Βιογραφικό
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτριου Σύψωμου, που γεννήθηκε στη Χίο το 1879, μα έζησε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές γράφτηκε στη Νομική του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρρώστησεν όμως σοβαρά την εποχή των διπλωματικών κι έτσι ποτέ του δεν απέκτησε πτυχείο. Γενικά είχεν αδύνατη κράση, μάλιστα ο Βουτυράς τον αποκάλεσε "σκια" και τον ίδιο, όταν το 1921, εξέδωσε τη ποιητική του συλλογή Σκιες. Για ένα διάστημα ταξίδεψε στη Γαλλία, την Ιταλία κι Αγγλία. Γνώριζεν επίσης θαυμάσια την ευρωπαϊκή φιλολογία, δεν έγραψεν όμως παρά μόνο ποιήματα λίγα, γιατί τον απασχολούσε πολύ η τεχνική τους επεξεργασία και του αναγνωρίστηκεν άλλωστε πως πέτυχε μιαν υποβλητική μουσικότητα. Ποιήματα που καλλιεργούσανε τον ελεγειακό και λυπημένο λυρισμό, όχι από πρόθεση, αλλά γιατί η ιδιοσυγκρασία του ήτανε τέτοια, που τον έκαμε να βλέπει τη ζωή από τη μελαγχολική της πλευρά.
Ήτανε ντροπαλός, ήρεμος, πλούσιος γιατί είχε πάρα πολλά ενώ χρειαζότανε λίγα και του άρεσε να περπατά στη Φρεαττύδα και να συχνάζει στις εκεί ταβερνούλες συνομιλώντας με τους θαμώνες. Μια φορά τη βδομάδα, πήγαινε στην Αθήνα, να βρει τις φιλολογικές παρέες του και δε του άρεσε να μιλά για τα προσωπικά του. Από μικρός είχε ποιητική κλίση κι ενθουσίασε τον θείο του Παύλο Νιρβάνα, ο οποίος τον έμπασε στα τότε λογοτεχνικά περιοδικά.
Πέθανε εν μέσω γενικού πένθους και συμπάθειας, στις 4 Δεκεμβρίου 1932, από εσωτερική αιμορραγία, ένεκα έλκους στομάχου, σε ηλικία 53 ετών. Το 1938 σε πολύ συγκινητική τελετή, ο Δήμος Πειραιά έστησε τη προτομή του στη Πλατεία Φρεαττύδας, που έκτοτε πήρε τ' όνομά του.
------------------------------------------------------------------------------------------
Η Θαμπωμένη Χώρα
Πολλές φορές στου δειλινού τη μυστική την ώρα
όταν γυρνώ με τη ψυχή βαρειά συλλογισμένη,
πολλές φορές στην ερημιά βγαίνει μιαν άυλη χώρα,
μια χώρα σιωπηλή και πάντα θαμπωμένη...
Τα σπίτια της είναι κλειστά κι είναι παλιά. Κλωνάρια
ξεβγαίνουν μες απ' τις αυλές, τις ρημαγμένες,
στους τοίχους, στα κατώφλια τους φυτρώνουνε χορτάρια
κι οι στέγες μες στη πράσινη τη μούχλα είναι ντυμένες.
Έτσι είναι. Κι άλλα τα 'χα δει θαρρώ στα μαύρα ξένα,
άλλα δω πέρα στο χωριό και κάποια στο νησί μου,
κάποια στο δρόμο του γιαλού, σε χρόνια ευτυχισμένα
κι όλα τους κι όλ' η χώρα αυτή μου λέει για τη ζωή μου...
Α! καθώς μπαίνω στ' άχαρα τα βραδυνά στενά της
κανένας δεν υπάρχει πια να βγει να μ' απαντήσει,
εγώ είμαι ο μόνος κι ο στερνός που τα περνώ, διαβάτης.
Θυμάμαι αγάπες, σβήνεται το λίγο φως στη δύση...
Σβήνεται αγάλια, ολότελα! Κι η χώρα η θαμπωμένη
μαζί με κείνο σιωπηλή βυθίζεται μακριά μου...
Γυρνώ σκυφτός... κι αλίμονο! τριγύρω μου δε μένει
παρά η νυχτιά κι η σκοτεινιά κι η ατέλειωτη ερημιά μου...
Φωνές Της Θάλασσας
Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι' άκρη, τώρα π' άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιες το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ' ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιες το, η ψυχή σου αξένιαστη τόσο πολύ να γίνει
που αν έρθ' η μοίρα σου η κακιά, να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε, μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Τότε Που Σ' Είδα Να 'ρχεσαι...
Τότε που σ' είδα να 'ρχεσαι με τ' άλλα χελιδόνια,
τότε και μόλις ένιωσα για ποια χαρά μιλούσαν
μέσα στα φύλλα τα πουλιά τα πνεύματα στα κλώνια
κι οι πεταλούδες που στο φως νιογέννητες ξυπνούσαν.
Το μονοπάτι διάβαινες κι είχες μια λάμψη τόση,
μια τέτοιαν άνθινη ομορφιά στο νοτισμένο χώμα,
που δίχως άλλο η 'Ανοιξη θα σ' είχεν ανταμώσει
και κάτω απ' τις αμυγδαλιές σε φίλησε στο στόμα.
Επίγραμμα
Εδώ στην έρημη πηγή
που ίσκιος επλανήθη
μιας ομορφιάς ανέγγιχτης,
στα κρουσταλένια βύθη,
για τις νυφούλες του νερού
και στης ιτιάς τον κλώνο
στεφάνι αγριολούλουδα
κρεμώ κι αφιερώνω.
Παρακαλώ τις καλαμιές
με τους αυλούς θλιμένα
να κελαδούν τ' αμίλητα
λογάκια τα σβησμένα.
Και τη πηγή στο κοίλωμα
του βράχου, κει στην άκρια
να χύνει σα σε λήκυθο
τα μουσικά της δάκρυα.
Το Θέατρο
Δε ξέρω πως να σου το πω, μα ο δρόμος χθες το βράδυ
μες στη σταχτιά τη συννεφιά, σα θέατρο είχε γίνει,
μόλις φαινόταν η σκηνή στ' ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιες φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Τα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι βγαίναν κι έπαιζαν τ' αλλόκοτο τους δράμα
κι άκουγες βόγγους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Εγώ δε ξέρω. Βγαίνανε και σμίγαν και παγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία
κι έβγαινε -Θε μου- κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν
έβγαινε -Θε μου- κι έρριχνε τη μαύρη της αυλαία.
H Γιαγιά Μου
Πήραν στρατί-στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλλάρηδες απάνω στ' άτι.
Και γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσ' από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σα τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν -ποιος το ξέρει;- κάτι.
Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη
και να της φέρει αθάνατο νερό.
Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ' απάνω -μια φορά κι έναν καιρό-
ο Αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.