ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Öáíôáóôéêü 

Barker Clive: Öñéêéáóôéêüò Ãïçôåõôéêüò Ìïíáäéêüò

          
               ΚλÜιβ ΜπÜρκερ
                                        Βιογραφικü

    ΓεννÞθηκε 5 Οκτþβρη 1952, στο Λßβερπουλ, στην Αγγλßα. Εßναι βρετανüς συγγραφÝας, σκηνοθÝτης κι εικαστικüς καλλιτÝχνης. ΜελÝτησε αγγλικÜ και φιλοσοφßα στο πανεπιστÞμιο του Λßβερπουλ. Εßναι απü τους κýριους συγγραφεßς σýγχρονων ιστοριþν φρßκης/φαντασßας. Απü μικρüς Üρχισε να γρÜφει τÝτοια διÞγηματα, που υπÜρχουνε στη συλλογÞ "Βιβλßα Του Αßματος 1 - 6", τη νουβÝλα "Faustian" και το μυθιστüρημα "Το ΚαταδικασμÝνο Παιγνßδι". Αργüτερα στρÜφηκε προς την επικÞ φαντασßα με μερικÜ στοιχεßα φρßκης. Το διακριτικü ýφος του χαρακτηρßζεται απü την Ýννοια των κρυμμÝνων φανταστικþν κüσμων που υπÜρχουν δßπλα-δßπλα με τους δικοýς μας (μια ιδÝα μοιρÜζεται με τον σýγχρονο Neil Gaiman), ο ρüλος της σεξουαλικüτητας στο υπερφυσικü κι η κατασκευÞ των συνεπþν, σýνθετων και λεπτομερþν μýθων. ¼ταν τα "Βιβλßα Του Αßματος" δημοσιεýθηκαν στις ΗΠΑ αρχικÜ στις φτηνÝς εκδüσεις χαρτüδετων βιβλßων, η πρωτοτυπßα, η Ýνταση κι η γενικÞ ποιüτητα των ιστοριþν οδÞγησαν τον δημοφιλÞ συγγραφÝα Stephen King να δηλþσει: "¸χω δει το μÝλλον της φρßκης και τ' üνομÜ αυτοý εßναι Clive Βarker." (ΠαρÜφραση ενüς διÜσημου κομματιοý που λÝει ο Bruce Springsteen στην αρχÞ της σταδιοδρομßας του.) ΠολλÜ βιβλßα του Ýχουνε γυριστεß ταινßα και σε μερικÝς απ' αυτÝς εßναι σκηνοθÝτης ο ßδιος.

-------------------------------------------

                      Η Κρεοφüρος Του Μεσονυχτßου


    Ο Λßον ΚÜουφμαν δεν Þταν πια νÝος στη πüλη. Το «ΠαλÜτι Tων Απολαýσεων», Ýτσι την ονüμαζε στην εποχÞ της αθωüτητÜς του. Αυτü üμως üταν ζοýσε ακüμη στην ΑτλÜντα, τüτε που θεωροýσε τη ΝÝα Υüρκη Γη της Επαγγελßας, πολιτεßα üπου επιτρÝπονταν τα πÜντα κι üπου τα πÜντα μποροýσαν να συμβοýν.
ΑλλÜ τþρα, μετÜ απü τρεισÞμισι μÞνες διαμονÞς στη πüλη των ονεßρων του, το ΠαλÜτι Tων Απολαýσεων εßχε πÜψει να του φαßνεται συναρπαστικü. Εßχε στα αλÞθεια περÜσει τüσο λßγος καιρüς απü τη μÝρα που, βγαßνοντας απü το σταθμü των λεωφορεßων, Ýμεινε να κοιτÜει μαγεμÝνος την 42η οδü στη διασταýρωσÞ της με το Μπρüντγουεú; ΨευδαισθÞσεις μιας ζωÞς χαμÝνες σ' ελÜχιστους μÞνες. Η παλιÜ του αφÝλεια του προκαλοýσε τþρα φοβερÞ αμηχανßα. Ανατρßχιαζε απü ντροπÞ üταν θυμüταν πþς εßχε σταθεß στη μÝση του δρüμου κι εßχε αναφωνÞσει: «ΝÝα Υüρκη, σ' αγαπþ». ΑγÜπη; ΠοτÝ. Το πολý-πολý Ýνας φλογερüς, αλλÜ παροδικüς Ýρωτας. Και τþρα, μετÜ τρεις μüνο μÞνες συμβßωσης με το αντικεßμενο της λατρεßας του, ζþντας μÝρα-νýχτα μαζß του, ανακÜλυπτε πως Ýχανε σιγÜ-σιγÜ τη μαγεßα του. Η ΝÝα Υüρκη Þταν απλÜ μια πüλη.

     Την εßχε δει να ξυπνÜ το πρωß -μια βρομιÜρα μÝγαιρα- και να ξεκολλÜ δολοφονημÝνους ανθρþπους απü τα δüντια της, αυτüχειρες απü τα μπερδεμÝνα της μαλλιÜ. Την εßχε δει αργÜ τη νýχτα -τσοýλα αλανιÜρα- με τα βρωμερÜ απüμερα σοκÜκια της να κορτÜρουν ξεδιÜντροπα τη διαστροφÞ. Τη παρακολουθοýσε τα καφτÜ απογεýματα, νωθρÞ κι Üσχημη, αδιÜφορη στις φρικαλεüτητες που διαπρÜττονταν κÜθε στιγμÞ στ' αποπνικτικÜ περÜσματÜ της. Δεν Þταν το «ΠαλÜτι Των Απολαýσεων». Το θÜνατο Ýτρεφε στον κüρφο της, üχι την ηδονÞ. Δεν υπÞρχε περßπτωση να συναντÞσει Üτομο που να μην εßχε Ýρθει σ' επαφÞ με τη βßα ο κßνδυνος Þταν μÝρος της καθημερινüτητας. Το Üκρον Üωτο της κομψüτητας Þταν να συμπεριλαμβÜνεται στον κýκλο των γνωριμιþν σου Üνθρωπος που εßχε πεθÜνει απü βßαιο θÜνατο: απüδειξη üτι ζοýσες στην πüλη. ΑλλÜ ο ΚÜουφμαν αγαποýσε τη ΝÝα Υüρκη απü μακριÜ επß εßκοσι χρüνια. Σχεδßαζε τη σχÝση του μαζß της το μεγαλýτερο διÜστημα της ενÞλικης ζωÞς του. Δεν Þταν εýκολο λοιπüν ν' απαλλαγεß απü το πÜθος. ΥπÞρχαν ακüμη στιγμÝς, πολý νωρßς το πρωß Þ το σοýρουπο, πριν αρχßσουν το στριγκü τους τραγοýδι οι σειρÞνες των περιπολικþν, που το ΜανχÜταν ξαναγινüταν Ýνα θαýμα. Γι' αυτÝς τις στιγμÝς και για χÜρη των ονεßρων του, αντιμετþπιζε τη πüλη με επιεßκεια, ακüμη κι üταν η συμπεριφορÜ της δεν Þταν συμπεριφορÜ κυρßας. Δε σε διευκüλυνε üμως να της δþσεις Üφεση. Στους λßγους μÞνες που ο ΚÜουφμαν ζοýσε στη ΝÝα Υüρκη, οι δρüμοι της πλημμýριζαν καθημερινÜ στο αßμα. ΔηλαδÞ, üχι ακριβþς οι δρüμοι, αλλÜ τα τοýνελ κÜτω απ' αυτοýς.

     Ο «ΧασÜπης Του Υπüγειου» Þταν στα στüματα üλων. Μüλις τη περασμÝνη βδομÜδα εßχαν αναφερθεß Üλλοι τρεις φüνοι. Τα πτþματα ανακαλýφθηκαν σ' Ýνα βαγüνι στο σταθμü των Λεωφüρων της ΑμερικÞς, ανοιγμÝνα στα δýο και μισü-ξεκοιλιασμÝνα, σα να εßχε διακοπεß Ýμπειρος σφαγÝας την þρα της δουλειÜς. Οι δολοφονßες Ýφεραν τüσο Ýντονα τη σφραγßδα του επαγγελματισμοý που οι αστυνομικοß ανÝκριναν üσα Üτομα με ποινικü μητρþο εßχαν ποτÝ σχÝση με το εμπüριο κρεÜτων. Τα εργοστÜσια συσκευασßας κρÝατος της προκυμαßας παρακολουθοýνταν Üγρυπνα, τα σφαγεßα ερευνοýνταν εξονυχιστικÜ. Μα μüλο που η «επικεßμενη σýλληψη του ενüχου» εξαγγÝλλονταν καθημερινÜ, δεν εßχε πραγματοποιηθεß ακüμη. Τα τελευταßα τρßα πτþματα δεν Þταν τα πρþτα που ανακαλýπτονταν σε αυτÞ την κατÜσταση την ßδια κιüλας μÝρα που o ΚÜουφμαν πατοýσε το πüδι του για πρþτη φορÜ στη πüλη, οι ΤÜιμς δημοσßευαν μια εßδηση που συζητιüταν ακüμη απü τις τρομολÜγνες γραμματεßς στη δουλειÜ του. Η εßδηση, λοιπüν, Ýλεγε πως Ýνας Γερμανüς τουρßστας, που εßχε χαθεß στο πολýπλοκο σýστημα του μετρü, Ýπεσε -στη κυριολεξßα- πÜνω σ' Ýνα πτþμα. Το θýμα Þταν μια καλοφτιαγμÝνη, ελκυστικÞ τριαντÜχρονη γυναßκα απü το Μπροýκλιν. ΚÜποιος την εßχε γδýσει τελεßως. ¼λα της τα ροýχα βγαλμÝνα, üλα της τα κοσμÞματα. Ακüμη και τα σκουλαρßκια απü τ' αφτιÜ της. Περισσüτερο αλλüκοτος κι απü το γδýσιμο Þταν ο τακτικüς και συστηματικüς τρüπος που τα ροýχα της εßχαν διπλωθεß και χωθεß σε πλαστικÝς σακοýλες στο κÜθισμα δßπλα στο κουφÜρι.

     ¸ν' Üλλο, πιο παρÜξενο στοιχεßο απü το προσεχτικü ξεγýμνωμα του πτþματος, Þταν η ασυνÞθιστη προσβολÞ -στα üρια της ýβρεως- που εßχε υποστεß. Οι εφημερßδες ισχυρßζονταν, αν κι η αστυνομßα απÝφευγε να το επιβεβαιþσει, üτι το θýμα βρÝθηκε σχολαστικÜ ξυρισμÝνο. Δεν εßχε απομεßνει τρßχα πÜνω του: οýτε στο κεφÜλι, οýτε στην Þβη, οýτε στις μασχÜλες πουθενÜ. Ακüμη και τα φρýδια κι οι βλεφαρßδες εßχαν ξεριζωθεß. ΤÝλος, τοýτο το γυμνü κομμÜτι κρÝας εßχε κρεμαστεß ανÜποδα απü μια χειρολαβÞ στην οροφÞ του βαγονιοý κι Ýνας μαýρος πλαστικüς κουβÜς, καπλαντισμÝνος με μια μαýρη πλαστικÞ σακοýλα, εßχε τοποθετηθεß κÜτω απü το πτþμα Ýτσι þστε να δÝχεται τη σταθερÞ ροÞ του αßματος. Σ' αυτÞ την κατÜσταση, ξεγυμνωμÝνο, ξυρισμÝνο, κρεμασμÝνο και στραγγισμÝνο απü αßμα, εßχε βρεθεß το σþμα της ΛορÝτα ΝτÜιερ. ¹ταν αηδιαστικü. ¹ταν βαθýτατα ανησυχητικü. Δεν υπÞρχαν σημÜδια βιασμοý, οýτε βασανιστηρßων. Η γυναßκα εßχεν εκτελεστεß γρÞγορα κι αποτελεσματικÜ, σα ζþο στο σφαγεßο. Κι ο χασÜπης κυκλοφοροýσε ακüμη ελεýθερος.

     Οι δημοτικοß Üρχοντες, εν τη σοφßα τους, απαγüρευσαν τη δημοσßευση οποιασδÞποτε εßδησης σχετικÞς με το Ýγκλημα. Οι φÞμες Ýλεγαν πως ο Üντρας που εßχε ανακαλýψει το πτþμα μεταφÝρθηκε βιαστικÜ και με ισχυρÞ αστυνομικÞ προστασßα στο Νιου ΤζÝρσεú, μακριÜ απü τους δημοσιογρÜφους. ΑλλÜ η συγκÜλυψη απÝτυχε. ΚÜποιος Üπληστος μπÜτσος αφηγÞθηκε τις μακÜβριες λεπτομÝρειες σ' Ýνα συντÜκτη των ΤÜιμς. Οι πÜντες στη ΝÝα Υüρκη Ýμαθαν για τις φριχτÝς δολοφονßες. ¹ταν το θÝμα συζÞτησης σε κÜθε εστιατüριο και μπαρ και, φυσικÜ, στον υπüγειο. ΑλλÜ η ΛορÝτα ΝτÜιερ Þταν μüνον η πρþτη. Τþρα τρßα ακüμη πτþματα εßχαν βρεθεß στην ßδια κατÜσταση, αν κι η «δουλειÜ» σ' αυτÞ τη περßπτωση εßχε μεßνει στη μÝση. Δεν Þταν üλα ξυρισμÝνα, οι σφαγßτιδες φλÝβες δεν εßχαν ανοιχτεß για να χυθεß το αßμα τους. Κι υπÞρχε ακüμη μßα, πιο σημαντικÞ διαφορÜ: τοýτη τη φορÜ δεν τ' ανακÜλυψε τουρßστας, αλλÜ δημοσιογρÜφος των ΤÜιμς της ΝÝας Υüρκης.

     Ο ΚÜουφμαν διÜβασε την περιγραφÞ στη πρþτη σελßδα της εφημερßδας. Δεν τον ενδιÝφερε ιδιαßτερα η ιστορßα, σ' αντßθεση με το διπλανü του στον πÜγκο της καφετÝριας. Το μüνο που Ýνιωσε Þταν μια ελαφριÜ αηδßα κι Ýσπρωξε μακριÜ του το πιÜτο με τα αβγÜ μÜτια. Δεν Þταν τßποτε περισσüτερο απü Üλλη μια απüδειξη της παρακμÞς της πüλης. Δεν Ýβρισκε καμιÜ ευχαρßστηση στην αρρþστια της. Ωστüσο, üντας Üνθρωπος, δεν μποροýσε ν' αγνοÞσει εντελþς τις σιχαμερÝς λεπτομÝρειες. Το Üρθρο δεν προσπαθοýσε να εντυπωσιÜσει, μα η απλÞ σαφÞνεια του στυλ καθιστοýσε το αντικεßμενο ακüμη πιο αποτρüπαιο. Αλλωστε δεν μποροýσε να μην αναρωτηθεß για το Üτομο πßσω απ' αυτÝς τις θηριωδßες. ¹ταν Ýνας ο ψυχωτικüς Þ περισσüτεροι, που αντÝγραφαν τον πρþτο φüνο; ºσως τοýτη Þταν μüνον η αρχÞ της φρßκης. ºσως ακολουθοýσαν κι Üλλα εγκλÞματα, Ýως üτου ο δολοφüνος, μες στον ενθουσιασμü Þ την εξÜντλησÞ του, παρÝβλεπε κÜτι σημαντικü, κÜτι που θα οδηγοýσε στη σýλληψÞ του. ΜÝχρι τüτε η πüλη, η λατρεμÝνη πüλη του ΚÜουφμαν, θα ζοýσε κÜπου ανÜμεσα στην υστερßα και την Ýκσταση. Ο διπλανüς Ýδωσε μια με τον αγκþνα κι αναποδογýρισε το φλιτζÜνι του ΚÜουφμαν.

 -«Φτου, γαμþ το!» εßπε. Ο ΚÜουφμαν τραβÞχτηκε για ν' αποφýγει τον καφÝ που χυνüταν απü τον πÜγκο.

 -«Δε πειρÜζει», μουρμοýρισε μες απü τα δüντια του. Κοßταξε με ανεπαßσθητη περιφρüνηση τον Üγνωστο. Ο αδÝξιος μπÜσταρδος προσπαθοýσε να σκουπßσει τον καφÝ με μια χαρτοπετσÝτα, που κüντευε να γßνει πολτüς. Ο ΚÜουφμαν αναρωτÞθηκε αν τοýτος ο βλÜκας, με τις πεσμÝνες κüκκινες μαγοýλες και την απεριποßητη γενειÜδα Þταν ικανüς για φüνο. ΥπÞρχε Üραγε κÜποιο σημÜδι σ' αυτü το παχý μοýτρο, κÜποια Ýνδειξη στο σχÞμα του κεφαλιοý Þ την Ýκφραση των μικρþν ματιþν, που πρüδινε την αληθινÞ του φýση; Ο Üντρας μßλησε.
 -«Να σου παραγγεßλω Üλλον καφÝ;» Ο ΚÜουφμαν κοýνησε αρνητικÜ το κεφÜλι. «ΚαφÝ. κανονικü. μαýρο», εßπε ο ασχημομοýρης στο κορßτσι πßσω απü τον πÜγκο. Εκεßνη Ýπαψε για μια στιγμÞ να καθαρßζει τη σχÜρα απü τα παγωμÝνα λßπη.

 -«Τß»;

 -«ΚαφÝ. ΚουφÞ εßσαι;» Ο τýπος χαμογÝλασε στον ΚÜουφμαν. «ΚουφÞ», του εßπε. Ο ΚÜουφμαν πρüσεξε üτι του λεßπανε τρßα μπροστινÜ δüντια. «Φοβερü, ε;» Τι εννοοýσε; Τον καφÝ; Το ξεδοντιασμÝνο του στüμα; «Να πεθÜνουν τρεις Üνθρωποι Ýτσι... ΚομματιασμÝνοι σα γουροýνια!» Ο ΚÜουφμαν Ýνευσε καταφατικÜ. «Σε βÜζει σε σκÝψεις», συνÝχισε ο Üλλος.

 -«Ε, ναι».

 -«ΘÝλω να πω, παν να τα κουκουλþσουν. ΞÝρουν ποιος το Ýκανε». "ΑυτÞ η συζÞτηση δεν Ýχει κανÝνα νüημα, εßναι γελοßα", σκÝφτηκε ο ΚÜουφμαν. ¸βγαλε τα γυαλιÜ και τα 'βαλε στη τσÝπη. Δεν Ýβλεπε πια τüσο καθαρÜ το πρüσωπο του παχýδερμου. ΚÜτι Þταν κι αυτü.

 -«Να κουκουλþσουν τß»;

 -«¸χουν αποδεßξεις, αλλÜ εμÜς μας κρατÜνε στο σκοτÜδι. ΚÜτι κυκλοφορεß στη πüλη. ΠÜντως, Üνθρωπος δεν εßναι». Ο ΚÜουφμαν κατÜλαβε. Ο ηλßθιος του σÝρβιρε τη γνωστÞ θεωρßα περß συνωμοσßας. Την εßχε ξανακοýσει, πολλÝς φορÝς πανÜκεια. «¸καναν πειρÜματα γενετικÞς οι ποýστηδες και κÜτι τους πÞγε στραβÜ. Να δεις που Ýφτιαξαν τÝρατα, αλλÜ εμεßς, ο λαουτζßκος, θα το μÜθουμε τελευταßοι. Δε μας λÝνε τßποτα. Κουκοýλωμα σου λεω. ΠÜω στοßχημα». Ο ΚÜουφμαν Ýβρισκε ελκυστικÞ τη σιγουριÜ του τýπου. ΤÝρατα στους δρüμους. ¸ξη κεφÜλια: μια ντουζßνα μÜτια. Γιατß üχι; ¹ξερε γιατß üχι. ΕπειδÞ αυτü απÜλλασσε τη πüλη: την Üφηνε ατιμþρητη. Κι ο ΚÜουφμαν πßστευε ακρÜδαντα πως τα τÝρατα στα τοýνελ Þταν ανθρωπüμορφα. Ο γενειοφüρος πÝταξε τα λεφτÜ στον πÜγκο και σÞκωσε το χοντρü του κþλο απü το βρþμικο πλαστικü σκαμνß. «ΜπÜτσος την Ýκανε τη δουλειÜ», ανακοßνωσε πριν φýγει. «ΠÞγε να το παßξει Þρωας κι αντß γι' αυτü γßνηκε τÝρας». ΧαμογÝλασε απαßσια. «ΠÜω στοßχημα ü,τι θες», πÝταξε, και βγÞκε απ' το μαγαζß χωρßς Üλλη κουβÝντα. Ο ΚÜουφμαν ξεφýσηξε ανακουφισμÝνος νιþθοντας την Ýνταση να εγκαταλεßπει το κορμß του. Σιχαινüταν τις αναμετρÞσεις αυτοý του εßδους: τον Ýκαναν να αισθÜνεται ανßσχυρος, του δÝνανε τη γλþσσα. Εδþ που τα λÝμε, σιχαινüταν και τη συγκεκριμÝνη κατηγορßα ανθρþπων: τους χοντροκÝφαλους αγροßκους, σÞμα κατατεθÝν της ΝÝας Υüρκης.

     Κüντευε Ýξη η þρα üταν ξýπνησε ο Μαχüγκανι. Η καταιγßδα του πρωινοý εßχε δþσει τη θÝση της σε μια σιγανÞ βροχÞ. Η ατμüσφαιρα Þταν καθαρÞ, üσο καθαρÞ μπορεß να εßναι η ατμüσφαιρα στο ΜανχÜταν. Τεντþθηκε στο κρεβÜτι, πÝταξε τη κουβÝρτα στο πÜτωμα και σηκþθηκε να ετοιμαστεß για τη δουλειÜ. Στο μπÜνιο η βροχÞ Ýπεφτε στη συσκευÞ του κλιματισμοý, αντηχþντας στο διαμÝρισμα σα σταθερü, ρυθμικü πλατÜγισμα. O Μαχüγκανι Üνοιξε τη τηλεüραση για να καλýψει το θüρυβο, αδιÜφορος σ' ü,τι πρüγραμμα εßχε να προσφÝρει. Πλησßασε στο παρÜθυρο. Ο δρüμος, Ýξη πατþματα πιο κÜτω, Þταν γεμÜτος οχÞματα κι ανθρþπους. ΜετÜ απü μια ημÝρα σκληρÞς δουλειÜς, η ΝÝα Υüρκη πÞγαινε σπßτι: να παßξει, να κÜνει Ýρωτα. Ο κüσμος ξεχυνüταν απü τα γραφεßα, Ýμπαινε στα' αυτοκßνητα. ΚÜποιοι θα Þταν εκνευρισμÝνοι μετÜ απü οχτþ þρες εγκλεισμοý σε πνιγηρÜ γραφεßα, Üλλοι Þμεροι σαν αρνιÜ θα επÝστρεφαν στα διαμερßσματÜ τους, παρασυρμÝνοι απü Ýνα αδιÜκοπο ανθρþπινο κýμα. Μερικοß πÜλι θα στριμþχνονταν στον υπüγειο, τυφλοß στα μηνýματα των τοßχων, κουφοß στα ßδια τους τα ψελλßσματα και στους κεραυνοýς των τοýνελ.

     Ο Μαχüγκανι διασκÝδαζε μ' üλα αυτÜ. Σε τελευταßα ανÜλυση, κεßνος δεν ανÞκε στο κοπÜδι. Στεκüταν στο παρÜθυρο και κοιτοýσε τα χιλιÜδες κεφÜλια κÜτω, ξÝροντας πως Þταν ο εκλεκτüς. Εßχε βÝβαια κι εκεßνος προθεσμßες να τηρÞσει, üπως ο κοσμÜκης στο δρüμο. ΑλλÜ η δικÞ του απασχüληση δεν εßχε καμßα σχÝση με το δικü τους Üσκοπο κÜματο, Þταν κÜτι σαν ιερü καθÞκον. Χρειαζüταν φαγητü κι ýπνο, üπως οι πληβεßοι. Το δικü του κßνητρο ωστüσο δεν Þταν η οικονομικÞ αναγκαιüτητα, αλλÜ οι απαιτÞσεις της ιστορßας. Πρüσθετε κι αυτüς το λιθαρÜκι του στη μεγαλειþδη παρÜδοση, παρÜδοση αιþνων, που δεν περιοριζüταν στην ΑμερικÞ. ¹ταν κυνηγüς της νýχτας: σαν τον Τζακ τον ΑντεροβγÜλτη, σαν τον Ζιλ ντε Ραι, ζþσα ενσÜρκωση του θανÜτου, στοιχειü με πρüσωπο ανθρþπου. ¹ταν το φÜντασμα του ýπνου, ο τελÜλης του τρüμου. Τα ανθρωπÜκια απü κÜτω του δεν μποροýσαν να ξÝρουν το πρüσωπü του, οýτε θα γυρνοýσαν ποτÝ να τον ξανακοιτÜξουν. ΑλλÜ το δικü του βλÝμμα τους ανακÜλυπτε παντοý, τους ζýγιζε, διαλÝγοντας μüνον τους ωριμüτερους απü τη μουντÞ παρÝλαση, τους υγιÝστερους και τους νεüτερους, για να πεθÜνουν απü το καθαγιασμÝνο του μαχαßρι.

     ΜερικÝς φορÝς ο Μαχüγκανι λαχταροýσε ν' αποκαλýψει τη ταυτüτητÜ του στην οικουμÝνη, αλλÜ εßχε ευθýνες, ευθýνες μεγÜλες και σοβαρÝς. Δεν μποροýσε να προσδοκεß δüξα και φÞμη. Η ζωÞ του Þταν μυστικÞ και μüνο η ματαιοδοξßα του ποθοýσε την αναγνþριση. "Στο κÜτω-κÜτω", σκεφτüταν, "μÞπως χαιρετÜ το μοσχÜρι το θýτη του üταν σφαδÜζει στα πüδια του"; ΓενικÜ, Þταν ευχαριστημÝνος. Του αρκοýσε να εßναι μÝρος της λαμπρÞς παρÜδοσης, πραγματικÜ του αρκοýσε. Τελευταßα üμως τα πρÜγματα δεν πÞγαιναν τüσο καλÜ. Δεν Þταν βÝβαια δικü του το λÜθος. Κανεßς δεν μποροýσε να τονε ψÝξει. Οι καιροß εßχαν αλλÜξει προς το χειρüτερο. Η ζωÞ δεν Þταν τüσο εýκολη üσο πριν μια δεκαετßα. ¹ταν φυσικÜ κι o ßδιος δÝκα χρüνια μεγαλýτερος, πρÜγμα που Ýκανε τη δουλειÜ εξουθενωτικÞ, οι υποχρεþσεις βÜραιναν üλο και περισσüτερο στους þμους του. ¹ταν εκλεκτüς, αβÜσταχτο προνüμιο. ΚÜπου-κÜπου αναρωτιüταν μÞπως εßχε φτÜσει πια η þρα να εκπαιδεýσει Ýνα νεüτερο, τον διÜδοχü του. Θα συμβουλευüταν και τους ΠατÝρες, αυτü οπωσδÞποτε, αλλÜ αργÜ Þ γρÞγορα Ýπρεπε να βρεθεß αντικαταστÜτης. Το θεωροýσε εγκληματικü ν' αφÞσει üλη τη πολýτιμη πεßρα του να πÜει χαμÝνη. Εßχε τüσα και τüσα να διδÜξει. Τüσα μυστικÜ του ασυνÞθιστου επαγγÝλματüς του. Τους καλýτερους τρüπους να παραμονεýεις, να σφÜζεις, να γδÝρνεις, ν' αποστραγγßζεις. Να διαλÝγεις το καλýτερο κρÝας για τον ιερü σκοπü. Την καλýτερη μÝθοδο για να ξεφορτþνεσαι τα λεßψανα. Τüσες λεπτομÝρειες, τÝτοια εξαιρετικÞ, συσσωρευμÝνη εμπειρßα και γνþση!

     Ο Μαχüγκανι προχþρησε αργÜ κατÜ το μπÜνιο, Üνοιξε τις βρýσες. Πριν μπει στη μπανιÝρα, περιεργÜστηκε το σþμα του. Το στομÜχι, τις γκρßζες τρßχες στο πλαδαρü του στÝρνο, τις ουλÝς, τα σκορπισμÝνα στο χλωμü του πετσß εξανθÞματα. Γερνοýσε. Ωστüσο απüψε, üπως κι üλες τις νýχτες, δε μποροýσε να μη πÜει στη δουλειÜ του...

     Ο ΚÜουφμαν ξαναγýρισε βιαστικüς στην εßσοδο του ουρανοξýστη, μ' Ýνα σÜντουιτς στο χÝρι, σιÜχνοντας το γιακÜ της καμπαρτßνας του, σκουπßζοντας τη βροχÞ απü τα μαλλιÜ του. Το ρολüι πÜνω απü τον ανελκυστÞρα Ýδειχνε εφτÜ και τÝταρτο. Θα δοýλευε μÝχρι τις δÝκα, λεπτü παραπÜνω. ΒγÞκε στο δωδÝκατο üροφο και τρÜβηξε κατÜ τα γραφεßα της εταιρεßας ΠÜπας. ΔιÝσχισε Üκεφα τον τερÜστιο λαβýρινθο των Üδειων γραφεßων με τις σκεπασμÝνες γραφομηχανÝς μÝχρι τη δικÞ του μικροσκοπικÞ επικρÜτεια, που το φως Üναβε ακüμη. Οι καθαρßστριες φλυαροýσαν στην Üλλη Üκρη του διαδρüμου: κατÜ τ' Üλλα ο χþρος Þταν Ýρημος. ¸βγαλε τη καμπαρτßνα, τη τßναξε να φýγουν οι ψιχÜλες, τη κρÝμασε. ΚÜθισε μπροστÜ στο σωρü των παραγγελιþν που τον απασχολοýσαν τρεις μÝρες τþρα και βÜλθηκε να τις ταχτοποιεß. Χρειαζüταν μüνον Ýνα βρÜδυ ακüμη, Þταν σßγουρος, για να βÜλει μια τÜξη στο χÜος και του Þταν ευκολüτερο να συγκεντρωθεß χωρßς την ασταμÜτητη φλυαρßα των δακτυλογρÜφων τριγýρω του. Ξετýλιξε το σÜντουιτς με χοιρομÝρι και μαγιονÝζα, δÜγκωσε μια μπουκιÜ και μ' Ýναν αναστεναγμü, Üρχισε να δουλεýει. ¹ταν ωραßα τþρα.

     Ο Μαχüγκανι εßχε ντυθεß για τη νυχτερινÞ βÜρδια. Φοροýσε το συνηθισμÝνο του σκοýρο κοστοýμι, με τη καφετιÜ γραβÜτα προσεχτικÜ δεμÝνη, τα ασημÝνια μανικετüκουμπα -δþρο της πρþτης του συζýγου- στερεωμÝνα στα μανßκια του Üψογα σιδερωμÝνου του πουκÜμισου, τα μαλλιÜ του καλοστρωμÝνα με μπριγιαντßνη, τα νýχια του κομμÝνα και περασμÝνα με διÜφανο βερνßκι, το μοýτρο του αναψοκοκκινισμÝνο απü την κολüνια. ¼λα τα χρειαζοýμενα Þταν στο σÜκο. Οι πετσÝτες, τα εργαλεßα, η ολüσωμη ποδιÜ. ΚοιτÜχτηκε στον καθρÝφτη. Περνοýσε ακüμη για Üντρας σαρÜντα πÝντε χρüνων, σκÝφτηκε, το πολý πενÞντα. Καθþς περιεργαζüταν το πρüσωπü του, υπενθýμισε στον εαυτü του το καθÞκον. ΠÜνω απ' üλα, προσοχÞ. Θα εßχε πολλÜ μÜτια πÜνω του απüψε, θα παρακολουθοýσαν τις επιδüσεις του, θα τον Ýκριναν. ¸πρεπε να δεßχνει αθþος, να μη κινεß τη παραμικρÞ υποψßα.

   "Αν Þξεραν", συλλογßστηκε. Οι Üνθρωποι που βÜδιζαν, Ýτρεχαν, τον προσπερνοýσαν στους δρüμους, που τον Ýσπρωχναν χωρßς ποτÝ να ζητοýν συγνþμη, που αντιμετþπιζαν το βλÝμμα του με περιφρüνηση, που περιγελοýσαν το σφιγμÝνο στο στενü κοστοýμι üγκο του! "Αν Þξεραν τι Ýκανε, ποιος Þταν και τι κουβαλοýσε"!

 -"ΠροσοχÞ", επανÝλαβε μεγαλüφωνα, κι Ýσβησε τα φþτα. Το διαμÝρισμα σκοτεßνιασε. ΠÞγε ως την εξþπορτα και την Üνοιξε, συνηθισμÝνος στο σκοτÜδι. Χαροýμενος στο σκοτÜδι. Ο ουρανüς εßχε καθαρßσει. Ο Μαχüγκανι κατηφüρισε την 'Αμστερνταμ κατÜ το σταθμü του μετρü στην 145η οδü. Απüψε θα ξανÜπαιρνε τη Λεωφüρο Της ΑμερικÞς, την αγαπημÝνη του γραμμÞ, συχνÜ τη πιο αποδοτικÞ.

     Στα σκαλιÜ του υπüγειου με το εισιτÞριο στο χÝρι. Στις αυτüματες πüρτες. Η μυρωδιÜ των τοýνελ ερÝθιζε τþρα τα ρουθοýνια του. ¼χι η οσμÞ των βαθýτερων τοýνελ, βÝβαια. Εκεßνα εßχαν το δικü τους Üρωμα. ΑλλÜ ο Μαχüγκανι Ýβρισκε ασφÜλεια ακüμη και στο μπαγιÜτικο ηλεκτρικü αÝρα τοýτης της λßγο-πολý επιφανειακÞς γραμμÞς. Σ' αυτü τον κυκεþνα κυκλοφοροýσε η ανακυκλωμÝνη αναπνοÞ εκατομμυρßων επιβατþν, ανακατευüταν με την ανÜσα πανÜρχαιων πλασμÜτων πλασμÜτων με φωνÝς μαλακιÝς σαν τον πηλü, με ορÝξεις ακατονüμαστες. Πως του Üρεσαν. Η μυρωδιÜ, το Ýρεβος, ο κεραυνüς. ΣτÜθηκε στη πλατφüρμα και περιεργÜστηκε με κριτικü μÜτι τους συνταξιδιþτες του. ΒρÞκε Ýνα-δυο που Üξιζαν να τους παρακολουθÞσει, αλλÜ υπÞρχε τüση σαβοýρα γýρω του: Þταν ελÜχιστοι εκεßνοι που πληροýσαν τις προδιαγραφÝς. ΧιλιÜδες Üρρωστοι, παχýσαρκοι, σακÜτηδες, τσακισμÝνοι απü την κοýραση. Σþματα αφανισμÝνα απü τις καταχρÞσεις και την αδιαφορßα. Του προκαλοýσαν αηδßα, μολονüτι καταλÜβαινε τις αδυναμßες που καταστρÝφουν και τους καλýτερους των ανθρþπων. ΧασομÝρησε στο σταθμü για μια περßπου þρα, τριγυρνþντας στις πλατφüρμες, ενþ τα τραßνα Ýρχονταν κι Ýφευγαν, μαζß τους κι ο κüσμος. ¹ταν απογοητευτικü το πüσο σπÜνιζε η ποιüτητα. Του φαινüταν πως, με τη κÜθε μÝρα που περνοýσε, δυσκολευüταν üλο και περισσüτερο να βρει σÜρκα Üξια να χρησιμοποιηθεß. Κüντευε δÝκα και μισÞ και δεν εßχε ανακαλýψει οýτε Ýνα πλÜσμα κατÜλληλο για σφαγÞ. "Δεν πειρÜζει", μονολüγησε, "Ýχω καιρü ακüμα. Σýντομα θα τελεßωναν οι παραστÜσεις κι εκατοντÜδες Üτομα θα ξεχýνονταν απü τα θÝατρα. ΑνÜμεσÜ τους υπÞρχαν πÜντα κÜμποσα εýρωστα κορμιÜ. ΚαλοταúσμÝνοι διανοοýμενοι, που κρατοýσαν σφιχτÜ τα προγρÜμματÜ τους κι αποφαßνονταν για την ουσßα της τÝχνης. -Ω, ναι, κÜτι θα τýχαινε".

     Αν üχι -κι Þταν νýχτες που του φαινüταν αδýνατο να βρει το σωστü κορμß- θα κατÝβαινε στο κÝντρο και θα στρßμωχνε κανÝνα αποξεχασμÝνο ζευγαρÜκι Þ κÜποιον αθλητÞ, φρÝσκο-φρÝσκο απü το γυμναστÞριο. Καλü υλικü αυτοß οι τελευταßοι, αλλÜ υπÞρχε πÜντα ο κßνδυνος να προβÜλλουν αντßσταση. ΘυμÞθηκε τους δýο μαýρους πÝρσι Þ πρüπερσι, με σαρÜντα χρüνια διαφορÜς μεταξý τους, πατÝρας και γιος μÜλλον. ΤρÜβηξαν μαχαßρια, με αποτÝλεσμα να τον στεßλουν για Ýξη εβδομÜδες στο νοσοκομεßο. ¹ταν μßα μεγÜλη Þττα που τον þθησε τüτε να αμφισβητÞσει τις ικανüτητÝς του. Κι ακüμα χειρüτερα, τον Ýκανε να αναρωτηθεß πþς θα τον μεταχειρßζονταν οι αφÝντες του σε περßπτωση που θα δεχüταν το θανÜσιμο πλÞγμα. Θα τον Ýστελναν στην οικογÝνειÜ του στο Νιου ΤζÝρσεú για μιαν αξιοπρεπÞ χριστιανικÞ κηδεßα; ¹ θα κρατοýσαν το πτþμα του για τους δικοýς τους σκοποýς;

     Ο τερÜστιος τßτλος στην πρþτη σελßδα της Νιου Γιορκ Ποστ, παρατημÝνης στο κÜθισμα δßπλα του, τρÜβηξε την προσοχÞ του Μαχüγκανι: «Το σýνολο των αστυνομικþν δυνÜμεων στο κυνÞγι του δολοφüνου». Δε μπüρεσε να μη χαμογελÜσει. ¼λες οι ζοφερÝς σκÝψεις για την αποτυχßα, την ανικανüτητα, το θÜνατο εξαφανßστηκαν. Στο κÜτω-κÜτω, Þταν ο Üνθρωπος που ολüκληρη η πüλη συζητοýσε κι Ýτρεμε, ο στυγερüς φονιÜς αυτοπροσþπως κι ειδικÜ απüψε η ιδÝα της σýλληψης Þταν γελοßα. Σε τελευταßα ανÜλυση, δεν εßχαν εγκρßνει -κι ευλογÞσει- το Ýργο του οι ýψιστες αρχÝς; ΚανÝνας αστυνομικüς δεν μποροýσε να τον αγγßξει, κανÝνα δικαστÞριο να τον δικÜσει. Οι δυνÜμεις του νüμου και της τÜξης, που εßχαν αναλÜβει με τÝτοιο ζÞλο την εξολüθρευσÞ του, υπηρετοýσαν τους ßδιους μ' αυτüν αφÝντες. Σχεδüν ευχüταν να τον πιÜσει κÜποιος ανυποψßαστος μπÜτσος και να τον οδηγÞσει θριαμβευτικÜ στο δικαστÞ, μüνο και μüνο για να δει τα μοýτρα τους üταν κατÝφτανε το μÞνυμα απü το σκοτÜδι πως o Μαχüγκανι Þταν ιερüς, υπερÜνω κÜθε νομικοý κþδικα.
     ¹ταν Ýντεκα η þρα. Οι θεατρüφιλοι εßχαν αρχßσει να ξεπροβÜλλουν, αλλÜ δε διÝκρινε τßποτα το σπουδαßο ακüμα. Θα περßμενε να σκορπßσει το πλÞθος: θ' ακολουθοýσε Ýνα-δυο διαλεχτÜ κομμÜτια μÝχρι το τÝλος της γραμμÞς. ¼πως üλοι οι σοφοß κυνηγοß, δε βιαζüταν. Κüντευε Ýντεκα, μια þρα μετÜ τη προθεσμßα που ο ΚÜουφμαν εßχε θÝσει στον εαυτü του κι ακüμη δεν Ýλεγε να τελειþσει. ΑλλÜ η αγανÜκτηση κι η πλÞξη κÜνανε τη δουλειÜ δυσκολüτερη, οι αριθμοß μπροστÜ του εßχαν αρχßσει να θολþνουν. Στις Ýντεκα και δÝκα πÝταξε το στυλü και παραδÝχτηκε την Þττα του. ¸τριψε τα μÜτια του μÝχρι που το κεφÜλι του γÝμισε χρþματα. "Βρε, δε γαμεßς", μονολüγησε. Δεν Ýβριζε ποτÝ μπροστÜ σε κüσμο. ¼μως Ýνα "γαμþ το" κÜπου-κÜπου, üταν δεν υπÞρχε κανεßς να τον ακοýσει, Þταν μεγÜλη παρηγοριÜ. ΔιÝσχισε τα γραφεßα, με την υγρÞ καμπαρτßνα στο χÝρι, και τρÜβηξε για τους ανελκυστÞρες. Τα μÝλη του Þταν μουδιασμÝνα, μüλις και μετÜ βßας κρατοýσε τα μÜτια του ανοιχτÜ. ¸ξω Ýκανε περισσüτερο κρýο απ' üσο περßμενε. Το ψυχρü αερÜκι τον αναζωογüνησε κÜπως. Ξεκßνησε για το σταθμü του μετρü στην τριακοστÞ τÝταρτη οδü. Απü κει θα Ýπαιρνε το τραßνο για το Φαρ Ρüκαγουεú. Σπßτι σε μια þρα.

     Δεν το Þξεραν οýτε ο Μαχüγκανι οýτε ο ΚÜουφμαν, αλλÜ στο Μπρüντγουεú οι αστυνομικοß εßχαν συλλÜβει το Δολοφüνο του Υπüγειου (Þ Ýτσι νüμιζαν) σ' Ýνα απü τα τραßνα με προορισμü τα βüρεια προÜστια. ¸νας κοντüς ανθρωπÜκος ευρωπαúκÞς καταγωγÞς, που κρÜδαινε στο Ýνα χÝρι σφυρß και στο Üλλο πριüνι, εßχε στριμþξει μια νεαρÞ στο δεýτερο βαγüνι και απειλοýσε να τη κüψει στα δýο, εν ονüματι του ΙεχωβÜ. Τþρα το αν μποροýσε να πραγματοποιÞσει την απειλÞ του Þταν πρÜγμα αμφßβολο. Εν πÜση περιπτþσει, δεν του δüθηκε ποτÝ η ευκαιρßα. Ενþ οι υπüλοιποι επιβÜτες -ανÜμεσÜ τους και δυο πεζοναýτες- παρακολουθοýσαν, χωρßς να επεμβαßνουν, τη σκηνÞ, το θýμα Ýριξε μια τÝτοια κλωτσιÜ στ' αρχßδια του τýπου που παραλßγο να τον αφÞσει να τραγουδÜ σοπρÜνο για üλη την υπüλοιπη ζωÞ του. Το σφυρß Ýπεσε απü τα χÝρια του. Η κοπελιÜ το Üρπαξε και του Ýσπασε την κÜτω σιαγüνα και το δεξß ζυγωματικü πριν προλÜβουν να τη σταματÞσουν οι πεζοναýτες.

     ¼ταν το τραßνο σταμÜτησε στην 96η οδü, η αστυνομßα περßμενε πανÝτοιμη να συλλÜβει τον ΧασÜπη Του Μετρü. ¼ρμησαν üλοι μαζß στο βαγüνι, ουρλιÜζοντας σαν αγριεμÝνα στοιχειÜ και χεσμÝνοι απü το φüβο τους. Ο χασÜπης κεßτονταν σε μια γωνιÜ με το μοýτρο του κομμÜτια. Τον πÞραν κι Ýφυγαν, θριαμβευτÝς. Η κοπÝλα, αφοý Ýδωσε κατÜθεση, πÞγε σπßτι της παρÝα με τους πεζοναýτες. Το επεισüδιο Ýμελλε ν' αποδειχθεß χρÞσιμος αντιπερισπασμüς, μüλο που ο Μαχüγκανι δεν μποροýσε να το ξÝρει. Οι αστυνομικοß πÝρασαν τη μισÞ και παραπÜνω νýχτα προσπαθþντας να εξακριβþσουν την ταυτüτητα του συλληφθÝντος, κυρßως γιατß τους εμπüδιζε να καταλÜβουν τα λüγια του το τσακισμÝνο σαγüνι. ¹ταν πια τρεις και μισÞ τα ξημερþματα üταν κÜποιος αρχιφýλακας ΝτÝιβις, που Þρθε να πιÜσει βÜρδια, αναγνþρισε τον Üντρα. ¹ταν κÜποιος Χανκ ΒÜσαρλι, συνταξιοýχος ανθοπþλης απü το Μπρονξ. Ο Χανκ εßχε πολλÝς συλλÞψεις στο ενεργητικü του γι' «απρüκλητες επιθÝσεις και βÜναυση προσβολÞ της δημοσßας αιδοýς», üλα στο üνομα του ΙεχωβÜ. Τα φαινüμενα απατοýσαν: Þταν τüσο επικßνδυνος üσο το ΛαγουδÜκι Του ΠÜσχα και, φυσικÜ, σε καμßα περßπτωση, ο ΧασÜπης Του Μετρü. ΑλλÜ μÝχρι να το εμπεδþσουν οι μπÜτσοι, ο Μαχüγκανι κüντευε να τελειþσει τη δουλειÜ του.

     ¹ταν Ýντεκα και τÝταρτο üταν ο ΚÜουφμαν μπÞκε στο εξπρÝς για τη Μοτ Αβενιου. Μοιραζüταν το βαγüνι μ' Üλλους δýο επιβÜτες. Η μßα Þταν μια μεσüκοπη μαýρη γυναßκα με βυσσινß πανωφüρι, ο Üλλος Ýνας χλωμüς σπυριÜρης Ýφηβος που κοιτοýσε το γκρÜφιτι «Γλεßψε μου τον Üσπρο κþλο» με τελεßως φευγÜτα μÜτια. Ο ΚÜουφμαν καθüταν στο πρþτο βαγüνι. Το ταξßδι του θα διαρκοýσε τριÜντα πÝντε λεπτÜ. ¸κλεισε τα μÜτια, νανουρισμÝνος απü τη ρυθμικÞ κßνηση του τραßνου. Η διαδρομÞ Þταν βαρετÞ κι εκεßνος κουρασμÝνος. Δεν εßδε τα φþτα να σβÞνουν στο δεýτερο βαγüνι. Δεν εßδε το πρüσωπο του Μαχüγκανι στο τζÜμι να ψÜχνει για λßγο ακüμη κρÝας. Στην 14η οδü η μαýρη κατÝβηκε. Κανεßς δεν ανÝβηκε. Ο ΚÜουφμαν Üνοιξε για μια στιγμÞ τα μÜτια, πρüσεξε την Üδεια πλατφüρμα, τα ξανÜκλεισε αμÝσως. Οι πüρτες Ýκλεισαν με το χαρακτηριστικü τους σφýριγμα. Λικνιζüταν στη ζεστÞ ατμüσφαιρα ανÜμεσα στον ýπνο και τον ξýπνιο, στο νου του φτεροýγιζαν φευγαλÝες εικüνες. Ωραßο συναßσθημα. Το τραßνο ξεκßνησε πÜλι, βροντολογþντας στα τοýνελ. ºσως, κÜπου στο μισοκοιμισμÝνο μυαλü του, ο ΚÜουφμαν να συνειδητοποßησε πως η πüρτα ανÜμεσα στο πρþτο και το δεýτερο βαγüνι Üνοιξε. ºσως να μýρισε το ξαφνικü ρεýμα του αÝρα των τοýνελ, να κατÜλαβε üτι το βουητü των τροχþν στιγμιαßα δυνÜμωσε. ΑλλÜ επÝλεξε να το αγνοÞσει. ºσως ν' Üκουσε ακüμη και τους πνιχτοýς Þχους της συμπλοκÞς, καθþς ο Μαχüγκανι εξουδετÝρωνε τον Ýφηβο με το αλλοπαρμÝνο βλÝμμα. ΑλλÜ ο θüρυβος του φÜνηκε μακρινüς, δε μπüρεσε ν' αντισταθεß στον πειρασμü του ýπνου. Βυθßστηκε πÜλι.

     Για κÜποιο λüγο, ονειρευüταν τη κουζßνα της μÜνας του. ΚαθÜριζε γογγýλια και του χαμογελοýσε γλυκÜ. ¹ταν μικροýλης στ' üνειρο και κοιτοýσε μαγεμÝνος το λαμπερü της πρüσωπο. Τα μÜτια του Üνοιξαν απüτομα, η μητÝρα χÜθηκε. Το βαγüνι Þταν Üδειο, ο νεαρüς εξαφανισμÝνος. Πüση þρα κοιμüταν; Δε θυμüταν να εßχε σταματÞσει το τραßνο στη ΔυτικÞ ΤÝταρτη Οδü. Σηκþθηκε, μισοζαλισμÝνος ακüμη και σχεδüν Ýχασε την ισορροπßα του σ' Ýνα απüτομο τρÜνταγμα του τραßνου. Η ταχýτητα εßχε αυξηθεß πολý. ºσως ο οδηγüς βιαζüταν να πÜει σπßτι, να πÝσει στο κρεβÜτι αγκαλιÜ με τη γυναßκα του. '¸τρεχαν πÜρα πολý εδþ που τα λÝμε, Þταν τρομαχτικü το πüσο Ýτρεχαν. ¸να κομμÜτι μαýρο ýφασμα κÜλυπτε το τζÜμι της πüρτας ανÜμεσα στα δýο βαγüνια, μια κουρτßνα που σßγουρα δεν υπÞρχε προηγουμÝνως. Η ανησυχßα τρýπωσε στο μυαλü του ΚÜουφμαν. Λες να κοιμüταν πολλÞ þρα και να μην τον πρüσεξε ο ελεγκτÞς; Λες να εßχαν περÜσει το Φαρ Ρüκαγουεú και το τραßνο να κατευθυνüταν τþρα για το μÝρος üσου περνοýν συνÞθως τη νýχτα τους τα τραßνα;

 -«Γαμþτο», αναφþνησε. Να πÞγαινε μπροστÜ να ρωτÞσει τον οδηγü; Μα Þταν τüσο ηλßθια ερþτηση: Ποý βρßσκομαι; ΤÝτοια þρα, πιθανüτερο Þταν να του απαντÞσει με βρισιÝς παρÜ με πληροφορßες. Και τüτε το τραßνο Ýκοψε ταχýτητα. Σταθμüς. Ναι, σταθμüς. Το τραßνο πÝρασε απü το τοýνελ στο λερü φως του σταθμοý της ΔυτικÞς ΤετÜρτης Οδοý. Δεν εßχε χÜσει καμßα στÜση. Μα τüτε ποý Þταν το αγüρι; ¹ εßχε αγνοÞσει την απαγüρευση για τη μετακßνηση ανÜμεσα στα βαγüνια üσο το τραßνο βρισκüταν σε κßνηση Þ εßχε πÜει στη καμπßνα του οδηγοý. "Να δεις που αυτÞ τη στιγμÞ θα του παßρνει πßπα", σκÝφτηκε μ' Ýνα μορφασμü αηδßας. Δεν Þταν δα κι απü αυτÜ που δεν συμβαßνουν. Τοýτο Þταν το «ΠαλÜτι Των Απολαýσεων», üχι παßξε-γÝλασε κι üλοι εßχαν δικαßωμα σε μια δüση λαθραßου σεξ. ΑνασÞκωσε τους þμους. Και τι τον Ýνοιαζε αυτüν ποý πÞγε το αγüρι; Οι πüρτες κλεßσανε. Κανεßς δεν εßχε ανεβεß στο τραßνο. Ξεκßνησε πÜλι και τα φþτα αναβüσβησανε καθþς ανÝπτυξε απüτομα ταχýτητα.

     Ο ΚÜουφμαν νýσταζε ακüμη, αλλÜ ο ξαφνικüς φüβος εßχε αυξÞσει την Ýκκριση αδρεναλßνης στον οργανισμü του, κÜνοντας τα μÝλη του να ριγοýν απü νευρικÞ υπερÝνταση. Οξýτερες εßχαν γßνει και οι αισθÞσεις του. Ακüμη και πÜνω απü το μπουμπουνητü των τροχþν στις ρÜγες, Üκουσε απü το διπλανü βαγüνι τον Þχο ροýχων που σκßζονταν. "Ποιüς διαρρÞγνυε τα ιμÜτιÜ του;" σκÝφτηκε μ' Ýνα χαμüγελο. Σηκþθηκε, αρπÜζοντας μια χειρολαβÞ για στÞριγμα. Το τζÜμι ανÜμεσα στα βαγüνια Þταν τελεßως καλυμμÝνο, εκεßνος ωστüσο το κοιτοýσε συνοφρυωμÝνος, σα να εßχε αποκτÞσει ξαφνικÜ ακτßνες Χ στα μÜτια. Το βαγüνι χüρευε ροκ εν ρολ. ¸τρεχαν σα δαιμονισμÝνοι πÜλι. Κι Üλλο σκßσιμο. Βιασμüς μÞπως; Χωρßς να νιþθει τßποτε περισσüτερο απü την Þπια περιÝργεια ßσως του ερασιτÝχνη ηδονοβλεψßα, διÝσχισε το βαγüνι κατÜ την ενδιÜμεση πüρτα, ελπßζοντας να βρει μια ρωγμÞ στο παραπÝτασμα. Τα μÜτια του Þταν ακüμη στυλωμÝνα στο παρÜθυρο κι Ýτσι δεν πρüσεξε τα αßματα που πÜνω τους πατοýσε. ¿σπου γλßστρησε. Κοßταξε κÜτω. Το στομÜχι του εßδε το αßμα πριν το αντιληφθεß ο εγκÝφαλüς του και το χοιρομÝρι του ανÝβηκε στο λαρýγγι. Αßμα. ΠÞρε κÜμποσες βαθιÝς ανÜσες και γýρισε το κεφÜλι αλλοý στο παραθυρÜκι πÜλι. Μια λÝξη αντηχοýσε στο κεφÜλι του: αßμα. Τßποτα δεν μποροýσε να τη διþξει. ¸πρεπε να δει. Εßχε αßμα στο παποýτσι του, οι κηλßδες Ýφταναν ως το επüμενο βαγüνι, αλλÜ ο ΚÜουφμαν Ýπρεπε να δει. ΟπωσδÞποτε. ¸πρεπε. Προχþρησε Üλλα δυο βÞματα κατÜ την πüρτα κι Ýψαξε το ýφασμα για μια τρυποýλα: μια ξεφτισμÝνη, τραβηγμÝνη κλωστÞ του αρκοýσε. Να την η χαραμÜδα. Κüλλησε πÜνω της το μÜτι του.

     Ο νους αρνιüταν να δεχτεß αυτü που βλÝπανε τα μÜτια. ΑπÝρριπτε το θÝαμα ως παρÜλογο, εικüνα ονεßρου. Η λογικÞ τοý Ýλεγε πως δεν μποροýσε να εßναι αληθινü, μα η σÜρκα του Þξερε üτι Þταν. Το κορμß του πÜγωσε απü τον τρüμο. Τα μÜτια του, ορθÜνοιχτα, δεν μποροýσαν ν' αποφýγουν τη φριχτÞ σκηνÞ πßσω απü την κουρτßνα. ΠαρÝμεινε στην πüρτα üσο το τραßνο τραβοýσε το δρüμο του, üσο το αßμα στρÜγγιζε απü τα Üκρα του, üσο ο εγκÝφαλüς του ασφυκτιοýσε απü την Ýλλειψη οξυγüνου. ΑστραπÝς Üρχισαν να στροβιλßζονται μπροστÜ του, κρýβοντας επιτÝλους τη θηριωδßα. Και μετÜ λιποθýμησε.
     ¹ταν ακüμη αναßσθητος üταν ο συρμüς Ýφτασε στην ΤζÝι Στρητ. Κουφüς στην ανακοßνωση του οδηγοý πως üλοι οι επιβÜτες που Þθελαν να συνεχßσουν Ýπρεπε ν' αλλÜξουν τραßνο. Αν την Üκουγε, θ' αμφισβητοýσε την ορθüτητÜ της. ΚανÝνα μετρü δεν Üφηνε üλους τους επιβÜτες στην ΤζÝι Στρητ. Η γραμμÞ συνεχιζüταν ως τη Μοτ 'Αβενιου, πÝρα απü το αεροδρüμιο ΚÝνεντυ. Θα ρωτοýσε τι διÜβολο τραßνο Þταν αυτü. Μüνο που Þδη Þξερε. H αλÞθεια κρεμüταν στο διπλανü βαγüνι. Η αλÞθεια χαμογελοýσε αυτÜρεσκα πßσω απü μια ολüσωμη ποδιÜ. ¹ταν η Κρεοφüρος Του Μεσονυχτßου.

     Ο χρüνος χÜνει το νüημÜ του üταν εßσαι λιπüθυμος. Μπορεß να εßχαν περÜσει δευτερüλεπτα Þ þρες μÝχρι να συνÝλθει ο ΚÜουφμαν και να κατορθþσει να σκεφτεß την κατÜστασÞ του. ΠλÜγιαζε κÜτω απü μια θÝση, κολλητÜ στο δομοýμενο τοßχωμα του βαγονιοý. "ΜÝχρι τþρα η τýχη Þταν με το μÝρος του", σκÝφτηκε: "η κßνηση του τραßνου εßχε κρýψει το αναßσθητο σþμα του". ΣκÝφτηκε τη φρßκη του δεýτερου βαγονιοý και κατÜπιε τον εμετü που του ανÝβηκε στο στüμα. ¹ταν μüνος. ¼που και να βρισκüταν ο ελεγκτÞς -δολοφονημÝνος μÜλλον-, δεν μποροýσε να τον καλÝσει σε βοÞθεια. Κι ο οδηγüς; Νεκρüς πÜνω απü τους μοχλοýς του; ΜÞπως το τραßνο Ýτρεχε τþρα σ' Ýνα Üγνωστο τοýνελ, Ýνα τοýνελ δßχως σταθμοýς, προς τη καταστροφÞ του; Ακüμη κι αν δε σκοτωνüταν στη τελικÞ σýγκρουση, υπÞρχε πÜντα ο ΧασÜπης, που πετσüκοβε ανενüχλητος λßγα μüλις μÝτρα μακριÜ απü τον ΚÜουφμαν. ¼που και να γυρνοýσε, η επιγραφÞ στις πüρτες Ýλεγε ΘΑΝΑΤΟΣ.

     Ο θüρυβος Þταν εκκωφαντικüς, ιδßως τþρα που Þταν ξαπλωμÝνος χÜμω. Τα δüντια του ΚÜουφμαν χοροπηδοýσαν στα οýλα τους, το πρüσωπü του εßχε μουδιÜσει απü τις δονÞσεις' ακüμη και το κρανßο του πονοýσε. ΣιγÜ-σιγÜ Ýνιωσε τη δýναμη να επιστρÝφει στα εξαντλημÝνα του μÝλη. ΤÝντωσε προσεχτικÜ τα δÜχτυλα κι Ýσφιξε τις γροθιÝς του για να αποκαταστÞσει την κυκλοφορßα του αßματος. Μαζß με τις αισθÞσεις του επÝστρεψε κι η ναυτßα. Η κτηνωδßα του διπλανοý βαγονιοý δεν Ýφευγε απü τα μÜτιÜ του. Εßχε βÝβαια ξαναδεß φωτογραφßες δολοφονημÝνων ανθρþπων, αλλÜ τοýτοι δεν Þταν συνηθισμÝνοι φüνοι. Βρισκüταν στο ßδιο τραßνο με τον ΧασÜπη Του Μετρü, το τÝρας που κρÝμαγε ανÜποδα τα θýματÜ του, γυμνÜ και ξυρισμÝνα. Πüση þρα ακüμη μÝχρι να διαβεß το θηρßο το κατþφλι και να του χιμÞξει; ¹ταν σßγουρος πως αν δεν τον Ýσφαζε ο ΧασÜπης, θα τον αποτελεßωνε η αναμονÞ. 'Ακουσε κÜτι να σαλεýει πßσω απü τη πüρτα. Μßλησε το Ýνστικτο. Χþθηκε πιο βαθιÜ κÜτω απü το κÜθισμα, τυλßχτηκε σα κουβαρÜκι, με το κÜτασπρο πρüσωπü του κολλημÝνο στο τοßχωμα. ΣκÝπασε το κεφÜλι με τα χÝρια του κι Ýκλεισε τα μÜτια τüσο σφιχτÜ üσο το παιδÜκι που φοβÜται τον Μπαμποýλα.

     Η πüρτα Üνοιξε. ΑργÜ. ΣφυριχτÜ. ΑÝρας απü τις ρÜγες. Μýριζε παρÜξενα κι Þτανε παγωμÝνος. Τοýτος Þταν αρχÝγονος αÝρας στα ρουθοýνια, εχθρικüς κι ανεξιχνßαστος. Τον Ýκανε να τρÝμει σα φýλλο. Η πüρτα Ýκλεισε. Κλικ. Ο ΧασÜπης πλησßαζε, ο ΚÜουφμαν το Þξερε. ºσως και να στεκüταν λßγα εκατοστÜ μακριÜ του. ΜÞπως κοιτοýσε αυτÞ τη στιγμÞ τη πλÜτη του ΚÜουφμαν; ΜÞπως Ýσκυβε, με το μαχαßρι στο χÝρι, να τον τραβÞξει απü την κρυψþνα του, σα να ξερßζωνε σαλιγκÜρι απü το καβοýκι του; Δεν Ýγινε τßποτα. Δεν Ýνιωσε καφτÞ ανÜσα στο σβÝρκο του. Κανεßς δεν του Üνοιξε στα δýο τη ρÜχη. Μüνο βÞματα ακοýστηκαν κοντÜ στο κεφÜλι του ΚÜουφμαν, κατüπιν τα ßδια βÞματα απομακρýνθηκαν. Η αναπνοÞ του ΚÜουφμαν, κρατημÝνη στους πνεýμονες τüση þρα, βγÞκε μ' Ýνα ρüγχο απü τα χεßλη του.

     Ο Μαχüγκανι απογοητεýτηκε üταν ανακÜλυψε üτι ο Üντρας που κοιμüταν εßχε κατÝβει στη ΔυτικÞ ΤÝταρτη Οδü. ¹λπιζε να τελειþσει μια ακüμη δουλειÜ απüψε, ν' απασχοληθεß με κÜτι πριν φτÜσει στον προορισμü του. ¼μως üχι: ο τýπος εßχε φýγει. Το μüνο που τον παρηγοροýσε Þταν üτι το παραλßγο θýμα δε βρισκüταν σε τüσο καλÞ κατÜσταση: Ýνας ακüμη αναιμικüς Εβραßος λογιστÞς. Η σÜρκα του δε θα Þταν πρþτης ποιüτητας. Ο Μαχüγκανι τρÜβηξε για τη καμπßνα του οδηγοý. Θα περνοýσε το υπüλοιπο της διαδρομÞς εκεß. "ΘεÝ μου", σκÝφτηκε ο ΚÜουφμαν, "θα σκοτþσει τον οδηγü. 'Ακουσε τη πüρτα ν' ανοßγει. Κατüπιν τη φωνÞ του ΧασÜπη: χαμηλÞ και τραχιÜ.

 -«Γεια».

 -«Γεια». Γνωρßζονταν.

 -«¼λα εντÜξει»;

 -«ΕντÜξει».
     Ο ΚÜουφμαν σοκαρßστηκε απü την κοινοτυπßα του διαλüγου. ¼λα εντÜξει; Τß πÞγαινε να πει: üλα εντÜξει; Τα υπüλοιπα λüγια χÜθηκαν στο θüρυβο του τραßνου. Ο ΚÜουφμαν δεν Üντεχε Üλλο. Ξεδιπλþθηκε φοβισμÝνος κι Ýριξε μια ματιÜ στο βαγüνι πÜνω απü τον þμο του. Το μüνο που Ýβλεπε Þταν τα πüδια του ΧασÜπη και το κÜτω μÝρος της πüρτας. ΔιÜβολε! ¹θελε να ξαναδεß το πρüσωπο του τÝρατος. Γελοýσαν τþρα. Υπολüγισε τον κßνδυνο που διÝτρεχε: τα μαθηματικÜ του πανικοý. Αν Ýμενε στη θÝση του, αργÜ Þ γρÞγορα o ΧασÜπης θα τον ανακÜλυπτε και θα τον λιÜνιζε. Απü την Üλλη πλευρÜ, αν ξεμυτοýσε, ρισκÜριζε να τον δουν και να τον πÜρουν στο κατüπι. Ποιο Þταν το χειρüτερο; Να μεßνει ακßνητος και ν' αφÞσει να τον σκοτþσουν σαν το ποντßκι στη φÜκα Þ να σηκωθεß και ν' αντιμετωπßσει, αν χρειαζüταν, το χτÞνος; ¸μεινε Üναυδος κι ο ßδιος με την απüφασÞ του: θα σηκωνüταν. ΑργÜ-αργÜ, απßστευτα αργÜ, σýρθηκε Ýξω απü το κÜθισμα, με τα μÜτια πÜντα καρφωμÝνα στη πλÜτη του ΧασÜπη. Με το που βγÞκε, βÜλθηκε να μπουσουλÜει κατÜ τη πüρτα. Το κÜθε βÞμα Þταν μαρτýριο, μα ο ΧασÜπης φαινüταν απορροφημÝνος στην κουβÝντα.

     Ο ΚÜουφμαν Ýφτασε στην πüρτα. 'Αρχισε να ορθþνεται, προσπαθþντας συγχρüνως να προετοιμÜσει τον εαυτü του για το θÝαμα που τον περßμενε στο βαγüνι δýο. 'Αρπαξε το χεροýλι, Ýσπρωξε την πüρτα. Ο θüρυβος δυνÜμωσε κι Ýνα κýμα υγροý αÝρα, αÝρα που βρωμοýσε σκουπßδια αιþνων, τον χτýπησε καταπρüσωπο. Δεν εßναι δυνατüν, δεν Üκουσε ο ΧασÜπης; Δε μýρισε; Να, üπου να 'ναι θα στραφεß ¼μως üχι. Ο ΚÜουφμαν συνÝχισε τη δýσκολη πορεßα του μÝχρι το σφαγεßο δßπλα. Η ανακοýφιση τον Ýκανε απρüσεχτο. Δε στÜθηκε να κλεßσει καλÜ τη πüρτα πßσω κι Ýτσι, με τους κραδασμοýς του τραßνου, μισÜνοιξε πÜλι, γλιστρþντας. Ο Μαχüγκανι Ýβγαλε το κεφÜλι απü τη καμπßνα του οδηγοý να δει τι γινüταν.

 -«Τß σκατÜ Þταν αυτü;» ρþτησε ο οδηγüς.

 -«Τßποτα. Δεν Ýκλεισα καλÜ τη πüρτα».
     Ο ΚÜουφμαν Üκουσε τον ΧασÜπη να πλησιÜζει. ΖÜρωσε, Ýνα κουβÜρι αγωνßας, κüντρα στον ενδιÜμεσο τοßχο, συνειδητοποιþντας ξαφνικÜ üτι κüντευε να τα κÜνει πÜνω του. Η πüρτα τραβÞχτηκε απü την Üλλη πλευρÜ και τα βÞματα απομακρýνθηκαν. ΑσφαλÞς, για λßγο τουλÜχιστον, Üνοιξε τα μÜτια, σφßγγοντας τα δüντια για ν' αντÝξει το θÝαμα που θ' αντßκριζε. Δεν υπÞρχε τρüπος να τ' αποφýγει. ΕπιτÝθηκε σε κÜθε μßα απü τις αισθÞσεις του: η οσμÞ των χυμÝνων στο πÜτωμα εντÝρων, η θÝα των κορμιþν, η αßσθηση των υγρþν στις παλÜμες του, ο Þχος των χειρολαβþν που τριζοβολοýσαν κÜτω απü το βÜρος, ακüμη κι η γεýση της ατμüσφαιρας Þταν αλμυρÞ απü το αßμα. ¹ταν κλεισμÝνος με το θÜνατο σε μια τρýπα, Ýτρεχαν παρÝα στο σκοτÜδι. ΤουλÜχιστον η ναυτßα του εßχε περÜσει. ΚανÝνα δυσÜρεστο συναßσθημα εκτüς απü την απÝχθεια. ΜÝχρι που Ýσκυψε να εξετÜσει τα πτþματα με μια περιÝργεια που, θαρρεßς, δεν Þταν δικÞ του. Το πιο κοντινü κουφÜρι Þταν του Ýφηβου απü το βαγüνι Ýνα. Το κορμß κρεμüταν ανÜποδα, ταλαντευüταν πÝρα-δþθε στο ρυθμü του τραßνου, μαζß με τ' Üλλα τρßα, Ýνας αχρεßος μακÜβριος χορüς. Τα χÝρια πÝφτανε χαλαρÜ απü τους þμους, üπου υπÞρχαν τομÝς δýο ιντσþν. Το κÜθε μÝλος του αγοριοý αιωροýνταν σαν εκκρεμÝς, με μια κßνηση που υπνþτιζε. Η γλþσσα, πεταγμÝνη Ýξω. Το κεφÜλι, χαλαρü στον τσακισμÝνο λαιμü. Ακüμη και το πÝος του νεαροý πηγαινοερχüταν δεξιÜ-αριστερÜ στους ξυρισμÝνους του βουβþνες. Απü το κεφÜλι και την ανοιχτÞ σφαγßτιδα φλÝβα Ýσταζε αßμα σ' Ýνα μαýρο κουβÜ. ΥπÞρχε μια παρÜξενη χÜρη στο üλο θÝαμα: Ýφερε τη σφραγßδα μιας δουλειÜς καμωμÝνης στην εντÝλεια.

     Πßσω του κρÝμονταν τα στραγγισμÝνα πτþματα δυο νεαρþν λευκþν γυναικþν κι ενüς μισο-γδαρμÝνου σκουρüτερου Üντρα. Ο ΚÜουφμαν Ýγειρε το κεφÜλι να κοιτÜξει τα πρüσωπÜ τους. Το Ýνα κορßτσι πρÝπει να εßχε διατελÝσει καλλονÞ. Ο Üντρας Þταν μÜλλον ΠορτορικÜνος. Δεν εßχε απομεßνει οýτε μια τρßχα πÜνω τους. Ο αÝρας μýριζε ακüμη κουρεμÝνο μαλλß. Καθþς ο ΚÜουφμαν ανασηκωνüταν, το σþμα της μιας κοπÝλας πÞρε μια ολüκληρη στροφÞ, παρουσιÜζοντÜς του τη πλÜτη. Δεν Þταν Ýτοιμος γι' αυτÞ τη τελευταßα φρßκη. Η σÜρκα Þταν ανοιγμÝνη στα δýο απü το σβÝρκο ßσαμε τους γοφοýς κι οι μýες εßχανε τραβηχτεß πßσω, αφÞνοντας εκτεθειμÝνους τους γυαλιστεροýς σπüνδυλους της ραχοκοκαλιÜς. Ο Ýσχατος θρßαμβος του τεχνßτη ΧασÜπη. Κι ιδοý τ' απομεινÜρια ανθρþπων, κρεμασμÝνα, ξυρισμÝνα, στραγγισμÝνα, ξεκοιλιασμÝνα σα ψÜρια, Ýτοιμα για το ανßερο συμπüσιο. Ο ΚÜουφμαν σχεδüν χαμογÝλασε με τη τελειüτητα της φρßκης του. ¸νιωσε το ýπουλο Üγγιγμα της παρÜνοιας στη βÜση του κρανßου του, τον δελÝαζε με τη λησμονιÜ, του υποσχüταν τη μακÜρια αδιαφορßα. 'Αρχισε να τρÝμει. ΑνεξÝλεγκτα. ΑισθÜνθηκε τις φωνητικÝς του χορδÝς να τεντþνονται σε μια κραυγÞ. ¹ταν ανυπüφορο: üμως το ουρλιαχτü του -αν Ýβγαινε- θα τονε καταντοýσε σαν τα... πλÜσματα μπροστÜ του.

 -«Γαμþ το», εßπε δυνατüτερα απ' üσο σκüπευε και στη συνÝχεια ξεκüλλησε απü τον τοßχο και διÝσχισε το βαγüνι, περνþντας ανÜμεσα απü τα πτþματα, παρατηρþντας τους τακτικοýς σωροýς των καλοδιπλωμÝνων ροýχων στα καθßσματα πλÜι στους ιδιοκτÞτες τους. Τα παποýτσια του γλιστροýσαν στα υγρÜ του πατþματος. Μüλο που εßχε μισοκλεßσει τα μÜτια, εξακολουθοýσε να βλÝπει το αßμα στους κουβÜδες: παχýρρευστο κι αφρισμÝνο, με κομματÜκια στερεÜς ýλης στην επιφÜνεια. Εßχε προσπερÜσει τον Ýφηβο και μποροýσε τþρα να διακρßνει τη πüρτα του βαγονιοý τρßα. Το μüνο που του απÝμενε Þταν ν' αντισταθεß στη πρüκληση αυτÞς της θηριωδßας και να συγκεντρωθεß στη πüρτα που θα τον οδηγοýσε ξανÜ στη πνευματικÞ ισορροπßα. ΠÝρασε και τη πρþτη γυναßκα. ΕλÜχιστα μÝτρα ακüμα, παρηγüρησε τον εαυτü του, το πολý δÝκα βÞματα, λιγüτερα αν προχωροýσε μ' αυτοπεποßθηση. Και τüτε τα φþτα Ýσβησαν. "Ω ΘεÝ μου", ψιθýρισε. Το τραßνο ταρακουνÞθηκε ολÜκερο κι ο ΚÜουφμαν σωριÜστηκε χÜμω.

     Στο απüλυτο σκοτÜδι προσπÜθησε να βρει στÞριγμα και βρÝθηκε αγκαλιÜ με το πτþμα δßπλα του. Πριν προλÜβει να εμποδßσει τα χÝρια του, τα Ýνιωσε να μπÞγονται στη χλιαρÞ σÜρκα, αισθÜνθηκε τα δÜχτυλÜ του ν' αρπÜζουν τη ξεσκισμÝνη πλÜτη της νεκρÞς γυναßκας, ν' αγγßζουν τα οστÜ της σπονδυλικÞς της στÞλης. Το μÜγουλü του ακουμποýσε στην Üτριχη σÜρκα του μηροý της. Οýρλιαξε και την þρα που οýρλιαζε, τα φþτα Üναψαν. Πριν καλÜ-καλÜ προλÜβει η κραυγÞ του να σβÞσει, Üκουσε τα βÞματα του ΧασÜπη στο βαγüνι Ýνα. 'Αφησε το νεκρü κορμß. Το πρüσωπü του Þτανε λεκιασμÝνο μ' αßμα. Το Ýνιωθε στο μÜγουλü του σαν Ýμβλημα μÜχης. Η κραυγÞ καθÜρισε το μυαλü του κι Ýνιωσε ξαφνικÜ να τον πλημμυρßζει μια παρÜξενη δýναμη. Δε θ' Üφηνε τον ΧασÜπη να τον κυνηγÞσει σαν ποντßκι σ' ολüκληρο το τραßνο: δεν εßχε τα περιθþρια να φανεß δειλüς, üχι πια. Τοýτη θα Þταν μια πρωτüγονη αναμÝτρηση, δýο Üνθρωποι, ο Ýνας απÝναντι στον Üλλον. Και δε θ' Üφηνε τÝχνασμα για τÝχνασμα ανεκμετÜλλευτο προκειμÝνου να κατατροπþσει τον εχθρü του. ¹ταν πια θÝμα επιβßωσης, üλα επιτρÝπονταν. Το χεροýλι της. πüρτας σεßστηκε.

     Ο ΚÜουφμαν Ýψαξε γýρω του για κÜτι που θα μποροýσε να χρησιμοποιηθεß σαν üπλο, το βλÝμμα του σταθερü, ψýχραιμο. Το μÜτι του Ýπεσε στα ροýχα του ΠορτορικÜνου. Εßδε Ýνα μαχαßρι ανÜμεσα στα δαχτυλßδια με τις ψεýτικες πÝτρες και τις φτηνÝς επßχρυσες αλυσßδες. ¸να πεντακÜθαρο, γυαλιστερü στιλÝτο, προφανþς το καμÜρι του, νεκροý. Προσπαθþντας να μην αγγßξει το πτþμα, ο ΚÜουφμαν τρÜβηξε το μαχαßρι απü το σωρü. Το Ýνιωσε οικεßο στο χÝρι του, φþλιασε στην παλÜμη του σα να το κρατοýσε χρüνια' τον διαπÝρασε Ýνα ρßγος συγκßνησης. Η πüρτα τραβÞχτηκε, το μοýτρο του ΧασÜπη φÜνηκε στο Üνοιγμα. Ο ΚÜουφμαν κοßταξε τον Μαχüγκανι. Τßποτε το φοβερü, απλÜ Ýνας ακüμη βαρýς, φαλακρüς, μεσÞλικας Üντρας, με πλαδαρü πρüσωπο, μÜτια χωμÝνα βαθιÜ στις κüγχες, στüμα μικρü με ντελικÜτα χεßλη. Στüμα γυναßκας.

     Ο Μαχüγκανι δεν καταλÜβαινε απü ποý εßχε ξεφυτρþσει αυτüς ο παρεßσακτος, αλλÜ Þξερε üτι αντιπροσþπευε μιαν ακüμη παρÜλειψη, Üλλο Ýνα σημÜδι ανικανüτητας. ¸πρεπε να ξεφορτωθεß τοýτο το θλιβερü πλÜσμα αμÝσως. Μüλις Ýνα-δυο μßλια τους χþριζαν απü το τÝρμα της γραμμÞς. ¹ταν αναγκαßο να σφÜξει και να κρεμÜσει το ανθρωπÜκι πριν φτÜσουν στον προορισμü τους. ΜπÞκε στο βαγüνι δýο.

 -«Κοιμüσουν», εßπε στον ΚÜουφμαν, αναγνωρßζοντÜς τον. «Σε εßδα». Ο ΚÜουφμαν Ýμεινε βουβüς. «¸πρεπε να εßχες κατÝβει. Τß πÜσχιζες να κÜνεις; Να μου κρυφτεßς;» Ο ΚÜουφμαν εξακολουθοýσε να κρατÜει το στüμα του κλειστü. Ο Μαχüγκανι Ýσφιξε τη λαβÞ του μπαλτÜ που κρεμüταν απü τη φθαρμÝνη δερμÜτινη ζþνη του. ¹ταν λερωμÝνος μ' αßμα, üπως κι η ποδιÜ, το σφυρß, το πριüνι του. «¸τσι üπως Þρθαν τα πρÜγματα, εßμαι αναγκασμÝνος να σε σκοτþσω». Ο ΚÜουφμαν σÞκωσε το μαχαßρι. ¸δειχνε αναποτελεσματικü και μικροσκοπικü μπρος στην εξÜρτυση του ΧασÜπη.

 -«'Αει γαμÞσου», Ýφτυσε ο ΚÜουφμαν τις λÝξεις. Ο Μαχüγκανι χαμογÝλασε με τα καμþματα του ανθρωπÜκου.

 -«Δεν Ýπρεπε να τα δεις αυτÜ, δεν εßναι για τα μÜτια σου», εßπε, πλησιÜζοντας Ýνα ακüμη βÞμα τον ΚÜουφμαν. «Εßναι μυστικÜ».

   "Α, þστε Ýτσι, το τÝρας ακοýει φωνÝς", σκÝφτηκε ο ΚÜουφμαν. "Τþρα κÜτι εξηγεßται".

 -«'Αει γαμÞσου», επανÝλαβε. Ο ΧασÜπης συνοφρυþθηκε. Τον εκνεýριζε η αδιαφορßα του ασÞμαντου αυτοý τýπου για τη δουλειÜ και την υπüληψÞ του.
 -«¼λοι πεθαßνουμε κÜποτε», του εξÞγησε. «Θα 'πρεπε να εßσαι ευχαριστημÝνος. Δε θα καταλÞξεις στο χþμα üπως οι περισσüτεροι. Θα γßνεις τροφÞ για τους πατÝρες». Η μοναδικÞ απÜντηση του ΚÜουφμαν Þταν Ýνα χαμüγελο. Δεν τον τρüμαζε πια αυτüς ο χοντρüς, Üχαρος φονιÜς. Ο ΧασÜπης ξεθηλýκωσε το μπαλτÜ απü τη ζþνη και τον ανÝμισε πÜνω απü το κεφÜλι του. «¸νας βρωμοεβραßος σαν του λüγου σου», εßπε, «θα 'πρεπε να μ' ευγνωμονεß. Σε τελευταßα ανÜλυση, τι παραπÜνω ελπßζεις να γßνεις εκτüς απü κρÝας
     Χωρßς προειδοποßηση, ο ΧασÜπης χτýπησε. Ο μπαλτÜς Ýσκισε τον αÝρα, üμως ο ΚÜουφμαν πρüλαβε να τραβηχτεß. H λεπßδα πÝρασε ξυστÜ απü δßπλα του και καρφþθηκε στη γÜμπα του ΠορτορικÜνου. Το πüδι κüπηκε σχεδüν στα δýο και το βÜρος του κορμιοý Üνοιξε κι Üλλο τη πληγÞ. Η σÜρκα του μηροý Ýμοιαζε με φιλÝτο πρþτης διαλογÞς, ζουμερü κι ορεκτικü. Ο ΧασÜπης Ýτρεξε να τραβÞξει τον μπαλτÜ απü το τραýμα κι ο ΚÜουφμαν διÜλεξε κεßνη τη στιγμÞ για να επιτεθεß. Το στιλÝτο προοριζüταν για το μÜτι του ΧασÜπη, αλλÜ, εξαιτßας λανθασμÝνου υπολογισμοý, βυθßστηκε λßγο παρακÜτω, στο λαιμü του. Τον διαπÝρασε ολüκληρο και βγÞκε, πασαλειμμÝνο αßματα, απü την Üλλη πλευρÜ. ΠÝρα για πÝρα. Μ' Ýνα μüνο χτýπημα. ΠÝρα για πÝρα.
     Ο Μαχüγκανι Ýνιωσε να τον πνßγει το μαχαßρι, σα να του εßχε σφηνωθεß στο λαρýγγι κοκαλÜκι κüτας. ¸βγαλε Ýνα γελοßο, δισταχτικü Þχο ποý θýμιζε βηχαλÜκι. Το αßμα ξεπÞδησε απü τα χεßλη του, βÜφοντÜς τα κüκκινα, σαν κραγιüν σε γυναικεßο στüμα. Ο μπαλτÜς Ýπεσε με κρüτο στο πÜτωμα.
     Ο ΚÜουφμαν τρÜβηξε το μαχαßρι. Οι δýο πληγÝς ανÜβλυζαν αßμα.

     Ο Μαχüγκανι σωριÜστηκε στα γüνατα, κοιτþντας το üπλο που τον εßχε σκοτþσει. Ο ανθρωπÜκος τον παρακολουθοýσε ανÝκφραστος. ΚÜτι Ýλεγε, μα τ' αφτιÜ του Μαχüγκανι Þταν, θαρρεßς, βυθισμÝνα σε νερü. Δεν Üκουγε.

     ΞαφνικÜ ο Μαχüγκανι τυφλþθηκε. ΚατÜλαβε, με μια τρυφερÞ νοσταλγßα για τις αισθÞσεις του, πως οýτε θ' Üκουγε οýτε θα Ýβλεπε ξανÜ. Αυτüς Þταν λοιπüν ο θÜνατος. Τα χÝρια του üμως αισθÜνονταν ακüμη την υφÞ του πανταλονιοý του, τις ζεστÝς κηλßδες στο δÝρμα του. Η ζωÞ του παρÝπαιε στο χεßλος της αβýσσου üσο τα δÜχτυλÜ του κρατιüνταν απü μια τελευταßα αßσθηση, κατüπιν το σþμα του κατÝρρευσε και τα χÝρια, η ζωÞ, το ιερü καθÞκον τσακßστηκαν κÜτω απü το βÜρος της γκρßζας σÜρκας.

     Ο ΧασÜπης εßχε πεθÜνει.

     Ο ΚÜουφμαν γÝμισε με μπαγιÜτικο αÝρα τους πνεýμονÝς του, αρπÜχτηκε απü μια χειρολαβÞ να στηριχτεß. Τα δÜκρυα θüλωσαν τη φρßκη μπροστÜ του. ΠÝρασε þρα, δεν Þξερε πüση, εßχε χαθεß σ' Ýνα üνειρο θριÜμβου.

     Και τüτε το τραßνο Üρχισε να κüβει ταχýτητα. ¸νιωσε κι Üκουσε το φρενÜρισμα. Τα κρεμασμÝνα κορμιÜ τινÜχτηκαν προς τα μπρος καθþς ο συρμüς σταματοýσε, με τους τροχοýς να στριγκλßζουν σε ρÜγες που ßδρωναν βλÝννα.

     Μια ακατανßκητη περιÝργεια κυρßευσε τον ΚÜουφμαν. Θα Ýμπαιναν Üραγε τþρα στο υπüγειο σφαγεßο του ΧασÜπη, το διακοσμημÝνο με τα κρÝατα που εßχε συσσωρεýσει στη λαμπρÞ του σταδιοδρομßα; Κι ο γελαστüς οδηγüς, που με τüση απÜθεια αντιμετþπιζε το μακελειü, Τι θα 'κανε μüλις σταματοýσε το τραßνο; ΑκαδημαúκÝς ερωτÞσεις, απορßες δßχως νüημα. Μποροýσε πια ν' αντιμετωπßσει τα πÜντα. ΠεριμÝνετε και θα δεßτε. Τα μεγÜφωνα Ýτριξαν. Η φωνÞ του οδηγοý.
 -«ΦτÜσαμε, δικÝ μου. ΠÜρε θÝση, γρÞγορα». ΠÜρε θÝση; Τι Þταν πÜλι αυτü; Το τραßνο προχωροýσε τþρα αργÜ, σα σαλιγκÜρι. Γýρω σκοτÜδι, πηχτü σκοτÜδι. Τα φþτα τρεμοýλιασαν, κατüπιν Ýσβησαν. Τοýτη τη φορÜ δεν ξανÜναψαν. Ο ΚÜουφμαν βρÝθηκε στο Ýρεβος. «Αναχþρηση σε μισÞ þρα», ανακοßνωσε το μεγÜφωνο, σα να ενημÝρωνε το κοινü για κανονικü δρομολüγιο. Το τραßνο σταμÜτησε. Ο Þχος των τροχþν στις ρÜγες, η ορμητικÞ κßνηση, üλα απουσßαζαν. Το μüνο που Üκουγε Þταν το βοýισμα των μεγαφþνων. Δεν Ýβλεπε τßποτα.

     Και μετÜ Ýνα σφýριγμα. Οι πüρτες Üνοιγαν. Μια μυρωδιÜ γλßστρησε στο βαγüνι, μια μυρωδιÜ τüσο καυστικÞ που ο ΚÜουφμαν Ýφερε το χÝρι στο πρüσωπο για να προφυλαχτεß. Στεκüταν στη σιωπÞ, με την παλÜμη στο στüμα, για Ýνα διÜστημα που του φÜνηκε ζωÞ ολüκληρη. Σαν τους τρεις πßθηκους της ιστορßας, επαναλÜμβανε μÝσα του: Δε βλÝπω τßποτα. Δεν ακοýω τßποτα. Δε λεω τßποτα.

     Και τüτε μια αχνÞ λÜμψη φþτισε το παρÜθυρο. Στην αρχÞ φÜνηκε μüνο το περßγραμμα της πüρτας, μα το φως πÞρε σιγÜ σιγÜ να δυναμþνει. Σýντομα ο ΚÜουφμαν μπüρεσε να διακρßνει το πτþμα του ΧασÜπη στα πüδια του, τα κομμÜτια κρÝας που κρÝμονταν ολüγυρα. Κι ακüμη, ακουγüταν Ýνας ψßθυρος στο σκοτÜδι Ýξω απü το τραßνο, ψιλοß, αδýναμοι θüρυβοι, σα φωνÝς σκαθαριþν. Στο τοýνελ υπÞρχαν Üνθρωποι, ανθρþπινα üντα, που πλησßαζαν με κüπο, σÝρνοντας τα πüδια τους, το τραßνο. Ο ΚÜουφμαν ξεχþριζε τþρα τις σιλουÝτες τους. Μερικοß βαστοýσαν πυρσοýς που Ýδιναν Ýνα πεθαμÝνο, καφετß φως. ºσως τα βÞματÜ τους στην υγρÞ γη Ýβγαζαν αυτüν τον Þχο, ßσως οι γλþσσες που πλατÜγιζαν στα στüματÜ τους, πιθανüν και τα δýο.

     Ο ΚÜουφμαν δεν Þταν πια τüσο αφελÞς üσο μια þρα πριν. Μποροýσε να υπÜρχει αμφιβολßα για τις προθÝσεις αυτþν των πλασμÜτων που, μÝσα απü τη μαυρßλα, πλησßαζαν το τραßνο; O ΧασÜπης εßχε σκοτþσει τον Üντρα και τις γυναßκες για να εφοδιÜσει με κρÝας τοýτους τους κανßβαλους που Ýρχονταν τþρα, σαν επιβÜτες αμαξοστοιχßας, να δειπνÞσουν στο βαγκüν ρεστωρÜν.

     ΜÜζεψε απü κÜτω τον μπαλτÜ του ΧασÜπη. O θüρυβος üλο και δυνÜμωνε. ΤραβÞχτηκε απü τις ανοιχτÝς πüρτες του βαγονιοý μüνο για ν' ανακαλýψει πως Þταν ανοιχτÝς κι οι θýρες πßσω του, πως ερχüταν κι απü κει το εφιαλτικü μουρμουρητü που σÞμαινε üτι το πλÞθος πλησßαζε.

     ΖÜρωσε σε μßα απü τις θÝσεις και ετοιμαζüταν να κρυφτεß κÜτω απü το κÜθισμα üταν Ýνα χÝρι, λιπüσαρκο σε βαθμü διαφÜνειας, χþθηκε στο Üνοιγμα της πüρτας. Δεν μποροýσε να πÜρει τα μÜτια του απü πÜνω του. ¼χι üτι τον εßχε παγþσει ο τρüμος üπως προηγουμÝνως, στο παρÜθυρο. Τþρα Þθελε απλÜ να δει. Το πλÜσμα μπÞκε στο βαγüνι. Οι πυρσοß απü πßσω σκßαζαν το πρüσωπü του, αλλÜ η σιλουÝτα του φαινüταν καθαρÜ.

     Κι, εκ πρþτης üψεως τουλÜχιστον, δεν εßχε τßποτα το αξιοπερßεργο. ΔιÝθετε δýο πüδια και δýο χÝρια üπως ο ΚÜουφμαν, το σχÞμα του κεφαλιοý του Ýδειχνε κανονικü. Ο κορμüς του Þταν μικρüς κι η προσπÜθεια ν' ανεβεß στο βαγüνι τοý εßχε κüψει την ανÜσα. Θýμιζε περισσüτερο ανÞμπορο γερüντιο παρÜ επικßνδυνο ψυχωτικü, οι γενιÝς φανταστικþν κανιβÜλων της λογοτεχνßας δεν τον εßχαν προετοιμÜσει για το θλιβερü θÝαμα μπροστÜ του.

     Πßσω του, παρüμοιες φιγοýρες ξεπρüβαλλαν απü το σκοτÜδι και πÜσχιζαν ν' ανεβοýν στο τραßνο. ¸μπαιναν απ' üλες τις πüρτες. ¹τανε παγιδευμÝνος. Ζýγισε τον μπαλτÜ στο χÝρι του, Ýτοιμος ν' αρχßσει τη μÜχη μ' αυτÜ τα πανÜρχαια τÝρατα. ΚÜποιος πυρσüς φþτισε τα μοýτρα των αρχηγþν.

     Δεν εßχαν τρßχα στα κεφÜλια τους. Η κουρασμÝνη σÜρκα των προσþπων τους Þταν τüσο τεντωμÝνη στο κρανßο που λαμποκοποýσε σα φανÜρι. ΥπÞρχαν ßχνη αποσýνθεσης κι αρρþστιας στο δÝρμα τους και σε μεριÝς-μεριÝς οι μυς εßχαν καταντÞσει μαýρο πýο, αφÞνοντας ακÜλυπτα τα οστÜ τους. Μερικοß Þταν ολüγυμνοι σα μωρÜ. Το φýλο μüλις και διακρινüταν στα σαθρÜ, συφιλιδικÜ κορμιÜ τους. ¼,τι κÜποτε Þταν στÞθη, κρÝμονταν τþρα σαν πÝτσινες σακοýλες, πÝη κι üρχεις εßχανε ζαρþσει σε σημεßο ανυπαρξßας σχεδüν.

     Χειρüτεροι κι απü τους γυμνοýς Þταν üσοι φοροýσαν ροýχα. Ο ΚÜουφμαν διαπßστωσε πολý γρÞγορα üτι τα σÜπια κουρÝλια γýρω απü τους þμους Þ δεμÝνα πρüχειρα στη μÝση τους Þταν φτιαγμÝνα απü ανθρþπινο δÝρμα. ¼χι Ýνα, αλλÜ μια ντουζßνα Þ περισσüτερα Þταν ριγμÝνα το Ýνα πÜνω στο Üλλο, σαν Üθλια τρüπαια. Οι αρχηγοß τοýτης της γκροτÝσκας συνÜθροισης εßχαν φτÜσει πια στα πτþματα και τα καχεκτικÜ τους χÝρια Üγγιζαν κομμÜτια κρÝας, χÜιδευαν την ξυρισμÝνη σÜρκα με τρüπο που μαρτυροýσε αισθησιακÞ απüλαυση. Γλþσσες κρÝμονταν απü τα στüματα, σÜλια περιÝχυναν τα νεκρÜ κορμιÜ. Τα μÜτια των τερÜτων στριφογýριζαν στις κüγχες απü πεßνα και διÝγερση.

     ΚÜποια στιγμÞ Ýνα τους εßδε τον ΚÜουφμαν. Τα μÜτια Ýπαψαν να παßζουν και καρφþθηκαν πÜνω του. Το πρüσωπü του πÞρε μια Ýκφραση απορßας, παρωδßα της Ýκπληξης.
 -«Εσý», εßπε. Η φωνÞ Þταν τüσο μαραμÝνη üσο και τα χεßλη απ' üπου Ýβγαινε. Ο ΚÜουφμαν σÞκωσε τον μπαλτÜ, υπολογßζοντας τις πιθανüτητες. ¹ταν περßπου τριÜντα στο βαγüνι και πολλοß περισσüτεροι Ýξω. ¼μως φαßνονταν τüσο αδýναμοι και δεν εßχαν Üλλα üπλα απü τη σÜρκα και τα κüκαλα τους. Το τÝρας μßλησε πÜλι, η φωνÞ του, απü τη στιγμÞ που τη βρÞκε, αρμονικÞ, φωνÞ ανθρþπου που εßχε κÜποτε υπÜρξει γοητευτικüς, πνευματþδης, καλλιεργημÝνος: «ΚυνÞγησες τον Üλλον, Ýτσι δεν εßναι»; Κοßταξε το πτþμα του Μαχüγκανι. ¹ταν σαφÝς πως εßχε κατανοÞσει πλÞρως την κατÜσταση. «¸τσι κι αλλιþς εßχε γερÜσει», συνÝχισε, γυρνþντας πÜλι τα Üψυχα μÜτια του στον ΚÜουφμαν. Τονε περιεργαζüτανε προσεχτικÜ.

 -«'Αει γαμÞσου», εßπε ο ΚÜουφμαν. Το πλÜσμα προσπÜθησε να χαμογελÜσει, μα εßχε σχεδüν ξεχÜσει τον τρüπο και το αποτÝλεσμα Þταν Ýνας μορφασμüς που αποκÜλυψε δüντια μυτερÜ και κοφτερÜ σαν ξυρÜφια.

 -«Τþρα πρÝπει να πÜρεις εσý τη θÝση του», πρüφερε μÝσα απü το διαστροφικü χαμüγελο. «Δε ζοýμε χωρßς τροφÞ». Το χÝρι του χÜúδεψε τον γλουτü του κοντινüτερου πτþματος, ψηλαφþντας την τρυφερÞ σÜρκα. «Το σιχαßνομαι üσο κι εσý», δÞλωσε το πλÜσμα. «ΑλλÜ αν δε φÜμε τÝτοιο κρÝας, θα πεθÜνουμε. Δε μ' αρÝσει καθüλου, στ' ορκßζομαι. Δεν μπüρεσα ποτÝ να συνηθßσω τη γεýση». Παρüλα αυτÜ, τα σÜλια του Ýτρεχαν. Ο ΚÜουφμαν κατüρθωσε επιτÝλους να μιλÞσει. Η φωνÞ του ακοýστηκε σιγανÞ, περισσüτερο απορημÝνη παρÜ τρομαγμÝνη.
 -«Τß εßστε;» ΘυμÞθηκε τα λüγια του μουσÜτου στην καφετÝρια. «ΔημιουργηθÞκατε κατÜ λÜθος; ΒγÞκατε απü πειρÜματα που πÞγαν στραβÜ»;

 -«Εßμαστε οι ΠατÝρες Της Πüλης», εßπε το πρÜγμα. «Και μÜνες και θυγατÝρες και γιοι. Οι κατασκευαστÝς, οι νομοθÝτες. Εμεßς τη φτιÜξαμε».

 -«Τη ΝÝα Υüρκη; Το "ΠαλÜτι Των Απολαýσεων"»;

 -«Πριν γεννηθεßς, πριν γεννηθεß οποιοσδÞποτε ζωντανüς». Καθþς μιλοýσε, τα νýχια του πλÜσματος ψαχοýλευαν το δÝρμα του ξεκοιλιασμÝνου πτþματος, αφαιρþντας τη λεπτÞ ελαστικÞ στρþση απü τη γευστικÞ πηχτÞ. Πßσω απü τον ΚÜουφμαν, τα Üλλα πλÜσματα εßχαν αρχßσει να ξεκρεμοýν τα πτþματα απü τις χειρολαβÝς, τα χÝρια τους απασχολημÝνα με τον ßδιο τρüπο. «Θα μας φÝρει κι Üλλους», εßπε ο πατÝρας. «Περισσüτερο κρÝας. Ο προηγοýμενος Þταν λιπüψυχος».

 -«Εγþ;» ψÝλλισε Üναυδος ο ΚÜουφμαν. «Εγþ να σας ταÀζω; Ποιüς νομßζετε πως εßμαι»;

 -«Θα το κÜνεις για μας και για κεßνους που εßναι πιο ηλικιωμÝνοι απü μας. Για üσους υπÞρχαν πριν γεννηθεß καν η ιδÝα της πüλης, τüτε που η ΑμερικÞ Þταν ακüμη Ýρημος και δÜση». Το σκελετωμÝνο χÝρι Ýδειξε πÝρα απü το τραßνο. Το βλÝμμα του ΚÜουφμαν ακολοýθησε το δÜχτυλο στο μισοσκüταδο. ¹ταν και κÜτι Üλλο εκεß Ýξω, κÜτι που δεν εßχε προσÝξει πριν, μεγαλýτερο απü οτιδÞποτε ανθρþπινο. Τα πλÜσματα τραβÞχτηκαν για να περÜσει ο ΚÜουφμαν και να εξετÜσει απü κοντÜ την παρουσßα, üποια κι αν Þταν, μα τα πüδια του δεν Ýλεγαν να σαλÝψουν. «ΠÞγαινε», εßπε ο ΠατÝρας.

     Ο ΚÜουφμαν συλλογßστηκε την πüλη που αγαποýσε. ¹ταν στ' αλÞθεια τοýτοι δω οι προýχοντες, οι φιλüσοφοι, οι δημιουργοß της; '¸πρεπε να το πιστÝψει. ºσως υπÞρχαν Üνθρωποι στην επιφÜνεια -γραφειοκρÜτες, πολιτικοß, αρχÝς κÜθε εßδους- που γνþριζαν αυτü το τρομερü μυστικü και που οι ζωÝς τους Þταν αφιερωμÝνες στη συντÞρηση τοýτων των εξαμβλωμÜτων, που τους πρüσφεραν ανθρþπινες σÜρκες üπως οι Üγριοι θυσßαζαν σφÜγια στους θεοýς. ΥπÞρχε κÜτι το φριχτÜ οικεßο στην τελετουργßα. ΚÜτι θýμιζε στον ΚÜουφμαν, üχι στο συνειδητü νου του, αλλÜ στο βαθýτερο, γεροντüτερο εαυτü του. Τα πüδια του, μην υπακοýοντας πια στο μυαλü αλλÜ στο λατρευτικü Ýνστικτü του, κινÞθηκαν. ΔιÝσχισε το διÜδρομο των πτωμÜτων και βγÞκε απü το τραßνο.

     Οι πυρσοß μüλις και φþτιζαν το απÝραντο σκοτÜδι Ýξω. H ατμüσφαιρα Ýμοιαζε συμπαγÞς, Ýτσι να Ýκανες το χÝρι σου θα την Üγγιζες, τüσο Ýντονη Þταν η οσμÞ του αρχαßου χþματος. ΑλλÜ ο ΚÜουφμαν δε μýριζε τßποτα. ΒÜδιζε με σκυφτü το κεφÜλι, προσπαθþντας απεγνωσμÝνα να μην ξαναχÜσει τις αισθÞσεις του. ¹ταν εκεß ο πρüδρομος των ανθρþπων. Ο αρχÝγονος ΑμερικÜνος που üριζε τοýτο τον τüπο πριν απü τους Πασαμακüντι Þ τους ΤσεγιÝν. Τα μÜτια του -αν εßχε μÜτια- Þταν στυλωμÝνα πÜνω του. Ο ΚÜουφμαν Ýτρεμε σýγκορμος. Τα δüντια του χτυποýσαν. 'Ακουγε τους θορýβους του οργανισμοý του: τριξßματα, θροÀσματα, αναφιλητÜ.

     Το ον σÜλεψε στο σκοτÜδι. Ο Þχος της κßνησÞς του προκαλοýσε δÝος. Σα να ανακαθüταν βουνü. Το πρüσωπο του ΚÜουφμαν εßχε υψωθεß προς το μÝρος του και, χωρßς να σκÝφτεται τι κÜνει Þ γιατß, γονÜτισε μÝσα στα σκατÜ μπροστÜ στον ΠατÝρα Των ΠατÝρων. Η κÜθε ημÝρα της ζωÞς του οδηγοýσε σ' αυτÞ τη νýχτα, το κÜθε λεπτü βιαζüταν να φτÜσει σ' αυτÞ την αβÝβαιη στιγμÞ του ιεροý τρüμου. Αν σ' αυτüν το λÜκκο υπÞρχε αρκετü φως, που θα του επÝτρεπε να δει το σýνολο, ßσως η μικροýλα καρδιÜ του να Ýσπαγε. ¹δη φτεροýγιζε μπροστÜ στο θÝαμα. ¹ταν Ýνας γßγαντας. Δßχως κεφÜλι Þ μÝλη. Χωρßς Ýνα χαρακτηριστικü ανÜλογο με τα ανθρþπινα, χωρßς üργανα, χωρßς αισθÞσεις. Αν Ýμοιαζε με κÜτι αυτü Þταν κοπÜδι ψαριþν. ΧιλιÜδες ρýγχη που σÜλευαν μπουμπουκιÜζοντας, ανθßζοντας και μαραζþνοντας ταυτüχρονα. Ιρßδιζε, σα φßλντισι, μα στιγμÝς-στιγμÝς τα χρþματα βÜθαιναν τüσο που ο ΚÜουφμαν δεν Þξερε να τ' αναγνωρßσει.

     ΑυτÜ μüνο μπüρεσε να δει κι Þταν πιο πολλÜ απ' üσα Þθελε. yπÞρχαν περισσüτερα στο σκοτÜδι, πρÜγματα που αναριγοýσαν και πετÜριζαν. ΑλλÜ δεν Üντεχε να κοιτÜξει Üλλο. Καθþς πÞγαινε να στρÝψει το βλÝμμα, μια μπÜλα πετÜχτηκε απü το τραßνο κι Þρθε να σταθεß μπροστÜ στον ΠατÝρα. Στην αρχÞ τουλÜχιστον την πÝρασε για μπÜλα, μÝχρι που την κοßταξε πιο προσεχτικÜ και ανακÜλυψε πως Þταν ανθρþπινο κεφÜλι, το κεφÜλι του ΧασÜπη. ΓυÜλιζε καταματωμÝνο καθþς κειτüταν μπροστÜ στον Κýριü του. Ο ΚÜουφμαν ξεκßνησε, κοιτþντας αλλοý, να επιστρÝψει στο τραßνο. Του φαινüταν πως üλο του το κορμß Ýκλαιγε εκτüς απü τα μÜτια. ¸καιγαν απü το θÝαμα πßσω του, εξÜτμιζαν τα δÜκρυα.

     ΜÝσα, τα πλÜσματα εßχαν Þδη αρχßσει το δεßπνο. ¸να τους προσπαθοýσε να βγÜλει το μÜτι μιας γυναßκας απü την κüγχη του. ΚÜποιο Üλλο μασουλοýσε Ýνα χÝρι. Στα πüδια του ΚÜουφμαν πλÜγιαζε το ακÝφαλο πτþμα του ΧασÜπη, αιμορραγþντας ακüμη απü τις δαγκωματιÝς στο λαιμü του. Ο ΠατÝρας που εßχε μιλÞσει πρωτýτερα στÜθηκε μπροστÜ στον ΚÜουφμαν.

 -«Θα μας υπηρετÞσεις;» ρþτησε μαλακÜ, μειλßχια, üπως θα ζητοýσε κανεßς απü μια αγελÜδα να τον ακολουθÞσει. Ο ΚÜουφμαν κοιτοýσε το μπαλτÜ, το Ýμβλημα του λειτουργÞματος του ΧασÜπη. Τα πλÜσματα εγκατÝλειπαν σιγÜ-σιγÜ το τραßνο, σÝρνοντας ξοπßσω τους τα μισοφαγωμÝνα κουφÜρια. Και καθþς Ýπαιρναν τους πυρσοýς μαζß τους, το σκοτÜδι τýλιγε πÜλι το βαγüνι. Μα πριν εξαφανιστοýν τελεßως τα φþτα, ο πατÝρας Üρπαξε ξαφνικÜ το κεφÜλι του ΚÜουφμαν, Ýσφιξε το πρüσωπο ανÜμεσα στις παλÜμες του και τον ανÜγκασε να στραφεß και να κοιτÜξει το εßδωλü του στο λερü τζÜμι. ΠαρÜ το μισοσκüταδο και το θαμπü γυαλß, ο ΚÜουφμαν μπüρεσε να δει πüσο αλλαγμÝνος Þταν. Πιο Üσπρος κι απü πανß, βουτηγμÝνος ολüκληρος σε κιτρινωπÜ υγρÜ και αßματα. Το χÝρι του ΠατÝρα κρατοýσε ακüμη το πρüσωπο του ΚÜουφμαν, Ýχωσε το δεßκτη του μÝσα στο στüμα, ως κÜτω στον οισοφÜγο, με το νýχι να του γρατζουνÜει το λαρýγγι. Ο ΚÜουφμαν κüντεψε να ξερÜσει, μα δεν εßχε πια κουρÜγιο να αποκροýσει την επßθεση. «ΥπηρÝτησε», εßπεν επßσημα το πλÜσμα. «Εν σιγÞ».

     Ο ΚÜουφμαν κατÜλαβε τις προθÝσεις του τÝρατος, μα Þταν αργÜ πια. ¸νιωσε τα δÜχτυλα να του αρπÜζουν τη γλþσσα και να του την τραβοýν απü τη ρßζα. Ο ΚÜουφμαν, κλονισμÝνος, Üφησε να του πÝσει ο μπαλτÜς. ΠροσπÜθησε να ουρλιÜξει, αλλÜ η φωνÞ του δεν Ýβγαινε. Αßμα πλημμýρισε το λαρýγγι του, Üκουσε τη σÜρκα του να σκßζεται, φριχτοß πüνοι συντÜραξαν το κορμß του. Και τüτε το χÝρι βγÞκε απü το στüμα του και τ' Üλικα, περιχυμÝνα με αßμα δÜχτυλα ανÝμισαν μπροστÜ στα μÜτια του την ßδια του τη γλþσσα. Ο ΚÜουφμαν Ýμεινε Üλαλος.

 -«ΥπηρÝτησε», πρüσταξε ο πατÝρας και, χþνοντας τη γλþσσα στο δικü του στüμα, βÜλθηκε να τη μασÜει με φανερÞ ευχαρßστηση. Ο ΚÜουφμαν σωριÜστηκε χÜμω και ξÝρασε ü,τι εßχε απομεßνει απü το σÜντουιτς του. Ο ΠατÝρας χανüταν Þδη στο σκοτÜδι, οι υπüλοιποι εßχαν εξαφανιστεß στους υπüγειους λαβýρινθους για μια ακüμη νýχτα. Το μεγÜφωνο ξερüβηξε.

 -«ΠÜμε σπßτι», ανακοßνωσε ο οδηγüς. Οι πüρτες Ýκλεισαν, ο θüρυβος των μηχανþν διαπÝρασε το τραßνο. Τα φþτα Üναψαν, Ýσβησαν, Üναψαν πÜλι. Ο συρμüς Üρχισε να κινεßται. Ο ΚÜουφμαν κειτüταν στο πÜτωμα, με τα δÜκρυα να κυλοýν ποτÜμι στο πρüσωπü του, δÜκρυα συντριβÞς και παραßτησης. Θα Ýμενε πλαγιασμÝνος εκεß, αποφÜσισε, μÝχρι να πεθÜνει απü την αιμορραγßα. Δεν τον Ýνοιαζε πια για τßποτα, δε φοβüταν το θÜνατο. ¸τσι κι αλλιþς, δεν Þταν κüσμος αυτüς, σκÝτη βρωμιÜ Þταν.
     Τον ξýπνησε ο οδηγüς. Ανοιξε τα μÜτια του. Το πρüσωπο που Ýσκυβε απü πÜνω του Þταν μαýρο, κι üχι εχθρικü. Χαμογελοýσε. Ο ΚÜουφμαν προσπÜθησε να μιλÞσει, μα το στüμα του Þταν σφραγισμÝνο με ξεραμÝνο αßμα. Ταρακοýνησε το κεφÜλι του σα μωρü που προσπαθεß να φτýσει λÝξεις. Δε βγÞκαν παρÜ μüνο μουγκρητÜ.

     Δεν εßχε πεθÜνει. Ζοýσε ακüμη. Ο οδηγüς τον πÞρε στα γüνατÜ του, μιλþντας του σα σε τρßχρονο παιδÜκι.

 -«Σπουδαßα δουλειÜ βρÞκες, φιλαρÜκο. Εßναι ενθουσιασμÝνοι μαζß σου». Ο οδηγüς Ýγλειψε τα δÜχτυλÜ του κι Ýτριψε τα πρησμÝνα χεßλη του ΚÜουφμαν, προσπαθþντας να τα χωρßσει. «¸χεις πολλÜ να μÜθεις μÝχρι αýριο το βρÜδυ.» ΠολλÜ να μÜθει. ΠολλÜ να μÜθει. ΒοÞθησε τον ΚÜουφμαν να κατÝβει απü το τραßνο. Βρßσκονταν σ' Ýνα σταθμü που δεν εßχε ξαναδεß. Παντοý κατÜλευκα πλακÜκια, πεντακÜθαρα, καμιÜ επιγραφÞ δε λÝρωνε τους τοßχους. Δεν υπÞρχαν γκισÝ εισιτηρßων, μα οýτε εßσοδοι οýτε επιβÜτες. Τοýτη Þταν η γραμμÞ που εξυπηρετοýσε μüνο Ýνα τραßνο: την Κρεοφüρο του Μεσονυχτßου. Οι καθαριστÝς της πρωινÞς βÜρδιας ξÝπλεναν το αßμα απü τα καθßσματα και το πÜτωμα των βαγονιþν. ΚÜποιος Ýγδυνε το πτþμα του ΧασÜπη, ετοιμÜζοντÜς το για την αποστολÞ στο Νιου ΤζÝρσεú. ¸να σωρü κüσμος δοýλευε γýρω απü τον ΚÜουφμαν. Μια βροχοýλα πρωινοý φωτüς Ýπεφτε απü το καφασωτü της οροφÞς του σταθμοý. Μüρια σκüνης στροβιλßζονταν στα δοκÜρια. Ο ΚÜουφμαν παρακολουθοýσε, μαγεμÝνος. Εßχε να δει τÝτοια ομορφιÜ απü τüτε που Þταν παιδß. ΥπÝροχη σκüνη. Πολýχρωμη, εξαßσια σκüνη.

     Ο οδηγüς εßχε κατορθþσει να ξεκολλÞσει τα χεßλη του ΚÜουφμαν. Το στüμα του Þταν καταπληγωμÝνο, μα τουλÜχιστον μποροýσε να αναπνÝει πιο εýκολα. Και ο πüνος εßχε Þδη αρχßσει να υποχωρεß. Ο οδηγüς του χαμογÝλασε, κατüπιν στρÜφηκε στο συνεργεßο.

 -«Να σας συστÞσω τον αντικαταστÜτη του Μαχüγκανι. Τον καινοýριο μας ΧασÜπη», ανακοßνωσε. ¼λοι γýρισαν να κοιτÜξουν τον ΚÜουφμαν. Τα πρüσωπÜ τους Ýδειχναν σεβασμü, πρÜγμα που εκεßνος Ýβρισκε ελκυστικü. Ο ΚÜουφμαν κοßταξε τη λιακÜδα που τþρα τον Ýλουζε απü παντοý. Τßναξε το κεφÜλι προς τα πÜνω, δßνοντÜς τους να καταλÜβουν πως Þθελε να βγει Ýξω, στον καθαρü αÝρα. Ο οδηγüς Ýνευσε καταφατικÜ τον οδÞγησε σε μια απüτομη σκÜλα, τον βοÞθησε ν' ανÝβει, τον Ýβγαλε απü Ýνα αδιÝξοδο δρομÜκι στο πεζοδρüμιο.

     ¹ταν μια πανÝμορφη μÝρα. Στον καταγÜλανο ουρανü ταξßδευαν αχνορüδινα σýννεφα, ο αÝρας μýριζε πρωß. Οι λεωφüροι Þταν Ýρημες. ΚÜπου μακριÜ Ýνα ταξß διÝσχισε μια διασταýρωση, ο θüρυβος της μηχανÞς του Ýνας ψßθυρος κÜποιος δρομÝας ßδρωνε στην απÝναντι πλευρÜ του δρüμου.

     ¼που να εßναι τα ßδια Ýρημα πεζοδρüμια θα γÝμιζαν κüσμο. Η πüλη θα πÞγαινε στη δουλειÜ της, ανυποψßαστη, ανßδεη: χωρßς να ξÝρει πÜνω σε τι εßχε κτιστεß Þ σε τι χρωστοýσε τη ζωÞ της. Χωρßς δισταγμü, ο ΚÜουφμαν Ýπεσε στα γüνατα και φßλησε το βρþμικο τσιμÝντο με τα ματωμÝνα του χεßλη, ενþ ορκιζüταν σιωπηλÜ την αιþνια αφοσßωσÞ του στη συνÝχισÞ της.

     Το "ΠαλÜτι Tων Απολαýσεων" αποδÝχτηκε τη λατρευτικÞ του εκδÞλωση δßχως σχüλια.

Clive Barker
"The Midnight Meat Train" (1986)
ΜετÜφραση: Χρýσα Τσαλικßδου
 -------------------------------


                           Στους Λüφους, Οι Πüλεις...

     ΜÝχρι τη πρþτη βδομÜδα του ταξιδιοý τους στη Γιουγκοσλαβßα, ο Μικ δεν εßχε καταλÜβει τον πολιτικü φανατισμü που διÝπνεε τον εραστÞ που 'χε διαλÝξει: ΦυσικÜ, τον εßχανε προειδοποιÞσει. Μια απü τις αδελφÝς στα ΛουτρÜ του 'χε πει πως ο Τζουντ Þτανε δεξιüτερα του Αττßλα, αλλÜ ο τýπος Þταν Ýνας απü τους πρþην εραστÝς του κι ο Μικ εßχε συμπερÜνει πως η κακεντρεχÞς αυτÞ κριτικÞ εßχε γßνει απü προσωπικÞ εμπÜθεια πιüτερο, παρÜ απü αντικειμενικÞ κρßση.
     ¸πρεπε να τον εßχε ακοýσει. Γιατß τüτε δε θα βρισκüτανε στο ΦολκσβÜγκεν, ποý ξαφνικÜ Ýμοιαζε μικρü σα φÝρετρο, να ταξιδεýει σε δρüμο χωρßς τÝλος και ν' ακοýει τις απüψεις του Τζουντ πÜνω στον σοβιετικü επεκτατισμü. ΘεÝ μου, Þτανε τρομερÜ βαρετü. Ο Τζουντ δε συζητοýσε, Ýβγαζε λüγο κι ατÝρμονα μÜλιστα. Στην Ιταλßα το κÞρυγμα, αφοροýσε τον τρüπο που οι ΚομμουνιστÝς εßχαν εκμεταλλευθεß τη ψÞφο των αγροτþν. Τþρα, στη Γιουγκοσλαβßα, ο Τζουντ εßχε πÜρει πολý ζεστÜ το θÝμα κι ο Μικ Þταν Ýτοιμος ν' αρπÜξει Ýνα σφυρß και να του σπÜσει το δογματικü του κεφÜλι.
     Δε διαφωνοýσε μ' üλα üσα Ýλεγε ο Τζουντ. ΜερικÜ απü τα επιχειρÞματÜ του, τουλÜχιστον αυτÜ ποý καταλÜβαινε, Þταν αρκετÜ λογικÜ. '¼μως, τι Þξερε αυτüς; '¹τανε δÜσκαλος χοροý. Ο Τζουντ Þταν δημοσιογρÜφος κι εξ επαγγÝλματος πρüβαλλε τον εαυτü του σαν αυθεντßα.
     ¼πως κι οι περισσüτεροι δημοσιογρÜφοι που 'χε γνωρßσει ο Μικ. Θεωροýσε πως Ýπρεπε να ‘χει Üποψη επß παντüς επιστητοý κι ιδιαßτερα στη πολιτικÞ. Η πολιτικÞ Þταν η ιδανικÞ γοýρνα για τσαλαβοýτημα. Μπορεßς να χþσεις, σαν το γουροýνι τη μουσοýδα σου, τα μÜτια, το κεφÜλι σου, τις οπλÝς σου μÝσα στη λÜσπη και να περνÜς πολý διασκεδαστικÜ την þρα σου πλατσουρßζοντας. ¹ταν Ýνα θÝμα ανεξÜντλητο για üποιον Þθελε να το καταβροχθßσει, μια τροφÞ ποý εμπεριεßχε κÜτι απ' üλα, γιατß, σýμφωνα με τον Τζουντ, τα πÜντα Þταν πολιτικÞ. Οι τÝχνες Þταν πολιτικÞ. Το σεξ Þταν πολιτικÞ. Η θρησκεßα, το εμπüριο, η κηπουρικÞ, το φαγητü, το ποτü, το κλÜσιμο -üλα Þτανε πολιτικÞ.
     ΘεÝ μου, Þταν αδιανüητα βαρετü, δολοφονικÜ και θανατηφüρα βαρετü για τον Ýρωτα. Κι ακüμα χειρüτερα, ο Τζουντ δεν Ýδειχνε να παρατηρεß την αφüρητη πλÞξη του Μικ Þ αν την εßχε παρατηρÞσει, δε τον ενδιÝφερε. ΣυνÝχιζεν απλþς να παραληρεß, αναπτýσσοντας üλο και πιο πολýπλοκα επιχειρÞματα κι επιμηκýνοντας τις προτÜσεις του ανÜλογα με τα χιλιüμετρα που διÝσχιζαν. Ο Μικ εßχε αποφασßσει πως ο Τζουντ δεν Þτανε παρÜ Ýνας εγωκεντρικüς μπÜσταρδος και, μüλις τÝλειωνε ο μÞνας του μÝλιτüς τους, θα χþριζε με τον τýπο.
     ΜÝχρι το ταξßδι τους, αυτÞ την ατÝλειωτη κι Üσκοπη περιπλÜνηση στα νεκροταφεßα του μεσευρωπαúκοý πολιτισμοý, ο Τζουντ δεν εßχε συνειδητοποιÞσει πüσο Üσχετος πολιτικÜ Þταν ο Μικ. Ο τýπος δεν Ýδειχνε το παραμικρü ενδιαφÝρον για την οικονομικÞ και πολιτικÞ κατÜσταση των χωρþν που διασχßζανε. Εßχε δεßξει πλÞρη αδιαφορßα για τα γεγονüτα ποý κρýβονταν πßσω απü τη κατÜσταση στην Ιταλßα και χασμουριüταν, -μÜλιστα, χασμουριüταν-, üταν προσπÜθησε (χωρßς επιτυχßα) ν' ανοßξει συζÞτηση για την απειλÞ που αντιπροσþπευαν οι Ρþσοι για τη παγκüσμια ειρÞνη. ¸πρεπε να δεχτεß την πικρÞ αλÞθεια: ο Μικ Þταν απλþς αδελφÞ, δεν υπÞρχε Üλλη λÝξη να τον χαρακτηρßσεις. ΕντÜξει, ßσως δεν κουνιüτανε ναζιÜρικα και δε παραφορτωνüτανε με κοσμÞματα, αλλÜ παρ' üλα αυτÜ Þταν αδελφÞ και του αρκοýσε να περιδιαβαßνει αμÝριμνος στον ονειρικü κüσμο των πρþιμων αναγεννησιακþν τοιχογραφιþν και των γιουγκοσλαβικþν εικüνων. Οι πολυπλοκüτητες, οι αντιθÝσεις, ακüμη κι οι ωδßνες που προκÜλεσαν την Üνθηση και τη παρακμÞ αυτþν των πολιτισμþν, Þταν απλþς κουραστικÝς γι' αυτüν. Το μυαλü του Þτανε τüσο ρηχü üσο και το παρουσιαστικü του: Þταν Ýνα καλοβαλμÝνο μηδενικü.
     Ωραßος μÞνας του μÝλιτος, κι αυτüς.
     Ο δρüμος που ξεκινοýσε νüτια απü το ΒελιγρÜδι για το Νüβι ΠαζÜρ Þτανε, για τα γιουγκοσλαβικÜ δεδομÝνα, αρκετÜ καλüς. ¹τανε σχετικÜ ευθýς κι οι λακκοýβες Þτανε λιγüτερες απ' ü,τι στους Üλλους δρüμοýς που 'χανε ταξιδÝψει. Η πüλη του Νüβι ΠαζÜρ βρισκüταν στη κοιλÜδα του ποταμοý ΡÜσκα, νüτια της πüλης που 'χε πÜρει τ' üνομÜ της απü το ποτÜμι. Η περιοχÞ δεν Þταν ιδιαßτερα δημοφιλÞς στους τουρßστες. ΠαρÜ τον καλü δρüμο, Þταν ακüμη δυσπρüσιτη κι οι ανÝσεις που παρεßχε δεν Þτανε γι' απαιτητικÜ γοýστα. '¼μως ο Μικ Þταν αποφασισμÝνος να επισκεφθεß το μοναστÞρι της ΣοποτσÜνης, στα δυτικÜ της πüλης και μετÜ απü Ýνα δριμýτατο καβγÜ η ÜποψÞ του επικρÜτησε.
     Το ταξßδι αποδεßχθηκε αδιÜφορο. Στις δυο πλευρÝς του δρüμου οι καλλιεργημÝνοι αγροß Þτανε ξεροß και γεμÜτοι σκüνη. Το καλοκαßρι Þταν ασυνÞθιστα ζεστü και πολλÜ χωριÜ υπÝφεραν απü τη ξηρασßα. Οι σοδειÝς δεν εßχανε πÜει καλÜ και πολλοß εßχαν αναγκαστεß να σφÜξουνε τα ζþα τους πρüωρα, για να μη πεθÜνοýν απü τη πεßνα. Οι λßγοι Üνθρωποι που συναντÞσανε στον δρüμο εßχαν Ýκφραση Þττας χαραγμÝνη στα πρüσωπÜ τους. Ακüμη και τα παιδιÜ Þτανε σκυθρωπÜ, με τα φρýδια τους σουφρωμÝνα και βαριÜ σα την αποπνικτικÞ ζÝστη που 'ζωνε τη κοιλÜδα.
     ¸χοντας εκφρÜσει ανοιχτÜ τη γνþμη τους, μετÜ απü τον καβγÜ στο ΒελιγρÜδι, οδηγοýσανε σιωπηλοß τη περισσüτερη þρα üμως ο ßσιος δρüμος, üπως οι περισσüτεροι ßσιοι δρüμοι, προσελκýει τη φιλονικßα. '¼ταν η οδÞγηση εßναι εýκολη, το μυαλü ψÜχνει κÜτι για ν' απασχοληθεß. Τι το καλýτερο, λοιπüν, απü μια λογομαχßα;
-"Γιατß διÜολε, θÝλεις να πας σ' αυτü το μοναστÞρι;" ρþτησε ο Τζουντ. '¹ταν αναμφισβÞτητη πρüκληση.
-"ΚÜναμε üλο αυτüν το δρüμο..." Ο Μικ προσπÜθησε να κρατÞσει τη κουβÝντα σε φιλικü επßπεδο. Δεν εßχε διÜθεση για καβγÜ.
-"Θες να δεις κι Üλλες γαμημÝνες ΠαρθÝνους;" Προσπαθþντας να διατηρÞσει τον τüνο της φωνÞς του Þρεμο, ο Μικ πÞρε τον ταξιδιωτικü οδηγü και διÜβασε δυνατÜ Ýνα απüσπασμα:
 -"...εκεß, μπορεßτε να δεßτε και ν' απολαýσετε κÜποια απü τα σημαντικüτερα Ýργα της σερβικÞς ζωγραφικÞς, συμπεριλαμβανομÝνου και του πßνακα που απü πολλοýς κριτικοýς θεωρεßται το διαχρονικü αριστοýργημα της σχολÞς της ΡÜσκα: Τη «Κοßμηση Της ΠαρθÝνου»": ΣιωπÞ.
 -"¸χω μπουχτßσει με τις εκκλησßες".
-"Πρüκειται γι' αριστοýργημα".
-"Σýμφωνα μ' αυτü το καταραμÝνο βιβλßο, üλα εßναι αριστουργÞματα". Ο Μικ Üρχισε να χÜνει τον αυτοÝλεγχü του.
-"Δυüμισι þρες το πολý-"
-"Σου εßπα üτι δε θÝλω να δω Üλλη εκκλησßα, η μυρωδιÜ τους μ' αρρωσταßνει. ΞεθυμασμÝνο λιβÜνι, ιδρþτας και ψÝματα..."
-"Εßναι μια μικρÞ παρÜκαμψη, üταν επιστρÝψουμε στο δρüμο, μπορεßς να μου κÜνεις Üλλη μια διÜλεξη για τις αγροτικÝς επιχορηγÞσεις στο ΣαντζÜκ".
-"Απλþς προσπαθþ να κÜνω κÜποιαν αξιοπρεπÞ συζÞτηση αντß γι' αυτÝς τις ατÝλειωτες μποýρδες περß γαμημÝνων σÝρβικων αριστουργημÜτων-"
-"ΣταμÜτα το αυτοκßνητο!"
-"Τι";
-"ΣταμÜτα το αυτοκßνητο!"
     Ο Τζουντ Ýβγαλε το αυτοκßνητο στην Üκρη του δρüμοý. Ο Μικ βγÞκε Ýξω. Ο δρüμος Þταν καυτüς, αλλÜ φυσοýσε Ýνα ελαφρü αερÜκι. ΠÞρε βαθιÜν ανÜσα και περπÜτησε στη μÝση του δρüμοý. ¹ταν Ýρημος απü πεζοýς κι αυτοκßνητα και στις δýο του κατευθýνσεις. Τελεßως Ýρημος. Οι λüφοι γýρω απü τους αγροýς Ýμοιαζαν ν' ανασαλεýουνε μες στη καλοκαιρινÞ κÜψα. Στα χαντÜκια, στις Üκρες του δρüμου, φýτρωναν Üγριες παπαροýνες. Ο Μικ διÝσχισε το δρüμο, κÜθισε στις φτÝρνες κι Ýκοψε μια. 'Ακουσε τη πüρτα του ΦολκσβÜγκεν να κλεßνει δυνατÜ πßσω του.
-"Γιατß σταματÞσαμε;" ρþτησε ο Τζουντ. '¹ταν εκνευρισμÝνος, αποζητοýσε ακüμη τον καβγÜ κι Ýψαχνε αφορμÞ για να μαλþσουνε. Ο Μικ ανασηκþθηκε παßζοντας με τη παπαροýνα. Το καλοκαßρι Þταν προχωρημÝνο κι Þταν Ýτοιμη να σποριÜσει. Τα πÝταλÜ της Ýπεφταν απü την ανθοδüχη μüλις τ' Üγγιζε, μικρÝς κüκκινες πινελιÝς που κυμÜτιζαν στη γκρßζα Üσφαλτο.
-"Σου 'κανα μιαν ερþτηση", εßπε ο Τζουντ.
     Ο Μικ κοßταξε γýρω του. Ο Τζουντ στεκüταν πßσω απü το αυτοκßνητο, με τα φρýδια του ζαρωμÝνα απü τον θυμü που φοýντωνε. '¼μως Þταν üμορφος ω, ναι! το πρüσωπü του Ýκανε τις γυναßκες να κλαßνε μ' απελπισßα γιατß Þταν ομοφυλüφιλος. Εßχε παχý, μαýρο μουστÜκι (Üψογα ψαλιδισμÝνο) και μÜτια που μποροýσες να τα κοιτÜς για πÜντα χωρßς να δεις την ßδια λÜμψη μÝσα τους δεýτερη φορÜ. "Για τ' üνομα του Θεοý", σκÝφθηκε ο Μικ, "γιατß Ýνας τüσον üμορφος Üντρας να 'ναι Ýνας αναßσθητος μαλÜκας";
     Ο Τζουντ ζýγισε με τον ßδιο περιφρονητικü τρüπο το üμορφο, κατσουφιασμÝνο αγüρι στην Üλλη Üκρη του δρüμου. Του 'ρχüτανε να κÜνει εμετü βλÝποντας τη μικρÞ παρÜσταση που 'δινεν ο μικρüς στην Üκρη του δρüμου, πως üμως ν' αναζητÞσεις κÜθε αξιοπιστßα απü Ýναν εικοσιπεντÜχρονο νεαρü.
     Ο Μικ Üφησε το λουλοýδι κι Ýβγαλε τη μπλοýζα απü το παντελüνι του. '¸να σφιχτü στομÜχι και στη συνÝχεια Ýνα λιγνü κι απαλü στÞθος αποκαλýφθηκαν καθþς τη σÞκωσε και γδýθηκε απü τη μÝση και πÜνω. '¼ταν το κεφÜλι του εμφανßστηκε ξανÜ, τα μαλλιÜ του Þταν ανακατεμÝνα, και χαμογελοýσε. Ο Τζουντ κοßταξε το κορμß του. Συμμετρικü, üχι πολý μυþδες. Η ουλÞ απü μια παλιÜ εγχεßρηση σκωληκοειδßτιδας προεξεßχε απü το ξεθωριασμÝνο τζιν του. Μια μικρÞ χρυσÞ αλυσßδα που αντανακλοýσε το φως του Þλιου φþλιαζε στο λακκÜκι του λαιμοý του. ΧαμογÝλασε αυθüρμητα στον Μικ κι Ýνα εßδος ειρÞνης αποκαταστÜθηκε μεταξý τους. Ο Μικ ξεκοýμπωνε τη ζþνη του.
-"ΘÝλεις να πηδηχτοýμε;" ρþτησε με το χαμüγελο πÜντα στα χεßλη.
-"Δεν Ýχει νüημα", Þρθε η απÜντηση, αν και δε προοριζüταν γι' αυτÞ την ερþτηση.
-"Και τι Ýχει";
-"Δε ταιριÜζουμε".
-"ΒÜζεις στοßχημα;" Εßχε κατεβÜσει το φερμουÜρ και προχωροýσε στα σιτοχþραφα που πλαισιþνανε τον δρüμο. Ο Τζουντ τον Ýβλεπε ν' ανοßγει δρüμο σα θεριστÞς μÝσα στη κυματιστÞ θÜλασσα. Τα στÜχια εßχανε το ßδιο χρþμα με τη πλÜτη του και τον Ýκρυβαν ανÜμεσÜ τους.
     ¹ταν επικßνδυνο να πηδηχτοýν Ýξω, στην ýπαιθρο -εδþ δεν Þτανε Σαν Φρανσßσκο, οýτε καν ΧÜμπστεντ Χηθ. Ο Τζουντ κοßταξε νευρικÜ το δρüμο. ¹ταν ακüμη Üδειος και στις δýο κατευθýνσεις. Κι ο Μικ απομακρυνüτανε βαθιÜ μÝσα στους αγροýς, γυρßζοντας κÜθε λßγο και λιγÜκι, γνÝφοντÜς του και προσκαλþντας τον σαν κολυμβητÞς που επÝπλεε πÜνω σ' Ýνα χρυσαφÝνιο κýμα. Τι διÜβολο... δεν υπÞρχε ψυχÞ να τους δει, ψυχÞ να το μÜθει. Μüνο οι λüφοι, υγροß μÝσα στην αχλý της ζÝστης, με τις δασωμÝνες ρÜχες τους γερμÝνες στη γη κι Ýνα χαμÝνο σκυλß ξαπλωμÝνο στην Üκρη του δρüμου, περιμÝνοντας κÜποιον χαμÝνο αφÝντη.
     Ο Τζουντ ακολοýθησε τα χνÜρια του Μικ ανÜμεσα στα στÜρια, ξεκουμπþνοντας το πουκÜμισü του καθþς περπατοýσε. Ποντßκια του αγροý Ýτρεχαν βιαστικÜ ανÜμεσα στα καλÜμια, φοβισμÝνα απü τον γßγαντα που τα πλησßαζε και το πüδι του που τρÜνταζε τη γη. Εßδε τον πανικü τους και χαμογÝλασε. Δεν εßχε πρüθεση να τους κÜνει κακü, αλλÜ δεν Þτανε σε θÝση να το γνωρßζουν. ºσως αφαιροýσε εκατοντÜδες ζωÝς, ποντßκια, σκαθÜρια, σκουλÞκια, μÝχρι να φτÜσει στο σημεßο που ο Μικ τον περßμενε ξαπλωμÝνος κι ολüγυμνος πÜνω σ' Ýνα στρþμα απü πατημÝνα στÜχια, χαμογελþντας ακüμη.
     ¸καναν üμορφο Ýρωτα, üμορφο και παθιασμÝνο με ßση ευχαρßστηση και για τους δυο. ΥπÞρχεν ακρßβεια στο πÜθος τους, Ýνιωθαν τη στιγμÞ που η αβßαστη απüλαυση γινüταν επιτακτικÞ, τη στιγμÞ που η επιθυμßα γινüταν ανÜγκη. ΔÝνανε μεταξý τους, το Ýνα μÝλος γýρω απü το Üλλο, η μια γλþσσα πÜνω στην Üλλη, σ' Ýνα σφιχτü κüμπο που μüνον ο οργασμüς μποροýσε να λýσει. Οι πλÜτες τους καψαλßζονταν και γδÝρνονταν εναλλακτικÜ καθþς κυλιüντουσαν αγκαλιασμÝνοι, ανταλλÜσσοντας φιλιÜ και γλεßφοντας ο Ýνας τον Üλλο. Τη στιγμÞ του παροξυσμοý τους, üταν χýνανε μαζß, ακοýσανε τον Þχο ενüς τρακτÝρ που περνοýσε, τους Üφησε üμως εντελþς αδιÜφορους.
     ΕπÝστρεψαν στο ΦολκσβÜγκεν με τα μαλλιÜ, τ' αφτιÜ, τις κÜλτσες, τα δÜχτυλÜ τους γεμÜτα απü στÜχια που 'χαν αλωνßσει με τα κορμιÜ τους. Τα χαμüγελÜ τους εßχαν αντικατασταθεß απü Üνετα γελÜκια: η ανακωχÞ, αν üχι μüνιμη, θα κρατοýσε τουλÜχιστον για λßγες þρες.
     Το αυτοκßνητο Ýβραζε μÝσα στη ζÝστη και χρειÜστηκε ν' ανοßξουν üλα τα παρÜθυρα και να περιμÝνουνε να το δροσßσει λßγο το αερÜκι πριν ξεκινÞσουνε για το Νüβι ΠαζÜρ. ¹ταν τÝσσερις η þρα κι εßχανε μιαν þρα οδÞγησης μÝχρι να φτÜσουν. ¼ταν μπÞκαν στο αυτοκßνητο, ο Μικ εßπε:
-"Ας ξεχÜσουμε το μοναστÞρι, ε;" Ο Τζουντ δεν απÜντησεν αμÝσως. Και μετÜ:
-"¸λεγα-"
-"Δε θ' Üντεχα Üλλη μια γαμημÝνη ΠαρθÝνα!" ΓÝλασαν ανÜλαφρα μεταξý τους, φιληθÞκανε, γευüμενοι ο Ýνας τον Üλλο και συγχρüνως τον εαυτü τους, Ýνα μßγμα σÜλιου κι αλμυροý σπÝρματος.
     Η επüμενη μÝρα Þτανε λαμπερÞ, αλλ' üχι ιδιαßτερα ζεστÞ. Το γαλÜζιο του ουρανοý Þτανε καλυμμÝνο απ' ομοιüμορφο στρþμα λευκþν νεφþν. Ο πρωινüς αÝρας Ýφτανε στα ρουθοýνια αψýς σαν αιθÝρας Þ μÝντα. Ο ΒÜσλαβ ΓÝλοβτσεκ παρακολουθοýσε τα περιστÝρια στη κεντρικÞ πλατεßα του Πüπολατς να ερωτοτροποýνε με τον θÜνατο, πηδþντας και φτεροκοπþντας μπροστÜ απü τα σχÞματα που κυκλοφοροýσαν παντοý: Üλλα για δουλειÝς του στρατοý, Üλλα για καθαρÜ ιδιωτικÝς. Επικρατοýσεν ατμüσφαιρα νηφÜλιας προσμονÞς, που üμως δεν Þταν ικανÞ να καταπνßξει την υπερδιÝγερση που 'νιωθε αυτÞ τη μÝρα και που γνþριζε üτι τη μοιραζüτανε μ' üλους τους Üντρες, τις γυναßκες και τα παιδιÜ του Πüπολατς. ¹ταν σßγουρος üτι την Ýνιωθαν ακüμη και τα περιστÝρια. ºσως γι' αυτü παßζανε κÜτω απü τις ρüδες με τüσην επιδεξιüτητα, γνωρßζοντας üτι αυτÞν ακριβþς τη μÝρα τßποτε κακü δε θα μποροýσε να τους συμβεß.
     Κοßταξε πÜλι τον ουρανü, τον ßδιο λευκü ουρανü που μελÝταγε απü την αυγÞ. Τα σýννεφα Þτανε χαμηλÜ, πρÜγμα που δεν Þταν ιδανικü για τους εορτασμοýς. ΘυμÞθηκε μιαν Ýκφραση, μια αγγλικÞ Ýκφραση που 'χεν ακοýσει απü φßλο: "Με το κεφÜλι, του στα σýννεφα". Αυτü σÞμαινε, απ' ü,τι εßχε συμπερÜνει, να ζεις ονειροπολþντας, μÝσα σ' Ýνα λευκü, Üπιαστο üνειρο. "Αυτü μüνο", σκÝφτηκε ειρωνικÜ, "καταλÜβαιναν οι δυτικοß απü τα σýννεφα, πως συμβüλιζαν τα üνειρα. Δεν Þταν τυχαßο üτι εßχαν αποτýχει να βγÜλουν κÜτι αληθινü απ' αυτÞ τη τυχαßα Ýκφραση. Εδþ, σ' αυτοýς τους μυστικοýς λüφους, αυτοß θα δημιουργοýσαν μια θεαματικÞ πραγματικüτητα απ' αυτÝς τις επιπüλαιες λÝξεις. Μια ζωντανÞ παροιμßα".
     Με το κεφÜλι στα σýννεφα.
     ¹δη η πρþτη ομÜδα συγκεντρωνüτανε στη πλατεßα. ΥπÞρχαν Ýνας Þ δυο απüντες που 'ταν Üρρωστοι, αλλÜ οι αναπληρωματικοß τους Þταν Ýτοιμοι και περιμÝνανε να πÜρουνε τη θÝση τους. Με πüσην ανυπομονησßα! Τι πλατý χαμüγελο üταν Ýνας αναπληρωματικüς Üκουγε τον αριθμü και το üνομÜ του Þ το üνομÜ της κι Ýβγαινε απü τη γραμμÞ για να συμπληρþσει το μÝλος που Þδη σχηματιζüταν. Παντοý υπÞρχε εκπληκτικÞ οργÜνωση και συγχρονισμüς. Ο καθÝνας εßχε μια δουλειÜ να κÜνει και μια θÝση να καταλÜβει. Οýτε φωνÝς οýτε σπρωξßματα: στην πραγματικüτητα, η Ýνταση της φωνÞς τους δεν υψωνüταν πÜνω απü Ýναν ανυπüμονο ψßθυρο. Παρακολουθοýσε με θαυμασμü τη διαδικασßα της σωστÞς τοποθÝτησης, της ασφÜλισης και του δεσßματος να προχωρÜ.
     Η μÝρα επρüκειτο να ‘ναι μεγÜλη και κουραστικÞ. Ο ΒÜσλαβ εßχε Ýρθει στη πλατεßα μια þρα πριν το χÜραμα Þπιε καφÝ σε πλαστικÜ, εισαγüμενα κýπελλα, σχολßαζε τα δελτßα καιροý που Ýφταναν κÜθε μισÜωρο απü τη Πρßστινα και τη Μιτρüβιτσα και παρακολουθοýσε στον Üναστρο ουρανü το γκρßζο φως της αυγÞς ν' απλþνεται αργÜ. Τþρα Ýπινε τον Ýκτο καφÝ της ημÝρας, κι Þταν μüλις επτÜ η þρα. Στην απÝναντι πλευρÜ της πλατεßας, ο ΜÝτζινγκερ φαινüταν το ßδιο κουρασμÝνος κι ανυπüμονος üσο κι αυτüς.
     Εßχανε δει μαζß το χÜραμα, ο ΜÝτζινγκερ κι αυτüς. '¼μως τþρα εßχανε χωριστεß, ξεχνþντας τη συντροφικüτητÜ τους, και δεν θα μιλοýσαν μÝχρι να τελειþσει η αναμÝτρηση. Στο κÜτω-κÜτω ο ΜÝτζινγκερ Þταν απü το Ποντοýγιεβο. '¸πρεπε να υποστηρßξει τη δικÞ του πüλη στην επερχüμενη μÜχη. Αýριο θα συζητοýσαν τις εμπειρßες τους και θα διηγιüντουσαν τις περιπÝτειÝς τους, αλλÜ σÞμερα Ýπρεπε να συμπεριφÝρονται σαν να Þταν Üγνωστοι, να μην ανταλλÜξουν οýτε Ýνα χαμüγελο. ΣÞμερα Ýπρεπε να εßναι οπαδοß πÜνω απ' üλα, να ενδιαφÝρονται μüνο για τη νßκη της πüλης τους πÜνω στην αντßπαλü της.
     Τþρα το πρþτο σκÝλος του Πüπολατς ανυψωνüταν, προς αμοιβαßαν ικανοποßηση του ΜÝτζινγκερ και του ΒÜσλαβ. Οι Ýλεγχοι ασφαλεßας εßχανε γßνει προσεκτικÜ και το σκÝλος αποχþρησε απü τη πλατεßα ρßχνοντας την ογκþδη σκιÜ του στη πρüσοψη του Δημαρχεßου.
     Ο ΒÜσλαβ Þπιε μια γουλιÜ απü τον πολý γλυκü καφÝ του κι επÝτρεψε στον εαυτü του Ýνα γρýλισμα ικανοποßησης. Τι μÝρες, ΘεÝ μου, τι μÝρες. ΜÝρες γεμÜτες δüξα, με σημαßες να κυματßζουν και θεÜματα που προκαλοýσαν δÝος, ικανÜ να σημαδÝψουν üλη σου τη ζωÞ. '¹ταν μια πρþτη γεýση απü τον ΠαρÜδεισο.
     'Ασε την ΑμερικÞ να 'χει τις απλÝς της απολαýσεις, τα Μßκυ ΜÜους, τα ζαχαρωμÝνα κÜστρα της, τις μüδες και τις τεχνολογßες της. Δεν Þθελε τßποτε απ' αυτÜ. Το μεγαλýτερο θαýμα του κüσμου βρισκüταν εδþ, κρυμμÝνο στους λüφους.
     Α! Τι μÝρες!
     Στη κεντρικÞ πλατεßα του Ποντοýγιεβο η σκηνÞ δεν Þτανε λιγüτερο ζωντανÞ κι εμπνευσμÝνη. ºσως διÝκρινες μια βουβÞ υποψßα θλßψης να υποβüσκει στον φετινü εορτασμü, αλλÜ Þτανε κατανοητÞ. Η Νßτα ΟμπρÝνοβιτς, η πολυαγαπημÝνη κι αξιοσÝβαστη διοργανþτρια του Ποντοýγιεβο δε ζοýσε πια. Ο θÜνατος την εßχε πÜρει κοντÜ τον περασμÝνο χειμþνα, στα ενενÞντα τÝσσερÜ της χρüνια κι η πüλη εßχε στερηθεß τις Ýντονες απüψεις της και τις ακüμη πιο Ýντονες αναλογßες της. Για εξÞντα χρüνια η Νßτα εßχε δουλÝψει με τους πολßτες του Ποντοýγιεβο, προγραμματßζοντας την επüμενη αναμÝτρηση, βελτιþνοντας τα σχÝδια, ξοδεýοντας üλη της την ενÝργεια στο να κÜνει την επüμενη δημιουργßα πιο φιλüδοξη και πιο αληθοφανÞ απü τη προηγοýμενη.
     Τþρα Þταν νεκρÞ κι üλοι την νοσταλγοýσανε. Δεν υπÞρχε αποδιοργÜνωση στους δρüμους χωρßς αυτÞν, οι Üνθρωποι Þταν απü μüνοι τους πολý πειθαρχημÝνοι, αλλÜ εßχανε πÝσει Ýξω στο χρονοδιÜγραμμÜ τους κι Þταν Þδη επτÜ κι εßκοσι πÝντε. Η κüρη της Νßτα την εßχε αντικαταστÞσει, αλλÜ δε διÝθετε την ικανüτητα της μητÝρας της να εμψυχþνει τους ανθρþπους την þρα της δρÜσης.
     '¹ταν, με λßγα λüγια, πολý ανεκτικÞ για τη συγκεκριμÝνη δουλειÜ. Μια δουλειÜ που απαιτοýσε Ýναν αρχηγü εν μÝρει προφÞτη κι εν μÝρει συντονιστÞ, ικανü να καλοπιÜνει, να φοβερßζει και να εμπνÝει τους πολßτες στο Ýργο τους. 'ºσως μετÜ απü δυο-τρεις δεκαετßες, Ýχοντας τη συσσωρευμÝνη εμπειρßα λßγων αναμετρÞσεων ακüμη, η κüρη της Νßτα ΟμπρÝνοβιτς να γινüταν πετυχημÝνη διοργανþτρια. "¼μως, προς το παρüν, το Ποντοýγιεβο εßχε μεßνει πßσω οι Ýλεγχοι ασφαλεßας εßχαν παραμεληθεß, και νευρικÜ βλÝμματα εßχαν αντικαταστÞσει την αυτοπεποßθηση των προηγοýμενων χρüνων.
     Παρ' üλα αυτÜ, Ýξι λεπτÜ πριν τις οκτþ το πρþτο μÝλος του Ποντοýγιεβο βγÞκε απü τη πüλη και κατευθýνθηκε στο σημεßο συγκÝντρωσης να περιμÝνει το ταßρι του. Την ßδια þρα στο Πüπολατς οι πλευρÝς εßχαν Þδη δεθεß κι οπλισμÝνες μονÜδες περιμÝνανε διαταγÝς στη ΚεντρικÞ Πλατεßα.
      Ο Μικ ξýπνησε στις επτÜ παρ' üλο που δεν υπÞρχε ξυπνητÞρι στο λιτÜ επιπλωμÝνο τους δωμÜτιο στο Ξενοδοχεßο ΜπÝογκραντ. ¸μεινε ξαπλωμÝνος στο κρεβÜτι κι Üκουγε τη ρυθμικÞ αναπνοÞ ταυ Τζουντ στο μονü κρεβÜτι στην Üλλη Üκρη του δωματßου. Το μουντü πρωινü φως που 'μπαινε απü τις λεπτÝς κουρτßνες δεν προδιÝθετε για γρÞγορη αναχþρηση. Αφοý Ýκατσε λßγα λεπτÜ χαζεýοντας τη ξεφλουδισμÝνη μπογιÜ στο ταβÜνι και τον χοντροκομμÝνο ξýλινο ΕσταυρωμÝνο στον απÝναντι τοßχο, σηκþθηκε και πλησßασε το παρÜθυρο. Η μÝρα, üπως εßχε μαντÝψει, Þτανε μουντÞ. Ο ουρανüς Þτανε συννεφιασμÝνος κι οι στÝγες του Νüβι ΠαζÜρ φαßνονταν γκρßζες κι ομοιüμορφες στο θαμπü φως της ημÝρας. ¼μως πÝρα απü τις στÝγες, στην ανατολÞ, διÝκρινε τους λüφους, που 'ταν ηλιüλουστοι. ¸βλεπε τις ακτßνες του Þλιου να φωτßζουνε τα σμαραγδÝνια δÜση, προσκαλþντÜς τους για μια βüλτα στις πλαγιÝς τους.
     ΣÞμερα ßσως πÞγαιναν νüτια, στη Κοσüφσκα Μιτρüβιτσα. ΥπÞρχεν αγορÜ εκεß κι Ýνα μουσεßο, Ýτσι δεν εßναι; Και θα μποροýσαν να κατεβοýνε στη κοιλÜδα του ºμπαρ και ν' ακολουθÞσουνε τον δρüμο πλÜι στο ποτÜμι, εκεß που οι λüφοι υψþνονταν απρüσιτοι κι ηλιüλουστοι, πÜνω απü τις δυο üχθες του. Οι λüφοι... ναι! σÞμερα Ýπρεπε να επισκεφθοýνε τους λüφους.
     ¹ταν οκτþ και τÝταρτο.
     Στις εννιÜ, τα κυρßως σþματα του Πüπολατς και του Ποντοýγιεβο εßχαν ουσιαστικÜ συγκροτηθεß. Τα μÝλη και των δυο πüλεων Þταν Ýτοιμα και περιμÝνανε στις καθορισμÝνες περιοχÝς να ενωθοýνε με τους μελλοντικοýς τους κορμοýς.
     Ο ΒÜσλαβ ΓÝλοβτσεκ σκßασε με γαντοφορεμÝνα χÝρια τα μÜτια του κι επιθεþρησε τον ουρανü. Τη τελευταßα þρα τα σýννεφα εßχανε σηκωθεß ψηλüτερα και στα δυτικÜ εßχαν αραιþσει περιστασιακÜ, Ýβλεπες και τις αχτßδες του Þλιου. 'ºσως η μÝρα να μην Þταν ιδανικÞ για την αναμÝτρηση, αλλÜ οπωσδÞποτε Þταν ικανοποιητικÞ.
      Ο Μικ κι ο Τζουντ πÞρανε το πρωινü τους καθυστερημÝνοι. ΦÜγανε χÝμεντεκς -η τοπικÞ απüδοση του ζαμπüν μ' αβγÜ- κι Þπιαν αρκετÜ φλιτζÜνια σκÝτου, αρωματικοý καφÝ. Ο ουρανüς καθÜριζε, ακüμη και στο Νüβι ΠαζÜρ και προγραμμÜτισαν τη μÝρα τους φιλüδοξα. Θα τρþγανε στη Κοσüφσκα Μιτρüβιτσα για μεσημÝρι και το απογευματÜκι ßσως πηγαßνανε βüλτα στο κÜστρο του λüφου του ΖβÝκαν.
     Γýρω στις εννÝα και μισÞ Ýφυγαν απü το Νüβι ΠαζÜρ και πÞραν το δρüμο του ΣÝρμποβατς προς το νüτο με προορισμü την κοιλÜδα του ºμπαρ. Ο δρüμος δεν Þτανε καλüς, αλλÜ οι λακκοýβες και τα εξογκþματα δεν Þταν ικανÜ να τους χαλÜσουνε τη διÜθεση, αυτÞ τη μÝρα.
     Ο δρüμος Þταν Üδειος, εκτüς απü λßγους πεζοýς. Αντß για τα χωρÜφια με στÜρι και καλαμπüκι που στοßχιζαν το δρüμο τους τη προηγοýμενη μÝρα, σÞμερα βλÝπανε κυματοειδεßς λüφους με τις πλαγιÝς τους καλυμμÝνες απü πυκνÜ και σκοτεινÜ δÜση. Εκτüς απü λßγα πουλιÜ, δε συνÜντησαν Üλλα ζþα. Ακüμη κι οι σπÜνιοι συνταξιδιþτες τους, μετÜ απü λßγα χιλιüμετρα εξαφανßστηκαν. Τα λßγα αγροτüσπιτα που συναντοýσαν Þταν κλειδωμÝνα και τα παρÜθυρÜ τους κλειστÜ. Μαýρα γουροýνια τρÝχανε στις αυλÝς, αλλÜ δεν υπÞρχαν παιδιÜ να τα ταÀσουν. Οι μπουγÜδες κυματßζανε σ' ακανüνιστα σχÞματα στα σκοινιÜ, αλλÜ οι νοικοκυρÝς εßχαν εξαφανιστεß.
     ΑρχικÜ, το μοναχικü τους ταξßδι ανÜμεσα στους λüφους, με τη παντελÞ Ýλλειψη ανθρþπινης επαφÞς, Þταν αναζωογονητικü, αλλÜ με το προχþρημα της μÝρας Üρχισαν ν' ανησυχοýν.
-"Δε θα 'πρεπε να 'χουμε συναντÞσει τη πινακßδα για τη Μιτρüβιτσα, Μικ;" Κοßταξε τον χÜρτη.
-"ºσως..."
-"ΜÜλλον πÞραμε λÜθος δρüμο".
-"Αν υπÞρχε πινακßδα, θα την εßχα δει. Νομßζω πως πρÝπει να βγοýμε απ' αυτü τον δρüμο, να συνεχßσουμε νüτια λßγο ακüμη και να μποýμε στη κοιλÜδα πιο κοντÜ στη Μιτρüβιτσα απ' üτι εßχαμε σχεδιÜσει".
-"Πως θα βγοýμε απ' αυτü τον αναθεματισμÝνο δρüμο;"
-"Εßχε μερικÝς εξüδους..."
-"Χωματüδρομους".
 -"Δεν υπÜρχει Üλλη λýση εßτε βγαßνουμε σε χωματüδρομο, εßτε συνεχßζουμε στον ßδιο". Ο Τζουντ σοýφρωσε τα χεßλη.
-"Μου δßνεις Ýνα τσιγÜρο;" εßπε.
-"¸χουνε τελειþσει εδþ και πολλÜ χιλιüμετρα". ΜπροστÜ τους οι λüφοι σχηματßζανε μιαν αδιαπÝραστη γραμμÞ. Δεν υπÞρχαν ßχνη ζωÞς: οýτε τολýπες καπνοý απü καπνοδüχους οýτε Þχοι φωνþν Þ αυτοκινÞτων.
-"ΤÝρμα", εßπε ο Τζουντ, "στρßβουμε στον πρþτο δρüμο που συναντÜμε. Αποκλεßεται να 'ναι χειρüτερα". ΣυνÝχισαν. Ο δρüμος βαθμιαßα χειροτÝρευε, οι λακκοýβες εßχανε γßνει κρατÞρες, τα εξογκþματα Þτανε σαν ανθρþπινα κορμιÜ κÜτω απü τις ρüδες. Και τüτε:
-"Εκεß!"
     ΣτροφÞ: μια χειροπιαστÞ στροφÞ. Δεν Þταν μεγÜλος δρüμος φυσικÜ. Στη πραγματικüτητα, Þταν χειρüτερος απ' αυτοýς που ο Τζουντ εßχε χαρακτηρßσει χωματüδρομους, αλλ' αποτελοýσε διÝξοδο απü τη παγßδα του κεντρικοý δρüμου, που φαινüταν ατÝλειωτος.
-"¸χει αρχßσει να γßνεται πραγματικü σαφÜρι", εßπε ο Τζουντ καθþς το ΦολκσβÜγκεν Üρχισε να τρßζει και ν' αγκομαχÜ στο θλιβερü μονοπÜτι.
-"Που 'ναι το Ýνστικτο της περιπÝτειας που σε διακρßνει;"
-"ΞÝχασα να το φÝρω μαζß μου".
     Εßχαν αρχßσει να ανηφορßζουν τþρα, καθþς το μονοπÜτι σκαρφÜλωνε στριφογυριστü πÜνω στους λüφους. Τα δÝντρα πυκνþνανε γýρω τους κι οι ψηλÝς κορφÝς τους Ýκρυβαν τον ουρανü, μ' αποτÝλεσμα το ταξßδι τους να γßνεται σ' εναλλαγÞ φωτüς και σκιÜς. Αßφνης ακοýσανε κελÜδημα πουλιþν, Üσκοπο κι αισιüδοξο και στα ρουθοýνια τους Ýφτασε η μυρωδιÜ του πεýκου και της ακαλλιÝργητης γης. ΜπροστÜ τους μια αλεποý διÝσχισε το μονοπÜτι. ΣταμÜτησε για μια στιγμÞ να τους κοιτÜξει, καθþς το αυτοκßνητο μοýγκριζε ανεβαßνοντας προς το μÝρος της και στη συνÝχεια εξαφανßστηκε μÝσα στα δÝντρα με το νωχελικü βÞμα ενüς ατρüμητου πρßγκιπα.
     "¼που και να πÞγαινανε", σκÝφτηκε ο Μικ, "Þτανε καλýτερα απü τον δρüμο που Üφησαν". Σε λßγο ßσως θα 'πρεπε να σταματÞσουνε και να περπατÞσουνε λιγÜκι, να βρουν Üνοιγμα για να δουν απü ψηλÜ τη κοιλÜδα, ακüμη και το Νüβι ΠαζÜρ κουρνιασμÝνο κÜτω απü τα πüδια τους. Οι δυο Üντρες Þτανε σ' απüσταση μιας þρας απü το Πüπολατς üταν το κεφÜλι της ομÜδας βγÞκε απü τη ΚεντρικÞ Πλατεßα και πÞρε τη θÝση του με το υπüλοιπο σþμα.
     ΑυτÞ η τελευταßα Ýξοδος Üφησε τη πüλη εντελþς Ýρημη. Κανεßς δεν Ýμενε παραμελημÝνος εκεßνη τη μÝρα, οýτε οι Üρρωστοι οýτε οι γÝροι. ¼λοι εßχανε το δικαßωμα να παρακολουθÞσουν το θÝαμα και τον θρßαμβο της αναμÝτρησης. Ο κÜθε πολßτης, μωρü Þ κατÜκοιτος γÝρος, οι τυφλοß, οι ανÜπηροι, βρÝφη στην αγκαλιÜ των μανÜδων τους, Ýγκυες γυναßκες -üλοι ανÝβαιναν απü τη περÞφανη πüλη τους στο πεδßο της μÜχης. Ο νüμος üριζε πως Þταν υποχρεωμÝνοι να παρευρßσκονται, αλλÜ ποτÝ δε χρειÜστηκε να επιβληθεß. ΚανÝνας πολßτης των δýο πüλεων δεν Þθελε να χÜσει την ευκαιρßα να δει αυτü το θÝαμα -να ζÞσει τη συναρπαστικÞ εμπειρßα αυτÞς της αναμÝτρησης. Η μÜχη Ýπρεπε να εßναι ολοκληρωτικÞ: πüλη εναντßον πüλης. ΑνÝκαθεν μ' αυτü τον τρüπο γινüταν.
     Οι πüλεις, λοιπüν, ανεβÞκανε στους λüφους. ΜÝχρι το μεσημÝρι οι κÜτοικοι του Πüπολατς και του Ποντοýγιεβο εßχανε συγκεντρωθεß στο μυστικü πηγÜδι των λüφων, κρυμμÝνοι απü τα πολιτισμÝνα βλÝμματα, για να δþσουνε την αρχαßα και τελετουργικÞ τους μÜχη.
     ΔεκÜδες χιλιÜδες καρδιÝς χτυποýσανε δυνατÜ. ΔεκÜδες χιλιÜδες κορμιÜ τανυστÞκανε, μοχθÞσανε κι ßδρωσαν καθþς οι αδελφÝς πüλεις πÞραν θÝση. Οι σκιÝς των κορμþν τους κÜλυπταν εκτÜσεις γης στο μÝγεθος μικρþν πüλεων το βÜρος των ποδιþν τους Ýλιωνε το γρασßδι σε πρασινωπü χυμü. Οι κινÞσεις τους σκüτωναν ζþα, ποδοπατοýσαν θÜμνους και γκρÝμιζαν δÝντρα. Η γη κυριολεκτικÜ σειüτανε στο πÝρασμÜ τους, οι λüφοι αντιλαλοýσαν απü τα βροντερÜ τους βÞματα.
     Στο πυργωτü σþμα του Ποντοýγιεβο αρχßζανε να διακρßνονται κÜποιες τεχνικÝς ανωμαλßες. Μια ανεπαßσθητη ατÝλεια στο δÝσιμο του αριστεροý πλευροý εßχε σαν αποτÝλεσμα, ανεπÜρκεια σ' αυτü το σημεßο και κατÜ συνÝπεια, δημιουργοýσε προβλÞματα στον μηχανισμü περιστροφÞς των γοφþν. '¹ταν πιο Üκαμπτος απü το κανονικü κι οι κινÞσεις δεν Þταν στρωτÝς. '¼σοι Þταν σ' αυτÞ τη περιοχÞ της πüλης κοπιÜζανε πολý περισσüτερο. ΒÝβαια το αντιμετþπιζανε με γενναιüτητα' Üλλωστε η αναμÝτρηση εßχε στüχο να ωθÞσει τους αντιπÜλους στην υπÝρβαση των ορßων τους. '¼μως, στη συγκεκριμÝνη περßπτωση, το οριακü σημεßο Þταν κοντýτερα απ' üσο τολμοýσε κανεßς να φανταστεß. Οι πολßτες δεν Þταν τüσο ανθεκτικοß üσο στις προηγοýμενες αναμετρÞσεις. Μια δεκαετßα φτωχþν συγκομιδþν εßχε σαν αποτÝλεσμα κορμιÜ λιγüτερο καλοθρεμμÝνα, σπονδυλικÝς στÞλες λιγüτερο ευλýγιστες και θÝληση λιγüτερο αποφασιστικÞ. Το κακοφτιαγμÝνο πλευρü μπορεß να μη προκαλοýσε ατýχημα απü μüνο του, αλλÜ, επιπλÝον εξασθενημÝνο απü την αδυναμßα των πολεμιστþν, δημιοýργησε τις προûποθÝσεις για Ýνα σκηνικü θανÜτου σε μιαν, Üνευ προηγουμÝνου, κλßμακα. ΣταμÜτησαν το αυτοκßνητο.
-"Τ' Üκουσες αυτü;"
     Ο Μικ Ýγνεψε αρνητικÜ. Η ακοÞ του Þταν ελαττωματικÞ απü την εποχÞ της εφηβεßας. Οι, πολλÝς συναυλßες ροκ που 'χε παρακολουθÞσει εßχανε τινÜξει τα τýμπανα του αφτιοý του στον αÝρα. Ο Τζουντ βγÞκε απü το αμÜξι. Τα πουλιÜ εßχαν ησυχÜσει τþρα. Ο θüρυβος που 'χεν ακοýσει üταν οδηγοýσε επαναλÞφθηκε. Δεν Þταν απλþς Ýνας θüρυβος. ¹ταν σχεδüν δüνηση της γης, Ýνα υπüκωφο μουγκρητü που ερχüταν απü τα Ýγκατα των λüφων. ¹ταν βροντÞ; ¼χι, Þτανε πολý ρυθμικüς Þχος. Τ' Üκουσε ξανÜ, κÜτω απü τις σüλες των παπουτσιþν του.

                                     Μπουμ.

     ΑυτÞ τη φορÜ το Üκουσε κι ο Μικ. '¸σκυψε Ýξω απü το παρÜθυρο του αυτοκινÞτου.
-"¸ρχεται απü μπροστÜ. Το ακοýω". Ο Τζουντ Ýγνεψε καταφατικÜ .

                                                            Μπουμ.

     Η γη βρüντησε ξανÜ.
-"Τι στο διÜολο εßναι αυτü;" εßπε ο Μικ.
 -"Ο,τι και να 'ναι, θÝλω να το δω- ". Ο Τζουντ γýρισε στο ΦολκσβÜγκεν χαμογελþντας.
-"ΜοιÜζει με Þχο üπλων", εßπε, βÜζοντας το αμÜξι μπροστÜ. "ΜεγÜλων üπλων".
     ΜÝσα απü τα ρþσικα κιÜλια του, ο ΒÜσλαβ ΓÝλοβτσεκ παρακολουθοýσε τον αφÝτη να σηκþνει το πιστüλι. Εßδε Ýνα συννεφÜκι λευκοý καπνοý να υψþνεται απü τη κÜνη και μετÜ απü Ýνα δευτερüλεπτο Üκουσε τον πυροβολισμü ν' αντηχεß στη κοιλÜδα.
     Η αναμÝτρηση εßχε αρχßσει.
     Κοßταξε τους δßδυμους πýργους του Πüπολατς και του Ποντοýγιεβο. Με το κεφÜλι στα σýννεφα -Þ σχεδüν στα σýννεφα. Εßχαν υψωθεß τüσο που σχεδüν Ýτειναν ν' αγγßξουν τον ουρανü. '¹ταν Ýνα θÝαμα που σε γÝμιζε δÝος, σου Ýκοβε την ανÜσα, στοßχειωνε τα üνειρÜ σου. Δýο πüλεις που λικνßζονταν και σπαρταροýσαν καθþς προετοιμÜζονταν να κÜνουν το πρþτο βÞμα, η μια ενÜντια στην Üλλη, σ' αυτÞ την τελετουργικÞ μÜχη.
     Το Ποντοýγιεβο Þταν η λιγüτερο σταθερÞ απü τις δýο. ΔιÝκρινε Ýναν ανεπαßσθητο δισταγμü üταν η πüλη σÞκωσε το αριστερü της πüδι για να ξεκινÞσει. Τßποτε το σοβαρü, απλþς μια μικρÞ δυσκολßα στο συγχρονισμü των μυþν του γοφοý και τον μηροý. Αρκοýσαν λßγα βÞματα για να βρει η πüλη το ρυθμü της λßγα βÞματα ακüμη κι οι κÜτοικοß της θα κινοýνταν σαν Ýνα πλÜσμα, Ýνας τÝλειος γßγαντας Ýτοιμος να συνταιριÜξει τη χÜρη και την ισχý του ενÜντια στο εßδωλü του.
     Ο πυροβολισμüς αναστÜτωσε σμÞνη πουλιþν που πÝταξαν απü τα δÝντρα της κρυμμÝνης κοιλÜδας. Υψþθηκαν στον αÝρα, γιορτÜζοντας τη μεγÜλη αναμÝτρηση, κελαηδþντας τον ενθουσιασμü τους καθþς σÜρωναν τον ουρανü πÜνω απü το πεδßο της μÜχης.
 -"'Ακουσες πυροβολισμü;" ρþτησε ο Τζουντ. Ο Μικ Ýγνεψε καταφατικÜ.
-"ΣτρατιωτικÜ γυμνÜσια...;" Το χαμüγελο του Τζουντ Ýγινε πλατý. ¸βλεπε Þδη με τη φαντασßα του τους τßτλους των εφημερßδων: αποκλειστικü ρεπορτÜζ απü μυστικÜ γυμνÜσια στα βÜθη της γιουγκοσλαβικÞς υπαßθρου. ºσως και ρþσικα τανκς, τακτικÝς στρατιωτικÝς ασκÞσεις, μακριÜ απü τα ερευνητικÜ μÜτια της Δýσης. Με λßγη τýχη θα ‘ταν ο ßδιος ο αγγελιοφüρος της εßδησης.

                                    Μπουμ.
                                                                    Μπουμ.

     ΠουλιÜ πετÜξανε στον ουρανü. Η ομοβροντßα Þταν ισχυρüτερη τþρα. ¸μοιαζε πρÜγματι με Þχο üπλων.
-"ΠρÝπει να 'ρχεται πßσω απü την επüμενη κορφÞ..." εßπε ο Τζουντ.
-"Νομßζω πως δε πρÝπει να προχωρÞσουμε Üλλο".
-"ΠρÝπει να πÜω να δω".
-"Δε θÝλω. Δε θα 'πρεπε να βρισκüμαστε καν εδþ".
-"Δε βλÝπω απαγορευτικÝς πινακßδες".
-"Θα μας συλλÜβουνε, θα μας απελÜσουνε -δε ξÝρω... απλþς νομßζω..."

                                    Μπουμ!

-"ΠρÝπει να δω".
     Μüλις πρüλαβε να ολοκληρþσει τη φρÜση του κι ακοýστηκαν οι κραυγÝς.
    Το Ποντοýγιεβο οýρλιαζε -μια επιθανÜτια κραυγÞ. ΚÜποιος στο αδýναμο πλευρü εßχε πεθÜνει απü το υπερβολικü ζüρισμα και μια αλυσιδωτÞ αποσýνθεση εßχε ξεκινÞσει σ' üλο το σýστημα. '¸νας Üνθρωπος Ýχανε τον γεßτονÜ του κι αυτüς με τη σειρÜ του Ýχανε τον δικü του, με αποτÝλεσμα την εξÜπλωση ενüς καρκινογüνου χÜους στο κορμß της πüλης. Η συνοχÞ της πυργωτÞς δομÞς τον χειροτÝρευσε με τρομακτικÞ ταχýτητα, καθþς η αποδιοργÜνωση του ενüς τμÞματος της ανατομßας του προκαλοýσε αφüρητη πßεση στα υπüλοιπα.
     Το αριστοýργημα που οι καλοß πολßτες του Ποντοýγιεβο εßχανε κατασκευÜσει απü τη σÜρκα και το αßμα τους κλονßστηκε και, σαν ουρανοξýστης που ανατινÜχθηκε, Üρχισε να καταρρÝει. Το σπασμÝνο πλευρü ξÝρναγε τους πολßτες üπως η κομμÝνη αρτηρßα το αßμα. Με γοητευτικÞ νωθρüτητα, που Ýκανε την αγωνßα των πολιτþν ακüμη πιο οδυνηρÞ, Ýγειρε στη γη, αποσυνδÝοντας üλα του τα μÝλη καθþς Ýπεφτε.
     Το τερÜστιο κεφÜλι, που πριν απü λßγα λεπτÜ Üγγιζε τα σýννεφα, Ýπεσε πßσω στον χοντρü λαιμü του. ΔÝκα χιλιÜδες στüματα Ýβγαλαν μια μοναδικÞ κραυγÞ απü το τερÜστιο στüμα του, μια Üναρθρη, μια απερßγραπτα αξιοθρÞνητη ικεσßα στον ουρανü. ¹ταν Ýνα ουρλιαχτü οδýνης, Ýνα ουρλιαχτü προσδοκßας, Ýνα ουρλιαχτü απορßας. Πþς εßναι δυνατüν, ρωτοýσε αυτÞ η κραυγÞ, να τελειþσει η ημÝρα των ημερþν μ' αυτü τον τρüπο, μ’ Ýνα πλÞθος γκρεμισμÝνων κορμιþν;
-"Τ' Üκουσες;"
     ¹ταν αναμφισβÞτητα ανθρþπινο, αν κι εκκωφαντικÜ δυνατü. Ο Τζουντ Ýνιωσε το στομÜχι του να συσπÜται. Κοßταξε τον Μικ, που 'χε γßνει Üσπρος σα χαρτß. ΣταμÜτησε το αυτοκßνητο.
-"¼χι", εßπε ο Μικ.
-"'Ακου -για τ' üνομα του Θεοý-" Η αντÜρα των επιθανÜτιων κραυγþν, ικεσιþν κι αναθεματισμþν πλημμýρισε τον αÝρα. ¹τανε πολý κοντÜ.
-"ΠρÝπει να φýγουμε τþρα", εκλιπÜρησε ο Μικ.
     Ο Τζουντ κοýνησε το κεφÜλι. Εßχε προετοιμαστεß για κÜποιο στρατιωτικü θÝαμα. Εßχε φανταστεß üλο τον ρþσικο στρατü συγκεντρωμÝνο πßσω απü τον επüμενο λüφο, üμως αυτüς ο θüρυβος που 'φτανε στ' αφτιÜ του Þταν ο Þχος ανθρþπινης σÜρκας -πολý ανθρþπινος για να περιγραφεß με λüγια. Του θýμισε τις παιδικÝς φαντασιþσεις του για τη Κüλαση, τ' ατÝλειωτα, ακατονüμαστα μαρτýρια που μ' αυτÜ τον απειλοýσε η μητÝρα του αν δε γινüτανε καλüς Χριστιανüς. Εßχε ξεχÜσει αυτü τον τρüμο για εßκοσι ολüκληρα χρüνια, αλλÜ ξαφνικÜ, να που 'χε αναβιþσει πÜλι, απειλητικüς üσο ποτÝ. ºσως η ßδια η Üβυσσος να 'χασκε πßσω απü την επüμενη πλαγιÜ, με τη μητÝρα του να τον περιμÝνει στο χεßλος της, καλþντας τον να γευθεß τη τιμωρßα του.
-"Αν δεν βÜλεις μπρος, θα οδηγÞσω εγþ".
     Ο Μικ βγÞκε απü το αυτοκßνητο και προχþρησε μπροστÜ, κοιτÜζοντας το μονοπÜτι. Για μια στιγμÞ δßστασε, üχι παραπÜνω και τα μÜτια του ανοιγοκλεßσανε δýσπιστα. ΣτρÜφηκε στο παρμπρßζ του αυτοκινÞτου ακüμη χλωμüτερος απü πριν και ψÝλλισε:
-"ΘεÝ μου..." με φωνÞ πνιγμÝνη απü την αναγοýλα. Ο εραστÞς του καθüταν ακüμη πßσω απü το τιμüνι, με το κεφÜλι στα χÝρια του, προσπαθþντας να διþξει τις αναμνÞσεις.
-"Τζουντ... "
     Ο Τζουντ σÞκωσε το κεφÜλι του αργÜ. Ο Μικ τον κοßταζε σα τρελüς. Το πρüσωπü του Þτανε μοýσκεμα απü τον ξαφνικü, παγωμÝνο ιδρþτα. Ο Τζουντ κοßταξε πÝρα απü τον φßλο του. Λßγα μÝτρα μπροστÜ τους, το μονοπÜτι εßχε σκουρÞνει μυστηριωδþς. Εßδε μια πλημμυρßδα να πλησιÜζει το αμÜξι, μια πυκνÞ, βαθιÜ παλßρροια αßματος. Το λογικü του Τζουντ στροβιλßστηκε προσπαθþντας να δþσει διαφορετικÞ ερμηνεßα στο θÝαμα που 'βλεπε, αντß γι' αυτü το αναπüφευκτο συμπÝρασμα. ΑλλÜ δεν υπÞρχε λογικüτερη εξÞγηση. ¹ταν αßμα, αßμα σ' αβÜσταχτη αφθονßα, μια ατÝλειωτη θÜλασσα αßματος και τþρα στον αÝρα Þρθε διÜχυτη η μυρωδιÜ φρεσκοανοιγμÝνων πτωμÜτων: η μυρωδιÜ απü τα βÜθη του ανθρþπινου κορμιοý, γλυκερÞ και πικÜντικη.
     Ο Μικ τρÝκλισε μÝχρι τη θÝση του συνοδηγοý και ψηλÜφισε Üτονα τη πüρτα για να βρει το χεροýλι. Η πüρτα Üνοιξε ξαφνικÜ κι üρμησε μÝσα με παγωμÝνο βλÝμμα.
-"Γýρνα πßσω", εßπε. Ο Τζουντ Üπλωσε το χÝρι στη μßζα. Η πλημμυρßδα του αßματος Ýλουζε τις μπροστινÝς ρüδες. ΜπροστÜ τους, ο κüσμος εßχε βαφτεß κüκκινος.
-"ΒÜλε μπρος, για τ' üνομα του Θεοý, βÜλε μπρος".
Ο Τζουντ δεν Ýκανε καμßα προσπÜθεια να ξεκινÞσει τ' αμÜξι.
-"ΠρÝπει να δοýμε", εßπε Üτονα, "πρÝπει".
-"Δε πρÝπει να κÜνουμε τßποτα", εßπε ο Μικ, "μüνο να σηκωθοýμε να φýγουμε απü δω. Δεν εßναι δικÞ μας δουλειÜ..."
-"ºσως Ýπεσε Ýνα αεροπλÜνο-"
-"Δεν Ýχει καπνοýς".
-"Μα εßναι ανθρþπινες φωνÝς".
     Ο Μικ Þθελε ενστικτωδþς να σηκωθεß να φýγει. Θα διÜβαζε για τη τραγωδßα σε κÜποια εφημερßδα -θα 'βλεπε τις φωτογραφßες αýριο, üταν θα 'τανε θολÝς και γκρßζες. ΣÞμερα Þτανε πολý νωπÝς, πολý απρüβλεπτες. ΟτιδÞποτε μπορεß να βρισκüτανε στο τÝρμα αυτοý του μονοπατιοý κι αιμορραγοýσε.
-"ΠρÝπει-" Ο Τζουντ Ýβαλε μπροστÜ το αυτοκßνητο, ενþ ο Μικ δßπλα του Üρχισε να βογγÜ χαμηλüφωνα. Το ΦολκσβÜγκεν Üρχισε να κινεßται επιφυλακτικÜ μÝσα στο αιμÜτινο ποτÜμι, με τις ρüδες του να γυρßζουνε σα τρελÝς μÝσα στην αηδιαστικÞ, αφρισμÝνη παλßρροια.
-"¼χι", ψιθýρισε ο Μικ, "σε παρακαλþ, üχι..."
-"ΠρÝπει", Þρθε η απÜντηση του Τζουντ. "ΠρÝπει. ΠρÝπει".
     Λßγα μüνο μÝτρα πιο πÝρα, η ζωντανÞ πüλη του Πüπολατς ανακτοýσε την ισορροπßα της μετÜ τους πρþτους σπασμοýς. Κοßταζε με χιλιÜδες μÜτια τα συντρßμμια του καθιερωμÝνου εχθροý της, σπαρμÝνα σ' Ýνα κουβÜρι σκοινιþν και κορμιþν, οριστικÜ τσακισμÝνα πÜνω στο Ýδαφος. Το Πüπολατς οπισθοχþρησε απü τη σκηνÞ, ισοπεδþνοντας με τα τερÜστια πüδια του τα δÜση που περιÝβαλλαν το πεδßο της μÜχης, μαστιγþνοντας με τα χÝρια του τον αÝρα.
     ΚατÜφερε να διατηρÞσει την ισορροπßα του παρ' üλο που μια καθολικÞ παραφροσýνη, που τηνε προκÜλεσε η φρßκη που απλωνüτανε στα πüδια του, üρμησε σα φουσκοθαλασσιÜ στα νεýρα του και θρüμβωσε τον εγκÝφαλü του. Η διαταγÞ δüθηκε: το κορμß σφÜδασε, στριφογýρισε κι Ýστρεψε τα νþτα του στο αποκρουστικü χαλß του Ποντοýγιεβο, τρÝχοντας μÝσα στους λüφους.
     Στη πορεßα του για τη λÞθη, ο πυργωτüς του üγκος πÝρασε ανÜμεσα στον Þλιο και το αυτοκßνητο, ρßχνοντας τη κρýα σκιÜ του πÜνω στον αιματοβαμμÝνο δρüμο. Ο Μικ δεν εßδε τßποτα μÝσα στα δÜκρυÜ του κι ο Τζουντ, με τα μÜτια μισüκλειστα, φοβοýμενος το θÝαμα που θ' αντßκριζε στην επüμενη στροφÞ, μüνο συγκεχυμÝνα αντιλÞφθηκε πως κÜτι σκÝπασε τον Þλιο για Ýνα λεπτü. 'ºσως Ýνα σýννεφο. ¸να σμÞνος πουλιþν.
     Αν εßχε κοιτÜξει ψηλÜ κεßνη τη στιγμÞ, αν εßχε ρßξει Ýνα κλεφτü βλÝμμα στα βορειοανατολικÜ, θα 'χε δει το κεφÜλι του Πüπολατς, το τερÜστιο σμÞνος του κεφαλιοý μιας τρελÞς πüλης, να εξαφανßζεται πÝρα απü το οπτικü του πεδßο, καθþς Ýτρεχε μÝσα στους λüφους. Θα εßχε καταλÜβει üτι ο τüπος αυτüς ξεπερνοýσε τη δυνατüτητα της αντßληψÞς του, üτι δεν μποροýσε να προσφÝρει καμιÜ βοÞθεια σ' αυτÞ τη γωνßα της Κüλασης. '¼μως δεν εßδε τη πüλη κι Ýτσι χÜθηκε, γι' αυτüν και τον Μικ, η τελευταßα ευκαιρßα επιστροφÞς. Απü δω κι εμπρüς, ακριβþς üπως το Πüπολατς κι ο νεκρüς δßδυμος αδελφüς του, εßχανε χÜσει κÜθε διÝξοδο στη λογικÞ, σε κÜθε ελπßδα για ζωÞ.
     Μüλις Ýστριψαν, αντßκρισαν τα συντρßμμια του Ποντοýγιεβο. Η εξημερωμÝνη τους φαντασßα δεν εßχε ποτÝ συλλÜβει Ýνα θÝαμα τüσο απερßγραπτα βÜρβαρο. ºσως και στα πεδßα των μαχþν της Ευρþπης να εßχανε σκοτωθεß τüσοι Üνθρωποι, κÜποτε: üμως υπÞρχανε τüσες γυναßκες και παιδιÜ σφιχταγκαλιασμÝνα με τα πτþματα των αντρþν; Εßχαν σßγουρα υπÜρξει σωροß νεκρþν το ßδιο μεγÜλοι, αλλÜ üχι με ανθρþπους που πριν απü λßγο σφýζαν απü ζωÞ. Εßχανε καταστραφεß πüλεις το ßδιο γρÞγορα, εßχε χαθεß üμως ποτÝ μια ολüκληρη πüλη επειδÞ απλþς υπÜκουσε στον νüμο της βαρýτητας;
     ¹ταν Ýνα θÝαμα πÝρα απü κÜθε παρÜνοια. Το ανθρþπινο μυαλü, μπροστÜ του, σερνüταν σαν το σαλιγκÜρι, οι δυνÜμεις της λογικÞς ψηλαφοýσανε σχολαστικÜ τις αποδεßξεις, ψÜχνοντας για Ýνα ψεγÜδι, κÜτι που θα σου επÝτρεπε να πεις: "Αυτü δεν συμβαßνει. Εßναι Ýνας εφιÜλτης θανÜτου, üχι ο ßδιος ο θÜνατος". ¼μως η λογικÞ δε μποροýσε να βρει ρωγμÞ στον τοßχο. ¹ταν αληθινü, Þταν ο ßδιος ο θÜνατος.
     Το Ποντοýγιεβο εßχε πÝσει.
     ΤριÜντα οκτþ χιλιÜδες επτακüσιοι εξÞντα πÝντε πολßτες Þτανε σκορπισμÝνοι στο Ýδαφος Þ καλýτερα πεταμÝνοι Üχαρα σε σωροýς, ποτßζοντας το χþμα με τα υγρÜ του κορμιοý τους. ¼σοι δεν εßχανε πεθÜνει απü τη πτþση Þ την ασφυξßα, Þταν ετοιμοθÜνατοι. Δε θα υπÞρχαν επιζþντες απ' αυτÞ τη πüλη, εκτüς απü τους λßγους παρατηρητÝς που 'χανε βγει απü τα σπßτια τους για να παρακολουθÞσουνε την αναμÝτρηση. Αυτοß οι λιγοστοß πολßτες του Ποντοýγιεβο, οι σακÜτηδες, οι Üρρωστοι, οι λßγοι γÝροντες που κοßταζανε τþρα αποσβολωμÝνοι, üπως ο Μικ κι ο Τζουντ, το μακελειü, μη θÝλοντας να πιστÝψουνε στα μÜτια τους.
     Ο Τζουντ βγÞκε πρþτος απü το αμÜξι. Το Ýδαφος κÜτω απü τα δερμÜτινα παποýτσια του κολλοýσε απü το πηγμÝνο αßμα. Κοßταξε το μακελειü. Δεν υπÞρχανε συντρßμμια: κανÝνα ßχνος συντριβÞς αεροπλÜνου, φωτιÜς, μυρωδιÜς καυσßμων. Απλþς δεκÜδες χιλιÜδες κορμιÜ, εßτε γυμνÜ εßτε ντυμÝνα με ομοιüμορφο γκρßζο σερζ, Üντρες, γυναßκες και παιδιÜ, üλοι το ßδιο. Εßδε üτι κÜποιοι φοροýσαν δερμÜτινα λουριÜ περασμÝνα σφιχτÜ, σταυρωτÜ στο στÞθος τους κι απ' αυτÜ ξεκινοýσανε σκοινιÜ σα φßδια που πρÝπει να 'χανε μÞκος ολüκληρα χιλιüμετρα. ¼σο κοιτοýσε, Ýβλεπε üλο και μεγαλýτερο μÝρος απ' αυτü το ιδιüμορφο σýστημα κüμπων και σκοινιþν που συγκρατοýσε τα κορμιÜ μεταξý τους. Για κÜποιο λüγο αυτοß οι Üνθρωποι εßχανε δεθεß μαζß, ο Ýνας δßπλα στον Üλλο. ΚÜποιοι Þτανε ζεμÝνοι καβÜλα πÜνω στους þμους των συντρüφων τους, üπως τα παιδιÜ που παßζουνε γαúδουροκαβαλαρßα. ΚÜποιοι Üλλοι Þταν πιασμÝνοι σφιχτÜ απü τα μπρÜτσα, πλεγμÝνοι μεταξý τους με σκοινιÜ σ' Ýνα τοßχωμα μυþν και κοκÜλων. 'Αλλοι Þτανε δεμÝνοι σφιχτÜ σα κουβÜρια, με το κεφÜλι ανÜμεσα στα πüδια τους. ¼λοι Þταν συνδεδεμÝνοι με κÜποιο τρüπο με τους συνανθρþπους τους, σα να συμμετεßχανε σε κÜποιο παρÜλογο, συλλογικü μαζοχιστικü παιχνßδι.
    ¢λλος Ýνας πυροβολισμüς. Ο Μικ σÞκωσε το κεφÜλι.
     Στην Üλλη Üκρη της πεδιÜδας Ýνας μοναχικüς Üντρας, ντυμÝνος με χοντρü γκρßζο παλτü, περπατοýσε ανÜμεσα στα πτþματα και σκüτωνε üσους δεν εßχαν ακüμη πεθÜνει. Επρüκειτο για μια θλιβερÜ ανεπαρκÞ πρÜξη βοÞθειας, αλλÜ παρ' üλα αυτÜ συνÝχιζε, δßνοντας προτεραιüτητα στα παιδιÜ που υπÝφεραν. 'Αδειαζε το ρεβüλβερ, το γÝμιζε, το Üδειαζε, το γÝμιζε, το Üδειαζε...
     Ο Μικ ξÝσπασε. Φþναξε μ' üλη την Ýνταση της φωνÞς του για να καλýψει τ' αγκομαχητÜ των τραυματισμÝνων.
-"Τι εßναι αυτü; " Ο Üντρας σÞκωσε το βλÝμμα του απü το αποκρουστικü του καθÞκον. Το πρüσωπü του Þτανε γκρßζο σα το χρþμα του παλτοý του.
-"Ε;" γρýλισε, κοιτÜζοντας συνοφρυωμÝνος τους δýο παρεßσακτους μÝσα απü τους χοντροýς φακοýς των γυαλιþν του.
-"Τι Ýγινε εδþ πÝρα;" φþναξε ο Μικ. ¸νιωθε καλÜ που φþναζε, Ýνιωθε καλÜ που φþναζε αγριεμÝνος στον Üντρα. ºσως Ýφταιγε αυτüς. Θα 'τανε μεγÜλη ανακοýφιση να 'χεις κÜποιο να κατηγορÞσεις. "Πες μας-" εßπε ο Μικ με σπασμÝνη φωνÞ. 'Ακουγε τους λυγμοýς του να πνßγουν τη φωνÞ του. "Πες μας, για τ' üνομα του Θεοý, εξÞγησÝ μας".
     Ο γκριζοφορεμÝνος κοýνησε το κεφÜλι του. Δε καταλÜβαινε λÝξη απ' üσα του 'λεγε αυτüς ο νεαρüς ηλßθιος. ΑγγλικÜ μιλοýσε, αλλÜ μÝχρις εκεß Ýφταναν οι γνþσεις του. Ο Μικ προχþρησε προς το μÝρος του, νιþθοντας διαρκþς τα μÜτια των νεκρþν καρφωμÝνα πÜνω του. ΜÜτια σαν μαýρα, λαμπερÜ πετρÜδια δεμÝνα σε κατεστραμμÝνα πρüσωπα' μÜτια που τον κοßταζαν ανÜποδα, σε κεφÜλια αποκομμÝνα απü τη βÜση τους. ΜÜτια σε κεφÜλια που οι φωνÝς τους εßχανε γßνει ουρλιαχτÜ. ΜÜτια σε κεφÜλια που δε φωνÜζανε και δεν ανÜσαιναν πια.
     ΧιλιÜδες μÜτια.
     Πλησßασε τον γκριζοφορεμÝνο. Το üπλο του Þταν σχεδüν Üδειο. Εßχε βγÜλει τα γυαλιÜ του και τα εßχε πετÜξει δßπλα. '¸κλαιγε κι αυτüς. Οι λυγμοß τρÜνταζαν το Üχαρο κορμß του.
     Στα πüδια του Μικ, κÜποιος προσπαθοýσε να τον αγγßξει. Δεν Þθελε να κοιτÜξει, αλλÜ το χÝρι Ýπιασε το παποýτσι του, και δεν εßχε Üλλη επιλογÞ απü το να αντικρßσει τον ιδιοκτÞτη του. '¹ταν Ýνας νεαρüς Üντρας, με το κορμß του στρεβλωμÝνο στο σχÞμα της σβÜστικας, με üλες τις κλειδþσεις του σπασμÝνες. '¸να κοριτσÜκι Þταν πλακωμÝνο κÜτω απü το κορμß του τα ματωμÝνα ποδαρÜκια του προεξεßχαν σαν δυο ροζ μπαστοýνια.
     ¹θελε να πÜρει το ρεβüλβερ, να σταματÞσει το Üγγιγμα του Üντρα. Ακüμη καλýτερα, Þθελε Ýνα οπλοπολυβüλο, Ýνα φλογοβüλο, οτιδÞποτε θα μποροýσε να εξαφανßσει αυτÞν τη μαζικÞ οδýνη. ¼ταν σÞκωσε το βλÝμμα του απü το θρυμματισμÝνο κορμß, ο Μικ εßδε τον γκριζοφορεμÝνο να σηκþνει το ρεβüλβερ.
-"Τζουντ-" εßπε, αλλÜ πριν προλÜβει να συνεχßσει, ο γκριζοφορεμÝνος γλßστρησε τη κÜνη του üπλου στο στüμα του και τρÜβηξε τη σκανδÜλη. Ο γκριζοφορεμÝνος εßχε φυλÜξει τη τελευταßα σφαßρα για τον εαυτü του. Το πßσω μÝρος του κεφαλιοý του Üνοιξε σα σπασμÝνο αβγü, τινÜζοντας το κÝλυφος του κρανßου του. Το κορμß του παρÝλυσε και σωριÜστηκε στο Ýδαφος, με το ρεβüλβερ ακüμη ανÜμεσα στα χεßλη του.
-"ΠρÝπει-" Üρχισε ο Μικ, μιλþντας στον εαυτü του. "ΠρÝπει..." Τι Þτανε το πιο επιτακτικü; Σ' αυτÞ τη κατÜσταση, τι Ýπρεπε να κÜνουν; "ΠρÝπει-" Ο Τζουντ εßχε πλησιÜσει.
-"Να βοηθÞσουμε-" εßπε στον Μικ.
-"Ναι. ΠρÝπει να καλÝσουμε βοÞθεια. ΠρÝπει-"
-"Να φýγουμε".
     Να φýγουν! Αυτü Ýπρεπε να κÜνουν. Μ' οποιοδÞποτε πρüσχημα, για οποιονδÞποτε δειλü, Üνανδρο λüγο, Ýπρεπε να φýγουνε. Ν' απομακρυνθοýν απü το πεδßο της μÜχης, ν' απομακρυνθοýν απü την εμβÝλεια του ετοιμοθÜνατου χεριοý που 'χε μιαν ανοιχτÞ πληγÞ για κορμß.
-"ΠρÝπει να ενημερþσουμε τις αρχÝς. Να βροýμε μια πüλη. Να φÝρουμε βοÞθεια-"
-"Ιερεßς", εßπε ο Μικ. "ΧρειÜζονται ιερεßς".
     Η σκÝψη του να δþσουν τον Τελευταßο Αγιασμü σε τüσους ανθρþπους Þτανε παρÜλογη. Θα χρειαζüταν Ýνας στρατüς ιερÝων, Ýνα βυτßο γεμÜτο αγιασμü κι Ýνα μεγÜφωνο για ν' απαγγεßλουν τις ΕυχÝς. Γυρßσανε κι οι δýο μαζß, αγκαλιασμÝνοι και διασχßσανε τον τüπο της σφαγÞς για να φτÜσουνε στ' αυτοκßνητο. '¹τανε κατειλημμÝνο.
     Ο ΒÜσλαβ ΓÝλοβτσεκ καθüταν στο τιμüνι και προσπαθοýσε να βÜλει μπρος το ΦολκσβÜγκεν. Γýρισε το κλειδß μια, δυο, τρεις κι η μηχανÞ πÞρε μπρος. Οι ρüδες στριφογýρισαν στη κοκκινωπÞ λÜσπη καθþς Ýβαλε την üπισθεν για να κατÝβει το μονοπÜτι. Εßδε τους ΕγγλÝζους να τρÝχουνε ξοπßσω βρßζοντας. ¼μως δεν εßχε Üλλη επιλογÞ. Δεν Þθελε να κλÝψει το αμÜξι, αλλÜ εßχε μια δουλειÜ να κÜνει. '¹ταν διαιτητÞς, υπεýθυνος για την αναμÝτρηση και την ασφÜλεια των αντιπÜλων. Η μßα απü τις ηρωικÝς πüλεις εßχε Þδη πÝσει. '¼φειλε να κÜνει ü,τι περνοýσε απü το χÝρι του για να εμποδßσει το Πüπολατς ν' ακολουθÞσει την τýχη του δßδυμου αδελφοý του. ¸πρεπε να κυνηγÞσει το Πüπολατς και να το λογικÝψει. Να καθησυχÜσει τον τρüμο του μ' Þρεμα λüγια κι υποσχÝσεις. Αν αποτýχαινε στην αποστολÞ του, το αποτÝλεσμα θα 'ταν Üλλη μια καταστροφÞ, ßσης Ýκτασης μ' αυτÞ που 'χε μπροστÜ στα μÜτια του. Η συνεßδησÞ του δε το Üντεχε.
     Ο Μικ συνÝχισε να κυνηγÜ το ΦολκσβÜγκεν φωνÜζοντας στον ΓÝλοβτσεκ. Ο κλÝφτης δεν Ýδωσε σημασßα, απορροφημÝνος καθþς Þτανε με το να μανουβρÜρει το αμÜξι στο στενü, γλιστερü μονοπÜτι. Ο Μικ Ýμεινε πßσω. Το αυτοκßνητο Üρχισε να επιταχýνει. ΕξαγριωμÝνος, αλλÜ και λαχανιασμÝνος τüσο που να μη μπορεß να εκφρÜσει το θυμü του, ο Μικ σταμÜτησε στο δρüμο με τα χÝρια στα γüνατα, κλαßγοντας λαχανιασμÝνα.
-"ΜπÜσταρδε!" φþναξε ο Τζουντ. Ο Μικ κοßταξε το μονοπÜτι. Το αυτοκßνητο εßχε Þδη εξαφανιστεß.
-"Ο μαλÜκας! Δε ξÝρει καν να οδηγεß".
-"ΠρÝπει... πρÝπει... να τον... προλÜβουμε..." εßπε ο Μικ με κομμÝνη την ανÜσα.
-"Πως;"
-"Με τα πüδια-"
-"Οýτε χÜρτη δεν Ýχουμε, εßναι στο αυτοκßνητο".
-"ΘεÝ μου...! Δεν εßναι... δυνατüν". Κατηφüρισαν το μονοπÜτι μαζß, μακριÜ απü το πεδßο της μÜχης
     ΜετÜ απü λßγα μÝτρα η πλημμυρßδα του αßματος Üρχισε να εξαντλεßται. Μüνο λßγα ρυÜκια πηγμÝνου αßματος αργοκυλοýσαν στον κυρßως δρüμο. Ο Μικ κι ο Τζουντ ακολουθÞσανε τα ßχνη των ματωμÝνων τροχþν στη διασταýρωση. Ο δρüμος του ΣÝρμποβατς Þταν Üδειος και στις δýο κατευθýνσεις. Τα χνÜρια των τροχþν Ýδειχναν üτι το αυτοκßνητο εßχε στρßψει αριστερÜ.
-"Πηγαßνει στους λüφους", εßπε ο Τζουντ κοιτÜζοντας το μοναχικü, σμαραγδÝνιο τοπßο στο βÜθος του δρüμου. "Εßναι τρελüς".
-"Θα γυρßσουμε απü το δρüμο που Þρθαμε;"
-"Θα πρÝπει να περπατÜμε üλη νýχτα".
-"ΚÜποιος θα βρεθεß να μας πÜρει". Ο Τζουντ κοýνησε το κεφÜλι. Το πρüσωπü του Þτανε καταπονημÝνο και το βλÝμμα του απλανÝς.
-"Δε καταλαβαßνεις, Μικ, üλοι το γνþριζαν αυτü που συνÝβη. Οι Üνθρωποι που ζουν στ' αγροκτÞματα, σηκωθÞκανε και φýγανε τη στιγμÞ που αυτοß οι τρελοß ανεβÞκανε στους λüφους. ΒÜζω ü,τι στοßχημα θες, πως δε θα βροýμε αυτοκßνητο σ' αυτü τον δρüμο, εκτüς ßσως απü κÜναν Üσχετο τουρßστα σαν εμÜς. Και κανÝνας τουρßστας δε θα σταματÞσει να μας πÜρει Ýτσι που 'μαστε".
     Εßχε δßκιο. ΜοιÜζανε με χασÜπηδες -Þταν πιτσιλισμÝνοι μ' αßματα. Τα πρüσωπÜ τους Þταν λιγδιασμÝνα, τα μÜτια τους τρελαμÝνα.
-"Τüτε πρÝπει να περπατÞσουμε στη κατεýθυνση που πÞρε το αυτοκßνητο", εßπε ο Τζουντ. ¸δειξε το δρüμο. Οι λüφοι εßχαν σκοτεινιÜσει ο Þλιος εßχε ξαφνικÜ πÜψει να φωτßζει τις πλαγιÝς τους. Ο Μικ ανασÞκωσε τους þμους. Οýτως Þ Üλλως εßχανε μπροστÜ τους μια νýχτα πεζοπορßας. '¼μως Þθελε να περπατÞσει, να φýγει για κÜπου -οπουδÞποτε- φτÜνει ν' απομακρυνüταν απü το πλÞθος των νεκρþν.
      Στο Πüπολατς βασßλευε ηρεμßα. Η φρενßτιδα του πανικοý εßχεν αντικατασταθεß απü μοýδιασμα, μια μοιρολατρικÞ αποδοχÞ του κüσμου üπως Þτανε. ΠαρÝμεναν ασφαλισμÝνοι στις θÝσεις τους, αλληλοδεμÝνοι με σκοινιÜ, λουριÜ και χαλινÜρια, Ýχοντας δημιουργÞσει Ýναν ζωντανü μηχανισμü που δεν επÝτρεπε στη μια φωνÞ να υψωθεß δυνατüτερα απü την Üλλη, στη μια πλÜτη να κοπιÜζει περισσüτερο απü τη γειτονικÞ της. Εßχαν επιτρÝψει σε μια παρÜλογη συναßνεση ν' αντικαταστÞσει την Þρεμη φωνÞ της λογικÞς. Εßχαν συσφιχθεß σ' Ýνα μυαλü, μια σκÝψη, μια φιλοδοξßα. ΜετατραπÞκανε, μÝσα σε λßγες στιγμÝς, στον γßγαντα με τον μοναδικü σκοπü στο νου, που την εικüνα του εßχανε με τüσην ευφυÀα αναπλÜσει. Η ψευδαßσθηση της ασÞμαντης ατομικüτητας εßχε σαρωθεß απü την ακατανßκητη παλßρροια του συλλογικοý συναισθÞματος -üχι το πÜθος του üχλου, αλλÜ Ýνα τηλεπαθητικü κýμα που αφομοßωνε τις ατομικÝς φωνÝς χιλιÜδων σε μιαν ανυπÝρβλητη προσταγÞ.
     Η φωνÞ Ýλεγε: Φýγε!
     Η φωνÞ Ýλεγε: Διþξε αυτÞ τη φρικτÞ σκηνÞ μακριÜ, εκεß üπου δε θα τη ξαναδþ ποτÝ.
     Το Πüπολατς κατευθýνθηκε στους λüφους. Ο κÜθε του διασκελισμüς Þτανε μισü χιλιüμετρο. '¼λοι οι Üντρες, οι γυναßκες και τα παιδιÜ σ' αυτüν τον κοχλÜζοντα πýργο Þταν τυφλοß. '¸βλεπαν μüνο μÝσα απü τα μÜτια της πüλης. ΣκÝφτονταν μüνο με το μυαλü της πüλης. Και πßστευαν üτι Þταν αθÜνατοι μÝσα στην αδυσþπητη, βαριÜ κι αδÝξια δýναμÞ τους. Ογκþδεις, τρελοß κι αθÜνατοι.
     ΜετÜ απü τρßα περßπου χιλιüμετρα, ο Μικ κι ο Τζουντ μýρισαν βενζßνη στον αÝρα και λßγο παρακÜτω συνÜντησαν το ΦολκσβÜγκεν. Εßχε ανατραπεß στο χαντÜκι της αποχÝτευσης στην Üκρη του δρüμου, που Þταν φραγμÝνο απü καλÜμια. Δεν εßχε αρπÜξει φωτιÜ.
     Η πüρτα του οδηγοý Þταν ανοιχτÞ, και το κορμß του ΒÜσλαβ ΓÝλοβτσεκ εßχε πεταχτεß Ýξω. Το πρüσωπü του Þταν γαλÞνιο τþρα που εßχε χÜσει τις αισθÞσεις του. Δεν εßχε ßχνη τραυματισμοý, εκτüς απü δýο αμυχÝς στο πρüσωπü του. Τον απομÜκρυναν απαλÜ απü τα συντρßμμια του αυτοκινÞτου και τη βρωμιÜ του χαντακιοý και τον Ýφεραν στο δρüμο. Βüγκησε λßγο καθþς προσπαθοýσαν να τον βολÝψουν κÜπως Üνετα. '¸λυσαν τη γραβÜτα του, Ýβγαλαν το σακÜκι του και τýλιξαν το πουλüβερ του Μικ αντß για μαξιλÜρι κÜτω απü το κεφÜλι του. 'Ανοιξε τα μÜτια του, ξαφνικÜ. Τους κοßταξε.
-"Εßσαι καλÜ;" ρþτησε ο Μικ. Ο Üντρας δεν εßπε τßποτα για μια στιγμÞ. Δεν Ýδειχνε να καταλαβαßνει. Και μετÜ:
-"ΕγγλÝζοι;" ρþτησε. Η προφορÜ του Þτανε βαριÜ, αλλÜ η ερþτηση Þταν ευκρινÞς.
-"Ναι".
-"'Ακουσα τις φωνÝς σας. ΕγγλÝζοι". Το πρüσωπü του συσπÜστηκε και σκυθρþπιασε.
-"ΠονÜς;" ρþτησε ο Τζουντ. Ο Üντρας Ýδειξε να βρßσκει την ερþτηση κωμικÞ.
-"Αν πονÜω;" επανÝλαβε με πρüσωπο τεντωμÝνο απü αγωνßα κι ικανοποßηση ταυτüχρονα. "Θα πεθÜνω", εßπε με σφιγμÝνα δüντια.
-"¼χι", εßπε ο Μικ, "θα γßνεις καλÜ-"
Ο Üντρας κοýνησε αρνητικÜ το κεφÜλι του, απολýτως σßγουρος.
-"Θα πεθÜνω", επανÝλαβε μ' αποφασιστικÞ φωνÞ. "ΘÝλω να πεθÜνω". Ο Τζουντ πλησßασε πιο κοντÜ. Η φωνÞ του εßχε εξασθενÞσει.
-"ΠρÝπει να μας πεις τι να κÜνουμε", εßπε. Ο Üντρας εßχε κλεßσει τα μÜτια. Ο Τζουντ τον τρÜνταξε απüτομα για να συνÝλθει.
-"Πες μας", επανÝλαβε. Η επßδειξη συμπüνιας εßχε τελειþσει. "Πες μας τι συνÝβη".
-"Τι συνÝβη;" εßπε ο Üντρας, συνεχßζοντας να κρατÜ τα μÜτια του κλειστÜ. "¸πεσε. ¹ταν απλþς μια πτþση, αυτü εßναι üλο..."
-"Τι Ýπεσε;"
-"Η πüλη. Το Ποντοýγιεβο. Η πüλη μου..."
-"Απü που Ýπεσε;"
-"Απü τον εαυτü της, φυσικÜ". Ο Üντρας δεν εξηγοýσε τßποτα απλþς απαντοýσε στον Ýνα γρßφο μ' Üλλο.
-"Που πÞγαινες;" ρþτησε ο Μικ, προσπαθþντας να μη φαßνεται επιθετικüς.
-"¹θελα να προλÜβω το Πüπολατς", εßπε ο Üντρας.
-"Το Πüπολατς;" εßπε ο Τζουντ. Ο Μικ Üρχισε να πιÜνει Ýναν λογικü ειρμü στην ιστορßα.
-"Το Πüπολατς εßναι μια Üλλη πüλη. Σα το Ποντοýγιεβο. Εßναι αδελφÝς πüλεις. ΥπÜρχουν στον χÜρτη-"
-"Που βρßσκεται η πüλη τþρα;" ρþτησε ο Τζουντ. Ο ΒÜσλαβ ΓÝλοβτσεκ προτßμησε να πει την αλÞθεια. Για μια στιγμÞ δßστασε ανÜμεσα στο να πεθÜνει μ' Ýνα γρßφο στα χεßλη Þ να ζÞσει μÝχρι να εξομολογηθεß την ιστορßα του. Τι θα πεßραζε αν τα 'λεγε üλα; Δεν επρüκειτο να υπÜρξει επüμενη αναμÝτρηση. ¼λα εßχανε τελειþσει.
-"¹ρθανε να παλÝψουν", εßπε, με φωνÞ πολý αδýναμη τþρα, "το Πüπολατς και το Ποντοýγιεβο. Αυτü γßνεται κÜθε δÝκα χρüνια".
-"Να παλÝψουν;" εßπε ο Τζουντ. "Εννοεßς üτι üλοι αυτοß οι Üνθρωποι σφÜχτηκαν;" Ο ΒÜσλαβ κοýνησε το κεφÜλι αρνητικÜ.
-"¼χι, üχι. ΠÝσανε. Σας το 'πα".
-"Πως παλεýουνε;" ρþτησε ο Μικ.
-"Πηγαßνετε στους λüφους", Þταν η μοναδικÞ απÜντηση. Ο ΒÜσλαβ Üνοιξε λßγο τα μÜτια. Τα πρüσωπα που διαγρÜφονταν απü πÜνω του Þτανε ταλαιπωρημÝνα κι αναστατωμÝνα. '¹ταν αθþοι κι εßχαν υποφÝρει. Εßχανε το δικαßωμα ν' ακοýσουνε κÜποιες εξηγÞσεις.
-"Σα γßγαντες", εßπε. "ΠÜλευαν σα γßγαντες. Κατασκεýαζαν Ýνα κορμß απü τα κορμιÜ τους, με καταλαβαßνετε; Τον σκελετü, τους μυς, τα κüκαλα, τα μÜτια, τη μýτη, τα δüντια, üλα φτιαγμÝνα απü Üντρες και γυναßκες".
-"Παραληρεß", εßπε ο Τζουντ.
-"Πηγαßνετε στους λüφους", εßπε ξανÜ, "να δεßτε μüνοι σας αν λÝω αλÞθεια".
-"Ακüμη κι αν υποθÝσουμε-" Üρχισε ο Μικ. Ο ΒÜσλαβ τον διÝκοψε, ανυπομονþντας να ολοκληρþσει τη διÞγησÞ του.
-"¹τανε καλοß στο παιχνßδι των γιγÜντων. ΧρειαστÞκανε πολλοß αιþνες εξÜσκησης -κÜθε δÝκα χρüνια φτιÜχνανε τη κατασκευÞ üλο και μεγαλýτερη. Η κÜθε πüλη φιλοδοξοýσε να 'ναι μεγαλýτερη απü την Üλλη. ΔÝνονταν üλοι με σκοινιÜ, Üψογα. ΤÝνοντες... σýνδεσμοι... ΜÝσα στη κοιλιÜ του υπÞρχε τροφÞ... απü τα νεφρÜ του Ýβγαιναν σωλÞνες που απομÜκρυναν τα απüβλητα. Αυτοß που βλÝπανε καλÜ κÜθονταν στις κüγχες των ματιþν, üσοι εßχανε δυνατÝς φωνÝς, στο στüμα και τον λÜρυγγα. Δε θα πιστεýατε ποτÝ πως υπÜρχει τüσο καλοσχεδιασμÝνος μηχανισμüς".
-"ΠρÜγματι, δεν το πιστεýω", εßπε ο Τζουντ και σηκþθηκε üρθιος
.

-"Εßναι το σþμα του κρÜτους", εßπε ο ΒÜσλαβ, σχεδüν ψιθυριστÜ, "εßναι το σχÞμα της ζωÞς μας".
     ΣιωπÞ. ΜικρÜ σýννεφα περÜσανε πÜνω απü το δρüμο και σκορπßσαν αθüρυβα στον αÝρα.
-"¹ταν Ýνα θαýμα", εßπε. Μßλησε σα να συνειδητοποιοýσε για πρþτη φορÜ το πραγματικü μÝγεθος αυτοý του γεγονüτος. "¹ταν Ýνα θαýμα". Εßχε πει αρκετÜ. Ναι, Þταν αρκετÜ. Αφοý ειπωθÞκανε κι οι τελευταßες λÝξεις, το στüμα του Ýκλεισε και πÝθανε.
     Ο Μικ πüνεσε γι' αυτü τον θÜνατο πολý πιο Ýντονα απ' üτι για τους χιλιÜδες Üλλους που 'χαν αφÞσει πßσω τους. 'ºσως γιατß ο συγκεκριμÝνος θÜνατος Þτανε το κλειδß που απασφÜλιζε την οδýνη που αισθανüταν για üλους. ¹ταν ανßκανος ν' αποφασßσει κατÜ πüσον ο Üντρας εßχε θελÞσει να πει Ýνα φανταστικü ψÝμα τη στιγμÞ που πÝθαινε Þ κατÜ πüσον αυτÞ η ιστορßα Þταν αληθινÞ. Η φαντασßα του Þταν πολý στενÞ για να περιλÜβει στα üριÜ της αυτÞ την ιδÝα. ΥπÝφερε μüνο που το σκεφτüταν, κι η συμπüνια του ρÜγιζε κÜτω απü το βÜρος της δυστυχßας που Ýνιωθε. ΣτÜθηκαν στο δρüμο βλÝποντας τα σýννεφα να ρßχνουν τις συγκεχυμÝνες, γκρßζες σκιÝς τους πÜνω τους, καθþς Ýτρεχαν παρασυρμÝνα απü τον Üνεμο στη κατεýθυνση των αινιγματικþν λüφων.
     Εßχε σουρουπþσει. Το Πüπολατς δεν Üντεχε να περπατÞσει Üλλο. ¸νιωθε üλους τους μυς του εξαντλημÝνους. Σε διÜφορα σημεßα της τερÜστιας ανατομßας του, κÜποιοι εßχαν πεθÜνει αλλÜ η πüλη δεν πενθοýσε για τα αποσυντεθειμÝνα της κýτταρα. Αν οι νεκροß Þταν στο εσωτερικü, τους Üφηναν να κρÝμονται απü τα χαλινÜρια. Αν βρßσκονταν στο δÝρμα της πüλης, τους Ýλυναν απü τη θÝση τους και τους Üφηναν να πÝσουν κÜτω στο δÜσος.
     Ο γßγαντας δεν Þταν ικανüς για οßκτο. Η μüνη του φιλοδοξßα Þταν να συνεχßσει μÝχρι τÝλους.
     ¼ταν ο Þλιος χÜθηκε απü τον ορßζοντα, το Πüπολατς κÜθισε να ξεκουραστεß σ' Ýνα μικρü λοφßσκο, αναπαýοντας το τερÜστιο κεφÜλι του στα τερÜστια χÝρια του.
     Τα Üστρα Üρχισαν να βγαßνουν με τη συνηθισμÝνη τους επιφυλακτικüτητα. Η νýχτα πλησßαζε, γιατρεýοντας μεγαλüψυχα τις πληγÝς της ημÝρας, τυφλþνοντας τα μÜτια που εßχαν δει τüσο πολλÜ.
     Το Πüπολατς σηκþθηκε στα πüδια του κι Üρχισε να προχωρεß με το βροντερü του βÞμα. Η εξÜντληση θα το παρÝλυε γρÞγορα. Δε θ’ Üντεχε για πολý. Σýντομα θα ξÜπλωνε στον τÜφο κÜποιας χαμÝνης κοιλÜδας και θα πÝθαινε.
     '¼μως για λßγο ακüμη Ýπρεπε να προχωρÞσει, παρ' üλο που το κÜθε του βÞμα Þταν üλο και πιο οδυνηρü, μÝσα στη νýχτα που Üνοιγε τα μαýρα της πÝταλα γýρω απü το κεφÜλι του. Ο Μικ Þθελε να θÜψουν τον κλÝφτη του αυτοκινÞτου, κÜπου στην Üκρη του δÜσους. '¼μως ο Τζουντ του εξÞγησε üτι Ýνα θαμμÝνο πτþμα, στο υγιÝστερο φως της αυριανÞς ημÝρας, μπορεß να φαινüταν ýποπτο. Κι επιπλÝον, Þταν παρÜλογο να ασχολοýνται με Ýνα πτþμα üταν, σε απüσταση λßγων χιλιομÝτρων απü το σημεßο üπου στÝκονταν, υπÞρχαν κυριολεκτικÜ χιλιÜδες Üθαφτα πτþματα.
     ¸τσι εγκατÝλειψαν το πτþμα στο δρüμο και το αυτοκßνητο μÝσα στο χαντÜκι. 'Αρχισαν ξανÜ να περπατÜνε. Το κρýο üλο και δυνÜμωνε, και πεινοýσαν, αλλÜ τα λιγοστÜ σπßτια που συνÜντησαν στο δρüμο τους Þταν κλειστÜ και κλειδωμÝνα.
-"Τι εννοοýσε;" εßπε ο Μικ, καθþς στÝκονταν μπροστÜ σε Üλλη μια κλειδωμÝνη πüρτα.
 -"Μιλοýσε μεταφορικÜ-"
-"¼λη αυτÞ η κουβÝντα για τους γßγαντες;"
-"ΤροτσκιστικÝς ανοησßες-" επÝμενε ο Τζουντ.
-"Δε νομßζω".
-"Εßμαι βÝβαιος. ¸βγαλε τον τελευταßο του λüγο. Πιθανüτατα, τον προετοßμαζε εδþ και χρüνια".
 -"Δε νομßζω", εßπε πÜλι ο Μικ κι Üρχισε να περπατÜ προς το δρüμο.
-"Γιατß;" ρþτησε ο Τζουντ πßσω απü τη πλÜτη του. "Δε φαινüταν ν' απαγγÝλλει τη κομματικÞ του γραμμÞ".
-"ΘÝλεις να μου πεις üτι πιστεýεις πως υπÜρχουν γßγαντες εδþ γýρω; Για τ' üνομα του Θεοý!"
     Ο Μικ γýρισε ν' αντικρßσει τον Τζουντ. '¹τανε δýσκολο να διακρßνεις το πρüσωπü του μÝσα στο σοýρουπο, αλλÜ η φωνÞ του Þταν σοβαρÞ και φανÝρωνε βεβαιüτητα.
-"Ναι. Νομßζω πως Ýλεγε την αλÞθεια".
-"Αυτü εßναι παρÜλογο. Εßναι γελοßο. ¼χι". Ο Τζουντ μßσησε τον Μικ εκεßνη τη στιγμÞ. Μßσησε την αφÝλειÜ του, την ανÜγκη του να πιστεýει την üποια ηλßθια ιστορßα στο βαθμü που τη διÝκρινε μια δüση ρομαντισμοý. Κι η συγκεκριμÝνη Þταν η χειρüτερη, η πιο βλακþδης... "¼χι", επανÝλαβε. "¼χι. '¼χι. '¼χι". Ο ουρανüς Þταν λεßος σαν πορσελÜνη, και το περßγραμμα των λüφων μαýρο σαν κατρÜμι.
-"¸χω πεθÜνει στο κρýο", φþναξε ο Μικ μÝσα απü το σκοτÜδι. "Θα κÜτσεις εδþ Þ θα Ýρθεις να περπατÞσεις μαζß μου;"
-"Δε πρüκειται να βροýμε τßποτα σ' αυτÞ τη κατεýθυνση", φþναξε ο Τζουντ.
-"Εßναι πολý μακριÜ για να πÜμε πßσω".
-"¸τσι χωνüμαστε πιο βαθιÜ μÝσα στους λüφους".
 -"ΚÜνε ü,τι θες… εγþ φεýγω".
     Τα βÞματÜ του απομακρýνθηκαν. το σκοτÜδι τον τýλιξε. ΜετÜ απü Ýνα λεπτü, ο Τζουντ τον ακολοýθησε.
     Η νýχτα Þταν ξÜστερη και κρýα. ΣυνÝχισαν να περπατοýν με τους γιακÜδες τους σηκωμÝνους για να προφυλαχτοýν απü την παγωνιÜ, με τα πüδια τους πρησμÝνα μÝσα στα παποýτσια τους. ΠÜνω τους ο ουρανüς ολüκληρος Þταν μια παρÝλαση αστεριþν. ¸νας θρßαμβος διÜσπαρτου φωτüς, απü το οποßο το μÜτι μποροýσε να φτιÜξει αμÝτρητα σχÝδια. ΜετÜ απü λßγο τýλιξαν τα κουρασμÝνα μπρÜτσα τους, ο Ýνας γýρω απü τον Üλλο, για ζεστασιÜ και θαλπωρÞ.
     Γýρω στις Ýντεκα, εßδαν απü μακριÜ, φως στο παρÜθυρο ενüς σπιτιοý.
     Η γυναßκα στη πüρτα του πÝτρινου αγροτüσπιτου δε χαμογÝλασε üταν τους εßδε, αλλÜ κατÜλαβε τη κατÜστασÞ τους και τους Üφησε να μποýνε. Δεν εßχε νüημα να προσπαθÞσουνε να εξηγÞσουνε στη γυναßκα Þ στον σακÜτη Üντρα της, αυτü που 'χανε δει. Η αγροικßα δεν εßχε τηλÝφωνο, οýτε εßδανε κÜποιο μεταφορικü μÝσον, οπüτε, ακüμη κι αν Ýβρισκαν κÜποιον τρüπο να εκφραστοýν, δε θα μποροýσανε να κÜνουνε τßποτα.
     Με παντομßμα και γκριμÜτσες εξÞγησανε πως Þταν νηστικοß κι εξαντλημÝνοι. ΠροσπαθÞσανε να τους εξηγÞσουν επιπλÝον üτι εßχανε χαθεß, οικτßροντας την αφηρημÜδα τους -εßχανε ξεχÜσει το βιβλßο με τους διÜλογους στο ΦολκσβÜγκεν. Η γυναßκα δεν Ýδειξε να καταλαβαßνει πολλÜ απ' αυτÜ που της Ýλεγαν, üμως τους Ýβαλε να κÜτσουν δßπλα στη δυνατÞ φωτιÜ και ζÝστανε μια κατσαρüλα με φαγητü στο μÜτι της κουζßνας.
     ΦÜγανε πηχτÞ, ανÜλατη σοýπα μ' αρακÜ κι αβγÜ. ΣποραδικÜ χαμογελοýσανε στη γυναßκα προσπαθþντας να της εκφρÜσουνε την ευγνωμοσýνη τους. Ο Üντρας της κÜθισε δßπλα στο τζÜκι. Δεν Ýκανε καμιÜ απüπειρα να κουβεντιÜσει με τους επισκÝπτες Þ Ýστω να γυρßσει να τους κοιτÜξει.
     Το φαγητü Þτανε νüστιμο και τüνωσε το ηθικü τους.
     Θα κοιμüντουσαν μÝχρι το πρωß και θα ξεκινοýσανε για το μακρý ταξßδι της επιστροφÞς. ΜÝχρι την αυγÞ τα πτþματα στο πεδßο της μÜχης θα 'χανε μετρηθεß, θα 'χαν αναγνωριστεß, θα 'χανε μαζευτεß και θα 'χανε σταλεß στις οικογÝνειÝς τους. Η ατμüσφαιρα θα 'τανε γεμÜτη απü καθησυχαστικοýς θορýβους και θα σβÞνανε τα βογκητÜ, που ακüμη αντηχοýσανε στ' αφτιÜ τους. Θα 'βλεπαν ελικüπτερα, φορτηγÜ με ανθρþπους που θα καθαρßζανε τη περιοχÞ. ¼λες οι τυπικÝς διαδικασßες που συνοδεýουν Ýνα πολιτισμÝνο δυστýχημα. Και μετÜ απü λßγο καιρü, θα Þταν ευπρüσδεκτο. Θ' αποτελοýσε τμÞμα της εμπειρßας τους. Θα επρüκειτο πÜντα για τραγωδßα, φυσικÜ, μα μια τραγωδßα που θα 'τανε σε θÝση να εξηγÞσουνε, να ταξινομÞσουνε και να μÜθουνε να ζοýνε μαζß της. ¼λα θα πηγαßνανε καλÜ, ναι, üλα θα πηγαßνανε καλÜ. Με το ξημÝρωμα της καινοýριας μÝρας.
     Ο ýπνος που φÝρνει η μεγÜλη κοýραση, τους πÞρεν αιφνιδιαστικÜ. ΚοιμÞθηκαν εκεß που κÜθονταν, στο τραπÝζι του φαγητοý, με τα κεφÜλια τους πÜνω στα σταυρωμÝνα χÝρια τους, ανÜμεσα στ' Üδεια, βρþμικα πιÜτα και τα ξεροκüμματα του ψωμιοý.
     Δε καταλÜβανε τßποτα. Δεν ονειρευτÞκανε τßποτα. Δεν αισθανθÞκανε τßποτα.
     Και τüτε Üρχισε ο ορυμαγδüς.
     ¸νας ρυθμικüς βηματισμüς ακοýστηκε απü τα Ýγκατα της γης, ο βηματισμüς ενüς τιτÜνα, που βαθμιαßα πλησßαζε. Η γυναßκα ξýπνησε τον Üντρα της. ¸σβησε τη λÜμπα και πÞγε στη πüρτα. Ο νυχτερινüς ουρανüς Ýλαμπε μ' Üπειρα αστÝρια. Οι λüφοι υψþνονταν γýρω τους σκοτεινοß.
     Η βροντÞ συνÝχιζε ν' ακοýγεται. Μεσολαβοýσε μισü λεπτü ανÜμεσα σε κÜθε γδοýπο, αλλÜ Þταν üλο και δυνατüτερη.
     ΣταθÞκανε δßπλα-δßπλα στο κατþφλι της πüρτας, Üντρας και γυναßκα κι αφουγκραστÞκανε τους λüφους ν' αντηχοýνε τον θüρυβο μες στη νýχτα. ΑστραπÝς, δε συνüδευαν αυτÞ τη βροντÞ.
     Μüνον ο θüρυβος.

                             Μπουμ!
                                                    Μπουμ!

     Το Ýδαφος Ýτρεμε. Σκüνη Ýπεφτε απü το πρÝκι της πüρτας και τα μÜνταλα των παραθýρων κροτÜλιζαν.

                                        Μπουμ!
                                                                    Μπουμ!

     Δε ξÝρανε τι Þταν αυτü που πλησßαζε, αλλÜ üποιο σχÞμα και να 'παιρνε, üποιες και να 'ταν οι προθÝσεις του, δεν εßχε νüημα ν' απομακρυνθοýνε. Το σημεßο που κÜθονταν, το αξιοθρÞνητο καταφýγιο της αγροικßας τους, Þταν το ßδιο ασφαλÝς με οποιαδÞποτε γωνιÜ στο δÜσος. Πως θα μποροýσαν να διαλÝξοýν, απü τα εκατοντÜδες χιλιÜδες δÝντρα, αυτü που θα Ýστεκε üρθιο üταν ο ορυμαγδüς περνοýσε; ¹ταν καλýτερα να περιμÝνουν- να περιμÝνουν και να κοιτÜζουν.
     Η üραση της γυναßκας δεν Þταν καλÞ, γι' αυτü και δε πßστεψε στα μÜτια της üταν εßδε τη μαυρßλα του λüφου ν' αλλÜζει σχÞμα και να υψþνεται μÝχρι τον ουρανü, σβÞνοντας το φως των αστεριþν. ¼μως το εßδε κι ο Üντρας της' το αφÜνταστα τερÜστιο κεφÜλι, που μÝσα στο απατηλü σκοτÜδι Ýμοιαζε ακüμη μεγαλýτερο, να διαγρÜφεται üλο και ψηλüτερα, επισκιÜζοντας μÝσα στην αχαλßνωτη φιλοδοξßα του ακüμη και τους λüφους.
     '¸πεσε στα γüνατα, μουρμουρßζοντας προσευχÝς, με τα πονεμÝνα απü την αρθρßτιδα πüδια του στρεβλωμÝνα πßσω του.
     Η γυναßκα του οýρλιαξε: καμιÜ προσευχÞ απ' αυτÝς που γνþριζε, κανÝνα ξüρκι, καμιÜ ικεσßα δεν Þταν ικανÞ να εξουδετερþσει αυτü το τÝρας.
     Μες στο αγροτüσπιτο ο Μικ ξýπνησε. Το τεντωμÝνο χÝρι του, που 'παθε ξαφνικÞ κρÜμπα, τßναξε τα πιÜτα και τη λÜμπα απü το τραπÝζι.
     ¸σπασαν. Ο Τζουντ ξýπνησε.
     Τα ουρλιαχτÜ στην εξþπορτα εßχαν σταματÞσει. Η γυναßκα εßχε εξαφανιστεß μÝσα στο δÜσος. ΟποιοδÞποτε δÝντρο, üλα τα δÝντρα Þταν καλýτερα απ' αυτü το θÝαμα. ΑρÜδες προσευχþν συνÝχιζαν ν' αργοκυλοýν απü το Üψυχο στüμα του Üντρα της, καθþς ο γßγαντας σÞκωσε το πüδι του για να κÜνει Üλλο Ýνα βÞμα:

                                    Μπουμ!

     Το αγροτüσπιτο σεßστηκε ολüκληρο. Τα πιÜτα Üρχισαν να χορεýουν στα ντουλÜπια, Ýσπασαν. Ο πÞλινος καπναγωγüς κýλησε μÝσα απü την καμινÜδα του τζακιοý κι Ýγινε συντρßμμια στις στÜχτες της λιθüπλακας. Οι εραστÝς γνþριζαν τον θüρυβο που αντηχοýσε μÝσα στο ßδιο το κορμß τους, αυτÞ τη γÞινη βροντÞ. Ο Μικ πλησßασε τον Τζουντ και τον Ýπιασε απü τους þμους.
-"ΒλÝπεις", εßπε, με δüντια που φÜνταζαν γκριζογÜλανα μες στο σκοτεινü σπßτι. "ΒλÝπεις; ΒλÝπεις";
     ΥπÞρχε Ýνα εßδος υστερßας στη φωνÞ του. '¸τρεξε στην πüρτα, σκοντÜφτοντας σε μια καρÝκλα μÝσα στο σκοτÜδι. ΧτυπημÝνος και βρßζοντας, βγÞκε τρικλßζοντας Ýξω στη νýχτα...

                                                                  Μπουμ!

     Ο θüρυβος Þταν εκκωφαντικüς. ΑυτÞ τη φορÜ Ýσπασε üλα τα τζÜμια στο αγροτüσπιτο. Στην κρεβατοκÜμαρα μια τρÜβα της στÝγης ρÜγισε και μπÜζα γÝμισαν το πÜτωμα. Ο Τζουντ συνÜντησε τον εραστÞ του στο κατþφλι. Ο γÝροντας εßχε πÝσει με το πρüσωπο στη γη, με τα Üρρωστα, πρησμÝνα δÜχτυλÜ του κυρτÜ, τα ικετευτικÜ του χεßλη να πιÝζουν το υγρü Ýδαφος.
   Ο Μικ κοßταζε ψηλÜ τον ουρανü. Ο Τζουντ ακολοýθησε το βλÝμμα του.
     ΥπÞρχε Ýνας χþρος στον ουρανü χωρßς αστÝρια. Το σκοτÜδι εßχε πÜρει το σχÞμα ενüς ανθρþπου, ενüς τερÜστιου, σωματþδους ανθρþπινου σκελετοý, ενüς κολοσσοý που υψωνüταν μÝχρι τ' αστÝρια. Δεν Þταν ακριβþς τÝλειος ο γßγαντας. Το περßγραμμÜ του δεν Þταν καθαρü: αναδευüταν και μυρμÞγκιαζε.
     ¹ταν φαρδýτερος απü κÜθε ζωντανü Üνθρωπο. Οι γÜμπες του Þταν ασυνÞθιστα κοντüχοντρες, και τα μπρÜτσα του δεν Þταν μακριÜ. Τα χÝρια του, καθþς σφßγγονταν και ξεσφßγγονταν, εßχαν παρÜδοξες κλειδþσεις κι Þταν υπερβολικÜ λεπτÜ για τον κορμü του. ΣÞκωσε το Ýνα γιγÜντιο, επßπεδο πüδι του και το 'βαλε στη γη, κÜνοντας Ýνα ακüμη βÞμα προς το μÝρος τους.

                                    Μπουμ!

     Το βÞμα του προκÜλεσε την κατÜρρευση της στÝγης. '¼λα üσα τους εßχε πει ο κλÝφτης του αυτοκινÞτου Þταν αληθινÜ. Το Πüπολατς Þταν μια πüλη, και συγχρüνως Ýνας γßγαντας κι εßχε φýγει στους λüφους...
     Τα μÜτια τους εßχαν συνηθßσει πια το νυχτερινü φως. ΔιÝκριναν με κÜθε φρικτÞ λεπτομÝρεια τον τρüπο κατασκευÞς αυτοý του τÝρατος. '¹ταν Ýνα αριστοýργημα ανθρþπινης μηχανικÞς: Ýνας Üνθρωπος φτιαγμÝνος εξ ολοκλÞρου απü ανθρþπους. Ακüμη καλýτερα, Ýνας γßγαντας χωρßς φýλο, φτιαγμÝνος απü Üντρες, γυναßκες και παιδιÜ. ¼λοι οι πολßτες του Πüπολατς σφÜδαζαν και τανýζονταν στο σþμα αυτοý του πλεγμÝνου απü ανθρþπινη σÜρκα γßγαντα. Οι μýες τους Þταν τεντωμÝνοι σε οριακü σημεßο, τα κüκαλÜ τους Þταν Ýτοιμα να σπÜσουν. Εßδαν με ποιον τρüπο οι αρχιτÝκτονες του Πüπολατς εßχανε διαφοροποιÞσει ελαφρÜ τις αναλογßες του ανθρþπινου κορμιοý: εßχαν φτιÜξει το πλÜσμα κοντüχοντρο, για να χαμηλþσουν το κÝντρο βÜρους του τα πüδια του Þταν χοντρÜ σαν του ελÝφαντα, για ν’ αντÝχουν τον üγκο του κορμοý, το κεφÜλι Þταν χωμÝνο βαθιÜ μÝσα στους φαρδιοýς του þμους, Ýτσι þστε να ελαχιστοποιÞσουν τα προβλÞματα ενüς αδýναμου λαιμοý.
     ΠαρÜ τις üποιες παραμορφþσεις του, Ýμοιαζε τρομακτικÜ ζωντανü. Τα κορμιÜ που Þταν δεμÝνα μαζß για να φτιÜξουν το δÝρμα του Þταν γυμνÜ, δε φοροýσανε τßποτα εκτüς απü τα χαλινÜρια, μ' αποτÝλεσμα η επιφÜνειÜ του να λÜμπει στην αστροφεγγιÜ σαν Ýνας τερÜστιος ανθρþπινος κορμüς. Ακüμη κι οι μýες, αν κι απλοποιημÝνοι, Þτανε πολý καλÜ αντεγραμμÝνοι. ΔιÝκριναν τον τρüπο με τον οποßο τα δεμÝνα κορμιÜ Ýσπρωχναν και τραβοýσαν το Ýνα το Üλλο σε συμπαγεßς χορδÝς σÜρκας και οστþν. ΔιÝκριναν τους διαπλεκüμενους ανθρþπους που σχημÜτιζαν το κορμß: οι πλÜτες τους σαν πλÜτες χελþνας εßχαν στοιχηθεß για να σχηματßσουν την καμπýλη του θþρακα- οι δεμÝνοι και κομποδεμÝνοι ακροβÜτες στους συνδÝσμους των μπρÜτσων και των χεριþν κουλουριÜζονταν και ξετυλßγονταν εναλλακτικÜ για να κινοýν τις αρθρþσεις της πüλης.
     ¼μως, το εκπληκτικüτερο üλων Þταν το πρüσωπο. ΜÜγουλα απü ανθρþπινα κορμιÜ σπηλαιþδεις κüγχες ματιþν, ο κÜθε βολβüς φτιαγμÝνος απü πÝντε ανθρþπινα κεφÜλια μια φαρδιÜ κι επßπεδη μýτη Ýνα στüμα που ανοιγüκλεινε καθþς οι μýες του σαγονιοý μÜζευαν και Üπλωναν ρυθμικÜ. Κι απ' αυτü το στüμα, που για δüντια εßχε φαλακρÜ παιδικÜ κεφαλÜκια, Ýβγαινε η φωνÞ του γßγαντα, μια ασθενικÞ πλÝον απομßμηση της πρüτερης ÝντασÞς της, που επαναλÜμβανε την ßδια νüτα ενüς χαζοý σκοποý.
     Το Πüπολατς περπατοýσε και τραγουδοýσε.
     ΥπÞρξε ποτÝ, σ' üλη την Ευρþπη, θÝαμα αντßστοιχο μ' αυτü;
     Ο Μικ κι ο Τζουντ το παρακολουθοýσαν καθþς Ýκανε Üλλο Ýνα βÞμα προς το μÝρος τους.
     Ο γÝροντας εßχε κατουρηθεß πÜνω του. Κλαßγοντας κι εκλιπαρþντας, σýρθηκε με τα χÝρια στο χþμα, εγκαταλεßποντας το ερειπωμÝνο σπßτι του, προσπαθþντας να βρει καταφýγιο μÝσα στα δÝντρα.
     Οι ΕγγλÝζοι Ýμειναν ακßνητοι στη θÝση τους, παρακολουθþντας το θÝαμα καθþς πλησßαζε. Οýτε ο τρüμος οýτε η φρßκη μποροýσαν να τους επηρεÜσουν τþρα, μüνο το δÝος που τους κρατοýσε ριζωμÝνους στα πüδια τους. Γνþριζαν üτι αυτü Þταν κÜτι που δεν θ' αντßκριζαν ποτÝ ξανÜ' Þταν ο Κολοφþνας -μετÜ απ' αυτü, üλα θα Þταν κοινüτοπες εμπειρßες. Καλýτερα να μεßνουν, λοιπüν, παρ' üλο που με το κÜθε βÞμα πλησßαζε κι ο θÜνατος. Καλýτερα να μεßνουν και να το κοιτÜζουν üσο Þταν ακüμη ορατü. Κι αν τους σκüτωνε, αυτü το τÝρας, τουλÜχιστον θα εßχαν δει Ýνα θαýμα, θα εßχαν γνωρßσει το φρικτü μεγαλεßο τον για μια μοναδικÞ στιγμÞ.
     ¹ταν δßκαιη συναλλαγÞ.
     Το Πüπολατς απεßχε δýο βÞματα απü το αγροτüσπιτο. ΒλÝπανε τη πολυπλοκüτητα της δομÞς του πεντακÜθαρα. ΔιÝκριναν τις λεπτομÝρειες στα πρüσωπα των πολιτþν κÜτωχρα, μοýσκεμα στον ιδρþτα, αλλÜ ικανοποιημÝνα μÝσα στην κüπωσÞ τους. Μερικοß κρÝμονταν νεκροß απü τα χαλινÜρια τους, με τα πüδια τους να αιωροýνται μπρος πßσω σαν απαγχονισμÝνοι. ¢λλοι, ιδιαßτερα τα παιδιÜ, εßχαν σταματÞσει να υπακοýουν στις οδηγßες κι εßχαν χαλαρþσει, με αποτÝλεσμα το σχÞμα του κορμιοý να εκφυλßζεται, να αναδεýεται μαζß με τα επαναστατημÝνα κýτταρα. Κι üμως περπατοýσε ακüμη το κÜθε του βÞμα, μια ανυπολüγιστη προσπÜθεια συγχρονισμοý και κßνησης.

                                                                    Μπουμ!

     Το βÞμα που ισοπÝδωσε το αγροτüσπιτο Þρθε πιο γρÞγορα απ' ü,τι περßμεναν.
     Ο Μικ εßδε τη γÜμπα να σηκþνεται, εßδε τα ανθρþπινα πρüσωπα στο καλÜμι, στον αστρÜγαλο, στο πÝλμα -Þταν στο μÝγεθüς του τþρα- üλοι μεγαλüσωμοι Üντρες που 'χαν επιλÝξει να σηκþσουν το βÜρος της γιγÜντιας κατασκευÞς. Πολλοß Þταν νεκροß. Στη πατοýσα εßδε Ýνα συνονθýλευμα λιωμÝνων και ματωμÝνων κορμιþν, πιεσμÝνων μÝχρι θανÜτου απü το βÜρος των συμπολιτþν τους.
     Το πüδι κατÝβηκε με βουητü.
     ΜÝσα σε λßγα δευτερüλεπτα, το αγροτüσπιτο εßχε γßνει συντρßμμια και σκüνη.
     Το Πüπολατς Ýκρυβε ολοκληρωτικÜ τον ουρανü. Για μια στιγμÞ Ýγινε ολüκληρος ο κüσμος, γη και ουρανüς. Η παρουσßα του πλημμýριζε τις αισθÞσεις σε εκρηκτικü βαθμü. Απü τüσο κοντÜ, μια ματιÜ δεν μποροýσε να το αγκαλιÜσει ολüκληρο' το μÜτι Ýπρεπε να περιφÝρεται πÜνω, κÜτω, δεξιÜ, αριστερÜ για να το συλλÜβει σ' üλο του το μÝγεθος, και πÜλι το μυαλü αδυνατοýσε να αποδεχθεß την αλÞθεια.
     ¸να στροβιλιζüμενο αγκωνÜρι εκτοξεýτηκε απü το σπßτι üταν κατÝρρευσε και χτýπησε τον Τζουντ καταπρüσωπο. Με το μυαλü του Üκουσε το θανατηφüρο χτýπημα σαν μπÜλα που χτυποýσε σε τοßχο Ýνα δυστýχημα σε þρα παιχνιδιοý. ΚανÝνας πüνος -καμßα μεταμÝλεια. '¸σβησε σα το φως, -μικρü, ασÞμαντο φως- η επιθανÜτια κραυγÞ του χÜθηκε μÝσα στο πανδαιμüνιο, το κορμß του κρýφτηκε μÝσα στη σκüνη και το σκοτÜδι. Ο Μικ δεν εßδε οýτε Üκουσε τον Τζουντ να πεθαßνει.
     ¹ταν πολý απασχολημÝνος με το να παρακολουθεß το πüδι, που Ýκατσε για μια στιγμÞ στα ερεßπια, ενþ το Üλλο επιστρÜτευε üλη τη θÝληση και τη δýναμÞ του για να σηκωθεß. Ο Μικ Üρπαξε την ευκαιρßα. ΟυρλιÜζοντας σα δαßμονας, Ýτρεξε προς το μÝρος του ποδιοý, ποθþντας ν' αγκαλιÜσει το τÝρας. Σκüνταψε μÝσα στα συντρßμμια, σηκþθηκε πÜλι, ματωμÝνος, για να προλÜβει ν' αρπÜξει το πüδι πριν σηκωθεß και μεßνει πßσω. Ακοýστηκε μια οχλοβοÞ αγωνßας üταν Ýφτασε στο πüδι η εντολÞ üτι Ýπρεπε να σηκωθεß ξανÜ, ο Μικ εßδε τους μυς της κνÞμης να μαζεýονται και ν' αγκαλιÜζονται üταν το πüδι Üρχισε να υψþνεται. ΠÞδησε προς το μÝλος τη στιγμÞ που Üρχισε να εγκαταλεßπει το Ýδαφος, προσπαθþντας ν' αδρÜξει Ýνα χαλινÜρι, Ýνα σκοινß, ανθρþπινα μαλλιÜ Þ Ýστω ανθρþπινη σÜρκα -οτιδÞποτε για να πιÜσει αυτü το διερχüμενο θαýμα και ν' αποτελÝσει τμÞμα του. Καλýτερα να πÞγαινε μαζß του, üπου κι αν πÞγαινε, να υπηρετÞσει τους στüχους του üποιοι κι αν Þταν, καλýτερα να πεθÜνει μαζß του, απü το να ζÞσει χωρßς αυτü.
     ¸πιασε το πüδι και βρÞκε Ýνα ασφαλÝς στÞριγμα στον αστρÜγαλü του. Τη στιγμÞ που οýρλιαξε εκστασιασμÝνος απü την επιτυχßα του, Ýνιωσε το πüδι να σηκþνεται, και κοßταξε μÝσα απü το στρüβιλο της σκüνης το σημεßο üπου στεκüταν προηγουμÝνως να υποχωρεß μαζß με τη γη.
     Το Ýδαφος εßχε απομακρυνθεß κÜτω απü τα πüδια του. Εßχε κÜνει ωτοστüπ σ' Ýνα Θεü- η ζωÞ που 'χεν εγκαταλεßψει δε σÞμαινε τßποτε γι' αυτüν τþρα και για πÜντα πια. Θα ζοýσε μ' αυτü το πλÜσμα, ναι, θα ζοýσε μαζß του και θα το 'βλεπε συνÝχεια, θα το 'τρωγε με τα μÜτια, μÝχρι να πεθÜνει απü καθαρÞ αδηφαγßα.
     Φþναζε, οýρλιαζε κι Ýκανε κοýνια πÜνω στα σκοινιÜ, μεθþντας απü τον θρßαμβü του. ΚÜτω, πολý μακριÜ, εßδε το κορμß του Τζουντ, κουλουριασμÝνο, χλωμü πÜνω στο σκοτεινü χþμα, ανεπανüρθωτα χαμÝνο. Ο Ýρωτας, η ζωÞ κι η λογικÞ εßχανε χαθεß μαζß με τη θýμηση του ονüματüς, του φýλου και των φιλοδοξιþν του.
     ¼λα Þταν ασÞμαντα. Τελεßως ασÞμαντα.

                Μπουμ!
                                                            Μπουμ!

     Το Πüπολατς περπατοýσε. Τα βÞματÜ του σβÞνανε στην ανατολÞ. Το Πüπολατς περπατοýσε. Η φωνÞ του χανüταν στη νýχτα.
     Μια μÝρα πÝρασε κι Þρθαν τα πουλιÜ, οι αλεποýδες, οι μýγες, οι πεταλοýδες, οι σφÞκες. Ο Τζουντ μετακινÞθηκε, ο Τζουντ μεταμορφþθηκε, ο Τζουντ γÝννησε. Προνýμφες αναπτýχθηκαν μÝσα στη κοιλιÜ του, το θρεπτικü κρÝας του μηροý του φαγþθηκε στη φωλιÜ μιας αλεποýς. ΜετÜ απ' αυτü, üλα εξελßχθηκαν γρÞγορα. Τα κüκαλÜ του κιτρßνισαν, τα κüκαλÜ του θρυμματßστηκαν: στη θÝση που κÜποτε εßχε γεμßσει με απüψεις κι ιδÝες, σýντομα απÝμεινε Ýνα κενü.
     ΣκοτÜδι, φως, σκοτÜδι, φως...
     Τ' üνομÜ του δε διÝκοψε τßποτα απü τα δυο...

"In Τhe Hills, Τhe Cities..." (1986)
Το διÞγημα περιλαμβÜνεται στην 6τομη συλλογÞ διηγημÜτων του: "Τα Βιβλßα Του Αßματος" Εκδüσεις ΤΡΙΤΩΝ

ΜετÜφραση: Ροζßνα ΜπÝργκνερ

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers