Όταν κάθομαι μπροστά στο αναμμένο τζάκι που τριζοβολά, κάνω πάντα παράξενες σκέψεις.
Συνήθως ειν' ανάξιες να καταγραφούν.
Σήμερα όμως σκέφτηκα κάτι αναπάντεχο κι έκατσα να το μεταφέρω στο χαρτί.
Σκέφτηκα τον Οδυσσέα στην Ωγυγία.
Σα να τονε βλέπω να κάθεται στο βράχο και ν' αγναντεύει το πέλαγος.
Κάπου πέρα μακρυά στο βάθος, περιμένει το χρέος.
Τον περιμένει η Πηνελόπη, ο Τηλέμαχος, το Βασίλειο κι οι Μνηστήρες.
Αυτός όμως καρφωμένος σε τούτο το πλάνο νησί, άβουλος, πιόνι της γυναίκας-αράχνης,της Καλυψούς.
Αυτή τον αποδυναμώνει, τον μαυλίζει και τονε κρατά δέσμιο μ' αθέατα σχοινιά.
Είναι σα ν' ακούω τη γλυκειά, πλανερή φωνή της να τονε καλεί και να του παίρνει το νου.
Ύστερα στη σπηλιά, σα να τη βλέπω, να του τραγουδά, δουλεύοντας επιδέξια τον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Στο πρόσωπό του πλανιέται, ένα ξεστρατισμένο χαμόγελο, ανάκατο με τύψεις κι ευφορία.
Πόσο μακρυνή φαντάζει τώρα η Ιθάκη!
Τί κι αν ο φτερωτός Θεός, ο Ερμής, σαν απεσταλμένος του Δία και της Μοίρας, θα 'ρθει να ζητήσει από τη νύμφη να ελευθερώσει τον άντρα με το παράξενο πεπρωμένο.
Τί κι αν αυτή, με βαρειά καρδιά, το επιτρέψει.
Τον αγάπησε αυτόν τον άντρα και τονε θέλει κοντά της!
Τί κι αν ο ίδιος ετοιμάσει το σκαρί, με Θεϊκή βοήθεια, που θα τον οδηγήσει πιο γρήγορα στο χρέος.
Πάλι στεναχωρημένος θα 'ναι.
Γιατί υπάρχουν ακόμα, πολλά λιμάνια και νησιά να συναντήσει.
Πολλοί πειρασμοί, αξόρκιστοι ακόμα.
Υπάρχουνε γυναίκες, η Κίρκη, η Ναυσικά, που θα τον κρατήσουν μακρυά από τον σκοπό του.
Aλήθεια, πόσο ρέπει η νια καρδιά στους πειρασμούς!
Το κεφάλι που 'χει έστω και μια μαύρη τρίχα πάνω!
Μα κι όταν πια δε μπορεί, με πόση ηδονή γαντζώνεται στη θύμηση των πρότινών του!
Πόσο αξίζει όμως κάποιος που τελικά, έστω κι αργά, φέρνει σε πέρας το χρέος του;
Έστω κι αν μένει άδειος, να γερνά με μόνη συντροφιά τις αναμνήσεις;
Κι αν βρει την Ιθάκη του απλή κι αγνώριστη, τη Πηνελόπη γερασμένη, όχι πια φρέσκια και δροσερή και το Τηλέμαχο, έναν άγνωστό του ξένο, νεαρό;
Μόνο συμβατικά πια ξαναδένει με χοντρούς και πρόχειρους κόμπους, τα κομμένα σχοινια του, που μοιάζουνε -κι είναι- φθαρμένα από το χρόνο.
Αφήνεται να γεράσει, ξαναδεσμευμένος από κάτι που 'ναι τόσο διαφορετικό από τη λαγνεία της Καλυψούς, μα τόσο ίδιο.
Μόνο που κάτι στιγμές φτερουγά η καρδιά, πετά η θύμηση, πως κάτι ξέχασε, κάτι έχασε, κάτι τονε καλεί.
Και στέκεται πάλι στο βράχο ν' αγναντέψει το πέλαγος μακρυά.
Ιθάκη, Ωγυγία, Νησί της Κίρκης, Νησί των Φαιάκων, δεν έχει και τόση σημασία.
Μα από τούτο το βράχο, κανείς Θεός και καμιά Μοίρα δε θα τονε ξεκολλήσει.
Έτσι, -όχι χωρίς λύπη-, φαντάζομαι...
Σα ν' ακούω τη Πηνελόπη, που διακόπτει το τραγούδι του αργαλειού, -και την υποψία του τραγουδιού των Σειρήνων, που ηχούσε απόμακρα στ' αυτιά του- υφαίνοντας ακόμα, για να στείλει το γιο να φωνάξει τον πατέρα, για το μεσημεριανό κι τον ύπνο!
Αυτός που γεύτηκε το κρασί του Πολύφημου και τα γελάδια του Ήλιου, θα φάει το φαγητό της Πηνελόπης και θα πιει το κρασί της.
Θα πλαγιάσει ευχόμενος να ονειρευτεί ταξίδια, θάλασσες, γυναίκες και περιπέτειες!
Θα πλαγιάσει, γέροντας πια μ' άσπρα μαλλιά, ξέροντας πως στο στερνό ταξίδι, ο απεσταλμένος που θα φροντίσει να τονε ξεκολλήσει, θα 'ναι ένας Μαύρος Καβαλλάρης!
Αυτά σκέφτηκα σήμερα, κοντά στο τζάκι του σπιτιού μου κι αν κάτι μ' έσπρωξε να τα γράψω, ήταν αυτή η ολοζώντανη εικόνα στο μυαλό μου.
Ο ταξιδευτής που παγιδεύτηκε σ' ένα σβώλο γης ανάμεσα στα πέλαγα, μακρυά από το χρέος, να κοιτά από το βράχο, πέρα στο μακρυνό ορίζοντα, ως ότου μια γυναίκα που υφαίνει, να τονε φωνάξει κοντά της και να προσπαθήσει να τονε κάνει ν' αποξεχαστεί.
Κυνηγώντας τα άυλα, ξεχνάμε το υλικό μας βαρος, που μας καθυστερεί, μ' αποτέλεσμα να χάνουμε συνέχεια έδαφος.
Προσπαθούμε να πετάξουμε ψηλά στα σύννεφα και μας κρατά γερά ασφαλισμένους στη γη.
Θέλουμε ν' απομακρυνθούμε -και που να πάμε;- μα είμαστε περικυκλωμένοι από βουνά και θάλασσες κι αν θελήσουμε να τα διαβούμε, το βάρος μας μας πνίγει.
Έτσι στέλνουμε το μόνο άυλο που 'χουμε: τη σκέψη, να ταξιδέψει για μας.
Αυτή, αν κι είναι πράγματι λεύτερη κι άυλη, έχει περιορισμένες δυνατότητες, γιατί δεν έχει παρά μόνο τις εμπειρίες μας.
Είναι ικανή να συνδυάσει ό,τι είδαμε, ν' αναπλάσει προτινές στιγμές και τίποτ' άλλο νέο.
Μένει κι αυτή κοντά μας σα το πιστό σκυλί.
Σαν το χαρταετό που τονε πετάμε ψηλά, μα δεμένο με σπάγκο.
Σαν ένα καράβι που το 'χουμε δεμένο στο μουράγιο και χωρίς εμάς, για καπετάνιο και πλήρωμα, δε ξεκινά για πουθενά.
Τότε είναι που προσπαθούμε ν' ανοίξουμε πλασματικούς δρόμους γι' αυτή και καλωσορίζουμε τη φαντασία.
Κοντά στο τζάκι κι ενώ έξω θρασομανά ο βοριάς, ανοίγουμε ένα βιβλίο ή γράφουμε κουταμάρες σ' ένα χαρτί...
........................................................................
Σε σένα που χρειάζομαι το χαμόγελό και την εύνοιά σου
και που 'ρχεσαι σαν απάντηση σε καυτό ρώτημα...
Σε σένα που δεν απογοητεύεσαι ποτέ,
ακόμα κι αν βρίσκεις τη πόρτα μου ερμητικά κλειστή
κι ενώ είμαι μέσα, δε σου ανοίγω όσο κι αν χτυπάς...
Σε σένα που αγγίζεις με χάδια τους κροτάφους μου
και μου παίρνεις όλη τη κούραση, όλη την ένταση της μέρας...
Σε σένα που μ' αφήνεις πάντα τόσο, μα τόσο ανικανοποίητο
και φεύγεις πάνω στη πιο κρίσιμη στιγμή...
Σε σένα που μου χαρίζεις τη θέρμη σου
και μου κρατάς το χέρι και στις πιο δύσκολες στιγμές...
Σε σένα λοιπόν χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη,
που καταδέχεσαι να μ' αγγίζεις έστω λίγο,
με τα μαγικά σου δάχτυλα...
Σε σένα λοιπόν ζητώ μια μεγάλη συγγνώμη,
για τις ώρες που 'μαι τόσο επιπόλαιος
κι αγνώμων κοινός θνητός...
Σε σένα λοιπόν δίνω μια μεγάλη υπόσχεση,
-έστω κι αν νομίζω πως δε θα τηρήσω-
να βελτιωθώ και να κρατήσω ψηλά τη μυστική μας σχέση...
Σε σένα λοιπόν μια μεγάλη καληνύχτα
κι ένα μεγάλο ευχαριστώ!
Δεκέμβρης 1979