Πεζά

Ποίηση-Μύθια

Ο Dali & Εγώ

Θέατρο-Διάλογοι

Δοκίμια

Σχόλια-Αρθρα

Λαογραφικά

Ενδιαφέροντες

Κλασσικά

Αρχαία Ελλ Γραμμ

Διασκέδαση

Πινακοθήκη

Εικαστικά

Παγκ. Θέατρο

Πληρ-Σχολ-Επικοιν.

Φανταστικό

Ερ. Λογοτεχνία

Γλυπτ./Αρχιτ.

Κλασσικά ΙΙ

 
 

Κλασσικά 

Ουράνης Κώστας: Θλιμμένο Τρυφερό Στρουθίον...

Βιογραφικό

     Ποιητής & πεζογράφος, απ' τους πρώτους και πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της σχολής του ρομαντισμού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νιάρχος ή, όπως το άλλαξε ο ίδιος, Νέαρχος. Γεννήθηκε το 1890 στη Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Νικόλας καταγόταν από τη Κουνουπιά της Κυνουρίας κι η μητέρα του Αγγελική Γιαννούση από το Λεωνίδιο. Στο Λεωνίδιο έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, κατόπιν πήγε στη Κωνσταντινούπολη όπου συνέχισε στη Ροβέρτειο Σχολή και στο ιδιωτικό Λύκειο Χατζηχρήστου απ' όπου αποφοίτησε. Σ' ηλικία 18 χρονών ήρθε στην Αθήνα όπου εργάστηκε για λίγο στην εφημερίδα "ΑΚΡΟΠΟΛΗ". Κατόπιν, έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές τις οποίες παραμέλησε λόγω της μεγάλης αγάπης του στα ταξίδια.
    Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, αρρώστησε από φυματίωση και με συμβουλή των γιατρών παρέμεινε δύο χρόνια στο Νταβός της Ελβετίας. Εκεί γνώρισε τη Πορτογαλίδα Μανουέλα Σαντιάγκο και τη παντρεύτηκε. Μετά από λίγα χρόνια χώρισε. Στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκε με τη συγγραφέα και κριτικό Ελένη Νεγρεπόντη (γνωστή και με το ψευδώνυμο Αλκης Θρύλος). Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος στη Λισσαβώνα και το 1924 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξασκώντας τη δημοσιογραφία σα χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας "ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ" και τακτικός συνεργάτης στις εφημερίδες "ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ", "ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ" και ταυτόχρονα στον "ΕΘΝΙΚΟ KΗΡΥΚΑ" της Αμερικής.
    Σαν ανταποκριτής και δημοσιογράφος ταξίδεψε σ' όλο το κόσμο και μ' αναφορά τα ταξίδια του έγραψε ταξιδιωτικά βιβλία. Παράλληλα αντιμετώπιζε προβλήματα με τη μόνιμα κλονισμένη υγεία του. Η κατάσταση του επιδεινώθηκε μετά τη κατοχή. Από τότε, χρειάστηκε να νοσηλευθεί κατά καιρούς στο σανατόριο Παπανικολάου, στα Μελίσσια Αττικής.
     Στο σανατόριο αυτό πέθανε στις 12 Ιουλίου 1953 από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 63 ετών.



    Ασχολήθηκε με τη ποίηση και με τη ταξιδιωτική κυρίως πεζογραφία. Επίσης έγραψε διηγήματα, κριτικές μελέτες, μικρές πρόζες και δοκίμια, με ξεχωριστή επίδοση σε θέματα των εικαστικών τεχνών. Τέλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξένων έργων. Το πρώτο του ποίημα  (εμπνευσμένο από την καταστροφή της Αγχιάλου) το έγραψε σε ηλικία 14 χρονών, όταν φοιτούσε στη Ροβέρτειο Σχολή. Πρωτοεδημοσίευσε ποιήματά του τον Δεκέμβρη του 1908 στο περιοδικό "ΕΛΛΑΣ". Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το "Ημερολόγιον Ελλάδος" και μ' ένα μεγάλο αριθμό περιοδικών: "Δάφνη", "Νουμάς", "Καλλιτέχνης", "Γράμματα" και "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας, "Νέοι", "Μούσα", "Παναθήναια", (Αμερικής), "Μπουκέτο", "Οικογένεια", "Ημερολόγιο Του Μπουκέτου", "Κυριακή Του Ελεύθέρου Βήματος", "Ελληνικά Γράμματα", "Πειθαρχία", "Νέα Εστία", "Σήμερα", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Ορίζοντες", στη "Φιλολογική Πρωτοχρονιά". Επίσης έγραψε και στις εφημερίδες: "Ακρόπολις", "Νέα Ελλάς", "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερος Λόγος", "Δημοκρατία", "Ελεύθερον Βήμα", "Πρωία", "Αθηναϊκά Νέα", "Η Καθημερινή" κ.α.
     Το έργο του Ουράνη αποτελείται κύρια από τις ποιητικές συλλογές "Σαν Όνειρα" (1909), "Spleen" (1912) και "Νοσταλγίες" (1920), την κριτική μελέτη "Κάρολος Μπωντλαίρ" (Αλεξάνδρεια 1918), τα ταξιδιωτικά βιβλία "Sol y Sombra" (1934), "Σινά, Το Θεοβάδιστον Όρος" (1944), "Γλαυκοί Δρόμοι" (1947), "Ταξίδια Στην Ελλάδα" (1949) και τη μυθιστορηματική βιογραφία "Αχιλλεύς Παράσχος".


===========================


                            Η Αγάπη

Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στη πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα.
Αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, δίχως να νιώσεις από που,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα.

Θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυό,
τα μάτια που κουράστηκαν στους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: "Ποιά ειμ' εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποιά 'ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει,θε να 'ρθεί.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις έξαφνα 'μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ'αγκαλιάσει.

Ειδέ κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να τη δεχθείς,
και σα φανεί, τρέξεις σ' αυτή κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.

                 Φθινοπωρινό Πάρκο

Ω! πόσον είναι πένθιμο μες στη βροχή το πάρκο,
με τα χλωμά λουλούδια του που γέρνουν λαβωμένα
και τα βρεγμένα αγάλματα που γύρω τους σαπίζουν
σωροί τα φύλλα που 'φερε ο αγέρας μαραμένα...

Οι λεωφόροι του, έρημες, απέραντες και κρύες,
φαντάζουν μέσα στο τεφρό, στυγνόν ορίζοντά του
-με τα ψηλά τα δέντρα τους γυμνά σκελετωμένα-
σα να οδεύουν στο βουβό βασίλειο του θανάτου.

Τριγύρω απ' τις δεξαμενές οι αρχαϊκές υδρίες
πλέον δεν καθρεφτίζονται, όπως τα καλοκαίρια,
με τ' άσπρα που κατέβαιναν να πιούνε, περιστέρια:

μόνο του αναβρυτηρίου το μουσικό το κλάμα,
μαζί με τη ψιλή βροχή και με τον κρύο αγέρα,
σκορπιέται μάταιο στη γυμνή, σπαραχτικήν ημέρα.

                             Ζωή

Κάποιες φορές, σα βράδιαζεν αργά στη κάμαρά μας,
τ' ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου πάνω
και με θλιμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
"θα με ξεχάσεις;" ρώταγες "καλέ μου,σα πεθάνω;"

Δε σ' απαντούσα. Τη φωνή τη πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι έσφιγγα με παροξυσμό τ' αδύνατο κορμί σου,
σα να 'θελα μεσ' στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο, για, αν δε μπόραγα, να 'ρχόμουνα μαζί σου.

Γιατ' ήσουν όλη μου η ζωή, χαρά της και σκοπός της,
κι όσο κι αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα, δεν ένιωθα κοντά μ' άλλη από σένα.

Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες, με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου, αγάπη μου, πως πάω να συνηθίσω.

                           Της Αγάπης

Να 'ξερες πως λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!

Πόσες φορές αλίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επιτέλους έφτασες, Εσύ που 'χες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
τη ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθίσει.

Μα δεν ερχόσουνα ποτές και μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν' ανθίσει

και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ' είδα!...

     Το Κορίτσι Των Δεκατριών Χρονών

Σβέλτη, γοργή και γλιστερή σα φίδι, όλη την ώρα
που να τη πιάσω τέντωνα τα χέρια, ξεγλιστρούσε
και πάντα προκαλώντας με κι όλο ξεφεύγοντάς μου,
ευτυχισμένη, ολόκαρδα κι ειρωνικά γελούσε.

Μ' απάνω στο κυνηγητό κι απάνω στο παιγνίδι,
κάθε που σμίγαν τα κορμιά και κόλλαγαν στη πάλη,
εκείνη πια δε γέλαγεν αθώα σα και πρώτα
κι εμένα ως κύμα ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.

Και μια στιγμή, που άρπαξα τη μέση της και μ' άγρια
επιθυμία την κράτησα μέσα στη αγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τα πόδια της μέσα στα γονατά μου,

Την είδα που αφέθηκε γλυκά στο σφίξιμό μου,
ενώ τα μάτια γλάρωναν και τρέμανε τα χείλη:
κι ένιωσα ότι μέσα της εξύπνησε το θήλυ.

             Ερωτικό

Δε μπορώ να ξέρω, δε μπορώ να πω
αν θα σ' αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως κι όσο, τώρα.

Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σα το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.

Ό,τι ξέρω είναι πως, από τη μέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες και το θαύμα
μπήκε στη ζωή μου.

Ολ' αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκορπισε η χαρά,
σα στα βαλτοτόπια που τα πλημμυρίζουν
ζωντανά νερά.

Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.

Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μου δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,

που να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος κι όπως ήμουν πρώτα,
-κάλλιο να μην ζήσω.

Θα Πεθάνω Ένα Πένθιμο Του Φθινοπώρου Δείλι...

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες στη κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα, μόνος,
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο π' ανεβάζει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου. Θα 'ρθει ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: -"Τον Ουράνη
μη τον είδε κανείς; Εχει μέρες που χάθηκε!
..."
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: -"Μ' αυτός έχει πεθάνει".

Μια στιγμή θα κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να πουν: -"Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!"
Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινίσουνε πάλι.

Κάποιος θα 'ναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψει
πως: "Προώρως απέθανεν ο Ουράνης στη ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ' εκδόσει
συλλογή με ποιήματα πολλά υποσχομένη
".

Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες
όπου θα 'ν' όλοι οι φίλοι μου κι ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρρώντας πως τη ξέχασα γι' άλλη
θα μου γράψει ένα γράμμα και νεκρό θα με βρίσει.

                 Ταξίδι Στα Κύθηρα

Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,

μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, που μέσα
σε δέντρα και σε λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνετ' ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης -του έρωτα τη θριαμβική θεά.

Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κι η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη μαραθήκαν

και κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμειν' ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στη πρύμνη πεθαμένο.

         Ένα Καράβι Φεύγει...

Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι -προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.

Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το που πάει, κανένας δε το ξέρει.

Ούτ' έν' άσπρο μαντίλι δε το χαιρετά,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνά.
Μόν' οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια.

Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
-λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια-,

οι άνθρωποι που κοιτάν στη παραλία
νιώθουν πιο άδεια, πιο στενή τη πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του.
Σα κάτι να τους έφυγε μαζί του...

                   Η Ζωντανή Νεκρή

Δε πέθανες! Στη κάμαρα ακόμα τ' άρωμά σου
είν' απλωμένο ως τώρα δα να μ' άφησες κι απάνω
στον καναπέ ατελείωτο μένει το κέντημά σου
και το κομμάτι που 'παιζες είν' ανοιχτό στο πιάνο.

Απάνω στο τραπέζι μου πάντα η δική σου εικόνα,
που πάντα με τηn ήρεμη ματιά της με κοιτάζει,
και δεν είναι ο άνεμος, μα είσαι συ, τη πόρτα
που μισανοίγεις για να μπεις την ώρα που βραδιάζει.

Δε πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σ' όλα:
στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα,
στα νέφη που χρυσίζουνε σα πάει να σβήσει η μέρα

κι ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νιώθω ξαπλωμένη...
Δε πέθανες. Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε:
τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!

                     Δον Κιχώτης

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ' άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει
και πίσω του, στο στωικό γαϊδούρι του καβάλλα,
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλι ακολουθάει.

Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια,
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια...

Στο πέρασμά του από τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας τ' αλλουνού κι ειρωνικά γελάνε.

Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι ανθρώποι χασκαρίζουνε. 'Aσε τους να γελάνε:
οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!

 Τελευταία Σχεδιάσματα
                                (απόσπασμα...)

Καρπό δεν έκοψα κανένα
από το δέντρο της ζωής,
μονάχα μάζεψα ό,τι βρήκα
να 'ναι πεσμένο καταγής...
...
Τώρα γυρίζω και κοιτάζω
και τη ζωή αναμετρώ:
-πόσο μεγάλη ήταν η φόρα,
-πόσο το πήδημα μικρό!

I

Οι άρρωστοι είναι πρίγκιπες που ζούν στην εξορία,
σε κάποια πένθιμη, Ίρημη και κρύα Σιβηρία,
και που όλη μέρα ακίνητοι, κατάχλωμοι και μόνοι,
κοιτάν ρεμβοί να πέφτει αργά το χιόνι απά στο χιόνι...

Οι άρρωστοι είναι τα λευκά τριαντάφυλλα πού αγάλια
ήπιαν το λίγο το νερό πού είτανε στ' ανθογυάλια και,
δίχως τώρα τίποτα στον κόσμο να προσμένουν,
σκύβουν μοιραία τα κορμιά κι αθόρυβα πεθαίνουν...

2
Τα χείλια τους, που ο θάνατος τα έχει φιλημένα,
πέταλα ρόδων μοιάζουνε, σαν πέφτουν μαραμένα
σε κάμαρες κατάκλειστες, γεμάτες ησυχία,
σκορπώντας μιαν ανώφελη, θανατερή ευωδία...

Τα χέρια τους που μοιάζουνε με τα λευκά τα κρίνα,
που 'ναι χλωμά, γυαλιστερά και διάφανα ως εκείνα,
βαριά σαν στα σεντόνια τους απάνου ακινητάνε
οι άρρωστοι ώρες σκεφτικά, θλιμένα τα κοιτάνε.

Τα μάτια τους σα βλέπουνε τη φύση, την ημέρα,
είναι σα να κοιτάζουνε πέρα απ' αυτές, πιο πέρα,
κι είναι η ματιά τους η στηλή μες σ' ίσκιους βυθισμένη
ως γύρω τους μιά αόρατη νυχτιά να κατεβαίνει...

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers