Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Πεζά 

3 Χαμένα Φεγγάρια

     Μια φορά κι ένα καιρό ήσαν τρεις φίλοι. Ήσαν συνομήλικοι και γείτονες, έτσι, ως ήταν φυσικό, μεγάλωσαν σχεδόν μαζί. Όταν έφθασαν στην αποφοίτηση, ακριβώς μετά τη τελευταία μέρα του σχολείου, τα μπουγελώματα και τη γιορτή της, πήγανε κι οι τρεις να τα πιούνε, γιατί ένιωθαν πως η ζωή θα τους χώριζε, έστω και λιγάκι.
     Μέχρι τότε ήσαν αχώριστοι σ' όλα τους και πολύ αγαπημένοι. Κάτι οι εξετάσεις, (ίσως να επιτύγχαναν σε διαφορετικά μέρη μιας κι είχαν διαφορετικούς στόχους), κάτι ο στρατός, κάτι ο βιοπορισμός, κάτι οι τυχόντες επερχόμενοι -κάποια στιγμή- γάμοι, θα 'σπαγαν είτε λίγο, είτε πολύ, είτε κι ολοσχερώς, το τρίο. Εκεί λοιπόν που τάπιναν στα ολόχαρα δεκαοχτώ τους χρόνια και μ' όλο το "φαΐ" ακόμα μπρος τους σχεδόν αφάγωτο, συμφώνησαν, δίνοντας όρκο φοβερό κι απαράβατο, να ξανασυναντηθούν την ίδια μέρα, την ίδια ώρα έπειτα από εικοσιδύο χρόνια, ότι κι αν τύχει, όπως κι όπου και να 'ναι έκαστος. Θα 'καναν ανακεφαλαίωση της ζωής τους, θα 'λεγαν τι απ' τα όνειρά τους πέτυχαν, σε τι άλλαξαν και τι σχέδια έχουν για το μέλλον. Φυσικά θα το γλεντούσαν επίσης, μέχρι τελικής πτώσεως. Μόνον ο θάνατος θα τους εμπόδιζε να πραγματοποιήσουν αυτό το σχέδιο. Η μέρα κύλησε κι αφού διασκέδασαν αρκετά, χωρίστηκαν με κάποια λύπη, ωστόσο γεμάτοι κι οι τρεις απ' την επίγνωση τούτης της φιλίας τους!
     Πράγματι η ζωή τους χώρισε!
     Πέτυχαν κι οι τρεις σε διαφορετικές σχολές και πόλεις. Κι όταν ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους ένας-ένας χωριστά, πήγαν στρατιώτες επίσης σε διαφορετικά σημεία. Κύλησαν έτσι κοντά στα οχτώ χρόνια και κανά-δυό με κάτι μεταπτυχιακά, 'φτάσαν στη δεκαετία. Η επαφή, μέσω αλληλογραφίας, μεταξύ τους, ενώ τους πρώτους μήνες ήταν πυκνή, σιγά-σιγά ατόνησε. Οι διαφορετικές σπουδές δημιούργησαν χωριστούς κύκλους γνωριμιών και κάτι μικροανάποδες συγκυρίες τα 'φεραν έτσι, που οι τρεις φίλοι, τη πρώτη δεκαετία χωρισμού τους να μην είχαν πια καμιά επαφή. Έπειτα μπαίνοντας στη δεύτερη δεκαετία κάτι οι γάμοι, ένας-ένας, κάτι μεταθέσεις κι επαγγελματικές υποχρεώσεις, τους ανέβασαν στη πρωτεύουσα σε διαφορετικές φυσικά συνοικίες, έτσι τα όποια ψήγματα ελπίδας για επανασυγκόλληση του τρίο, εξατμίστηκαν. Η ζωή αδυσώπητη κύλησε γοργά με ρυθμούς -όπως συνήθως- μη ελεγχόμενους, έτσι πέρασε κι η δεύτερη δεκαετία. Ωστόσο μη τυχόν και νομισθεί πως ξέχασε κανείς τους το μεγάλο ραντεβού. Ίσα-ίσα! 
     Έτσι έφτασε η μέρα κείνη και ξαναβρέθηκαν κι οι τρεις στο ίδιο εκείνο σημείο, που φυσικά είχε αλλάξει πια, αλλά κι εκείνοι όμως αλλαγμένοι σαραντάρηδες πλέον. Αγκαλιάστηκαν με δάκρυα, φιλήθηκαν και πιασμένοι -πάλι το τρίο μαζί- έτσι όπως μόνο οι άντρες πιάνονται, πήγαν στο κοντινότερο ταβερνάκι να τα πιουν και να τα πουν.
     Γκριζάρισμένοι, με καραφλίτσα, κοιλίτσα κι οι τρεις, κανένας τους δεν είχε αφήσει μούσι, μαλλιά ή μουστάκι. Το πρόσωπο τους σμιλεμένο από το παράφορο γλύπτη χρόνο.
     Αφού έκατσαν, παρήγγειλαν και χαριεντίστηκαν λιγάκι μεταξύ τους, αποφάσισαν ομόπνοα να διηγηθούν με τη σειρά -αναλυτικώς- τις ιστορίες τους!
     Κάθε μία ιστορία ήταν λίγο-πολύ η ίδια, με καθενός από μας και χωρίς ιδιαίτερες "περικοκλάδες". Κανείς δεν είχε γίνει ζάπλουτος και κανείς φτωχότατος. Μεσοαστοί, βολεμένοι χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις. Έπειτα, σαν ολοκλήρωσαν με το παρελθόν, πάλι με την ίδια σειρά θέλησαν να πουν για τα μελλοντικά τους σχέδια! Πάλι δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει κάτι το συνταρακτικό. Σχέδια για βελτίωση της δουλειάς και μεγάλωμα της οικογένειας, σπουδές παιδιών, ακρίβεια, πολιτική, ποδόσφαιρο και τα λοιπά κουραστικά. Εκεί που θα διέκρινε κάποιες διαφοροποιήσεις, κάποιος τυχών ωτακουστής, ήταν στο ιδιοσυγκρασιακό προφίλ του καθενός έτσι όπως ανάβλυζε από τα λεγόμενά τους και καθώς είχε σφυρηλατηθεί με τη πάροδο των ετών.
     Ο ένας ήταν -εκτός των άλλων- λάτρης της λογοτεχνίας, έγραφε μάλιστα που και που ο ίδιος. Ο άλλος ήταν τεχνοκράτης μέχρι "αηδίας" κι ο τρίτος ήταν γόης, ποδογυράκιας. Ωστόσο κι οι τρεις τους χωρίς τρομερές επιτυχίες στους επί μέρους... κλάδους τους.
     Ο "ποιητής" (ας τους πούμε μ' αυτά τα ψευδώνυμα γιατί ονόματα δε κάνει να λέμε) ντρεπόταν να μιλήσει στους φίλους του γι' αυτή του τη κλίση. Γιατί κάθε φορά που 'κανε μία νύξη ή αναφορά σ' αυτά τα θέματα, ο μεν "τεχνοκράτης" απαντούσε:
 -"Πφφ, μπαρούφες. Μα είναι δυνατόν να ασχολείται κάποιος με τέτοια τη σήμερον ημέρα"; Ο "γόης" έλεγε:
 -"Βρε άστα αυτά και πες μας, γαμάς κανά καλό μουνάκι τελευταία";
     Ο "τεχνοκράτης" πάλι, δε καταλάβαινε γιατί σαν άρχιζε να μιλά για μεγαλεπήβολα σχέδια, -που ωστόσο δεν είχαν τύχει της δέουσας αναγνώρισης από τους χορηγούς του-, πρώτα χασμουριόντουσαν -ο "ποιητής" διακριτικά, ενώ ο "γόης απροκάλυπτα"- κι έπειτα ο πρώτος πέταγε κάποιο στίχο (να δεις ποιανού μωρέ γαμώτο... α... του Καβαθά ή μήπως Γαβαθά; τι διάολο κωλοόνομα κι αυτό Θεέ μου! Αν αυτόν τον έλεγαν έτσι θα 'χε φαληρίσει, άσε που οι χορηγοί θα τον είχαν τζάσει προ πολλού) με κάτι "σατραπείες και τέτοια", ενώ ο άλλος του 'λεγε:
 -"Αλήθεια, εσύ δε μας είπες τελικά, γαμάς καμιά εκεί στο γραφείο";
     Ο "γόης" απ' τη πλευρά του, όταν κατάφερνε να φέρει το θέμα στο ποδόγυρο και περιέγραφε με ...πηχιαίους τίτλους, τις αρκετά μεγεθυμένες και πολλαπλασιασμένες γυναικοπεριπέτειες, παρατηρούσε πως ο "ποιητής" τον κοιτούσε δακρύζοντας ανεπαίσθητα και πετούσε κάτι ακαταλαβίστικες φράσεις στα κενά, ενώ ο "τεχνοκράτης" του την έλεγε πειραχτικά με φράσεις του τύπου -"άντε ρε" και -"πωπώωω" και τη πιο απαίσια επωδό -"ρε συ, να φυλαγόμαστε δηλαδή! Εσύ με τη τη φόρα που 'χεις πάρει θα μας τινάξεις το κωλοσουφρονεύρι! Γκαρσόν ένα τσίγκινο παρακαλώ"!
     Η βραδιά έφτανε στο τέλος και πες-πες, πιες-πιες φτάσανε σε μύχιες αποκαλύψεις. Όπως ήταν φυσικό εδώ υπήρχε -όπως πάντα συνήθως- ένας κοινός παρονομαστής. Η γυναίκα! 
     Για το ποιητή, ήταν η γυναίκα που τον έκανε μαντάρα και γέμισε πολλά σημειωματάρια μ' αρωματισμένες και δακρυσμένες λέξεις. Οι δεύτερες σαφώς να υπερισχύουν των πρώτων και φυσικά προς το τέλος της σχέσης τους. Σχέση πολύ σύντομη γιατί είχε αφεθεί κι είχε πέσει κατακούτελα μέσα. Είχε δοθεί τα μάλα και στο τέλος που εξήλθε -κακήν κακώς- γεύτηκε άσφαλτο με το πηγούνι.
     Για το γόη, ήταν μια κατάκτηση μεγάλη (μπαρούφες! Κάνα δυο φορές βγήκαν μαζί, εκείνη είδε ότι ήταν ψιλοστόκος και ...λίγος κι έκοψε ρόδα μυρωμένα, ενώ ο τύπος ανασήκωσε τους ώμους κι άλλαξε ...κυνηγετικό καρτέρι) και μία σχέση κολοσσός που ωστόσο σαν είδαν κι οι δύο πως δεν πήγαινε άλλο, χώρισαν τα τσανάκια τους, έτσι απλά, κοινή συναινέσει.
     Για το τεχνοκράτη, ήταν μία ξεπέτα γραφειακή, απλά ήταν λίγο μακράς διαρκείας για τα γούστα του. Μάλιστα στο τέλος του 'χε γίνει ...τσιμπούρι, (είδε κι έπαθε να τη ξεκολλήσει στη πραγματικότητα, αυτή η γυναίκα είχε αλωθεί απ' αυτό τον αδιάφορο κι αποστειρωμένο ...γραφιά -έτσι τον έλεγε- πλην όμως γοητευτικό και τεχνίτη στο σεξ!), προσπάθησε όντως να τον αγκιστρώσει αλλά δε το κατάφερε.
     Όταν τελικά το πήρε απόφαση πως δε γινόταν τίποτε, έγινε χάλια. Προσπάθησε να τον ξεχάσει με κάποιον ψιλοκομψευόμενο, αλλά ήταν ...τζούφιος και τον έτζασε γρήγορα. Έπειτα γνώρισε έναν άντρα που ήξερε να μιλά στις καρδιές των γυναικών με τα λόγια και τους στίχους, αγόταν απ' τα αισθήματά του κι έτσι της μετέδιδε όλο το υπόβαθρο που τόσο της είχε λείψει κι η απέραντη φλόγα του έρωτά του τη λαμπάδιαζε κι εκείνη. Αυτός ουσιαστικά, ήταν κι οι δυο τους στη σχέση! Αυτό κρατούσε κι ίσως να κρατούσε πολύ περισσότερο αλλά ο ...τζες άρχισε να 'χει ολοένα και περισσότερες απαιτήσεις πάνω της. Πράγμα φυσικότατο για δυο ερωτευμένους αλλά όχι για ένα μόνο. Έτσι, στην αρχή, της έδωσε τη δυνατότητα να ...προπονήσει τα νυχάκια της πάνω του κι έπειτα να εκδικηθεί στο πρόσωπό του, τον πρώτο τύπο που τη διέλυσε και κατ' επέκτασιν όλους τους άνδρες τούτης της γης.
     Η βραδυά είχε πια δώσει τη θέση της σ' ένα όμορφο λυκαυγές!
 -"Σήμερα θα 'χει πανσέληνο" είπε ο ποιητής και κανείς δε σχολίασε. "Εγώ λατρεύω τον έρωτα, είμαι αδιάφορος για το θάνατο και με συναρπάζει η μοναξιά" συνέχισε απτόητος.
 -"Εγώ φοβάμαι τον έρωτα. Μου είναι αδιάφορο, άλλωστε είναι αναγκαίο τέλος όλο αυτό πουχει να κάνει με το θάνατο κι η μοναξιά μου είναι επιθυμητή! Αμάν πια, θα 'θελα να 'μουν κάπου μόνος. Ολομόναχος ρε παιδάκι μου! Απαπα"! είπε ο τεχνοκράτης και συμπλήρωσε αμέσως: "Να 'χα μόνο τηλέφωνο, πισι και τηλεόραση! Όχι πως θα τ' άνοιγα συχνά δηλαδή, αλλά να, έτσι, όποτε θα 'θελα"!
     Όλοι χαμογέλασαν και πήρε το λόγο ο γόης.
 -"Ρε παιδιά δε σας καταλαβαίνω! Εγώ τρέμω το θάνατο! Μπρρρ! Να ξέρατε πως φοβάμαι σα σκέφτομαι ότι κάποτε θα 'μαστε χώμα και κόκαλα. Ο έρωτας να σας πω... δε με ενδιαφέρει. Μαλακίες! Πφφφφ! Έρωτας! Ρέεε καλά να 'μαστε να γαμάμε μέχρις όσο μας σηκώνεται! Όσο για τη μοναξιά δε συμφωνώ. Εγώ δε μπορώ να καταλάβω πως θα 'ναι να ζω ολομόναχος. Ποιος θα με περιποιείται; Μπα", έβγαλε έναν αναστεναγμό προσθέτοντας "φοβάμαι επίσης τα γηρατειά! Αχ, δε θα σκιρτώ ερωτικά πια". Εκεί πάνω οι άλλοι δύο το μουντζώσανε γελαστοί. Έτσι βρήκε την ευκαιρία να υπερθεματίσει: "Ρε 'σεις, πα' να βρούμε κανά καλό μουνάκι";
     Χώρισαν χωρίς καν να υποψιαστούν ότι ήσαν οι τρεις πανσέληνοι που 'χαν χαθεί πια οριστικά ωστόσο -κατά μια διαβολική σύμπτωση- είχαν κι οι τρεις τους την ίδια γυναικεία μορφή!
     Δώσανε ραντεβού μετά 10 χρόνια αλλά το ξέρανε κι οι τρεις πως δε θα πήγαινε κανείς τους...

                                                          Αύγουστος 2002

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers