Βιογραφικü
Ο Ryūnosuke Akutagawa (Ρυουνοσοýκε ΑκουταγκÜβα 芥川 龍之介 καλλ.: Chōkōdō Shujin 澄江堂主人 ), Þτανε σημαντικüς ΙÜπωνας συγγραφÝας, που δραστηριοποιÞθηκε στη Περßοδο Taishō. Θεωρεßται πατÝρας του ιαπωνικοý διηγÞματος. Αυτοκτüνησε στα 35 με υπερβολικÞ δüση βαρβιτÜλης. Το σημαντικüτερο λογοτεχνικü βραβεßο της Ιαπωνßας, το Βραβεßο ΑκουταγκÜβα, Ýχει πÜρει τ' üνομÜ του. Συνεχßζει να διαβÜζεται και να θαυμÜζεται σÞμερα σχεδüν απ' üλους τους ΙÜπωνες ως Ýνας απü τους κορυφαßους στυλßστες της χþρας, Ýνας δεξιοτÝχνης του σýγχρονου ιδιþματος που εμπλουτßζεται απü τη βαθειÜ γνþση των κλασσικþν και της σýγχρονης λογοτεχνßας της Ιαπωνßας, της Κßνας και της Δýσης.μεγÜλωσε σε μια οικογÝνεια εμποτισμÝνη με παραδοσιακÞ ιαπωνικÞ κουλτοýρα, Ýμαθε αγγλικÜ σε νεαρÞ ηλικßα κι αποδεßχθηκε λαμπρüς μαθητÞς στα κορυφαßα εκπαιδευτικÜ ιδρýματα της Ιαπωνßας. ¢ρχισε να δημιουργεß και να γρÜφει για φοιτητικÝς εκδüσεις στα 10 ακüμη και πριν αποφοιτÞσει απü το Tokyo Imperial University το 1916 με πτυχßο αγγλικÞς φιλολογßας, οι συνεισφορÝς του σε πανεπιστημιακÜ περιοδικÜ αναγνωριστÞκανε για το καταξιωμÝνο ýφος τους. Δßδαξε του ως καθηγητÞς Αγγλικþν λßγο περισσüτερο απü 2 Ýτη, αλλÜ η μεγÜλη ζÞτηση για τις ιστορßες και τα δοκßμιÜ του, του επιτρÝψαν να παραιτηθεß απ' τη θÝση το 1919 και να επικεντρωθεß στη συγγραφÞ.
Σýντομα Üρχισε να Ýχει αμφιβολßες σχετικÜ με την εξÜρτησÞ του απü ιαπωνικÜ και κινÝζικα κλασσικÜ υλικÜ στη μυθοπλασßα κι ανταποκρßθηκε σε αιτÞματα για περισσüτερο αυτοβιογραφικü Ýργο αποκαλýπτοντας τη δικÞ του αγωνßα ως παιδß μιας τρελλÞς, μιας αδýναμης νεüτητας που διχÜζεται μεταξý θετþν και βιολογικþν γονÝων του, Ýνας ψυχαναγκαστικüς αναγνþστης φοβισμÝνος απü την αληθινÞ ζωÞ, ευσυνεßδητος οικογενειÜρχης που καταπιÝζεται απü τις ευθýνες, αφοσιωμÝνος σýζυγος και πατÝρας που συντρßβεται απü τις ενοχÝς για τις εξωσυζυγικÝς του σχÝσεις, αδυσþπητη διÜνοια που δεν μπορεß να βρει ειρÞνη στη θρησκεßα και παρανοúκÞ προσωπικüτητα που φοβÜται μη τονε κυριεýσει η παραφροσýνη που Þτανε σßγουρος üτι εßχε κληρονομÞσει απü τη μητÝρα του. ¼ταν τελεßωσε τη ζωÞ του το 1927 στα 35, Üφησε πßσω Ýνα μοναδικü σýνολο ιστοριþν που χαρακτηρßζονται απü φανταστικÞ λαμπρüτητα, κυνισμü, φρßκη, ομορφιÜ, Üγριο χιοýμορ και παγερÞ διαýγεια.
ΓεννÞθηκε στο Irifune, Kyōbashi, Tokyo (σημερινü Akashi, Chūō, Τüκιο) τη 1 ΜÜρτη 1892, ο μεγαλýτερος γιος του επιχειρηματßα Toshizō Niihara και της συζýγου του Fuku. Η οικογÝνειÜ του εßχε μια επιχεßρηση παραγωγÞς γÜλακτος. Η μητÝρα του βßωσε ψυχικÞ ασθÝνεια λßγο μετÜ τη γÝννησÞ του, οπüτε υιοθετÞθηκε κι ανατρÜφηκε απü το θεßο της μητÝρας του, Dōshō Akutagawa, απü τον οποßο Ýλαβε το οικογενειακü üνομα Akutagawa. ΕνδιαφÝρθηκε για τη κλασσικÞ κινεζικÞ λογοτεχνßα απü νεαρÞ ηλικßα και για τα Ýργα των Mori Ōgai και Natsume Sōseki.
ΜπÞκε στο Πρþτο ΓυμνÜσιο το 1910 κι ανÝπτυξε σχÝσεις με συμμαθητÝς üπως ο Kan Kikuchi, ο Kume Masao, ο Yūzō Yamamoto κι ο Tsuchiya Bunmei, που αργüτερα γßνανε συγγραφεßς. ¢ρχισε να γρÜφει μετÜ την εßσοδü του στο Αυτοκρατορικü ΠανεπιστÞμιο Τüκιο (ΠανεπιστÞμιο Τüκιο) το 1913, üπου σποýδασε αγγλικÞ λογοτεχνßα. Ενþ Þταν ακüμα φοιτητÞς, Ýκανε πρüταση γÜμου σε μια παιδικÞ φßλη, τη Yayoi Yoshida, αλλÜ η θετÞ οικογÝνειÜ του δεν ενÝκρινε την Ýνωση. Το 1916 αρραβωνιÜστηκε τη Fumi Tsukamoto, που τη νυμφεýτηκε το 1918. ΑπÝκτησαν 3 παιδιÜ: Hiroshi Akutagawa (1920-81) ηθοποιüς, Takashi Akutagawa (1922-45) σκοτþθηκε ως φοιτητÞς στη Βιρμανßα κι ο Yasushi Akutagawa (1925-89) Þτανε συνθÝτης. ΜετÜ την αποφοßτησÞ του, δßδαξε για λßγο στη ΣχολÞ Ναυτικþν Μηχανικþν Yokosuka Kanagawa την αγγλικÞ λογοτεχνßα απ' το 1916 ως το 1919, πριν αποφασßσει ν' αφιερþσει τις προσπÜθειÝς του στη συγγραφÞ πλÞρους απασχüλησης. Μεταξý 1922-25, Ýγραψε 10 ιστορßες βασισμÝνες σ' αυτÞ τη φÜση της ζωÞς του χρησιμοποιþντας Þρωα ονüματι Horikawa Yasukichi. Το The Writer’s Craft εßναι η πιο ολοκληρωμÝνη ιστορßα της σειρÜς.
Το The Baby's Sickness,(Η ΒρεφικÞ Αρρþστια) που τονε δεßχνει ως οικογενειÜρχη, Ýχει συμπεριληφθεß ως παρÜδειγμα του εßδους των πραγμÜτων που επÝλεγε τις περισσüτερες φορÝς να μη γρÜψει -μυθιστüρημα που κοιτÜ στην ιδιωτικÞ ζωÞ ενüς συγγραφÝα- αλλÜ μποροýσε να εμποτιστεß μ' Ýνταση κι εστßαση που δεν φαßνεται συχνÜ στη φüρμα. Η ιστορßα ξεκινÜ με το üνειρο ενüς νεκροý, που δεν εßναι ποτÝ καλüς οιωνüς, και καταλÞγει σε Ýναν αγþνα μεταξý διανüησης και δεισιδαιμονßας, αλλÜ ως επß το πλεßστον βρßσκεται σταθερÜ στον κüσμο της πραγματικüτητας. Ο καθημερινüς κüσμος του συγγραφÝα, που περιγρÜφεται με υψηλÞ ακρßβεια που 'φερε στον κüσμο του ζωγρÜφου στο Hell Screen, προσφÝρει στον συγγραφÝα μüνο διακοπÝς, εξωφρενικÝς απαιτÞσεις κι αßσθηση ενοχÞς για την εκμετÜλλευση της οικογÝνειÜς του στο υπηρεσßα της τÝχνης -Üλλη μια ηχþ του Hell Screen.
Το The Baby's Sickness,, μπορεß να σημειωθεß, πως εßναι η επüμενη τελευταßα ιστορßα που Ýγραψε ο Akutagawa πριν απü το θανατηφüρο σεισμü Kanto της 1ης Σεπτ;eμβρh 1923. Αν κι Ýγραψε μερικÝς πραγματικÝς περιγραφÝς του θανÜτου και της καταστροφÞς που προκλÞθηκε απü το σεισμü, εκπληκτικÜ λßγες απü αυτÝς, η φρικιαστικÞ εμπειρßα αντικατοπτρßζεται Üμεσα στη μυθοπλασßα (Η ενüτητα 31 του Η ζωÞ ενüς ηλßθιου ανθρþπου εßναι η μοναδικÞ ζωντανÞ εξαßρεση). ΕπομÝνως, μποροýμε να υποθÝσουμε την επιρροÞ που θα μποροýσε να 'χε στα σκοτεινÜ μεταγενÝστερα Ýργα.
Το 1914, ο Akutagawa κι οι πρþην φßλοι του απü το γυμνÜσιο αναβιþσανε το λογοτεχνικü περιοδικü Shinshichō (ΝÝα ρεýματα σκÝψης), üπου δημοσßευσαν μεταφρÜσεις του Yeats και του Anatole France μαζß με Ýργα που εßχαν γρÜψει οι ßδιοι. Ο Akutagawa δημοσßευσε το 2ο διÞγημÜ του Rashōmon το επüμενο Ýτος στο λογοτεχνικü περιοδικü Teikoku Bungaku (ΑυτοκρατορικÞ Λογοτεχνßα), ενþ Þταν ακüμα φοιτητÞς. Η ιστορßα, βασισμÝνη σε μια ιστορßα του 12ου αι., δεν Ýτυχε καλÞς υποδοχÞς απü τους φßλους του, που την επÝκριναν Ýντονα. Παρ 'üλ' αυτÜ, συγκÝντρωσε το θÜρρος να επισκεφθεß το εßδωλü του, Natsume Sōseki, ΔεκÝμβρη 1915 για τους εβδομαδιαßους λογοτεχνικοýς κýκλους του. Το ΝοÝμβρη δημοσßευσε το Ýργο στο λογοτεχνικü περιοδικü Teikoku Mongaku. ΑρχÝς του 1916 δημοσßευσε το Hana (Η μýτη, 1916), που Ýλαβε επαινετικÞ επιστολÞ απü τον Sōseki και του εξασφÜλισε τη 1η του γεýση φÞμης.
¹ταν επßσης εκεßνη την εποχÞ που Üρχισε να γρÜφει haiku με το haigo (ψευδþνυμο) Gaki. Aκολοýθησε σειρÜ διηγημÜτων που διαδραματßζονται τη περßοδο Heian, τη περßοδο Edo Þ τη πρþιμη περßοδο Meiji της Ιαπωνßας. ΑυτÝς οι ιστορßες επανερμÞνευσαν κλασσικÜ Ýργα κι ιστορικÜ περιστατικÜ. Παραδεßγματα αυτþν των ιστοριþν περιλαμβÜνουν: Gesaku zanmai (Absorbed in Letters, 1917) και Kareno-shō (Gleanings from a Withered Field, 1918), Jigoku hen (Hell Screen, 1918). Hōkyōnin no shi (Ο θÜνατος ενüς χριστιανοý, 1918) και Butōkai (Η μπÜλα, 1920). Ο Akutagawa Þταν ισχυρüς εχθρüς του νατουραλισμοý. Δημοσßευσε το Mikan (Mandarin Oranges, 1919) και το Aki (Φθινüπωρο, 1920) που 'χουνε πιο σýγχρονα σκηνικÜ.
Το 1921, διÝκοψε τη συγγραφικÞ του καρριÝρα για να περÜσει 4 μÞνες στη Κßνα, ως δημοσιογρÜφος για το Mainichi Shinbun της ΟσÜκα. Το ταξßδι Þταν αγχωτικü κι υπÝφερε απü διÜφορες ασθÝνειες, που η υγεßα του δεν θα ανακÜμψει ποτÝ. Λßγο μετÜ την επιστροφÞ του δημοσßευσε το Yabu no naka (In a Grove, 1922). Στη διÜρκεια του ταξιδιοý, επισκÝφθηκε πολλÝς πüλεις της ΝΑ Κßνας, συμπεριλαμβανομÝνων των Nanjing, Shanghai, Hangzhou και Suzhou. Πριν απü το ταξßδι του, Ýγραψε Ýνα διÞγημα Ο Χριστüς της Ναντζßνγκ, σχετικÜ με τη κινεζικÞ χριστιανικÞ κοινüτητα· σýμφωνα με το δικü του ευφÜνταστο üραμα της Ναντζßνγκ, üπως επηρεÜστηκε απü τη κλασσικÞ κινεζικÞ λογοτεχνßα.
¸γραψε πολλÝς εξ ολοκλÞρου φανταστικÝς ιστορßες που διαδραματßζονται στην εποχÞ του, αν και ακüμη κι εδþ Ýτεινε να προτιμÜ εξωτικÜ υλικÜ, üπως φαßνεται στα κινεζικÜ σκηνικÜ των The Story of a Head That Fell Off και Horse Legs. Το πρþτο, που διαδραματßζεται στη διÜρκεια του Σινο-Ιαπωνικοý ΠολÝμου, εßναι περισσüτερο Ýνα μοντÝρνο-ιστορικü κομμÜτι παρÜ Ýνα σýγχρονο Ýργο για τον Akutagawa, που Þταν ακüμη μικρüς εκεßνη την εποχÞ. Η Ýντονη κραυγÞ της ενÜντια στη φρßκη και τον παραλογισμü του πολÝμου παραμÝνει, δυστυχþς, τüσο επßκαιρη στο βÜρβαρο 21ο αιþνα μας üσο και στην εποχÞ του.
Το Horse Legs εßναι απü τα πιο αστεßα, Üγρια και λιγüτερο γνωστÜ κομμÜτια που 'γραψε ποτÝ. Θυμßζοντας στις σουρρεαλιστικÝς ανατροπÝς του Γκüγκολ Þ του ΚÜφκα, εßναι μια σχεδüν τÝλεια -κι απüλυτα ξεκαρδιστικÞ- φανταστικÞ απεικüνιση του παγκüσμιου ανθρþπινου φüβου να αποκαλυφθεß η αληθινÞ του φýση στους Üλλους. Ο Akutagawa εκτελεß κωμικÞ αντιστροφÞ της κοινþς χρησιμοποιοýμενης σινο-ιαπωνικÞς Ýκφρασης για μια ντροπιαστικÞ αυτοπροδοσßα, "Bakyaku o arawasu" -κυριολεκτικÜ, "για ν' αποκαλýψει τα πüδια του αλüγου", üπως üταν τα ανθρþπινα πüδια ενüς αλüγου σκηνÞς εκτßθενται κατÜ λÜθος. Το θÝμα επιδιþκεται ακατÜπαυστα (αν και με πλοýσιες κωμικÝς εκπλÞξεις σε κÜθε βÞμα), μÝχρι τη τελευταßα ειρωνικÞ εικονογρÜφηση δýο γραμμþν ενüς ηθικολüγου που ο θÜνατος οδηγεß στην αποκÜλυψη της υποκρισßας του. Κανεßς δεν εßναι ασφαλÞς. Το κεßμενü μου ενσωματþνει τις αναθεωρÞσεις που Ýκανε ο Akutagawa μετÜ τη 1η εμφÜνιση της ιστορßας σε λογοτεχνικü περιοδικü.
Οι ιστορßες του επηρεÜστηκαν απü τη πεποßθησÞ του üτι η πρακτικÞ της λογοτεχνßας πρÝπει να 'ναι καθολικÞ και να μπορεß να φÝρει κοντÜ τους δυτικοýς κι ιαπωνικοýς πολιτισμοýς. Η ιδÝα μπορεß να φανεß στον τρüπο που ο Akutagawa χρησιμοποßησε υπÜρχοντα Ýργα απü διÜφορους πολιτισμοýς και χρονικÝς περιüδους κι εßτε ξαναγρÜφει την ιστορßα με σýγχρονες ευαισθησßες εßτε δημιουργεß νÝες ιστορßες χρησιμοποιþντας ιδÝες απü πολλαπλÝς πηγÝς. Ο πολιτισμüς κι η διαμüρφωση μιας πολιτιστικÞς ταυτüτητας εßναι επßσης Ýνα σημαντικü θÝμα σε πολλÜ απü τα Ýργα του. Σε αυτÝς τις ιστορßες, διερευνÜ τη διαμüρφωση της πολιτιστικÞς ταυτüτητας στη διÜρκεια περιüδων της ιστορßας που η Ιαπωνßα Þτανε πιο ανοιχτÞ σ' εξωτερικÝς επιρροÝς. ¸να παρÜδειγμα αυτοý εßναι η ιστορßα του Hōkyōnin no Shi (Ο μÜρτυρας, 1918), που τοποθετεßται στη πρþιμη ιεραποστολικÞ περßοδο.
Το Green Onions τονε δεßχνει στα πιο τεχνικÜ παιχνιδιÜρικα. Εßναι Ýνα ασýστολα αυτοαναφορικü κομμÜτι, Ýνα κωμικü tour de force, μια ταυτüχρονη αποστολÞ ρομαντισμοý και σκεπτικισμοý, και μια ακαταμÜχητη ματιÜ στην τÝχνη και τη δουλειÜ της συγγραφÞς μυθοπλασßας. ΣτÞνει μια εκπληκτικÞ πρÜξη εξισορρüπησης εδþ δημιουργþντας μια ηρωßδα που μποροýμε πραγματικÜ να νοιαζüμαστε υπενθυμßζοντας μας επανειλημμÝνα πως εßναι εντελþς τεχνητÞ δημιουργßα φτιαγμÝνη για να ικανοποιÞσει προθεσμßα περιοδικοý. ΚÜποια στιγμÞ, ο συγγραφÝας καταριÝται τον εαυτü του που εμπλÝκεται συναισθηματικÜ στο ρομαντικü κüσμο της και στο τÝλος θρηνεß για την αναπüφευκτη απþλεια της παρθενßας της, ενþ προτεßνει üτι θα νικηθεß üχι μüνο απü τον εραστÞ της αλλÜ κι απü τους κριτικοýς.
Η απεικüνιση των γυναικþν στις ιστορßες του Akutagawa διαμορφþθηκε κυρßως απü την επιρροÞ 3 γυναικþν που ενÞργησαν ως μητρικÝς φιγοýρες του. Το πιο σημαντικü Þταν η βιολογικÞ του μητÝρα Fuku, που ανησυχοýσε για κληρονομιÜ της τρÝλλας της. Αν κι απομακρýνθηκε απü τη Fuku 8 μÞνες μετÜ τη γÝννησÞ του, ταυτßστηκε Ýντονα μαζß της και πßστευε üτι, αν οποιαδÞποτε στιγμÞ μποροýσε να τρελλαθεß, η ζωÞ δεν εßχε νüημα. Η θεßα του Fuki Ýπαιξε τον πιο σημαντικü ρüλο στην ανατροφÞ του, ελÝγχοντας μεγÜλο μÝρος της ζωÞς του καθþς κι απαιτþντας μεγÜλο μÝρος της προσοχÞς του, ειδικÜ καθþς μεγÜλωνε. Οι γυναßκες που εμφανßζονται στις ιστορßες του, üπως κι οι μητρικÝς του, γρÜφτηκαν ως επß το πλεßστον ως κυριαρχικÝς, επιθετικÝς, δüλιες κι εγωιστικÝς. Αντßθετα, οι Üνδρες συχνÜ παρουσιÜζονταν ως θýματα τÝτοιων γυναικþν.
Η τελικÞ φÜση της λογοτεχνικÞς σταδιοδρομßας του χαρακτηρßστηκε απü επιδεßνωση της σωματικÞς και ψυχικÞς υγεßας. ΜεγÜλο μÝρος του Ýργου του στη διÜρκεια αυτÞς της περιüδου εßναι σαφþς αυτοβιογραφικü, μερικÜ με κεßμενο παρμÝνο απευθεßας απü τα ημερολüγιÜ του. Τα Ýργα του στη διÜρκεια αυτÞς της περιüδου περιλαμβÜνουν το Daidōji Shinsuke no hansei (Η πρþιμη ζωÞ του Daidōji Shinsuke, 1925) και το Tenkibo (Μητρþο θανÜτου, 1926). Εκεßνη την εποχÞ, εßχε πολý γνωστÞ διαμÜχη με τον Jun'ichirō Tanizaki σχετικÜ με τη σημασßα της δομÞς Ýναντι του λυρισμοý στις ιστορßες. Ο Akutagawa υποστÞριξε πως η δομÞ (πþς ειπþθηκε η ιστορßα) Þτανε πιο σημαντικÞ απü το περιεχüμενο Þ τη πλοκÞ της ιστορßας, ενþ ο Tanizaki υποστÞριξε το αντßθετο. Τα τελευταßα Ýργα του εßναι το Kappa (1927), μια σÜτιρα βασισμÝνη στο ομþνυμο πλÜσμα απü την ιαπωνικÞ λαογραφßα, Haguruma (Spinning Gears Þ Cogwheels, 1927), Aru ahō no isshō (A Fool's Life Þ The Life of a Stupid Man) και Bungeiteki na, amari ni bungeiteki na (Literary, All Too Literary, 1927).
Στο τÝλος της ζωÞς του, υπÝφερε απ' οπτικÝς ψευδαισθÞσεις κι Üγχος απü φüβο πως εßχε κληρονομÞσει τη ψυχικÞ διαταραχÞ της μητÝρας του. Το 1927, επÝζησε απü μια απüπειρα αυτοκτονßας, μαζß μ' Ýνα φßλο της συζýγου του. Αργüτερα αυτοκτüνησε μετÜ απü υπερβολικÞ δüση Veronal, που του 'χε δοθεß απü τον Mokichi Saitō στις 24 Ιουλßου 1927. Στη διαθÞκη του Ýγραψε πως Ýνιωθε αüριστη ανασφÜλεια (ぼんやりした不安, bon'yari shita fuan) για το μÝλλον. ¹τανε 35 ετþν.
Στη διÜρκεια της σýντομης ζωÞς του, Ýγραψε 150 διηγÞματα. ΟρισμÝνα απü αυτÜ Ýχουνε προσαρμοστεß σε Üλλα μÝσα. Η διÜσημη ταινßα του Akira Kurosawa Rashōmon (1950) αφηγεßται το In a Bamboo Grove του Akutagawa, με τον τßτλο και τις σκηνÝς καρρÝ που διαδραματßζονται στη Πýλη Rashomon απü το ομþνυμο Ýργο του. Η ΟυκρανÞ συνθÝτις Victoria Poleva Ýγραψε το μπαλÝτο Gagaku (1994), βασισμÝνο στο Hell Screen του. Ο ΙÜπωνας συνθÝτης Mayako Kubo Ýγραψε üπερα με τßτλο Rashomon, κ.Ü.. Η γερμανικÞ Ýκδοση Ýκανε πρεμιÝρα στο Γκρατς της Αυστρßας το 1996 κι η ιαπωνικÞ στο Τüκιο το 2002. Η κεντρικÞ Ýπαρση της ιστορßας (δηλαδÞ οι αντικρουüμενες αφηγÞσεις των ßδιων γεγονüτων απü διαφορετικÝς οπτικÝς γωνßες, χωρßς καμμßα οριστικÞ) Ýχει εισÝλθει στην αφÞγηση ως αποδεκτü τροπÜριο.
Το 1930, ο Tatsuo Hori, συγγραφÝας, που εßδε τον εαυτü του ως μαθητÞ του Akutagawa, δημοσßευσε το διÞγημα Sei kazoku (Αγßα ΟικογÝνεια), που γρÜφτηκε με την εντýπωση του θανÜτου του Akutagawa και μÜλιστα Ýκανε αναφορÜ στον νεκρü μÝντορα με τη μορφÞ του νεκροý χαρακτÞρα Kuki. Το 1935, ο δια βßου φßλος του Kan Kikuchi καθιÝρωσε το λογοτεχνικü βραβεßο για πολλÜ υποσχüμενους νÝους συγγραφεßς, το Βραβεßο Akutagawa, προς τιμÞ του.
Το 2020 το NHK παρÞγαγε και πρüβαλε τη ταινßα A Stranger in Shanghai. Απεικονßζει την εποχÞ του Akutagawa ως ρεπüρτερ στη πüλη, πρωταγωνιστεß ο Ryuhei Matsuda.
ΡΗΤΑ:
* ¸νας Üνθρωπος αφιερþνει μερικÝς φορÝς τη ζωÞ του σε μια επιθυμßα που δεν εßναι σßγουρος üτι θα εκπληρωθεß ποτÝ. Εκεßνοι που γελοýν με αυτÞ την ανοησßα δεν εßναι, τελικÜ, παρÜ απλοß θεατÝς της ζωÞς.
* ΠραγματικÜ, η ανθρþπινη ζωÞ εßναι εφÞμερη σαν δροσιÜ και σýντομη σαν αστραπÞ.
* ¼ταν σκοτþνω Ýναν Üνθρωπο, το κÜνω με το σπαθß μου, αλλÜ Üνθρωποι σαν εσÝνα δεν χρησιμοποιοýν σπαθιÜ. Εσεßς κýριοι σκοτþνετε με τη δýναμÞ σας, με τα χρÞματÜ σας και μερικÝς φορÝς μüνο με τα λüγια σας: λÝτε στους ανθρþπους üτι τους κÜνετε χÜρη. Εßναι αλÞθεια üτι δεν ρÝει αßμα, ο Üνθρωπος εßναι ακüμα ζωντανüς, αλλÜ τον Ýχετε σκοτþσει παρ' üλα αυτÜ. Δεν ξÝρω ποιανοý η αμαρτßα εßναι μεγαλýτερη – δικÞ σου Þ δικÞ μου.
* Ερþτηση α': Τι θα λÝγατε για φßλους -πüσους Ýχετε; ΑπÜντηση: Ω, οι φιλßες μου ξεπερνοýν üλα τα üρια του χρüνου και του χþρου -εßναι αρχαßες, σýγχρονες, απü την ανατολÞ κι απü τη δýση. Ο αριθμüς πιθανüτατα δεν θα Þταν πολý μικρüτερος απü τριακüσιους κι απ' αυτοýς, αν Ýπρεπε να ονομÜσω τους πιο διÜσημους, υποθÝτω üτι θα Þταν ο ΚλÜιστ, ο ΜÜινλαντ, ο ΒÜινινγκερ. . . .
* Ερþτηση β': ¸τσι οι φßλοι σας εßναι üλοι αυτοκτονßες, Ýτσι δεν εßναι; ΑπÜντηση: ¼χι, αυτü δεν συμβαßνει πÜντα. ¸νας Üνθρωπος σαν τον Montaigne, που υποστÞριξε και δικαιολüγησε την αυτοκτονßα, εßναι απü τους πιο αξιüτιμους φßλους μου. ΑλλÜ δεν μπορþ να συναναστραφþ με ανθρþπους üπως ο ΣοπενχÜουερ, ο απαισιüδοξος κουρασμÝνος απü τη ζωÞ που δεν αυτοκτüνησε.
* Μüλις τελεßωσε τη συγγραφÞ της ΖωÞς ενüς ηλßθιου ανθρþπου, Ýτυχε να δει Ýναν λοýτρινο κýκνο σε κατÜστημα μεταχειρισμÝνων. Στεκüταν με το κεφÜλι ψηλÜ, αλλÜ τα φτερÜ του Þταν κιτρινισμÝνα και σκωροφαγωμÝνα. Καθþς σκεφτüταν τη ζωÞ του, Ýνιωθε δÜκρυα και κοροúδßα να αναβλýζουν μÝσα του. Το μüνο που βρισκüταν μπροστÜ του Þταν τρÝλλα Þ αυτοκτονßα. ΠερπÜτησε μüνος στο σκοτεινü δρüμο, αποφασισμÝνος τþρα να περιμÝνει το πεπρωμÝνο που θα ερχüταν να τον εξοντþσει.
* Εßμαστε ανθρþπινα ζþα κι Ýτσι φοβüμαστε το θÜνατο üπως τα ζþα. Η λεγüμενη θÝληση για ζωÞ δεν εßναι τßποτα πιüτερο απü 'να διαφορετικü üνομα για το ζωικü Ýνστικτο. Δεν εßμαι παρÜ Ýν απ' αυτÜ τα ανθρþπινα ζþα κι üταν παρατηρþ την απþλεια του ενδιαφÝροντüς μου για το φαγητü και τις γυναßκες, συνειδητοποιþ üτι Ýχω χÜσει σταδιακÜ αυτü το ζωþδες Ýνστικτο. Τþρα κατοικþ σε κüσμο Üρρωστων νεýρων, τüσο ημιδιαφανÞ üσον ο πÜγος.
* Αν μποροýμε να υποταχθοýμε σε αυτüν τον αιþνιο ýπνο, μποροýμε αναμφßβολα να κερδßσουμε ειρÞνη, αν üχι ευτυχßα, αλλÜ εßχα αμφιβολßες για το πüτε θα Þμουν αρκετÜ γενναßος για να αφαιρÝσω τη ζωÞ μου. Σε αυτÞ τη κατÜσταση, η φýση Ýχει γßνει πιο üμορφη απü ποτÝ για μÝνα. ΑγαπÜτε την ομορφιÜ της φýσης και αναμφßβολα θα χλευÜζατε τις αντιφÜσεις μου. ΑλλÜ η φýση εßναι üμορφη ακριβþς επειδÞ πÝφτει πÜνω σε μÜτια που δεν θα την εκτιμÞσουνε για πολý ακüμα. ¸χω δει, αγαπÞσει και καταλÜβει περισσüτερα απü Üλλους. Αυτü απü μüνο του μου δßνει κÜποια παρηγοριÜ εν μÝσω ανυπÝρβλητων θλßψεων.
==========================
ΚÜπα
(απüσπ.)
Πρüλογος Του ΣυγγραφÝα
ΑυτÞ εßναι η ιστορßα του ασθενοýς με τον αριθμü 23, σ' Ýνα απ' τα φρενοκομεßα μας. Τη διηγεßται κÜθε φορÜ που πεßθει κÜποιον να κÜτσει να τον ακοýσει. ΠρÝπει να 'ναι περασμÝνα τριÜντα κι üμως, με μια πρþτη ματιÜ, φαßνεται πολý νεüτερος. Μπορεß να 'ναι η τρÝλλα που του δßνει τη νεανικÞ του üψη. ΠÝρασε τις εμπειρßες μισÞς ζωÞς þσπου να φτÜσει σ' αυτü το Üσυλο. Πþς, με ποιον τρüπο... ¼χι, νομßζω üτι εßναι καλýτερα ν' αφÞσουμε τÝτοιες λεπτομÝρειες για αργüτερα.
Την ιστορßα του μου τη διηγÞθηκε με πολλÝς λεπτομÝρειες, καθþς τον Üκουγα μαζß με το γιατρü που διευθýνει το φρενοκομεßο. ¼ση þρα μιλοýσε, κρατοýσε σφιχτÜ και τα δýο του γüνατα. Πüτε πüτε κοßταζε Ýξω απ' το παρÜθυρο. ΜÝσα απ' τα σιδερÝνια κÜγκελα μποροýσε να δει κανεßς μια γυμνÞ βελανιδιÜ, που τα μαýρα κλαδιÜ της πÜσχιζαν ν' αγγßξουν τα απειλητικÜ σýννεφα. ¸κανε κÜποιες χειρονομßες που συνüδευαν τα λεγüμενÜ του, αλλÜ Þταν πολý λßγες. ¼ταν κÜποια στιγμÞ εßπε, λüγου χÜρη, "ξαφνιÜστηκα", τßναξε απüτομα το κεφÜλι του προς τα πßσω. ΤÝτοια πρÜγματα.
ΠροσπÜθησα να μεταγρÜψω την ιστορßα που μας εßπε με üσο μεγαλýτερη ακρßβεια γßνεται. Αν κÜποιος δεν μεßνει ικανοποιημÝνος, το μüνο που Ýχει να κÜνει εßναι να βγει λßγο απ' το Τüκιο και να πÜει στο χωριü üπου βρßσκεται το φρενοκομεßο. Εßμαι βÝβαιος üτι ο ΑσθενÞς με τον αριθμü 23, πολý νεüτερος στην üψη απü τα χρüνια του, θα τον υποδεχτεß με μια ευγενικÞ υπüκλιση και θα του κÜνει νüημα να καθßσει σε μια σκληρÞ καρÝκλα. ΜετÜ -γι' αυτü δεν Ýχω τη παραμικρÞ αμφιβολßα- θα ξαναδιηγηθεß Þρεμα την ιστορßα του, μ' Ýνα μελαγχολικü χαμüγελο στα χεßλη üση þρα μιλÜ. Στο τÝλος... ναι, θυμÜμαι ολοκÜθαρα την Ýκφραση του προσþπου του καθþς τελεßωνε. ΑναμφισβÞτητα θα κÜνει ακριβþς το ßδιο. Θα τιναχτεß üρθιος, θα σφßξει τις γροθιÝς του και θ' αρχßσει να ουρλιÜζει:
-"Φýγε απü δω! ¢με στο διÜολο, γουροýνι! Ηλßθιε! Με ζηλεýεις, παλιÜνθρωπε! ΤÝτοιο θρÜσος! Να 'ρθεις εδþ μ' αυτüν τον τρüπο! Ποιος σου 'δωσε το δικαßωμα, παλιομπÜσταρδε, να με κοιτÜς μ' αυτü το ýφος; ¢ντε, χÜσου απ' τα μÜτια μου, κτÞνος! Δεν θα μ' αφÞσετε ποτÝ, üλοι σεις οι μπÜσταρδοι, στην ησυχßα μου";
______________________
1.
¼λα αρχßσανε μια συνηθισμÝνη μÝρα του θÝρους πριν απü τρßα χρüνια. Μ' Ýνα σακßδιο στη πλÜτη εßχα ξεκινÞσει απü Ýνα μικρü ξενοδοχεßο με ιαματικÜ λουτρÜ στο Καμικüσι, για να σκαρφαλþσω στο ¼ρος ΧοντÜκα. ¼πως θα ξÝρετε, δεν υπÜρχει Üλλος τρüπος να φτÜσει κανεßς στο ΧοντÜκα απ' το να πÜρει το δρüμο που διατρÝχει τη κοιλÜδα του ποταμοý Αζοýσα. Εßχα ξανανÝβει στο ΧοντÜκα -αν σας ενδιαφÝρει, Ýχω πÜει και στο ¼ρος ΓιαριγκατÜκε-κι Ýτσι, παρüλο που μια πυκνÞ ομßχλη εßχε αρχßσει να κατεβαßνει στην κοιλÜδα του Αζοýσα, δεν σκÝφτηκα να πÜρω μαζß μου κÜποιον οδηγü.
Η ομßχλη δεν Ýλεγε να διαλυθεß· μπορþ να πω, μÜλιστα, üτι γινüτανε πιο πυκνÞ. ΣυνÝχισα ν' ανηφορßζω την κοιλÜδα του Αζοýσα για καμιÜ þρα περßπου, με την ομßχλη ν' αγκαλιÜζει τα πüδια μου καθþς περπατοýσα. Σε κÜποιο σημεßο, σκÝφτηκα να επιστρÝψω στο ξενοδοχεßο με τα ιαματικÜ λουτρÜ, στο Καμικüσι. Αυτü, üμως, θα σÞμαινε να περιμÝνω þσπου να διαλυθεß η ομßχλη για να πÜρω το δρüμο του γυρισμοý.
Λες και με κορüιδευε για το δßλημμÜ μου η ομßχλη πýκνωνε üλο και πιο πολý κÜθε λεπτü που περνοýσε. "Δε βαριÝσαι... Καλýτερα να συνεχßσω... ", σκÝφτηκα. ¸τσι, Üρχισα να προχωρÜω μÝσα απü τα ινδοκÜλαμα, φροντßζοντας πÜντως να μην απομακρυνθþ πολý απ' το ΠοτÜμι. ¼που κι αν κοßταζα, το μüνο που 'βλεπα Þταν ομßχλη. ΜÝσα απ' τη καταχνιÜ, διÝκρινα ποý και ποý μüνο κÜποια χοντρüκορμη οξιÜ και κλαριÜ απü Ýλατα, με φýλλα που στÜζανε και φαντÜζανε γαλαζοπρÜσινα στο αδιÜφανο φüντο της υγρÞς ομßχλης. ΚÜθε τüσο, Ýνα Üλογο Þ κÜποια αγελÜδα εμφανßζονταν ξαφνικÜ σαν φαντÜσματα μπροστÜ μου, για να χαθοýν το ßδιο απüτομα, τυλιγμÝνα σ' Ýνα στροβßλισμα πυκνÞς ομßχλης.
Δεν Üργησα να νιþσω τα πüδια μου να βαραßνουνε και το στομÜχι μου να διαμαρτýρεται. Τα ορειβατικÜ μου ροýχα κι οι κουβÝρτες που κουβαλοýσα εßχανε γßνει μοýσκεμα και το βÜρος τους πολý μεγαλýτερο. Στο τÝλος, Ýχασα το κουρÜγιο μου και πÞρα την απüφαση να γυρßσω στην üχθη του ποταμοý Αζοýσα. Ο θüρυβος που Ýκανε το νερü πÝφτοντας πÜνω στις πÝτρες Þταν Ýνας οδηγüς που μποροý σα να βασßζομαι. ΚÜθισα σε μια μεγÜλη πÝτρα στην üχθη του ποταμοý κι Üρχισα αμÝσως να ετοιμÜζω το φαγητü μου. Θα πρÝπει να περÜσανε γýρω στα δÝκα λεπτÜ μÝχρι ν' ανοßξω μια κονσÝρβα κορνμπßφ και να μαζÝψω μερικÜ ξερÜ κλαριÜ για ν' ανÜψω τη φωτιÜ μου. ΜÝσα σ' αυτü το δεκÜλεπτο, η ομßχλη εßχε αρχßσει σιγÜ σιγÜ να διαλýεται και διαπßστωσα üτι μποροýσα να διακρßνω αχνÜ το περßγραμμα του σκηνικοý ολüγυρÜ μου.
Μασουλþντας Ýνα κομμÜτι ψωμß, Ýριξα μια ματιÜ στο ρολüι μου. Η þρα εßχε Þδη πÜει μßα κι εßκοσι. Δεν Þταν αυτü μüνο που μ' Ýκανε να ταραχτþ , αλλÜ κυρßως Ýνα φευγαλÝο αντικαθρÝφτισμα που Ýπιασα στο γυαλß του ρολογιοý μου. ¹ταν Ýνα απüκοσμο, αλλüκοτο πρüσωπο. ΞαφνιασμÝνος, κοßταξα πßσω μου για να δω απü ποý ερχüταν η αντανÜκλαση. Και τüτε, για πρþτη φορÜ στη ζωÞ μου, αντßκρυσα Ýνα πραγματικü ζωντανü ΚÜπα. ¹ταν ανεβασμÝνος στη κορφÞ ενüς βρÜχου ακριβþς πßσω μου και δεν διÝφερε σε τßποτε απ' üλες τις εικüνες που εßχα δει ως τüτε. Με το Ýνα του χÝρι Þτανε πιασμÝνος απ' τον κορμü μιας ασημÝνιας σημýδας, με το Üλλο σκßαζε τα μÜτια του, καθþς με κοßταζε με τη περιÝργεια που δεßχνει κανεßς üταν βλÝπει κÜτι πολý παρÜξενο.
Τüσο πολý τα εßχα χαμÝνα, που για λßγο δεν τüλμησα να κÜνω τη παραμικρÞ κßνηση. Θα πρÝπει, üμως κι ο ΚÜπα να Ýνιωθε κÜτι ανÜλογο, γιατß Ýδειχνε κι αυτüς σαν μαρμαρωμÝνος -ακüμα και το χÝρι πÜνω απ' τα μÜτια του εßχε μεßνει ακßνητο. ΠετÜχτηκα üρθιος κι Ýδωσα Ýνα ξαφνικü σÜλτο προς το βρÜχο üπου στεκüταν ο ΚÜπα. Την ßδια ακριβþς στιγμÞ, εκεßνος τραβÞχτηκε μακρυÜ μου -τουλÜχιστον Ýτσι μου φÜνηκε... Το μüνο που μπορþ να πω με σιγουριÜ εßναι üτι απ' τη μια στιγμÞ στην Üλλη εξαφανßστηκε απü μπρος μου. ΚÜθε λεπτü που περνοýσε Ýνιωθα το φüβο και τη περιÝργεια να μεγαλþνουν μÝσα μου. Στη προσπÜθειÜ μου να τονε ξαναβρþ, Üφησα το βλÝμμα μου να πÝσει στα κοντüκορμα ινδοκÜλαμα. Εκεß τον εßδα πÜλι. ¹ταν μüλις δýο μÝτρα μακρυÜ μου, με το πρüσωπü του στραμμÝνο προς το μÝρος μου και το κορμß του Ýτοιμο να ξεφýγει, σε περßπτωση που επιχειροýσα πÜλι να τον πιÜσω.
Τßποτε το περßεργο ως εδþ. Συμφωνþ. Αυτü, ωστüσο, που με παραξÝνεψε Þτανε το χρþμα του. Ο ΚÜπα που με παρατηροýσε προηγουμÝνως απ' το βρÜχο εßχε Ýνα βαθý γκρßζο χρþμα απ' το κεφÜλι ως τα πüδια του. Τωρα üμως, δεν υπÞρχε οýτε Ýνα κομμÜτι του που να μην εßχε γßνει πρÜσινο.
-"ΠανÜθεμÜ σε!" φþναξα δυνατÜ, καθþς χυμοýσα πÜλι πÜνω του. Περιττü να πω üτι μου ξÝφυγε και πÜλι. ¸φαγα πÜνω απü μισÞ þρα κυνηγþντας τον μÝσα στα ινδοκÜλαμα και πηδþντας απ' τον Ýνα βρÜχο στον Üλλο. Ο ΚÜπα Þτανε πραγματικÜ ευκßνητος -γρÞγορος σαν μαúμοý. ΜετÜ απü τüσο κυνηγητü, Ýνιωθα λßγο ζαλισμÝνος. ΚÜμποσες φορÝς κüντεψα να τονε χÜσω εντελþς απ' τα μÜτια μου, ενþ κÜπου κÜπου σκüνταφτα κι Ýπεφτα με τα μοýτρα στο χþμα.
ΚÜποια στιγμÞ η τýχη μου φÜνηκε üτι Üλλαζε. Ο ΚÜπα βρÞκε το δρüμο του κλειστü απü Ýνα ταýρο, που 'βοσκε κÜτω απ' το πυκνü φýλλωμα μιας πελþριας αγριοκαστανιÜς. Ο ταýρος εßχε Ýνα ζευγÜρι μυτερÜ κÝρατα κι Ýνα πολý Üγριο βλÝμμα στα κüκκινα σαν αßμα μÜτια του. Ο ΚÜπα τον εßδε και βγÜζοντας μια στριγκλιÜ, Ýκανε τοýμπα και βρÝθηκε ανÜσκελα σε μια συστÜδα απü ινδοκÜλαμα.
-"Τþρα σ' Ýπιασα! Δεν μου ξεφεýγεις!" φþναξα, καθþς βουτοýσα ξοπßσω του μες στα καλÜμια.
Αυτü που δεν Þξερα Þταν üτι υπÞρχε κÜποιο Üνοιγμα σε κεßνο το σημεßο. ¹μουν Ýτοιμος ν' αρπÜξω με τα δÜχτυλÜ μου τη λεßα και γλιστερÞ του ρÜχη, üταν, ξαφνου, βρÝθηκα να πÝφτω με το κεφÜλι σε μια κατÜμαυρη Üβυσσο. Δεν εßναι παρÜξενο üτι, ακüμα και σε μια τÝτοια κρßσιμη στιγμÞ, το μυαλü του ανθρþπου κÜνει τις πιο απßθανες σκÝψεις; Για Ýνα δευτερüλεπτο, το μüνο που σκεφτüμουν Þταν ο κßνδυνος που αντιμετþπιζα. Το επüμενο, Ýπιασα τον εαυτü μου να θυμÜται üτι υπÜρχει μια γÝφυρα που λÝγεται ΚÜπα, κοντÜ στο ξενοδοχεßο με τα ιαματικÜ λουτρÜ στο Καμικüσι.
ΜετÜ ... Πολý φοβÜμαι üτι δεν μπορþ να θυμηθþ τßποτε απ' ü,τι Ýγινε μετÜ. Το μüνο που ξÝρω εßναι üτι Ýνιωσα κÜτι σαν αστραπÞ να περνÜ μπρος στα μÜτια μου. Αυτü εßναι το τελευταßο πρÜγμα που θυμÜμαι και θα πρÝπει να 'γινε σχεδüν αμÝσως μüλις Ýχασα τις αισθÞσεις μου.
2.
Oταν επιτÝλους συνÞλθα κι Ýριξα μια ματιÜ γýρω μου, διαπßστωσα πως Þμουν ακüμα ανÜσκελα στο σημεßο που εßχα πÝσει, περιστοιχισμÝνος απü αρκετοýς ΚÜπα.
¸νας απ' αυτοýς Þτανε γονατισμÝνος δßπλα μου κι εßχε κολλÞσει Ýνα στηθοσκüπιο στο στÞθος μου. ΠÜνω στο χοντρü του ρÜμφος Þτανε γαντζωμÝνο Ýνα μονüκλ. Μüλις εßδε üτι Üνοιγανε τα μÜτια μου, μου 'κανε νüημα να μεßνω ακßνητος και στη συνÝχεια φþναξε:
-"ΚουÜξ! ΚουÜξ!" σε κÜτι Üλλους ΚÜπα πßσω του.
ΑκοýγοντÜς τον, δýο ΚÜπα Þρθανε στο σημεßο που Þμουνα πεσμÝνος κουβαλþντας Ýνα φορεßο, που με μετÝφεραν προσεκτικÜ μÝσα απ' το πλÞθος. ΠροχωρÞσαμε Ýτσι κÜμποσες εκατοντÜδες μÝτρα σ' Ýνα δρüμο που, απ' τα λßγα που μποροýσα να δω, μου θýμιζε το Γκßνζα, τον κεντρικü δρüμο του Τüκιο. Εßχε μια παρüμοια γραμμÞ απü οξιÝς και στις δυο πλευρÝς του, ενþ η Üσφαλτος ανÜμεσα Þταν γεμÜτη αυτοκßνητα. ΚÜτω απ' τον ßσκιο αυτþν των δÝντρων υπÞρχανε σειρÝς ολüκληρες απü μαγαζιÜ, το καθÝνα με τη δικÞ του τÝντα, που πουλοýσαν ü,τι μπορεßς να φανταστεßς.
ΚÜποια στιγμÞ, οι τραυματιοφορεßς Ýστριψαν απ' τον κεντρικü δρüμο σ' Ýνα στενοσüκακο και με μετÝφεραν σ' Ýνα σπßτι λßγο πιο κÜτω. Αργüτερα, Ýμαθα üτι το σπßτι αυτü ανÞκε στον ΚÜπα με το μονüκλ. Ονομαζüταν Τσακ και Þταν γιατρüς. Ο Τσακ εßπε στους τραυματιοφορεßς να με ξαπλþσουνε σ' Ýνα καλοστρωμÝνο κρεβÜτι, κι Ýπειτα μ' Ýβαλε να πιþ Ýνα ποτÞρι με κÜποιο φÜρμακο. Δεν Þξερα τι Þταν, απ' ü,τι θυμÜμαι üμως, Þταν Ýνα Üχρωμο υγρü. ¸μεινα ακßνητος στο κρεβÜτι, Ýτσι ακριβþς üπως με εßχαν αφÞσει, επιτρÝποντας στον Τσακ να κÜνει ü,τι Þθελε μαζß μου. Για να πω üλη την αλÞθεια, πονοýσαν τüσο πολý üλα τα κüκαλÜ μου που ακüμα κι η παραμικρÞ κßνηση Þταν μεγÜλο πρüβλημα. Ο Τσακ ερχüταν και μ' εξÝταζε δυο-τρεις φορÝς τη μÝρα. ¸νας Üλλος επισκÝπτης, που ερχüταν περßπου κÜθε τρεις μÝρες, Þταν ο ΚÜπα που εßχα ανταμþσει στον κüσμο των ανθρþπων. Εκεßνος ονομαζüταν Μπαγκ και Þταν ψαρÜς.
Οι ΚÜπα γνωρßζουνε πολý περισσüτερα για μας τους ανθρþπους απ' üσα ξÝρουμε εμεßς γι' αυτοýς. ºσως αυτü να 'χει κÜποια σχÝση με το γεγονüς üτι οι ΚÜπα κατορθþνουνε και πιÜνουν πολý περισσüτερους ανθρþπους σε σýγκριση με τους ΚÜπα που πιÜνουμε εμεßς. Δεν εßμαι απüλυτα βÝβαιος αν εßναι σωστÞ η λÝξη "ΠιÜνουν". ¼ποια, üμως, κι αν εßναι, κÜμποσα ανθρþπινα πλÜσματα βρεθÞκανε στη χþρα των ΚÜπα πολý πριν Ýρθει η σειρÜ μου και τα περισσüτερα απ' αυτÜ εßχανε περÜσει εκεß την υπüλοιπη ζωÞ τους. Προφανþς Ýνα απ' τα μεγαλýτερα πλεονεκτÞματα εßναι üτι εμεßς οι Üνθρωποι μποροýμε να περνÜμε σχετικÜ καλÜ εκεß, χωρßς να χρειÜζεται να κουνÞσουμε το μικρü μας δαχτυλÜκι, αρκεß üτι εßμαστε Üνθρωποι κι üχι ΚÜπα. Ο Μπαγκ μου 'πε κÜποτε την ιστορßα ενüς νεαροý εργÜτη (δοýλευε σε κατασκευÝς δρüμων), που βρÝθηκε στη χþρα των ΚÜπα. Εßχε νυμφευτεß μια ΚÜπα, που, εκτüς απ' τ' üτι μποροýσε να χαρακτηριστεß σχετικÜ νüστιμη σε σýγκριση με τις Üλλες, τα εßχε καταφÝρει μια χαρÜ στο να τονε κÜνει να μη βλÝπει την αλÞθεια.
¼ταν πÝρςισε περßπου μια βδομÜδα, βρÝθηκα να εßμαι γεßτονας του Τσακ με το χαρακτηρισμü του «ειδικÜ προστατευüμενου ατüμου» -σýμφωνα με τον καταστατικü χÜρτη της χþρας των ΚÜπα. ΠαρÜ το μικροσκοπικü του μÝγεθος, το σπιτικü μου Þταν απρüσμενα συμπαθητικü και Üνετο. ¼πως θα περßμενε κανεßς, δεν υπÜρχουνε πολý μεγÜλες διαφορÝς ανÜμεσα στα στοιχεßα μιας πολιτισμÝνης ζωÞς στη χþρα των ΚÜπα κι εκεßνα σε μια χþρα του ανθρþπινου κüσμου μας -Þ τουλÜχιστον, για να περιορßσω τις δηλþσεις μου σε καθαρÜ προσωπικÝς εμπειρßες, τα συστατικÜ της πολιτισμÝνης ζωÞς στην Ιαπωνßα. ΧαρακτηριστικÜ, αναφÝρω πως υπÞρχε μικρü πιÜνο στη γωνιÜ του σαλονιοý μου, ενþ στους τοßχους κρÝμονταν κορνιζαρισμÝνοι πßνακες ζωγραφικÞς. Η μüνη διαφορÜ βρισκüτανε στις διαστÜσεις üλων των πραγμÜτων του ßδιου του σπιτιοý, των τραπεζιþν, των καθισμÜτων. ¼λα εßχανε γßνει στα μÝτρα των ΚÜπα, εßχα τη μüνιμη αßσθηση üτι μ' εßχαν επαναφÝρει σ' Ýνα εßδος νηπιαγωγεßου.
ΜÝσα σ' αυτü το δωμÜτιο, κÜδε βρÜδυ, μÜθαινα τη γλþσσα των ΚÜπα απ' τον Τσακ, τον Μπαγκ, Þ κÜποιον Üλλο απ' τους γνωστοýς μου. ¼πως Þταν φυσικü, εßχα και πολλοýς Üλλους επισκÝπτες, επειδÞ ο χαρακτηρισμüς μου ως "ειδικÜ προστατευüμενου ατüμου" προκαλοýσε τη περιÝργεια. Ο ΓκÜελ, ο διευθυντÞς μιας υαλουργßας, Þταν Ýνας απ' τους πιο τακτικοýς. Ο Τσακ του εßχε αναθÝσει να μου παßρνει καθημερινÜ τη πßεση. Για τις πρþτες δεκαπÝντε μÝρες περßπου, καλýτερüς μου φßλος ανÜμεσα στους ΚÜπα Þτανε πÜντως ο Μπαγκ, ο ψαρÜς.
¹ταν μια ζεστÞ, υγρÞ βραδιÜ. Καθüμουν στο σαλüνι με τον Μπαγκ, το ψαρÜ. ΚουβεντιÜζαμε ανÝμελα περß ανÝμων κι υδÜτων, üταν ξαφνικÜ, για κÜποιο ανεξÞγητο λüγο, ο Μπαγκ σþπασε κι Üρχισε να με κοιτÜ ερευνητικÜ, με τα μεγÜλα του μÜτια τüσο διεσταλμÝνα þστε να φαßνονται ακüμα μεγαλýτερα απ' ü,τι τις Üλλες φορÝς. Το βρÞκα πολý περßεργο και, κÜνοντας μια προσπÜθεια να καταλÜβω, αποπειρÜθηκα να του μιλÞσω στη γλþσσα των ΚÜπα.
-"ΚουÜξ, Μπαγκ, κουü κουÝλ κουÜν"; (Ελεýθερη μτφρ.: ¸λα τþρα, Μπαγκ! Τι Ýπαθες;).
Δεν πÞρα απÜντηση. Αντß να μου μιλÞσει, τινÜχτηκε απüτομα üρθιος και στÜθηκε απü πÜνω μου, με τη γλþσσα κρεμασμÝνη. Η εντýπωση που μου Ýδινε Þταν üτι ετοιμαζüταν να κÜνει Ýνα σÜλτο, που θα τον Ýφερνε κατευθεßαν πÜνω στο κεφÜλι μου. ¹τανε φυσικü να μ' Ýχουνε πλημμυρßσει η ανησυχßα κι οι υποψßες. ΚατÜφερα να σηκωθþ με αργÝς κινÞσεις, για να μη τον αναστατþσω παραπÜνω κι Þμουν Ýτοιμος να ορμÞξω στη πüρτα, üταν εßδα να ξεπροβÜλλει το κεφÜλι του δρ. Τσακ. Δεν θα μποροýσε να εßχε διαλÝξει καλýτερη στιγμÞ.
-"ΗρÝμησε, Μπαγκ! Τι κÜνεις εκεß";
Ο Τσακ τονε κεραυνοβüλησε μ' Ýνα Üγριο βλÝμμα μÝσα απ' το μονüκλ του. Ο Μπαγκ φÜνηκε πολý φοβισμÝνος και ντροπιασμÝνος -και καλÜ Ýκανε! Στη συνÝχεια Üρχισε να ζητÜ συγγνþμη, κρýβοντας με τα χÝρια ξανÜ και ξανÜ το πρüσωπü του καθþς μιλοýσε.
-"ΕιλικρινÜ λυπÜμαι γι' αυτü που συνÝβη. ¢ρχισα να νιþθω τüσο παρÜξενα καθþς Ýβλεπα τον κýριο απü δω να γßνεται üλο και πιο ανÞσυχος. ΜετÜ φαßνεται πως παρασýρθηκα και δεν μπüρεσα ν' αντÝξω στον πειρασμü να του παßξω αυτÞ τη μικρÞ φÜρσα". ΣτρÜφηκε προς το μÝρος μου. "Ελπßζω να με συγχωρÞσετε, κýριε..."
(τÝλος αποσπ.)