Είναι με τ' αμάξι και γυρίζει άσκοπα στη πόλη του. "Να μη ξεχάσεις τα ψώνια από το σούπερ-μάρκετ". Μετά το πέρασμα από ένα τέτοιο, δε θυμάται ποιο, δε θυμάται τι ή που, θυμάται μόνο πως αγόρασε κάτι λαχταριστά αυγά, μεγάλα και τέλεια. Του τα υπέδειξε ο συμπαθητικός γεράκος-πωλητής, σα φρέσκα κι εγγυημένα κι αυτός ενέδωσε. Θυμάται επίσης πως μετέφερε ένα σωρό σακούλες, γεμάτες χρήσιμα κι άχρηστα πράματα, γέμισε το πορτ-μπαγκάζ με δαύτες και τ' αυγά, προσεκτικά πάνω-πάνω. Ήταν οχτώ σε μια θήκη, -οχτάθηκη δεν είναι και το συνηθέστερο- χωρίς το πάνω προφυλακτικό σκέπαστρο, όπως συνηθίζεται, γέμισεν επίσης και το μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού. Επίσης δε θυμάται διόλου, που διάλο πήγε κι αγόρασε δυο μεγάλες σακούλες με φρέσκα, ολόφρεσκα βιβλία. Τώρα γεμίζουνε κι αυτές το μπροστινό κάθισμα.
Κάνει τρομερή ζέστη μα δε θέλει να γυρίσει αμέσως σπίτι. Τριγυρνά όλο το μεσημέρι στο κάμα, κάνοντας βόλτες, σα ξένος στη πόλη του. Έχει πιάσει το απογευματάκι κι αποχαυνωμένος, νιώθοντας ανεξήγητη κούραση κι ακόμα μια πιο ανεξήγητη νύστα, ίσα που προφταίνει να παρκάρει άτσαλα στο παράδρομο της δημοσιάς, δίπλα στο μεγάλο πεύκο, χωρίς όμως να θελήσει να επωφεληθεί από τη μεγάλη και παχειά σκιά του. Είναι τόσο νυσταγμένος και κουρασμένος... Παρκάρει όπως-όπως κι ίσα προφταίνει να νιώσει πως στον τόπο αυτόν ακριβώς, προ αμνημονεύτων, είχε τραβήξει μια φωτογραφία, σα γελαστό παιδάκι με το 'να χέρι στη μέση και τα κατσαρά μαλλάκια του να πετάν ατίθασα. Ήτανε και τότε απομεσήμερο. Αμέσως αφήνεται να παρασυρθεί στα δίχτυα του ύπνου, απρόθυμα, μα χωρίς να μπορεί ν' αντιδράσει.
Κοιμάται κι ονειρεύεται. Ίσως όχι για πολύ, ίσως δεν ονειρεύεται καν, ίσως δε ξυπνά διόλου, πάντως νιώθει -συναισθάνεται είναι καλύτερο να πει κανείς- ένα αμάξι φίλους, που 'χουνε παρκάρει λίγο πίσω, στη σκιά. Κυριολεκτικά, ένα αμάξι γεμάτο φίλους. Όταν μετά καθυστέρηση πολλή, παλεύοντας με την αγκάλη της ξαφνικής σιέστας, βγαίνει επιτέλους από το αμάξι και πλησιάζει, -δε κορνάρανε, δε φωνάξανε, παρά μόνο σα να μιλήσανε, να καλέσανε το νου του με το νου τους- απορεί κι ο ίδιος πως χωρέσανε τόσοι πολλοί άνθρωποι, -φίλοι του- μέσα σ' ένα αμάξι. Δε καταφέρνει να τους μετρήσει, μα νιώθει πως είναι τουλάχιστον εφτά-οχτώ άτομα. Είναι όλοι εκεί, ετερόκλητοι φίλοι, ιδιοσυγκρασιακά αλλά και χρονικά, τόσο πολύ, που η απορία του γίνεται βουνό. Μα και πάλι δεν μιλά. Δε λέει τίποτε. Ουσιαστικά δε κοιτάζει καν τα πρόσωπα. Η ερώτηση μένει μέσα του: "Που διάλο βρεθήκατε όλοι μαζί εδώ, τώρα";
Δεν είναι όλοι οι φίλοι του άντρες. Μεταξύ τους υπάρχει και το κορίτσι. Καθότανε στο πίσω κάθισμα, στη μέση. Ένα κορίτσι που δε θυμάται καν τη φυσιογνωμία της. Ξέρει όμως νοερά, πως είναι κείνο το κορίτσι. Εκείνο που τον ήθελε μα κείνος αδιαφόρησε ή τάχα που κείνος πόθησε κι εκείνη τον απέκρουσε; Δε θυμάται. Χωρίς να τη κοιτάξει, ξέρει πως θα 'χει πια μεγαλώσει κι αυτή πια και θα τονε κοιτά με βλέμμα θλιμμένο. Κανείς δε μιλά, μα η νοερή συνομιλία, καλά κρατεί. Του καταλογίζουνε πως ξέχασε, πως χάθηκε και πως τώρα που τους είδε μαζεμένους δε φαίνεται καν ιδιαίτερα χαρούμενος. Και το κορίτσι κάτι λέει...
Κι εκείνος, για να δείξει τη χαρά του που τους ξανάδε, κάνει κάτι υπερβολικά χαρούμενο: Βουτά με το κεφάλι και τα χέρια τεντωμένα μπρος, μες από το ανοιχτό πίσω παράθυρο στο κάθισμα και στις αγκαλιές των φίλων χαμογελαστός. Μένουν έξω, να ξέχουν μόνο τα πόδια του από το μέσο των μηρών. Τότε... ο οδηγός, που ωστόσο δεν έχει καταφέρει να διαπιστώσει ποιος είναι απ' όλους τους φίλους του, κάνει κάτι τρομερά παράτολμο. Ξεκινά σπινιάροντας το αυτοκινήτο και μπαίνοντας στη δημοσιά, αρχίζει ν' αναπτύσσει ταχύτητα. Μεγάλος τρόμος κυριεύει τον... βουτηχτή. Φοβάται γιατί τα πόδια του ξέχουνε πολύ, γιατί το αμάξι κινείται ταχύτατα και γιατί από το άλλο ρεύμα έρχονται κι άλλα αυτοκίνητα. Ωστόσο παρατηρεί πως δε κορνάρουνε επιτιμητικά κι αυτό τονε μπερδεύει. Αρχίζει να παρακαλεί νοερά τον οδηγό να σταματήσει, γιατί φοβάται, φοβάται για τα πόδια του.
Η αγωνία του μεγάλη μα δε κρατά για πολύ ακόμα. Ο τολμηρός οδηγός-φίλος σταματά το αυτοκίνητο. "Μεγάλωσες πια!", "Δε μας έχεις εμπιστοσύνη βρε;", "Χέστη!", "Χάθηκες...", "Αχ ρε φίλε...". Κατεβαίνει από την άβολη στάση και στο μυαλό του σφυροκοπάν ανάκατες οι φράσεις. Πιάνει το κεφάλι με τα δυο του χέρια και σκύβει. Τελικά το παίρνει απόφαση να κοιτάξει τα πρόσωπά τους κι ειδικά κείνο του οδηγού, για να ξέρει ποιος ήταν αυτός που τόλμησε να κάνει κάτι τόσο ριψοκίνδυνο... Ίσα που προφταίνει να δει έναν άγνωστο στο τιμόνι και τότε τρομάζει. Τους πετά:
-"Πρέπει να γυρίσω πίσω... Έχω αφήσει ξεκλείδωτο το αμάξι κι έχω ψώνια μέσα και το τσαντάκι μου", γυρίζει, κοιτάζει το δρόμο που 'χει να διανύσει και ξεκινά. Κανείς δε του προτείνει να τονε πετάξουνε μέχρι κει κι εκείνος μήτε καν σκέφτεται να τους το ζητήσει. Ξεκινά να γυρίσει τρέχοντας. Τρέχει μ' έναν άνετο ρυθμό, διόλου κουραστικό και καλά ελεγχόμενο. Σχεδόν απολαμβάνει τη διαδρομή που διανύει και δεν είναι δα και λίγη. Από τα παιδιά πίσω, κανείς δεν ενδιαφέρεται. Ακούει το γνωστό σπινιάρισμα και τον θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου που απομακρύνεται. Νιώθει μια θλίψη μα γρήγορα τονε ξανακερδίζει το τρέξιμό του. Θεέ μου τί απόλαυση! Ξαναβλέπει μέρη, που αναγνωρίζει από παλιά, μα που πια έχουν αλλάξει...
Φτάνει στ' αμάξι δίχως να λαχανιάσει καν. "Κρίμα! Οι φίλοι μου δεν το είδαν αυτό. Τελικά είμαι σε πολύ καλή φόρμα!" σκέφτεται. Στο μεταξύ, το αμάξι είναι απείραχτο αλλά έχουνε πλησιάσει δυο γυναίκες και το περιεργάζονται. Όταν φτάνει κοντά τις βλέπει να σκύβουνε στο μπροστινό κάθισμα και να κοιτάζουν μέσα. Μόνον όταν μπαίνει μέσα στο βολάν, τις αναγνωρίζει. Είναι η μητέρα κι η θεία του και μιλάνε σα να μην είναι κει:
ΜΗΤΕΡΑ: Κοίτα! Πάλι βιβλία πήρε κι ένα σωρό άχρηστα πράματα.
ΘΕΙΑ: Ύστερα παραπονιέται πως δεν έχει λεφτά.
ΜΗΤΕΡΑ: ’ραγε να θυμήθηκε να πάρει όσα του 'πα;
ΘΕΙΑ: Πωπώ λερωμένο που το 'χει το αμάξι!
ΜΗΤΕΡΑ: Πως θα μπούμε τώρα; Θα μας χωρέσει;
ΘΕΙΑ: Εγώ δε μπαίνω με τέτοια χάλια...
Μιλάνε ακόμα όταν εκείνος ξεχωρίζει στον καθρέφτη έναν ηλικιωμένον ανθρωπάκο, που τονε κόβει για ζητιάνο. Τις αφήνει να λένε τα δικά τους και βγαίνει. Σπεύδει να βοηθήσει κι εκείνος τονε κοιτάζει παρακλητικά και του ζητά με σπασμένη φωνή:
-"Μήπως σου βρίσκεται κανένα αυγό, παλικάρι μου";
-"Ναι... πως... βεβαίως... να κοιτάξω... ένα λεπτό".
Επιστρέφει στο αμάξι και πάει κατευθείαν στο πορτ-μπαγκάζ. Το ανοίγει και βλέπει πάνω-πάνω τ' αυγά του. Αυτά τ' αυγά που του 'χανε φανεί τόσο λαχταριστά όταν τ' αγόρασε. Κάνει να πιάσει δυο και να τα προσφέρει, μα προφανώς τα πιάνει άγαρμπα κι αυτά σπάζουνε λερώνοντας τη θήκη, χάνοντας το περιεχόμενό τους. Κάνει να πιάσει άλλα δυο, πιο απαλά μα συμβαίνει ξανά το ίδιο. Τρίτη φορά ακόμα πιο απαλά, μα του κάκου. Σπάνε κι αυτά, χύνονται... Στεναχωριέται, λυπάται πολύ. Πιάνει πάρα πολύ απαλά τα τελευταία μα τόσον απαλά, που δε καταφέρνει να τα ξεκουνήσει από τη θήκη τους. Δοκίμαζει λίγο δυνατότερα και τότε σπάνε κι αυτά, αλλά όχι τόσο, ώστε να χυθούνε. Τα πιάνει και τα δυο στις φούχτες του και σπεύδει στον γεράκο. Ανοίγει τις φούχτες και του προτείνει το περιεχόμενό τους. Το ένα είχε σπάσει λίγο περισσότερο και τώρα, είναι πια έτοιμο να σκάσει μύτη, ένα πουλάκι. Βλέπει το ράμφος του να προσπαθεί ν' ανοίξει δρόμο. Το βοηθά και προσφέρει μ' όλη του τη καρδιά στον γεράκο, ένα αυγό μισοσπασμένο κι ένα πουλάκι με τσόφλια στα μουσκεμένα του φτεράκια.
-"Να με συγχωρείτε κύριε είμαι αδέξιος. Μου σπάσανε. Φάτε το ένα τουλάχιστον, μα κάντε το γρήγορα. Τα 'χα αφήσει πολλήν ώρα στον ήλιο και ..." πριν συνεχίσει να και το δεύτερο αυγό που εμφανίζει ένα μικρό πιο διστακτικό ραμφάκι. Μένει άφωνος! Το βοηθά ασυναίσθητα να ξεσκαλώσει και να γεννηθεί. Τελικά το δίνει κι αυτό σιωπηλά κι αμήχανα στον γεράκο που τονε κοιτά χαμογελαστός και με συμπάθεια. Σκύβει και του χαϊδεύει το σγουρό κεφαλάκι. Παίρνει τα δυο πουλάκια στα χέρια του κάνει κάτι να πει μα σα να μετανιώνει. Γυρίζει κι απομακρύνεται αργά. Ο μικρός γυρίζει πίσω στο αμάξι σκεφτικός κι ακόμα αμήχανος. Ξαφνικά φωτίζεται με μια πελώρια λαχτάρα:
-"Μαμά, έδωσα τ' αυγά μας στον γεράκο μα είχανε γίνει κλωσσοπουλάκια από τη ζέστη. Μπορώ να του τα ζητήσω και να τα κρατήσουμε να τα μεγαλώσουμε μεις;" ρωτά μα είναι σίγουρος για την απόρριψη... και τα 'θελε τόσο... Ακούει όμως έκπληκτος τη μαμά του ν' απαντά χαμογελαστά, ενώ η θεία, του κλείνει συνωμοτικά το μάτι:
-"Ναι παιδάκι μου, να τα κρατήσεις".
Τα χάνει, αλλά μόνο για λίγο. Γυρίζει σα σβούρα και τρέχει ξοπίσω στο γεράκο, που ωστόσο περπατά ...πολύ-πολύ αργά. Τρέμει μήπως πια δεν τα 'χει, μετά φοβάται πως θ' αρνηθεί να του τα εμπιστευτεί. Μετά σκέφτεται πως ίσως τα 'πνιξε να τα φάει. Μα όταν, ο γέρος στρέφεται χαμογελαστός σα να περίμενε...
-"Κύριε, αφού τ' αυγά δεν είναι πια αυγά, δώστε μου αυτά τα κλωσσοπουλάκια να τα κρατήσω, να τα ταΐζω και να τα μεγαλώσω εγώ", λέει παρακλητικά και περιμένει την άρνηση. Μα...
-"Ναι παιδί μου. Να τα πάρεις. Ήθελα να στο πω εξαρχής πως εσύ πρέπει να τα κρατήσεις..." κι ο γεράκος καλωσυνάτος, του βάζει στις μικρές του φουχτίτσες τα δυο καημένα πουλάκια. Τα κρατά προσεκτικά και περήφανος για το κατόρθωμά του. Νιώθει τις καρδούλες τους να χτυπάν ανήσυχα και τη ζεστασιά από τα κορμάκια τους. Πλημμυρίζει από μιαν απέραντη συμπόνοια...
Γυρίζει στο αμάξι και μπαίνει πάλι στο βολάν. Οι δυο γυναίκες έχουν ήδη τακτοποιηθεί στο πίσω κάθισμα κι είναι σιωπηλές. Στρέφεται λοιπόν δίνοντάς τους τα δυο πουλάκια και...
-"Από τη χαζομάρα μου και τη πολλή ζέστη του πορτ-μπαγκάζ, τα... φρέσκα αυγά που μου πάσσαρε ο επιτήδειος, βγάλανε πουλάκια. Λοιπόν κυρίες μου ποιά θα μου τα κρατήσει για να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σπίτι";
Χωρίς να κοιτάξει καμμιά κατά πρόσωπο, παραδίδει τ' αυγά και ξεκινά το αυτοκίνητο μαρσάροντας πολύ, μα δίχως να σπινιάρει και τρομάξει τα καημένα τα πουλάκια...
Φλεβάρης '07