Βιογραφικü
Ο ΚαβÜφης εßναι απ' τους κορυφαßους -αν üχι ο κορυφαßος- ¸λληνες και ξÝνους ποιητÝς, Γνþριζε πολý καλÜ τα σýγχρονα λογοτεχνικÜ ρεýματα, üπως ο παρνασσισμüς κι ο συμβολισμüς, μα δεν φαßνεται ν' ακολοýθησε συστηματικÜ κÜποιο. Βαθμιαßα κινÞθηκε στα πλαßσια του ρεαλισμοý. Γýρω στα 1900 περßπου εßχε Þδη διαμορφþσει το δικü του ýφος. Η αφÞγησÞ του Ýχει το χαρακτÞρα ντοκουμÝντου, ενþ τα αισθÞματα απομüνωσης, φθορÜς και παρακμÞς κυριαρχοýνε στα ποιÞματÜ του. Στο αδιÝξοδο που κυριαρχεß στον εξωτερικü κüσμο, το μüνο που απομÝνει εßναι η αξιοπρÝπεια του ατüμου. Κι αυτÞ εßναι η απÜντηση που δεßχνουν να δßνουνε τα περισσüτερα απ' αυτÜ. Τα ποιητικÜ κεßμενÜ του πλησιÜζουνε τον πεζü λüγο. Αυτü το πετυχαßνει με τη λιτüτητα στην Ýκφραση, τα λιγοστÜ επßθετα, τον ελεýθερο στßχο με τον Üνισο αριθμü συλλαβþν. Η γλþσσα ιδιüτυπη περιÝχουσα πολλÜ στοιχεßα απ' τη καθαρεýουσα κι απ' τη δημοτικÞ, ενþ εßναι διανθισμÝνη με πολλοýς ιδιωματισμοýς απü ΑλεξÜνδρεια και Πüλη. Εßναι γνωστüς επßσης για την ειρωνεßα του, μοναδικüς συνδυασμüς λεκτικÞς και δραματικÞς ειρωνεßας. ΣÞμερα η ποßησÞ του üχι μüνον Ýχει επικρατÞσει στην ΕλλÜδα, αλλÜ και κατÝλαβε εξÝχουσα θÝση στην üλη ευρωπαúκÞ ποßηση, ýστερα απ' τις μεταφρÜσεις των ποιημÜτων του αρχικÜ στα γαλλικÜ, αγγλικÜ, γερμανικÜ και κατüπιν σε πολλÝς Üλλες γλþσσες.
Ο Κωνσταντßνος ΠÝτρου ΦωτιÜδης ΚαβÜφης γεννÞθηκε 29 Απρßλη 1863 στην ΑλεξÜνδρεια, üπου οι γονεßς του εγκαταστÜθηκαν εγκαταλεßποντας τη Πüλη το 1850. ¹ταν το 9ο παιδß του ΠÝτρου-ΙωÜννη ΚαβÜφη (1814-1870), μεγαλÝμπορου βαμβακιοý και της Χαρßκλειας ΦωτιÜδη (1835-1899), που ανÞκε σε παλιÜ φαναριþτικη οικογÝνεια μεγαλεμπüρων και κοινοτικþν επιτρüπων της Πüλης, με καταγωγÞ απü το ΦανÜρι. Ο πατÝρας του εßχε ζÞσει στην Αγγλßα κι Þτανε κÜτοχος βρεττανικοý διαβατηρßου. Πλοýσια οικογÝνεια στην αρχÞ, με εμπορικÜ υποπρακτορεßα στα αξιολογüτερα κÝντρα της Ευρþπης, μα ξÝπεσαν μετÜ το θÜνατο του πατÝρα το 1870. Τα παιδικÜ του χρüνια τα πÝρασε στη γενÝτειρÜ του, στην αριστοκρατικÞ οδü Σερßφ, μÝσα σε πλοýσιο περιβÜλλον με ΓÜλλο παιδαγωγü κι Αγγλßδα τροφü. Η οικογÝνεια νοßκιαζε μεγÜλη οικßα που ανÞκε στον ΣτÝφανο Ζιζßνια, ενþ το 1860 μετακüμισε στην οδü Σερßφ ΠασÜ. Το βιοτικü επßπεδο της οικογÝνειας Þτανε πολý υψηλüτερο σε σχÝση μ' αυτü των ΕλλÞνων της εποχÞς. Το 1869, ο ΠÝτρος ΚαβÜφης παρασημοφορÞθηκε με το ΜετζιδιÝ 4ης ΤÜξης για τη συμβολÞ στην ανÜπτυξη του εμπορßου και της βιομηχανßας, ενþ απεβßωσε στις 10 Αυγοýστου 1870, σε ηλικßα 56 ετþν. Στην ΑλεξÜνδρεια, διδÜχτηκε αγγλικÜ, γαλλικÜ κι ελληνικÜ με οικοδιδÜσκαλο και συμπλÞρωσε τη μüρφωσÞ του για 1-2 Ýτη στο Ελληνικü ΕκπαιδευτÞριο ΑλεξÜνδρειας.
Με το θÜνατο του πατÝρα αρχßζει η παρακμÞ της οικογÝνειας κι τη σταδιακÞ διÜλυση της επιχεßρησης ΚαβÜφης & Σßα, η οικογÝνεια εγκαταστÜθηκε το 1872 στο Λßβερπουλ και το 1874 στο Λονδßνο. Πριν εγκαταλεßψουν την Αßγυπτο μεταφÝρουν τη κινητÞ περιουσßα τους σε διαμÝρισμα της οδοý Ραμλßου με προσιτüτερο ενοßκιο. Το 1877 γßνεται η οριστικÞ εκκαθÜριση της εταιρεßας. Στη διαμονÞ του εκεß, δεν εßναι γνωστü αν φοßτησε σε κÜποιο σχολεßο Þ αν Ýλαβε τη μüρφωσÞ του με ιδιαßτερα μαθÞματα. Στα 6 Ýτη της διαμονÞς του στην Αγγλßα ο νεαρüς θα μÜθει σε βÜθος την ΑγγλικÞ γλþσσα και θα καλλιεργÞσει την Ýμφυτη ροπÞ του προς τα ΓρÜμματα. Το 1878 η οικογÝνειÜ του αντιμετωπßζει εκ νÝου οικονομικÜ προβλÞματα, εξαιτßας της Κρßσης του 1873 κι επιστρÝφει στην ΑλεξÜνδρεια. Ο 15ετÞς Κωνσταντßνος μελετÜ κατ’ οßκον και το 1881 συνεχßζει τις σπουδÝς του στο εμπορικü λýκειο Ο ΕρμÞς, που ιδρýεται εκεßνη τη χρονιÜ απü τον Κωνσταντßνο ΠαπαζÞ. Τον επüμενο χρüνο, η οικογÝνειÜ του θα μετακομßσει εκ νÝου, αυτÞ τη φορÜ στη Πüλη, εξαιτßας των εθνικιστικþν ταραχþν στην Αßγυπτο, που καθιστÜ επισφαλÞ τη θÝση των Ευρωπαßων. Ο αγγλικüς στüλος βομβαρδßζει την ΑλεξÜνδρεια κι η οικßα ΚαβÜφη γßνεται παρανÜλωμα του πυρüς. Η οικογÝνειÜ του θα φιλοξενηθεß επß 3ετßα απü τον παπποý του ΓεωργÜκη ΦωτιÜδη. Τη περßοδο της παραμονÞς του εκεß εκδηλþνονται οι πρþτες συστηματικÝς προσπÜθειÝς του στη ποßηση κι εκδηλþθηκε 1η φορÜ σýμφωνα με μαρτυρßες η ομοφυλοφιλικÞ τÜση του. Η ατμüσφαιρα και το τοπßο της φαßνεται να τον εμπνÝουνε κι αυτü διαπιστþνεται στα ποιÞματÜ του Ο ΒεúζαδÝς προς την ερωμÝνη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχþρι (1885) και το πρþτο του πεζü Μια νυξ στο ΚαλντÝρι (1884), ενþ ενημερωνüτανε για τις εξελßξεις στην ΑλεξÜνδρεια μÝσω των εκεß φßλων του ΜικÝ ΡÜλλη και ΣτÝφανου Σκυλßτση. ΠÜντως, το πρþτο κεßμενο που σþζεται στο αρχεßο του γρÜφτηκε το 1882. Πρüκειται για Ýνα ημερολüγιο σε αγγλικÞ γλþσσα, με τον τßτλο Constantipoliad-En Epic (ΚωνσταντινοπουλιÜς -¸να Ýπος), που περιγρÜφονται οι προετοιμασßες για την αναχþρηση της οικογÝνειας απ' την ΑλεξÜνδρεια, το πολεμικü κλßμα των ημερþν εκεßνων και το ταξßδι ως τη Κωνσταντινοýπολη.
Τον Οκτþβρη του 1885 επιστρÝφει στην ΑλεξÜνδρεια, μαζß με τη μητÝρα του και τα 2 αδÝλφια του, ΑλÝξανδρο και Παýλο, αφοý πÞραν αποζημßωση για τις καταστροφÝς του 1882. Μßα απü τις πρþτες αποφÜσεις του εßναι ν' αποκτÞσει ελληνικÞ υπηκοüτητα. Το 1886 κατεßχε δημοσιογραφικÞ ταυτüτητα απ' το περιοδικü ΤηλÝγραφος και ξεκßνησε συνεργασßα με το λογοτεχνικü περιοδικü ¸σπερος και την εφημερßδα Ομüνοια, üπου δημοσßευσε ποιÞματα και πεζÜ. 5 Ýτη μετÜ πÝθανε ο αδερφüς του ΠÝτρος-ΙωÜννης κι ο θεßος του Γεþργιος ΚαβÜφης. ΣυνÝχισε να δημοσιεýει κεßμενÜ του σε εφημερßδες και περιοδικÜ της ΑλεξÜνδρειας και της Λειψßας και το ΣεπτÝμβρη του ßδιου χρüνου Ýστειλε το ποßημα Κτßσται στο Αττικüν Ημερολüγιον. Αρχßζει να εργÜζεται ως δημοσιογρÜφος και στη συνÝχεια ως μεσßτης στο ΧρηματιστÞριο ΒÜμβακος. Το 1889 προσλαμβÜνεται αρχικÜ ως Üμισθος γραμματÝας στην Υπηρεσßα Αρδεýσεων κι απü το 1892 ως Ýμμισθος υπÜλληλος, θÝση που θα παραμεßνει ως το 1922, φθÜνοντας στον βαθμü του υποτμηματÜρχη. Το 1891 θεωρεßται σημαντικÞ χρονιÜ του. Εκδßδει το 1ο αξιüλογο ποßημÜ του Κτßσται και δημοσιεýει μερικÜ απ' τα σπουδαιüτερα πεζÜ κεßμενÜ του, Ολßγα περß στιχουργßας, Ο ΣακεσπÞρος περß της ζωÞς, Ο καθηγητÞς ΒλÜκη περß της νεοελληνικÞς και 2 κεßμενα για τα Ελγßνεια και ξεκßνησε τη συγγραφÞ ενüς ιστορικοý λεξικοý που το διÝκοψε στο λÞμμα ΑλÝξανδρος.
Απü το 1893 ως το τÝλος του αιþνα γρÜφει μερικÜ απü τα σημαντικüτερα ποιÞματÜ του, üπως τα: ΚεριÜ (1893), Τεßχη (1896), ΠεριμÝνοντας τους ΒαρβÜρους (1899). Το 1896 συνεργÜζεται με την εφημερßδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογρÜφος και συγγραφÝας Γεþργιος Τσοκüπουλος τον χαρακτηρßζει ΣκεπτικιστÞ, φιλοσοφικü, μελαγχολικü, με ειρωνικÞ πικρßα. Τον επüμενο χρüνο επισκÝπτεται το Παρßσι και το Λονδßνο. Το 1899 φεýγει απü τη ζωÞ η μητÝρα του Χαρßκλεια, που την υπεραγαποýσε. Εßχανε προηγηθεß οι θÜνατοι του παιδικοý του φßλου ΜικÝ ΡÜλλη (1889), του αδελφοý του ΠÝτρου-ΙωÜννη (1891) και του παπποý του ΓεωργÜκη ΦωτιÜδη (1896). To 1902 ταξιδεýει 1η φορÜ στην ΕλλÜδα και συγκεκριμÝνα την ΑθÞνα, üπου γνωρßζεται με τους ομοτÝχνους του, Κßμωνα Μιχαηλßδη, Γρηγüριο Ξενüπουλο κι ΙωÜννη ΠολÝμη. Σε μια επιστολÞ του αναφÝρει üτι στην ΑθÞνα αισθανüταν, üπως Ýνας πιστüς που πηγαßνει προσκυνητÞς στη ΜÝκκα. Τον επüμενο χρüνο επισκÝπτεται πÜλι την ΑθÞνα, ενþ στις 30 ΝοÝμβρη της ßδιας χρονιÜς ο Ξενüπουλος γρÜφει στο περιοδικü ΠαναθÞναια το ιστορικü Üρθρο ¸νας ΠοιητÞς, που αποτελεß τη 1η εγκωμιαστικÞ παρουσßαση του καβαφικοý Ýργου στο ελλαδικü κοινü. Το 1904 θα γρÜψει Ýνα απü τα σπουδαιüτερα ποιÞματÜ του, το ΠεριμÝνοντας τους ΒαρβÜρους. Το 1905 επισκÝπτεται για 3η φορÜ την ΑθÞνα για τη κηδεßα του αδελφοý του ΑλÝξανδρου.
ΔεκÝμβρη του 1907 εγκαθßσταται στο σπßτι της οδοý ΛÝψιους 10, ξεκßνησε να ζει ως μποÝμ και μπÞκε στο λογοτεχνικü κýκλο της ΝÝας ΖωÞς μετÜ απü γνωριμßα του με τον ποιητÞ Παýλο Πετρßδη.και θα περÜσει το υπüλοιπο της ζωÞς του, δημιουργþντας το σημαντικüτερο τμÞμα του Ýργου του. Η φÞμη του διαρκþς εξαπλþνεται και στο διαμÝρισμÜ του τον επισκÝπτονται προσωπικüτητες της λογοτεχνßας απ' την ΕλλÜδα και το εξωτερικü, üπως ο φουτουριστÞς ΤομÜσο ΜαρινÝτι, ο ΑντρÝ Μαλρþ, η Μαρßκα Κοτοποýλη, ο Νßκος ΚαζαντζÜκης, ο Κþστας ΟυρÜνης κι η Μυρτιþτισσσα. Το 1910 χρονολογεßται η Ýκδοση του 2ου τεýχους συλλογÞς ποιημÜτων του. Το 1912 ξεκßνησαν τα επικριτικÜ σχüλια για τη ποßησÞ του απü αθηναúκοýς κι αλεξανδρινοýς κýκλους. Ο ΚαβÜφης ετοßμαζε τüτε τη 1η συλλογÞ ποιημÜτων του σε μονüφυλλα, που συνεχßστηκε τα Ýτη: 1917 η 2η, 1918 η 3η, 1920 η 4η κι η 5η, 1924 η 6η κι η 7η, 1929 η 8η κι η 9η και τÝλος 1930 η 10η. Το 1911 θα γρÜψει το περßφημο ποßημÜ του ΙθÜκη. Το 1914 γνωρßζεται με τον σπουδαßο ¢γγλο μυθιστοριογρÜφο ¸ντουαρντ Μüργκαν Φüρστερ και συνδÝεται μαζß του με φιλßα. 5 Ýτη μετÜ, ο Φüρστερ θα συστÞσει τον ΚαβÜφη στο αγγλικü κοινü. Το 1917 γνωρßζεται με τον ΑλÝκο Σεγκüπουλο, κατ’ Üλλους νüθο γιο του, κατ’ Üλλους ερωτικü του σýντροφο, πÜντως μετÝπειτα γενικü κληρονüμο του. Τον Απρßλη του 1922 παραιτεßται απü την Υπηρεσßα Αρδεýσεων για να αφοσιωθεß στο ποιητικü του Ýργο. "ΕπιτÝλους απελευθερþθηκα απü αυτü το μισητü πρÜγμα", γρÜφει κÜπου. Τον επüμενο χρüνο πεθαßνει ο τελευταßος εν ζωÞ αδελφüς του, ο Τζον ΚαβÜφης, που υπÞρξε ο πρþτος θαυμαστÞς και μεταφραστÞς του Ýργου του.
Το 1926 η κυβÝρνηση του δικτÜτορα ΠÜγκαλου του απονÝμει το ΠαρÜσημο Φοßνικος, διÜκριση που ο ποιητÞς αποδÝχεται, υποστηρßζοντας üτι "το παρÜσημο μοý το απÝνειμε η ΕλληνικÞ Πολιτεßα, γι’ αυτü και το κρατþ" κι εξÝδωσε το περιοδικü ΑλεξανδρινÞ ΤÝχνη. Το 1930 αρχßζει να υποφÝρει απü τον λÜρυγγÜ του, oι γιατροß διαπιστþνουν καρκßνο. Δε μπορεß να μιλÞσει και το 1932 υποβÜλλεται σε τραχειοτομßα στην ΑθÞνα, üπου διαμÝνοντας στο ξενοδοχεßο Κοσμοπολßτ, εισπρÜττει μια θερμüτατη συμπÜθεια απü το πλÞθος των θαυμαστþν του. ΜεταφÝρθηκε για ανÜρρωση στη κλινικÞ ΚαψαλÜ στη ΚηφισιÜ και τýπωσε το ποßημα ΜÝρες του 1908. Το 1933 επιστρÝφει στην ΑλεξÜνδρεια, με την υγεßα του διαρκþς να χειροτερεýει κι αναγκÜστηκε να μπει στο νοσοκομεßο. Στις αρχÝς Απρßλη μεταφÝρεται στο Ελληνικü Νοσοκομεßο και στις 28 του ßδιου μÞνα Ýπαθε εγκεφαλικÞ συμφüρηση. Στις 2 το πρωß στις 29 Απρßλη 1933 ο ποιητÞς αφÞνει τη τελευταßα του πνοÞ, σε ηλικßα 70 ετþν (την ßδια ημερομηνßα γενεθλßων και θανÜτου).
Κλειστüς, εγκεφαλικüς, ευαßσθητος και με μιαν Ýντρομη εσωτερικüτητα, που τη μεγÝθυνε ο συνεχÞς φüβος μην ανακαλýψουνε τις ιδιαßτερες ερωτικÝς του επιλογÝς, στρÜφηκε στη μελÝτη και στη ποßηση. Η κριτικÞ διαμÜχη γýρω απü τη ποßησÞ του κρÜτησε ως το τÝλος της ζωÞς του με αμεßωτη Ýνταση και συνεχßστηκε για πολλÜ χρüνια. Το 1917 πραγματοποιÞθηκε Ýκδοση επιλογÞς 21 ποιημÜτων του ΚαβÜφη μαζß με μια μελÝτη του Γ. ΒρισιμιτζÜκη για το Ýργο του μ' Ýγκριση του ποιητÞ στη σειρÜ των ΓραμμÜτων Βιβλßα της ΖωÞς. Το βιβλßο γνþρισε 2 εκδüσεις που εξαντλÞθηκαν. Το 1918 πÝθανε ο ξÜδερφüς του Γ.Ψýλλιαρης, που σýμφωνα με πληροφορßες ο ποιητÞς εßχε τον πρþτο του ερωτικü δεσμü σε εφηβικÞ ηλικßα. Τüτε πραγματοποιÞθηκε κι η διÜλεξη του ΑλÝκου Σεγκüπουλου για τη καβαφικÞ ποßηση στην αßθουσα του επιστημονικοý συλλüγου Πτολεμαßος Α'. Το κεßμενο της διÜλεξης, γραμμÝνο üπως αποδεßχτηκε απü τον ßδιο τον ΚαβÜφη προκÜλεσε αντιδρÜσεις. ¸ν Ýτος μετÜ ο E.M. Forster δημοσßευσε το ιστορικÞς αξßας δοκßμιο για τον ΚαβÜφη στο περιοδικü Atheneum του Λονδßνου (το 1922 εξÝδωσε το αφιερωμÝνο στον ποιητÞ βιβλßο Alexandria. A history and a guide). Το 1920 πÝθανε στη Γαλλßα σε ηλικßα εξÞντα χρüνων ο αδερφüς του Παýλος. Το 1921 σημειþθηκαν η διÜλεξη του ΤÝλλου ¢γρα και το Üρθρο του ΠαλαμÜ στο Εμπρüς για τον ΚαβÜφη. Το 1924 κυκλοφüρησε το αφιερωμÝνο στον ΚαβÜφη τεýχος της ΝÝας ΤÝχνης και δημοσιεýτηκε η ΙθÜκη στο περιοδικü Criterion απü τον Thomas Eliot.
Το σþμα των καβαφικþν ποιημÜτων περιλαμβÜνει: Τα 154 ποιÞματα που αναγνþρισε ο ßδιος (τα λεγüμενα ΑναγνωρισμÝνα), τα 37 ΑποκηρυγμÝνα ποιÞματÜ του, τα περισσüτερα νεανικÜ, σε ρομαντικÞ καθαρεýουσα, που μετÜ τα αποκÞρυξε, τα ΚρυμμÝνα, δηλαδÞ 75 ποιÞματα που βρÝθηκαν τελειωμÝνα στα χαρτιÜ του, καθþς και τα 30 ΑτελÞ, που βρÝθηκαν στα χαρτιÜ του χωρßς να Ýχουν πÜρει την οριστικÞ τους μορφÞ. Το 1935 κυκλοφüρησε στην ΑθÞνα, με επιμÝλεια της Ρßκας Σεγκοποýλου, η 1η πλÞρης Ýκδοση των (154) ΠοιημÜτων του, που εξαντλÞθηκε αμÝσως. 2 ακüμη ανατυπþσεις Ýγιναν μετÜ το 1948.
Ο ποιητÞς επεξεργαζüταν επßμονα κÜθε στßχο, κÜποτε για χρüνια ολüκληρα, προτοý τον δþσει στην δημοσιüτητα. Σε αρκετÝς απü τις εκδüσεις του υπÜρχουν διορθþσεις απü το χÝρι του και συχνÜ üταν επεξεργαζüταν ξανÜ τα ποιÞματÜ του τα τýπωνε διορθωμÝνα. Εßχε κατατÜξει τα ποιÞματÜ του σε 3 κατηγορßες: τα ιστορικÜ, τα φιλοσοφικÜ και τα ερωτικÜ Þ αισθησιακÜ.
* Τα ιστορικÜ ποιÞματα εμπνÝονται κυρßως απü την ελληνιστικÞ περßοδο και στα περισσüτερα Ýχει εξÝχουσα θÝση η ΑλεξÜνδρεια. ΑρκετÜ Üλλα προÝρχονται απü την ελληνορωμαúκÞ αρχαιüτητα και το ΒυζÜντιο, χωρßς να λεßπουνε και ποιÞματα με μυθολογικÝς αναφορÝς (π.χ. Τρþες). Εßναι χαρακτηριστικü το γεγονüς üτι ο ΚαβÜφης δεν εμπνÝεται καθüλου απü το πρüσφατο ιστορικü παρελθüν, δηλαδÞ την επανÜσταση του '21, αλλÜ οýτε κι απü τη κλασσικÞ αρχαιüτητα. Οι περßοδοι που επιλÝγει εßναι περßοδοι παρακμÞς Þ μεγÜλων αλλαγþν κι οι περισσüτεροι ÞρωÝς του εßναι "ηττημÝνοι".
* Τα αισθησιακÜ Þ ερωτικÜ ποιÞματα, που εßναι τα πιο λυρικÜ, κυριαρχεß η ομοφυλοφιλßα και θÝματα üπως η ανÜμνηση κι η αναπüληση. Αυτü που προκαλεß τα συναισθÞματα δεν εßναι το παρüν, αλλÜ το παρελθüν και πολý συχνÜ ο οραματισμüς.
* Τα φιλοσοφικÜ ποιÞματα ονομÜζονται απü Üλλους διδακτικÜ. Ο Ε.Π. Παπανοýτσος τα διαßρεσε στις εξÞς ομÜδες: ποιÞματα με "συμβουλÝς προς ομοτÝχνους", δηλαδÞ ποιÞματα για την ποßηση, και ποιÞματα που πραγματεýονται Üλλα θÝματα, üπως το θÝμα των Τειχþν, την Ýννοια του χρÝους (Θερμοπýλες), της ανθρþπινης αξιοπρÝπειας (Απολεßπειν ο Θεüς Αντþνιον), της μοßρας (Καισαρßων) κ.Ü.
Διαχωρßζοντας το ποιητικü του Ýργο σε φιλοσοφικü, ιστορικü κι ηδονικü, στα ποιÞματÜ του αποτυπþνονται το ερωτικü στοιχεßο, η φιλοσοφικÞ του σκÝψη κι η ιστορικÞ του γνþση. ¼σον αφορÜ στα ιστορικÜ του ποιÞματα ιδιαßτερα, οφεßλουμε να λÜβουμε υπ' üψιν üτι τα συνÝθεσε βιþνοντας την ατμüσφαιρα μιας πüλης που Ýγινε κατÜ το ελληνιστικü της παρελθüν χωνευτÞρι λαþν και σταυροδρüμι πολιτισμþν. Οι ÞρωÝς του εßναι γνωστÜ ιστορικÜ πρüσωπα Þ γεννÞματα της φαντασßας του κι ο ποιητÞς αφηγεßται στους χαρακτÞρες που πλÜθει ανθρþπινες συμπεριφορÝς σημαδεμÝνες απü πρüσκαιρο της επιτυχßας και τη μοßρα που εξουδετερþνει την ανθρþπινη θÝληση.
Πüλεις της ανατολικÞς Μεσογεßου -ιδιαßτερα η ΑλεξÜνδρεια- εßναι ο τüπος που λαμβÜνουν χþρα τα περιστατικÜ των ποιημÜτων και σýμφωνα με το περιεχüμενü τους χαρακτηρßζονται απü τους σýγχρονους σχετικÜ ερευνητÝς της καβαφικÞς ποιητικÞς ως ψευδοúστορικÜ, ιστορικοφανÞ κι ιστοριογενÞ. Τη διαφορετικüτητα ανÜμεσα στα ιστορικÜ του ποιÞματα επισÞμανε ο ßδιος ο ποιητÞς, χωρßς üμως να τους δþσει ιδιαßτερη ονομασßα. ΕισηγητÞς του üρου "ψευδοúστορικü" εßναι ο ΣεφÝρης για να διαχωρßσει μ' αυτü τα ποιÞματα που χρησιμοποιοýν το ιστορικü υλικü μεταφορικÜ, αλληγορικÜ δημιουργþντας ψεýτικες ιστορßες. Ο Ι. Μ. Παναγιωτüπουλος με τη σειρÜ του εισηγÞθηκε τον üρο "ιστορικοφανÞ". Εκεß εντÜσσει τα ιστορικÜ ποιÞματα, που τα φανταστικÜ πρüσωπα εμπλÝκονται σε ιστορικü πλαßσιο που επενδýει τη πλοκÞ. Ο ΜιχÜλης ΠιερÞς θεþρησε αναγκαßο τον üρο "ιστοριογενÞ" για τα ποιÞματα που γεννÞθηκαν απü Üμεσο ιστορικü υλικü.ΤÝλος τα ερωτικÜ Þ αισθησιακÜ ποιÞματα του ηδονικοý κýκλου του ΚαβÜφη αποτελοýν αναμνÞσεις πραγματοποιημÝνων Þ μη ερþτων εκφρÜζοντας τις πτυχÝς της ομοφυλοφιλßας του. Η γλþσσα κι η στιχουργικÞ μορφÞ των ποιημÜτων του Þταν ιδιüρρυθμες και πρωτοποριακÝς για την εποχÞ. Τα βασικÜ χαρακτηριστικÜ τους εßναι:
* Ιδιüτυπη γλþσσα, μεßγμα καθαρεýουσας και δημοτικÞς, με ιδιωματικÜ στοιχεßα της Κωνσταντινοýπολης.
* ΕξαιρετικÜ λιτüς λüγος, με ελÜχιστα επßθετα (üσα υπÜρχουν Ýχουν πÜντα ιδιαßτερη σημασßα, δεν εßναι ποτÝ συμβατικÜ, κοσμητικÜ επßθετα).
* ΟυδÝτερη γλþσσα, σχεδüν πεζολογικÞ, μακρυÜ απü τις ποιητικÝς συμβÜσεις της εποχÞς. Η γλþσσα δεν αποκαλýπτει τα συναισθÞματα.
* ΕξαιρετικÜ σýντομα ποιÞματα.
* Ιαμβικüς ρυθμüς, αλλÜ τüσο επεξεργασμÝνος που συχνÜ εßναι δýσκολο να διακριθεß.
* Ομοιοκαταληξßα üχι σε üλα τα ποιÞματα, ενßοτε χαλαρÞ και περιστασιακÞ.
* Ιδιαßτερη σημασßα στα σημεßα στßξης: παßζουν ρüλο για το νüημα (π.χ. ειρωνεßα) Þ λειτουργοýν ως οδηγßες απαγγελßας (π.χ. χαμÞλωμα του τüνου της φωνÞς στις παρενθÝσεις).
Ο ΚαβÜφης λειτουργεß κυρßως μÝσω των συμβüλων. Η τÝχνη του εßναι η συγκÝντρωση αρχετýπων, που δßνουν Ýνα φευγαλÝο υπαινικτικü νüημα στο λüγο του. Αντλεß μνÞμες απü το παρελθüν και τις αποθÝτει στο παρüν, ενßοτε ως προειδοποßηση για τα μελλοýμενα. Εßναι τÝτοια η σχÝση του με τη συλλογικÞ ψυχÞ και τα περιεχüμενÜ της, που θεωρεßται προδρομικüς της σχÝσης της λογοτεχνßας του 20οý αι. με τη συλλογικÞ συνεßδηση. Ιδιαßτερο στοιχεßο της τεχνικÞς του εßναι μßα σπÜνιας υφÞς σκηνοθετικÞ ικανüτητα αντßστοιχη μ' αυτÞ που συναντÜ κανεßς στον πεζογραφικü Þ και θεατρικü λüγο. ¢λλο Ýνα üμως χαρακτηριστικü του συμπληρωματικü του προαναφερüμενου εßναι η τÜση, μÝσω του λüγου του, να υποδýεται περσüνες. Το εν λüγω χαρακτηριστικü δημιουργεß μια πολυεπßπεδη ποßηση αλλÜ κι αινιγματικüτητα μιας κι εßναι συχνÜ δυσδιÜκριτο για τον αναγνþστη ν' αναγνωρßσει μÝσω τßνος προσþπου μιλÜ ο ßδιος ο ποιητÞς και με ποιο ταυτßζεται.
Η συμβολιστικÞ του τÜση εßναι Ýντονη και συνδυÜζεται με λüγο λιτü αλλÜ διαχρονικÜ επßκαιρο. Η ειρωνικÞ διÜθεση, αυτü που αποκλÞθηκε καβαφικÞ ειρωνεßα συνδυÜζεται με τη τραγικüτητα της πραγματικüτητας, για να καταστεß κοινωνικÜ διδακτικÞ κι οι ηδονιστικοß του προσανατολισμοß ανακατεýονται με κοινωνικÝς επισημÜνσεις. Αναμφßβολα δεν εßναι εýκολο να οριοθετÞσει κανεßς ξεκÜθαρα σε θεματικοýς κýκλους τη ποιητικÞ του. Η ιστορßα ανακατεýεται με τις αισθÞσεις και το στοχασμü σε μια ενιαßα οντüτητα, αυτÞν πιθανþς που ο ßδιος προσδιορßζει ως "ενιαßο καβαφικü κýκλο", αλλÜ σε κÜθε ξεχωριστÞ περßπτωση, στον αμÝσως επüμενο στßχο, η εναλλαγÞ δικαιþνει üσους χαρακτÞρισαν τη καβαφικÞ ποßηση πρωτεúκÞ.
* Το 1926, του απονεμÞθηκε το βραβεßο Φοßνικας απü την κυβÝρνηση του Θεüδωρου ΠÜγκαλου.
* Απü τις 16 ΝοÝμβρη 1992, το διαμÝρισμα του ΚαβÜφη, στην Üλλοτε κακüφημη συνοικßα του Αταρßν στην ΑλεξÜνδρεια, Ýχει μετατραπεß σε μουσεßο. Το μουσεßο διαθÝτει αρκετÜ απü τα σκßτσα και τα πρωτüτυπα χειρüγραφÜ του, φωτογραφßες και πορτραßτα του.
* Το 1996, προβλÞθηκε η κινηματογραφικÞ ταινßα ΚαβÜφης ελαφρþς βασισμÝνη στη ζωÞ του, με τους ΔημÞτρη Καταλειφü και Βασßλη Διαμαντüπουλο στον ομþνυμο ρüλο και σε σκηνοθεσßα ΓιÜννη ΣμαραγδÞ.
* Το 2004, ο Σον Κüνερι απÞγγειλε την ΙθÜκη του, σε μουσικÞ επÝνδυση του ΒαγγÝλη Παπαθανασßου, ΑυτÞ η εκτÝλεση κυκλοφüρησε σε CD και συμπεριλÞφθηκε στο βιβλßο Ithaca - A Journey in Colour της Μισελßν Ροκμπρßν Κüνερι.
========================
Εν Τω Mηνß Aθýρ
Με δυσκολßα διαβÜζω στη πÝτρα την αρχαßα.
"Κý[ρι]ε Ιησοý ΧριστÝ". ¸να "Ψυ[χ]Þν" διακρßνω.
"Εν τω μη[νß] Aθýρ, Ο Λεýκιο[ς] ε[κοιμ]Þθη".
Στη μνεßα της ηλικßας "Εβß[ωσ]εν ετþν",
το ΚÜππα ΖÞτα δεßχνει που νÝος εκοιμÞθη.
Μες στα φθαρμÝνα βλÝπω "Aυτü[ν]... AλεξανδρÝα".
ΜετÜ Ýχει τρεις γραμμÝς πολý ακρωτηριασμÝνες,
μα κÜτι λÝξεις βγÜζω σαν "δ[Ü]κρυα ημþν, οδýνην",
κατüπιν πÜλι "δÜκρυα", κι "[ημ]ßν τοις [φ]ßλοις πÝνθος".
Με φαßνεται που ο Λεýκιος μεγÜλως θ' αγαπÞθη.
Εν τω μηνß Aθýρ ο Λεýκιος εκοιμÞθη.
Τα ¢λογα Του ΑχιλλÝως
Τον ΠÜτροκλο σαν εßδαν σκοτωμÝνο,
που Þταν τüσο ανδρεßος, δυνατüς και νÝος,
Üρχισαν τ' Üλογα να κλαßνε του ΑχιλλÝως.
Η φýσις των η αθÜνατη αγανακτοýσε
για του θανÜτου αυτü το Ýργο που θωροýσε.
Τßναζαν τα κεφÜλια των και τες μακριÝς χαßτες κουνοýσαν,
τη γη χτυποýσαν με τα πüδια και θρηνοýσαν
τον ΠÜτροκλο που νιþθαν -Üψυχο αφανισμÝνο-
μια σÜρκα τþρα ποταπÞ -το πνεýμα του χαμÝνο-
ανυπερÜσπιστο -χωρßς πνοÞ-
εις το μεγÜλο Τßποτε επιστραμμÝνο απ' τη ζωÞ.
Τα δÜκρυα εßδε ο Ζευς των αθανÜτων
αλüγων κι ελυπÞθη. "Στου ΠηλÝως τον γÜμο"
εßπε, «δεν Ýπρεπ' Ýτσι Üσκεπτα να κÜμω·
καλýτερα να μη σας δßναμε, ÜλογÜ μου
δυστυχισμÝνα! Τß γυρεýατ’ εκεß χÜμου
στην Üθλια ανθρωπüτητα που 'ναι το παßγνιο της μοßρας.
Σεις που ουδÝ ο θÜνατος φυλÜγει, ουδÝ γÞρας,
πρüσκαιρες συμφορÝς σÜς τυραννοýν. Στα βÜσανÜ των
σας Ýμπλεξαν οι Üνθρωποι". ¼μως τα δÜκρυÜ των
για του θανÜτου τη παντοτινÞ
τη συμφορÜν εχýνανε τα δυο τα ζþα τα ευγενÞ.
Η Πüλις
Εßπες· "Θα πÜγω σ' Üλλη γη, θα πÜγω σ' Üλλη θÜλασσα.
Μια πüλις Üλλη θα βρεθεß καλýτερη απ' αυτÞ.
ΚÜθε προσπÜθεια μου μια καταδßκη εßναι γραφτÞ·
κ ειν' η καρδιÜ μου σα νεκρüς θαμμÝνη.
Ο νους μου ως πüτε μεσ' στο μαρασμüν αυτü θα μÝνει.
¼που το μÜτι μου γυρßσω, üπου κι αν δω
ερεßπια μαýρα της ζωÞς μου βλÝπω εδþ,
που τüσα χρüνια πÝρασα και ρÞμαξα και χÜλασα".
Καινοýριους τüπους δε θα βρεις, δεν θα βρεις Üλλες θÜλασσες.
Η πüλις θα σε ακολουθεß. Στους δρüμους θα γυρνÜς
τους ßδιους και στες γειτονιÝς τες ßδιες θα γερνÜς
και μεσ' στα ßδια σπßτια αυτÜ θ' ασπρßζεις.
ΠÜντα στη πüλη αυτÞ θα φθÜνεις. Για τα αλλοý μην ελπßζεις
δεν Ýχει πλοßο για 'σε, δεν Ýχει οδü.
¸τσι που τη ζωÞ σου ρÞμαξες εδþ
στην κþχη τοýτη τη μικρÞ, σ' üλη τη γη τη χÜλασες
Η Σατραπεßα
Τι συμφορÜ, ενþ εßσαι καμωμÝνος
για τα ωραßα και μεγÜλα Ýργα
η Üδικη αυτÞ σου η τýχη πÜντα
ενθÜρρυνση κι επιτυχßα να σε αρνεßται·
να σ' εμποδßζουν ευτελεßς συνÞθειες,
και μικροπρÝπειες κι αδιαφορßες.
Και τι φρικτÞ η μÝρα που ενδßδεις,
(η μÝρα που αφÝθηκες κι ενδßδεις),
και φεýγεις οδοιπüρος για τα Σοýσα,
και πηαßνεις στο μονÜρχην AρταξÝρξη
που ευνοúκÜ σε βÜζει στην αυλÞ του,
και σε προσφÝρει σατραπεßες και τÝτοια.
Και συ τα δÝχεσαι μ' απελπισßα
αυτÜ τα πρÜγματα που δε τα θÝλεις.
'Αλλα ζητεß η ψυχÞ σου, γι' Üλλα κλαßει:
τον Ýπαινο του ΔÞμου και των Σοφιστþν,
τα δýσκολα και τ' ανεκτßμητα Εýγε·
την AγορÜ, το ΘÝατρο και τους ΣτεφÜνους.
AυτÜ που θα σ' τα δþσει ο AρταξÝρξης,
αυτÜ ποý θα τα βρεις στη σατραπεßα·
και τι ζωÞ χωρßς αυτÜ θα κÜμεις.
Η Κηδεßα Του Σαρπηδüνα
BαριÜν οδýνην Ýχει ο Zευς. Tον Σαρπηδüνα
εσκüτωσεν ο ΠÜτροκλος και τþρα ορμοýν
ο MενοιτιÜδης κι οι Aχαιοß το σþμα
ν' αρπÜξουνε και να το 'ξευτελßσουν.
AλλÜ ο Zευς διüλου δε στÝργει αυτÜ.
Tο αγαπημÝνο του παιδß -που τ' Üφησε
κι εχÜθηκεν, ο Nüμος Þταν Ýτσι-
τουλÜχιστον θα το τιμÞσει πεθαμÝνο.
Kαι στÝλνει, ιδοý, τον Φοßβο κÜτω στη πεδιÜδα
ερμηνευμÝνο πως το σþμα να 'νοιασθεß.
Tου Þρωος τον νεκρü μ' ευλÜβεια και με λýπη
σηκþνει ο Φοßβος και το πÜει στο ποταμü.
Tο πλÝνει απ' τες σκüνες κι απ' τα αßματα
κλεßει τη πληγÞ του, μην αφÞνοντας
κανÝνα ßχνος να φανεß, της αμβροσßας
τ' αρþματα χýνει πÜνω του και με λαμπρÜ
Oλýμπια φορÝματα το ντýνει.
Tο δÝρμα του ασπρßζει και με μαργαριταρÝνιο
χτÝνι κτενßζει τα κατÜμαυρα μαλλιÜ.
Tα ωραßα μÝλη σχηματßζει και πλαγιÜζει.
Tþρα σα νÝος μοιÜζει βασιλεýς αρματηλÜτης
-στα εικοσιπÝντε χρüνια του, στα εικοσιÝξι-
αναπαυüμενος μετÜ που εκÝρδισε,
μ' Üρμα ολüχρυσο και ταχυτÜτους ßππους,
σε ξακουστüν αγþνα το βραβεßο.
¸τσι σα που τελεßωσεν ο Φοßβος
την εντολÞ του, κÜλεσε τους δυο αδελφοýς
τον ¾πνο και το ΘÜνατο, προστÜζοντÜς τους
να παν' το σþμα στη Λυκßα, το πλοýσιο τüπο.
Kαι κατÜ εκεß το πλοýσιο τüπο, τη Λυκßα
τοýτοι οδοιπüρησαν, οι δυο αδελφοß
¾πνος και ΘÜνατος κι üταν πια 'φθÜσαν
στη πüρτα του βασιλικοý σπιτιοý
παρÝδωσαν το δοξασμÝνο σþμα,
και γýρισαν στες Üλλες τους φροντßδες και δουλειÝς.
Kι ως το 'λαβαν αυτοý, στο σπßτι, αρχßνισε
με συνοδεßες και τιμÝς και θρÞνους
και μ' Üφθονες σπονδÝς απü ιεροýς κρατÞρας
και μ' üλα τα πρεπÜ η θλιβερÞ ταφÞ
κι Ýπειτα Ýμπειροι της πολιτεßας εργÜται
και φημισμÝνοι δουλευταß της πÝτρας
Þλθανε κι Ýκαμαν το μνÞμα και τη στÞλη.
ΜÝρες Του 1896
Εξευτελßσθη πλÞρως. Μια ερωτικÞ ροπÞ του
λßαν απαγορευμÝνη και περιφρονημÝνη
(Ýμφυτη μολοντοýτο) υπÞρξεν η αιτßα:
Þταν η κοινωνßα σεμνüτυφη πολý.
¸χασε βαθμηδüν το λιγοστü του χρÞμα,
κατüπι τη σειρÜ και την υπüληψß του.
Πλησßαζε τα τριÜντα χωρßς ποτÝ Ýνα χρüνο
να βγÜλει σε δουλειÜ, τουλÜχιστο γνωστÞ.
Ενßοτε τα ÝξοδÜ του τα κÝρδιζεν απü
μεσολαβÞσεις που θεωροýνται ντροπιασμÝνες.
ΚατÞντησ' Ýνας τýπος που αν σ' Ýβλεπαν μαζß του
συχνÜ, Þταν πιθανü μεγÜλως να εκτεθεßς.
Aλλ' üχι μüνο τοýτα. Δε θα 'τανε σωστü.
Aξßζει παραπÜνω της εμορφιÜς του η μνÞμη.
Μια Üποψις Üλλη υπÜρχει που αν ιδωθεß απ' αυτÞν
φαντÜζει, συμπαθÞς, φαντÜζει, απλü και γνÞσιο
του Ýρωτος παιδß, που πÜνω απ' τη τιμÞ
και την υπüληψß του Ýθεσ' ανεξετÜστως
της καθαρÞς σαρκüς του τη καθαρÞ ηδονÞ.
Aπ' την υπüληψß του; Μα η κοινωνßα που Þταν
σεμνüτυφη πολý, συσχÝτιζε κουτÜ.
ΠεριμÝνωντας Τους ΒαρβÜρους
Τß περιμÝνουμε στην αγορÜ συναθροισμÝνοι;
Εßναι οι βÜρβαροι να φθÜσουν σÞμερα.
Γιατß μÝσα στη Σýγκλητο μια τÝτοια απραξßα;
Τß κÜθοντ' οι Συγκλητικοß και δε νομοθετοýνε;
Γιατß οι βÜρβαροι θα φθÜσουν σÞμερα.
Τß νüμους πια θα κÜμουν οι Συγκλητικοß;
Οι βÜρβαροι σαν Ýλθουν θα νομοθετÞσουν.
Γιατß ο αυτοκρÜτωρ μας τüσο πρωß σηκþθη,
και κÜθεται στης πüλεως τη πιο μεγÜλη πýλη
στο θρüνο πÜνω, επßσημος, φορþντας τη κορþνα;
Γιατß οι βÜρβαροι θα φθÜσουν σÞμερα.
Κι ο αυτοκρÜτωρ περιμÝνει να δεχθεß
τον αρχηγü τους. ΜÜλιστα ετοßμασε
για να του δþσει μια περγαμηνÞ. Εκεß
τον Ýγραψε τßτλους πολλοýς κι ονüματα.
Γιατß οι δυü μας ýπατοι κι οι πραßτορες εβγÞκαν
σÞμερα με τες κüκκινες, τες κεντημÝνες τüγες
γιατß βραχιüλια φüρεσαν με τüσους αμεθýστους,
και δαχτυλßδια με λαμπρÜ γυαλιστερÜ σμαρÜγδια
γιατß να πιÜσουν σÞμερα πολýτιμα μπαστοýνια
μ' ασÞμια και μαλÜματα Ýκτακτα σκαλισμÝνα;
Γιατß οι βÜρβαροι θα φθÜσουν σÞμερα
και τÝτοια πρÜγματα θαμπþνουν τους βαρβÜρους.
Γιατß κι οι Üξιοι ρÞτορες δεν Ýρχονται σα πÜντα
να βγÜλουνε τους λüγους τους, να ποýνε τα δικÜ τους;
Γιατß οι βÜρβαροι θα φθÜσουν σÞμερα
κι αυτοß βαριοýντ' ευφρÜδειες και δημηγορßες.
Γιατß ν' αρχßσει μονομιÜς αυτÞ η ανησυχßα
κι η σýγχυσις. (Τα πρüσωπα τι σοβαρÜ που εγßναν).
Γιατß αδειÜζουν γρÞγορα οι δρüμοι κι οι πλατÝες,
κι üλοι γυρνοýν στα σπßτια τους πολý συλλογισμÝνοι;
Γιατß ενýχτωσε κι οι βÜρβαροι δεν Þλθαν.
Και μερικοß εφθÜσαν απ' τα σýνορα,
κι εßπανε πως βÜρβαροι πια δεν υπÜρχουν.
Και τþρα τß θα γÝνουμε χωρßς βαρβÜρους;
Οι Üνθρωποι αυτοß Þσαν μια κÜποια λýσις!
Μονοτονßα
Τη μια μονüτονην ημÝραν Üλλη
μονüτονη, απαρÜλλακτη ακολουθεß. Θα γßνουν
τα ßδια πρÜγματα, θα ξαναγßνουν πÜλι
οι üμοιες στιγμÝς μας βρßσκουνε και μας αφÞνουν.
ΜÞνας περνÜ και φÝρνει Üλλο μÞνα.
AυτÜ που Ýρχονται κανεßς εýκολα τα εικÜζει
εßναι τα χθεσινÜ τα βαρετÜ εκεßνα.
Και καταντÜ το αýριο πια σαν αýριο να μη μοιÜζει.
Εκüμισα Εις Την ΤÝχνη
ΚÜθομαι και ρεμβÜζω. Επιθυμßες κι αισθÞσεις
εκüμισα εις τη ΤÝχνη, κÜτι μισοειδωμÝνα,
πρüσωπα Þ γραμμÝς ερþτων ατελþν
κÜτι αβÝβαιες μνÞμες. Ας αφεθþ σ' αυτÞν.
ΞÝρει να σχηματßσει ΜορφÞ της ΚαλλονÞς
σχεδüν ανεπαισθÞτως το βßο συμπληροýσα,
συνδυÜζουσα εντυπþσεις, συνδυÜζουσα τες μÝρες.
Απολεßπειν Ο Θεüς Aντþνιον
Σαν Ýξαφνα, þρα μεσÜνυχτ', ακουσθεß
αüρατος θßασος να περνÜ
με μουσικÝς εξαßσιες, με φωνÝς
τη τýχη σου π' ενδßδει πια, τα Ýργα σου
που απÝτυχαν, τα σχÝδια της ζωÞς σου
που βγÞκαν üλα πλÜνες, μη ανωφÝλευτα θρηνÞσεις.
Σαν Ýτοιμος απü καιρü, σα θαρραλÝος,
αποχαιρÝτα τη, την AλεξÜνδρεια που φεýγει.
Προ πÜντων να μη γελασθεßς, μη πεις πως Þταν
Ýνα üνειρο, πως απατÞθηκεν η ακοÞ σου,
μÜταιες ελπßδες τÝτοιες μη καταδεχθεßς.
Σαν Ýτοιμος απü καιρü, σα θαρραλÝος,
σα που ταιριÜζει σε π' αξιþθηκες μια τÝτοια πüλι,
πλησßασε σταθερÜ προς το παρÜθυρο,
κι Üκουσε με συγκßνηση, αλλ' üχι
με των δειλþν τα παρακÜλια και παρÜπονα,
ως τελευταßα απüλαυση τους Þχους,
τα εξαßσια üργανα του μυστικοý θιÜσου,
κι αποχαιρÝτα τη, την AλεξÜνδρεια που χÜνεις.
Θερμοπýλες
ΤιμÞ σε 'κεßνους üπου στη ζωÞ των
þρισαν και φυλÜγουν Θερμοπýλες.
ΠοτÝ απ' το χρÝος μη κινοýντες
δßκαιοι κι ßσιοι σ' üλες των τες πρÜξεις,
αλλÜ με λýπη κιüλας κι ευσπλαχνßα
γενναßοι οσÜκις εßναι πλοýσιοι κι üταν
εßναι πτωχοß, πÜλ' εις μικρü γενναßοι,
πÜλι συντρÝχοντες üσο μποροýνε
πÜντοτε την αλÞθεια ομιλοýντες,
πλην χωρßς μßσος για τους ψευδομÝνους.
Και πιüτερη τιμÞ τοýς πρÝπει
üταν προβλÝπουν (και πολλοß προβλÝπουν)
πως ο ΕφιÜλτης θα φανεß στο τÝλος,
κι οι ΜÞδοι επιτÝλους θα διαβοýνε.
ΙθÜκη
Σα βγεις στο πηγαιμü για την ΙθÜκη,
να εýχεσαι να 'ναι μακρýς ο δρüμος,
γεμÜτος περιπÝτειες, γεμÜτος γνþσεις.
Τους Λαιστρυγüνας και τους Κýκλωπας,
το θυμωμÝνο Ποσειδþνα, μη φοβÜσαι,
τÝτοια στο δρüμο σου ποτÝ σου δε θα βρεις,
αν μÝν η σκÝψη σου υψηλÞ, αν εκλεκτÞ
συγκßνηση το πνεýμα και το σþμα σου αγγßζει.
Τους Λαιστρυγüνας και τους Κýκλωπας,
τον Üγριο Ποσειδþνα δε θα συναντÞσεις,
αν δε τους κουβανεßς μεσ' στην ψυχÞ σου,
αν η ψυχÞ σου δε τους στÞνει 'μπρüς σου.
Να εýχεσαι να 'ναι μακρýς ο δρüμος.
ΠολλÜ τα καλοκαιρινÜ πρωινÜ να εßναι
που με τι ευχαρßστηση, με τι χαρÜ
θα μπαßνεις σε λιμÝνας πρωτοειδωμÝνους
να σταματÞσεις σ' εμπορεßα ΦοινικικÜ,
και τες καλÝς πραμÜτειες ν' αποκτÞσεις,
σεντÝφια και κορÜλλια, κεχριμπÜρια κι Ýβενους,
κι ηδονικÜ μυρωδικÜ κÜθε λογÞς,
-üσο μπορεßς πιο Üφθονα ηδονικÜ μυρωδικÜ-
σε πüλεις AιγυπτιακÝς πολλÝς να πας,
να μÜθεις και να μÜθεις απ' τους σπουδαγμÝνους.
ΠÜντα στο νου σου να 'χεις την ΙθÜκη.
Το φθÜσιμον εκεß ειν' ο προορισμüς σου.
AλλÜ μη βιÜζεις το ταξßδι διüλου.
Καλýτερα χρüνια πολλÜ να διαρκÝσει
και γÝρος πια ν' αρÜξεις στο νησß,
πλοýσιος μ' üσα κÝρδισες στο δρüμο,
μη προσδοκþντας πλοýτη να σε δþσει η ΙθÜκη.
Η ΙθÜκη σ' Ýδωσε τ' ωραßο ταξßδι.
Χωρßς αυτÞ δε θα 'βγαινες στο δρüμο.
'Αλλα δεν Ýχει να σε δþσει πια.
Κι αν πτωχικÞ τη βρεις, η ΙθÜκη δε σε γÝλασε.
¸τσι σοφüς που Ýγινες, με τüση πεßρα,
Þδη θα το κατÜλαβες η ΙθÜκες τι σημαßνουν.
ΦωνÝς
ΙδανικÝς φωνÝς κι αγαπημÝνες
εκεßνων που πÝθαναν Þ εκεßνων που 'ναι
για μας χαμÝνοι σα τους πεθαμÝνους.
ΚÜποτε μες στα üνειρα μας ομιλοýνε.
ΚÜποτε μες στη σκÝψη τις ακοýει το μυαλü
και με τον Þχο τους για μια στιγμÞ επιστρÝφουν
Þχοι απü τη πρþτη ποßηση της ζωÞς μας
σα μουσικÞ, τη νýχτα, μακρυνÞ, που σβÞνει...
(αυτü το ποßημα στην αρχικÞ του κι αποκηρυγμÝνη μορφÞ Þταν Ýτσι:
Εßν' αι γλυκýτεραι φωναß üσαι δια παντüς
εσßγησαν, üσαι εντüς
καρδßας μüνον λυπηρÜς πενθßμως αντηχοýσιν.
Εν τοις ονεßροις Ýρχονται δειλαß και ταπειναß
αι μελαγχολικαß φωναß
και φÝρουν εις την μνÞμην μας την τüσον ασθενÞ
αποθανüντας ακριβοýς, ους κρýα γη
καλýπτει και δι' ους αυγÞ
ποτÝ δεν λÜμπει γελαστÞ, ανοßξεις δεν ανθοýσιν.
ΣτενÜζουν αι μελωδικαß φωναß κι εν τη ψυχÞ
η πρþτη ποßησις ηχεß
του βßου μας -ως μουσικÞ, την νýκτα, μακρινÞ)
Το Πρþτο Σκαλß
Εις το Θεüκριτο παραπονιüνταν
μια μÝρα ο νÝος ποιητÞς ΕυμÝνης:
-"Τþρα δυü χρüνια πÝρασαν που γρÜφω
κι Ýνα ειδýλλιο Ýκαμα μονÜχα.
Το μüνον Üρτιü μου Ýργο εßναι.
Αλßμονον, εßναι ψηλÞ της Ποßησης η σκÜλα
κι απ' το σκαλß το πρþτο εδþ που εßμαι
ποτÝ δε θ' ανεβþ ο δυστυχισμÝνος".
Εßπ' ο Θεüκριτος:-"ΑυτÜ τα λüγια
ανÜρμοστα και βλασφημßες εßναι.
Κι αν εßσαι στο σκαλß το πρþτο, πρÝπει
να 'σαι περÞφανος κι ευτυχισμÝνος.
Εδþ που Ýφθασες, λßγο δεν εßναι,
τüσο που Ýκαμες, μεγÜλη δüξα.
Κι αυτü ακüμη το σκαλß το πρþτο
πολý απ' το κοινü το κüσμο απÝχει.
Εις το σκαλß για να πατÞσεις τοýτο
πρÝπει με το δικαßωμÜ σου να 'σαι
πολßτης εις των ιδεþν τη πüλη.
Και δýσκολο στη πüλη εκεßνην εßναι
και σπÜνιο να σε πολιτογραφÞσουν.
Στην αγορÜ της βρßσκεις ΝομοθÝτας
που δε γελÜ κανÝνας τυχοδιþκτης.
Εδþ που Ýφθασες, λßγο δεν εßναι,
τüσο που Ýκαμες, μεγÜλη δüξα".
Che Fece... Il Gran Rifiuto
Σε μερικοýς ανθρþπους Ýρχεται μια μÝρα
που πρÝπει το μεγÜλο Ναι Þ το μεγÜλο ¼χι
να ποýνε. Φανερþνεται αμÝσως üποιος το 'χει
Ýτοιμο μÝσα του το Ναι και λÝγοντας το πÝρα
πηγαßνει στη τιμÞ και στη πεποßθησÞ του.
Ο αρνηθεßς δε μετανιþνει. Αν ρωτιοýνταν πÜλι
üχι θα ξανÜλεγε. Κι üμως τον καταβÜλλει
εκεßνο τ' üχι -το σωστü- σε üλη τη ζωÞ του.
Τεßχη
Χωρßς περßσκεψη, χωρßς λýπη, χωρßς αιδþ
μεγÜλα κι υψηλÜ τριγýρω μου Ýκτισαν τεßχη.
Και κÜθομαι κι απελπßζομαι τþρα εδþ,
Üλλο δε σκÝπτομαι, το νου μου τρþγει αυτÞ η τýχη,
διüτι πρÜγματα πολλÜ Ýξω να κÜμω εßχον.
Α! üταν Ýκτιζαν τα τεßχη πως να μη προσÝξω.
ΑλλÜ δεν Üκουσα ποτÝ κρüτον κτιστþν Þ Þχον.
ΑνεπαισθÞτως μ' Ýκλεισαν απü το κüσμον Ýξω.
¼σο Μπορεßς
Κι αν δε μπορεßς να κÜμεις τη ζωÞ σου üπως τη θÝλεις,
τοýτο προσπÜθησε τουλÜχιστον
üσο μπορεßς: Μη την εξευτελßζεις
μες στη πολλÞ συνÜφεια του κüσμου,
μες στες πολλÝς κινÞσεις κι ομιλßες.
Μη την εξευτελßζεις πιαßνοντÜς τη,
γυρßζοντας συχνÜ κι εκθÝτοντÜς τη
στων σχÝσεων και των συναναστροφþν
τη καθημερινÞν ανοησßα,
þσπου να γßνει σα μια ξÝνη φορτικÞ.
NÝοι της Σιδþνος (400 μ.X.)
Ο ηθοποιüς που Ýφεραν για να τους διασκεδÜσει
απÞγγειλε και μερικÜ επιγρÜμματα εκλεκτÜ.
Η αßθουσα Üνοιγε στο κÞπο πÜνω
κι εßχε μιαν ελαφρÜ ευωδßα ανθÝων
που ενþνονταν με τα μυρωδικÜ
των πÝντε αρωματισμÝνων Σιδωνßων νÝων.
ΔιαβÜσθηκαν ΜελÝαγρος και Κριναγüρας και Pιανüς.
Μα σαν απÞγγειλεν ο ηθοποιüς,
"Aισχýλον Ευφορßωνος Aθηναßον τüδε κεýθει..."
(τονßζοντας ßσως υπÝρ το δÝον
το "αλκÞν δ' ευδüκιμον", το "Μαραθþνιον Üλσος"),
πετÜχθηκεν ευθýς Ýνα παιδß ζωηρü,
φανατικü για γρÜμματα και φþναξε:
-"A δε μ' αρÝσει το τετρÜστιχον αυτü.
ΕκφρÜσεις τοιοýτου εßδους μοιÜζουν κÜπως σα λιποψυχßες.
Δþσε -κηρýττω- στο Ýργο σου üλη τη δýναμÞ σου,
üλη τη μÝριμνα και πÜλι το Ýργο σου θυμÞσου
μες στη δοκιμασßαν Þ üταν η þρα σου πια γÝρνει.
¸τσι απü σÝνα περιμÝνω κι απαιτþ.
Κι üχι απ' το νου σου ολüτελα να βγÜλεις
της Τραγωδßας το Λüγο το λαμπρü-
τι AγαμÝμνονα, τι ΠρομηθÝα θαυμαστü,
τι ΟρÝστου, τι ΚασσÜνδρας παρουσßες,
τι ΕπτÜ επß ΘÞβας- και για μνÞμη σου να βÜλεις
μüνο που μες στων στρατιωτþν τες τÜξεις, το σωρü
πολÝμησες και συ το ΔÜτι και τον AρταφÝρνη".
Aς Φρüντιζαν...
ΚατÞντησα σχεδüν ανÝστιος και πÝνης.
AυτÞ η μοιραßα πüλις, η Aντιüχεια
üλα τα χρÞματÜ μου τÜφαγε:
αυτÞ η μοιραßα με το δαπανηρü της βßο.
AλλÜ εßμαι νÝος και με υγεßαν αρßστην.
ΚÜτοχος της ελληνικÞς θαυμÜσιος
(ξÝρω και παραξÝρω AριστοτÝλη, ΠλÜτωνα
τι ρÞτορας, τι ποιητÜς, τι ü,τι κι αν πεις).
Aπü στρατιωτικÜ Ýχω μιαν ιδÝα,
κι Ýχω φιλßες μ' αρχηγοýς των μισθοφüρων.
Εßμαι μπασμÝνος κÜμποσο και στα διοικητικÜ.
Στην AλεξÜνδρεια Ýμεινα Ýξι μÞνες, πÝρσι
κÜπως γνωρßζω (κι εßναι τοýτο χρÞσιμον) τα εκεß:
του ΚακεργÝτη βλÝψεις και παληανθρωπιÝς και τα λοιπÜ.
¼θεν φρονþ πως εßμαι στα γεμÜτα
ενδεδειγμÝνος για να υπηρετÞσω αυτÞ τη χþρα,
τη προσφιλÞ πατρßδα μου Συρßα.
Σ' üτι δουλειÜ με βÜλουν θα πασχßσω
να 'μαι στη χþρα ωφÝλιμος. AυτÞ εßν' η πρüθεσÞ μου.
Aν πÜλι μ' εμποδßσουνε με τα συστÞματÜ τους-
τους ξÝρουμε τους προκομÝνους: να τα λÝμε τþρα;
αν μ' εμποδßσουνε, τι φταßω εγþ.
Θ' απευθυνθþ προς τον Ζαβßνα πρþτα,
κι αν ο μωρüς αυτüς δεν μ' εκτιμÞσει,
θα πÜγω στον αντßπαλü του, τον Γρυπü.
Κι αν ο ηλßθιος κι αυτüς δεν με προσλÜβει,
πηγαßνω παρευθýς στον Υρκανü.
Θα με θελÞσει πÜντως Ýνας απ' τους τρεις.
Κι εßν' η συνεßδησßς μου Þσυχη
για το αψÞφιστο της εκλογÞς.
ΒλÜπτουν κι οι τρεις τους τη Συρßα το ßδιο.
AλλÜ, κατεστραμÝνος Üνθρωπος, τι φταßω εγþ.
Ζητþ ο ταλαßπωρος να μπαλωθþ.
Aς φρüντιζαν οι κραταιοß θεοß
να δημιουργÞσουν Ýνα τÝταρτο καλü.
ΜετÜ χαρÜς θα πÞγαινα μ' αυτüν.
ΔιακοπÞ
Το Ýργο των θεþν διακüπτομεν εμεßς,
τα βιαστικÜ κι Üπειρα üντα της στιγμÞς.
Στης Ελευσßνος και στης Φθßας τα παλÜτια
η ΔÞμητρα κι η ΘÝτις αρχινοýν Ýργα καλÜ
μεσ' σε μεγÜλες φλüγες και βαθý καπνüν. AλλÜ
πÜντοτε ορμÜ η ΜετÜνειρα απü τα δωμÜτια
του βασιλÝως, ξÝπλεγη και τρομαγμÝνη,
και πÜντοτε ο Πηλεýς φοβÜται κι επεμβαßνει.
KεριÜ
Του μÝλλοντος οι μÝρες στÝκονται μπροστÜ μας
σα μια σειρÜ κερÜκια αναμÝνα-
χρυσÜ, ζεστÜ και ζωηρÜ κερÜκια.
Οι περασμÝνες μÝρες πßσω μÝνουν,
μια θλιβερÞ γραμμÞ κεριþν σβυσμÝνων
τα πιο κοντÜ βγÜζουν καπνüν ακüμη,
κρýα κεριÜ, λιωμÝνα και κυρτÜ.
Δε θÝλω να τα βλÝπω με λυπεß η μορφÞ των,
και με λυπεß το πρþτο φως των να θυμοýμαι.
Εμπρüς κοιτÜζω τ' αναμÝνα μου κεριÜ.
Δε θÝλω να γυρßσω να μη διω και φρßξω
τι γρÞγορα που η σκοτεινÞ γραμμÞ μακραßνει,
τι γρÞγορα που τα σβυστÜ κεριÜ πληθαßνουν...
-----------------------------------------------------------------------------------
ΑΠΟΚΗΡΥΓΜΕΝΑ
Κτßσται
Η Πρüοδος οικοδομÞ εßναι μεγÜλη -φÝρει
καθεßς τον λßθον του, ο εις λüγους, βουλÜς, ο Üλλος
πρÜξεις- και καθημερινþς την κεφαλÞν της αßρει
υψηλοτÝραν. Θýελλα, αφνßδιüς τις σÜλος
εÜν επÝλθη, σωρηδüν οι αγαθοß εργÜται
ορμþσι και το φροýδον των υπερασπßζοντ' Ýργον.
Φροýδον, διüτι καθενüς ο βßος δαπανÜται
υπÝρ μελλοýσης γενεÜς, κακþσεις, πüνους στÝργων,
ßνα η γενεÜ αυτÞ γνωρßση ευτυχßαν
Üδολον και μακρÜν ζωÞν και πλοýτον και σοφßαν
χωρßς ιδρþτα ποταπüν, Þ δοýλην εργασßαν.
Αλλ' η μυθþδης γενεÜ ουδÝποτε θα ζÞση
η τελειüτης του αυτÞ το Ýργον θα κρημνßση
κι εκ νÝου πας ο μÜταιος κüπος αυτþν θ' αρχßση.
Βακχικüν
Απü του κüσμου κεκμηκþς
την πλÜνον αστασßαν
εντüς του ποτηρßου μου
εýρον την ησυχßαν·
ζωÞν κι ελπßδα εν αυτþ
και πüθους εσωκλεßω·
δüτε να πßω.
ΜακρÜν εδþ των συμφορþν,
των θυελλþν του βßου,
αισθÜνομ’ ως διασωθεßς
ναýτης εκ ναυαγßου
κι εν ασφαλεß ευρισκüμενος
εντüς λιμÝνος πλοßω.
Δος μοι να πßω.
Ω! υγιÞς του οßνου μου
ζÝσις, απομακρýνεις
πÜσαν ψυχρÜν επιρροÞν.
Φθüνου Þ καταισχýνης,
Þ μßσους Þ διαβολþν,
δεν με εγγßζει κρýο·
δüτε να πßω.
Την Üχαριν αλÞθειαν γυμνÞν
δεν βλÝπω πλÝον.
¢λλην απÞλαυσα ζωÞν,
και κüσμον Ýχω νÝον·
εν των ονεßρων τω ευρεß
ευρßσκομαι πεδßω
-δος, δος να πßω!
Και αν εßναι δηλητÞριον
και αν εýρω την πικρßαν
της τελευτÞς εντüς αυτοý,
εýρον πλην ευτυχßαν,
τÝρψιν, χαρÜν, και Ýπαρσιν
εν τω δηλητηρßω·
δüτε να πßω!
Αν Μ' ΗγÜπας
Aν του βßου μου το σκüτος
φαεινÞ Ýρωτος ακτßς
διεθÝρμαινεν, ο πρþτος
της αλγοýσης μου ψυχÞς
ο παλμüς Þθελεν Þτο ραψωδßα ευτυχÞς.
Δεν τολμþ να ψιθυρßσω
ü,τι Þθελον σε ειπεß:
πως χωρßς εσÝ να ζÞσω
μοι εßναι αφüρητος ποινÞ-
αν μ' ηγÜπας... πλην, φευ, τοýτο εßν' ελπßς απατηλÞ!
Aν μ' ηγÜπας, των δακρýων
Þθελον το τÝρμα ιδεß
και των πüνων των κρυφßων.
Οι δε πλÜνοι δισταγμοß
δεν θα ετüλμων πλÝον να δεßξουν την δολßαν των μορφÞ.
Εν τω μÝσω οραμÜτων
θεßων Þθελ' ευρεθεßς.
Püδα θαλερÜ την βÜτον
θα εκüσμων της ζωÞς-
αν μ' ηγÜπας... πλην, φευ, τοýτο εßν' απατηλÞ ελπßς!
ΠÜρθεν
ΑυτÝς τις μÝρες διÜβαζα δημοτικÜ τραγοýδια,
για τ' Üθλα των κλεφτþν και τους πολÝμους,
πρÜγματα συμπαθητικα, δικÜ μας, ΓραικικÜ.
ΔιÜβαζα και τα πÝνθιμα για το χαμü της Πüλης:
"ΠÞραν την Πüλη, πÞραν την, πÞραν την Σαλονßκη".
Και τη ΦωνÞ που εκεß που οι δυο εψÝλναν,
"ζερβÜ ο βασιλιÜς, δεξιÜ ο πατριÜρχης",
ακοýσθηκε κι εßπε να πÜψουν πια,
"πÜψτε παπÜδες τα χαρτιÜ και κλεßστε τα βαγγÝλια"
πÞραν την Πüλη, πÞραν την, πÞραν την Σαλονßκη.
¼μως απ' üλα πιο πολý με Üγγιξε το Üσμα
το Τραπεζοýντιον με την παρÜξενÞ του γλþσσα
και με τη λýπη των Γραικþν των μακρυνþν εκεßνων
που ßσως üλο πßστευαν πως θα σωθοýμε ακüμη.
Μα αλßμονο μοιραßον πουλß "απαß την Πüλην Ýρται"
μες στο "φτεροýλν'αθε χαρτßν περιγραμμÝνον
κι ουδÝ στην Üμπελον κονεý' μηδÝ στο περιβüλι
επÞγεν και εκüνεψεν στου κυπαρßσ' την ρßζαν".
Οι αρχιερεßς δεν δýνανται (Þ δεν θÝλουν) να διαβÜσουν
"ΧÝρας υιüς Γιαννßκας εν" αυτüς το παßρνει το χαρτß,
και το διαβÜζει κι ολοφýρεται:
"Σιτ' αναγνþθ' σιτ' ανακλαßγ' σιτ' ανακροýγ' την κÜρδιαν.
Ν' αοιλλÞ εμÜς, να βÜι εμÜς, η Ρωμανßα πÜρθεν".
ΔυνÜμωσις
¼ποιος το πνεýμα του ποθεß να δυναμþσει,
να 'βγει απ' τü σÝβας κι απü την υποταγÞ.
Απü τους νüμους, μερικοýς θα τους φυλÜξει,
αλλÜ το περισσüτερο θα παραβαßνει
και νüμους κι Ýθιμα κι απ' την παραδεγμÝνη
και την ανεπαρκοýσα ευθýτητα θα βγει.
Απü τες ηδονÝς πολλÜ θα διδαχθεß.
Τη καταστρεπτικÞ δεν θα φοβÜται πρÜξη·
το σπßτι το μισü πρÝπει να γκρεμισθεß.
¸τσι θ' αναπτυχθεß ενÜρετα στη γνþση.
(κρυμμÝνα ποιÞματα 1877 - 1923)