Η Γυναίκα Μου Σε Περισυλλογή
(Περισυλλογή, αναζήτηση, εκτίμηση, ζύγισμα. Το κορμί απηλλαγμένο σάρκας, απέναντι και δίπλα η ψυχή (;) χωρίς το ...δοχείο της. Κλέβουμε στο ζύγι, κατά πως μας βολεύει ή κατά πως δυνάμεθα. Κλέβουμε στο ζύγι κι ο μόνος που το ξέρει είναι το μικρό φυτό αριστερά. Γέρνει αποδοκιμάζοντάς μας (;) ή γονατίζει κι υποκλίνεται.)
Ο Εκτιμητής
Έκλεισε το τηλέφωνο, ολοκληρώνοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία. Ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να του τύχει τελευταία, μιας και τα πράγματα δε πηγαιναν καλά. Δεύτερη μεγάλη είδηση, αυτή τη βδομάδα. Η πρώτη, πριν πέντε μέρες, απ' το διαγνωστικό κέντρο, που τον είχε στείλει ο θεράπων γιατρός του. Εκεί του ανάγγειλανε, μ' όλη την επισημότητα που αρμόζει, πως μέσα του υπάρχει κάτι κακό, που του κλέβει λίγο-λίγο τον ήλιο. Θυμάται τη συνομιλία με το γιατρό και χαμογελάει στυφά:
-"Πόσο καιρό έχω ακόμα γιατρέ;"
-"Δε ξέρω... αυτά κανείς ποτέ δεν τα υπολογίζει με ακρίβεια...έξι... οχτώ μήνες, ίσως χρόνο και δεν είναι αναστρέψιμο! Λυπάμαι πραγματικά"
-"Μη λυπάσαι γιατρέ...όπως είπες ...κανείς ποτέ δε ξέρει..."
Εδώ και πέντε μέρες λοιπόν πάσχιζε να δεχθεί το νέο. Διαπίστωνε κάθε μέρα που περνάει, πως βλέπει διαφορετικά τα πάντα γύρω του. Πιο βαθιά, πιο διερευνητικά, πιο διαπεραστικά και πιο...φωτογραφικά. Δεν τον τάραξε τόσο τούτο το νέο,τελικά, όσο ίσως περίμεναν στο κέντρο ή όσο θα περίμενε ο ίδιος.
Πλησίαζε τα σαράντα πέντε, μ' ένα επάγγελμα που λάτρευε: εκτιμητής έργων τέχνης ζωγραφικής κι εθεωρείτο αυθεντία, παρόλο που ο ίδιος δε μπορούσε να ζωγραφίσει ούτε ένα μικρό σκαρίφημα. Ωστόσο στη προσωπική του ζωή, τα 'χε μάλλον θαλασσώσει. Μ' έναν αποτυχημένο γάμο, απ' τον οποίο είχε απαλλαγεί πριν εφτά χρόνια, δυό παιδάκια, ένα αγοράκι δέκα τεσσάρων κι ένα κοριτσάκι έντεκα, που λάτρευε, μα λόγω δουλειάς και τριβών με τη πρώην, τα 'βλεπε πολύ αραιά. Πριν μερικούς μήνες είχε διαλυθεί μια μεγάλη σχέση, που του 'χε κοστίσει πολύ κι έτσι η είδηση του επικείμενου θανάτου, τον βρήκε μάλλον αδιάφορο παρά πανικόβλητο.
Όλες αυτές τις μέρες σκεφτόταν τις επόμενες κινήσεις του κι είχε καταλήξει στο να παραιτηθεί, τέλος του μηνός και ν' αρχίσει ταξίδια. Δεν είχε καταλήξει ακόμα στο τι θα 'κανε σ' αυτά, ίσως να επισκεπτόταν όλα τα μουσεία του κόσμου ή τέλος πάντων, όσα προλάβαινε. Ήθελε να προλάβει να δει και να κλείσει μέσα του όσες περισσότερες ομορφιές προλάβαινε.
Πάνω σ' αυτά τα σχέδια, ήρθε το τηλεφώνημα, που του 'δωσε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Του ανήγγειλαν ότι είχε βρεθεί ένα σπάνιας ομορφιάς έργο, του αγαπημένου του καλλιτέχνη, -στον οποίο εθεωρείτο αυθεντία- που το 'χαν για χαμένο. Η δουλειά του θα 'ταν ν' αναγνωρίσει, να πιστοποιήσει και να εκτιμήσει αυτό το έργο, αλλά θά 'πρεπε να κάνει μακρινό ταξίδι, μέχρι εκεί. Σήκωσε το τηλέφωνο κι ειδοποίησε τη βοηθό του, της είπε τα καλά νέα και την επιφόρτισε να τακτοποιήσει τα του ταξιδιού.
Η βοηθός του ήταν ταλαντούχο κι όμορφο κορίτσι γύρω στα εικοσιοχτώ, που μάθαινε γρήγορα τη δουλειά, αν και τελευταίως τάχε λιγάκι χαμένα. Πιθανή αιτία, ένας σχετικά πρόσφατος έρωτας, που η ίδια τον θεωρούσε, σα κάτι μοναδικό στη ζωή της. Συνεργάζονταν άψογα, από τότε που τη προσέλαβε, -μόλις είχε τελειώσει τη σχολή της- δεν υπήρξε ερωτική έλξη μεταξύ τους κι είχε φτάσει νά 'ναι το δεξί του χέρι. Εκείνος της μάθαινε σιγά-σιγά, όλα όσα ήξερε, για να τα αφομοιώνει καλύτερα κι εκείνη τον θαύμαζε, τον εκτιμούσε βαθύτατα και ρουφούσε άπληστα, ότι της δίδασκε. Είχαν πολλά κοινά. Ούτε 'κείνη μπορούσε να ζωγραφίσει, λάτρευε με πάθος τη δουλειά της ή να συζητάνε με τις ώρες για το αντικείμενο τους. Πολλάκις μάλιστα, είχαν δακρύσει μαζί, βλέποντας κάποιο αριστούργημα.
Στη πόλη όπου βρισκόταν το έργο, έφθασαν αργά το απόγευμα, δυό μέρες μετά το τηλεφώνημα. Η βοηθός είχε φροντίσει τα πάντα στην εντέλεια. Είχαν πάρει μαζί για τη μελέτη τους ότι πιο σύγχρονο υπήρχε. Οι οδηγίες του ήταν να μη τσιγγουνευτεί τίποτε κι έτσι έκλεισε δυό χωριστά δωμάτια, στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο. Φτάνοντας εκεί, αφού τακτοποιήθηκαν, έκαναν ένα ντους και ντύθηκαν, κατέβηκαν για το δείπνο. Συζήτησαν λιγάκι χλιαρά για τα τρέχοντα, ολοκλήρωσαν το δείπνο τους, που 'ταν έξοχο και στην ώρα του καφέ, εκείνος έφερε τη κουβέντα στο φλέγον, παίρνοντας το ύφος εκείνο, που αυτή ήξερε πολύ καλά. Ήταν το ύφος που 'χε όταν ήθελε να της διδάξει κάτι κι έτσι κρεμάστηκε απ' τα χείλη του.
-"Τι νομίζεις ότι θα κάνουμε αύριο εδώ, αγαπητή μου;" τη ρώτησε απότομα και την αιφνιδίασε εντελώς.
-"Μα... θ' αναγνωρίσουμε και θα εκτιμήσουμε το πίνακα..." του απάντησε παραξενέμενη. "Θα πιστοποιήσουμε τη γνησιότητα και θα ορίσουμε τη τιμή του, όσο το δυνατό με πιο μεγάλη προσέγγιση" πρόσθεσε σα μαθητριούλα, πού 'ξερε το μάθημά της παπαγαλία και δεν ήξερε αν έπρεπε να ντραπεί ή να νιώσει περήφανη γιαυτό.
-"Ναι... δε λέω, αλλά γιατί; Ποιός ο σκοπός για κάτι τέτοιο;" επέμεινε κάνοντάς τη να τα χάσει ολότελα.
-"Μα... δεν είναι προφανές;" Μυριζόταν ...παγίδα. Πρώτη φορά τη ρωτούσε κάτι τέτοιο.
-"Όχι φυσικά... δεν είναι, θάθελα τις σκέψεις σου, πάνω σε αυτό!"
Εκείνη σιώπησε, αν και θα μπορούσε να του 'χε απαντήσει πολλά. Ωστόσο τον άφησε τελικά να δει που θα το πήγαινε.
-"Αν το πιστοποιήσουμε και το εκτιμήσουμε, η τιμή που θα ορίσουμε εμείς τι θα περιλαμβάνει μέσα της; Δηλαδή ο επίδοξος αγοραστής, προσφέροντας αυτό το ποσό, τι λες να αγοράζει; Μπορείς να μου απαντήσεις όσο πληρέστερα μπορείς;" Πέρασε σε άλλο πεδίο μπερδεύοντάς την ακόμα περισσότερο. Εκείνη σκέφτηκε αρκετά κι απάντησε:
-"Ομορφιά, τέρψη ψυχής, γνησιότητα, σπανιότητα, αξία..." σταμάτησε απότομα γιατί τον είδε να κουνάει το κεφάλι με αποδοκιμασία.
-"Δε μου απαντάς άμεσα. Περιφέρεσαι γύρω-γύρω χωρίς να μπαίνεις στην ουσία", και συνέχισε σαν να μιλούσε μόνος στον εαυτό του: "Το κάνεις άραγε συνειδητά ή όχι;"
Έπεσε σιωπή. Τότε μίλησε πάλι αυτός:
-"'Ακουσε με προσεκτικά, χωρίς να με διακόψεις. Κράτα αν θες και σημειώσεις! Εντάξει;" Εκείνη ένευσε καταφατικά. Εκείνος ξερόβηξε κι άρχισε το λογύδριό του.
-"Εμείς οι άνθρωποι κάνουμε, έχω την εντύπωση, δύο μεγάλα λάθη. Το πρώτο είναι ότι μετατρέπουμε το φυσικό περιβάλλον μας, για δική μας χρήση, βλάπτοντάς τό ανεπανόρθωτα. Είναι γνωστό το θέμα και δε θα επεκταθώ. Το δεύτερο, που άπτεται του θέματός μας είναι, που μετατρέπουμε τα πάντα σε εύληπτα, μετρήσιμα μεγέθη! Αυτό γίνεται, είτε κατακερματίζοντας το προς μέτρηση, μέγεθος σε στοιχειώδεις μονάδες, είτε, όπου αυτό δεν είναι εφικτό, συγκεντρώνοντας και στοιβάζοντας άλλα μετρήσιμα δεδομένα στην άλλη πλευρά της αόρατης ζυγαριάς. Αυτός ο δεύτερος τρόπος υπολογισμού έχει, κατά τη γνώμη μου, πάλι δυό λάθη. Πρώτον, τα κριτήρια υπολογισμού είναι καθαρά ανθρώπινα -δεν είμαστε Θεοί αν και θα θέλαμε να περνάμε για τέτοιοι- και δεύτερον, εμπορευματοποιούμε σχεδόν τα πάντα.
"Δεν είναι όλα μετρήσιμα, αγαπητή μου. Και πάντως όχι ομορρόπως μετρήσιμα. Αν ήταν έτσι -για να επανέλθω στην αυριανή εργασία μας- η τιμή που θα καθορίζαμε εμείς, οι 'τέλειοι μελετητές και γνώστες του αντικειμένου', θα αντιπροσώπευε μόνο εμάς. Γιατί εμείς έχουμε τα μέσα να τη δούμε. Όλοι οι άλλοι, θα ανασήκωναν τους ώμους κι είτε θα αδιαφορούσαν, είτε θα προσέφεραν πολύ λιγότερα από την αρχική τιμή. Ξέρουμε κι οι δυό μας όμως πως δε συμβαίνει αυτό, έτσι δεν είναι;"
-"Ναι... συνήθως δίνουν πολύ περισσότερα από τη τιμή που ορίζουμε εμείς.." απαντήσε μαγεμένη...
-"Είπες πριν 'ομορφιά'! Εσύ πώς θα μετρούσες την ομορφιά σα μέγεθος; Πώς και πόσο, θα την κοστολογούσες; Έπειτα είπες 'πιστοποίηση'! Ναι... όντως! Εδώ θέλω να σου πω μια σκέψη μου, κάπως εκκεντρική. Εμείς με τα τόσα μέσα, που μας παρέχει η επιστήμη, η πρόοδος, θα καταφέρουμε αύριο να τεκμηριώσουμε το πίνακα σχεδόν αδιάσειστα, -αν κι ίσως να μην είμαστε βέβαιοι για το αποτέλεσμα-! Αυτό σημαίνει ότι ο πίνακας, είτε ως αντίγραφο είτε ως πρωτότυπο, είναι όμορφος και το κυριώτερο είναι, πως δε θα μπορεί να το δει αυτό κανείς, παρα μόνον ο ειδικός με επιστημονικά μέσα και μόνο! Τότε γιατί η αξία του να 'ναι μικρότερη; Απαντώ: Γιατί απλούστατα, μερικά πράγματα που βάζουμε μετρώντας, από την αδειανή μεριά της ζυγαριάς, δεν έχουν καμιά θέση εκεί!
"Σκέψου επίσης, μικρή μου, πόσοι και πόσοι πανέμορφοι πίνακες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές, χωρίς να τους βλέπει άλλου ανθρώπου μάτι. Αυτό δεν είναι σωστό, χώρια που δεν ήταν και στις αρχικές προθέσεις των εκάστοτε καλλιτεχνών, είμαστε σύμφωνοι σ' αυτό";
-"Ναι..." ένευσε 'κείνη, κοιτώντας τον παράξενα, μα με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον!
-"Το κακό ξεκινά που πρέπει να μετράμε κάποια πράγματα. Το κάνουμε γιατί θέλουμε να τα νιώσουμε δικά μας, κτήμα μας κι αυτό νομίζουμε ότι επιτυγχάνεται, όταν τα εκφράσουμε με κάποια νουμέρα, έτσι θα μπορέσουμε να τα ...τραβήξουμε κοντά μας. Το κάνουμε επίσης, από φόβο προς το άγνωστο, το απροσμέτρητο κι ενώ είμαστε λάτρεις της εξερεύνησης αγνώστων σημείων της γης ή του σύμπαντος -και με πόσο θάρρος!- δειλιάζουμε στις άγνωστες πτυχές του μυαλού μας.
"Έπειτα η αξία είναι κάτι τόσο σχετικό. Αυτό που θα σου πω να το θυμάσαι πάντα στη καριέρα και στη ζωή σου! Σκέψου δύο άκρα: Τι αξία έχει ένα καρβέλι ζεστό ψωμί, για κάποιον που πεινάει πέντε μέρες; Τι τιμή θα όριζες εσύ σε κάποιον κοντό, ασχημομούρη, σαρανταπεντάρη που λείπουν τα δόντια του, πολύ πλούσιο, που θα σου ζήταγε να περάσει μια νύχτα μαζί σου, έτσι μάλιστα που είσαι ήδη ερωτευμένη κι άνετη οικονομικά; Κι οι δυό είναι επίδοξοι 'αγοραστές' κι αυτό που γυρεύουν τους είναι προφανώς ζωτικό, αν κι όχι σαφώς συγκρίσιμο. Αν ορίσεις αυτά τα δυό με τα δικά σου μέτρα τότε ναι, θα μπορέσεις να κοστολογήσεις αύριο το πίνακα. Ακούγεται τραχύ κι εκκεντρικό το ξέρω. Εγώ απλώς προσπάθησα να 'ξεχειλώσω' αρκετά τα όρια σου. Έτσι που ίσως ποτέ δεν εκταθούν σε πραγματικές συνθήκες 'μάχης'! Αλλά αν ...λέω αν...συμβεί ποτέ, δεν θα σε βρεί έκπληκτη"!
Ακολούθησε αρκετός σιωπηλός χρόνος ανάμεσα τους. Εκείνος ένιωθε άδειος, εκείνη ακόμα μπερδεμένη. Γυρέψανε λογαριασμό από τον μαιτρ. Τότε εκείνη ρώτησε:
-"Μα τότε Δάσκαλε... τι πρόκειται να κάνουμε αύριο εδώ;"
Εκείνος υπέγραψε μ' ευχαρίστηση το λογαριασμό κι ικανοποιημένος από την ερώτησή της, χαμογέλασε κλείνοντας της συνομωτικά το μάτι:
-"Θα δικαιολογήσουμε την αρκετά παχυλή αμοιβή μας και θα τους δώσουμε ένα ακόμα άλλοθι, αγαπητή μου!"
Χαμογελούσαν κι οι δυο πλατιά, όταν τη πήρε αγκαζέ και την οδήγησε μέχρι το ασανσέρ...
Φλεβάρης 2000