Ανάσταση
Φως γλυκό, ακίνητο, απαλό, άτρεμο. Με τη μικρή του ανταύγεια, τρυπά το πηχτό, αδιαφανές σκοτάδι. Ζεσταίνει, σηματοδοτεί και σιγοφέγγει ακούραστα, ζωντανεύοντας κάτω από άλλες οπτικές, την ύπαρξη των πραγμάτων, ολόγυρα. Κατανυκτικό, υποβλητικό, φωτίζει μα και σκιάζει, παραλλάσσοντας τα πάντα. Μιά μικρή γιορτή. Μιά μικρή πηγή. Ανάμμα ψυχής...
Σε κοιτάζω κι είσαι διαφορετική. Έχεις χαμηλώσει το κεφάλι, κοιτώντας το πάτωμα ή -τάχα- τις μύτες των παπουτσιών σου. Δε ξέρεις πως σε κοιτάζω...
Κοιτάζοντας το γλυκό φως για πολλή ώρα, νομίζεις πως κινείται. Έπειτα, το βλέμμα μαγνητισμένο, αρχίζει να πείθεται πως αυτό είναι όλο κι όλο, το φως του κόσμου. Αν πάρεις το βλέμμα σου, για κάμποσο μετά, δε μπορείς να δεις τίποτε άλλο...
Για μένα, είσαι μονάχη. Μόνο 'συ και κανένας άλλος! Ας είμαστε σε μεγάλο πλήθος. Σε κοιτάζω και παγιδεύομαι στη θωριά σου. Είσαι ακίνητη, μα νιώθω να πάλλεις. Προσπαθώ να τραβήξω το βλέμμα και πονάνε τα μάτια μου. Δε μπορούν, δε θέλουν να δουν τίποτ' άλλο. Θέλουν να επιστρέψουν και ν' αγκαλιάσουν το αγαπημένο φως: Τη πρωταρχική πηγή! Γύρω είναι σκοτεινιά...
Είμαστε ξαπλωμένοι και κοιτάζουμε τον απέναντι τοίχο. Δε μιλά κανείς. Γλείφω τα δευτερόλεπτα της ακινησίας. Δε θέλω να σπάσω τη σιγή, δε θέλω να κινηθώ ακόμα. Σιωπηλός, ακίνητος, αεικίνητος, πολυτραγουδισμένος χρόνος. Δε θέλω να τον επιταχύνω. Δε ξέρω τι σκέφτεσαι. Δε σε κοιτάζω.
Δε σ' άφησα να γδυθείς. Θέλω να το κάνω εγώ. Μια ατέλειωτη δύναμη με σπρώχνει να σε κοιτάξω. Γυρίζω το πρόσωπο από την άλλη, ξεχνώντας το καθρέφτη. Σε βλέπω από 'κει να κοιτάς μπροστά, χαμογελαστή και τα δάχτυλά σου να παίζουν με την αριστερή τιράντα του φορέματός σου. Βλέπω και το πρόσωπό μου ν' αλλάζει όψη. Νιώθω μιαν ατέλειωτη κι αξεδίψαστη λαχτάρα, να σ' αγγίξω. Δε μπορώ πια να την αντιμετωπίσω κι ο χρόνος ξαναρχίζει να τρέχει, με όλους τους ήχους του...
Μιά μικρή φλογίτσα πυροδοτεί ένα βεγγαλικό, απ' αυτά που φεγγοβολάνε. Η νύχτα γίνεται ξαφνικά, μέρα...
Το πρόσωπό σου, λουσμένο στο νέο φως! Χαμογελαστό, ευτυχισμένο, συγκινημένο. Είσαι "λερωμένη" -ερωμένη- ολάκερη από το παράξενο φως. Το πρόσωπο σου μου αναμεταδίδει, μύριες άλλες ζωοδότρες λάμψεις....
Νιώθω μέσα μου να φουσκώνω. Έχω γεμίσει μικρές-μικρές φωτιές. Αδυνατώ πια να τις κρατήσω. Ανοίγω το στόμα να σου μιλήσω και πετάγονται ολούθε. Σε κοιτάζω κι από τα μάτια μου ξεχύνονται φωτόνια, σα σμάρι πυγολαμπίδες. Απλώνω τα χέρια να σ' αγγίξω και τα δάχτυλά μου είναι γεμάτα αστράκια. Όλα τούτα, βγαίνοντας από μέσα μου, έρχονται να πέσουν πάνω σου μ' ορμή. Θέλουν να ξαναβρούν τη πηγή τους...
Πόσο γρήγορα κύλησε ο χρόνος! Έτρεξε και τώρα σιγά-σιγά, λαχανιασμένος θαρρείς, σταματά. Όλο τούτο το διάστημα, ήμουν αλλού. Κοιτάζω τα μάτια σου. Βυθίζω τα μάτια μου στα δικά σου. Σε κρατώ σφιχτά παγιδευμένη, στα χέρια μου. Είσαι γεμάτη φωτάκια. Είσαι η μητέρα τους...
Δεύτε λάβετε φως...
Τα βεγγαλικά σταμάτησαν να φωτίζουν τη νύχτα σε μια κόκκινη μέρα. Σιγά-σιγά, το πλήθος αραιώνει...
Εξαγνισμένοι, εκτονωμένοι και χαρούμενοι, οι παλμοί επιστρέφουν... Επιβίβαση... Επιστροφή... Η νύχτα ξανάγινε νύχτα. Μιά νύχτα συνηθισμένη. Θόρυβος... Ροή... Κύληση...
Κλείνεις τη πόρτα του αυτοκινήτου. Δε ξεκινώ ακόμα. Γυρίζεις και με κοιτάς ερωτηματικά. Βυθίζω το βλέμμα μου στα μάτια σου. Αυτό ήθελα. Με το δεξί μου χέρι, αγγίζω το γυμνό σου μπράτσο. Έπειτα, με το ίδιο ακριβώς χέρι, γυρίζω το κλειδί στη μίζα...
Επιστρέφουμε...
------------------------------------------------------------------------------------------
*Τις φωτογραφίες αυτές τις τράβηξα κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες και μερικές με πολύ ...διαφορετικό τρόπο, από τους συνήθεις... Πάτροκλος.