Ο νόμος του Μέρφυ. Σήμερα τίποτε δε πήγαινε καλά για τον Βαλέρ. Τίποτε απολύτως! Είναι μερικές φορές που λες και σε φτύνει ακόμα κι ο ίδιος ο διάολος και πνίγεσαι σα θες να ξεδιψάσεις, στη πρώτη κιόλας γουλιά νερού! Πρέπει να τον είχε φτύσει, χτες κάποια στιγμή, εγκαταλείποντάς τον, η γυναίκα του, πριν αυτός επιστρέψει σπίτι από τη παράσταση. Όταν γύρισε αργά, βρήκε το σπίτι άδειο κι έρημο, μ' έναν ανησυχητικό όσο κι εκνευριστικόν αντίλαλο, σημάδι πως το κάθαρμα του τα 'χε πάρει σχεδόν όλα.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε, όταν συνήλθε από τη πρώτη έκπληξη κι αντιλήφθηκε περί τίνος πρόκειται, ήτανε πως καταδέχτηκε να πάρει ακόμα και δικά του πράγματα. Ευτυχώς του 'χεν αφήσει και μερικά ζωτικής σημασίας, όπως κουζίνα, ψυγείο κι ένα καναπέ-κρεβάτι (κι αυτά, γιατί ήτανε παλιά κι όχι ότι τον λυπήθηκε), μαζί με τα άχρηστά της, βιβλία, κομπιούτερ, ρούχα, ένα τραπεζάκι βεράντας με μερικές πλαστικές γύφτικες πολυθρόνες και λίγα -ελάχιστα απομεινάρια σπασμένων σερβίτσιων- σκεύη κουζίνας.
Δε βαριέσαι... δεν είχε πια καμιά σημασία...μα φεύγοντας, τον είχε φτύσει κι έτσι σήμερα που ξύπνησε αργά το μεσημέρι -είχε ξενυχτήσει πίνοντας βότκα- αρχίσανε τα παθήματα.
Πρώτα, έπεσε άσχημα από το καναπέ, όντας παραζαλισμένος από το χτεσινό πιοτό και χτύπησε τον αγκώνα πάνω στο μισοάδειο ποτήρι, που το 'χε ακουμπισμένο στο πάτωμα δίπλα του. Αιφνιδιάστηκε γιατί δε θυμόταν τίποτε, παρά μόνο πως το σπίτι το 'χε βρει άδειο. Πάνω σ' αυτό λοιπόν το ποτήρι, που φυσικά έσπασε από το βάρος του, έκανε ένα βαθύ κόψιμο. Με το αίμα να ρέει ποτάμι από το μπράτσο, προσπάθησε να βρει το φαρμακείο. Του κάκου! Το 'χε πάρει κι αυτό η συμβία, μιας κι είχε σηκώσει όλο το έπιπλο. Έσκισε ένα λευκό πουκάμισο για να σταματήσει την αιμορραγία κι έδεσε όπως-όπως το τραύμα, με δαύτο. Έπειτα, ντύθηκε βιαστικά και βγήκε να βρει κάποιο φαρμακείο.
Καθώς ήταν ακόμα ζαλισμένος, γλίστρησε στη σκάλα και στραμπούλισε τον αστράγαλο! Ταλαιπωρήθηκε κουτσαίνοντας να βρει φαρμακείο κι όταν επιτέλους τα κατάφερε, του συστήσανε να πάει σε χειρούργο, γιατί το τραύμα είχε βάθος κι ήθελε ράμματα. Ο φαρμακοποιός το 'φτιαξε κάπως κι έτσι ο Βαλέρ έφυγε για κάποιο εφημερεύον νοσοκομείο. Τρομερή ταλαιπωρία στα εξωτερικά ιατρεία κι αναμονή, γιατί τελικά τον είδανε δύο γιατροί: χειρούργος κι ορθοπεδικός.
Όταν επιτέλους έφυγε κι από 'κει, άρχισε να φταρνίζεται! "Ωχ ίωση" σκέφτηκε "μόνο αυτό μου 'λειπε" (και που να 'ξερε) και βιάστηκε να επιστρέψει με ταξί στο σπίτι. Προσπάθησε να σκουπίσει από κάτω, τα γυαλιά και τα αίματα. Παίδεμα, γιατί το αίμα είχε ξεραθεί κι όταν τελικά τα σουλούπωσε όλα, είδε πως έπρεπε να φύγει για τη σημερινή παράσταση και για πρώτη φορά στη καριέρα του, δεν είχε καθόλου όρεξη.
Απολάμβανε πάντα τις παραστάσεις του. Ήτανε κωμικός με δικό του δίωρο show σε κάποιο κοσμικό μαγαζί. Αρκετά επιτυχημένος, αδρή αμοιβή και φυσικά με κοινό που τονε λάτρευε, γιατί διασκέδαζε πάντα με τ' αστεία του. Γελούσανε με τη καρδιά τους και ρουφούσανε λέξη προς λέξη, ό,τι τους σερβίριζε. Στιγμή τη στιγμή, κρέμονταν από τα χείλη του κι αυτό του άρεσε.
Τ' αστεία ήτανε πάντα δικής του επινόησης κι έμοιαζε ανεξάντλητος. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που οι ιδιοκτήτες του μαγαζιού, αγόγγυστα υποκύπτανε στις εκάστοτε απαιτήσεις του, (όχι πως ήτανε παράλογος κι ούτε ήγειρε συνεχώς διεκδικήσεις) και μάλιστα τρίβανε τα χέρια τους από ικανοποίηση.
Ήτανε χρυσή καρδιά. Ποτέ δεν είχε βλάψει συνειδητά κάποιον κι όλοι οι εγγύς του άνθρωποι, τον λάτρευαν! Όλοι; Ε... εντάξει... όχι όλοι ακριβώς! Η γυναίκα του τελικά τονε μισούσε, πέρα από το πρώτο καλό διάστημα μεταξύ τους κι εκείνος ποτέ δε κατάλαβε το γιατί. Μέρα τη μέρα, το χάσμα μεγάλωνε.
Εκείνη στρυφνή, εύρισκεν ευκαιρία κάθε βράδυ, να τονε λούζει με λογής-λογής γκρίνιες και κοσμητικά κι αυτός πράος καθώς ήτανε, της απαντούσε μ' επιθέσεις αγάπης, πράγμα που την ερέθιζε ακόμα πιότερο! Πέντε χρόνια γνωριμίας, εκ των οποίων τα τρία τελευταία στο γάμο κι εκείνη έφυγε. Ας πήγαινε στο καλό! Ίσως μάλιστα να υπήρχε και κάποιος τρίτος στη μέση! "Αχ τυχερέ" σκέφτηκε "σου 'λαχε ο πρώτος λαχνός" μα σχεδόν αμέσως μετάνιωσε γι' αυτή τη σκέψη.
Απ' όλες τις πιθανές αιτίες του θυμού της, πιθανολογούσε πιότερο το σεξ. Ήτανε πανέμορφη κι αρκετά φλογερή, ενώ 'κείνος μέτριος σ' όλα: παρουσιαστικό, μπόι, επιδόσεις κι εκτός αυτών, σχεδόν δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος. Αρχικά, την είχε θέλξει η καλοσύνη, η τρυφερότητα, η ευθύτητα, η ευαισθησία του και την είχε κυριολεκτικά μαγέψει το χιούμορ του. Εκείνος, απλώς είχε μείνει άναυδος απ' όλο της το είναι. Αλλ' αυτά όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν αρκετά για να κρατήσουνε, πέρα της πρώτης μεγάλης άψας.
Γρήγορα διαπίστωσε, σκεπτόμενος το όλο θέμα, πως δε της κρατούσε κακία. Ας πήγαινε στην ευχή. Αλλά η διάθεση του για τη σημερινή παράσταση, διόλου δεν έφτιαξε, μ' αυτή τη σκέψη. Μάλιστα, είχε ξεχάσει όλο το σημερινό του πλάνο, για το πρόγραμμα που θα παρουσίαζε κι αυτό ήταν επίσης πρωτοφανές και συγκλονιστικό ακόμα πιότερο, μιας κι είχε πάντα πολύ καλή μνήμη.
Ποτέ δεν έγραφε τα νέα του αστεία (εννοείται πως τα 'γραφε μόνος) κι όλα μένανε γραμμένα στο νου του και γι' αυτό δε μπορούσε κανείς να τον αντιγράψει και φυσικά όντας απρόβλεπτος, δεν εξαρτιόταν από κανέναν. Ωστόσο απόψε, είχε ξεχάσει όλα του τ' αστεία, δεν είχε καθόλου διάθεση και θα πήγαινε ευθέως να το δηλώσει. Θα γύριζε σπίτι να 'πινε κανά ποτάκι και να τσιμπήσει κάτι με το ζόρι. Θυμήθηκε πως δεν είχε φάει τίποτε από χθες, εκτός από 'να σάντουιτς στα όρθια. Έκανε μπάνιο προσεκτικά, ντύθηκε στη τρίχα (διέθετε μιαν αρκετά σεβαστή γκαρνταρόμπα) με κόπο και κάλεσε ταξί. Ποτέ δεν είχε αγοράσει αυτοκίνητο ούτε και κινητό. Εκ πεποιθήσεως!
Μετά από δέκα λεπτά περίπου, κατέβηκε προσεχτικά τη σκάλα κι άναψε τσιγάρο, βγαίνοντας στο δρόμο. Είδε με μεγάλη στεναχώρια, πως είχε πιάσει πολύ δυνατή βροχή και μπήκε στο ταξί όσο πιο γρήγορα μπόρεσε, μα δεν απέφυγε το βρέξιμο.
Όταν έφτασεν έξω από το μαγαζί που δούλευε, πλήρωσε τον οδηγό δίνοντας καλό πουρμπουάρ και βγήκε. Από βιασύνη όμως, στραβοπάτησε πάνω στο πονεμένο αστράγαλο, τσαλαβούτησε σε μια μικρή λακκούβα και λέρωσε αρκετά, παπούτσια και μπατζάκια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να καθυστερήσει τόσον, ώστε όταν απομακρύνθηκε το ταξί, να περάσει ένα σπορ αμάξι με μεγάλη ταχύτητα και να τονε μουσκέψει ολάκερο με τα λασπόνερα του δρόμου! Αυτό ήταν! Μην αντέχοντας όλες αυτές τις αλλεπάλληλες κακουχίες των τελευταίων ωρών, άρχιζε να κραυγάζει τυφλωμένος από λύσσα και μανία, τραβώντας τη προσοχή ενός σκύλαρου, που 'τυχε να περνά 'κείνη την ώρα δίπλα, γυρεύοντας ένα μέρος να προστατευτεί από τη βροχή.
Ο σκύλαρος, που ενδεχομένως να μην είχε περάσει και λιγότερα, εκνευρίστηκε και πιστεύοντας πως δέχεται άδικη επίθεση, όρμησε! Πέτυχε 'κείνο το πονεμένο στραμπουλιγμένο και μπανταρισμένο ποδάρι και με τα γερά του σαγόνια, κατάφερε καίριο πλήγμα: στο παντελόνι πρώτα, στον επίδεσμο, στο πόδι έπειτα και -το κυριότερο-, στα ήδη κουρελιασμένα νεύρα του Βαλέρ. Το σκίσιμο, έφτασεν ως το καβάλο κι ο δόλιος κωμικός, προσπαθώντας ν' αμυνθεί, χρησιμοποίησε ασυναίσθητα το πληγωμένο και φρεσκορραμένο χέρι. Μετά από πάρα πολύ σύντομη μάχη, με νέο σκίσιμο, στο σακάκι αυτή τη φορά κι ενώ το χέρι του άρχισε πάλι να αιμορραγεί, ο Βαλέρ έκανε το μόνο που του απέμενε να κάνει: λιποθύμησε!
Όταν συνήλθε λίγα λεπτά αργότερα, ήταν ήδη μες στο μαγαζί, ξαπλωμένος πρόχειρα! Είδε αρκετούς από το προσωπικό και τους δύο ιδιοκτήτες να 'ναι σκυμμένοι πάνω του, ανήσυχα. Αφού κάπως συμμάζεψε τα κουρέλια, που κάποτε ήτανε κοστούμι -αλλά και τα ίδια του τα νεύρα-, τους δήλωσε ορθά-κοφτά πως δεν είχεν όρεξη σήμερα για δουλειά και πως ήθελε να φύγει.
Τα αφεντικά, παρόλο που φοβόντουσαν λιντσάρισμα από το φανατικό κοινό του, δέχθηκαν αμέσως. Μάλιστα, του πρότειναν να τον πετάξουνε μέχρι το σπίτι του, με τ' αμάξι τους. Ο κωμικός δεν είχε τη δύναμη ν' αρνηθεί, ωστόσο είπε -μαντεύοντας τη σκέψη τους- πως θα βγει να 'ξηγήσει στο κοινό, γιατί απόψε δεν θα 'χε τη τιμή και τη χαρά να 'ναι κοντά τους! Οι ιδιοκτήτες τα 'χάσανε και προσπαθήσανε μάταια να τονε μεταπείσουν.
Έξω ο κόσμος είχεν αρχίσει να δυσανασχετεί, αγνοούσε τι είχε συμβεί και το πρόγραμμα είχε καθυστερήσει αρκετά! Βέβαια είχαν επιστρατευθεί μπαλέτα, κωμικοί κι ό,τι μπόρεσαν να στήσουν πρόχειρα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής σε συνεργασία με τ' αφεντικά, αλλά αυτά δεν ήταν ικανά να το ηρεμήσουν. Ο Βαλέρ ζήτησε καθρέφτη κι όταν του 'φεραν, είδε μέσα του έναν άσχημο, μεσόκοπο, αδύνατο, μέτριο και κουρελή άντρα, με ρυτίδες, μαύρους κύκλους στα μάτια και βρεγμένο με λάσπες κι αίματα, πράγμα που τον έκανε προς στιγμή να διστάσει. Ανεβήκανε δάκρυα στα μάτια του, αλλ' αμέσως μετά, με κουτσό κι αποφασιστικό βήμα, βγήκε στη σκηνή.
Μόλις τον αντίκρισε το κοινό, βουβάθηκε! Από κάπου ακούστηκε πνιχτό γελάκι κι αμέσως μετά πάλι ησυχία! Ο Βαλέρ πήρε το μικρόφωνο τρέμοντας. Το γελάκι ξανακούστηκε πιο κακαριστό αυτή τη φορά. Τους μίλησεν αργά με φωνή που κάπου-κάπου έσπαζε. 'Αρχισε με το ότι δε μπορούσε να κάνει παράσταση απόψε. Ξεθαρρεμένος από τη σιωπηρή τους επιδοκιμασία τα διηγήθηκε όλα, με κάθε λεπτομέρεια και μ' όσο πιο μελανά χρώματα μπορούσε, γιατί είχε αρχίσει να νιώθει τύψεις, που 'χανε πληρώσει τζάμπα!
Το πλήθος άκουσε προσεκτικά κι όταν είδε πως τέλειωσε -τους κράτησε πάνω από τρία τέταρτα της ώρας, καθηλωμένους στα καθίσματα- απόμεινε βουβό για μερικές στιγμές. Έπειτα το κακαριστό γελάκι ξανακούστηκε και σα να 'τανε το σύνθημα, όλο το φιλοθεάμον κοινό, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια! Σείστηκε το μαγαζί κι αμέσως μετά όλοι τους, σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτήσανε με ζέση! Από κάπου μάλιστα ακούστηκε κι η φράση:
-"Μεγάλε μπράβο! Η καλύτερη σου παράσταση!"
Τα γέλια και τα χειροκροτήματα ηχούσαν ακόμα στ' αφτιά του, αργά στο σπίτι, όταν είχε τελειώσει το πρώτο μπουκάλι βότκας κι έφερνε στα χείλη, το πρώτο ποτηράκι από το επόμενο.
Χαμογελούσε μεθυσμένα και πικρά, πίνοντας...
Φλεβάρης 2003