Εμβρυοποßηση
ΞαφνικÜ, Ýνα πρωÀ Üρχισε να μικραßνει. Το κατÜλαβε üταν κοιτÜχτηκε στον καθρÝφτη του μπÜνιου και εßδε καθαρÜ üτι η ρυτßδα πλÜú στα χεßλη της εßχε εξαφανιστεß. Την απασχολοýσε πολý τον τελευταßο καιρü αυτÞ η μικρÞ σχισμÞ στο δÝρμα του, κατÜ τα Üλλα τÝλειου, προσþπου της. Ηταν κι η δουλειÜ της, που ζητοýσε τÝλεια εμφÜνιση επιδερμßδας -επßδειξη καλλυντικþν, τι Üλλο;
Προσπαθοýσε λοιπüν κÜθε πρωÀ να μακιγιÜρεται προσεκτικÜ και να κρýβει τη ρυτιδοýλα με μαεστρßα, να χαμογελÜ λιγüτερο, Ýκανε üλα τα απαιτοýμενα, αυτÜ που Þξερε δηλαδÞ, για να μη προχωρÞσει το κακü και μεßνει Üνεργη. Τüσες και τüσες φρÝσκες νεαρÝς περßμεναν να αδρÜξουν τη θÝση της στην εταιρεßα. Οχι πως Þταν και μεγÜλη, οýτε εικοσιοχτþ, αλλÜ Ýνιωθε τη φρεσκÜδα να χÜνεται. Και τι ζητοýσε δηλαδÞ; Να μη σταματÞσει πριν φτÜσει τα τριÜντα, να προλÜβει να κÜνει τη μπÜζα της για να ανοßξει δικü της μαγαζß. Καλλυντικþν φυσικÜ.
ΜετÜ απü κεßνο το πρωúνü, παρατηροýσε με μεγαλýτερη προσοχÞ το πρüσωπü της και κÜθε μÝρα που περνοýσε το Ýβρισκε üλο και πιο νεανικü. 'Αρχισε να χαμογελÜ αφειδþς, πειραματιζüμενη, να δει αν το πλατý χαμüγελο θα χαλοýσε την üψη του προσþπου της. Ευτυχþς, τßποτα δεν συνÝβαινε αρνητικü, ßσα ßσα το πρüσωπο κÜθε μÝρα βελτιωνüταν αισθητÜ.
Εßχαν περÜσει πÝντε μÞνες üταν πρüσεξε κÜτι τι ακüμη. Της φÜνηκε üτι εßχε κοντýνει, πÞγε στο μÝτρο που εßχε στον τοßχο της αποθηκοýλας για να μετρÜ το ýψος της και βεβαιþθηκε. ΜÝσα σε πÝντε μÞνες εßχε χÜσει ενÜμισυ πüντο. Τþρα Þταν Ýνα κι εβδομÞντα καθαρÜ. Το πρüσωπο πÜντως Ýδειχνε πολý πιο νεανικü και σε ποιüτητα δÝρματος αλλÜ και σε λÜμψη και σε Ýκφραση. Το βλÝμμα της εßχε καθαρßσει, λες και Ýβλεπε τον εαυτü της νεüτερο κατÜ πÝντε χρüνια τουλÜχιστον.
ΣκÝφτηκε να επισκεφτεß το γιατρü της, αλλÜ το ανÝβαλλε προς το παρüν. Αλλωστε, αυτÝς τις μÝρες εßχε φουλ δουλειÜ. Η κολλητÞ της φßλη -αν εßναι δυνατü να υπÜρχει «κολλητÞ» σε αυτÞ τη δουλειÜ αλλÜ τελοσπÜντων- το πρüσεξε και το σχολßασε κιüλας.
-"Μα τι συμβαßνει με σÝνα Μαιροýλα; Τι τρÝχει; ΕρωτευμÝνη; ΕρωτευμÝνη και δε μας εßπες τßποτα";
-"Οχι, αφοý το ξÝρεις, δε χωρÜει Ýρωτας στη ζωÞ μου þσπου να τελειþσω με την εταιρεßα, δεν τα εßπαμε αυτÜ";
-"Μπορεß να τα εßπαμε, αλλÜ..."
-"Δεν Ýχει «αλλÜ» και δεν Ýχει και φλερτ. Υπνο μονÜχα".
-"Α, þστε το δερματÜκι οφεßλεται στον ýπνο, ε; ΚαλÜ..."
Τþρα που Üκουσε τη φßλη της να λÝει για ýπνο, σκÝφτηκε üτι τον τελευταßο καιρü κοιμüταν κομματÜκι παραπÜνω, μπορεß και δÝκα þρες συνεχüμενες. Λες να εßναι ο ýπνος; ΑναρωτÞθηκε. ΑλλÜ πÜλι πως εξηγεßται το χÜσιμο ýψους;
ΠÞγε στο διευθυντÞ του πρακτορεßου της και ζÞτησε Ýνα μÞνα ανÜπαυλα, Ýτσι κι αλλιþς εßχε δουλÝψει υπερβολικÜ το τελευταßο εξÜμηνο, αλλÜ εκεßνος Ýφερε δυσκολßες. Τρεις εταιρεßες τη ζητοýσαν για φωτογρÜφιση και θα Þταν κρßμα να χÜσει την ευκαιρßα. «'Αλλωστε δεν Ýχεις και πολý χρüνο μπροστÜ σου, εκμεταλλεýσου τη ζÞτηση που υπÜρχει τþρα για το πρüσωπü σου» της εßπε κι η Μαßρη πεßστηκε να αναβÜλλει τις διακοπÝς της. Και τι τις Þθελε τις διακοπÝς; Πιο πολý για να τακτοποιÞσει τις σκÝψεις της, üχι επειδÞ Ýνοιωθε κοýραση, ßσα-ßσα, το αντßθετο Ýνιωθε κι αυτü Þταν που τη ξÜφνιαζε.
Μüλις τÝλειωσε η φωτογρÜφιση για το πρþτο προúüν, Ýνιωσε ακüμα καλýτερα, σαν να διασκÝδαζε κι üχι να εργαζüταν. ΜετÜ το δεýτερο, ακüμα πιο καλÜ, αλλÜ εßχε χÜσει δυο πüντους ακüμα κι αναγκÜστηκε να φορÝσει ψηλüτερα τακοýνια. ΜετÜ το τρßτο πια, κυοφοροýσε μια Ýκρηξη μÝσα της. Δεν μποροýσε να μεßνει ακßνητη για πολý, üλο Ýστριβε ασυναßσθητα και ταλαιπωροýσε το φωτογρÜφο. Επρεπε να φýγει, να διακüψει για λßγο, να καταλÜβει τι της συμβαßνει. Βγαßνοντας απο το στοýντιο Üρχισε να τρÝχει, να πετÜει σαν πουλÜκι. ΠÞγε κατευθεßαν στα γραφεßα της εταιρεßας, üρμησε στο γραφεßο του διευθυντÞ και ζÞτησε την Üδεια να λεßψει, κÜτι που αυτÞ τη φορÜ δεν της αρνÞθηκε, κατευχαριστημÝνος üπως Þταν με την επιτυχßα των τελευταßων φωτογραφιþν της. «Μην αργÞσεις να επιστρÝψεις Μαιροýλα, Ýχεις ρÝντα και μη τη χÜσεις» της εßπε χαιρετþντας την, ενημερþνοντÜς την παρÜλληλα για το πριμ που το συμβοýλιο της εταιρεßας εßχε αποφασßσει να της δþσει. Χþρια που την προüριζαν για το «Χρυσü Κορßτσι» της χρονιÜς. Την Üλλη μÝρα πÞγε και κανüνισε τα του διαβατηρßου της, Ýβγαλε και εισιτÞριο μετεπιστροφÞς για τη ΧαβÜη και το μεθεπüμενο απüγευμα πετοýσε κιüλας.
Απü κεßνο το απüγευμα χÜθηκαν τα ßχνη της Μαßρης. Την αναζÞτησαν ýστερα απο τρεις μÞνες στο σπßτι της, τηλεφþνησαν στον πατÝρα της στο χωριü, η κολλητÞ της Ýψαξε σε üλα τα γνωστÜ στÝκια -δεν Þταν και πολλÜ γιατß η Μαßρη δεν πολυÝβγαινε- αλλÜ τßποτα. Απευθýνθηκαν στην αστυνομßα, εκεßνη με τη σειρÜ της Ýψαξε στα πρακτορεßα ταξιδßων κι Ýμαθε πως η κοπÝλα πÞγε στη ΧαβÜη. ΠÝραν τοýτου ουδÝν. Σαν να Üνοιξε η γη και τη κατÜπιε.
Ενα χρüνο μετÜ την εξαφÜνιση της Μαßρης, μια χαβανÝζα γÝννησε Ýνα κοριτσÜκι κÜτασπρο, τüσο που ο Üντρας της τη παρÜτησε θεωρþντας üτι τον εßχε απατÞσει χωρßς να του το πει. Η χαβανÝζα αγÜπησε πολý το πλασματÜκι, παρüλο που δεν της Ýμοιαζε καθüλου, το θεþρησε θεüσταλτο και το βÜφτισε Μαßρη για χÜρη της Παναγßας. Ηταν πολý φτωχÞ αλλÜ Þθελε να του προσφÝρει ü,τι καλýτερο γινüταν, Ýτσι το πÞγε σε Ýνα πρακτορεßο που ζητοýσε μωροýλια για φωτογρÜφιση. Περιττü να ποýμε üτι το μωρÜκι Μαßρη Ýκανε θραýση. ΠοζÜριζε στο φακü με τÝτοιο επαγγελματισμü, που θÜλεγε κανεßς πως Ýκανε αυτÞ τη δουλειÜ πριν ακüμα γεννηθεß.
10/10/2005
Η Εικüνα Μου
«ΚÜθε εικüνα εßναι κλειδωμÝνη. Το κλειδß της εικüνας εßναι η ßδια η εικüνα. Οποιος την αναγνωρßσει μπορεß να τη ξεκλειδþσει και να εισχωρÞσει εντüς της».
Μια μÝρα ξýπνησα κανονικÜ, üπως üλες τις Üλλες μÝρες. ΠÞγα στο μπÜνιο, πλýθηκα και κοßταξα στο καθρÝφτη για να χτενιστþ. Ο καθρÝφτης üμως δεν ανταποκρßθηκε. Εμεινε Üδειος. Κοßταξα τα χÝρια μου, το σþμα μου, Þταν στη θÝση τους κανονικÜ. 'Αγγιξα το πρüσωπü μου, το Ýνοιωθα κÜτω απ' τις ρüγες των δαχτýλων, Þταν üλα στη θÝση τους.
ΞεκρÝμασα το καθρÝφτη και κοßταξα απü πßσω. Ναι, καθρÝφτης Þταν, δεν Þταν σκÝτο γυαλß. ΠÞγα στη τζαμüπορτα να κοßταχτþ. Οýτε εκεß φαινüταν τßποτα. ΣκÝτος αÝρας. Ντýθηκα, φüρεσα Ýνα φανταχτερü φουστÜνι και ξανακοßταξα τον εαυτü μου πρþτα στο καθρÝφτη και μετÜ στο τζÜμι της μπαλκονüπορτας. Το φουστÜνι φαινüταν καθαρÜ. Το πρüσωπο και το σþμα μου Þταν ανýπαρκτα. ΜυστÞριο. Τραγοýδησα κÜτι, ν' ακοýσω τη φωνÞ μου. ¸βαλα να τη μαγνητοφωνÞσω. Το κασετüφωνο Ýγραψε τη σιωπÞ του δωματßου. Η φωνÞ μου ακουγüταν μονÜχα απο μÝνα. ΠÜλι καλÜ.
ΑποφÜσισα να βγω στο δρüμο, να δω πþς θα μ' αντßκρυζαν οι Üλλοι Üνθρωποι. Πρþτα πÞγα στο περßπτερο της πλατεßας, να πÜρω τσιγÜρα κι εφημερßδα. Ο περιπτερÜς με καλημÝρησε üπως πÜντα και μου 'δωσε τα ρÝστα μαζß με τα καθημερινÜ μου ψþνια. Στο φοýρνο τα ßδια. Πρüσεξα τη γυÜλινη πüρτα του φοýρνου. Εβλεπα να καθρεφτßζονται επÜνω της üλοι, απü μÝνα üμως Ýβλεπα μüνο το φουστÜνι μου. Τι γινüταν; Μ' Ýβλεπαν üλοι, μüνο που δεν Ýβλεπα τον εαυτü μου πουθενÜ.
Γýρισα σπßτι, τσßμπησα κÜτι και ξÜπλωσα στο καναπÝ. Οταν σηκþθηκα μετÜ απü λßγο, τα μαξιλÜρια Ýμειναν βουλιαγμÝνα και το φουστÜνι μου Ýμεινε απλωμÝνο πÜνω του. ΞαφνιÜστηκα. Το πÞρα και το ξαναφüρεσα. Αισθανüμουν Ýνα εßδος ασφÜλειας μÝσα σ' αυτü το ροýχο. Δε καταλÜβαινα τι συμβαßνει. Εßχα χÜσει τον εαυτü μου; Πþς θα τον ξανÜβρισκα;
ΠÞγα στη μπανιÝρα, τη γÝμισα και βοýλιαξα στο χλιαρü νερü. ¸νοιωσα τα μÝλη μου να διαλýονται, να γßνονται Ýνα με το αφρüλουτρο, να παßρνουν αφýσικα σχÞματα, Ýνα χÝρι σα στριμÝνο καλþδιο, Ýνα πüδι σα σχισμÝνη μπανανüφλουδα. Ολα καλυμμÝνα απ' τον αφρü πρÜσινου μÞλου.
Ξεπλýθηκα γρÞγορα με παγωμÝνο νερü, που το Ýνοιωθα να τρÝχει πÜνω στο κορμß μου σαν ηλεκτρικü ρεýμα, απ' τη βÜση του λαιμοý μÝχρι κÜτω. ΒγÞκα απ' τη μπανιÝρα, πÞρα το μπουρνοýζι μου και σκουπßστηκα καλÜ-καλÜ. Ξανακοßταξα στο καθρÝφτη, τßποτα!
Ντýθηκα -μπλοýζα παντελüνι αυτÞ τη φορÜ- και πÞγα στη στÜση του μετρü. ΚατÝβηκα και στριμþχτηκα με το πλÞθος για να μπω σ' Ýνα βαγüνι. ¸νοιωθα τ' Üλλα σþματα να πιÝζουν το δικü μου. ΚÜθισα σε μια θÝση. ¸νοιωθα απολýτως υπαρκτÞ. ¸ρριξα μια κλεφτÞ ματιÜ στο τζÜμι του βαγονιοý. Εßδα üλους τους επιβÜτες, τα πρüσωπα, τα ροýχα τους, üλα, εκτüς απ' το πρüσωπü μου. Που βρισκüμουν Üραγε; Γιατß δε μποροýσα να με δω; Οι Üλλοι Üραγε Ýβλεπαν τα δικÜ τους πρüσωπα; ΕμÝνα μ' Ýβλεπαν φαßνεται, γιατß κÜποιος με ρþτησε για κÜποια στÜση κι Üκουσε σßγουρα την απÜντησÞ μου, μια και μ' ευχαρßστησε. Εßπα και 'γþ κÜτι üμορφο για το παιδÜκι μιας γυναßκας κι εκεßνη με κοßταξε γλυκÜ λÝγοντας στο μικρü «πες καλημÝρα στη κυρßα ΓιωργÜκη».
'Αρα; Τι συνÝβαινε; Ποιüς θα μου Ýλυνε αυτü το μυστÞριο; Γýρισα σπßτι και τηλεφþνησα στη κολλητÞ μου φßλη. Γνωριζüμαστε απü παιδιÜ και μποροýσα να της εκμυστηρευτþ τα πÜντα Þ σχεδüν τα πÜντα. Μ' Üκουσε με προσοχÞ και μου 'δωσε ραντεβοý για να συναντηθοýμε το απüγευμα σ' Ýνα ζαχαροπλαστεßο. Ηρθε λßγο αργοπορημÝνη, ως συνÞθως. Με κοßταξε προσεχτικÜ και κÜθησε απÝναντß μου. «Τι εßναι αυτÜ που μου 'λεγες στο τηλÝφωνο;» ρþτησε περιμÝνοντας μια καθησυχαστικÞ απÜντηση, πως üλα ειν' εντÜξει τþρα, πως üλα Þταν της φαντασßας μου.
'Εστρεψα το βλÝμμα προς τη τζαμαρßα του καταστÞματος, πÜλι δεν Ýβλεπα τßποτ' απü μÝνα εκτüς απ' τα ροýχα μου, της το εßπα και με κοßταξε ερωτηματικÜ, σα να σκεφτüταν πως, πÜει, τρελλÜθηκα... Μου εßπε μια φρÜση-κλειδß: «ΜÞπως σταμÜτησες να υπÜρχεις για σÝνα; ΜÞπως υπÜρχεις μüνο για τους Üλλους;» ΑποχαιρετιστÞκαμε κι Ýνοιωσα καθαρÜ το φιλß της στο μÜγουλü μου και το μÜγουλü της στα χεßλη μου. ΕπιστρÝφοντας στο σπßτι τα λüγια της τριβÝλιζαν το νου μου. ΜÞπως;
ΠÞρα Ýνα αγαπημÝνο βιβλßο και ξÜπλωσα. 'Εβαλα την αγαπημÝνη μουσικÞ και με πÞρε ο ýπνος, σχεδüν ευτυχισμÝνη. Το Üλλο πρωß ξýπνησα, σηκþθηκα και ξεκßνησα τη μÝρα κÜνοντας τις συνηθισμÝνες μου κινÞσεις. Ο καθρÝφτης ανταποκρßθηκε στο κοßταγμÜ μου. Ημουν ολüκληρη μÝσα του! Εβγαλα Ýνα στεναγμü ανακοýφισης. Αχ! ΥπÞρχα πραγματικÜ, υπÞρχα!
(Ημερολüγιο ΚρÞτης, 09/08/2002)
ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙΑ:
"ΘÜ 'ρθει και πÜλι,
και πÜλι θα φýγει.
Η σκιÜ της ελπßδας
θα φωτßσει και θα χαθεß.
Σαν αστραπÞ.
Για πÜντα.
Σαν σκοτεινÞ αστραπÞ.
Πüσο μαýρα εßναι üλα"!
1) Η Ελπßδα ΜοιρÜζεται ΔωρεÜν
ΚÜποτε, σε μια χλωμÞ χþρα, üπου üλα Þταν κιτρινισμÝνα, απ' τον ουρανü μÝχρι τα δÝντρα και τα λουλοýδια, τις λßμνες και τα ποτÜμια, τη θÜλασσα και τα χλωμÜ πρüσωπα των ανθρþπων, υπÞρχε Ýνα μικρü κι ασÞμαντο χωριουδÜκι. Στη μÝση της πλατεßας του μικροý χωριοý βρισκüταν Ýνα μαγαζÜκι με μιÜ μεγÜλη ταμπÝλλα που Ýγραφε με ξεθωριασμÝνα γρÜμματα: "ΕΔΩ ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ".
ΜιÜ μικρÞ κοπÝλλα ξεπρüβαλε απü Ýνα στενü δρομÜκι μαντηλοδεμÝνη και το πλησßασε διστακτικÜ. 'Ανοιξε την πüρτα του μαγαζιοý. Οι μεντεσÝδες της Ýτριξαν μ' Ýνα διαπεραστικü Þχο, γιατß Þταν εδþ και πολý καιρü αχρησιμοποßητη. ΜÝσα στο μαγαζß, πßσω απü 'να σκωροφαγωμÝνο πρασινωπü πÜγκο, κÜθονταν Ýνας γÝρος και μιÜ γριÜ. Η μικρÞ κοπÝλλα μßλησε:
-"Λßγη ελπßδα, παρακαλþ".
-"ΛυπÜμαι, μüλις μÜς τελεßωσε".
-"Γιατß λυπÜστε; ΕπειδÞ δεν Ýχετε να μοý δþσετε";
-"Οχι, επειδÞ δεν κρατÞσαμε οýτε για μÜς".
-"Ευχαριστþ, θα πÜω αλλοý".
-"ΜÞ κÜνετε τον κüπο. ΠουθενÜ δεν πωλεßται πλÝον".
-"Κι üμως. Ελπßζω να βρþ λßγη κÜπου".
-"Αν σας περισσεýει δεσποινßς, δþστε μας λßγη απü τη δικÞ σας".
-"Ευχαρßστως. ΕλÜτε να ψÜξουμε μαζß".
ΣιγÜ - σιγÜ, Ýνα μικρü πλÞθος ακολουθοýσε τη μικρÞ κοπÝλλα που Ýψαχνε ν' αγορÜσει λßγη ελπßδα. Το περßεργο εßναι πως η ßδια δεν εßχε καταλÜβει üτι üχι μüνο δεν της Ýλειπε, αλλÜ εßχε τερÜστιο απüθεμα, που το μοßραζε απλüχερα σε üσους την ακολουθοýσαν. Ετσι, απüχτησε οπαδοýς. 'Αρχισαν να περπατÜνε μÝσα απü δÜση, πüλεις, λιβÜδια και χωριÜ, χωρßς τροφÞ, χωρßς ýπνο, χωρßς νερü: Η ελπßδα της μικρÞς κοπÝλλας τους Ýτρεφε.
ΜετÜ απü μερικÝς ημÝρες Ýφτασαν μπροστÜ σ’ Ýνα πανýψηλο τοßχο. Εκεß σταμÜτησαν. Ο τοßχος Þταν κÜτασπρος, σαν τερÜστια παγοκολüνα. ¹ταν και παγωμÝνος. Η μικρÞ κοπÝλλα ακοýμπησε το χερÜκι της στο κÝντρο του τοßχου, μα το τρÜβηξε απüτομα, μη παγþσει.
-"Αχ"! ¸κανε κατÜπληκτη. "ΕλÜτε", φþναξε, "ελÜτε! ΕλÜτε, ν' αχνßσουμε üλοι μαζß με τα χνþτα μας"!
Πλησßασαν üλοι κι Üρχισαν ν´αχνßζουν "χοý-χοý" με τα χνþτα τους, εκεß, στη μÝση του τοßχου. Ο τοßχος Üρχισε να βαθουλþνει και να στÜζει. ¹ταν πραγματικÜ μιÜ τερÜστια παγοκολüνα! Οταν Üνοιξε μιÜ μικρÞ τρýπα, μετÜ απü χιλιÜδες καυτÝς ανÜσες, πÝρασε απü μÝσα της η μυρωδιÜ της Ανοιξης. Τüτε, μüλις οι Üνθρωποι τη μýρισαν, συνÝχισαν ν' αχνßζουν τον τοßχο με ξÝφρενη χαρÜ, üλοι μαζß. Τα μÜτια τους Ýλαμπαν, τα πρüσωπÜ τους εßχαν στρογγυλÝψει, τα χλωμÜ τους μÜγουλα απüχτησαν χρþμα. ΚÜποτε, δεν μπορþ να υπολογßσω πüτε ακριβþς, Üνοιξε Ýνα μεγÜλο πÝρασμα στον τοßχο. Η μικρÞ κοπÝλλα γýρισε, τους κοßταξε üλους προσεκτικÜ και τους εßπε:
-"ΜÝχρι τþρα δουλÝψαμε üλοι μαζß για να τρυπÞσουμε τον τοßχο. Τþρα, πρÝπει να προσÝξουμε. ¸νας-Ýνας να περÜσουμε, να μη χαλÜσουμε το αποτÝλεσμα της προσπÜθειÜς μας". ΣτÜθηκε στο πλÜú επιβλÝποντας να μη χαλÜσει το Üνοιγμα, απ' üπου περνοýσαν üλοι προσεκτικÜ, Ýνας-Ýνας. Μα σιγÜ-σιγÜ, το πÝρασμα μßκραινε, στÝνευε.
Η μικρÞ κοπÝλλα εκλιπαροýσε να συνεχßσουν να το αχνßζουν με τα χνþτα τους περνþντας το, οι Üνθρωποι üμως δεν της Ýδιναν πιÜ σημασßα κι απλþς περνοýσαν βιαστικοß για να φτÜσουν γρηγορüτερα, ν' αγγßξουν την 'Ανοιξη. Ευτυχþς δεν Þταν και τüσοι πολλοß, Ýτσι η μκρÞ κοπÝλλα πρüλαβε να περÜσει κι εκεßνη, τελευταßα. Αυτü που αντßκρυσε περνþντας Þταν Ýνα τερÜστιο ανθισμÝνο λιβÜδι, üσο Ýπιανε το μÜτι, γεμÜτο χαροýμενους ανθρþπους, που χüρευαν και τραγουδοýσαν.
Χωρßστηκαν σε ομÜδες και Üρχισαν να χτßζουν τα σπßτια τους. Η μικρÞ κοπÝλλα Ýχτισε Ýνα μικρü μαγαζÜκι κι Ýβαλε μιÜ μεγÜλη ταμπÝλλα που Ýγραφε: "ΕΔΩ Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ".
Πιστεýω πως θα περÜσουν πολλÜ χρüνια για να χρειαστεß κÜποιος σ' αυτüν τον τüπο να γυρÝψει ελπßδα. Ο καθÝνας Ýχει μπüλικη στην ψυχÞ του. Κι üσο τη μοιρÜζεται με τους Üλλους, üσο τη χαρßζει, η ελπßδα θα περισσεýει.
2) Ο ΠÝτρος Κι Η Γοργüνα
ΜιÜ φορÜ κι Ýναν καιρü Ýνας νεαρüς βοσκüς, που τον Ýλεγαν ΠÝτρο, ζοýσε σ' Ýναν üμορφο τüπο, με δροσερü χορτÜρι που μοσχομýριζε και με πανýψηλα σκιερÜ δÝντρα. Εßχε Ýνα κοπÜδι απü διακüσια πρüβατα, Üλλα Üσπρα κι Üλλα μαýρα, Üλλα αρσενικÜ κι Üλλα θηλυκÜ. Τα κριÜρια εßχαν κρεμασμÝνη μιÜ μεγÜλη κουδοýνα στο λαιμü τους, που ακουγüταν απü μακρυÜ, κι üλα τ' Üλλα πρüβατα, οι προβατßνες και τ' αρνÜκια εßχαν απü Ýνα μικρü κουδουνÜκι.
Η πÝτρινη στÜνη, üπου Ýβρισκαν καταφýγιο τα προβατÜκια του το χειμþνα, Þταν δßπλα σ' Ýνα μεγÜλο λιβÜδι με πλοýσια βλÜστηση. Το καλοκαßρι üμως, ο ΠÝτρος ανÝβαζε το κοπÜδι ψηλÜ, στο βουνü, για να μη ζεσταßνονται τα πρüβατα. Εκεß δεν εßχαν ανÜγκη απü στÜνη γιατß στÜλιαζαν κÜτω απü Ýνα μεγÜλο δÝντρο, δηλαδÞ Ýσκυβαν το Ýνα δßπλα στ' Üλλο τα κεφαλÜκια τους και Ýτσι δροσßζονταν στη σκιÜ. Στο τÝλος της Ανοιξης και στην αρχÞ του Φθινοπþρου ο ΠÝτρος κατÝβαζε το κοπÜδι του στην παραλßα, για να γλýψουν αλÜτι τα πρüβατα και να κÜνουν νüστιμο γÜλα.
Θα Þταν στο τÝλος του ΜÜη τüτε που ο ΠÝτρος κατÝβασε το κοπÜδι στο γιαλü και, περιμÝνοντας να ευχαριστηθοýν τα πρüβατÜ του το αλÜτι, ξÜπλωσε στη σκιÜ ενüς δÝντρου για να ξεκουραστεß και τον πÞρε ο ýπνος.
Στα βαθειÜ νερÜ της θÜλασσας ζοýνε οι γοργüνες και οι τρßτωνες κι Ýνα σωρü παρÜξενα ζþα και ξωτικÜ με πολýχρωμες ψαρßσιες ουρÝς και σγουρÜ μαλλιÜ σ' üλα τα χρþματα. ΜονÜχα οι γοργüνες μποροýν ν' αποκτÞσουν πüδια για λßγο και να περπατÞσουν στη στεριÜ üταν ψυθιρßσουν απü μÝσα τους για πενÞντα φορÝς συνÝχεια και χωρßς το παραμικρü λÜθος την ευχÞ:
"Φουσκαλοτσιρüψαρο
και τσιτσιροβλÜσταρο
απü φýκια κι αχινοýς
στρειδομυδοπεταλßδα
κι αρμυρικομÜλαμα
πÜρ' τα λÝπια δþσ' μου πüδια
και σου δßνω τη μιλιÜ μου
μÝχρι να ξαναγυρßσω
στο νερü να κολυμπÞσω"!
Αν Ýλεγαν και την παραμικρÞ λεξοýλα üσο βρßσκονταν στη στεριÜ, δεν μποροýσαν πια να ξαναποκτÞσουν την ψαρßσια τους ουρÜ και να ξαναγυρßσουν στη θÜλασσα κι Ýμεναν πλÝον για πÜντα στη στεριÜ. Ηταν λοιπüν πολý επικßνδυνο για μιÜ γοργüνα ν' αποτολμÞσει να πεß την ευχÞ αυτÞ.
Στα βαθειÜ νερÜ της θÜλασσας ζοýσε με την οικογÝνειÜ της κι η Μελανßα, μιÜ πεντÜμορφη καθαρομελÜχροινη γοργüνα με κατÜμαυρα μαλλιÜ και κÜτασπρο δÝρμα σα μαργαριτÜρι. Η γοργüνα εßχε δεß το παληκÜρι και την προηγοýμενη χρονιÜ να σαλαγÜει το κοπÜδι στην ακτÞ και της εßχε κÜνει εντýπωση το παρÜστημα και η λεβεντιÜ του. Τüλμησε λοιπüν μιÜ μÝρα να ψυθιρßσει για χÜρη του πενÞντα φορÝς συνÝχεια την ευχÞ χωρßς κανÝνα λÜθος, παρακαλþντας μ' üλη της την ψυχÞ ν' αποκτÞσει για λßγο πüδια, για να μπορÝσει να βγεß στη στεριÜ να το δεß κι απü κοντÜ.
Ετσι κι Ýγινε. Η γοργüνα βγÞκε στη στεριÜ σαν μιÜ πεντÜμορφη κοπÝλα και πλησßασε το δÝντρο, üπου στη σκιÜ του κοιμüταν το παληκÜρι. Μüλις εßδε η Μελανßα τον ΠÝτρο, τον ερωτεýτηκε αμÝσως. Της ξÝφυγε μιÜ μικρÞ κραυγÞ θαυμασμοý κι ο ΠÝτρος ξýπνησε απüτομα κι εßδε να σκýβει πÜνω του μιÜ θεüγυμνη πεντÜμορφη κοπÝλα! ΤινÜχτηκε στη στιγμÞ και πρüλαβε να την αρπÜξει απ' τα μαλλιÜ.
-"ΠοιÜ εßσαι και τß ζητÜς απü μÝνα"; Ρþτησε το παλληκÜρι.
Η γοργüνα δε μιλοýσε, γιατß αν μιλοýσε δε θα μποροýσε πλÝον να ξαναγυρßσει στο νερü. Θα Ýχανε την üμορφη πολýχρωμη ουρÜ της για πÜντα.
Ο ΠÝτρος üμως της πßεζε το χÝρι τüσο πολý και την κοßταζε βαθειÜ με το αστραφτερü γαλÜζιο του βλÝμμα, που η γοργüνα το παρομοßασε μÝσα της με üλες τις θÜλασσες του κüσμου. Ετσι, δεν μπüρεσε ν' αντισταθεß και του ψυθßρισε την ιστορßα της. ΣυγκινÞθηκε πολý ο νεαρüς βοσκüς και της ζÞτησε να τον παντρευτεß. Η γοργüνα δÝχτηκε αμÝσως και, μετÜ απü ωρισμÝνες διατυπþσεις, Ýγινε ο γÜμος. Εκαναν και πολλÜ παιδιÜ, πÝντε αγüρια και πÝντε κορßτσια και ζοýσαν τρισευτυχισμÝνοι με τα πρüβατÜ τους.
ΚÜθε φορÜ üμως που κατÝβαιναν στην παραλßα η γυναßκα, που δεν Þταν πιÜ γοργüνα, μελαγχολοýσε κοιτÜζοντας την απεραντωσýνη της θÜλασσας και τραγοýδαγε Ýνα λυπητερü τραγοýδι. ΜιÜ, δυü, τρεßς, δεκατρεßς φορÝς Ýκλαψε η γυναßκα, την επüμενη φορÜ την Üκουσε ο Üντρας της.
-"Τß Ýχεις γυναßκα μου και κλαßς"; Τη ρþτησε αγκαλιÜζοντÜς την.
-"Τß να 'χω Üντρα μου; ΣτενοχωριÝμαι που δε βλÝπω τους γονεßς και τ' αδÝλφια μου, δε βλÝπω üλους üσους Üφησα εκεß, στα βαθειÜ νερÜ της θÜλασσας".
-"Γι αυτü μου στενοχωριÝσαι και κλαßς; Περßμενε και θα δεßς"! Εßπε ο ΠÝτρος και παρÜγγειλε αμÝσως Ýνα γερü σκαρß, Ýνα ωραßο καúκÜκι με πανß. Σε λßγες μÝρες üλη η οικογÝνεια του βοσκοý και της γοργüνας μπÞκε στο καúκÜκι, αφοý το φüρτωσε με λογÞς λογÞς λιχουδιÝς και νüστιμους μεζÝδες.
Οταν Ýφτασαν στ' ανοιχτÜ, η γυναßκα, που δεν Þταν πιÜ γοργüνα, Üρχισε να τραγουδÜει το λυπητερü σκοπü της ξανÜ και ξανÜ. Δεν πÝρασε και πολλÞ þρα και να! Μαζεýτηκαν γýρω απ' το καßκι üλοι οι συγγενεßς κι οι παλιοß της φßλοι. Ο μπαμπÜς και η μανοýλα της, τ' αδελφÜκια της, τ' ανÞψια κι οι φιλενÜδες της. Μπλοýμ! Η Μελανßα Ýπεσε στο νερü και κολυμποýσε μαζß τους. Φþναξε και τα παιδιÜ και τον Üντρα της κι Ýπεσαν üλοι στο νερü, γνωρßστηκαν μεταξý τους και κολυμποýσαν üλοι μαζß.
Ο παποýς Τρßτωνας αγκÜλιασε τα εγγονÜκια του και τα μÜθαινε κüλπα για να κολυμποýν γρÞγορα και να κÜνουν μακροβοýτια. Η γιαγιÜ η Γοργüνα τους Ýδειχνε τρüπους, να μαζεýουν γρÞγορα πεταλßδες χωρßς μαχαßρι και να τσακþνουν αχινοýς χωρßς να τραυματßζονται απ' τ' αγκÜθια τους. ΜετÜ, κατÝβασαν απ' το καúκÜκι ταψιÜ με τυρüπιτες και σπανακüπιτες, μεζεδÜκια, τυριÜ και σαλατικÜ, γλυκÜ και τοýρτες με μπüλικη σαντιγý και σοκολÜτα, Ýφεραν και οι θαλασσινοß γαριδοσαλÜτες, πßνες, μýδια κι αχινοýς κι Ýκαναν Ýνα αξÝχαστο τσιμποýσι!
Ο Þλιος κüντευε να βασιλÝψει, Üρχισε πιÜ να βραδιÜζει και δεν Ýλεγαν να σταματÞσουν τα γÝλια και τα χαχανητÜ. Τüτε μßλησε ο πατÝρας της Μελανßας, και πρüτεινε να μαζεýονται εκεß κÜθε χρüνο, να γλεντÜνε και να λÝνε τα νÝα τους. Συμφþνησαν üλοι χωρßς δισταγμü, φιλÞθηκαν και αποχαιρετßστηκαν με χαρÜ, περιμÝνοντας το αντÜμωμα της επüμενης χρονιÜς. Ο ΠÝτρος, η Μελανßα και τα πεντÜμορφα παιδÜκια τους ανÝβηκαν στο καúκÜκι κι Ýβαλαν πλþρη για την ακτÞ, ενþ οι θαλασσινοß συγγενεßς τους τους αποχαιρετοýσαν κουνþντας τα χÝρια και τις ψαρßσιες ουρÝς τους!
Οταν γýρισαν στο καλυβÜκι τους, η γυναßκα, χωρßς να στενοχωριÝται καθüλου που δεν Þταν πιÜ γοργüνα, αγκÜλιασε τον Üντρα της πλÝοντας σε πελÜγη ευτυχßας και του Ýδωσε το πιü γλυκü φιλß του κüσμου!
3) Το Σιδεροσκοýληκο
Εχετε διαβÜσει σßγουρα κÜποιες ιστορßες, üπου κÜποια κοπÝλλα Þ νεαρüς φορÜει σιδερÝνια παποýτσια και παßρνει δρüμο και φτÜνει να λυþνει ßσαμε και τρßα ζευγÜρια απ’ αυτÜ. Τþρα, πþς γßνεται να λυþνουν τα σιδερÝνια παποýτσια, εßναι μια Üλλη ιστορßα που θα την ποýμε εδþ πÝρα.
Για üλα φταßει το σιδεροσκοýληκο. Το σιδεροσκοýληκο εßναι Ýνα φοβερü σκουλÞκι τüσο δα μικρü. Μια σταλιÜ κι üμως κÜνει τüσο μεγÜλη ζημιÜ. Χþνεται που λÝτε μÝσα στο σßδερο και το μασÜει αργÜ αργÜ -δε βιÜζεται καθüλου- το σßδερο δε μπορεß ν' αντισταθεß και φεýγει. ΞεκολλÜει φλοýδες φλοýδες, σα να ξεφλουδßζεται δηλαδÞ. Λεπταßνει το πÜχος του, αδυνατßζει και στο τÝλος τρυπÜει και πÜει... λυþνει κανονικÜ.
Μια φορÜ Þταν Ýνας Üρχοντας πλοýσιος και τρομερüς. Εßχε στην κατοχÞ του πολλÜ χτÞματα και δÜση και ολüκληρα βουνÜ. Εßχε μια λßμνη, Ýνα κομμÜτι θÜλασσα και δυü πανÝμορφα ποτÜμια πüτιζαν με το νερü τους τα λιβÜδια του. Οι χωρικοß üμως που ζοýσαν κÜτω απ' τις διαταγÝς του Þταν πολý στενοχωρημÝνοι επειδÞ ο Üρχοντας εßχε μια καρδιÜ πολý σκληρÞ, απü σßδερο Þταν φτιαγμÝνη.
Το μüνο που τον Ýνοιαζε Þταν να κοιτÜζει τους λογαριασμοýς του. Καθüταν απ' το πρωß ως το βρÜδυ και μελετοýσε λογαριασμοýς. Πüσο μεγÜλο Þταν κÜθε χωρÜφι και πüσο καρπü Ýπρεπε να παρÜγει, τßποτ' Üλλο δεν τον ενδιÝφερε. Ζητοýσε απο τους χωρικοýς να παραδßνουν το σωστü καρπü, -σýμφωνα με τους λογαριασμοýς του σωστü βÝβαια- χωρßς να λαβαßνει υπ' üψη του τις καιρικÝς συνθÞκες, το κουρασμÝνο χþμα που δεν Üντεχε απανωτÝς σπορÝς, τις ακρßδες που κατÜ καιροýς Ýπεφταν στο βιüς του. Οποιος δεν Ýφερνε τη "σωστÞ" ποσüτητα καρποý Ýπρεπε να φÜει σαρÜντα βουρδουλιÝς στην κατακαημÝνη του πλÜτη και να κüψει απ' το φαγητü της οικογÝνειÜς του μια μερßδα την ημÝρα.
Οι χωρικοß εßχαν απελπιστεß, πεινοýσαν κι αυτοß και τα παιδιÜ τους, τα ροýχα τους εßχαν γßνει κουρÝλια. Ν' αντισταθοýν στον Üρχοντα δεν υπÞρχε ελπßδα, επειδÞ εßχε Ýνα φοβερü στρατü με στρατιþτες που Þταν εξοπλισμÝνοι σαν αστακοß. Το στρατü του τον πρüσεχε πολý ο Üρχοντας. 'Αστραφταν οι φορεσιÝς απü πÜστρα, καλογυαλισμÝνα κουμπιÜ στις στολÝς και τα ολοκαßνουργια üπλα των στρατιωτþν Þταν τελευταßας τεχνολογßας και καλολαδωμÝνα. ΒÝλη και φαρÝτρες και ασπßδες, üλα εξαιρετικÜ, φερμÝνα απο τη ΒενετιÜ. Οι πανοπλßες απο το ΤολÝδο καθþς και τα σπαθιÜ και τα κοντομÜνικα μαχαßρια.
Που να κουνηθοýν οι χωρικοß... Εβλεπαν τα παιδιÜ τους να ξενητεýονται μüλις πατοýσαν τα δεκÜξι και σιγüκλαιγαν οι μανÜδες κι οι πατερÜδες, που αναγκαστικÜ Ýμεναν πßσω. Εßδε ο Üρχοντας πως Ýφευγε σιγÜ σιγÜ ο λαüς του κι αντß να κÜτσει να σκεφτεß το γιατß, Ýβγαλε μια διαταγÞ να κλεßσουν τα σýνορα. Μüνο θα Ýμπαιναν στη χþρα του, κανεßς δεν επιτρεπüταν να φýγει. Ποιüς üμως νÜ 'ρθει σ' αυτÞ την κακομοιριασμÝνη χþρα; Οπου γυρνοýσε το μÜτι, φτþχεια και δυστυχßα. Μüνο στους στρατþνες και στον πýργο του Üρχοντα υπÞρχε κÜτι που θα μποροýσε να ονομαστεß χαρÜ. Οι κουζßνες μοσχομýριζαν ψητÜ κρÝατα και γλυκÜ και φαγιÜ καλομαγειρεμÝνα. Μüνο εκεß υπÞρχαν üμορφα ροýχα και στολÝς λαμπερÝς. Στους δρüμους και στα χωρÜφια κυκλοφοροýσε μια σκÝτη κουρελαρßα απü πεινασμÝνους ξερακιανοýς ανθρþπους που σερνüντουσαν κυριολεκτικÜ.
Μια μÝρα üμως ξημÝρωσε κι Ýφεξε ο τüπος. Ηρθε μια πεντÜμορφη κοπÝλα, που Þταν κüρη κÜποιου χωρικοý. Ελειπε πολý καιρü, εßχε πÜει σε μια θειÜ της απü τα πÝντε της χρüνια, πεθýμησε üμως μεγαλþνοντας να δει ξανÜ τους δικοýς της κι Ýτσι γýρισε στη χþρα του Üρχοντα. Η μÜνα της εßχε πεθÜνει κι ο πατÝρας της δε χÜρηκε καθüλου που την εßδε επειδÞ σκÝφτηκε το κακü που την περßμενε, τη φτþχεια και την πεßνα. Η κοπÝλα παραξενεýτηκε που ο ßδιος της ο πατεροýλης Ýκλαιγε σφßγγοντÜς τη στην αγκαλιÜ του και τονε ρþτησε:
-"Γιατß πατÝρα μου κλαßς; Δε χαßρεσαι που γýρισα κοντÜ σου";
-"Τι να χαρþ κοροýλα μου; Δε βλÝπεις τι γßνεται 'δþ πÝρα; Μαýρη δυστυχßα μας Ýχει πλακþσει μ' αυτü τον Üρχοντα το σκληρüκαρδο".
-"'Ασε πατÝρα να το σκεφτþ. Εχω μια ιδÝα, να δω πως μπορþ να τη βÜλω σ' εφαρμογÞ".
Ετσι εßπε η κοπÝλα και, αφοý Ýφαγε μια μπουκιÜ φαß, Ýπεσε να ξεκουραστεß, να κοιμηθεß για να σκεφτεß καλýτερα. Ετσι γßνεται συνÞθως. Οταν βÜζουμε μια ιδÝα στο νου μας πρÝπει να την "κοιμηθοýμε". Να κοιμηθοýμε μαζß της δηλαδÞ, για να μπορÝσει να μπει σε τÜξη και το πρωß να ξυπνÞσουμε μ' Ýνα σχÝδιο ολοκληρωμÝνο στο μυαλü μας. Ας ποýμε πως το κÜνουμε με τα μαθÞματÜ μας. ΔιαβÜζουμε το βρÜδυ και κοιμüμαστε νωρßς μ' αυτÜ στο νου και το πρωß ξυπνÜμε με φρÝσκο μυαλü και μ' üλα τα μαθÞματα στη θÝση τους κι εßμαστε στο σχολεßο ξεφτÝρια! Ετσι κι η κοπÝλα. ΚοιμÞθηκε νωρßς και το πρωß ξýπνησε πολý χαροýμενη κι εßπε του πατÝρα της:
-"ΠατÝρα βÜλε μου να πιω λßγο γÜλα και δþσε μου μια γαβÜθα να την πÜω στον Üρχοντα".
-"ΜετÜ χαρÜς κüρη μου".
Εβαλε ο γÝρο-πατÝρας γÜλα να πιεß η κüρη του, γÝμισε και μια γαβÜθα για τον Üρχοντα. Ηπιε η κοπÝλα το γÜλα, ντýθηκε, στολßστηκε, ροδομÜγουλη και γελαστÞ, ξεκßνησε για τον πýργο. Οι στρατιþτες που την Ýβλεπαν τη χαιρετοýσαν κι Üνθιζε η ψυχÞ τους με τ' üμορφο χαμüγελü της κι οýτε που σκÝφτηκε κανεßς τους να τη ρωτÞσει απü που Ýρχεται και που πηγαßνει. ΦτÜνει που περνοýσε ανÜμεσÜ τους και τους δρüσιζε με την παρουσßα της. ΦτÜνει κÜποια στιγμÞ η κοπÝλα στο παραπüρτι του πýργου. Εκεß στεκüταν Ýνας στρατιþτης Üγριος μ' Ýνα σκýλαρο δßπλα του.
-"ΠοιÜ εßσαι και τι ζητÜς στον πýργο του Üρχοντα";
-"Μια κοπÝλα εßμαι και του φÝρνω γÜλα φρÝσκο απο την προβατßνα μου".
-"ΚαλÜ, Üντε πÝρασε"! Της απÜντησε κεραυνοβολημÝνος κι αυτüς απο το γλυκü της χαμüγελο.
Μια και δυο λοιπüν, Üρχισε η κοπÝλα ν' ανεβαßνει τα σκαλιÜ μÝχρι που 'φτασε στη κÜμαρη του πýργου, που καθüταν ο Üρχοντας τριγυρισμÝνος απ' τους λογαριασμοýς του. ΧαρτιÜ και χαρτÜκια Ýνα γýρω κι αυτüς στη μÝση να λογαριÜζει ξανÜ και ξανÜ. Η κοπÝλα χτýπησε την πüρτα. Τακ-τακ-τακ. ΣÞκωσε ο Üρχοντας ξαφνιασμÝνος το κεφÜλι του, την κοßταξε και τη ρþτησε:
-"ΠοιÜ εßσαι και τι θÝλεις εσý εδþ πÝρα";
-"Εßμαι μια κüρη που γýρισα απ' την ξενητειÜ κι Ýφερα φρÝσκο γÜλα να το πιεß η αφεντιÜ σου να συχωρνÜει τη μανοýλα μου την αποθαμÝνη".
-"'Αντε, φÝρτο να το πιþ. Μμμμ καιρü Ýχω να πιþ τüσο νüστιμο γÜλα"! Εßπε ο Üρχοντας κι Üδειασε τη γαβÜθα μονοροýφι.
Του Üρεσε τüσο πολý και το γÜλα μα κι η χαριτωμÝνη, χαμογελαστÞ κοπÝλα, που ζÞτησε να του ξαναφÝρει γÜλα και το επüμενο πρωß. Εφυγε πετþντας η κüρη του χωρικοý και γýρισε στο ταπεινü καλυβÜκι της. Ελουσε τα λαμπερÜ μαλλÜκια της που χρýσιζαν στον Þλιο κι Üρχισε το τραγοýδι. Την Üκουσε ο γερο-πατÝρας γυρßζοντας απ' το χωρÜφι και τη ρþτησε:
-"Τß τραγουδÜς κοροýλα μου; ΤραγουδÜς τη μιζÝρια μας; ΤραγουδÜς τη φτþχεια και την κακομοιριÜ μας";
-"Οχι, πατεροýλη μου. ΤραγουδÜω üλα τα καλÜ του κüσμου που θÜ 'ρθουν στο φτωχικü μας. ΤραγουδÜω üλα τα καλÜ το κüσμου που θÜ 'ρθουν στη χþρα μας, σε üλους τους ανθρþπους, σ' üλες τις οικογÝνειες".
"ΠÜει, τρελλÜθηκε το κοριτσÜκι μου", σκÝφτηκε ο γÝρο-χωρικüς και φοβÞθηκε να της ξαναμιλÞσει. Ετσι εßναι. Αν δοýμε κÜποιον που διαφÝρει κÜπως απü μας, φοβüμαστε. 'Αμα κÜποιος λÝει τα πρÜγματα διαφορετικÜ απü μας, αντß να προσπαθÞσουμε να τον καταλÜβουμε, φοβüμαστε και πÜλι. Ετσι εßμαστε εμεßς οι Üνθρωποι. Απü την Üλλη μεριÜ πÜλι, θÝλουμε να μας καταλαβαßνουν üλοι χωρßς να τους εξηγοýμε τα δικÜ μας λüγια. ΜυστÞρια η ψυχÞ κι ο νους του ανθρþπου. Ετσι εßναι üμως και μονÜχα αν θÝλουμε εμεßς οι ßδιοι μπορεß ν' αλλÜξει κÜποτε αυτü.
Η κοπÝλα δεν εßχε τρελλαθεß. Καθüλου μÜλιστα. Εßχε το σχÝδιü της. Για να φτÜσει απ' τη μακρινÞ χþρα της θειÜς της εßχε λυþσει δυü ζευγÜρια σιδερÝνια παποýτσια. ΣκÝφτηκε λοιπüν να βÜλει Ýνα σιδεροσκοýληκο μÝσα στο γÜλα που Ýπινε ο Üρχοντας, για να λυþσει σιγÜ-σιγÜ το σßδερο που κρατοýσε φυλακισμÝνη την καρδιÜ του. Απλü πρÜγμα και πως δεν τü 'χε σκεφτεß κανεßς μÝχρι τüτε; ΣυνÝχισε να του πηγαßνει μια γαβÜθα γÜλα κÜθε πρωß κι ο Üρχοντας τü 'πινε με μεγÜλη ευχαρßστηση.
ΠÝρασαν Ýνας μÞνας, δυο μÞνες, στους τρεßς μÞνες απÜνω, ο Üρχοντας εßπε ν' αφÞσει για λßγο τους λογαριασμοýς του και να κÜνει μια βüλτα με τ' Üλογο στα χωρÜφια του. Εκεß εßδε χωρικοýς αδýνατους να σÝρνουν με κüπο τα εργαλεßα για να σκÜψουν και να σπεßρουν. Εßδε κουρελιασμÝνα ροýχα και καπÝλα ξεσκισμÝνα. Εßδε χωρÜφια αραιοφυτεμÝνα σαν του σπανοý τα γÝνια. ΞÝρετε πως εßναι του σπανοý τα γÝνια, ε; Μια τρßχα φυτρþνει εδþ κι η Üλλη δυü δÜχτυλα πιο πÝρα. Ετσι και τα χωρÜφια απ' το πολý δοýλεμα. ¸να φυτü εδþ και τ' Üλλο Ýνα μÝτρο πÜρα πÝρα. Ετσι ακριβþς που σας το λÝω. Απüρησε ο Üρχοντας. ΠÞγε κοντÜ σ' Ýνα γεροντÜκο και τονε ρþτησε:
-"Τß συμβαßνει γÝρο μου στα χωρÜφια μου; Και γιατß οι Üνθρωποι εßναι τüσο συφοριασμÝνοι; Επεσε λιμüς και δε μοý 'πατε τßποτα; Γιατß";
-"Τß να σου πω ÜρχοντÜ μου! Δε συμβαßνει κÜτι που να μη το ξÝρεις. Τüσες φορÝς ερχüμαστε στον πýργο σου και σου λÝμε κÜθε φορÜ τι γßνεται κι εσý, χωμÝνος στους λογαριασμοýς σου, οýτε μας δßνεις σημασßα, μüνο üλο ζητÜς και ζητÜς..."
Ο γÝρο-χωρικüς αυτüς, μßλησε Ýτσι θαρρετÜ επειδÞ Þταν πολý γÝρος και δεν εßχε τι να φοβηθεß. Ετσι κι αλλοιþς ο θÜνατος τον περßμενε. ¼που νÜ 'ναι θÜ 'φηνε το μÜταιο τοýτο κüσμο για να πÜει στον Üλλο, χωρßς τη μεσολÜβηση κανενüς, οýτε και του Üρχοντα. Προχþρησε ο Üρχοντας να πÜει παρακÜτω να δει κι Üλλα, να δει τι συμβαßνει στη χþρα του. ΠÞγε προς τα βοσκοτüπια. ΚÜπου εκεß κοντÜ Þταν κι η κοπÝλα που εßχε Ýρθει να ταÀσει τα προβατÜκια της. Μüλις τη βλÝπει ο Üρχοντας πÜει προς το μÝρος της και της λÝει:
-"Τα 'ξερες üλα τοýτα που συμβαßνουν στη χþρα μου; Γιατß δε μοý 'πες τßποτα";
-"Τß να σου πω ÜρχοντÜ μου; Τüσα χρüνια σου λÝνε και σου λÝνε, μα 'συ εßχες το νου σου, στις τιμωρßες και στα üπλα. Εδþ οι Üνθρωποι πεινÜνε, η γη Ýχει αγριÝψει και ζητÜει να ξεκουραστεß λιγÜκι. Δες το και μüνος σου. Μαýρη φτþχεια και δυστυχßα βασιλεýει κι η εξουσßα σου χωρßς γη κι υπηκüους τι θα γßνει; Θα σβÞσει".
Η κοπÝλα μßλησε Ýτσι επειδÞ κατÜλαβε πως το σιδεροσκοýληκο εßχε κÜνει τη δουλειÜ του στην καρδιÜ του Üρχοντα. Αν σ' Ýνα χρüνο τρþει Ýνα ζευγÜρι σιδερÝνια παποýτσια, δε θα φÜει το σßδερο της καρδιÜς πÜνω στο τρßμηνο; Τß λÝτε κι εσεßς, ε; Δε φοβüτανε λοιπüν μη τη τιμωρÞσει ο Üρχοντας και μßλησε κι αυτÞ θαρρετÜ σαν το γÝρο-χωρικü αλλÜ γι Üλλο λüγο. Ο Üρχοντας την Ýβαλε πÜνω στ' Üλογü του και κßνησαν να δοýνε üλα üσα συνÝβαιναν στη χþρα του. Οσο προχωροýσε, τüσο το χαμüγελο Ýσβηνε απ' τα χεßλη του μÝχρι που Ýγινε σκυθρωπüς και φτÜνοντας στον πýργο Ýβαλε τα κλÜμματα στον þμο της κοπÝλας, λÝγοντÜς της:
-"Αχ! Τß ανüητος που Þμουνα! Θα με συχωρÝσεις ποτÝ; ΝτρÝπομαι που το λÝω αλλÜ δεν τολμþ ν' αντικρýσω το πρüσωπü σου, φοβÜμαι να σου ζητÞσω να μου χαμογελÜσεις ξανÜ. ΑναρωτιÝμαι αν υπÜρχει γιατρειÜ για üλο αυτü το κακü..."
-"Και βÝβαια υπÜρχει γιατρειÜ ÜρχοντÜ μου! Μη στενοχωριÝσαι κι üλα θα γßνουν üμορφα, üπως πριν απο χρüνια. ΠÜμε στην κÜμαρÞ σου να σου εξηγÞσω".
ΠÞγαν στην κÜμαρη κι εκεß η κοπÝλα μÜζεψε üλους τους λογαριασμοýς και τους Ýριξε στη φωτιÜ. ΠÞγε μετÜ στη κουζßνα και παρÜγγειλε Ýνα ζεστü ρüφημα για να πιοýνε με τον Üρχοντα. Οταν Þρθε το ρüφημα, πßνοντας γουλιÜ-γουλιÜ του διηγÞθηκε την ιστορßα της γης, που θÝλει που και που να ξεκουρÜζεται, του διηγÞθηκε την ιστορßα του ανθρþπου, που ζητÜει που και που τη χαρÜ για να ζεσταßνει την ψυχοýλα του. Ετσι εßν' ο Üνθρωπος. Μπορεß να ζεß χωρßς ψωμß Üμα βρßσκει λßγη χαρÜ, αλλÜ χωρßς ψωμß και χωρßς χαρÜ η ζωÞ του περνÜει γρÞγορα, φεýγει και δεν ξανÜρχεται. Του διηγÞθηκε την ιστορßα του χαμüγελου που ανθßζει σε χεßλη που δεν Ýχουν μαραθεß απ' τη στÝρηση και τη στενοχþρια κι Üλλες πολλÝς ιστορßες. Ο Üρχοντας απüρησε:
-"Πþς üμως εσý κοπÝλα μου Þσουνα χαμογελαστÞ";
-"Ημουνα χαμογελαστÞ ÜρχοντÜ μου, επειδÞ εßχα χρüνια να δω τον πατÝρα μου και τον εßδα. Ημουνα χαμογελαστÞ γιατß εßχα ενα καλü σκοπü στη ζωÞ μου, να σþσω εσÝνα και τη χþρα μας απü το κακü".
Εκεß πÜνω του διηγÞθηκε και την ιστορßα με το σιδεροσκοýληκο. Ο Üρχοντας Ýβαλε τα γÝλια και στρþθηκε στη δουλειÜ. Φþναξε και του φÝραν Ýνα μεγÜλο κομμÜτι χαρτß, üπου Ýγραψε καινοýργιο νüμο για να εßναι πÜντα η χþρα του ευτυχισμÝνη. Ενα Νüμο για την ξεκοýραση της γης, Ýνα Νüμο για τη χαρÜ των ανθρþπων, Ýνα Νüμο για το στρατü του, να εßναι δηλαδÞ στρατüς που πολεμÜει μüνο τον εχθρü κι üχι τους δικοýς του υπηκüους. Στο τÝλος Ýβαλε την υπογραφÞ του και απü κÜτω Ýγραψε να εßναι η κοπÝλα αυτÞ -που τη λÝγαν Αβρακüμη- η πρþτη συμβουλατüρισσÜ του κι Üμα πεθÜνει, να γßνει κληρονüμος της περιουσßας του.
Η Αβρακüμη δε συμφþνησε με τον τελευταßο üρο και σα συμβουλατüρισσα που Þταν τον Üλλαξε κι Ýβαλε τον Üρχοντα να γρÜψει πως, μετÜ το θÜνατü του, κληρονüμοι θα Þταν üλοι οι κÜτοικοι της χþρας του. Ετσι κι Ýγινε. Οταν πÝθανε ο Üρχοντας γßνηκαν μεγÜλα γλÝντια μετÜ την κηδεßα του. Εμεινε στην ιστορßα της χþρας ως "ο 'Αρχοντας-Καλüκαρδος". Του στÞσαν Ýνα ψηλü Üγαλμα, üπου Þτανε καβÜλα στ' Üλογο και ζÞσαν αυτοß καλÜ κι εμεßς καλýτερα.
4) Το ΜυρμηγκÜκι
Μια φορÜ, σε μια μικρÞ φωλιÜ κÜτω απü τη γη, ζοýσε Ýνα μυρμηγκÜκι. Ηταν πανÝμορφο, με χρυσüξανθο κορμÜκι και φοροýσε παπουτσÜκια στο ßδιο ακριβþς χρþμα. Τα μυρμηγκÜκια φορÜνε μονÜχα παποýτσια, επειδÞ περπατÜνε συνÝχεια για να βροýνε την τροφÞ τους. ΚÜνουν τüσο μακρυνοýς αναγκαστικοýς περιπÜτους κÜθε μÝρα, σα να πηγαßνει Ýνας Üνθρωπος ΑθÞνα-ΠÜτρα και να γυρνÜει κιüλας! Κουραζüταν πολý το καημÝνο το μυρμηγκÜκι, αλλÜ δε γινüταν αλλοιþς. Επρεπε να μαζÝψει αρκετÞ τροφÞ για το χειμþνα, χþρια που λογÜριαζε να παντρευτεß κιüλας. Χρειαζüταν λοιπüν αρκετÞ τροφÞ.
Τα μυρμηγκÜκια ζοýν σε μεγÜλες ομÜδες. Στον τüπο üμως που ζοýσε το δικü μας μυρμηγκÜκι, Þταν το τελευταßο που εßχε απομεßνει μετÜ απü μια μεγÜλη καταστροφÞ. Ετσι, τþρα Þταν το πρþτο που θα ξεκινοýσε μια καινοýργια ομÜδα μυρμηγκιþν. Γι αυτü σκεφτüταν να παντρευτεß μια καλÞ κι üμορφη μυρμηγκßτσα, να γεννÞσουν πολλÜ μικροýτσικα μυρμηγκÜκια και να ζÞσουν üλα μαζß στη φωλßτσα τους κÜτω απü τη γη ευτυχισμÝνα.
Πως και πως περßμενε αυτÞ τη μÝρα το μυρμηγκÜκι μας! Φανταζüταν να ξημερþνει μια üμορφη λιακÜδα και να βγαßνει απο τη φωλιÜ του με τα χßλια μýρια παιδÜκια του και τα εγγονÜκια του, να κÜνει τους αναγκαστικοýς μακρυνοýς περιπÜτους του με παρÝα πλÝον... "Το θÝλω πολý αυτü και σßγουρα θα το πετýχω" σκεφτüταν κι Ýπαιρνε κουρÜγιο να συνÝχιζει τις κουραστικÝς πορεßες.
Μια μÝρα, εκεß που ετοιμαζüταν να βγει απü την τρýπα της φωλιÜς του, εßδε Ýνα μεγÜλο σπüρο να Ýχει πÝσει μÝσα. "Πω-πω" εßπε μÝσα του "τι μεγÜλος σπüρος! Δε θα μποροýσα με τßποτα να τον κουβαλÞσω μονÜχο μου". ΒγÞκε üμως απο τη φωλιÜ κι Üρχισε το περπÜτημα. ΠερπÜτησε πολý εκεßνη την ημÝρα χωρßς αποτÝλσμα. ΞεθεωμÝνο γýρισε το σοýρουπο, Ýχοντας μαζÝψει μονÜχα κÜτι μικρÜ ψιχουλÜκια. "Δεν πειρÜζει, αýριο πÜλι" εßπε κι Ýπεσε να κοιμηθεß.
Το Üλλο πρωú που σηκþθηκε ξημερþματα για να ξανακινÞσει, βρÞκε δυο μεγÜλους σπüρους στη φωλßτσα του. "Μπα! Τυχερü που εßμαι"! σκÝφτηκε κι üπως Þταν κουρασμÝνο, ξÜπλωσε να κοιμηθεß λιγÜκι ακüμα. Θα Ýβγαινε αργüτερα στο σεργιÜνι. Οταν ξýπνησε, βρÞκε κι Üλλους σπüρους, üμορφους και ζουμεροýς. "Εχω μεγÜλη τýχη φαßνεται, θα γßνει γρÞγορα πραγματικüτητα το üνειρü μου" εßπε μÝσα του κι αφÝθηκε στην καλÞ του τýχη üπως πßστευε.
¸ξω απü τη φωλιÜ üμως παραφýλαγε Ýνας μεγαλομπÜμπουρας που δεν Þθελε μυρμÞγκια στη γειτονιÜ του. Ετσι σκÝφτηκε Ýνα πονηρü σχÝδιο για να εξολοθρÝψει και το τελευταßο μυρμηγκÜκι που εßχε απομεßνει. Θα το τÜúζε πολý μÝχρι που να χοντρýνει και να μη μπορεß να βγει απü τη φωλιÜ του. Ετσι, με τα σπüρια που Ýρριχνε κÜθε μÝρα, εßχε βÜλει 'μπρος το καταχθüνιο σχÝδιü του.
Το μυρμηγκÜκι μας Þταν εντελþς απονÞρευτο. Χαιρüταν πολý για τα σπüρια που Ýμπαιναν μüνα τους στη φωλιÜ του -Ýτσι πßστευε τουλÜχιστον- και σιγÜ σιγÜ ξÝμαθε το περπÜτημα. ¸γινε Ýνα τεμπÝλικο μυρμÞγκι, που üλο Ýτρωγε κι üλο ξÜπλωνε. Εßχε παχýνει πολý και το πÜχος Ýκανε και το μυαλουδÜκι του δυσκßνητο. Μια μÝρα üμως εßπε να βγει λßγο να δει τι γßνεται ο Ýξω κüσμος.
Ανεβαßνει προς την τρýπα εξüδου της φωλιÜς κι Ýπαθε πλÜκα, που λÝμε! Δε χωροýσε με τßποτα να περÜσει απο εκεß. Στριμþχτηκε, Ýσπρωξε το χþμα, τßποτα. Φþναξε βοÞθεια, αλλÜ δεν υπÞρχε ψυχÞ να το ακοýσει, μονÜχα ο μεγαλομπÜμπουρας το Üκουγε κι Ýτριβε την κοιλιÜ του απο ευχαρßστηση.
-"Χαχαχα, Þρθε το τÝλος σου μυρμηγκÜκι"! φþναξε με την τσιριχτÞ φωνÞ του.
Το μυρμηγκÜκι τüτε ακριβþς κατÜλαβε το παιχνßδι εξüντωσης, που του Ýπαιξε ο μεγαλομπÜμπουρας. Δεν απÜντησε, οýτε εßπε τßποτα, μονÜχα κατÜφερε να ξεσφηνþσει το κορμÜκι του και να κατÝβει πÜλι στη φωλιÜ του. ΣκÝφτηκε πολý σοβαρÜ πως τα εýκολα αποκτÞματα, αυτÜ που λαβαßνεις απο Üλλους χωρßς κüπο, ωφελοýν εκεßνους που στα δßνουν και πως το πιθανþτερο εßναι να σε βλÜψουν. Με τη σκÝψη αυτÞ δεν παραιτÞθηκε απü την προσπÜθεια να πετýχει το σκοπü του. ΑποφÜσισε να μη τρþει τßποτα σχεδüν για λßγες μÝρες. Να του δεßξει του παλιομπÜμπουρα!
Ετσι Ýκανε και κατÜφερε να βγει απο τη φωλιÜ του, να ξανακÜνει τους αναγκαστικοýς μακρυνοýς περιπÜτους αναζητþντας τροφÞ. Σε Ýνα περßπατο απ' αυτοýς γνþρισε τη μυρμηγκßτσα των ονεßρων του. Τον αγÜπησε κι εκεßνη πολý, πÞγαν μαζß στη μυρμηγκοφωλßτσα, Ýκαναν Ýνα σωρü μυρμηγκοπαιδÜκια κι Ýζησαν ευτυχισμÝνοι ως τα βαθειÜ τους γερÜματα, μÝχρι που εßδαν και τρισÝγγονα!
Ο γερομυρμηγκοπαποýλης δεν ξεχνοýσε να διηγηθεß το νεανικü του πÜθημα, σε κÜθε μυρμηγκÜκι που ξετσοýμιζε κι Ýκανε τον Ýξυπνο στα Üλλα, παρασυρμÝνο απο την ορμÞ της ηλικßας του. Ολα μα üλα τα μυρμηγκÜκια Ýμαθαν αυτÞ την ιστορßα και ποτÝ κανÝνα δεν Ýπαθε το ßδιο με το μυρμηγκοπαποýλη του. Επαθαν Üλλα, μα αυτü εßν' Üλλο παραμýθι...
"ΕμπνευσμÝνο
απü μιÜν ατÜκα (Παραμýθια Þ σχÝδια για σενÜρια Þ θεατρικÜ)
του φßλου Criskkk..."
5) Η Σκονßτσα
Σ' Ýνα σκοτεινü υπüγειο ζοýσε η μικρÞ Σκονßτσα με τη μαμÜ της, το μπαμπÜ της, τον παπποý, τη γιαγιÜ, τους θεßους και τις θεßες και πολλÜ πολλÜ ξαδελφÜκια. Ζοýσαν üλοι μαζß ξαπλωμÝνοι πÜνω σε χαρτοκοýτια, σε παλιÜ βιβλßα, σε μπüγους απο ροýχα παλιÜ και σε ξεχαρβαλωμÝνα Ýπιπλα.
Πολý ψηλÜ, πÜνω στον Þλιο, ζοýσε μια μικροýλα παραπονεμÝνη ηλιαχτßδα. 'Ενοιωθε τüσο μüνη, που üλη μÝρα παρακαλοýσε τον πατÝρα της τον Þλιο, να της βρεß συντροφιÜ. Ο Þλιος της Ýλεγε πως üταν Ýρθει η þρα και μεγαλþσει θα τη στεßλει στη γη, üπου σßγουρα θα την περßμεναν του κüσμου οι εκπλÞξεις!
Οταν Þρθε εκεßνη η þρα -ντÜλα μεσημÝρι καλοκαιριοý Þταν- Ýστειλε ο Þλιος την κοροýλα του στη γη, σε μια χαραμÜδα μιας πüρτας, να βρει την τýχη της. Δυσκολεýτηκε λιγÜκι η λαμπερÞ μικροýλα ηλιαχτßδα, αλλÜ τελικÜ πÝρασε απ' τη χαραμÜδα και βρÝθηκε μÝσα σ' Ýνα θεοσκüτεινο χþρο γεμÜτο παλιοπρÜγματα. "Αχ", σκÝφτηκε, "τι θα κÜνω εδþ μÝσα; Τι καλÜ που Þμουνα με τον πατÝρα μου τον κυρ-Ηλιο και τις αδελφοýλες μου τις λαμπρÝς ηλιαχτßδες..."
Η Σκονßτσα δε θÜ 'ξερε κÜν πως υπÜρχει, αν δεν Ýμπαινε μια μÝρα μÝσα στο σκοτεινü υπüγειο, η μικροýλα λαμπερÞ ηλιαχτßδα μÝσ' απ' τη χαραμÜδα της πüρτας. ΧÜρη σ' αυτÞ τη μικρÞ χαραμÜδα Ýφεξε ο χþρος, με τη λεπτÞ λουρßδα απü φως που μπÞκε ορμητικÜ, δßνοντας ζωÞ σ' αυτÞν και στην οικογÝνειÜ της.
Μüλις μπÞκε η ηλιαχτßδα üλες οι σκüνες -κι η μικρÞ Σκονßτσα μαζß τους βÝβαια- σηκþθηκαν κι Üρχισαν Ýνα τρελλü χορü πÜνω της! ΧÜρηκε τüσο πολý η ηλιαχτßδα που δεν Þταν πια μüνη της! Αρχισε να παßζει κι αυτÞ με τη Σκονßτσα και την παρÝα της κι Ýμοιαζαν -ηλιαχτßδα και σκüνες- σαν Ýνα βαγüνι τρÝνου γεμÜτο χαροýμενους επιβÜτες. ΠÞδαγε η μικροýλα λαμπερÞ ηλιαχτßδα απο τοßχο σε τοßχο, κι απ' το πÜτωμα αντανακλοýσε στο ταβÜνι, γεμÜτη χαρÜ που εßχε δþσει ζωÞ στους φßλους της! Περνοýσε μÝσ' απü κουρελιασμÝνες κουρτßνες, Üγγιζε τα σκωροφαγωμÝνα Ýπιπλα, χÜúδευε τα κατασκονισμÝνα βιβλßα...
Η Σκονßτσα κι üλες μαζß οι σκονßτσες του υπογεßου χüρευαν μαζß της Ýνα τρελλü χορü που τελειωμü δεν εßχε! Κüντευε να βραδυÜσει üμως κι η λαμπερÞ ηλιαχτßδα Ýπρεπε να γυρßσει στο σπιτÜκι της, κοντÜ στον πατÝρα της, τον ¹λιο. Ολο και μßκραινε λοιπüν σιγÜ-σιγÜ πλησιÜζοντας προς τη χαραμÜδα απ' üπου εßχε μπει. Η Σκονßτσα κατÜλαβε πως πÜλι θÜ 'μενε μοναχοýλα της στο σκοτÜδι, πως ο χορüς θÜ 'πρεπε να πÜρει τÝλος...
-"Μη φεýγεις καλÞ μου φßλη"! Φþναξε στην ηλιαχτßδα.
-"Θα 'ρθω αýριο πÜλι να παßξουμε, αν δεν Ýχει συννεφιÜ"! ΑπÜντησε η ηλιαχτßδα.
ΠÝρασε πολýς καιρüς κι η üμορφη φιλßα της Σκονßτσας με την ηλιαχτßδα, Üνθιζε κÜθε μÝρα και περισσüτερο. ΠÝρασε üμως το καλοκαßρι κι Þρθε ο χειμþνας με πολλÞ συννεφιÜ και κρýο. Οι μÝρες μßκρυναν και σκοτεßνιαζαν νωρßς, ακüμα κι üταν δεν Þταν συννεφιασμÝνες. Ολο και λιγþτερο Ýβλεπαν οι δυο φιλενÜδες η μιÜ την Üλλη, þσπου μιÜ μÝρα η ηλιαχτßδα δεν κατÝβηκε καθüλου στη γη. Ο κυρ-Ηλιος δεν Üφησε τη μικρÞ κοροýλα του να διακινδυνÝψει μια βüλτα στη χειμωνιÜτικη ατμüσφαιρα.
Η Σκονßτσα Þταν απαρηγüρητη. ΞÜπλωσε ξανÜ σ' Ýνα παλιü μπαοýλο κι Üρχισε να κλαßει. Την πλησßασε τüτε η γιαγιÜ της, μια γÝρικη, παχιÜ σκüνη και της εßπε λüγια που την Ýκαναν να χαμογελÜει, üταν θυμüταν τις üμορφες μÝρες που εßχε ζÞσει, χορεýοντας πÜνω στη μικρÞ ηλιαχτßδα παρÝα με τους συγγενεßς της. Θυμüταν... ναι, θυμüταν... κι Þταν πολý ευτυχισμÝνη, επειδÞ τþρα γνþριζε πως δεν Þταν μια τυχαßα σκονßτσα. ¹ξερε τι Þταν, Þξερε ποιÜ Þταν, χÜρη στη φßλη της. Τη λαμπερÞ μικροýλα ηλιαχτßδα!
Μια ανοιξιÜτικη μÝρα, üταν η ηλιαχτßδα ετοιμαζüταν να ξανακατÝβει στη γη, μερικοß εργÜτες Üνοιξαν την πüρτα του υπογεßου. ΚαθÜρισαν καλÜ το χþρο, Ýρριξαν μπüλικο νερü κι Ýδιωξαν üλες τις σκüνες. Η Σκονßτσα παρασýρθηκε μαζß με Üλλες σκüνες, διαφüρων ηλικιþν και μεγεθþν, προς Ýνα μικρü ρυÜκι. Κολυμποýσε θÝλοντας και μη, προσπαθþντας να κρατηθεß απü κÜπου, να μη χαθεß. ¸χασε τους γονεßς, τ' αδερφÜκια, τα ξαδερφÜκια, τη γιαγιÜ, τον παποý κι üλους μα üλους τους συγγενεßς της. Εκεß που πßστευε πως μÜταια πÜλευε να σταθεß στην επιφÜνεια του ρυακιοý, Ýνα κλαρÜκι βρÝθηκε μπροστÜ της λÝγοντας:
-"Ελα, σκαρφÜλωσε πÜνω μου μικρÞ Σκονßτσα"!
-"Αχ! ΝÜ 'σαι καλÜ μικρü μου κλαρÜκι! Ευχαριστþ που με δÝχεσαι να σταθþ πÜνω σου". Και μ' Ýνα πÞδο βρÝθηκε πÜνω στο κλαρÜκι να ταξιδεýει προς το Üγνωστο. Ταξßδευαν μÝρες πολλÝς το κλαρÜκι με τη Σκονßτσα, þσπου Þρθε το καλοκαßρι και το ρυÜκι στÝρεψε. ΞερÜθηκε εντελþς. Εκεß βρÞκε η μικροýλα ηλιαχτßδα τη φιλενÜδα της και ξανÜρχισαν τα παιχνßδια κÜτω απ' τα φυλλþματα των δÝντρων.
'Αρχισαν να διηγοýνται πως πÝρασαν το χειμþνα, να λÝνε τις περιπÝτειες και τα βÜσανÜ τους. Το κλαρÜκι Ýγινε, μαζß με τη Σκονßτσα, ο καλýτερος φßλος της μικροýλας ηλιαχτßδας. 'Απλωσε το κορμÜκι του, μÝχρι που η μικροýλα ηλιαχτßδα το ζÝστανε και το στÝγνωσε εντελþς. ΠÝρασαν οι τρεις τους üμορφες καλοκαιρινÝς μÝρες, γεμÜτες χαρÜ και διασκÝδαση.
Ο χειμþνας δεν Üργησε να ξανÜρθει φÝρνοντας κρýο και βροχÝς, σýννεφα και σκοτεινιÜ. Η μικροýλα ηλιαχτßδα γýρισε στο ουρÜνιο σπιτÜκι της κι η Σκονßτσα Ýμεινε στη γη να περιμÝνει τι θα της συμβεß, κοντÜ στο κλαρÜκι, το φßλο της. Δεν περßμενε και πολý γιατß μια μÝρα Þρθε Ýνα παιδÜκι και μÜζεψε το κλαρÜκι για προσÜναμμα στο τζÜκι. Ετρεξε χαροýμενο στη μαμÜ του λÝγοντας:
-"Κοßτα μαμÜ τι üμορφο κλαρÜκι! Εßναι κατÜξερο, üτι πρÝπει για προσÜναμμα"!
Το βρÜδυ της ßδιας μÝρας Üναψε το τζÜκι του φτωχικοý, με τη βοÞθεια του μικροý κλαριοý. Η Σκονßτσα τüτε ανÝβηκε απ' την καμινÜδα μαζß με το κλαρÜκι, που Ýγινε καπνüς, πολý χαροýμενη που θα συναντοýσε την καλÞ της φßλη, τη μικροýλα ηλιαχτßδα εκεß ψηλÜ στον ουρανü...
(Τα παραμýθια που διαβÜζετε εßναι κατοχυρωμÝνα για την πνευματικÞ ιδιοκτησßα στο αρμüδιο τμÞμα της ΕθνικÞς ΒιβλιοθÞκης.)