣχολÞ ΔραματικÞς ΤÝχνης Εθνικοý Ωδεßου. Νυμφεýτηκε 2ο γÜμο με την αρχαιολüγο Καßτη Αργυροκαστρßτου κι απÝκτησαν μßα κüρη, την ΕλÝνη-Αγγελßνα. Το ΜÜρτη του 1981, προσβλÞθηκε απü καρκßνο των βρüγχων. ΠÝθανε 4 μÞνες αργüτερα, στις 20 Ιουλßου 1981 σε σπßτι φßλων του στη Σαρωνßδα.
     Πρωτοεμφανßστηκε στα γρÜμματα το 1946 με το μυθιστüρημα ΦωτιÜ. Οι πρþτες λογοτεχνικÝς προσπÜθειÝς του τοποθετοýνται γýρω στο 1930, οπüτε Üρχισε να δημοσιεýει ποιÞματα σε εφημερßδες της Ηπεßρου, καθþς επßσης πολλÜ δημοσιεýματÜ του σε εφημερßδες και περιοδικÜ, που παρÝμειναν ανÝκδοτα. Το 1952 κυκλοφüρησε η συλλογÞ διηγημÜτων Το τÝλος της μικρÞς μας πüλης, βιβλßο που θεωρεßται το σημαντικüτερο Ýργο του. Τα διηγÞματα αυτÜ κυκλοφüρησαν στην ΕλλÜδα το 1963 κι ενþ βρισκüταν ακüμη εξüριστος. ΑσχολÞθηκε επßσης με το δοκßμιο. Το Ýργο του τοποθετεßται στο χþρο του σοσιαλιστικοý ρεαλισμοý. ΑνÞκει στους ανανεωτÝς ρεαλιστÝς συγγραφεßς της μεταπολεμικÞς ελληνικÞς πεζογραφßας με κυρßαρχο στοιχεßο της γραφÞς του τον κοινωνικü προβληματισμü. Αξιοσημεßωτη εßναι επßσης η συχνÜ Ýντονα λυρικÞ διÜσταση του λüγου του κι η ιδιαßτερη προσοχÞ που Ýδωσε στη γλωσσικÞ του Ýκφραση.

Τα Ýργα του που Ýχουν εκδοθεß εßναι τα εξÞς:

ΦωτιÜ, μυθιστüρημα
Το τÝλος της μικρÞς μας πüλης, διηγÞματα,
Θητεßα (αγωνιστικÜ κεßμενα 1940-1950), διηγÞματα 1979.
ΑνυπερÜσπιστοι, διηγÞματα, 1966.
Το διπλü βιβλßο, μυθιστüρημα, 1976
ΣπουδÝς, διηγÞματα ξανατυπωμÝνα κι Üλλα 1976.
Το πρüσωπο του ΝÝου Ελληνισμοý, διαλÝξεις και δοκßμια

     Το δημιουργικü του Ýργο μποροýμε να χωρßσουμε σε 3 περιüδους:

  α) Στην αγωνιστικÞ (1940-50), που εντÜσσονται τα κεßμενα της Θητεßας και της ΦωτιÜς, που καθοριστικü ρüλο παßζει η επικαιρüτητα κι η προβολÞ πολιτικþν θÝσεων.

  β) Στη κυρßως λογοτεχνικÞ (1953-76), üπου ανÞκουν τα σημαντικüτερα Ýργα του.

  γ) Στην περßοδο των αναζητÞσεων (1976-81).

     Στη τελευταßα αυτÞ φÜση δε πρüλαβε να μορφοποιÞσει τις νÝες αναζητÞσεις του. Μüνο κÜποια δεßγματα Ýχουμε στη συλλογÞ ΣπουδÝς, Ýνα δημοσιευμÝνο απüσπασμα απü ημιτελÝς μυθιστüρημα και μερικÜ κατÜλοιπα που δημοσιεýτηκαν μετÜ το θÜνατü του, που φαßνεται τÜση για μεγαλýτερη αφαßρεση και γενßκευση, μια στοχαστικüτερη προσπÜθεια σýνθεσης της ιστορßας, της ποßησης και της τÝχνης (Μικρü σχüλιο για την ΙφιγÝνεια εν Αυλßδι, Μικρü σχüλιο στην Οδýσσεια, Το φονικü της ΙζαμπÝλας Μüλναρ).

   Στη δεýτερη φÜση της δημιουργßας του ανÞκουνε τα σημαντικüτερα Ýργα του: Το τÝλος της μικρÞς μας πüλης (1η Ýκδοση το 1953, Ρουμανßα), ΑνυπερÜσπιστοι (1η Ýκδοση 1965) και Το διπλü βιβλßο (1η Ýκδοση 1976). ¿ριμα λογοτεχνικÜ Ýργα που προσδιορßζουνε το προωθημÝνο ιδεολογικü κι αισθητικü στßγμα του δημιουργοý σε σýγκριση με τα κεßμενα της αγωνιστικÞς περιüδου.



    "Η λÝξη για τÝτοια τεχνικÞ σαν αυτÞ που ακολοýθησα, δουλεýει με την αντßστροφη φορÜ. Δεν θÝλει να εßναι πλοýσια, εýχυμη, ηχηρÞ, αλλÜ πρÝπει να εßναι η απüλυτα, η γυμνÜ συγκεκριμÝνη λÝξη -üσο κι’ αν εßναι 'φτωχÞ' απü τη καθημερινÞ χρÞση. Δουλεýει δηλαδÞ κι αυτÞ üχι για να δþσει αυτÞ τον δικü της νοηματικü και συναισθηματικü πλοýτο στο νüημα- μα για να ενταχθεß μÝσα σ' αυτü και μÝσα του να λειτουργÞσει υπηρετþντας το. Ο δÜσκαλüς μου εδþ Þταν Ýνας ποιητÞς: Ο ΚαβÜφης. Κι εγþ θεþρησα πÜντοτε τον δικü μου τον τρüπο, μεταφορÜ της ποιητικÞς τεχνικÞς του ΚαβÜφη στη πεζογραφßα".
     Αν στο ΤÝλος της μικρÞς μας πüλης Ýχουμε τη δυνατüτητα και την ευκαιρßα να μελετÞσουμε τη κοινωνßα του μεσοπολÝμου, στο Διπλü Βιβλßο Ýχουμε τη κοινωνßα που εξελßχθηκε μετÜ το τÝλος των εμφυλßων, Ýτσι που Ýνας ιστορικüς μπορεß κÜλλιστα να θεωρÞσει το Ýνα βιβλßο ως συνÝχεια του Üλλου και να δει Ýτσι πιο ολοκληρωμÝνα τη προσπÜθεια του ΧατζÞ να μας δþσει, μÝσω της λογοτεχνßας, τις συνεχüμενες φÜσεις της ßδιας κοινωνßας, της ελληνικÞς κοινωνßας του καιροý του.
     Η πüλη, üπου επιτελοýνται τα γεγονüτα και δρουν οι ÞρωÝς του στο ΤÝλος της μικρÞς μας πüλης, δεν κατονομÜζεται με ακρßβεια σε κανÝνα σημεßο του βιβλßου παρÜ τις τüσες και τüσες ενδεßξεις, οýτε ορßζεται με ακρßβεια η επιστημονικÞ Þ γεωγραφικÞ της θÝση, γιατß η πüλη του ΧατζÞ θα μποροýσε να εßναι οποιαδÞποτε πüλη του μεσοπολÝμου, μικρÞ Þ μεγÜλη, συμπεριλαμβανομÝνης και της πρωτεýουσας του Νεοελληνικοý κρÜτους. Η αναφορÜ του σε Üλλες, πλην των Ιωαννßνων, πüλεις της ßδιας εποχÞς που αντιμετωπßζουν ανÜλογα προβλÞματα Þ φαινüμενα και πεθαßνουν με τον ßδιο τρüπο, üπως οι ΣÝρρες, ο Βüλος, η Σýρος, γενικεýει το φαινüμενο και διευρýνει την οπτικÞ μας γωνßα. Εßναι η πüλη κι η κοινωνßα του ελληνικοý μεσοπολÝμου που αργοπεθαßνει μÝρα με τη μÝρα κι ο κüσμος της, Þ, καλýτερα οι κüσμοι της .
     Η πüλη δε περιλαμβÜνει Ýνα μüνο κüσμο μÝσα της αλλÜ τüσους, üσες κι οι συνοικßες της, οι μαχαλÜδες, οι οικιστικÝς της ενüτητες που δηλαδÞ ζοýνε κοινωνικÜ υποσýνολα αυστηρÜ περιχαρακωμÝνα στη δικÞ τους κλειστÞ κι απüλυτα αυτÜρκη κοινωνικÞ κι οικονομικÞ πραγματικüτητα. Για το λüγο αυτü κι ο χþρος της δρÜσης του κÜθε διηγÞματος τοποθετεßται üχι σε ολüκληρη τη πüλη αλλÜ σ' Ýνα μÝρος μüνο, σε μια συνοικßα χαρακτηριστικÞ και τυπικÞ, αποκομμÝνη οργανικÜ, αυτÞ κι ο κüσμος της, απü την υπüλοιπη πüλη με τους μαχαλÜδες της, χωρßς προσβÜσεις κι επικοινωνßα, κλειστÞ κι απομονωμÝνη απü την υπüλοιπη κοινωνικÞ και πολιτισμικÞ πραγματικüτητα. Οι συντεχνßες, θεσμüς καθαρÜ μεσαιωνικüς, οι κοινωνικÝς ομÜδες, τα κοινωνικÜ υποσýνολα εν γÝνει ζοýνε και κινοýνται πÜντα στη δικÞ τους μüνο συνοικßα, που τα üρια εßναι αυστηρÜ κι απαραβßαστα. ¼ρια κοινωνικÜ, θρησκευτικÜ, ηθικÜ, πολιτικÜ και πολιτισμικÜ αλλÜ κι üρια πραγματικÜ, üπως τα τεßχη του μεσαιωνικοý κÜστρου. Ο κüσμος της συνοικßας και κατ' επÝκτασην ο κüσμος της πüλης διαλýεται και καταστρÝφεται, συμπαρασýροντας μαζß της κι ολüκληρη τη κοινωνßα, απü την στιγμÞ που θα σπÜσουν με οποιοδÞποτε τρüπο τα σýνορÜ της και θα δημιουργηθεß η 1η ρωγμÞ, που üμως θα φÝρει σιγÜ-σιγÜ κι ανεπαßσθητα στην αρχÞ αλλÜ σταθερÜ, με τη συνεχιζüμενη αýξηση του ρÞγματος, το θÜνατο, το τÝλος, üπως π.χ. στη κλειστÞ κοινωνßα των Εβραßων ΕλλÜδας του μεσοπολÝμου και σπανιüτερα, τη μετÜβαση, üπως στη περßπτωση της κοινωνßας των ταμπÜκων, σε νÝες μορφÝς κοινωνικÞς, οικονομικÞς και συνεπþς ιδεολογικÞς και πολιτισμικÞς συγκρüτησης.
     Την Ýντονη ανησυχßα για τα προβλÞματα του καιροý του και μαζß τον βαθý ανθρωπισμü του εξÝφρασε ο συγγραφÝας με τη πινακοθÞκη των ηρþων του, που πρωταγωνιστοýνε σε μια σειρÜ απü φαινομενικÜ συνηθισμÝνες ιστορßες. Εßναι χαρακτηριστικü πως επιλÝγει ως ÞρωÝς του, üχι μüνο πρüσωπα της καθημερινüτητας, αλλÜ τους πιο ανßσχυρους, φτωχοýς, συχνÜ περιθωριακοýς τýπους: παιδιÜ, μοναχικοýς γÝρους, παραμορφωμÝνους, πνευματικÜ καθυστερημÝνους, Üνεργους, ουσιαστικÜ τους κÜθε λογÞς ανυπερÜσπιστους, αναλαμβÜνοντας με κÜποιο τρüπο να γßνει η φωνÞ τους και να παρουσιÜσει τα μικρÜ, σιωπηλÜ, αφανÞ δρÜματÜ τους.
     Να γßνει η φωνÞ τους! ΠρÜγματι, ο "παρÜ τη θÝλησÞ του" χρονικογρÜφος στο διÞγημα ΣαμπεθÜι ΚαμπιλÞς κι ο συγγραφÝας στο Διπλü βιβλßο εßναι 2 απü τις φανερÝς μορφÝς που παßρνει η φωνÞ του αφηγητÞ-συγγραφÝα, για να μιλÞσει για λογαριασμü των ηρþων του. Αυτü, ßσως, συμβαßνει, επειδÞ Ýνα ιδιαßτερο χαρακτηριστικü, που συνδÝει τους ÞρωÝς του, εßναι η δυσκολßα τους να επικοινωνοýνε, δυσκολßα που εκφρÜζεται κυρßως μÝσω της σιωπÞς. Η παρουσßα τους στο κεßμενο σημαδεýεται απü αλλεπÜλληλες αρνητικÝς προτÜσεις του εßδους: 'δεν μßλησε', 'δεν τολμοýσε να μιλÞσει', 'δεν εßπε τßποτε'. Το χαρακτηριστικü αυτü αναδεικνýεται σε κýριο θεματικü μοτßβο της πεζογραφßας του.
     Το Διπλü βιβλßο εßναι Ýνα πολυφωνικü κεßμενο μ' επαναλαμβανüμενα θεματικÜ μοτßβα που αναπτýσσονται μουσικÜ. Ο μýθος τοποθετεßται στη Γερμανßα στα χρüνια της δικτατορßας στην ΕλλÜδα. Αρχßζει δηλαδÞ απü μια μεταγενÝστερη σε σχÝση με τις αφετηριακÝς του εμπειρßες εποχÞ, απü Ýνα σκληρü παρüν, που Ýχει üμως διαμορφωθεß απü τις συνθÞκες του παρελθüντος. ΕκφρÜζει την αγωνßα του δημιουργοý του για το μÝλλον της κοινωνßας και του τüπου μας. Εßναι αποσπασματικü, με αδιÝξοδο προβληματισμü. ΜοιÜζει περισσüτερο με συρραφÞ μικρþν ιστοριþν που 'χουνε τη μορφÞ διηγημÜτων. Τα διÜφορα πρüσωπα που πρωταγωνιστοýνε σ' αυτÜ επανÝρχονται στα επιμÝρους κεφÜλαια, για να αποτελÝσουνε τον αρμü του μýθου. Οι ιστορßες που περιÝχονται στις επιμÝρους ενüτητες αναφÝρονται κυρßως στη ζωÞ και το δρÜμα ΕλλÞνων μεταναστþν. Εßναι εργÜτες σε γερμανικÜ εργοστÜσια και περιθωριοποιημÝνοι διανοοýμενοι καφενüβιοι. ΚοινÝς ιστορßες ξεριζωμÝνων απü τη πατρßδα ανθρþπων, αλλοτριωμÝνων, που ζοýνε στο περιθþριο της καπιταλιστικÜ οργανωμÝνης ζωÞς στη Δ. Γερμανßα. Βασικü πρüσωπο εßναι ο αφηγητÞς, ο Κþστας, που εργÜζεται ως μεταφορÝας στο ¢ουτο ελÝκτρικα της ΣτουτγÜρδης, εργοστÜσιο που κατασκευÜζει φþτα και λαμπτÞρες αυτοκινÞτων. Το Διπλü βιβλßο καταγρÜφει την ιστορßα των χαμÝνων γενιþν Þ αλλιþς 'τον καημü της ρωμιοσýνης'. Ο Κþστας αφηγεßται τις ιστορßες σε 1ο πρüσωπο στο 'μικρü συγγραφÝα', που καταγρÜφει τα λεγüμενÜ του. ΚÜποτε ορισμÝνα κεφÜλαια τα γρÜφει ο ßδιος ο συγγραφÝας, üπως π.χ. το 4ο (ΡÝκβιεμ για Ýνα μικρü ρÜφτη) και το 8ο (Η Αναστασßα των ΜολÜων). ΣυχνÜ η αφÞγηση διακüπτεται και παρεμβÜλλεται διÜλογος ανÜμεσα στον Κþστα και στον συγγραφÝα.



     ¸χοντας εξαντλÞσει τα ελληνικÜ αποθÝματα στη συγγραφικÞ του αποθÞκη, ο ΧατζÞς επιστρÝφει απü την αναγκαστικÞ εξορßα του σε ηλικßα 61 ετþν ακριβþς, κÜπως προχωρημÝνη για να τα ανανεþσει. Απü την εμιγκρÜτσια üμως; Τι νÝο φÝρει ο συγγραφÝας με τις πιο ισχυρÝς κοινωνιολογικÝς, οικονομßστικες κι ιστορικÝς εμμονÝς; Τßποτα. Τßποτα λογοτεχνικü. ¼ταν, αμÝσως μετÜ την επιστροφÞ του, Ýνας δημοσιογρÜφος τον ρωτÜ αν σκοπεýει να γρÜψει 'κανÝνα βιβλßο' με θÝμα τους ¸λληνες πρüσφυγες του εμφýλιου, η απÜντηση του συγγραφÝα των ξερριζωμÝνων εßναι μονολεκτικÞ: '¼χι'. Τελεßα και παýλα. Κι üμως, μüνο για μετανÜστες γρÜφει πια. ΑλλÜ τι σüι μετανÜστες; Οικονομικοýς, üχι πολιτικοýς. ΞενιτεμÝνους σε χþρες üπου δεν Ýζησε ο ßδιος: στη Δ. Γερμανßα, στην ΟυγκÜντα!… Το ξεκαθÜρισε μÜλιστα μüλις πÜτησε το πüδι του στην ΕλλÜδα -σε κεßνη τη συνÝντευξη. Περßεργος μπρος σ' αυτü το κοφτü "üχι", το σχεδüν ενοχλημÝνο, ο δημοσιογρÜφος ρωτÜ 'γιατß;'. Ο συγγραφÝας απαντÜ: "νομßζω üτι δεν μου πÜει. Περισσüτερο προτιμþ ν' αναζητÞσω σ' Ýναν ¸λληνα της Δ. Γερμανßας, σ' Ýνα μετανÜστη, που ζει 10-12 Ýτη σε μια μεγÜλη πüλη -üχι πια στη ΜικρÞ μας πüλη- με τα τσιμÝντα, με το γυαλß και το σßδερο, που δουλεýει με τις γερμανικÝς νüρμες, που Ýχει γýρω του τη κοινωνßα της κατανÜλωσης, προτιμþ λοιπüν ν’ αναζητÞσω σ' αυτüν ποια εßναι η ρßζα της ζωÞς του…".
     Το σπουδαßο üμως εßναι üτι αποκλεßει ρητÜ, προγραμματικÜ, ως θÝμα, την πραγματικüτητα που Ýζησε, ολüκληρη ζωÞ σχεδüν, για ν' ασχοληθεß με πραγματικüτητα που δεν εγνþρισε, αυτüς, ο ρεαλιστÞς, που την οικοδομεß με υλικÜ παρμÝνα απü Ýννοιες: καπιταλισμüς, δεýτερη βιομηχανικÞ επανÜσταση, υψηλÞ ειδßκευση και κατανομÞ εργασßας, νüρμες παραγωγικüτητας κι εργασßας, συνδικαλισμüς, προλεταριοποßηση και περιθωριοποßηση, κατανÜλωση, αλλοτρßωση παντοý, απü τη παραγωγÞ þς τον Ýρωτα κτλ. Και ν' αντιπαραβÜλει αυτÞ τη δυτικογερμανικÞ πραγματικüτητα με την αντßστοιχη παρ’ ημßν, μÜλιστα -για να εßναι πιο χτυπητÞ η αντßθεση, το κοντρÜστο- με την ýπαιθρü μας που διþχνει τους νÝους, τη μικρÞ, βιοτεχνικÞ παραγωγÞ της επαρχßας μας, τη μιζÝρια, τα πÜθη και την ανθρωπιÜ τÝλος, Ýστω δοκιμαζüμενη, φθßνουσα. Στους αντßποδες της Γερμανßας η ΟυγκÜντα -στη μÝση η ΕλλÜδα. Την αφρικανικÞ χþρα δεν την εßδαμε παρÜ μüνο σε τßτλο μυθιστορÞματος που Ýμεινε ημιτελÝς στα κατÜλοιπα του συγγραφÝα: Ο θεßος ΠολυκρÜτης απü την ΟυγκÜντα.
     Η απουσßα πλοκÞς στο νεοτερικü μυθιστüρημα εßναι συνÞθως μια προγραμματισμÝνη ασυνÝχεια Þ, üπως στη περßπτωση του Διπλοý βιβλßου, μια ασυνÝχεια που προÝκυψε απü την ενστικτþδη αντßδραση του συγγραφÝα να επινοÞσει Þ να κατασκευÜσει Ýνα πλασματικü νοηματοδοτικü κÝντρο, ορατü Þ αüρατο, που θα ενορχÞστρωνε τη πολλαπλüτητα των στοιχεßων που ενυπÜρχουνε στο μýθο του. Αυτü που χωρßς υποτιμητικÞ διÜθεση χαρακτηρßστηκε αποτυχßα, συνιστÜ το θρßαμβο του καλλιτεχνικοý ενστßκτου και της πνευματικÞς εντιμüτητÜς του. ¼ποιες κι αν Þταν οι αρχικÝς προθÝσεις του -απüρροια της ßδιας της συγγραφικÞς του παρÜδοσης και της ιδεολογικÞς του τοποθÝτησης- κατÜλαβε και μαρτýρησε üτι ο κüσμος του ΑΟΥΤΕΛ δεν μπορεß να υπαχθεß στην ενοποιητικÞ λειτουργßα μιας σφιχτοδεμÝνης πλοκÞς, κατÜλαβε και μαρτýρησε πως η μετÜβαση απü τη μικρÞ μας πüλη στη μοντÝρνα βιομηχανικÞ μεγαλοýπολη κατακερματßζει την ανθρþπινη εμπειρßα και καθιστÜ αδýνατη την υπαγωγÞ της σ' Ýνα συνθετικü-εναρμονιστικü σχÞμα μυθιστορηματικÞς αφÞγησης. Αυτü που τüσο διορατικÜ υποψιÜστηκαν ο ΓιÜννης Καλιüρης κι ο ΑλÝξανδρος ΚοτζιÜς, σε ü,τι αφορÜ στο μοντερνισμü του Διπλοý βιβλßου, πιστεýω πως οφεßλουμε να το προεκτεßνουμε και να του δþσουμε üλη τη σημασßα που του αξßζει, να το αποσπÜσουμε απü τη κατηγορßα του επιγονικοý ρεαλισμοý και να το εντÜξουμε στα σßγουρα και πολýτιμα κÝρδη της νεοτερικÞς μας πεζογραφßας.
     Στο Διπλü βιβλßο μποροýμε να μιλÜμε πια για μια πüλη, τη ΣτουτγÜρδη, μüνο με αποσπÜσματα. Διακρßνουμε μια σαφÞ 3λογßα αποσπασμÜτων (το εργοστÜσιο, το σταθμü, το κÝντρο της πüλης), που μÝσα τους προσπαθεß ν' αρθρþσει λüγο η πολιτεßα των ξÝνων, η ΣτουτγÜρδη του Δ. ΧατζÞ. ΜÝσα σ’ Ýνα αρχιπÝλαγος τελικÜ απü διαφορετικÝς επÜλληλες και παρÜλληλες πραγματικüτητες που εκπροσωπεß η ΣτουτγÜρδη, πραγματικüτητες που συνυπÜρχουνε και διεκδικοýνε το χþρο και μια θÝση ισορροπßας μÝσα σ’ αυτüν, μÝσα σ’ Ýνα σýνολο κι απü πολλÜ Üλλα αποσπÜσματα, μια χαλαρÞ κοινüτητα -οι Ýλληνες μετανÜστες- αποπειρÜται τη κατÜκτηση μιας Ýστω αποσπασματικÞς τÜξης μÝσα στο χþρο.
   "Δεν υπÜρχει καμμιÜ αμφιβολßα πως περισσüτερο απü 70 Ýτη τþρα το σπÜσιμο της μορφÞς üπως δουλεýεται και σ' üλες τις Üλλες τÝχνες και στη λογοτεχνßα, σα μια απÜρνηση της κληρονομημÝνης αστικÞς τÝχνης και πßσω απ’ αυτÞ της κλονισμÝνης αστικÞς ιδεολογßας και κοσμοαντßληψης, Ýφερε μια τερÜστια ανανÝωση σ' üλες τις τÝχνες. Χωρßς ποτÝ να βγÜλω το καπÝλο μου σε κανÝνα που θορυβεß στ' üνομα του νεωτερισμοý, προσπÜθησα να μεταφÝρω üσο μποροýσα περισσüτερα απü τα διδÜγματα αυτÞς της ανανÝωσης μÝσα στην Ýλλογη δικÞ μου κατασκευÞ, üπως την εßπα γρηγορüτερα. ¹δη μÝσα στα διηγÞματα απü Το ΤÝλος της μικρÞς μας πüλης, η παλιÜ τεχνικÞ εßναι σπασμÝνη, η προσπÜθεια για επÜλληλα επßπεδα εßναι δοκιμασμÝνη. Αργüτερα, τη σπασμÝνη αυτÞ τεχνικÞ, που ωστüσο θÝλω να μεßνει τεχνικÞ και να μην εßναι αυθαßρετη ατεχνßα, τη μετÝφερα στο τελευταßο μου βιβλßο, Το διπλü βιβλßο. Δεν ξÝρω τι κατÜφερα, λÝω απλþς τι προσπÜθησα. Την αντßληψÞ μου για την τÝχνη, τη λειτουργßα της, τις υποχθüνιες και μυστικÝς δυνÜμεις που οδηγοýν στο τελειωμÝνο Ýργο της τÝχνης, προσπÜθησα στο üνομα της γλυπτικÞς, να τις εκθÝσω στο διÞγημα που Ýχει τον τßτλο 'Το φονικü της ΙζαμπÝλλας Μüλναρ'."
     Τα οδυνηρÜ γεγονüτα κι οι εμφýλιοι Ýχουνε τη πρωτοκαθεδρßα στην οδýνη, παρÜγουνε τη λεγüμενη λογοτεχνßα του τραýματος. Η τελευταßα εßναι μια σýνθετη (με τους κανüνες της τÝχνης πÜντα) επεξεργασßα του τραýματος, που δεν μπορεß παρÜ να 'χει Ýνα ορατü τÝλος: την εποýλωση, τη συμφιλßωση και γιατß üχι, σýμφωνα με τον Ρικαßρ, τη συγχþρηση. Η επεξεργασßα αυτÞ περνÜ απü μια πορεßα που εν ολßγοις περιγρÜφεται ως μετÜβαση απü τη πολιτικÞ της οδýνης Þ το λüγο της θυματοποßησης, üπου η αφÞγηση για το παρελθüν αναγνωρßζει μüνο το προσωπικü τραýμα κι αγνοεß το τραýμα του ¢λλου, στην αναγνþριση και τη παραδοχÞ του τραýματος του ¢λλου, δηλαδÞ, στη περßπτωσÞ μας, στη παραδοχÞ του εμφυλιακοý τραýματος ως διττοý.



     Ενþ λοιπüν η πεζογραφßα των πολιτικþν προσφýγων εßναι μια καθαρÞ περßπτωση λüγου της θυματοποßησης, στο εσωτερικü της παρÞχθη και το 1ο κεßμενο που εμπεριÝχει την αναγνþριση του τραýματος του ¢λλου, το διÞγημα του ΧατζÞ ΑνυπερÜσπιστοι (1964), ενþ κÜτι τÝτοιο θα το περιμÝναμε απü τους σχετικÜ πιο ελεýθερους συγγραφεßς στην ΕλλÜδα. Ο ΧατζÞς ωστüσο εßναι ιδιαßτερη περßπτωση πρþιμης κατÜρριψης των ψευδαισθÞσεων και νομßζω πως η κατÜρριψη των ψευδαισθÞσεων ανοßγει οπωσδÞποτε το δρüμο για την αναγνþριση του τραýματος του ¢λλου.
   "¸να ακüμα ζÞτημα που πρÝπει κι αυτü να το κÜνω καθαρü -να μην Ýχεις στραβÝς σκÝψεις. Εßναι το ζÞτημα της επιστροφÞς μου στην ΕλλÜδα. ΦυσικÜ, φυσικüτατα θÝλω να γυρßσω στη Πατρßδα. ΑλλÜ καθüλου δεν εßμαι εκνευρισμÝνος εξ αιτßας του ζητÞματος αυτοý. Στην ΕλλÜδα θÝλω να γυρßσω και πρÝπει να γυρßσω üσο το δυνατü γρηγορüτερα γιατß αν δεν γυρßσω, σα συγγραφÝας εßμαι χαμÝνος. (Δε μπορþ βÝβαια να γßνω -Ýτσι εßναι με αυτü το συγγραφιλßκι- στα καλÜ καθοýμενα οýγγρος Þ γερμανüς συγγραφÝας -μüνον Ýλληνας συγγραφÝας μπορþ να εßμαι, αλλÜ 20 Ýτη μακρυÜ απü την ΕλλÜδα, δε μπορþ πια να 'μαι Ýλληνας συγγραφÝας). Αυτü εßναι το ζÞτημα. Αλλοιþς -αν Þμουνα γιατρüς, μηχανικüς, τορναδüρος Þ καστανÜς (Ýχει κι εδþ καστανÜδες στο δρüμο!), θα με Ýφτανε να 'ρχομαι καμμιÜ φορÜ να σας βλÝπω και δε θα μου χρειαζüτανε και πολý να γυρßσω στην ΕλλÜδα. Μπορþ εγþ να ζÞσω κι Ýξω -και με το κλßμα και με τη κοινωνßα των ξÝνων δεν τα πÜω Üσχημα, θα μποροýσα να ζÞσω, üπως Ýζησαν εκατομμýρια ξενητεμÝνοι Ýλληνες. ΑλλÜ ξενητεμÝνος συγγραφÝας δεν ξÝρω να υπÞρξε -μüνον απü τη ρßζα σου μπορεßς να τρÝφεσαι. Γι’ αυτü και μüνο γι’ αυτü θÝλω να γυρßσω. Και μην ανησυχεßς καθüλου -εγþ θα γυρßσω. Γι’ αυτü ακριβþς προτιμþ να επιβÜλω το γυρισμü μου -γυρισμü ενüς συγγραφÝα που 'χει αξßα- παρÜ να στενοχωριÝμαι με νοσταλγßες Þ ν' ανυπομονþ και να ταπεινþνομαι με παρακÜλια. Εσý Λßτσα μου, ξÝρεις πριν απü 30 Ýτη Ýναν αδýνατο, καλüκαρδο -κι αρκετÜ Üτακτο- αδερφü. Αυτüς που σου γρÜφει εδþ εßναι Ýνας σκληρüς κι επßμονος Üνθρωπος".



============================


                                                 ΑνυπερÜσπιστοι

     Επεισüδιο απü τον Εμφýλιο Πüλεμο του 1947-1949 στην ΕλλÜδα.
     Η κýρια δýναμη των ανταρτþν εßχε συντριβεß στη Ροýμελη. Κυκλþνοντας τα βουνÜ, ο κυβερνητικüς στρατüς τραβοýσε τþρα σιγÜ και μεθοδικÜ την εκκαθÜριση, χτενßζοντας üλη τη περιοχÞ κι εξοντþνοντας τις τελευταßες δυνÜμεις τους, τσακισμÝνες και σκορπισμÝνες. ΠαραπÜνω, στη Μακεδονßα και την ¹πειρο, ο πüλεμος δεν εßχε κριθεß, συνεχιζüταν μ’ üλο το πεßσμα μιας τελικÞς αναμÝτρησης που θα γινüταν σε λßγο.
     Η μικρÞ ομÜδα των αναρτþν, δεκατισμÝνη και ξεκομμÝνη, Ýνοιωθε πια τον κλοιü και την Ýσφιγγε -Ýκλεινε, μßκραινε γýρω της με θανÜσιμη σταθερüτητα. Η ξαφνικÞ παγωνιÜ στο τÝλος του Απρßλη -ακüμα Ýνας θÜνατος πÜνω σε κεßνα τ’ αγριοβοýνια. Μια τελευταßα δυνατüτητα εκλογÞς, να πÜνε να χτυπηθοýνε- πÜλι θÜνατος. Να μεßνουν εκεß üσο να ’ρθουν να τους πιÜσουν αργÜ και γι’ αυτü -τους σκοτþνανε πια τους αιχμαλþτους, τους τραυματßες που πÝφτανε στα χÝρια τους. Οι προθεσμßες για την παρÜδοση εßχαν περÜσει -τους σκοτþνανε και τους αυτüμολους.
     Εßχανε κÜνει και τη τελευταßα προσπÜθεια που μποροýσαν να κÜνουνε. ΤραβÞξανε δεξιÜ, μες απ' το δÜσος, να τον σπÜζανε τον κλοιü, μπορεß να βρßσκανε δικÜ τους τμÞματα. ΠÝσανε πÜνω σε φυλÜκια με πολυβüλα, τους δεχτÞκανε με πυκνÜ πυρÜ. ¸νας τους Ýπεσε πιÜνοντας τη κοιλιÜ του -θερισμÝνη απü ριπÞ. Δεν μποροýσαν να τον πÜρουν, να τον βοηθÞσουνε, τßποτα δεν μποροýσανε να του κÜνουνε. Τον σκοτþσανε να μη βασανßζεται -Ýμεινε εκεß. Οι Üλλοι γυρßσανε πßσω και ξαναμπÞκανε στη τρýπα που τους απüμεινε.
     Τρεις μÝρες βρισκüνταν εκεß και δεν κÜνανε τßποτα -μüνο τρÝμαν απü το κρýο. ΦωτιÜ δεν ανÜβανε, φοβüντανε τον καπνü. ΞαναμετρÞσανε τα τελευταßα τους εφüδια, τα πυρομαχικÜ και τα τρüφιμα. Δεν Þτανε πολλÜ, δεν Þτανε για πολý. ΑναμετρÞσανε και τις δυνÜμεις που τους απομÝνανε- δεν Þτανε κι αυτÝς για πολý. Απü τη μÝρα που δοκßμασαν να περÜσουνε, πρÝπει να τους ξÝρανε πως κρυβüντανε σε κεßνο το μÝρος του δÜσους, να τους εßχαν επισημÜνει. Αýριο, μεθαýριο το πολý, θ’ αρχßζανε να τους ψÜχνουν, ορισμÝνα, σημαδεμÝνα γι’ αυτοýς. Να μεßνουν εκεß, να μεßνουν ακüμα -πÜλι θÜνατος. ΜονÜχα θÜνατος. Ολοýθε. Απ’ ολοýθε.
     Τα μεσÜνυχτα εßχαν περÜσει. Χιüνιζε συνÝχεια.
     Το πρωß θα ’ρθουνε πια, εßπε κÜποιος.
     ΚανÝνας δε μßλησε.
     Τι δε σκοτωνüμαστε, βρε παιδιÜ, μεταξý μας; εßπε σε λßγο ο ΣατÝλης. Ο τελευταßος κρατÜ μια σφαßρα… Και πεθαßνουμε λεýτεροι… Ο ΣατÝλης Þτανε κομμουνιστÞς απü την ΑθÞνα. ΦοιτητÞς. ¸γραφε και ποιÞματα, λÝγαν.
 ¢σε τα αυτÜ τα δικÜ σου, να ζÞσεις, εßπεν Þσυχα ο διμοιρßτης ο Γρßβας. Στα βιβλßα γßνονται, ΣατÝλη.
     Ο διμοιρßτης Þτανε λοχßας στην Αλβανßα. ΠολÝμησε ýστερα στον ΕΛΑΣ. Και πολεμοýσε τþρα -κÜπου δÝκα χρüνια. Χωρßς Ýξαρση και χωρßς φρßκη για τον πüλεμο.
 ΦοβÜσαι τþρα, ΣατÝλη; εßπε κÜποιος μÝσα στο σκοτÜδι.
 ΝτρÝπομαι, εßπε αυτüς.
 Δεν αυτοκτονοýν οι επαναστÜτες, ΣατÝλη, εßπε επßσημα ο Λßλης. Οýτε ντρÝπονται για τις δυσκολßες.
     Ο Λßλης Þταν ο πολιτικüς επßτροπος του λüχου τους. Στις μÜχες βρÝθηκε να ’ναι στη διμοιρßα τους, ξεκοπÞκαν απü τους Üλλους -Ýμεινε μαζß τους. Τα λüγια του Þτανε πÜντα παρμÝνα απü κομματικÝς αποφÜσεις και μαθÞματα πολυγραφημÝνα.
 Μα προς τι; ακοýστηκε πÜλι ο ΣατÝλης. ΕπανÜσταση το λες ακüμα; Να μας κυνηγοýνε πÜνω στον πÜγο; Σα λýκους;
     Σþπασαν üλοι -κι ο Λßλης. Σκεφτüταν τα λüγια του- την επανÜσταση, τη ντροπÞ. Και σκεφτüτανε και τους λýκους. Τις τελευταßες μÝρες, καθþς αραßωσαν τα πυρÜ, αρχßσαν να ουρλιÜζουνε γýρω τους -ακüμα Ýνας θÜνατος.
 Να πÜμε εμεßς να τους βροýμε, εßπε ο Στρßμος. Ελπßδα δεν Ýχει, δεν Ýχει επßτροπε, κατÜλαβÝ το… Πεθαßνεις üμως ορθüς… Και ζωντανüς, σαν Üντρας.
     Ο Στρßμος δεν Þτανε κομμουνιστÞς, τßποτα δεν Þτανε. ΒρÝθηκε να ’ναι μαζß τους μüνο γιατß ’ταν αντÜρτες. Και δεν Ýφυγε üταν το μετÜνιωσε -να μη ποýνε πως δεßλιασε.
 Εγþ δεν πÜω πουθενÜ, εßπε ο ΦαρμÜκης. Οýτε αυτÜ που λÝει ο ΣατÝλης -παλαβομÜρες δικÝς του. Καθßστε εδþ, να παραδοθοýμε.
     Ο ΦαρμÜκης Þθελε να παραδοθεß. Το ’θελε απü καιρü, μα φοβÞθηκε να το κÜνει. Κρατοýσε ακüμα μια ελπßδα, δε θα τους σκüτωναν, τουλÜχιστον αυτüν.
 ΠÜμε που σας λÝω γω, ξανÜπε ο Στρßμος.
 Ο ΣατÝλης σκοτþνεται κει μοναχüς του, εσý παραδßνεσαι…
ευχαριστημÝνος κι ο επßτροπος -δεν αυτοκτονÞσαμε, εßπε ο ΒερβÝρης. Σηκþθηκε, χτυποýσε τα πüδια του κÜτω, χοροπηδοýσε.
 ΤρελλÜθηκες; εßπε Þσυχα ο διμοιρßτης.
 Κρυþνω, εßπε αυτüς. ΜονÜχα κρυþνω…
     Ο ΒερβÝρης τα μοßραζε üλα: φανÝλες, τα τσιγÜρα, τις σφαßρες του. Τþρα εßχε μεßνει ο γυμνüτερος απ’ üλους.
 Να μη πεθÜνουμε ακüμα, παιδιÜ, ακοýστηκε σε λßγο σÝρνοντας τα λüγια του ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς.
     Ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς Þταν Üνθρωπος του βουνοý κι απü κεßνα τα μÝρη. Μια φορÜ το χρüνο μιλοýσε. Γýρισαν üλοι τα μÜτια τους καταπÜνω του -να μποροýσαν να τον βλÝπαν κεßνη την þρα.
 Τη κορφÞ του βουνοý, τους εßπε, σÝρνοντας πÜλι κÜθε του λÝξη, δεν μπορεß να την Ýχουν πιασμÝνη. ΠÜμε απü κει, να φýγουμε.
     Κανεßς δε μßλησε. ¼λοι τους εßχανε σκεφτεß γι’ αυτÞ τη κορφÞ, να φýγουνε και μüνο γι’ αυτÞ δεν εßπανε τßποτα. Η διαταγÞ τους üταν Üρχισε η επßθεση Þταν αυστηρÞ, να μη φýγουν, να μην αφÞσουνε το βουνü, να κρατηθοýν ως την τελευταßα τους σφαßρα, üσο να ’ρθουν ενισχýσεις κι εßχανε δþσει στις συνελεýσεις που γßνανε, το λüγο της επαναστατικÞς τους τιμÞς. Τþρα πια δεν ξÝρανε τßποτα για το λüχο τους, για τις Üλλες δυνÜμεις, για üλον τον πüλεμο. Τα πυρÜ εßχαν αραιþσει πÜρα πολý, φαινüντανε κÜποτε να ’χουν ολüτελα σταματÞσει -η σιωπÞ του τÝλους. Οι φωτοβολßδες που πÝφταν εßχανε μεßνει ο τελευταßος τους δεσμüς με τον κüσμο -μετροýσανε μ' αυτÝς απü νýχτα σε νýχτα πüσο κοντýτερα φτÜσανε τα φυλÜκια του στρατοý που τους ζþνανε.
 ΜπροστÜ μας βρßσκονται ωστüσο, εßπε κÜποιος σε λßγο. ¸χουνε φυλÜκια ψηλüτερα απü μας.
 Δυο μÜλιστα, εßπε Ýνας Üλλος.
 ¸χουν εßπε ο διμοιρßτης. Το ’να βρßσκεται δω, χαμηλÜ, πολý κοντÜ μας. Το μαρκÜρισα εγþ, σας περνÜω απü δßπλα.
 Τ’ Üλλο βρßσκεται ψηλüτερα, στα μισÜ του βουνοý, εßπε ο Βασßλης. Εßναι κανα δυο καλýβια, αυτÜ θα 'χουν πιÜσει. Σας περνÜω εγþ μÝσα απ’ το δÜσος.
 Η διαταγÞ μας εßναι να μεßνουμε εδþ, εßπε ο Λßλης.
 ¹τανε, σýντροφε επßτροπε, εßπε ο διμοιρßτης.
 Οι κομμουνιστÝς δεν αυτοκτονοýν, σýντροφε επßτροπε, εßπε Ýνας Üλλος. Εσý δεν το ’πες;
 Μα ποý θÝλετε να πÜτε; ξανÜπε ο Λßλης.
 ΣωπÜσαν. Στ’ αλÞθεια, δεν ξÝραν που θÝλουν να πÜνε.
 ΚαλÜ, εßπε σε λßγο ο ΦαρμÜκης, το περÜσαμε αυτü το φυλÜκιο το κÜτω. Και περÜσαμε, ας ποýμε και τ’ Üλλο. ¾στερα;
 ¾στερα, εßπε ο Βασßλης, ξÝρω το μονοπÜτι του γκρεμοý, που περνÜ στη κορφÞ. Δεν το ’χουν ακüμα πιασμÝνο, δε γßνεται να το πιÜσαν. ΜÞτε το ξÝρουνε. Και να το ξÝρανε, δεν προφταßνανε να το πιÜσουν =κι εßναι κι αυτüς ο καιρüς…
 Σα να λÝμε, δηλαδÞ, να φýγουμε πια, εßπε ο Λßλης. Πþς το μπορεßτε;
 Πüσος δρüμος εßναι ως εκεß; ρþτησε ο διμοιρßτης σα να μη τον Üκουσε.
 Ως τον γκρεμü;
 Ναι, ως τον γκρεμü.
 Απü τþρα ως το βρÜδυ, χωρßς στÜση.
 Κι απü κει στη κορφÞ; ρþτησε κÜποιος.
 Η κορφÞ εßναι στην Üλλη Üκρη απ’ το πÝρασμα του γκρεμοý. ΦτÜσαμε στο γκρεμü, φτÜσαμε πια στη κορφÞ, τους εξÞγησε ο Βασßλης.
 ΔηλαδÞ, σα να λÝμε, 12-14 þρες…
 Τüσο.
 ΚαλÜ… Πες εσý τις κÜναμε αυτÝς τις δεκατÝσσερις þρες. Και τα περÜσαμε τα φυλÜκια. Και πες πως βγÞκαμε στη κορφÞ. ¾στερα;
 ¾στερα πÝφτουμε πßσω…
 Και πßσω; Τι λες εσý; δεν το ’χουνε πιÜσει;
 Απ’ την Üλλη πλευρÜ του βουνοý; Δεν πιστεýω να πρüφτασαν. Εßναι μεγÜλα τα δÜση, τι να φυλÜξουνε; Δεν μπορεß να τα πιÜσαν ακüμα, μÞτε πιÜνονται  αυτÜ,  τÝτοια δÜση, τα περÜσματα θα ’χουνε πιÜσει.
 Και λοιπüν, τα μεγÜλα δÜση, εßπε κÜποιος. ΔηλαδÞ πÜλι κλεισμÝνοι.
 ¼χι, εßπε ο Βασßλης. Απü κει περνοýμε στον Πßνδο. Γλιτþσαμε.
 Γλιτþσαμε, εßπε ο ΦαρμÜκης. Και ποιος σου λÝει πως δεν τον πÞρανε και τον Πßνδο;
 ¼χι, üχι, εßπε ο Λßλης. Οι δικοß μας εßναι κει. Τον κρατÜνε τον Πßνδο.
 Τüτε τι μας λες εσý να κÜτσουμε δω; ρþτησε κÜποιος.
 Να κρατÞσουμε και μεις εδþ. Αυτü.
 Κι εγþ σου λÝω πως τον πÞρανε και τον Πßνδο, μουρμοýρισε κÜποιος. ¢κουσÝ την αυτÞ την ησυχßα τριγýρω μας… ΤÝλειωσε ο πüλεμος. Μüνο μεßς απομεßναμε…
 Δεν ξÝρω, μπορεß κι αυτü, εßπε ο Βασßλης. Μ’ αν τη περÜσουμε μεις αυτÞ τη κορφÞ και πÝσουμε πßσω στα δÜση, ýστερα, αν τÝλειωσαν üλα, σκορπßζουμε… Εßναι και τα χωριÜ… Τι να σας πω;..
 Και πþς μποροýμε εμεßς να τη περÜσουμε τÝτοια κορφÞ; Με τÝτοιο κρýο; Μ’ αυτÜ τα πüδια; Ýκανε μια τελευταßα προσπÜθεια ο ΦαρμÜκης. ¼χι, δεν το μποροýμε…
 ¼σο μποροýμε, üσοι μποροýμε, εßπε ο Στρßμος και σηκþθηκε. Τι τα ψιλολογÜτε δω πÝρα;
 Τι Ýχουμε να χÜσουμε; εßπε ο ΒερβÝρης και σηκþθηκε κι αυτüς. Αν περÜσουμε, αν ζÞσουμε, πÜμε στον Πßνδο, τους βρßσκουμε…
 Και μας περνÜνε στρατοδικεßο, εßπε κÜποιος.
 Μüνον εμÝνα. Εγþ την Ýδωσα τη διαταγÞ, εßπε ο διμοιρßτης και σηκþθηκε. ΞεκινÜμε.
     Σηκþθηκαν üλοι, κι ο ΦαρμÜκης. Κι ο Λßλης σηκþθηκε, δεν εßπε τßποτα, δεν Ýκανε τßποτα. ΦορτωθÞκανε τα üπλα τους, τους Üδειους γυλιοýς, τα λßγα τρüφιμα που τους Ýμειναν, συμμÜζεψαν πÜνω στο σþμα τους τα κουρÝλια τους, χτυποýσανε στο χþμα τα πüδια τους, αραßωσαν. Μερικοß κÜνανε το σταυρü τους μÝσα στο σκοτÜδι. Ο Βασßλης μπρος τους οδηγοýσε μες απ' το δÜσος. ¢φησε το μονοπÜτι, Ýκοψε ψηλüτερα, Ýπιασε τον ανÞφορο, ευθεßα. ΚÜθε λßγο σταματοýσε, κοßταζε γýρω, σα να ’βλεπε μες στο σκοτÜδι, Ýσκυβε κÜτω, σα να μυριζüταν τον τüπο -σταματοýσανε üλοι. Κινοýσε πÜλι -κινοýσανε πßσω του. Μες απü τα τρýπια ποδÞματα που φοροýσαν, Üλλοι κουρÝλια δεμÝνα με σπÜγκους, τα δÜχτυλα των ποδιþν τους ξυλιÜζανε. Ο αγÝρας περνοýσε μες απ' τις τριμμÝνες τους χλαßνες. ¸νας ξεπÜγιασε. ΣταθÞκανε λßγο μπρος του, του κλεßσανε τα μÜτια, ýστερα πÞρανε το γυλιü του, ξεκßνησαν πÜλι. ΠÜνω απ' τα δÝντρα ξημÝρωνε Ýνα φως σκοτωμÝνο. Ο Βασßλης σταμÜτησε, στÜθηκαν üλοι, μαζεýτηκαν γýρω του.
 Το φυλÜκιο, τους εßπε, τ’ αφÞσαμε δεξιÜ. ΠÜει αυτü…
 Δρüμο τþρα για τ’ Üλλο, εßπε ο διμοιρßτης.
 Και πüτε λες να το φτÜσουμε; ρþτησε κÜποιος.
 Τα βλÝπετε; Τþρα βιÜζεστε κιüλας, εßπε κÜποιος και γÝλασαν λßγο.
 ΜιλÜτε  σιγÜ,  εßπε  ο  διμοιρßτης.  ¹ καλýτερα  μη  μιλÜτε ακüμα…
     ΞεκινÞσανε πÜλι, περπατοýσαν αμßλητοι. ¼λο το πρωß. Πριν απü το μεσημÝρι φτÜσανε στην Üκρη του δÜσους. ΣτÜθηκαν εκεß, φÜγαν üρθιοι λßγο ψωμß, ξεκßνησανε πÜλι. Εßχανε τþρα μια πλαγιÜ ν’ ανεβοýνε, γυμνÞ κι απüτομη, πνιγμÝνη στο χιüνι -κι Ýπεφτε ακüμα, κεßνο το χιüνι το πυκνü, το παχý, που πÝφτει βουβÜ. Πηγαßνανε με τα χÝρια και με  τα πüδια. ΚÜθε  βÞμα γινüτανε βαρýτερο, δυσκολüτερο. ΚÜθε λßγο σταματοýσανε, βοηθοýσανε, τραβοýσανε κÜποιον.
 Αχ, ας μεßνουμε λßγο, εßπε η Κατßνα.
     ¹ταν η τελευταßα γυναßκα της διμοιρßας τους π’ απüμεινε ζωντανÞ. Βραδυποροýσανε στην ουρÜ της  φÜλαγγας με  το ΣατÝλη -πÜντα με το ΣατÝλη. Παλιüτερα τους εßχανε κατηγορÞσει στη συνÝλευση του λüχου  -ερωτοτροπßες και μικροαστικÜ υπολεßμματα. Τþρα της πÞρανε το γυλιü, κÜποιος Üλλος φορτþθηκε τη κουβÝρτα της.
 Δω μου το üπλο σου, της εßπε ο ΣατÝλης. Εδþ, στον ανÞφορο λßγο.
     ΣτÜθηκαν. ΣÞκωσε τα δυο της τα χÝρια και του τρÜβηξε τη μÜλλινη κουκοýλα, που του σκÝπαζε üλο το πρüσωπο, αργÜ και την  ßσιαζε.  ΧαμογÝλασαν  ο  Ýνας  στον  Üλλο.  Του  ’δωσε  το ντουφÝκι της. ΠιÜστηκαν απü το χÝρι και κßνησαν να φτÜσουν τη φÜλαγγα. Δε χρειÜστηκε να το κουβαλÜ πολý. Σε λßγο στÜθηκε, ακουμπþντας τη πλÜτη του σ’ Ýνα βρÜχο. ¾στερα κÜθισε κÜτω με τη πλÜτη, το κεφÜλι του ακουμπισμÝνο στο βρÜχο. Η Κατßνα Ýβαλε τις φωνÝς, σταμÜτησαν üλοι.
 ΣÞκω πÜνω, θα ξεπαγιÜσεις, πρüσταξε ο διμοιρßτης.
     Ο ΣατÝλης χαμογελοýσε.
 ¸χω μια ζÝστη, εßπε. Εßναι καλÜ…
     Ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς, Ýτρεξε κοντÜ του. Τον Üρπαξε απü τα χÝρια, τον τßναξε.
 ΦτÜνουμε στο φυλÜκιο… Στο φυλÜκιο.. Κþστα…
     Ο ΣατÝλης τονε κοιτοýσε, δεν σηκωνüτανε. Χαμογελοýσε πÜντα, εßχε μια ζÝστη και τα μÜτια του βασιλεýανε μακρυÜ, σα να νýσταζε. Ο Βασßλης την Þξερε αυτÞ τη ζÝστα κι αυτÞ τη νýστα πριν το ξεπÜγιασμα -üλοι τη ξÝρανε πια. Τ’ Üφησε τα χÝρια, του ’δωσε Ýνα μπÜτσο, δεýτερο, μÜταια.  Ο ΣατÝλης Ýγειρε δßπλα. Τον Üρπαξε τüτε στην αγκαλιÜ του, κüλλησε τα χεßλη του στο στüμα του. Τα χÝρια του ΣατÝλη κρεμαστÞκανε κÜτω. Τον ακοýμπησε στο χþμα σιγÜ, σα να τον ξÜπλωνε, του ’κλεισε τα μÜτια, το δικü του το πρüσωπο Þτανε λουσμÝνο στα δÜκρυα -τραβÞχτηκε παραπÝρα να μη τονε βλÝπουν. Η κραυγÞ της Κατßνας ξÝσκισε την ερημιÜ του τüπου. ΣτÜθηκαν üλοι, κÜπως περισσüτερο, μπρος στον ΣατÝλη το φοιτητÞ, με τα βιβλßα και τα ποιÞματα, την επανÜσταση, τη Κατßνα και τα μικροαστικÜ υπολεßμματα -τονε κοιτοýσανε που τονε σκÝπαζε το χιüνι, κÜτω απü κεßνο τον ολüγυμνο βρÜχο. ¾στερα, κÜποιος Ýσκυψε, τον γýρισε, του ’βγαλε το πουλüβερ – το δþσανε στο ΒερβÝρη, το φüρεσε. ΨÜξανε στις τσÝπες του – τα δþσαν üλα σ’ αυτÞν. ΚÜποιος του ’βγαλε και τη κουκοýλα, της τη δþσαν αυτηνÞς, τη φüρεσε με το ζüρι. ΠÞραν απü το γυλιü του το λßγο ψωμß και τις σφαßρες, ο Βασßλης μπÞκε μπρος, ο διμοιρßτης Ýμεινε πßσω, κινÞσανε πÜλι. Η Κατßνα Ýκλαιγε και τα δÜκρυÜ της τρÝχανε μÝσα στη κουκοýλα του ΣατÝλη. Και περπατοýσανε πÜλι. ¼λο το μεσημÝρι. Με τα χÝρια και με τα πüδια σ' αυτÞ τη πλαγιÜ, þσπου φτÜσανε πÜλι σε δασωμÝνο  μÝρος.  ΠÝσανε τüτε ξÝπνοοι πÜνω στα δÝντρα, ακουμποýσανε τις πλÜτες τους στους κορμοýς, τους αγκÜλιαζαν να σταθοýν ορθοß.
 Μη στÝκεστε δω, εßπε ο Βασßλης. ΦτÜσαμε στο φυλÜκιο.
 ΚουρÜγιο, παιδιÜ, εßπε κι ο διμοιρßτης. Να το περÜσουμε γρÞγορα. Αραιωθεßτε. ΓρÞγορα. Αμßλητοι.
 Σταθεßτε, εßπε ο Λßλης και βγÞκε μπροστÜ. ΣτÜθηκε, γýρισε το κεφÜλι του, τους κοßταξε üλους. Σýντροφοι… θα το χτυπÞσουμε αυτü το φυλÜκιο.
     ¹ταν Ýτοιμος να τους θυμßσει το λüγο της επαναστατικÞς τους τιμÞς να μην αφÞσουνε το βουνü. ¹ταν Ýτοιμος γι’ αυτÞ τη μÜχη. Απü τα μεσÜνυχτα που ξεκßνησαν και δεν ξαναμßλησε, τη σχεδßαζε μÝσα στο νου αυτÞ τη μÜχη, μια νßκη, να στÞσουν φυλÜκιο εκεß, να σταθοýν, να ξαναρχßσουν εκεß, να τον ξαναρχßσουν απü κει τον πüλεμο σ’ αυτü το βουνü, με τα εφüδια που θα παßρναν, με τα σκορπισμÝνα τμÞματα που θα μαζεýονταν, με τις ενισχýσεις που θα φτÜναν σε λßγο – θα φτÜναν σε λßγο. Τα δανεισμÝνα λüγια εßχαν τελειþσει, δεν εßχε καθüλου λüγια. ¢νοιξε τα χÝρια του σα να τους αγκÜλιαζε, το πρüσωπü του ακÝριο γßνηκε φως.
 Θα το χτυπÞσουμε, σýντροφοι… Σýντροφοι…
     Ο μικρüς του στρατüς στεκüτανε μπρος του, ασÜλευτος, απρüθυμος. Τον εßχανε κÜνει τον περισσüτερο δρüμο, κοντεýανε πια στη κορφÞ της σωτηρßας. Κανεßς δε μßλησε, μÝναν üλοι με τα μÜτια σκυμμÝνα. ¾στερα, σαν üλοι μαζß, τα σηκþσανε, ζητοýσανε του Βασßλη τα μÜτια. ΣÞκωσε το κεφÜλι του, γýρισε, κοιτοýσε το διμοιρßτη -üλα τα μÜτια καρφþθηκανε πÜνω του. Στεκüτανε δßπλα στο Λßλη και κεßνη η βαθειÜ χαρακιÜ του στα φρýδια φαινüτανε ν' αυλÜκωνε üλο το μÝτωπο. Η σιωπÞ φαινüτανε να ’πηξε, σα να πÜγωσε γýρω τους.
 ΞεκινÜμε, εßπε ο διμοιρßτης σε λßγο.
 Το φυλÜκιο, εßπε ο Λßλης. Και θα το πÜρουμε… ¸κανε Ýνα βÞμα μπρος.
 Ο διμοιρßτης Ýκανε Ýνα βÞμα προς τα πßσω. ΓρÞγορα, δυνατÜ, ζυγιασμÝνα, τονε χτýπησε πßσω στο κεφÜλι με τη λαβÞ του πιστολιοý του. Ο Λßλης Ýγειρε μπρος, δεýτερο χτýπημα κι Ýπεσε.
 Εμπρüς… Στη γραμμÞ… Προχωρεßτε, εßπε ο διμοιρßτης.
     Η ομÜδα στεκüταν ακüμα, ασÜλευτη σα μαζωμÝνη, με τον επßτροπο μπρος στα πüδια της. Ο Βασßλης κßνησε πρþτος, μπÞκε μπρος, οι Üλλοι πÞγανε πßσω του, ο διμοιρßτης Ýμεινε τελευταßος. Ο ΒερβÝρης πÞγε, στÜθηκε δßπλα του. ΚοιταχτÞκανε στα μÜτια.
 Πες πως  το ’κανα γω, εßπε ο ΒερβÝρης -αυτüς που τα ’δινε üλα.
     Ο διμοιρßτης Üπλωσε το χÝρι του στον þμο του, πÞγαν Ýτσι κοντÜ στους Üλλους. Ξεκßνησαν. Περπατοýσανε τþρα με το κεφÜλι σκυμμÝνο – ο νεκρüς επßτροπος βÜραινε πÜνω στις πλÜτες τους. ΜÝσα στο μÝρος το δασωμÝνο, που βρßσκονταν ακüμα, Þτανε λßγο καλýτερα -δεν εßχαν εκεßνο το χιüνι που τους κουκοýλωνε και τους Ýπνιγε. Σε λßγο περνοýσαν ψηλüτερα απ’ το φυλÜκιο, Ýξω απ’ τον κλοιü του στρατοý. Το κρýο δυνÜμωνε. Σηκþσανε τα κεφÜλια τους, πετÜξανε τους νεκροýς που τους βÜραιναν, να λευτερþσουνε τις πλÜτες τους, να γρηγορÝψουνε το περπÜτημα, να φτÜσουνε.
 Ως το βρÜδυ θα πεθÜνω κι εγþ, εßπε η Κατßνα και στÜθηκε.
     ΣταθÞκανε, την αρπÜξανε, τη τρÜβηξανε, ξεκßνησαν πÜλι. ΚÜθε λßγο Ýπρεπε τþρα να σταματÜνε, να μαζεýουνε τη μικρÞ τους φÜλαγγα που 'σπαζε, να χαστουκßζουνε, να σηκþνουνε κÜποιον που καθüτανε κÜτω. ¼λο τ' απüγεμα. ΚατÜ την þρα που πÞρε και βρÜδιαζε, τα δÝντρα αρχßσανε κι αραßωνανε.
 ΠαιδιÜ, βγÞκαμε πÜνω… Μπαßνουμε τþρα στο μονοπÜτι, ακοýσανε μπρος τη φωνÞ του Βασßλη.
     ΠερπατÞσανε λßγο, βγÞκαν απ' τα δÝντρα, να το δοýνε το μονοπÜτι. ΚανÝνα μονοπÜτι δεν Þτανε, καμμιÜ κορφÞ της σωτηρßας. Δε χιüνιζε εκεß. ¸νας τüπος ολüγυμνος απλωνüτανε μπρος τους, ßσιος πÝρα για πÝρα και λυσσασμÝνος αγÝρας τον Ýδερνε, σÞκωνε σκüνη το χιüνι και το ’παιζε. Το σýνορü του απ’ την Üλλη μεριÜ χανüτανε, δε βλÝπανε σýνορο, δε φαινüτανε κανÝνα σýνορο σ' αυτüν τον τüπο, τßποτα δε φαινüτανε, Ýνα χÜος μüνο μπρος τους και το χιüνι που σÞκωνε ο αγÝρας και το ’παιζε. Το τρüμαξαν üλοι αυτü το τßποτα π' απλωνüτανε μπρος τους, κÜνανε πßσω, να ξαναμποýνε στα δÝντρα.
  Προχωρεßτε, ακοýστηκε πßσω ο διμοιρßτης μ' üση φωνÞ του ’χε μεßνει.
     ΠροχωρÞσανε. Το δÜσος χÜθηκε πßσω τους, ξÜφνου, σα να ρουφÞχτηκε. Τους τýλιξε η καταχνιÜ. Βρισκüντανε τþρα πÜνω σε κεßνη την Üπλα, πßσω και μπρος τους δεν Þτανε τßποτα και κÜθε βÞμα που κÜναν üλο και βοýλιαζαν μÝσα στο χÜος της. ΞεχυθÞκανε μπρος, σαν Ýνα κοπÜδι λαχταρισμÝνα ζþα. ΣÝρνονταν üλοι, σÝρνοντας ο Ýνας τον Üλλον. Δεν πηγαßνανε πια πουθενÜ. Ο κüσμος, επανÜσταση, διαταγÝς, πüλεμος, ο στρατüς, τα φυλÜκια, κορφÞ, σωτηρßα, üλα εßχανε τελειþσει στην Üκρη εκεßνου του δÜσους που βοýλιαζε. ΟυρλιÜζοντας πßσω τους, Ýνας Üσπρος θÜνατος τους κυνÞγαγε…
 Εγþ θα πεθÜνω ως το βρÜδυ, εßπε ο επιλοχßας, ο Κýρκας. ¸καμε λßγο να σηκωθεß, κοßταξε γýρω του με τα σβησμÝνα του μÜτια κι Ýπεσε πÜλι.
     Ο Κýρκας Þταν μüνιμος στο στρατü. Και τον αγαποýσε -üλα του τ' αγαποýσε, τη πειθαρχßα, τη τÜξη, τον κανονισμü, τις γυαλισμÝνες αρβýλες, τα στρατιωτÜκια, τους λοχαγοýς, την αναφορÜ το πρωß. Και τþρα πως θα πεθÜνει ως το βρÜδυ, για τη τÜξη τους το εßπε, σα να ’δινε την αναφορÜ του.
 ¼λοι θα ψοφÞσουμε δω… Απüψε κι εμεßς, εßπε ο λοχßας, ο ΔημÜκης.
     Κι ο ΔημÜκης μüνιμος Þτανε. Λωποδýτης, αγαπητικüς, τýραννος στο στρατþνα, εßχε τþρα δυο παρÜσημα στον εμφýλιο πüλεμο και τα δυο προκινδυνεýοντας για τους Üντρες της διμοιρßας του. ΠÞγε κοντÜ στον Κýρκα, γονÜτισε δßπλα του. ¹τανε πÜλι μοýσκεμα στον ιδρþτα, κÜτω απ' τις κουβÝρτες του Ýτρεμε ολüκληρος. Του σκοýπισε το μÝτωπο με τη πετσÝτα που ’τανε πεταγμÝνη δßπλα, του ßσιαξε τις κουβÝρτες, Ýσκυψε πÜνω του.
 ΘÝλεις τßποτα; Επιλοχßα…
     Ο Κýρκας δεν αποκρßθηκε. ¸πεφτε πÜλι σε βýθος. Ο ΔημÜκης σηκþθηκε, κοßταξε γýρω τους στρατιþτες μες στη σκηνÞ.
 ΤÝλειωσε το κονιÜκ; ρþτησε κÜποιος.
     Το κονιÜκ το ’χανε τελειþσει με τη διανομÞ της περασμÝνης μÝρας. Ο ΔημÜκης Ýσκυψε, πÞρε το δικü του παγοýρι, πÞγε πÜλι  κοντÜ στον  Κýρκα,  τ’  αναποδογýρισε  στο στüμα  του. Σηκþθηκε, τους κοßταξε πÜλι, τßναξε το παγοýρι του ανÜποδα, το πÝταξε στην Üκρη.
 Μη τον αφÞνετε μüνο του, τους εßπε βγαßνοντας.
 ΠÜει ο Κýρκας… Ο καλüς ο Κýρκας, μουρμοýρισε Ýνας και κουλουριÜστηκε στις κουβÝρτες του.
     Ο ΔημÜκης μπÞκε στην Üλλη σκηνÞ. ¹τανε κι εκεß μερικοß και τουρτουρßζανε.
 Τι δε δοκιμÜζεις πÜλι, μωρÝ Γιαννοýλη, εßπε κÜποιος.
 Τι να δοκιμÜσω, μωρÝ; Δεν Ýχω ασýρματο. Απü χτες ακüμα. ΠÜρτε το απüφαση.
     Ο ασυρματιστÞς Γιαννοýλης εßχε περÜσει τον εμφýλιο σε ζεστοýς καταυλισμοýς, κοντÜ σ’ εφοδιασμοýς και σε διοικÞσεις. Το ’χε σßγουρο πως θα πÞγαινε Ýτσι ßσαμε το τÝλος. Η απßστευτη περιπÝτεια να βρßσκεται τþρα δω πÜνω, τονε τρÝλλαινε, χειρüτερα απ’ το κρýο.
 Δε γßνεται τßποτα; τον ρþτησε κι ο ΔημÜκης.
 Δε γßνεται τßποτα, λοχßα, εßπε ο Γιαννοýλης. ¸πρεπε να μ’ αφÞνατε χτες να κατÝβω. Τþρα κλειστÞκαμε δω…
 Ρßξε μια φωτοβολßδα, εßπε Ýνας στρατιþτης.
 Απαγορεýεται φωτοβολßδες, εßπε ο ΔημÜκης.
 Θα πεθÜνουμε, λοιπüν…

     ¹ταν η 3η μÝρα που το μκρü τμÞμα του κυβερνητικοý στρατοý βρισκüτανε πÜνω σε κεßνο το πÝρασμα της κορφÞς. Δυο στοιχεßα πολυβüλου , δυο στοιχεßα πεζικοý, Ýνας ασýρματος. Ο λοχαγüς τους Þτανε κι αυτüς απü κεßνα τα μÝρη, üπως ο Βασßλης ο ΜουλαρÜς -και τα ’ξερε, το ’ξερε κι αυτüς πως Ýχει Ýνα τÝτοιο μονοπÜτι στη κορφÞ του βουνοý, πÜνω στο γκρεμü το ’χε ακοýσει μικρüς μÝσα σε παλιÝς ιστορßες για καραβÜνια, αγωγιÜτες, κλÝφτες και δρÜκους. ¸ψαξε, το βρÞκε πÜνω στο χÜρτη, το σημεßωσε καλÜ, πÞρε το χÜρτη, σηκþθηκε και πÞγε στη διοßκηση του τÜγματος -να το πιÜσουν αυτü το πÝρασμα, πριν ακüμα τελειþσουν οι μÜχες στα χαμηλþματα του βουνοý. Μüνον απü κει μποροýνε να πÜνε... Ο λοχαγüς Þταν νÝος και μισοýσε τους κομμουνιστÝς -δικü του μßσος. ¸φεδρος, πρþτη φορÜ πολεμοýσε -και πολεμοýσε σαν üλος ο πüλεμος να κρινüταν απ’ αυτüν, απü το δικü του το μßσος.
 Και δεν πÜνε; εßπε Þσυχα ο ταγματÜρχης κι οýτε κοßταξε το χÜρτη που του ’δειχνε. Ποý θα πÜνε; Θα πεθÜνουν απü το κρýο.
     Ο ταγματÜρχης Þταν μüνιμος. ΓερασμÝνος μες στους πολλοýς πολÝμους της γενιÜς του, δεν τους Ýβρισκε καμιÜ νοστιμιÜ -νικητÝς, νικημÝνοι, οι  νεκροß που πεθαßνουν, οι ζωντανοß  που ξεχνÜνε και πÜλι τα ßδια. Ετοýτος Þταν ο τελευταßμος του πüλεμος πριν απü τη σýνταξη.
 Το κρýο, μÜλιστα, εßπε κι ο λοχαγüς. Μα δεν εßναι βÝβαιο πως θα ψοφÞσουν üλοι τους απ’ το κρýο…
 Κι οι δικοß σου που θÝλεις να στεßλεις; Δεν παγþνουν αυτοß;
 Ο λοχαγüς τρÜβηξε λßγο τις πλÜτες…
 Σωστü κι αυτü, μα τη θÝση, θ
α βαστÜξουν, εßπε. ΣÞμερα, αýριο, μια-δυο μÝρες, üσο που να πÜμε και μεις -θα βαστÜξουν.
 ΛογÜριασε τις διπλÝς, τις τριπλÝς, εßπε ο ταγματÜρχης. ΠÜντα τις διπλÝς λογÜριαζε…
     Ο λοχαγüς πÜλι τις πλÜτες:
 Κι αυτü σωστü, μα τη θÝση...
Θα διαλÝξω καλοýς, ψωμωμÝνους, εßπε. Και τον ξÝρετε, τον επιλοχßα τον Κýρκα.
 ΠÜλι τον Κýρκα, μωρÝ παιδß μου;
 Δεν Ýχω καλýτερον.
 Καλýτερον… Αυτοß οι καλýτεροι χÜνονται πÜντοτε στον πüλεμο απü τον καιρü του ΦιλοκτÞτη, σ’ üλους τους πολÝμους, αυτοß, λοχαγÝ… Μα δεν εßναι Ýντιμο να τους σκοτþνουμε μεις, με τα χÝρια μας… επειδÞς εßναι καλýτεροι…
     Ο λοχαγüς δεν Þξερε ποιος Þταν αυτüς ο ΦιλοκτÞτης. ΤρÜβηξε πÜλι τις πλÜτες του, Üνοιξε λßγο τα χÝρια -τη θÝση. ΣωπÜσαν. Ο λοχαγüς στεκüταν ορθüς με το χÜρτη στα χÝρια -Þθελε να πιÜσουν αυτÞ τη θÝση. Κι Þθελε να στεßλει τον Κýρκα. Ο ταγματÜρχης σÞκωσε τα μÜτια, τονε κοßταξε μια φορÜ, σαν να τον μετροýσε. ΞανÜσκυψε το κεφÜλι με τ’ Üσπρα μαλλιÜ. Ο λοχαγüς εßχε δßκιο. Και για τη θÝση και για τον Κýρκα -ξανασÞκωσε το κεφÜλι του και τονε κοßταξε
 Να τη πιÜσεις τη θÝση, εßπε. Στεßλε τους. Και τον Κýρκα.
 Κι Ýναν ασýρματο; εßπε ο λοχαγüς;
 Ασýρματο;
 ΜÜλιστα. Να μη ρßξουν απü κει φωτοβολßδες.
     Ο ταγματÜρχης σηκþθηκε.
 ΣωστÜ, λοχαγÝ. Το Γιαννοýλη θα στεßλεις.
 Νομßζετε; Αυτü το μüμολο;
     Ο ταγματÜρχης Þξερε πως αυτüς ο Γιαννοýλης Þτανε σπιοýνος του λοχαγοý. ¸ριξε στο τραπÝζι το μολýβι που κρατοýσε στα χÝρια του. Το χεßλι του Ýτρεμε λßγο.
 Δε νομßζω τßποτα, εßπε. ΔιαταγÞ του τÜγματος -κι η φωνÞ του Þταν εχθρικÞ, σÜμπως να 'τανε να ξεπληρþσει τον Κýρκα, μ’ αυτÞ την πρÜξη δικαιοσýνης για το Γιαννοýλη.
     Την ßδια μÝρα η μικρÞ δýναμη του κυβερνητικοý στρατοý Ýφυγε για τη κορφÞ. Ο Κýρκας δε θÝλησε να το πει πως Þταν Üρρωστος -κρυωμÝνος. Ο ΔημÜκης το ’ξερε, πÞγε πÜλι μαζß του.
 ΠÜρτε μπüλικο κονιÜκ, τους εßχε πει ο λοχαγüς. Για δυο μÝρες, για τρεις.
     ΠÞρανε για τÝσσερις μÝρες, για πÝντε, üσο μποροýσαν να κουβαλÞσουνε. Με τη ξαφνικÞ παγωνιÜ τη δεýτερη μÝρα το 'χανε τελειþσει.
 Και σπßρτο να πÜρετε.
     Και σπßρτο πÞρανε, πολý. Το ξοδÝψανε για τους πρησμÝνους, τÝλειωσε κι αυτü.
 Επιμελητεßα μη περιμÝνεις εκεß πÜνω, επιλοχßα, üσο να 'ρθουμε. ΠÜρε φαÀ, λιπαρÜ, σοκολÜτα.
     ΠÞρε. Δε βοηθÞσανε σε τßποτα.
 Τα σκαπανικÜ τα πÞρες;
     ¼λα τα ’χε πÜρει ο Κýρκας. ΠερÜσανε μια νýχτα στο μικρü καταυλισμü στο τελευταßο φυλÜκιο, ζεσταθÞκανε στα καλýβια, ξεκουρÜστηκαν. Την Üλλη μÝρα Ýφτασε πÜνω με τη μικρÞ του δýναμη. ¸δωσε το σÞμα με τον ασýρματο που λειτουργοýσε ακüμα, Ýστησε τα πολυβüλα του ακριβþς απÜνω στο πÝρασμα, οργÜνωσε τις θÝσεις, Ýβγαλε σκοπιÝς απÜνω στο πλÜτωμα ως εκεß π’ αρχßζαν τα δÝντρα. Τα ’κανε üλα σωστÜ και με τÜξη, üπως εßναι στον κανονισμü. Τη νýχτα Þρθε το κρýο, του τα χÜλασε üλα. Οι στρατιþτες ξυλιÜσανε μÝσα στις σκηνÝς, οι μικρÝς φωτιÝς μÝσα στα κρÜνη δε βοηθοýσαν σε τßποτα, οι περιπολßες δεν ξεμýτισαν πÝρα απ’ το μονοπÜτι, τρεις σκοποß του πÜθαν κρυοπαγÞματα. Το πρωß τα üπλα, τα πολυβüλα βρεθÞκαν κοκαλωμÝνα, τα λÜδια πÞξανε μÝσα, ο πÜγος εßχε σκεπÜσει τα ορýγματα. Χωρßς βλαστÞμιες, χωρßς βιασýνη, επßμονα, Þμερα, χωριÜτικα αυτüς ξανÜρχισε με ψηλü πυρετü.
 ΠÝτρο, εßσαι Üσχημα, εßπε ο ΔημÜκης. Να σε κατεβÜζαμε στο φυλÜκιο;
 ΚÜνε τη δουλειÜ σου, λοχßα, εßπε αυτüς.
     Το μεσημÝρι ο πυρετüς του ανÝβηκε στα σαρÜντα, στÜθηκε ορθüς ως το βρÜδυ, Ýστειλε μια ομÜδα, φÝρανε ξýλα, ανÜψαν φωτιÝς -δε βοηθοýσαν. Επιθεþρησε τις σκηνÝς, τις σκοπιÝς, τους πρησμÝνους, τους Ýδωσε üλο το σπßρτο. ΜοιρÜσανε το τελευταßο κονιÜκ, Þπιε το δικü του μονοροýφι, κοιμÞθηκε αμÝσως, παραμιλοýσε üλη τη νýχτα. Το πρωß της τρßτης μÝρας Ýκανε να σηκωθεß, βγÞκε ως τ’ Üνοιγμα της σκηνÞς -Ýπεσε πια. Φþναξε το ΔημÜκη.
 ΠÜρε τη διοßκηση, ΣωτÞρη, μπüρεσε κι εßπε. ΚρÜτα τη θÝση… ¼σο να ’ρθουνε… Και τα παιδιÜ… ΣωτÞρη.
     Δεν ξανÜνοιξε το στüμα του ως το μεσημÝρι που τους εßπε πως θα πÝθαινε. Η μικρÞ μονÜδα εßχε ολüτελα παραλýσει. Οι στρατιþτες γυρνοýσανε σαν τρελλοß, μπαßνανε στις σκηνÝς, κουκουλωνüνταν με τις κουβÝρτες τους, τα κüκκαλÜ τους αρχßζανε και πονοýσανε, τüτε κÜνανε να βγοýνε, ξεπαγιÜζανε, ξαναμπαßνανε μÝσα, πονοýσανε πÜλι τα κüκκαλÜ τους.
 Ας κÜνουμε κÜτι, εßπε Ýνας στρατιþτης. Να μην πεθÜνουμε Ýτσι.
 Τι να κÜνουμε, μωρÝ παιδß μου; εßπε ο ΔημÜκης.
 Να κατεβÜζαμε τουλÜχιστο τον επιλοχßα στο φυλÜκιο. Να μη μας πεθÜνει εδþ, εßπε ο Σαββüπουλος.
     Ο Σαββüπουλος Þτανε τερÜστιος, Ýνας γßγαντας που ’τρεμε τþρα. Μποροýσε να το ’χει για σßγουρο -θα τονε βÜζανε στη μεταφορÜ και περνοýσε στο φυλÜκιο τη νýχτα.
 Θα σας μεßνει στο δρüμο. Μην κÜνετε τÝτοια πρÜματα, εßπε ο Κρßκελος.
     ¹τανε ξερακιανüς, λειψανÜβατος -μποροýσε να το 'χει για σßγουρο, δεν τον βÜζανε αυτüνε στη μεταφορÜ. Ο ΔημÜκης πÞγε να χαμογελÜσει  στραβþνοντας λßγο τα χεßλια.
 ¸τσι κι αλλιþς θα πεθÜνει, εßπε κÜποιος. Εμεßς τι κÜνουμε, να τη βγÜλουμε αυτÞ τη νýχτα…
 ΠÜμε κÜτω στο φυλÜκιο, εßπε κÜποιος.
 Στρατοδικεßο.
 Στρατοδικεßο, ναι… Μα θα λυπηθοýνε -δεν μπορεß.
     ¹ταν Ýνα στρατιωτÜκι, ο μικρüτερος απ’ üλους, Ýνα παιδß. Ο ΔημÜκης γýρισε και το κοßταξε -το λυπÞθηκε πολý. Ο ΒαλÜκης ο δεκανÝας βγÞκε μπρος.
 Ν’ αφÞσουμε τη θÝση, λοχßα. Να κατεβοýμε πιο κÜτω, απ’ την Üλλη μεριÜ. Το πρωß ξαναρχüμαστε.
     Ο ΒαλÜκης Þτανε δÜσκαλος. Βαρýς Üνθρωπος, δýσκολος, ßσιος. ¼λοι το ’χανε σκεφτεß -κανεßς δεν το 'πε. Η σιωπÞ φαινüτανε να 'πηξε, σα να πÜγωσε γýρω τους.
 Θα μας μαρτυρÞσει  αυτüς ο Γιαννοýλης, εßπε  σε λßγο ο ανÝσωτος, εκεßνος ο Κρßκελος.
 ΚÜμε το λοχßα, εßπε ο ΒαλÜκης, σα να μην Üκουσε. Τüσες ψυχÝς εδþ στο λαιμü σου…
     Γýρισε κι Ýφυγε -οι Üλλοι σκορπßσαν. Ο ΔημÜκης Ýμεινε κει με το κεφÜλι σκυμμÝνο. ¾στερα τυλßχτηκε στη μαντýα του, τον εßδαν που πÞρε το μονοπÜτι. ΤρÜβηξε ως την Üκρη -κατÝβαινε. ΣτÜθηκε κει μια στιγμÞ, κοßταξε γýρω του, πßσω του, σα να τον μÝτραγε αυτüν τον κατÞφορο -ýστερα Üρχισε και κατÝβαινε απ' την Üλλη μεριÜ του βουνοý. ΚατÝβηκε πιο κÜτω, προχþρησε ακüμα. ΠÜνω στη κορφÞ ακουγüταν ο αγÝρας που ’χε αρχßσει και λýσσαζε. Εδþ Þταν Ýνα βαθοýλωμα, ο αγÝρας κοβüταν, τα βρÜχια απü πÜνω το σκεπÜζανε. Γýρισε, κοßταξε üλο το μÝρος-Þτανε στ' αλÞθεια ημερüτερο λßγο.
     Ο ΒαλÜκης μπÞκε στη σκηνÞ του Γιαννοýλη. ¹τανε πÜντα πεσμÝνος στην Üκρη, κουκουλωμÝνος με τη χλαßνη και τις κουβÝρτες του. ΚανÝνας Üλλος δεν Þτανε μÝσα. Ο ΒαλÜκης πÞγε κοντÜ του, γονÜτισε δßπλα του. Ο Γιαννοýλης ανασηκþθηκε λßγο, τον κοßταξε – πÞγε κÜτι να πει. Εßδε τον Üλλο που γýρισε το κεφÜλι του κατÜ το Üνοιγμα της σκηνÞς Ýνας τρüμος πÝρασε μÝσ’ απ’ τα μÜτια του.
 Εσý τον χÜλασες τον ασýρματο; εßπε ο δÜσκαλος.
     Δεν αρνÞθηκε, δεν εßπε τßποτα, εßχε παραλýσει. Ο ΒαλÜκης Ýσκυψε πÜνω του, Üπλωσε τα χÝρια του και του ’πιασε το λαιμü. Τα ’σφιξε, δυνατÜ, δυνατüτερα. Τüτε τρÜβηξε τις κουβÝρτες, τον ξανασκÝπασε και σηκþθηκε τινÜζοντας τα χÝρια του σα να ’τανε σκονισμÝνα.  ¸ξω ακουγüταν η σφυρßχτρα του ΔημÜκη -οι στρατιþτες μαζευüντανε γýρω του. ΠÞγε κι αυτüς. Ο ΔημÜκης ξανασφýριξε δυνατüτερα, μαζεýτηκαν üλοι.
 Μαζεýτε τις σκηνÝς, τους εßπε. Και τα πρÜματÜ σας… Οι στρατιþτες τον κοßταζαν, κοιταζüντανε.
 Τις σκηνÝς σας, εßπα, μαζεýτε τις. Μαρς.
     Σκορπßσανε γýρω, ξηλþνανε τις σκηνÝς, τις διπλþναν, μαζεýαν τα üπλα τους, τους γυλιοýς, τις κουβÝρτες. Απü τη σκηνÞ του Γιαννοýλη τρÝξανε κι εßπαν, τονε βρÞκανε μÝσα ξεπαγιασμÝνον.
 ΑφÞστε τον εκεß, εßπε ο ΔημÜκης. Το πρωß τον θÜβουμε.
 Τα πολυβüλα;
 Το πρωß.
     ΕτοιμαστÞκανε. Ο ΔημÜκης μπÞκε μπροστÜ, περÜσαν το πÝρασμα, κατεβÞκαν üλοι, προχωρÞσαν απü την Üλλη μεριÜ του βουνοý, φτÜσανε σ’ αυτü το βαθοýλωμα. ΣτÞσαν εκεß μια σκηνÞ, στρþσανε κÜτω τις Üλλες. Ο Σαββüπουλος κι Üλλοι δυο κουβαλÞσαν τον Κýρκα, τον απιθþσανε κοντÜ στο βρÜχο, τον σκεπÜσανε καλÜ, βοηθÞσανε και τους Üλλους τρεις με τα πρησμÝνα πüδια να κατεβοýνε. ΜαζευτÞκαν üλοι μÝσα στη σκηνÞ ¯ Þτανε λßγο καλýτερα. ΒρÜδιαζε Ýξω, μÝσα σκοτεßνιαζε. Ο ΔημÜκης πÞγε και κÜθισε δßπλα στον Κýρκα. 
 Και να το ξÝρετε, εßπε, εγþ τþρα πÜω επß εγκαταλεßψει…
 ¼λοι θα πÜμε, εßπε ο Σαββüπουλος. Μη φοβÜσαι, λοχßα. ¢ντρες εßμαστε…
 Τρßχες, Σαββüπουλε, εßπε ο ΔημÜκης.
 Κανεßς δεν πÜει στρατοδικεßο, εßπε ο Κρßκελος, ο ξερακιανüς. Ο Κýρκας Ýδωσε τη διαταγÞ. Τον Üκουσα εγþ με τ' αυτιÜ μου…
 ΨÝμματα, ρουφιÜνε, Κρßκελε, εßπε ο ΔημÜκης. Μη τονε βÜνεις τον Κýρκα στο δικü σου το στüμα…
 Μα γιατß, εßπε ο μικρüς. Ο Γιαννοýλης που θα μαρτυροýσε…
     Δεν ξαναμßλησαν. Μερικοß κÜνανε το σταυρü τους, μαζεýτηκαν üλοι, κολλÞσαν ο Ýνας δßπλα στον Üλλο, κουκουλωθÞκανε με τις κουβÝρτες τους. Σκοτεßνιασε ολüτελα μÝσα. Μερικοß βγÞκαν Ýξω, πολεμοýσαν ν' ανÜψουνε φωτιÜ -χαμÝνος κüπος και τα παρÜτησαν, ξαναγυρßσανε μÝσα με δüντια  που  χτýπαγανε, γüνατα που πονοýσαν, ξαναπÝσανε δßπλα στους Üλλους. Ο Κýρκας κÜθε λßγο παραμιλοýσε -το
ΔημÜκη φþναζε. Οι Üλλοι τρεις με τα κρυοπαγÞματα βογκοýσαν. ¼λοι νιþθανε τους αρμοýς του κορμιοý τους, ξεκλειδωνüντανε και πονοýσαν. Δε σαλεýανε πια. Λßγο αργüτερα, την ßδια þρα που οι αντÜρτες χαροπαλεýανε πÜνω σε κεßνο το πλÜτωμα, Þτανε κι αυτοß πÝρα για πÝρα ανßκανοι ν’ αντισταθοýν στο ξεπÜγιασμα, να το πολεμÞσουν. Η θανÜσιμη νýστα του εßχε αρχßσει και τους κυρßευε.
     Οι αντÜρτες περÜσανε τ’ Üσπρο πλÜτωμα. Σε λßγο νιþσανε τα πüδια τους να κατηφορßζουν. ¹τανε το πÝρασμα, το μονοπÜτι του γκρεμοý. ΠερÜσανε μπρος στ' αφημÝνα πολυβüλα -δεν τα 'δανε. Μ’ üση ζωÞ τους απüμεινε αφεθÞκαν και ροβολοýσαν, κατρακυλþντας απü την Üλλη μεριÜ του βουνοý, κυνηγημÝνοι ακüμα απü κεßνο το φüβο του χÜους. Κατεβαßναν üπως τους πÞγαινε αυτüς ο κατÞφορος. Η σκηνÞ των στρατιωτþν βρισκüταν πιο κÜτω, μÝσα στο γοýβωμα -δεν τη εßδανε, δεν βλÝπανε πια. ¼ταν φτÜσανε μπρος της, τüτε σταματÞσανε. ΠÝσανε πÜνω της, πασπατεýοντας  βρÞκανε  τ' Üνοιγμα, μπÞκανε μÝσα.
     Για μια στιγμÞ οι στρατιþτες σα να ξυπνοýσανε, κÜνανε κÜπως να σηκωθοýνε. Οι Üλλοι στÝκαν ασÜλευτοι, δε λÝγανε, δεν κÜνανε τßποτα, δεν προστÜξανε τßποτα. Τüτε το ’νιωσαν πως Þταν αντÜρτες, δεν Þταν ο λüχος τους που τρομÜξανε. Μια φωνÞ πνιγμÝνη, σαν μοýγκρισμα ζþου, ακοýστηκε μüνο και ξαναπÝσαν εκεß που βρισκüνταν. 
 Μη βαρÜτε εσεßς, μπüρεσε κι εßπε ο ΒαλÜκης.
     Για μια στιγμÞ οι αντÜρτες, σα να ξυπνοýσανε τþρα, να βγαßναν απü το χÜος, πÞγαν να κÜνουνε πßσω. Οι Üλλοι δεν εßχανε σαλÝψει να τους δεχτοýνε, να τους χτυπÞσουνε -τüτε ξÝρανε πως δεν εßχανε πÝσει σε δικÜ τους τμÞματα, που τρομÜξαν. ¢λλη μια φωνÞ πνιγμÝνη, πÜλι σα μοýγκρισμα ζþου, ακοýστηκε μüνο. 
 ΑντÜρτες εßμαστε… Μη βαρÜτε, μπüρεσε κι εßπε ο Βασßλης.
     ¾στερα üλοι μαζß πÝσανε δßπλα στους στρατιþτες. Δε βλÝπανε τßποτα, δεν κÜνανε τßποτα, κανÝνας δεν εßπε τßποτα. Ακουγüτανε μüνο το βüγκημα αυτþν που πονοýσαν, üλοι πονοýσαν, üλοι βογκοýσαν. Ο αγÝρας λýσσαζε στην κορφÞ. Το κρýο δυνÜμωνε.
     Σε λßγο αρχßσαν και σαλεýανε, κÜποιοι ζωντÜνευαν -üλοι ζωντανεýανε λßγο. Στριμωχνüταν ο Ýνας κοντÜ στον Üλλον που 'τανε δßπλα του να χωρÝσουνε -δε βλÝπανε, δεν ξÝρανε ποιος Þτανε, στρατιþτης Þ αντÜρτης. ΠÝφτανε πλÜτη με πλÜτη, αγκαλιÜζονταν, μπλÝκανε τα σκÝλια τους, να ζεσταθοýνε κοντÜ του. Ο Βασßλης σκοýντησε αυτüν που 'τανε δßπλα του. Δε σÜλεψε, Ýμεινε üπως Þτανε, μπροýμυτα πεσμÝνος. ¢πλωσε το χÝρι του, το 'νιωσε απ' τη χλαßνη του πως Þτανε στρατιþτης, τον Ýπιασε απü το σβÝρκο, τον Ýσφιγγε üσο μποροýσε, ζεσταινüτανε κι αυτüς με το σφßξιμο. Ο στρατιþτης σÜλεψε λßγο γýρισε απ' το πλευρü, Üνοιξε τη κουβÝρτα του, τον πÞρε μÝσα. Ο μικρüς Þτανε. ΚουκουλωθÞκαν μαζß, Ýγινε λßγο ζεστüτερα.
 Μη κοιμÜσαι, του 'πε ο Βασßλης.
 Μη κοιμηθεßς, εßπε κι ο μικρüς.
     Η Κατßνα κρýωνε ακüμα πολý. Εßχε πÝσει κοντÜ στον Κýρκα. Απü το Üλλο του πλευρü Þτανε πεσμÝνος ο ΔημÜκης. ΑυτÞ Ýτρεμε ακüμα, Ýτρεμε ολüκληρη. ΤραβÞχτηκε κοντÜ στον Κýρκα, πολý κοντÜ του. Ο ψηλüς πυρετüς του αναδινüτανε γýρω του, τον Ýνιωθε. Παραμιλοýσε ακüμα -πÜντα με το ΔημÜκη. ¢πλωσε τα χÝρια της στα σκοτεινÜ και του σκοýπισε το μÝτωπο, μουσκεμÝνο στον ßδρωτα. ¢φησε κει τη παγωμÝνη παλÜμη της και το δρüσιζε, το χÝρι της ζεσταινüτανε. Το ξαναπÞρε, το 'βαλε πÜλι και πÜλι. Το παραμßλημα σε λßγο σταμÜτησε. Η ανÜσα του ακουγüτανε μÝσα, ξεχþριζε, βαρειÜ, κομμÝνη, δυσκολεμÝνη. ¾στερα ακοýστηκε η φωνÞ της Κατßνας -σαν εκεßνη μες στο δÜσος.
 Κýρκα μου, ακοýστηκε απü δßπλα κι η φωνÞ του ΔημÜκη.
     Το κρýο δυνÜμωσε μονομιÜς. Απü κεßνη τη γωνιÜ που κεßτεται ο Κýρκας ανεβαßνει κι απλþνεται, περνÜ τις κουβÝρτες, τις χλαßνες και μπαßνει μες στα κüκαλα. Σφßγγονται üλοι κοντÜ στους Üλλους, κοντýτερα, να ζεσταθοýν, να τ’ αποδιþξουν. Δε λÝνε τßποτα, σφßγγονται μüνο κοντÜ στον Üλλον, να ζεσταθοýνε, να τον ζεστÜνουνε, τα χÝρια κÜποτε τρομαγμÝνα τονε πασπατεýουν -εßναι ζεστüς ακüμα, αυτüς ο δικüς τους.
     Κοντεýουνε τα μεσÜνυχτα.
     Το κορμß τους ζεστÜθηκε λßγο μ’ αυτü τ’ αγκÜλιασμα -αρχßζει τüτε κι ο νους και ξυπνÜει. ΞυπνÜει λßγο -φοβοýνται αμÝσως. Οι αντÜρτες θÝλουνε τüτε να σηκωθοýν να φýγουν, να τραβÞξουνε το δρüμο τους μÝσα στο δÜσος, να μην εßναι δω το πρωß με το φως. Οι στρατιþτες ζεσταθÞκανε λßγο, θÝλουνε τþρα να φýγουν, να ξαναγυρßσουν στ’ αφημÝνα πολυβüλα, να τη πÜρουν απü δω τη σκηνÞ, να μη μεßνει τßποτα το πρωß απ’ αυτÞ τη νýχτα της προδοσßας. Σαλεýουν üλοι, ανασηκþνονται λßγο, να το ξεφýγουν αυτü τ’ αγκÜλιασμα, να τελειþσουν. ¸τσι που πÝσαν ανÜκατοι δεν ξÝρουνε τους δικοýς τους ποý βρßσκονται, εßναι επικßνδυνο ν’ αρχßσουνe τþρα να τους φωνÜζουν. Η τÜξη χÜλασε μÝσα, ξεσκεπαστÞκανε, κρυþνουνε πÜλι. Φοβοýνται και σφßγγονται πÜλι δßπλα στον Üλλο. ΛουφÜζουνε. Το πρωß θα βρεθοýν εκεß, θα βρεθοýν Ýτσι. Οι στρατιþτες θα ξαναγßνουνε στρατιþτες, αυτοß οι αντÜρτες θα γßνουν αντÜρτες. Ο λüχος, το πÝρασμα, τα πολυβüλα, τα τμÞματα, ο σκοτωμÝνος επßτροπος -τα φοβοýνται. Οι περισσüτεροι και πιο δυνατοß θα τους σκοτþσουνε το πρωß τους Üλλους, τους λιγüτερους και λιγüτερο δυνατοýς -το φοβοýνται αυτü που βρßσκεται δßπλα τους. Τα χÝρια σαλεýουν μες στο σκοτÜδι, ψÜχνουνε τα üπλα τους, να ζεστÜνουνε τη σκανδÜλη τους, να ξεπαγþσουνε τις θαλÜμες με τα χÝρια τους που ζεσταθÞκανε λßγο, τα πασπατεýουνε, τα σιγουρεýουνε δßπλα τους. Ακοýγονται που τα σÝρνουνε κοντÜ τους -Ýνα χτýπημα σε κουμπιÜ, σε ζωστÞρα, Ýνα κρακ μιας ασφÜλειας-κÜποιος την Üνοιξε. Το κορμß κρυþνει ξανÜ, οι αρμοß τους αρχßζουνε ξανÜ να πονÜνε, στη κορφÞ ακοýγεται κεßνος ο αγÝρας, απü τη γωνιÜ που κεßτεται ο Κýρκας ανεβαßνει κεßνο το κρýο και μπαßνει στα κüκαλα. Και τüτε πÜλι φοβοýνται και σφßγγονται πÜλι κοντÜ στον Üλλον που βρßσκεται δßπλα τους. ΜικρÝς γροθιÝς ακοýγονται βιαστικÝς σε μια πλÜτη, μια κουβÝρτα που τραβιÝται, Ýνα χÝρι που τρßβεται κÜπου, Ýνα βüγκημα -η Ýνοχη φωνÞ σÝρνεται πÜλι μες στη σκηνÞ, χαμηλÞ, μητρικÞ:
 Μη κοιμÜσαι…

                                                            ΕΠΙΛΟΓΟΣ

     Το πρωß ο καιρüς μαλÜκωσε κÜπως, ο αγÝρας Ýπεσε, χιüνιζε πÜλι. Μüλις εßχε ξημερþσει üταν απü το προχωρημÝνο φυλÜκιο δþσανε στη διοßκηση του λüχου Ýνα σÞμα με τον ασýρματο: Στη κορυφÞ του βουνοý ακουστÞκανε πριν απü λßγο πυκνÜ πυρÜ, ησυχßα ýστερα απüλυτη. ΚοντÜ στο φυλÜκιο βρÞκανε παγωμÝνον Ýναν αξιωματικü των ανταρτþν, προφανþς επßτροπος, σκοτωμÝνος απü τους δικοýς του και περιμÝνουνε διαταγÝς. Ο λοχαγüς Ýριξε στη πλÜτη τη χλαßνη του κι Ýτρεξε στη διοßκηση του τÜγματος με το πολýτιμο σÞμα. Ο ταγματÜρχης το πÞρε, το διÜβασε, του το ’δωσε πßσω.
ΣÞκωσε τα μÜτια του και τονε κοßταξε -λαμποκοποýσε ακÝριος.

 Εßχαμε δßκιο, εßπε αυτüς, χαρßζοντÜς του το μισü του θρßαμβο, που τη πιÜσαμε αυτÞ τη θÝση.
 Ναι, εßπε Þσυχα ο ταγματÜρχης. Δεν παγþσανε, λοιπüν. ΣκοτωθÞκαν εκεß πÜνω. Εßχες δßκιο λοχαγÝ… ΜονÜχα εσý… Εσý -κι αυτüς ο επßτροπος βÝβαια που τον σκüτωσαν οι δικοß του… ΠÜρε τσÜι… ¼σο να μÜθουμε τι απüγινε εκεß.
 Θα μετακινÞσω αμÝσως το φυλÜκιο στη κορφÞ, εßπε  ο λοχαγüς, γεμßζοντας Ýνα τÜσι.
 ΦυσικÜ… Ο πüλεμος συνεχßζεται…


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers