Το Ρόδο
(Το Ρόδο που ανατέλλει, φωτίζει και μεσουρανεί. Έρημος που... "φωτίζεται" από 'να ζευγάρι. Η δροσοσταγόνα στο Ρόδο, -κατ' εμέ- είν' η λανθάνουσα ελπίδα σωτηρίας, όσο λανθάνουσαν ελπίδα έρωτα διαβλέπει κανείς στο ζεύγος. Κοιτάζοντας το Ρόδο, νιώθω σα να με καλεί να μπω κι όταν τελικά το καταφέρνω, νιώθω να ξαναβγαίνω άλλος άνθρωπος.)
Το Πέρασμα
Βρισκόμαστε σε μια αίθουσα αναμονής. Είμαστε από κάπου ψηλότερα, του κανονικού ύψους ενός ανθρώπου, αόρατοι και κοιτάμε. Ουσιαστικά και τυπικά, αυτή είναι η δουλειά μας. Δε ξέρουμε ακόμα που όδηγεί αυτή η αίθουσα. Μάλλον κάποιο ιατρείο, μα χωρίς να μπορούμε προς το παρόν, να πούμε την ειδικότητά του. Πολυτελής χώρος, λιτά επιπλωμένος! Λέμε πολυτελής, γιατί ακόμα και τα πλακάκια του δαπέδου, φαντάζουν πανάκριβα. Τα λίγα αντικείμενα επίσης. Ένα γυάλινο τραπεζάκι σαλονιού, δυο πολυθρόνες, ένας καναπές, αμπαζούρ έξοχο, τέσσερα κρυφά φωτιστικά -ένα για κάθε γωνιά- και μια υπέρκομψη θήκη για περιοδικά, ανάμεσα στις πολυθρόνες. Αυτά είναι σχεδόν όλα, εκτός...
Αφήσαμε τελευταία δυο ακόμη αντικείμενα του χώρου! Τούτο γιατί, κατά ένα περίεργο τρόπο, είναι και τα πιο σημαντικά κι έκαστος εξ υμών θα τα 'βρισκε ενδιαφέροντα. Το ένα, είμαστε εμείς! Δηλαδή, για ν' ακριβολογούμε, όχι εμείς, αλλά μια μικρή, πανίσχυρη κάμερα, ελαφρά περιστρεφόμενη και φυσικά ...πανάκριβη, γνωστής μάρκας! Είμαστε επικεντρωμένοι στο έτερο, ενδιαφέρον αντικείμενο: Ένας πανάκριβος πίνακας, που βρίσκεται στο τοίχο, ακριβώς απέναντι από το καναπέ, έτσι ώστε όποιος κάθεται κει, ν' απολαμβάνει τ' όμορφο θέαμα, όσο θα περιμένει τη σειρά του!
Ας μιλήσουμε για τον πίνακα λοιπόν. Η οπτική μας, δε μας επιτρέπει να 'χουμε πλήρη εικόνα. Απ' ό,τι καταλαβαίνετε, εμείς τοποθετηθήκαμε εδώ, μόλις σήμερα το πρωΐ, για να φυλάμε, μήπως κάποιος επιχειρήσει να τονε πειράξει ή να τονε κλέψει. Δε το ξέρουμε αυτό σίγουρα, μα για ποιον άλλο λόγο θα μας έβαζαν εδώ; Έτσι βλέπουμε τον πίνακα, υπο γωνίαν -άλλωστε τι ξέρουμε από πίνακες, εμείς οι κάμερες; Όσο κι αν είμαστε πανίσχυρες και πανάκριβες!- μα καλύπτουμε θαυμάσια, όλο τον εγγύς χώρο του!
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τον περιγράψουμε, όσο πιο καλά μπορούμε. Η κορνίζα του, κατ' αρχήν, είναι χρυσή ή επίχρυση, όμορφα και περίτεχνα δουλεμένη και θα πρέπει κι αυτή να κόστισε πανάκριβα! Περιττό να πούμε πως καλύπτεται από γυαλί! Ο ίδιος ο πίνακας, απ' όσο πιάνει το βλέμμα μας, απεικονίζει ένα μεγάλο ρόδο, χωρίς το κοτσάνι του, αλλά με μια δροσοσταγόνα σε κάποιο πέταλό του. Φόντο του, ο καθάριος γαλανός ουρανός και κάτω μια πεδιάδα, κατα το θέρος. Δυό άνθρωποι σα μυρμήγκια σ' αυτή τη πεδιάδα κι ...αυτό είναι όλο!
Θ' αναρωτιέστε κι εύλογα, γιατί σας τα λέμε όλα τούτα. Πρέπει να σας πιάσουμε από το χέρι και να σας μπάσουμε στο κλίμα του χώρου -και του πίνακα- έτσι όπως εμείς τον αντιλαμβανόμαστε και να σας μεταφέρουμε όσο πιο καλά και κατανοητά μπορούμε, τα περίεργα συμβάντα που ακολούθησαν, τούτη τη πρώτη μέρα μας εδώ!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
-Έλα αγόρι μου και θ' αργήσουμε. Μας περιμένει ο γιατρός...
-Ναί μητέρα...
-Τι τη κοιτούσες αυτή; Σιγά μην άξιζε αυτή, για ένα παληκάρι σαν εσένα!
-Έχεις δίκιο μητέρα...
-Εσύ παιδί μου, είσαι στην ιατρική πλέον. Σε λίγα χρόνια που θα πάρεις το πτυχίο σου, ουρές θα κάνουν έξω από τη πόρτα σου οι νύφες! Ποιός θα σε πιάνει τότε!
-...
-Μα... καλά... δε την είδες πως ήταν ντυμένη; Τσουλί σκέτο! Είναι αυτό κορίτσι για σπίτι;
-Όχι μητέρα...
-Είσαι 22 ετών κι είσαι ακόμα μικρός για τέτοια. Πάρε πρώτα το πτυχίο κι ύστερα θα 'χεις καιρό!
-...
-Έλα περπάτησε λίγο πιο γρήγορα και μη κοιτάς πίσω. Σχεδόν φτάσαμε...
-Ναι μητέρα...
-Για ποιον νομίζεις ότι σκοτώνεται όλη μέρα ο πατέρας σου στη δουλειά; Για σένα! Για μας! Τόσα και τόσα έξοδα πως νομίζεις πως καλύπτονται; Πιστεύεις πως σου χαρίζει κανείς κάτι;
-...
-Εγώ πάλι; Ξέρεις πόσα θυσίασα για σένα; Κανένα λούσο. Καμιά διασκέδαση! Γιατί είχα να ετοιμάσω τα προικιά σου. Ύστερα καθώς είδα πως τα 'παιρνες τα γράμματα, στερηθήκαμε τα πάντα για τις σπουδές σου. Ξέρεις; Συγγράμματα, φροντιστήρια... Όλα για σένανε αγόρι μου!
-Μάλιστα μητέρα...
-Σ' αγαπάμε πάρα πολύ! Όχι πες μου, δε σ' αγαπάμε; Σου 'λειψε ποτέ τίποτε;
-Όχι μητέρα...
-Ε λοιπόν πες μου γιατί στεναχωριέσαι; Νομίζεις πως θα σ' αγαπήσει ποτέ κανείς ή καμιά σουρλουλού, έτσι όπως εμείς; Ανιδιοτελώς;
-Όχι μητέρα...
-Είδες; Το λές και μόνος σου! Λοιπόν φτάσαμε, εδώ ... στο ασανσέρ... εδώ παιδάκι μου... όχι από κει... εδώ είναι το ασανσέρ!
-Συγγνώμη μητέρα...
-Λοιπόν τώρα που θα πάμε στο γιατρό μη φοβηθείς! Είναι πολύ καλός και πανάκριβος ειδικός! Να τον ακούσεις, γιατί ότι σου πει είναι σωστό! Το 'χει σπουδάσει ο άνθρωπος, στην Αμέρικα κι όχι μόνον αυτό: σε συμπάθησε κιόλας!
-...
-Γιατί δε μιλάς; Λέω λάθος κάτι; ...και μη κοιτάς συνεχώς τα παπούτσια σου... Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό! Μη μας το κάνεις αυτό! 'Αφησε μας να σε βοηθήσουμε, παιδί μου! Εμείς θέλουμε, μπορούμε και σ' αγαπάμε!
-Μάλιστα μητέρα...
-"Μάλιστα" μα κοιτάς όλο τα παπούτσια σου! Ορίστε... μπαίνουμε στο ιατρείο... κοίτα να 'σαι συνεργάσιμος μωρό μου. Σ' αγαπώ!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κάποια στιγμή λοιπόν χτύπησε η πόρτα και κάποιος από μέσα, -μάλλον με κάποιο εσωτερικό μηχανισμό- άνοιξε. Μπήκε μια μεσόκοπη, καλόντυμένη, χλιδάτη κυρία κι ένας παχουλός νεαρός. Μοιάζανε πολύ! Επιτέλους, γιατί είχαμε αρχίσει να πλήττουμε κι αναρωτιόμασταν, αν είχαμε κανένα λόγο ύπαρξης εδώ μέσα!
Αυτοί οι δυό λοιπόν, πέρασαν μέσα. Η γυναίκα περιεργάστηκε το χώρο, μ' επιδοκιμασία κι έδειξε το καναπέ στο νεαρό, που κοιτούσε κάπου χαμηλά. Τα πλακάκια του δαπέδου ή το αντικαθρέφτισμά του σ' αυτά! Υπάκουσε πειθήνια, μα χωρίς να πάρει τα μάτια του από κάτω. Εκείνη στην αρχή, όλο του 'λεγε... του 'λεγε... νουθεσίες, συμβουλές κι εκείνος που και που, απαντούσε -χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις- πότε "ναι μητέρα" ή "μάλιστα μητέρα"! Έπειτα, όταν ένιωσε πως είχε πει όλα όσα έπρεπε ή κουράστηκε, πήρε ένα περιοδικό μόδας κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. Σταματούσε με ίδιαίτερο ζήλο, στις σελίδες ακριβής μόδας και σ' άλλα γυναικεία αξεσσουάρ!
Τότε μόνον ο νεαρός, άρχισε σιγά-σιγά, να σηκώνει το βλέμμα του από το πάτωμα. Δειλά στην αρχή κι έπειτα, σα την είδε απασχολημένη κι απορροφημένη από τ' άφθονα περιοδικά μόδας, ξεθάρρεψε κι άρχισε να περιεργάζεται με τα μάτια του, τα πάντα! Περιέργως πως, τον πίνακα τον είδε προτελευταίο, παρ' όλο που τον είχε κατάφατσα. Μάλλον γιατί, οπτικά, ήταν ψηλώτερα -όπως κι εμείς- απ' όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα! Ευτυχώς όμως σε μας δε πρόφτασε να φτάσει η ματιά του, γιατί εκτός από ψηλά, είμασταν και πολύ πλάγια προς αυτόν! Το λέμε γιατί από καθαρή διαίσθηση παρακινημένοι, πιστεύουμε, πως αν μας έβλεπε θα τρόμαζε και θα 'σκυβε πάλι κάτω!
Στην αρχή, το κοίταξε με αδιάφορη ματιά. Απλά τον κοίταξε, χωρίς να τον κοιτάζει, έτσι απλά για να κοιτάξει κάτι! Να περιεργαστεί το χώρο και να βοηθηθεί ίσως από τη γνώριμη πια διάταξη, των γνώριμων πια αντικειμένων, ολόγυρα! Αναγνώριση χώρου! Όταν όμως ο χρόνος της ...αδιάφορης ματιάς τέλειωσε -ο χρόνος εκείνος, που η αδράνεια του νου απαιτεί, μέχρι να δει πραγματικά και βαθύτερα, το αντικείμενο- κι ενώ είχε αρχίσει να στρέφει δειλά, το βλέμμα προς εμάς, σταμάτησε! Σκάλωσε! Καρφώθηκε! Ναι καλά ακούσατε! Έμεινε να κοιτά το πίνακα -βαθιά αυτή τη φορά- για πολλή ώρα! Θαρρείς μαγεμένος, μα χωρίς να 'ναι! Θαρρείς εγκλωβισμένος, παγιδευμένος, μα πάλι χωρίς να μπορεί κανείς να το πει κι έτσι! Πόσο μάλλον εμείς: μια κομψή κάμερα πανίσχυρη, πανάκριβη, ευέλικτη κι ένα σωρό άλλες δυνατότητες!
Όπως και να 'χει, εκείνος δε τραβούσε το βλέμμα του απο τον πίνακα! Κοίταζε απλά, ήσυχα, χωρίς να γουρλώνει καν τα μάτια, μα κοίταζε ..."εσωτερικά" κι έντονα! Έπειτα, άρχισε να λικνίζεται. Αδιόρατα στην αρχή, μα βαθμιαία, αυτό το λίκνισμα δυνάμωνε, χωρίς να φαντάζεστε πως έγινε τρομερό! Θα τολμούσαμε να πούμε πως λικνιζόταν διερευνητικά, πασχίζωντας να βρει το σωστό ρυθμό! Ρυθμό γιατί; Να συγχρονιστεί με τι; Αυτή η σκέψη μπορεί να αποδώσει σωστά το τι συνέβαινε και μας πέρασε, άγνωστο πως, άγνωστο γιατί! Μα τελικά μάλλον έτσι ήταν γιατί όταν αυτό επετεύχθη -και μη ρωτάτε λεπτομέρειες- τότε το λίκνισμά του σταμάτησε!
Έμεινε ακίνητος, τρεμουλιάζοντας ελαφρά και λίγες στάλες ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του! Μισάνοιξε το στόμα του -χαμόγελο;- κι έπαψε ν' ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα! Αυτό διήρκεσε τόσο, ώστε ν' αρχίσουν να δακρύζουν και τότε... Ω τότε...
Ίσως και να μη μας πιστέψετε, αλλά ορκιζόμαστε -εκεί που μπορεί να ορκιστεί μια κάμερα και να γίνει πιστευτή και σεβαστή- πως ότι πούμε από 'δω και πέρα θα 'ναι η απόλυτη αλήθεια!
Απ' όλα τ' ανοίγματα του προσώπου του, μάτια, μύτη, στόμα, αυτιά μα κι απ' τους πόρους του δέρματος, -αλλά πιο αχνά εκεί-, άρχισε να βγαίνει κάτι σα γκρίζος καπνός! Σαν ένα νέφος ή τέλος πάντων, κάτι τέτοιο! Όταν πια βγήκε όλο (;) και σχηματίστηκε (;;) λίγο 'μπρος του, είδαμε ένα πιστό (;;;;) του αντίγραφο, κάτι σα συννεφένιο ολόγραμμα, σκούρου γκρίζου χρώματος! Αυτό τον έδειχνε, έτσι όπως ήταν όταν μπήκε και κοιτούσε κάτω! Έπειτα, σήκωσε το ανύπαρκτο βλέμμα του και κοίταξε τον πίνακα για λίγο και κάνωντας μια απότομη δρασκελιά, όρμηξε και χώθηκε μέσα του!
Ναι! Αλήθεια λέμε! Το ορκιστήκαμε! Το ρόδο φάνηκε πιο κόκκινο, οι δυό άνθρωποι σα να κινήθηκαν λιγάκι κι η δροσοσταγόνα κάπως κύλησε στο πέταλο, απειροελάχιστα! Εδώ όμως δεν επιμένουμε! Ίσως να 'ταν η ιδέα μας! Έπειτα στραφήκαμε πάλι στο νεαρό, παραξενεμένοι -αν και δε πρέπει, οι καλές κάμερες να παραξενεύονται απ' όσα βλέπουν- και που όσο δε κοιτούσαμε, δε ξέρουμε τι έκανε! Τώρα όμως έδειχνε νηφάλιος, με πιο ζωντανό βλέμμα και ναι μεν κοιτούσε τον πίνακα, μα τούτη τη φορά, κοιτούσε -αν καταλαβαίνετε τι εννοούμε- με το σωστό τρόπο!
Σε λίγο, ο νεαρός σκούπισε τον ιδρώτα του, σηκώθηκε και γύρισε προς τη κυρία...
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
-Μητέρα! (Εκείνη στράφηκε έκπληκτη!)
-Ναι παιδί μου;
-Νομίζω μητέρα πως τζάμπα ήρθαμε ως εδώ. Έχω να σκεφτώ πιο σοβαρά, μερικά πράγματα. Πάμε να φύγουμε!
-Μα... τι λες παιδάκι μου; Εδώ ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε! Εμείς που σ' αγαπάμε! Πως να φύγουμε;
-Δεν έχω χρεία βοηθείας μητέρα. Τουλάχιστον όχι τέτοια βοήθεια! Πάμε σε παρακαλώ...
-Μα... πως δεν έχεις παιδί μου; Προσεγγίζεις επικίνδυνα τη τρέλα, είπε ο γιατρός, εδώ και κάμποσο διάστημα! Μη κοιτάς που κρύβαμε λόγια. Κάτσε μωρό μου, εδώ θα γίνεις καλά. Εδώ σ' αγαπάμε! Μη μας το κάνεις αυτό!
-Με θεωρείς λοιπόν, τρελό μητέρα; Σου μοιάζω για τρελός;
-Εεε... Όχι... Ναι... δηλαδή... Ουφ! Κάθισε παιδάκι μου, εδώ είναι ο ειδικός που αν -λέω αν- υπάρχει κάτι τέτοιο, θα το διορθώσει. Κάθισε πάλι κάτω σε παρακαλώ. Μη μας το κάνεις αυτό!
-Μητέρα, εσύ μπορείς να καθίσεις αν θέλεις. Αν πιστεύεις πως χρειάζεσαι βοήθεια, εννοώ! Γιατί εγώ, είτε μαζί σου, είτε δίχως σου, θ' ανοίξω τη πόρτα και θα φύγω! Έχω πράγματα να σκεφτώ, πράγματα να κάνω και δε ξέρω καν αν προλαβαίνω!
-Που πας βρε αχάριστε; Έτσι κλωτσάς τόση αγάπη; Τόσες θυσίες; Τόση αφοσίωση; ΣΤΑΣΟΥ...!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο νεαρός, άνοιξε τη πόρτα και βγήκε! Η κυρία που προσφωνούσε "μητέρα" βγήκε ξοπίσω του, αλλόφρων και φωνάζοντάς του... Τότε, μόλις η πόρτα είχε κλείσει πίσω τους, ακούστηκε μια φωνή -πιθανώς του γιατρού- να λέει έρρινα και κοφτά:
-"Περάστε παρακαλώ."
Πρέπει να πούμε πως όταν μπήκαν οι δυό τους, το ψηφιακό μας ρολόϊ, έδειχνε 17.52'.42" και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, καθώς έφευγαν, έδειχνε 18.03'.19"! Δε ξέρουμε αν αυτό σας λέει κάτι και τι, μα ξέρουμε πως εσείς οι άνθρωποι, τα μετράτε κάτι τέτοια. Εμάς πάντως όχι! Εμείς προσπαθήσαμε να σας μεταφέρουμε, όσο πιο πιστά, σα κάμερα, ότι έπεσε στην αντίληψή μας κι αυτό ειν' όλο! Κρίμα μόνο, που τη πρώτη μέρα μας εδώ, δε σκέφτηκε ή δε πρόφτασε κανείς να μας φορτώσει με μαγνητοταινία. Πράγμα που έγινε φυσικά τις αμέσως προσεχείς μέρες. Επίσης, τούτη τη πρώτη μας μέρα, λόγω κάποιου προσωρινού, τεχνικού προβλήματος στη σύνδεση, δεν υπήρχε αποκατεστημένη οπτική επαφή, από το δέκτη στο γραφείο του γιατρού. Πράγμα που επίσης αποκαταστάθηκε τις αμέσως προσεχείς μέρες.
Έτσι -μιας και ποτέ δε ξανασυνέβη κάτι παρόμοιο- έχετε μόνο τη μαρτυρία μας και σας δίνουμε το λόγο της καμερικής μας τιμής, πως όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως σας τα περιγράψαμε. Έχετε το λόγο μιας κομψής, πανίσχυρης, πανάκριβης και με πολλές δυνατότητες, κάμερας, που εκτός των άλλων, δε ψεύδεται ποτέ...
"Σε κείνη
που άλλαξε Πανσέληνος Αυγούστου 2003
το ρου..."