Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Πεζά 

Εύθραυστη Ολισθηρή Επιφάνεια



     Η φωτιά στο τζάκι τριζοβολά οικεία. Τα δυο πρόσωπα, εκατέρωθέν της, είναι σιωπηλά. Φιγούρες παγωμένες, με μόνη εξαίρεση τα χέρια της γυναίκας που πλέκει. Εκείνο το μαγικό πλέξιμο με τις δυο βελόνες στις μασχάλες και στην άκρη των δακτύλων, με τις ασύλληπτες κινήσεις και το αιώνια υπερκινητικό κουβάρι μαλλί, κάτω στα πόδια. Χωμένοι κι οι δυο σε ζεστά ρούχα, ακίνητοι κι ανάμεσά τους, πάνω σ' ένα τραπεζάκι, ένας δίσκος με μερικά υπολείμματα από βουτήματα και δυο αδειανά φλιτζάνια από τσάι, μαρτυρά τι έχει προηγηθεί...

     ...Ένας κάστορας στη κοντινή λίμνη, προσπαθεί να βαδίσει, στην ήδη σχηματισμένη λεπτή κρούστα κρυστάλλου πάνω στην επιφάνεια της, προσπαθώντας να φτάσει στη φωλιά του...

     Τα χέρια της γυναίκας κινούνται τάχιστα και τέλεια κι έτσι το πλεκτό της προχωρεί μ' αξιοπρόσεκτη ταχύτητα. Το μόνον άλλο κινούμενο, εκτός των χεριών και του κουβαριού στο δωμάτιο, είν' η γάτα. Ούτε καν ο δείκτης του ρολογιού, που 'ναι σταματημένος, προ απροσδιορίστου διαστήματος, σε κάποιες 5.51, χωρίς κανείς να μπορεί να πει με βεβαιότητα αν πρόκειται περί πρωινού ή απογεύματος.
     Η γάτα κάθεται κοντά στα πόδια της γυναίκας και προσπαθεί μάλλον άκεφα, να καταπολεμήσει τη πλήξη της, παίζοντας με το κουβάρι. Από τις άτονες προσπάθειες, εύκολα κανείς αντιλαμβάνεται πως το παιχνίδι αυτό, είναι πολύ παλιό κι έχει χάσει την αρχική μαγεία που ασκούσε σ' αυτήν. Έτσι μ' έν' άρτιο σάλτο, ανεβαίνει στην αγκαλιά του άντρα, που 'ναι βυθισμένος σε -ποιος ξέρει ποιες- σκέψεις, κοιτάζοντας το χορό της φλόγας του τζακιού. Αυτός δε δείχνει να ξαφνιάζεται από τη ξαφνική επισκέπτρια κι απλώνει το χέρι του, πάντα μηχανικά, χαϊδεύοντάς της το κεφάλι και τη ράχη...

     ...Η λεπτή κρούστα που 'χει σχηματιστεί στην επιφάνεια της λίμνης, δεν είν' ακόμα ισχυρή και τα μικρά αδέξια βήματα του κάστορα, τη κλονίζουν. Ο καιρός είναι κι αυτός ακίνητος. Ούτε φυσά, ούτε βρέχει, ούτε χιονίζει. Απλά βαστά μια πολύ σκληρή παγωνιά, μερικούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Αν ο κάστορας παρατήσει την ασχολία του για λίγο και στραφεί κάπως δεξιότερα, θα δει το μεγάλο σπίτι, πέρα στο βάθος. Θα δει τα λιγοστά φώτα του, θα δει επίσης το καπνό που βγαίνει από τη καμινάδα και γύρω το ημίλευκο, μουντό τοπίο. Αλλά ο κάστορας δεν έχει κανένα λόγο να το κάνει αυτό...

     Η φλόγα έχει κοπάσει αρκετά κι ο άνδρας, αφού αποδιώχνει μαλακά τη γάτα, το τροφοδοτεί με λίγες μελετημένες κινήσεις, παίρνοντας από μια μικρή βολική στοίβα 'κεί κοντά, μερικά μικρά κομμάτια ξύλων. Όπως πάντα, επιλέγει 'κείνην ακριβώς τη στιγμή να σπάσει τη σιωπή:
 -"Αγαπητή Τανιούσκα Φεντόροβνα, άκουσα πως ο καιρός θα το πάει κατά το νοτιά και μάλλον σύντομα, θα 'χουμε χιόνι ξανά".
     Οι λέξεις πέσανε σα πιστολιές μες στη γαλήνη του σπιτιού. Η γυναίκα όμως δε ταράχτηκε διόλου, γιατί 'τανε κάτι από καιρό γνωστό κι αναμενόμενο. Ούτε καν η γάτα έδειξε να ξαφνιάζεται...

     ...Ο κάστορας σταμάτησε κι ανασήκωσε τ' αφτιά, αναπηδώντας ελαφρά...
 
     Ο άντρας, απόλυτα ικανοποιημένος από την αναζωογονημένη φωτιά, -κι από τις λέξεις που εκστόμισε- έγειρε πάλι πίσω στη πολυθρόνα. Η γυναίκα συνέχισ' ατάραχη το πλέξιμο, ωστόσο, με την άκρη του ματιού επιθεώρησε κι ενέκρινε νοερά, όλα τα συμβάντα. Επίσης, πως το κουβάρι τέλειωνε κι ότι θα 'πρεπε να το αντικαταστήσει σύντομα. Έτσι -σύμφωνα πάντα με το πρωτόκολλο- σταματώντας το πλέξιμο για να προσθέσει νέο κουβάρι στο ίδιο χρώμα, έσπασε κι εκείνη τη σιωπή της:
 -"Εγώ πάλι, αγαπητέ Νικολάϊ Τυχονόβιτς, άκουσα πως ο καιρός θα το πάει κατά το βοριά κι έτσι μάλλον δε θα χιονίσει σύντομα".
     Τα έπιπλα και τα αντικείμενα στο δωμάτιο, που 'χαν ηρεμήσει από τις προηγούμενες λέξεις, τώρα πάλι αναταράχθηκαν ελαφρά. Ωστόσο, με τη πάροδο τόσων χρόνων έχουνε χωνέψει και συνηθίσει τους λιγοστούς αυτούς κραδασμούς...

     ...Ο κάστορας, σα νέος στη γειτονιά, ταράχτηκε ξανά, ακούγοντας αυτούς τους μακρινούς ψιθύρους, στην απόλυτη σιγαλιά...

     Η γάτα ήλπισε στο νέο κουβάρι και στις καινούργιες προοπτικές που αυτό υποσχότανε κι έτσι δεν έδωσε ούτε κι αυτή σημασία, στη φράση της γυναίκας. Γρήγορα όμως είδε, πως ούτ' αυτό είχε να της δώσει κάτι νέο κι έτσι, μ' ένα σάλτο, ξανακούρνιασε στην αγκαλιά του. Όλ' αυτά γίναν' αργά, πολύ-πολύ αργά. Κύλησε πολύς σιωπηλός χρόνος στο δωμάτιο. O άνδρας απέμεινε να κοιτάζει τη φωτιά, χαϊδεύοντας τη γάτα μηχανικά κι επί πολύ ώρα. Κάποια στιγμή, ναρκώθηκε από τη ζεστασιά και την ακινησία και λίγο πριν υποκύψει στον ύπνο θέλησε να κλείσει, όπως κάθε νύχτα, χρόνια τώρα, τη βραδιά με την αγαπημένη του φράση:
 -"Αυτά λοιπόοοοον "!

     ...Ο κάστορας αναπήδησε για τρίτη φορά και στάθηκε λιγάκι ν' αφουγκραστεί ανήσυχος...

     Η γάτα είδε το κλείσιμο της αυλαίας και κατέβηκε από τα πόδια του. Περνώντας προς το στρωματάκι της, τρίφτηκε λιγάκι στα πόδια της κυράς κι ύστερα, αφού πλύθηκε προσεκτικά, ξάπλωσε στη γωνίτσα της. Η γυναίκα είδε κι εκείνη το ...κλείσιμο, καθώς επίσης κι όλο το υπόλοιπο της βραδιάς, σα σκηνές ενός ατέλειωτου σήριαλ. Ωστόσο το πλέξιμό της είχε φτάσει σε μια δύσκολη καμπή, που δε της επέτρεπε να το σταματήσει τόσον απότομα. Ήθελ' ένα μικρό μεν, αλλά απαγορευτικό, για τις διαδικασίες, χρονικό διάστημα...
     (κι αυτή η σκέψη, ήταν ένα μικρό πετραδάκι, σε μια ψηλή κορφή, που ξεκόλλησε κι άρχισε σιγά-σιγά να κατεβαίνει, αυξάνοντας σταδιακά τη ταχύτητά του, παρασέρνοντας κι άλλα μικρά πετραδάκια, που όσο κατεβαίνανε τόσο πιο εύκολα ξεκολλούσανε κι άλλα μεγαλύτερα και λίγο-λίγο, η μεγάλη κατολίσθηση ήτανε πια γεγονός)...
     ...Μ' αυτή τη σκέψη στο νου, της συνέβη κάτι πρωτόγνωρο: έχασε πόντο στο πλεκτό! Συγκράτησε με πολύ κόπο, ένα βαρύ σχόλιο και σταμάτησε το πλέξιμο. 
     Ο άντρας, που φυσικά δε γνώριζε τι συνέβαινε στο μυαλό της, πίστεψεν απλά πως είχε 'ρθει η ώρα του ύπνου. Έτσι λοιπόν σηκώθηκε, έβαλε το προστατευτικό κιγκλίδωμα του τζακιού, ήρεμος και χαλαρός (εκνευριστικά ήρεμος και χαλαρός.) και βάλθηκε να προετοιμάζεται για ύπνο...

     ... Ο κάστορας προσπαθούσε να μεταφέρει ένα ξυλαράκι και γλιστρούσε πάνω στη λεία κρούστα του πάγου...

    
Η γάτα ήθελε λίγο ακόμα, να βυθιστεί στον ύπνο και στα γατίσια όνειρα της. Η γυναίκα όμως, είχ' αφηνιάσει μ' όλ' αυτό και σπάζοντας -παρά φύσει- τη σιωπή, είπε πικρόχολα και δυνατά, απαντώντας ταυτόχρονα στο προηγούμενο του σχόλιο:
 -"ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ, ΝΙΚΟΛΑΙ ΤΥΧΟΝΟΒΙΤΣ... κι άλλα πολλά"! Τις τελευταίες λέξεις, τις είπε σχεδόν ξέπνοα και πολύ-πολύ σιγανά! Τότε έλαβε χώρα, μια μικρή αλληλουχία γεγονότων: 
     Η γάτα πετάχτηκεν έντρομη από τη θέση της διακόπτοντας ό,τι όμορφο κι αν είχεν αρχίσει να βλέπει!
     Ο άνδρας γύρισεν απότομα και τη κοίταξε παραξενεμένος. Κανείς δεν έμαθε, τι ήταν αυτό που 'δε στο βλέμμα της, αλλά του 'φερε στη ραχοκοκαλιά, ρίγη πανικού!

     ... Ο κάστορας βρισκότανε σ' ένα δύσκολον ελιγμό, όταν ακούστηκε πάλι, αλλά πιο έντονα αυτή τη φορά, ο μακρινός ψίθυρος. Ήτανε πολύ απορροφημένος στη δουλειά του, που ξαφνιάστηκε πολύ κι αναπήδησε περισσότερο από τις άλλες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει τον ελιγμό, που με κόπο τόση ώρα πάλευε να πετύχει. Εκτός αυτού όμως, η αναπήδηση αυτή ήτανε τελικά μοιραία για το λεπτό επίστρωμα του πάγου. Ένα αλυσιδωτό ραγισματάκι, μ' επίκεντρο το μικρό τρωκτικό και σ' ελάχιστα δευτερόλεπτα, η λιμνούλα είχε ξαναβγεί στην επιφάνεια, μ' ένα χαρούμενο παφλασμό...
                                                         Νοέμβρης 2001

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers