Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Πεζά 

Λαλίστατο Φράγμα Σιγής

     Η γνωριμία διαδικτυακή και θυελλώδης! Δυό μοναχικοί άνθρωποι με κάμποσο χρόνο για σκότωμα. Δυο άτομα που αναζητούσανε λίγη συντροφιά, ένα "δεκανίκι" ενδεχομένως, για να διασκεδάσουνε τη πλήξη τους κι έτσι βρεθήκανε κάπου μέσα στο δίκτυο. Μια αιωρούμενη καλησπέρα, που γρήγορα έπιασε ρίζες, βλάστησε κι αναπτύχθηκε, εμπλουτιζομένη μ' έξυπνες κι όμορφες ατάκες. Ήσαν αρκετά έξυπνοι κι οι δυο κι ευχάριστοι συνομιλητές. Κύλησαν αρκετές ώρες έτσι, χωρίς να 'χουν ειπωθεί προσωπικά στοιχεία. Λίγο πριν κλείσουνε κι αποχαιρετιστούνε διαπιστώσανε πως δε ξέρανε τίποτ' ο ένας για τον άλλο. Η περιέργεια τρομερή, ωστόσο κανείς δε διέπραξε την ιεροσυλία να κάνει τις συνήθεις ερωτήσεις. Χωριστήκανε μ' αμοιβαίες κι αιωρούμενες υποσχέσεις πως θα ξανασυναντηθούνε, διαδικτυακά. Όπερ κι εγένετο.
     Έπειτα από λίγες μέρες, παρόλο που 'χαν αφήσει χρόνο να μπει ανάμεσα, η χαρά τους ήτανε μεγάλη. Πάλιν όμως αναβάλλανε τις συστάσεις κι απλά αναλωθήκανε σ' ένα όμορφο, φραστικό πινγκ-πονγκ, που τους κράτησε δέσμιους ευχάριστα και τους απορρόφησε πάλι για μερικές ώρες.  Καληνυχτιστήκανε χωρίς ιερόσυλες ερωτήσεις!
     Πέρασεν ελάχιστος σιωπηλός χρόνος και στην επόμενη συνάντηση, 'κείνη σα πιο γήϊνη, πήρε τη πρωτοβουλία και πρότεινε να καθυστερήσουν λιγάκι την ανταλλαγή "πασών", για τα τυπικά. Σε 'κείνο το χρονικό διάστημα, μάθανε μερικά πρωτεύοντα -σ' άλλες περιπτώσεις- χαρακτηριστικά, που όμως εδώ είχανε δευτερεύουσα σημασία. Μετά από τέσσερεις πέριπου ώρες όμορφης συνομιλίας, χωριστήκανε με κόπο κι αυτό πια έγινε σαφώς αντιληπτό κι από τους δυό.
     Από 'κει και πέρα γίναν αχώριστοι. Όταν έμπαινε κάποιος πρώτος, αναζητούσε τον άλλο μανιωδώς κι όταν τον ανακάλυπτε το χαιρότανε σα μικρό παιδί! Πράγματι, κάνανε σα παιδιά που παίζουνε, κρυβόντανε για ν' ανακαλυφτούνε, χαριεντιζόντανε κι εξερευνούσανε μικρές άγνωστες πτυχές τους, με τη χαρά του πρωτοανακαλύψαντα. 'Αρχισαν να μοιράζονται πράματα, που ως τότε δε τα 'χαν εκμυστηρευτεί πουθενά. Ακουμπούσανε τον εαυτό τους στα χέρια του άλλου, με μιαν οικειότητα πρωτόφαντη. Έκλειναν όλο τον υπόλοιπο κόσμον έξω από τη δική τους κουβέντα κι αυτοί χανόντανε μέσα της.  
     Σταδιακά οι κουβέντες χάσανε την αρχική τους μορφή -φιλοσοφικές αναζητήσεις, υπαρξιακές αγωνίες, αναπάντητα ερωτήματα κι ανάμιξη γνώσεων κι αποψέων επί παντός επιστητού- κι οι αρχικοί χαριεντισμοί γίνανε πειραγματάκια, αστειάκια και λίγο-λίγο οι φραστικές θωπείες ζωηρεύανε και γίνονταν όλο και πιο τολμηρές. Σε τόσον εμφανή πλέον ερωτοτροπία ήτανε φυσικόν επακόλουθο να 'ρθει κι η ερωτική διέγερση. Σε λίγο πλέον ανάβλυζε από τα πλήκτρα, αποτυπωνότανε στην οθόνη και διέχεε τα καλώδια, συρόμενη από λέξεις κι ολόκληρες παραγράφους. Ίσως κάποιος συγγραφέας πικάντικων ιστοριών να χλώμιαζε με ζήλεια, απ' αυτό το ερωτικό παιχνίδισμα, παρόλο που τίποτε το χυδαίο δε λεγότανε. Κάποιος ποιητής πάλι, ίσως να δάκρυζε από το λυρισμό και τις ερωτικές αυτές σταγόνες, που στάλαζαν από κάθε λέξη!
     Δυο άνθρωποι, δυο μυαλά, δυο καρδιές, είχανε ρίξει διαδικτυακό προγεφύρωμα τόσο μα τόσον επιτυχημένο, που μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα μικρό θαύμα. Θαύμα, γιατί δεν υπήρχε η κλασική μορφή γνωριμίας, με διαπροσωπική επαφή. Δεν είχαν ειδωθεί, δεν είχανε καν αγγιχτεί, ούτε είχαν ακούσει τη χροιά της φωνής τους και φυσικά δεν είχαν επιδιώξει να περιγράψουνε τίποτε από τον εαυτό τους, ούτ' είχανε γυρέψει κάτι τέτοιο! Αυτό κάποια στιγμή, φάνηκε να τους προβληματίζει κι έγινε θέμα μιας πολύωρης συζήτησης. Πως μπορεί να νιώσει κανείς τέτοιαν ερωτική διέγερση, χωρίς το σύνηθες ορατό αντικείμενο του πόθου του; Καταλήξανε πως ο νους, που άγει, είχεν εγκλωβιστεί σε μια τέτοια περιδίνηση, μεταδίδοντας τις χημικές του εντολές, όμοια όπως και σ' όλες τις άλλες ερωτικές εμπλοκές! Μάλιστα εκείνος έκανε ένα λογοπαίγνιο με το κλασσικό λαϊκό δίστιχο, γράφοντας:

     "Από τα πλήκτρα πιάνεται, στα δάχτυλα κατεβαίνει κι απ' την οθόνη στο κορμί ριζώνει..."   
 
     ...και δε το συνέχισε φοβούμενος μη πει κάτι ογκώδες -έτσι του φάνηκε τότε- κι εκτεθεί!                     
     'Επειτα απ' αυτή τη κουβένα, αρχίσανε κάποιες ερωτικές διαδικτυακές περιπτύξεις, σποραδικά στην αρχή κι έπειτα γίνανε καθημερινές. Έγιναν ανάγκη, εθισμός κι έτσι, ο άνδρας, πήρε τη πρωτοβουλία αυτή τη φορά κι έρριξε τη πρόταση να βρεθούνε κάπου έξω. Η αντίδραση ήτανε τόσον αδυνάμη από την άλλη πλευρά, που με λίγη επιχειρηματολογία του στυλ: "...δεν αναλαμβάνουμε καμμιά υποχρέωση" ή "...βλέπουμε και κάνουμε" κι ένα σωρό άλλα τέτοια αμυντικά χαρακώματα, κλείστηκεν η μέρα Χ! Ανταλλάξανε για πρώτη φορά τηλέφωνα, για να μη χαθούνε κι -αστείο πράγμα- παρευθύς τα ...δοκιμάσανε, γνωρίζοντας τη φωνή του βωβού, μέχρι τούδε συνομιλητή τους, τσεκάροντας δήθεν τη μέρα, την ώρα και το τόπο του ραντεβού.  Έμειναν αμφότεροι ικανοποιημένοι από τη φωνητική, πρώτη επαφή, επισφραγίσανε τη συνάντηση - σ' ένα netcafe περίπου στο ανάμεσα των δυό περιοχών της πρωτεύουσας, όπου μένανε- και κλείσανε ταραγμένοι κι οι δυό!
     Έφτασε πρώτος στο ραντεβού, μάλιστα αρκετά νωρίς κι έτσι παράγγειλε καφέ, παρατηρώντας την αίθουσα. Ελάχιστος κόσμος στα τραπεζάκια, ενώ αντίθετα, καμμιά δεκαριά οθόνες, ήτανε κατειλημμενες όλες από έναν ή και δύο άτομα. Ξόδεψε λίγο χρόνο να τους παρατηρήσει άνετα. 'Αλλοι παίζανε παιχνίδια για pc, άλλοι κουβεντιάζανε διαδικτυακά κι άλλοι "σερφάριζαν" στις ιστοσελίδες. Όλοι είχαν ηλίθιο απλανές ή ηλίθιο χαμογελαστό ύφος και γουρλωμένα μάτια. Του φάνηκεν αστείο και χαμογέλασε.
     Χαμογέλασε πάλι στη σκέψη της όμορφης προοπτικής, της επικείμενης συνάντησης. Ανησύχησε λιγάκι προς στιγμή, σα σκέφτηκε πως ίσως η κοπέλα νά 'τανε καμμιά χοντρή κι άσχημη, από κείνες που δε βλέπονταν, αλλ' απόδιωξεν αμέσως, μετά βδελυγμίας, αυτή τη σκέψη. Έπειτα διαπίστωσε πως αγωνιούσε για την έκβαση του όλου τολμήματος. Αγωνιούσε τρομερά κι νευρικότητα του, ολοένα και μεγάλωνε.
     Όταν μπήκε 'κείνη μέσα στην αίθουσα, τη κατάλαβε! Τον ένιωσε κι εκείνη και κατευθύνθηκεν αμέσως προς το μέρος του. Αγωνιούσε κι εκείνη. Εμφανές πως ήτανε κι εκείνη αρκετά ταραγμένη. Δεν είχεν αργήσει, είχεν έρθει ελάχιστα νωρίτερα. Ανταλλάξανε μια στεγνή και ντροπαλή καλησπέρα, της πρόσφερε κάθισμα και παράγγειλε για λογαριασμό της άλλον ένα καφέ, κατόπιν δικής της συναινέσεως.
     Ήτανε μετριότατοι κι οι δυό, χωρίς κάτι το εκκεντρικό, κάτι το εξαιρετικό ή κάτι τέλος πάντων το θεαματικό, πάνω τους! Ούτε όμορφοι, ούτε άσχημοι, δυό άνθρωποι, που αν τους συναντούσες έξω, ίσως και να μη τους κοίταζες δεύτερη φορά, -κι ήταν από τους τύπους εκείνους που για να τους δεις, έπρεπε να τους κοιτάξεις πάνω από δυό φορές- και να τους προσπερνούσες μέσα στο πλήθος! Μέτριο μπόϊ, μέτρια χαρακτηριστικά, μέτριο βάρος, κάθισαν αντικρυστά εντελώς αμίλητοι. Ευτυχώς που 'ρθεν ο καφές κι ανταλλάξανε μερικές χαμωκουβέντες, εκείνος επέμενε να πληρώσει, εκείνη αντέδρασε, αλλά τελικά επικράτησε η ...συνήθεια.
     Η ντροπαλοσύνη ήταν κι από τα δυό μέρη αισθητή. Έπειτα και πάλι η πελώρια σιωπή, που όσο κυλούσε ο χρόνος, τόσο γινότανε πιο δύσκολο να σπάσει. Ύστερα από κάμποσην ώρα τέτοιας σιγής, άρχισαν να αποφεύγουνε τα βλέμματά τους. Η αμηχανία μεγάλωνε κι εκείνη άρχισε να παίζει τα δάχτυλά της -αυτά τα ίδια δάχτυλα που τόσο είχανε "μιλήσει"- στο τραπεζάκι, νευρικά! Αυτό του 'δωσε την ιδέα, να της προτείνει να πιάσουν από 'να λεύτερο pc και να τα πούνε μέσα από κει! Ήταν μια πρόταση δειλίας κι απελπισίας, ωστόσο εκείνη την είδε θετικά, σα μια σανίδα σωτηρίας, σ' αυτή τη τρικυμισμένη, απέραντη θάλασσα ανυπαρξίας.  Αστειευτήκανε μάλιστα και για λίγο πήγε το πράμα, πως επιτέλους θά 'παιρνε ν' αλλάζει. Όμως σταματήσανε και πάλι κοιτώντας αμήχανα. Όταν λοιπόν λευτερωθήκανε δυό τραπεζάκια με τις οθόνες, σπεύσαν να τα πιάσουνε.
      Σε λίγο, έχοντας αυτό το βλέμμα, -που τόσο του 'χε φανεί αστείο- είχανε βυθιστεί στη κουβέντα τους αβίαστα και μάλιστα σ' ένα τόσο φλέγον, καίριο ζήτημα, όπως ο παγκόσμιος αφοπλισμός. Ένας 38άρης, χαμηλόβαθμο στέλεχος μιας μικρής επιχείρησης και μια 33άρα λογίστρια, λύνανε τα προβλήματα του κόσμου. Κάποια στιγμή, ατόνησε η κουβέντα. Μη έχοντας πια τη προτινή άμαθη μαγεία κι οι δυό ξεγλυστρήσανε, παρασυρθήκανε σ' άλλες κουβέντες, μ' άλλους διαδικτυακούς "θαμώνες"! Αυτό ξεκίνησε στα μουλωχτά και κατέληξε στο να μην αλλάζουνε πια μεταξύ τους ούτε κουβέντα. Δυο μοναχικοί άνθρωποι περάσανε την ώρα τους και στο τέλος, δε προσέξανε καν ποιος έφυγε πρώτος!
     Δε ξαναβρεθήκανε ποτέ διαδικτυακά. Δε νομίζω να σταματήσανε το δίκτυο. Το πιθανότερο είναι πώς αλλάξανε "χαρακτηριστικά" κι όπως κανείς τους δεν αναζήτησε πια τον άλλο, χαθήκανε μέσα στο ...πλήθος, αθόρυβα!
     Οι αναζητήσεις δε σταματούνε ποτέ, είτε στα ημισκότεινα σοκάκια, είτε στις θορυβώδικες, φωτισμένες λεωφόρους.
     Η μοναξιά είν' αντιμετωπίσιμη...
                                       
                                                                        Φλεβάρης 2002

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers