Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Κλασσικά 

Αναγνωστάκης Μανώλης: Πολεμιστής Του Φωτός...

   Βιογραφικό


    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν Έλληνας ποιητής, γιατρός και δημοσιογράφος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
     Γεννήθηκε 10 Μάρτη 1925 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασε Ιατρική και στη Βιέννη το 1955, εξειδικεύτηκε στην Ακτινολογία. ’σκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, που σώζεται το σπίτι του πατέρα του Ανέστη και του θείου του Χρήστου, σπουδαίων Θεσσαλονικέων ιατρών, που ο πατέρας τους Εμμανουήλ Ανεστ. Αναγνωστάκης ήτανε δάσκαλος Ρουστίκων κι εισαγγελέας εφετων. Ο έτερος παππούς του Ιωάννης Κασιμάτης ήτανε βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου.
     Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα και φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951. Τη περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του, το 1968, εντάχθηκε στη πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Στην επταετή Χούντα ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 υπήρξε υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού.
     Δημοσίευσε κείμενά του 1η φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) κι αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), όπου υπήρξε κι αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Τη περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ ήταν μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ Κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
     Το 1986 του απονεμήθηκε το Α' Βραβείο Ποίησης για το έργο του Τα Ποιήματα 1941-1971 και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
     Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κι ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.

     Στα φοιτητικά του χρόνια, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, εντάχθηκε στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΚΚΕ. "Στην ΕΠΟΝ, έκανα νέες παρέες. Μπήκα κι εγώ στη διανόηση. Μέχρι τότε δεν ήξερα τίποτα", είχε πει.
     Για τη πολιτική του δράση φυλακίστηκε τη περίοδο 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά.



     Το έργο του έχει μεταφραστεί στ' ΑγγλικάΓαλλικάΓερμανικά κι Ιταλικά, ενώ τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από κορυφαίους Έλληνες συνθέτες.
     Οι νεκροί του εμφυλίου, το ανώνυμο πλήθος, ο αστικός χώρος, κυρίως της Θεσσαλονίκης κι η δικτατορία του '67, αντανακλά το ανθρώπινο δράμα, πάντα επίκαιρο και στο σήμερα. Είναι ο κόσμος του 80χρονου ποιητή και προπάντων της νεότητας. Με τη χάρη της τέχνης του παραμένει νέος, συνεχίζοντας σταθερά το ταξίδι του μέσα στη τέχνη.
     Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005 σ' ηλικία 80 ετών, από καρδιοαναπνευστικό πρόβλημα.


===========================


            Η Αγάπη Είναι Ο Φόβος...

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;

Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;

(κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας.)

Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπή ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.

Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.

Μα ποιός θα' ρθει να κρατήσει την ορμή μιάς μπόρας που πέφτει;


             Νέοι Της Σιδώνος

Kανονικά δε πρέπει να 'χουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά - αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.

Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.

Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρόν και δραστικό -κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο-δυο, τρεις-τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

       Απροσδιόριστη Χρονολογία

Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση
Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
(Ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)
έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά
Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.

Μια μέρα τόσο διάφορη απ' τις άλλες
Χωρίς τα σύμβολα του «πλήν» και του «συν»
π' αυλακώνουν τη σκέψη
Χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης
Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα
Σαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.

Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως το αφήσαμε.

Ίσως -λές- πως δεν ήτανε καν μια μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί
Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο
-Λές- πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα
Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

      Κάθε Πρωΐ

Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας  είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χθεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
-Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.

(Ασήμαντες απαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα πού τελειώνει η μοναξιά;)

              Θα 'ρθει Μια Μέρα

Θα 'ρθει μια μέρα που δε θα 'χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πώ
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

Ο κόσμος ψάχνει σ' ολη του τη ζωή να βρεί τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ' την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς
να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ατέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ένα βράδυ
-ξεχνώ πάνω σε τι- κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο
 μα τόσο ενδιαφέρον.

Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι
εκεί θα 'ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θέ μου, να φύγει κανείς μοναχός του.

                  Επιτύμβιον
 
Πέθανες κι έγινες κι εσύ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.

Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

                   Επίλογος

Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυό θαμπούς
προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν
με τη μοναδική λέξη: ζω.

«Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος  μου  ο Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα

Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου.
Κρίνε για να κριθείς.

                     Δρόμοι Παλιοί

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

                    Ήτανε Νέοι

Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά

Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φυλάξαν τα τίμια λόγια

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά

Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
έναν δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά

                   Οι Στίχοι Αυτοί...

Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να είναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι

Τα θλιβερά τραγούδια τους γενίκανε πουλιά
σε κάποιον άλλο ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος

Γένικαν άγριοι ποταμοί που τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις

Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ενας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι

    Όταν Μιαν ’νοιξη

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ’ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

           Το Σκάκι

Έλα να παίξουμε...
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη

Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει από καιρό
πριν από μένα

Όλα, όλα και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε...
Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω!
Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα

Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελλό μου θα κρατήσω
που έρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει

δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις έριες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε...
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα...

                 Εις Μνήμην...

Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν
Ξεχνοῦσες τὰ δάκρυα, τὴ χαρὰ καὶ τὴ μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκὰ πανιὰ π᾿ ἀνεμίζονται.
Ἴσως δὲ μένει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ αὐτὸ νὰ θυμόμαστε.

Μὲς στὴν ψυχή μου σκιρτᾶ τὸ ἐναγώνιο Γιατί,
Ρουφῶ τὸν ἀγέρα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
Χτυπῶ τοὺς τοίχους τῆς ὑγρῆς φυλακῆς μου
καὶ δὲν προσμένω ἀπάντηση
Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
καὶ τῆς θλίψης μου.

Κι ἐσὺ περιμένεις ἕνα γράμμα ποὺ δὲν ἔρχεται
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.


 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers