Βιογραφικü
ΓεννÞθηκε στην ΑθÞνα το 1968. ΚατÜφερε να τελειþσει το λýκειο (αφοý πρþτα τον Ýδιωξαν Þ αποχþρησε απü αρκετÜ αθηναúκÜ σχολεßα) και να περÜσει στα Τ.Ε.Ι. Διοßκησης ΕπιχειρÞσεων Πατρþν και πολý αργüτερα στη ΣχολÞ ΚοινωνικÞς ΠολιτικÞς & ΚοινωνικÞς Ανθρωπολογßας Παντεßου, της οποßας, προς το παρüν, παραμÝνει τελειüφοιτος. ΣÞμερα ασχολεßται με διÜφορα πρÜγματα, εκ των οποßων κανÝνα δεν αφορÜ μια σταθερÞ επαγγελματικÞ καριÝρα. Το 7 ΗμÝρες ΨÝματα διακρßθηκε στο διαγωνισμü καλýτερου λογοτεχνικοý κειμÝνου της εκπομπÞς "Να η ευκαιρßα" του Mega.
-------------------------------------------------------------
Οι ΚαλÝς ΚιουρÜδες
Στη ΝÜξο η πßστη των χωρικþν σε διÜφορα μεταφυσικÜ πρüσωπα üπως οι Βρικüλακες, οι νερÜιδες, τα ξωτικÜ και τα δαιμüνια διατηρεßται μÝχρι και τις ημÝρες μας. ΣÞμερα βÝβαια, οι χωρικοß φαινομενικÜ αποποιοýνται αυτÞν την πßστη αλλÜ βαθιÜ μÝσα τους παραμÝνει ως μÝρος της παρÜδοσης που τους μορφοποιεß ως ΝÜξιους. Το φαινüμενο αυτü μπορεß να εξεταστεß εßτε ανθρωπολογικÜ (με βÜση μßα ΓκραμσιανÞ ανÜλυση -βλÝπε «The Demons and The devil» του Charles Steward) εßτε ως Ýχει, ως μßα παρÜδοση που εμπεριÝχει ψÞγματα πραγματικüτητας και που συνδÝεται με πραγματικÜ περιστατικÜ. ¸να τÝτοιο περιστατικü περιγρÜφει κι η ιστορßα που ακολουθεß.
Τρεις ολüκληρους μÞνες βρισκüμουν στο νησß κι η Ýρευνα που μου ανατÝθηκε απü το Ελληνικü ΚÝντρο Κοινωνικþν Ερευνþν βρισκüταν ακüμα στη μÝση. ¸φτασα στη ΝÜξο στις 20 Ιανουαρßου του 1985 κι εγκαταστÜθηκα σ' Ýνα απü τα μικρÜ χωριÜ της ημιορεινÞς ΝÜξου, τον ΔαμαλÜ, üπου κατÜφερα να νοικιÜσω Ýνα μικρü δßπατο χωριÜτικο σπßτι. Οι ιδιοκτÞτες του σπιτιοý θα ερχüντουσαν για διακοπÝς στις αρχÝς Ιουλßου κι αυτü Þταν το üριο που μου εßχαν δþσει απü τον οργανισμü, να ολοκληρþσω τη καταγραφÞ των αγροτικþν εκμεταλλεýσεων.
Τα πρÜγματα δεν πÞγαιναν ιδιαßτερα καλÜ. ¼που πÞγαινα αντιμετþπιζα τη δυσπιστßα λüγω της φýσης των ερωτημÜτων μου αλλÜ πιστεýω και λüγω της εμφÜνισης μου. Οι ορεινοß νησιþτες παρüλο που δÝχονταν την επιστημονικÞ μου ιδιüτητα, δεν μποροýσαν να δεχτοýν üτι Ýνας σοβαρüς επιστÞμονας μπορεß να Ýχει μακριÜ μαλλιÜ και σκουλαρßκι. Δεν σκεπτüμουν πÜντως να αλλÜξω την εμφÜνιση μου γι αυτοýς. Οýτε και σκüπευα να αφÞσω μουστÜκι. Ευτυχþς ο ΔαμαλÜς εßναι Ýνα πολý μικρü και Þσυχο χωριü, Ýχει μüνο Ýνα καφενεßο στο οποßο üλοι, αναγκαστικÜ συχνÜζουν και σταδιακÜ οι ντüπιοι Üρχισαν να με δÝχονται üπως Þμουν και μετÜ απü μßα σεβαστÞ σειρÜ απü κρασοκατανýξεις στο καφενεßα κι ακüμα περισσüτερες παρτßδες πρÝφα, Ýγινα σχετικÜ αποδεκτüς. ΒÝβαια, το üτι Þμουν αποδεκτüς στον ΔαμαλÜ δεν μου εξασφÜλιζε σε καμßα περßπτωση πρüσβαση στην κοινωνßα του Φιλωτßου και των Üλλων χωριþν. Ευτυχþς τα πρÜγματα στην ορεινÞ περιοχÞ του νησιοý Þταν κÜπως καλýτερα.
Με αυτÜ και με αυτÜ Ýφτασε ο Απρßλιος που Ýφερε λßγες βροχÝς και η γης ανÜσανε λιγÜκι, οι αγροß και τα λιβÜδια πρασßνισαν και τα λουλοýδια Üνθισαν μαζß με τις ψυχÝς των ανθρþπων. ¼λοι Þταν ευτυχισμÝνοι εκεßνη τη περßοδο, εκτüς βÝβαια απü εμÝνα που εßχα να δω γυναßκα χωρßς μουστÜκι απü τον ΔεκÝμβρη.
¹ταν σε μßα απü τις κρασοκατανýξεις üταν Üκουσα για πρþτη φορÜ να μιλÜνε για τις ΚαλÝς ΚιουρÜδες. Στη Κüρωνο λÝγανε, δýο χωρικοß φýγανε για να πÜνε στη Χþρα να διασκεδÜσουν αλλÜ δεν Ýφτασαν ποτÝ εκεß γιατß üπως διηγÞθηκαν στον δρüμο εßδαν δýο ΚαλÝς ΚιουρÜδες. Τρüμαξαν τüσο πολý üταν τις εßδαν που Ýκαναν επιτüπου στροφÞ και γýρισαν στο χωριü. Οι συνδαιτυμüνες μου Ýδειξαν να διασκεδÜζουν το θÝμα και για αρκετÞ þρα Ýλουζαν με διÜφορα κοσμητικÜ, διüλου κολακευτικÜ, επßθετα τους κÜτοικους του χωριοý Κüρωνος. ΓεμÜτος περιÝργεια ρþτησα τι ακριβþς Þταν οι ΚαλÝς ΚιουρÜδες αλλÜ οι απαντÞσεις που πÞρα απü τους μισομεθυσμÝνους ομοτρÜπεζους δεν Þταν ιδιαßτερα διαφωτιστικÝς. Ο Μανüλης, το παλικÜρι με το οποßο ως επß το πλεßστον Ýκανα παρÝα μου Ýδωσε να καταλÜβω üτι Þταν Ýνα θÝμα το οποßο üσο λιγüτερα γνþριζα τüσο το καλýτερο. Για να μου περÜσει η περιÝργεια μου συνÝστησε να πÜω να δω τον ΣÜλιακα, που κατοικοýσε στην Üκρη του χωριοý.
Τον Þξερα τον ΣÜλιακα. Τον αποκαλοýσαν Ýτσι γιατß μονßμως Ýτρεχαν σÜλια απü το στüμα του. Εßχα διασταυρωθεß μαζß του μερικÝς φορÝς στα δρομÜκια του χωριοý. ΠÜντα μüνος με τον γÜιδαρο του, πÜντα κοιτþντας κÜτω με σαστισμÝνα λαμπερÜ Üγρια μÜτια και με τα σÜλια να τρÝχουν απü το στüμα. ΑδιÜφορος για üσα διαδραματßζονταν δßπλα του. ¹ταν, αυτü που στη ΝÜξο λÝνε ο τρελüς του χωριοý Þ τουλÜχιστον Ýτσι νüμιζα μÝχρι τüτε. ¸μενε σε Ýνα σπßτι στα üρια του οικισμοý, μüνος του. Δεν εßχε παντρευτεß ποτÝ του μου εßπαν. Οι συγγενεßς του στο χωριü (και σχεδüν üλοι εßχαν κÜποια συγγÝνεια μεταξý τους στον ΔαμαλÜ) προτιμοýσαν να καμþνονται πως δεν τον γνωρßζουν και üποτε αναφÝρονταν σε αυτüν μιλοýσαν λες και η συγγÝνεια τους Þταν πολý μακρινÞ αν και γνωρßζω θετικÜ üτι εßχε αρκετÜ πρþτα ξαδÝλφια και θεßους στο χωριü. Παρ ολ αυτÜ, το θÝμα δεν με απασχολοýσε τüσο þστε να επιχειρÞσω να μιλÞσω του ΣÜλιακα. Εßχα πιο επεßγουσες δουλειÝς να διεκπεραιþσω με πρþτη απü üλες την καταγραφÞ των ενεργοποιημÝνων αγροτικþν εκμεταλλεýσεων απü τις αρχÝς της δεκαετßας του 1980 και την αντßστοιχη κατÜσταση των αγροτικþν εκμεταλλεýσεων της ορεινÞς περιοχÞς. Αλλωστε, με τρüμαζε αυτüς ο τýπος.
Μια ακüμα εβδομÜδα πÝρασε αδιÜφορα, αν και οι κρασοκατανýξεις μας που συνεχßζονταν επß καθημερινÞς βÜσης με εßχαν μετατρÝψει μÝλος της «παλιοπαρÝας» του ΔαμαλÜ και με Ýκαναν να χÜνω αρκετÜ απü τα πρωινÜ μου στο κρεβÜτι. Οι χωρικοß παρÜ το συνεχÝς και ατελεßωτο μεθýσι τους ξýπναγαν απü τα χαρÜματα και πολλÝς φορÝς με κορüιδευÜν üταν με Ýβλεπαν να βγαßνω απü το σπßτι μου γýρω στις δþδεκα το μεσημÝρι, πÜντα βιαστικüς, πÜντα με Ýνα χαρτοφýλακα στο χÝρι.
-«Εεεεε, παλικαρÜκι, εβρÜδυασε» μου φþναζαν. ¸τσι με αποκαλοýσαν «παλικαρÜκι» και Þμουν μÜλλον περÞφανος για το παρατσοýκλι αν κι ενεßχε μßα μεγÜλη δüση ειρωνεßας. ΠÝρα απü τον Μανüλη, Ýναν νÝο αγρüτη που προσÝγγιζε σχεδüν τα πρüτυπα της ΕυρωπαúκÞς ¸νωσης για το πþς θα Ýπρεπε να εßναι οι νÝοι αγρüτες, το Üτομο που με διασκÝδαζε περισσüτερο και το οποßο επιδßωκα να κÜνω παρÝα Þταν ο Ματθαßος. ¸νας απßστευτος Üνθρωπος, πραγματικÜ καλοσυνÜτος και με Ýνα οπλοστÜσιο με πολý σκανδαλιστικÝς ιστορßες γýρω απü τον πüλεμο, τα κορßτσια του χωριοý και πολλÜ Üλλα θÝματα. Εßχα πÜντως την υποψßα üτι ο Ματθαßος Þταν αλκοολικüς. Ξημεροβραδιαζüταν στο καφενεßο του χωριοý, αρχßζοντας τα ρακüμελα απü τα χαρÜματα. ¼ποτε πÞγαινα στο καφενεßο, συνÞθως μüλις Üρχιζε να βραδιÜζει, τον Ýβρισκα εκεß, στο συνηθισμÝνο του τραπεζÜκι, να κοιτÜει καλοσυνÜτα την πüρτα και να με προσκαλεß με δυνατÝς φωνÝς να κÜτσω και να πιω μαζß του Ýνα μισαδÜκι. Και πÜντα δεχüμουν. Και πÜντα εßχε κÜτι να μου ψιθυρßσει στο αφτß για τις üμορφες Φιλωτßτισσες και να μου προτεßνει καλüκαρδα Ýνα ακüμα προξενιü.
Μια απü αυτÝς τις νýχτες και μετÜ απü αρκετÜ μισαδÜκια, εγþ ο Ματθαßος και ο Μανüλης ξεκινÞσαμε για τα σπßτια μας, αφÞνοντας τον καφετζÞ να μαζÝψει τα τελευταßα ποτÞρια απü το τραπÝζι. ΑφÞσαμε τον Μανüλη στο σπßτι του και συνüδεψα τον Ματθαßο στο δικü του. Αν και Þμασταν κι οι δýο «λιþμα» μου πρüτεινε να περÜσω μÝσα να πιοýμε κÜνα ποτηρÜκι για το «καλü». Δεν Þθελα να τον προσβÜλω και δÝχτηκα, αν και εßχα σκοπü να πιω Ýνα ποτηρÜκι μüνο και να φýγω. ΜετÜ απü πολλÜ μÜταια ψαχουλÝματα στον τοßχο ο Ματθαßος κατÜφερε να εντοπßσει τον διακüπτη του ηλεκτρικοý και η μικρÞ κουζßνα πλημμυρßστηκε απü χλιαρü φως.
Το δωμÜτιο Þταν πολý ακατÜστατο, πολλÜ Üπλυτα πιÜτα εßχαν σχεδüν παγιωθεß στον νεροχýτη και μßα δυσδιÜκριτη μπüχα ερχüταν απü το υπνοδωμÜτιο. Ο Ματθαßος μου πρüτεινε μßα καρÝκλα και πÞρε δýο βρþμικα ποτÞρια απü τον νεροχýτη τα οποßα Ýπλυνε επιμελþς. Μου Ýδωσε το Ýνα. ΓÝμισε προσεκτικÜ Ýνα μισαδÜκι απü Ýνα κßτρινο μισογεμÜτο εικοσÜρι μπιτüνι και κÜθισε δßπλα μου. ΓÝμισε τα ποτÞρια, με κοßταξε με τα γαλανÜ του μÜτια και μου εßπε:
-«Στην υγειÜ σου γιε μου».
Ανταπüδωσα την πρüποση με κÜποια πßκρα γιατß Þξερα πως του Ýλειπαν του Ματθαßου τα παιδιÜ κι η γυναßκα του. Η γυναßκα του εßχε πεθÜνει ενþ τα παιδιÜ του που διÝμεναν στην ΑθÞνα σχεδüν προτιμοýσαν να μην τον βλÝπουν Ýτσι üπως εßχε καταντÞσει. Κυριεýτηκα απü μßα θλßψη για τους ανθρþπους και για τη ζωÞ μας μα σýντομα τα ξÝχασα üλα καθþς ο Ματθαßος Üρχισε να μου διηγεßται με πονηρü ýφος μßα απü τις εκατοντÜδες ιστορßες του.
-«Που να την Ýβλεπες την Μαριγþ» κατÝληξε ο Ματθαßος και σοýφρωσε τα πυκνÜ φρýδια του. ¸να γνþριμο πονηρü χαμüγελο σχηματßστηκε στο πρüσωπο του. «Μα για στÜσου, θαρρþ πως την Ýχω σε φωτογραφßα» εßπε και κßνησε τρεκλßζοντας για το υπνοδωμÜτιο. ΒγÞκε κρατþντας στα χÝρια του Ýνα Üλμπουμ με ασπρüμαυρες φωτογραφßες. Του Ýπεσε κÜτω και το μÜζεψα. ¸φερε την καρÝκλα του σιμÜ μου και Üνοιξε το Üλμπουμ ψÜχνοντας για την φωτογραφßα της Μαριγþς. Εßδα πολλÝς φωτογραφßες απü φαντÜρους και χωριατοκüριτσα με δυνατÜ πüδια και μαντÞλια στο κεφÜλι, φωτογραφßες απü γÜμους, απü μωρÜ και γÝρους βρακÜδες. Ο Ματθαßος επιτÝλους βρÞκε την Μαριγþ σε μßα απü τις σελßδες. Πüζαρε επιτηδευμÝνα με μßα φßλη της και μßα στÜμνα στο κεφÜλι. Γνþριζα ακüμα και την τοποθεσßα, Þταν η παλιÜ βρýση στο ρεματÜκι λßγο Ýξω απü τον οικισμü. Η φωτογραφßα Þταν παλιÜ και κιτρινισμÝνη αλλÜ ο Ματθαßος την κοßταξε με λατρεßα, αναστÝναξε βαθιÜ και γýρισε αποκαμωμÝνος στην θÝση του, χαμÝνος θαρρεßς σε νοσταλγικÝς και σßγουρα πικÜντικες, σκÝψεις.
Ξεφýλλισα το Üλμπουμ. ΣτÜθηκα λßγο σε μια πιο πρüσφατη φωτογραφßα που εικονßζονταν τα παιδιÜ του Ματθαßου, δýο ψηλüλιγνοι, ωραßοι Ýφηβοι που πüζαραν μπροστÜ στο σπßτι με την μητÝρα τους. ¸δειξα την φωτογραφßα του Ματθαßου και το πρüσωπο του Ýλαμψε για μια στιγμÞ λßγο πριν σκοτεινιÜσει και γεμßσει οδýνη απü την ανÜμνηση της χαμÝνης του αγÜπης. Σε μια απü τις πολý παλιÝς φωτογραφßες στÜθηκα σε δýο κοτσονÜτους βρακÜδες. Τον Ýνα τον αναγνþριζα, Þταν σßγουρα ο Ματθαßος και πρÝπει να Þταν πολý μικρüς σε κεßνη τη φωτογραφßα. Υπολüγιζα üτι Þταν δεν Þταν εßκοσι χρονþν, δηλαδÞ η φωτογραφßα πρÝπει να εßχε παρθεß στη δεκαετßα του 1930, λßγο πριν τον πüλεμο. Κοßταξα τον Üλλο Üντρα δßπλα του. ¹ταν πιο ψηλüς και ψωμωμÝνος, στεκüταν αλýγιστος δßπλα στον Ματθαßο και Þταν απßστευτα üμορφος. ¸να πραγματικü παλικÜρι βγαλμÝνο απü τα παλιÜ. ¸δειξα την φωτογραφßα του Ματθαßου κι αυτüς Üνοιξε τα μÜτια του και κοßταξε. Τον εßχε σχεδüν πÜρει ο ýπνος. Τα μÜτια του Ýδειξαν ν αναγνωρßζουν την φωτογραφßα. ΧαμογÝλασε.
-«ΒλÝπεις παλικαρÜκι» μου εßπε, «κÜποτε Þμασταν κι εμεßς παλικÜρια».
-«¹σουνα πολý ωραßος νÝος» παρατÞρησα «μα, για πες μου, ποιος εßναι αυτüς δßπλα σου» τον ρþτησα.
-«Α, ευτüς » κοßταξε την φωτογραφßα. «Ευτüς Þτανε το μεγαλýτερο παλικÜρι του χωριοý, Ýνα θεριü, Ýνα πραγματικü θεριü σου λÝω» εßπε μ' ενθουσιασμü. «Στα νιÜτα του τον Ýτρεμαν üλοι, εßχε μια οργιÜ ßσαμε Ýνα δακτýλι» εßπε και μου Ýδειξε το ροζιασμÝνο του δÜκτυλο.
-«Τι εννοεßς οργιÜ μπÜρμπα;» τον ρþτησα.
-«Α, παιδß μου, τα παλιÜ χρüνια υπÞρχαν τα πραγματικÜ παλικÜρια. ¹ταν τüσο δυνατοß που μποροýσαν να σηκþσουν ολüκληρα βουνÜ. Και τα παλικÜρια αυτÜ εßχαν οργιÜ. Να εδþ» μου εßπε και μου Ýδειξε την βÜση της σπονδυλικÞς στÞλης.
-«ΔηλαδÞ εßχαν ουρÜ;» ρþτησα Ýκπληκτος.
-«Ναι, εßχαν ουρÜ, μια τüση δα μικροýλα ουρÜ» εßπε και μου ξανÜδειξε το δÜκτυλο του. «Εßχαμε μια πÝτρα τüτενες, ολüκληρο βουνü. Την χρησιμοποιοýσαμε για να βγÜλουμε το τελευταßο κρασß απü την στροφιλιÜ. Εκεßνη την πÝτρα που μüνο μετÜ βßας τηνε σηκþναμε τÝσσερις νιοι ετοýτος εδþ που βλÝπεις τηνε σÞκωνε μοναχüς του και μετÜ μας θωροýσε που τα στüματα μας χÜσκανε και γελοýσε δυνατÜ. Πραγματικü παλικÜρι σου λÝω» συμπλÞρωσε μ' Ýμφαση.
-«Ζει ακüμα μπÜρμπα;» τον ρþτησα.
-«Ζει» δßστασε ο Ματθαßος «ας το ποýμε κι Ýτσι. Τον Ýκλεψαν οι ξωτικιÝς, τον Ýκαμαν σÜλιακα» εßπε κÜνοντας με να ανασηκωθþ απü τη θÝση μου.
-«Τι λες μπÜρμπα; Ο ΣÜλιακας εßναι;» ρþτησα Ýκπληκτος.
-«Εßδες παιδß μου πως μας καταντÜ η ζωÞ» εßπε συγκαταβατικÜ ο Ματθαßος μιλþντας περισσüτερο για τον εαυτü του. «Αλλ' αυτüν, τον Ýκλεψαν οι ξωτικιÝς, πÞραν τα μυαλÜ του» συμπλÞρωσε.
-«Ποιες ξωτικιÝς μπÜρμπα; Τι εννοεßς; ΜÞπως νερÜιδες;» ρþτησα ακüμα πιο περßεργος.
-«Οι Οξαποδþ παιδÜκι μου, ξωτικιÝς, στοιχειÜ των βουνþν και των δασþν. Γι αυτü σου Ýλεγα στον καφενÝ να μην τριγυρνÜς μονÜχος σου τις νýχτες. Και Üμα ποτÝ τις δεις φευγαλÝα να σφαλßσεις τα μÜτια σου και να πÝσεις στο χþμα. ¼τι κι αν ακοýσεις γýρω σου να μην ανοßξεις τα μÜτια. ΠοτÝ! Μην ανοßξεις τα μÜτια γιατß θα σε κλÝψουν και σÝνα üπως Ýκλεψαν αυτüν, τον Ýρμο!»
-«Μα τι λες τþρα μπÜρμπα; ΜιλÜς σοβαρÜ;»
Τα μÜτια του κοßταξαν βαθιÜ μες τα δικÜ μου. Μποροýσα να νιþσω τον τρüμο που φþλιαζε μÝσα τους να μεταφÝρεται σε μÝνα.
-«ΚÜμε üπως θες» μου εßπε «μα πρüσεξε καλÜ αυτÜ που θα σου πω. ΠοτÝ να μην πηγαßνεις στις ερημιÝς üταν νυχτþνει. Αν üμως βρεθεßς ποτÝ μοναχüς και αν ποτÝ σου τýχει να ακοýσεις θορýβους στην σιγαλιÜ, να κÜμεις αυτü που σου εßπα. Μη διστÜσεις διüλου και μην ανοßξεις τα μÜτια σου. Αν ακοýσεις στο αφτß σου μßα φωνÞ να σε προστÜζει να την ονοματßσεις, εσý να φωνÜξεις με üλη σου την δýναμη "ΚαλÝς ΚιουρÜδες, ΚαλÝς ΚιουρÜδες" και μετÜ να μην πεις τßποτε Üλλο και να απομεßνεις εκεß μÝχρι να πÜψουνε οι μουσικÝς κι οι θορýβοι. Και Ýπειτα, να γυρßσεις αμÝσως σπßτι χωρßς να κοιτÜξεις πßσω σου. Για το θεü, ποτÝ μην κοιτÜξεις πßσω σου. ΑυτÜ Ýχω να σου πω ΧρηστÜκη μου κι Üμα θες ακοýς Ýναν γÝροντα σαν και μÝνα».
ΑυτÜ μου εßπε ο γÝροντας και κÜθισε αποκαμωμÝνος βαθιÜ στην καρÝκλα του. ΜετÜ απü λßγο κοιμüταν ροχαλßζοντας δυνατÜ στην καρÝκλα. Τον σÞκωσα απü την καρÝκλα και τον μετÝφερα με δυσκολßα στο διπλανü δωμÜτιο. Τον απüθεσα πÜνω στο ανÜστατο κρεβÜτι, του Ýβγαλα τα παποýτσια, τον σκÝπασα και Ýφυγα. Τα λüγια του με εßχαν τρομÜξει λßγο και Ýτρεξα την απüσταση που με χþριζε απü το δικü μου σπßτι. Το μüνο που ακουγüταν Þταν τα δικÜ μου βÞματα στο πλακüστρωτο. Το πρωß δεν θυμüμουν και πολλÜ απü την συζÞτηση της προηγοýμενης νýχτας λες και εßχα ασυνεßδητα απωθÞσει την κουβÝντα μας στο βÜθος του μυαλοý μου. ¼μως αυτü που Ýμελλε να συμβεß θα με ανÜγκαζε να ξανασκεφτþ κεßνη τη κουβÝντα μας χιλιÜδες φορÝς, μÝχρι που θα θυμüμουν ακüμα και τη τελευταßα συλλαβÞ της αφÞγησης του γÝροντα.
Η καταγραφÞ Üρχισε να πηγαßνει καλýτερα. ¼σο περισσüτερο με κερνοýσαν τüσο περισσüτερο Ýπινα και τüσο περισσüτερο Üνοιγαν οι πüρτες για εμÝνα και τον οργανισμü. ¹μουν πολý ευχαριστημÝνος που αυτÞ η ανορθüδοξη μÝθοδος λειτουργοýσε και ακüμα περισσüτερο γιατß αναγνþριζα τελικÜ üτι αυτοß οι Üνθρωποι δεν Þταν κλειστοß, απλþς και αυτοß, üπως και εγþ, Þθελαν μüνο να γßνουν αποδεκτοß και ο τρüπος για να γßνει αυτü απü Ýνα πρωτευουσιÜνο σαν και του λüγου μου, Þταν να μεθýσω μαζß τους, να δεχτþ τα κερÜσματα και να μοιραστþ το φαγητü τους. Και μπορþ να πω üτι αυτü Þταν απολαυστικü και για μÝνα κι üχι μια υποχρÝωση. Εßχα αρχßσει να συνηθßζω τα ατελεßωτα κερÜσματα και τις προσκλÞσεις για φαγητü με τις διÜφορες φαμελιÝς. Και το ρακß του νησιοý δεν Ýλεγε να τελειþσει.
¹ρθε το ΠÜσχα κι üπως Þρθε Ýφυγε μαζß με τις ορδÝς των Αθηναßων που γýριζαν στα πατρογονικÜ τους να γιορτÜσουν μαζß με τους ηρωικοýς εναπομεßναντες τις γιορτÝς, να επιδεßξουν την δικÞ τους πολιτισμικÞ ανωτερüτητα και να συμβουλεýσουν τους εντüπιους για το «συμφÝρο» τους. ΠÝρασαν μερικÝς εβδομÜδες απογοÞτευσης üπου üλοι Þταν στεναχωρημÝνοι απü τις αναχωρÞσεις των «Αθηναßων» παρüλο που δεν Þθελαν να το παραδεχτοýν. ¸πειτα η ζωÞ πÞρε πÜλι τον ρυθμü της και οι καθημερινÝς μας επισκÝψεις στον καφενÝ Ýγιναν και πÜλι ζωηρÝς και διασκεδαστικÝς. Ο Ματθαßος που Þταν πολý λιγüτερο πιωμÝνος στη διÜρκεια των γιορτþν, καθþς τα παιδιÜ εßχαν Ýρθει να τον επισκεφτοýν με τις οικογÝνειες τους, τþρα «ξανακυλοýσε» στην παλιÜ του μüνιμη κατÜσταση ημιμÝθης.
¸να απüγευμα διασταυρþθηκα με τον ΣÜλιακα που Ýσερνε τον γÜιδαρο του φορτωμÝνο με ξýλα. ΘυμÞθηκα της συζÞτηση που εßχα με τον Ματθαßο μα τον κοßταξα αμßλητος καθþς περνοýσε. Μου Ýριξε μßα στιγμιαßα ανεξιχνßαστη ματιÜ σα να με προειδοποιοýσε για αυτü που Ýμελλε να μου συμβεß. Τον κοßταξα κÜπως τρομαγμÝνος üπως απομακρυνüταν καμπουριαστüς στρßβοντας στη γωνßα και προσπÜθησα να δω το παλικÜρι της φωτογραφßας μÝσα απü αυτÞ τη σκιÜ ανθρþπου. Κι Üλλες φορÝς διασταυρþθηκα μαζß του και θυμÞθηκα üτι στη διÜρκεια των γιορτþν εßχε γßνει Üφαντος. ΣκÝφτηκα üτι δεν του Üρεσε η πολυκοσμßα.
Με τον Μανüλη συναντιüμασταν σπÜνια. ¹ταν πολý απασχολημÝνος με τη γεþτρηση του που εßχε Þδη φτÜσει τα 250 μÝτρα και αναμενüταν να ξεπερÜσει το επßπεδο της θÜλασσας τις επüμενες ημÝρες. Εßχε συνεργαστεß με γεωλüγους, Üλλους επιστÞμονες και πολλοýς τσαρλατÜνους προσπαθþντας να λýσει το πρüβλημα νεροý για τα θερμοκÞπια του. Η λειψυδρßα των τελευταßων ετþν εßχε πλÞξει ακüμα και τις ημιορεινÝς περιοχÝς που παλαιüτερα δεν εßχαν πρüβλημα νεροý. Ο Μανüλης Ýλπιζε να ανακαλýψει τις μεγÜλες δεξαμενÝς νεροý που τροφοδοτοýνταν καθþς μου Ýλεγε απü τις πηγÝς του Ολýμπου. Η θεωρßα του βÝβαια δεν μου Þταν Üγνωστη καθþς η ΝÜξος üπως και τα Üλλα νησιÜ αποτελοýσαν κÜποτε τμÞμα της οροσειρÜς που ξεκινοýσε απü τον ¼λυμπο και κατÝληγε στη ΜικρÜ Ασßα. ¸τσι πολλοß υποστÞριζαν üτι ακüμα και σÞμερα απü τον ¼λυμπο ξεκινÜει νερü που εκβÜλλει σε διÜφορα σημεßα του Αιγαßου. Εßχα δει ο ßδιος με τα μÜτια μου γλυκü νερü να βγαßνει μÝσα απü τη θÜλασσα στην περιοχÞ Αγιος ΔημÞτριος στα ανατολικÜ του νησιοý αλλÜ και σε Üλλες περιοχÝς. Απü üτι μου εßπαν οι κÜτοικοι της περιοχÞς, το νερü αυτü δεν μποροýσαν να το αντλÞσουν διüτι πÝρναγε κÜτω απü το επßπεδο της θÜλασσας και üταν το επιχειροýσαν ανακατευüταν με το αρμυρü.
ΑποτÝλεσμα της αγωνιþδους αναζÞτησης του Μανüλη Þταν να χÜσω την παρÝα του. Τις λßγες φορÝς που ερχüταν στο καφενεßο μιλοýσε συνÝχεια για την γεþτρηση κÜνοντας üλους τους φßλους μας να βαριοýνται και Ýτσι απογοητευμÝνος γýριζε σπßτι του να συσκεφτεß με τον εαυτü του. Εγþ συνÝχισα να κÜθομαι με τον Ματθαßο αν και πιο σπÜνια, καθþς πλÝον Þμουν ευπρüσδεκτος σε üλες τις συντροφιÝς και üλοι εßχαν Ýνα αστεßο σχüλιο να κÜνουν για την δουλειÜ μου και για την εμφÜνιση μου. Τις περισσüτερες φορÝς βÝβαια απειλοýσαν να με κουρÝψουνε. ¼ταν τους Ýλεγα üτι οι αρχαßοι Ýλληνες εßχαν μακριÜ μαλλιÜ και üτι το μουστÜκι εßναι κατÜλοιπο της ΟθωμανικÞς κυριαρχßας στην ΕλλÜδα, γελοýσαν φωναχτÜ και με κτυποýσαν συγκαταβατικÜ στην πλÜτη εξηγþντας μου üτι το μουστÜκι εßναι στολßδι του Üντρα. ΠÜντως η διÜθεση τους απÝναντι μου εßχε αλλÜξει προς το καλýτερο και αρκετοß Þταν εκεßνοι που υπüσχονταν να με παντρÝψουν με τις κüρες τους Þ με κÜποια γνωστÞ τους ανιψιÜ εÜν αποφÜσιζα να κüψω επιτÝλους τα μαλλιÜ και να βγÜλω το σκουλαρßκι.
Το ΜÜη η Ýρευνα μου κüντευε να ολοκληρωθεß και πßστευα üτι θα μου περßσσευε κι Ýνας μÞνας διακοπþν τον οποßο σκüπευα να περÜσω στο εξοχικü του Ματθαßου στην Αγιασü, Ýναν παραθαλÜσσιο οικισμü που Þταν επßνειο του χωριοý. ¸να απüγευμα που δεν εßχα δουλειÜ επισκÝφτηκα τον οικισμü μαζß με τον γÝροντα και μου φÜνηκε καταπληκτικüς. Μüλις μια ντουζßνα Üνθρωποι κατοικοýσαν εκεß τον χειμþνα αλλÜ το καλοκαßρι πλημμýριζε «Αθηναßους» üπως μου εßπε ο ιδιοκτÞτης ενüς σχετικÜ μεγÜλου εστιατορßου στο οποßο συνοδεýσαμε λßγα ποτÞρια μπροýσκο κρασß με φρÝσκο κρασÜτο χταποδÜκι. Καθßσαμε με τον γÝροντα στο μπαλκονÜκι. ¹ταν μια ζεστÞ ΜαγιÜτικη μÝρα και Ýνιωθα πολý ευτυχισμÝνος. Δυστυχþς üμως Ýπρεπε να γυρßσω στο χωριü γιατß την επομÝνη εßχα Ýνα ραντεβοý με τον αντιδÞμαρχο Δρυμαλßας και με την υπεýθυνη της ΑναπτυξιακÞς Εταιρßας ΝÜξου.
ΠερπÜτησα τα δÝκα χιλιüμετρα προς τον αμαξωτü σχετικÜ γρÞγορα και κÜθισα σε Ýνα πεζουλÜκι περιμÝνοντας κÜποιο αμÜξι να με πÜρει καθþς δεν υπÞρχαν καθüλου λεωφορεßα τα απογεýματα. Ευτυχþς Þταν θερινü ηλιοστÜσιο κι Ýτσι εßχα ακüμα κÜτι περισσüτερο απü δυο þρες πριν νυχτþσει. Κι üμως περßμενα μισÞ σχεδüν þρα και κανÝνα αυτοκßνητο δεν πÝρασε απü τον αμαξωτü. ΑποφÜσισα να πÜω στο χωριü με τα πüδια. Η απüσταση δεν μου φαινüταν ιδιαßτερα μεγÜλη και σßγουρα Þταν μικρüτερη απü αυτÞν που εßχα Þδη διανýσει. Αλλωστε, αν Ýκοβα δρüμο απü το μονοπÜτι η απüσταση δεν πρÝπει να ξεπερνοýσε τα πÝντε χιλιüμετρα. Αν ξεκινοýσα αμÝσως υπολüγιζα üτι θα Þμουν στο χωριü σχεδüν μßα þρα πριν σουρουπþσει. ΠÞρα το μονοπÜτι που Þταν ευδιÜκριτο και κτισμÝνο στα Üκρα του με ξερολιθιÝς. Αναψα Ýνα τσιγÜρο κι απüλαυσα την ησυχßα του ανοιξιÜτικου απογεýματος, τους πρÜσινους ανοιξιÜτικους αγροýς και τα ξαφνικÜ μουγκανßσματα των ζþων που Ýβοσκαν Þσυχα κÜτω απü τον χλιαρü Þλιο.
Περπατοýσα για μßα þρα περßπου πριν συνειδητοποιÞσω üτι χÜθηκα. Εßχα εντελþς αποπροσανατολιστεß και δεν Ýβλεπα πια τον αμαξωτü. Σε κÜποιο σημεßο εßχα πÜρει λÜθος στροφÞ, üμως σε ποιο; Δεν Þξερα. Ο Þλιος Ýγερνε σταδιακÜ προς την ΠÜρο παßρνοντας Ýνα κüκκινο, πραγματικÜ üμορφο χρþμα. ¸νιωσα μßα ανησυχßα να με καταβÜλει üμως δεν Þθελα να επιτρÝψω στον εαυτü μου να ανησυχÞσει και Þρεμα στρÜφηκα στον δρüμο που εßχα Ýρθει προσπαθþντας να εντοπßσω την λÜθος στροφÞ. Λßγη þρα αργüτερα βρÞκα Ýνα σημεßο που ο τρÜφος του μονοπατιοý Þταν γκρεμισμÝνος και προς τη μεριÜ του χωριοý φιδογýριζε Ýνα μικρü μονοπατÜκι σπαρμÝνο απü πολλÝς κουτσουλιÝς προβÜτων και βουρβουλιÝς γαúδÜρων.
ΑνακουφισμÝνος περπÜτησα προς τα εκεß αλλÜ μετÜ απü κÜμποση þρα βρÝθηκα μπροστÜ σε Ýναν αρκετÜ ψηλü τρÜφο ενισχυμÝνο με φρýγανα. Καθþς Þμουν βÝβαιος üτι Þμουν στη σωστÞ κατεýθυνση κατÜφερα να πηδÞξω τον τρÜφο, üχι üμως χωρßς να γρατσουνιστþ και να λερþσω τα ροýχα μου. ΒρÝθηκα σ Ýνα Üλλο κτÞμα που Þταν περιφραγμÝνο με τον ßδιο τρüπο. Σε μßα γωνßα βüσκαν Þσυχα δýο αγελÜδες. ΑποφÜσισα üτι αν συνÝχιζα Ýτσι θα με Ýπαιρνε στα σßγουρα η νýχτα και δεν εßχα καμßα üρεξη να χαθþ τüσο κοντÜ στο χωριü. Ο αμαξωτüς Þταν σßγουρα στα αριστερÜ μου εφüσον Þμουν βÝβαιος üτι κατευθυνüμουν ανατολικÜ και γι αυτü Þμουν απüλυτα σßγουρος γιατß μποροýσα να βλÝπω προς τα ποý δýει ο Þλιος. ¸τσι κινÞθηκα βüρεια για να συναντÞσω τον αμαξωτü. ΠÞδηξα τον φρÜκτη, üχι χωρßς κüπο και αμυχÝς και επιτÝλους συνÜντησα μια ανοιχτωσιÜ. Δεν Ýβλεπα βÝβαια τον αμαξωτü αλλÜ υπολüγιζα üτι αν συνÝχιζα να κινοýμαι βüρεια αργÜ Þ γρÞγορα θα συναντοýσα στον δρüμο.
ΠραγματικÜ, λßγο αργüτερα και ενþ εßχε αρχßσει να σουρουπþνει για τα καλÜ, αντßκρισα με μεγÜλη μου ανακοýφιση τον δρüμο και διαπßστωσα üτι Þμουν πολý κοντÜ στην εßσοδο του χωριοý η οποßα απεßχε μüλις δýο χιλιüμετρα απü τον οικισμü. Αν Þμουν τυχερüς θα συναντοýσα και κÜποιον κÜτοικο να με συνοδεýσει στο υπüλοιπο της διαδρομÞς. ΜÝχρι να φτÜσω στην παρÜκαμψη εßχε νυχτþσει για τα καλÜ αλλÜ πλÝον δεν με Ýνοιαζε γιατß Þξερα üτι δεν υπÞρχε περßπτωση πλÝον να χαθþ. Το σκοτÜδι Ýπεφτε γρÞγορÜ πηχτü αλλÜ εγþ βÜδιζα με σιγουριÜ στο στρωμÝνο με τσιμÝντο δρομÜκι. ΞαφνικÜ Ýνιωσα üτι κÜποιος με παρακολουθοýσε και κοßταξα πßσω μου. Σε μßα γωνßα και κÜτω απü μßα ελιÜ ξεχþρισα μßα γνþριμη σκιÜ.
-«Ποιος εßναι εκεß;» ρþτησα με δυνατÞ φωνÞ και πλησßασα επιφυλακτικÜ. Τα μÜτια του Ýλαμπαν και τα σÜλια του Ýτρεχαν με τον γνωστü τρüπο. Πßσω του δεμÝνος στο δÝντρο στεκüταν ακßνητος ο γÜιδαρος. Αναγνþρισα τον ΣÜλιακα. Με κοßταξε με τα λαμπερÜ του μÜτια και δεν εßπε τßποτα. Νüμιζα üτι διÝκρινα Ýνα ßχνος ειρωνεßας σε αυτÜ. ¸τσι κι αλλιþς, ο ΣÜλιακας Þταν το τελευταßο Üτομο που Þθελα για συντροφιÜ. Παρüλα αυτÜ τον ρþτησα αν Þθελε να Ýρθει μαζß μου στο χωριü. Δεν εßπε τßποτα και Ýτσι τον χαιρÝτησα ανüρεχτα και ξαναπÞρα τον δρüμο προς το χωριü σχεδüν ψηλαφþντας το πηκτü σκοτÜδι.
Εßχα σχεδüν φτÜσει üταν μπροστÜ μου και σε εßκοσι μÝτρα περßπου απüσταση εßδα μßα σκιÜ να κινεßται προς το μÝρος μου. Αν γνþριζα τüτε üτι δεν Þταν παρÜ Ýνας χωριανüς καβÜλα στον γÜιδαρο του ßσως να μην εßχα αλλÜξει διεýθυνση αλλÜ δεν το Þξερα κι Ýτσι κατατρομαγμÝνος Ýτρεξα προς τον ελαιþνα στα αριστερÜ μου. Ο χωρικüς με φþναξε αλλÜ μÝσα στην σýγχυση μου Üρχισα να τρÝχω με μεγαλýτερη ταχýτητα αποφεýγοντας παρÜ τρßχα τις αρχαßες ελιÝς. Σε λßγο σταμÜτησα ξÝπνοος και ακοýμπησα σε μßα ελιÜ να ξαποστÜσω. Γýρω μου επικρατοýσε απüλυτη ησυχßα. ΣκÝφτηκα üτι αν προχωροýσα λßγο ευθεßα και Ýπειτα Ýστριβα αριστερÜ θα Ýφτανα στο χωριü πολý γρÞγορα.
ΑφουγκρÜστηκα για μια στιγμÞ την ησυχßα και προχþρησα προς το χωριü. Εκεßνη τη στιγμÞ Üκουσα μßα απüκοσμη μουσικÞ και Ýνιωσα κοντÜ μου παρουσßες, συναισθÜνθηκα την αýρα κÜποιων πλασμÜτων που θαρρεß κανεßς γεννÞθηκαν μÝσα απü τη νýχτα. ¸νιωσα τις τρßχες μου να ορθþνονται. ¸νιωσα üτι θα πεθÜνω απü την τρομÜρα μου. ¸να αδιüρατο φως Ýσπαζε την σκοτεινιÜ κÜπου πßσω μου. Δεν τüλμησα να κοιτÜζω. Απü την ßδια κατεýθυνση ξεχþρισα ομιλßες σα να ερχüταν προς το μÝρος μου μßα συντροφιÜ νεαρþν κοριτσιþν. Συζητοýσαν Þρεμα με μελωδικÝς ψιθυριστÝς φωνÝς που Ýμοιαζαν με μουσικÞ μα δεν μποροýσα να ξεχωρßσω τι Ýλεγαν και δεν τολμοýσα να κοιτÜξω προς το μÝρος τους. Συνειδητοποßησα πως εßχα κοκαλþσει απü την τρομÜρα μου. Η συντροφιÜ συνÝχιζε να πλησιÜζει προς την θÝση που στεκüμουν. ΜÜζεψα üσο κουρÜγιο μου εßχε απομεßνει και γýρισα προς το μÝρος τους ελπßζοντας να εßναι κοπÝλες απü το χωριü και ξεχνþντας εκεßνη τη στιγμÞ üτι το χωριü δεν εßχε παρÜ μüνο μßα νεαρÞ κοπÝλα. Τüτε Την εßδα.
¹ταν τρßα νεαρÜ κορßτσια απßστευτα üμορφα αλλÜ εγþ εßδα μüνο Εκεßνη. Φωσφüριζαν ελαφρÜ σαν τρυφερÝς οπτασßες κι üμως φαßνονταν πιο αληθινÝς απ üλα üσα βρßσκονταν γýρω τους. Πιο αληθινÝς απü τον ελαιþνα, πιο αληθινÝς απü το σκοτÜδι, πιο αληθινÝς απü την σιωπÞ, πιο αληθινÝς απü εμÝνα που Την κοιτοýσα Ýκθαμβος να με πλησιÜζει. Πιστεýω üτι αν δεν εßχα πνßξει Ýνα Þχο θαυμασμοý δεν θα με εßχαν προσÝξει üμως δεν μπüρεσα να σιωπÞσω κι Εκεßνη γýρισε προς το μÝρος μου. Δεν Þξερα αν εßναι ντυμÝνη Þ γυμνÞ. Τα ροýχα Της Þταν καμωμÝνα απü νýχτα και μÝσα τους φεγγοβολοýσε το γυμνü, κατÜλευκο δÝρμα Της. Μαýρα μακριÜ μαλλιÜ Ýπεφταν ευγενικÜ στους γυμνοýς þμους Της. Ορκßζομαι üτι στα μÜτια Της μποροýσα να ξεχωρßσω το μαρμαρωμÝνο εßδωλο μου. Με πλησßασε, στÜθηκε μπροστÜ μου και ψηλÜφισε τη ψυχÞ μου. ¼ταν κατÜλαβε üτι Της Üνηκα μου χÜρισε Ýνα εκτυφλωτικÜ λευκü χαμüγελο. Απλωσα ασυναßσθητα τα χÝρια μου να Την αγκαλιÜσω κι οι συνοδοß Της Ýκαναν να με σταματÞσουν. Μ Ýνα νεýμα, τις εμπüδισε και Την κρÜτησα στην αγκαλιÜ μου νιþθοντας την καρδιÜ μου να βροντÜει πÜνω στα θεúκÜ στÞθη Της. ¸νιωσα τα νýχια Της στη σπονδυλικÞ μου στÞλη σα να μην φοροýσα ροýχα, σα να με διαπερνοýσε ηλεκτρικü ρεýμα. ¸να κýμα αγÜπης με πλÞρωσε. Κρατοýσα στην αγκαλιÜ μου üτι Ομορφüτερο, üτι Τελειüτερο εßχε φτιÜξει η φýση. Αν υπÜρχει μßα λÝξη που να περιγρÜφει αυτü που Ýνιωθα δεν την γνωρßζω.
ΠοιÜ Þταν; Δεν Þξερα. ¹ξερα üμως üτι της Üνηκα, üτι Þμουν σκλÜβος της για πÜντα, üτι ποτÝ πια δεν θα μποροýσα να ζÞσω χωρßς αυτÞν. ¸νιωσα τους μυς μου να παραλýουν κι Ýπεσα στα γüνατα. ΑγκÜλιασα τους μηροýς Της. Μποροýσα να μυρßσω την Þβη Της. Η μυρωδιÜ Της με μεθοýσε. Μου χÜιδεψε τα μαλλιÜ. 'Αρχισα να κλαßω με σπασμοýς μουσκεýοντας με τα δÜκρυα μου τα γυμνÜ Της πüδια.
Το επüμενο πρωß ξýπνησα τρÝμοντας. Ο χρüνος εßχε χαθεß για μÝνα, οι Üνθρωποι δεν Þταν παρÜ σκιÝς που με τρüμαζαν. Απομακρυνüμουν απü αυτοýς. Με αηδßαζαν. Τα βρÜδια Ýψαχνα για Εκεßνη. Δεν ξÝρω πüσος χρüνος πÝρασε Ýτσι, μÜταια. ΣυνÝχιζα να την αναζητþ, κÜθε νýχτα. Οι Üνθρωποι που με συναντοýσαν φευγαλÝα με Ýδειχναν και γελοýσαν. Τα παιδιÜ μου πετοýσαν πÝτρες. Τις ημÝρες κοýρνιαζα σε σπηλιÝς, τους χειμþνες Ýτρεμα απü το κρýο. Τρεφüμουν με üτι Ýβρισκα, ακρßδες, πικρελιÝς και χüρτα.
Αδυνατþ να υπολογßσω πüσα χρüνια πÝρασαν απü τüτε που Την εßδα για πρþτη και τελευταßα φορÜ. ΣταδιακÜ Üρχισα να ανÝχομαι τους ανθρþπους, παρüλο που ακüμα με αηδιÜζουν. ΕγκαταστÜθηκα στην καλýβα του ΣÜλιακα που πÝθανε πριν λßγο καιρü, χωρßς να καταφÝρει να Την ξαναδεß. ¼μως εγþ δεν χÜνω τις ελπßδες μου. Αν και δεν ζω πια στις σπηλιÝς, κÜθε βρÜδυ τριγυρßζω στις ερημιÝς περιμÝνοντας, ελπßζοντας üτι θα Την συναντÞσω. Οι χωρικοß με κοροúδεýουν üπως κορüιδευαν παλαιüτερα τον ΣÜλιακα. Δεν εßμαι τρελüς, γνωρßζω τι αισθÞματα προκαλþ στους ανθρþπους. ¼μως, τß ξÝρουν αυτοß; Τß μπορεß να ξÝρουν αυτοß;