Βιογραφικό
Γεννήθηκε στις 13 Γενάρη 1859 στη Πάτρα. Σε ηλικία 8 ετών ορφάνεψε κι από τους δυο γονείς κι αναγκάστηκε να μεταβεί στη πόλη του πατέρα του, το Μεσολόγγι, σ' ένα σπίτι που το θεώρησε κρύο και πένθιμο. Τούτο σε συνδυασμό και με τ' άλλα του ψυχικά συνήθεια, τονε κάμανε τύπο κλειστό κι αυτοσυγκεντρωμένο, που εύρισκε παρηγοριά μόνο γράφοντας στίχους, από ηλικία μάλιστα των 9 ετών και με καλή πρώιμη επίδοση.
Στο Μεσολόγγι τελείωσε το γυμνάσιο και το 1875 κατέβηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική. Όμως η αγάπη του για τη ποίηση και το διάβασμα, δεν τον άφησαν να τελειώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε στα περιοδικά της εποχής: "ΡΑΜΠΑΓΑΣ", "ΑΣΜΟΔΑΙΟΣ", "ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ" & "ΑΣΤΥ". Επίσης χρημάτισε συντάκτης στις εφημερίδες: "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ", "ΕΦΗΜΕΡΙΣ", "ΕΜΠΡΟΣ" κι από το 1886 άρχισε να εκδίδει τους στίχους του σε βιβλία.
Στις 27 Δεκέμβρη 1887, ύστερα από κρυφόν έρωτα κι αρραβώνα που διάρκεσε 8 χρόνια, παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη κι απέκτησαν μαζί 3 παιδιά: τον Λέανδρο, τη Ναυσικά και τον 'Αλκη. Στις 15 Οκτωβρίου 1897 διορίζεται από τον τότε υπουργό παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, ως γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου. Τιμητικός διορισμός και παινέθηκε από όλες τις εφημερίδες και τα τότε λογοτεχνικά περιοδικά. (Επί 30 όμως συναπτά έτη -ως τον Μάρτη του 1928- εργάστηκε σκληρά κι αδιάκοπα). Την επόμενη χρονιά, τον Φλεβάρη, χάνει τον 4χρονο γιο του 'Αλκη και βυθίζεται στο πένθος, το οποίον εκφράζει με το έργο του "Ο Τάφος".
Στην αρχή του έγγαμου βίου του κατοίκησε στην οδό Νεοφύτου Βάμβα, μα ύστερα μετακόμισε στο σπίτι της οδού Ασκληπειού 3, όπου επί σειράν ετών δεχότανε στο σαλόνι του όλη την αφρόκρεμα των φιλολογικών κύκλων και τα τελευταία μόνο χρόνια έμεινε στην οδο Περιάνδρου 5, όπου και πέθανε, μη μπορώντας να αντέξει Κατοχή και τον μόλις πριν λίγες μέρες χαμό της αγαπημένης του συντρόφου. Εκείνη πεθάνε στις 9 Φλεβάρη 1843 κι εκείνος την ακολούθησε στις 27 του ίδιου μήνα, 18 μέρες αργότερα. Μια πρωτοφανής λαοθάλασσα συνόδεψε τη σορό στο Α' Νεκροταφείο. Προτομή του έχει στηθεί στη πλατεία Φιλοθέης κι άλλη μια στο Μεσολόγγι.
---------------------------------------------------------------------
Ο Τάφος
'Αφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ' ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια,
πάρτε απ' τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια.
Μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
να του φανείς αχάϊδευτο
και σε παραπετάξει!
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ' το χέρι του
τίποτε να μη πάρεις.
Κι αν διψάσεις μη το πιεις
απο τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μη το πιεις κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις,
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μη χάσεις
κι όπως είσ' ανάλαφρο,
μικρό σα χελιδόνι
κι άρματα δε σου βροντάν
παληκαριού στη ζώνη,
κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το Σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά-κρυφά
και πέταξ' εδώ πάνω
και στο σπίτι τ' άραχνο,
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίν' αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας!
Ο Γκρεμιστής
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!