Υπήρξαν κατά καιρούς, άνθρωποι, απ' αυτούς που θα χαρακτηρίζαμε ως γραφικούς, στη μικρή μας πόλη κι ευτυχώς όχι ταυτόχρονα. Απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πρώτα ήταν κάποιος ξεπεσμένος οικογενειάρχης, που τον είχε πάρει από κάτω το πιοτό κι έβγαινε από το σπίτι του μόνο και μόνο να πιει. Γινόταν θέαμα με το ζαβό, κωμικό του μεθυσμένο βάδισμα και τις παροιμιώδεις τούμπες. Η δόλια η κυρά ή κάποιο από τα μεγάλα παιδιά του, έβγαιναν να τον περιμαζέψουν σαν αργούσε και πότε τον ξεκολλούσαν από κανά συρματόπλεγμα, πότε τον ανακάλυπταν πεσμένο στο μικρό χαντάκι του δρόμου προς το σπίτι ή πότε τον εύρισκαν να ροχαλίζει του καλού καιρού, στους αγρούς, όπου είχε πλαγιάσει νυσταγμένος, πιστεύοντας μεσ' το μεθύσι του, πως είχε φτάσει σπίτι! Μέχρι που πέθανε, κάποιο βράδυ στον ύπνο του κι όλοι ανακουφίστηκαν που ο Κωτσαμπρής ξεκουράστηκε και ...ξεκούρασε, που γλύτωσε το χωριό κι η ίδια του η οικογένεια τη ..."ντροπή", ειδικά για τη χήρα του (που ουσιαστικά, τι είχε-τι έχασε) και λυπήθηκαν παράλληλα, γιατί χάθηκε το σχεδόν καθημερινό, αστείο θέαμα.
Έπειτ' από λίγο καιρό, σ' ένα χωριό που τους κρύους χειμώνες σπάνια συνέβαινε κάτι που να σπάσει τη μονοτονία, επανεμφανίστηκε, ένας αποτυχημένος μετανάστης από την Αμέρικα. Δεν είχε αποκομίσει -πέραν της γλώσσας κι ενός όψιμου ταλέντου στο να διηγιέται αστείες ιστορίες- τίποτε άλλο κι επέστρεψε στα ίδια που 'χε, πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση να ξεριζωθεί, ίσως και χειρότερα μάλιστα. Το ταλέντο του ήταν εκείνο που τον έσωσε -όσο τον έσωσε δηλαδή- κι ήταν στο μοναδικά αστείο τρόπο, που μπορούσε να διηγηθεί, κυρίως μικρές κι ανούσιες ιστοριούλες.
Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έγινε θρύλος. Απ' όπου κι αν περνούσε, του φώναζαν να κάτσει και να τους διηγηθεί κι αυτοί στο μεταξύ κερνούσαν τις μπύρες και τα σουβλάκια. Στην αρχή, με τη φρεσκάδα του νιόφερτου, το μεράκι που εκείνος έντυνε τα λόγια του και το γνήσιο ταλέντο του, σ' έκανε αληθινά να σπαρταράς στα γέλια.
Προσπάθησε να ξαναριζώσει στη πατρίδα του, δε μπορεί να πει κανείς. Μα του κάκου. Έτσι σκέφτηκε προφανώς, να κερδίζει τον επιούσιο, περιθωριακά κι ασκώντας αυτό που μπορούσε να κάνει τόσο καλά. Ιστορίες και τράκα. Τους χειμώνες λοιπόν περνούσε σχετικά καλά. Τα καλοκαίρια όμως, που ο κόσμος στρεφόταν στις αχτίδες του ήλιου, στα κύματα της θάλασσας και στα γλεντάκια, στα μπαράκια, ο Γιώργης ο "Φάκας" υπέφερε.
Έπειτα, όταν στράφηκε σ' αυτό, έχασε τη φρεσκάδα και το μεράκι μιας και πλέον το 'καμε ..."επάγγελμα". Κάπως παραγνωρίστηκε κιόλας κι επειδή δεν ήταν καλλιεργημένος, ώστε να παράγει νέες ιστορίες, άρχισε να ζορίζεται άσχημα. Ρόλο σε τούτο ήρθε να παίξει κι η αύξηση των εμφανίσεων του. Στην αρχή σπάνια τον πετύχαινε κανείς, γιατί έψαχνε για δουλειά ή δούλευε κι όταν εμφανιζόταν, ήταν σα μικρή γιορτή. Αυτό άλλαξε με την απόφασή του να στραφεί στις ιστορίες, γιατί ήθελε να τρώει να πίνει και να καπνίζει καθημερινά κι έτσι εφθάρη γοργά. Ξεθώριασε...
Ευτυχώς όμως γι' αυτόν, η μικρή μας πόλη... η μικρή μας πόλη με το "ζεστό" της κόσμο, δε τον άφησε να χαθεί. Ο "Φάκας" είχε πέραση, ακόμα και ξεθωριασμένος και μπορεί να μη τον έκανε πλούσιο και πανευτυχή, μα τον τάϊσε και τον βόλεψε όσο του 'χε μείνει να ζήσει! Πρέπει επίσης να προσθέσω, πως ο "Φάκας" άφησε πίσω του φάσεις και φράσεις που μείνανε κλισσέ για χρόνια. Αρκούσε μια μικρή υπόνοια αναφοράς σε κάποια εξ αυτών, για να ξεσπάσουμε σε χάχανα. "Σπάσανε τα κόκκαλά μου", "Να χαρώ το χαρακτήρα σου γλυκειά μου Ευανθία", "Ρε Γιώργη! Εσύ είσαι ρε"; και ξέρω πως δε σας λένε τίποτε μα αν τον βλέπατε να τις λέει, αν βλέπατε τις γκριμάτσες του, όταν μιλούσε, είμαι βέβαιος και πιστέψτε με, δε θα μπορούσατε να κρατηθείτε αδιάφοροι! Είμαι επίσης βέβαιος, πως οι ιστορίες του, έχουνε μείνει ακόμα στις σκέψεις των παλιών κι αν κάποιος τους τις θυμήσει, το λιγώτερο θα χασκογελάσουν.
Ήρθεν ο καιρός και πέθανε ο Γιώργης κι έμεινε ξανά το χωριό χωρίς τον ..."άνθρωπό" του, μα όχι για πολύ. Κάποιο φθινοπώρι, εμφανίστηκε ένας τρισάθλιος, γραφικότατος, ρακένδυτος, ζητιάνος και ρακοσυλλέκτης. Έτσι ξαφνικά...
Κοντός, στρογγυλοπρόσωπος, με παχιά μουστάκα, κιτρινισμένη, από το τσιγάρο, όπως και τα δάχτυλά του, πρέπει να 'τανε κοντά στα εξήντα. Ακόμα και τώρα που 'χουνε περάσει πάνω από εικοσιπέντε χρόνια που πέθανε, δε νομίζω πως θα 'μαθε κανείς το πραγματικό του όνομα. Στην αρχή, περιέφερε το κουφάρι του δώθε-κείθαι, ήσυχα, μαζεύοντας από τα σκουπίδια, ζητιανεύοντας διακριτικά κι απάγκιαζε όπου εύρισκε, τις νυχτιές. Λέω διακριτικά, γιατί δε ζητούσε άμεσα κι ευθέως, αλλά σου 'δινε να καταλάβεις πως θα 'ταν ευπρόσδεκτη από μέρους του, οιαδήποτε βοήθεια θα μπορούσες να του προσφέρεις!
Η μικρή μας πόλη ήταν συμπονετική. Δε τον άφησε να πεθάνει από τη πείνα, αλλά πάλι μη φανταστείτε πως του 'δωσε σπίτι και δουλειά. Όχι! Αλλά τον ανέχτηκε πετώντας του τα ψιχουλάκια της κι επέτρεψε να χρησιμοποιήσει το παλιό οχυρό -απομεινάρι αχρησιμοποίητο, από την εποχή του Μεταξά- σα σπίτι του! Έτσι αντί να ξεπαγώνει έξω, βρήκε ένα γιατάκι κι επιτέλους το παλιό οχυρό, ένα σοβαρό λόγο ύπαρξης. Δε το 'χα επισκεφτεί πριν, δε το επισκέφτηκα τότε και δε το 'κανα μήτ' έπειτα κι έτσι δε ξέρω να σας περιγράψω τις όποιες αλλαγές επέφερε η κάθε φάση ξεχωριστά. Ξέρω μόνο πως πριν τον "Βάρδα" ήταν σχεδόν άφαντο, από τα χορτάρια και τα σύθαμνα. Όταν εγκαταστάθηκε εκεί αυτός, όλα καθαρίστηκαν κι από κάπου θα βρήκε τον ασβέστη κι άσπρισε το εξωτερικό του και τις νύχτες πια, οι δυό του μπούκες, που εκτελούσαν πλέον χρέη παραθυριών κι έβλεπαν στην είσοδο του μικρού μας κολπίσκου, έφεγγαν, από κάποια παραπεταμένη λάμπα ή κάποιο κερί.
Η πόλη μας -Θε μου! πόσο τελικά μου λείπει- υπήρξε πονετική και σ' ένα άλλο ζήτημα. Τα παιδάκια της, τα μικρά της παιδάκια κείνα που περιτριγύριζαν τον μεθύστακα Κωτσαμπρή, για να γελάσουν με τα μεθυσμένα του καμώματα, κείνα που 'τρεχαν ολόγυρα και χαρωπά, στο Γιώργο τον "Φάκα" να τους πετάξει καμμιάν αστεία ατάκα και που προσέγγιζαν και τον νέο "χωριανό" μας τον "Βάρδα", δεν ήταν από κείνα τα παιδάκια που κάνουν χοντρές φάρσες ή που πετάνε πέτρες σ' αυτούς τους δυστυχείς, ελεύθερους-πολιορκημένους, περιθωριακούς τύπους. Τον τελευταίο μάλιστα τον φοβόντουσαν κάπως.
Ήταν όλως διόλου ξένος βλέπετε, δεν έκανε αστεία, δεν τον είδαμε ποτέ να γελά και παρέμενε ιστάμενος και ζων, έτσι ακριβώς όπως ζητιάνευε: Ήσυχα και διακριτικά. Σηματοδοτούσε και προσωποποιούσε μιαν απευκταία, περιφερόμενη δυστυχία -Ευτυχώς Θε μου που δεν είμαστε 'μεις στη θέση του. Ώστε λοιπόν υπάρχουν και τέτοια!- κι όλοι μας στηρίζωντάς τον έστω υποτυπώδικα, ουσιαστικά τη ξορκίζαμε, κρατώντας την απεγνωσμένα μακριά! Δε λέω πως ήταν πλούσια πόλη μα δεν ήταν και φτωχιά. Γι' αυτό και κάθε τύπος που κατά καιρούς έκανε την εμφάνισή του στα μέρη μας, σαν ένα ερείπιο της ζωής, εκτός που γινόταν αμέσως αντιληπτός, εύρισκε κι ένα απάγκιο λιμάνι.
Ο "Βάρδας" λοιπόν -τούτο το παρατσούκλι τ' απέκτησε πολύ αργότερα, από 'κει που τώρα βρίσκεται η διήγηση και θα ξηγήσω στην ώρα του πως, μα θα τον αποκαλώ έτσι από τώρα, για χάρη της-, άργησε να μπει στο "βηματισμό" της μικρής μας κοινωνίας. Ουσιαστικά δε μπήκε και ποτέ δηλαδή, μα ήθελα να πω, πως άργησε να γίνει ένα με το ...τοπίο! Τα πρωινά όταν ξυπνούσε, περιφερόταν στα σκουπίδια. Τα μεσημέρια, αν είχε τύχη, τσιμπούσε κάτι, πίνοντας ρετσίνα μεσογειώτικη, από ένα μικρό μπουκάλι. Τα απογεύματα, διάλεγε να καθήσει στη πλατεία, σε απάγκιο, ευήλιο και ζεστό μέρος, ζητιανεύοντας. Τα βράδια τσιμπούσε πάλι αποτελειώνοντας το μεσημεριανό φαγί και μπουκάλι κι έπαιρνε σιγά-σιγά το δρόμο για το παλιό οχυρό, το σπίτι του. Φορούσε χοντρά και ξεφτισμένα ρούχα, είχε μια πατατούκα ριγμένη στους ώμους κι αν φορούσε παπούτσια, ήταν κάτι παλιά μισοσκισμένα στρατιωτικά άρβυλα, που μάλλον διάλεγε να τα φορέσει τις πιο κρύες μέρες, γιατί κυρίως περπατούσε ξυπόλητος.
Πρώτα έγινε μέρος του τοπίου και μετά, όπως ήταν φυσικό, προσεγγίστηκε ή προσέγγισε, άγνωστο τι έγινε πραγματικά, κανείς πια δε θα θυμάται να πει με βεβαιότητα. 'Αρχισαν να τον χαιρετούν και ν' αντιχαιρετά κι αυτός. Από καθαρά προσωπική μου εικασία και μόνο, χωρίς να γνωρίζω στα σίγουρα, υποθέτω πως θα τον βοηθούσε και το φιλόπτωχο της εκκλησίας μας. Είχαμε τότε έναν εξαίρετο Πατέρα, Ποιμνιάρχη, καλόν οικογενειάρχη και καλό δουλευτή -τον έβλεπα με τα μάτια μου- της γης. Θεός σχωρέστον, σκοτώθηκε σ' ένα τροχαίο, μακρύτερα από το τόπο μας, όταν ένα αυτοκίνητο με πέντε μεθυσμένους Ιταλούς τουρίστες, έπεσε πάνω στο δικό του και μείνανε κυριολεκτικά όλοι στο τόπο. Έφυγε νιός, αφήνοντας την επίσης νιά πρεσβυτέρα, ν' αναστήσει τα δυό τους παιδιά κι εκείνη τα κατάφερε μιά χαρά!
Σιγά-σιγά, ο "Βάρδας" έπιανε κάποια απόμακρη θέση΄στα μικρομάγαζα της πόλης μας και κανείς δε τον έδιωχνε. 'Αρχισαν να ανταλλάσσουν και μερικές κουβέντες Η παρέα μας παίζοντας μπάλα στη πλατεία, συχνά τον ενοχλούσε μα 'κείνος δεν έδινε σημασία. Όταν όμως έπεσε η μπάλα κοντά στο κασελάκι του, κανείς μας δε τόλμησε να πάει. Φώναξα τότε ένα φιλαράκι, μεγαλύτερος από μένα και ...τσαμπουκάς και καλά και του 'πα να μας τη φέρει. Εγώ τότε πρέπει να 'μουν δεκαπέντε με δεκάξη ετών κι εκείνος πάνω από δεκαοχτώ. Δέχτηκε αμέσως και πλησίασε διστακτικά, παρ' όλη τη γυμνασμένη κορμάρα του. Βλέπετε ο φόβος είναι ανάλογος, όχι μόνο της σωματικής ρώμης κι ευρωστίας μα κι ανάλογος με το τι έχει να χάσει κανείς σε μια πιθανή αναμέτρηση. Επίσης μας τρομάζει το διαφορετικό κι άγνωστο!
Αντάλλαξαν λίγες κουβέντες, είδαμε τον "Βάρδα" να χειρονομεί αδιάφορα κι η μπάλα σε λίγο ήταν πάλι δικιά μας, μα δε συνεχίσαμε το παιχνίδι. Από 'δω κι έπειτα ο φιλαράκος μου, έκανε συχνές κουβέντες μαζί του. Έτσι ότι έμαθα για κείνον, το χρωστάω στο φίλο κυρίως μα και σε διηγήσεις άλλων. Όσα κατάφερα να μάθω δηλαδή κι όσα συγκράτησε η μνήμη μου. Πρώτα-πρώτα, εκείνη τη μέρα, μου είπε πως βρωμούσε πολύ κι ότι δεν έδειξε να ενοχλήθηκε από τίποτε! Εγώ μέσα μου τον φοβόμουν παρόλο που ποτέ δεν έδειξε επιθετικές τάσεις κι έτσι δε του μίλησα ποτέ. Ο φίλος μου άλλο που δεν ήθελε. Γινόταν το επίκεντρο, όταν ερχόταν να μας πει κομμάτια από τις κουβέντες τους. Δε ξέρω πως του τράβηξε τη προσοχή, αλλά έδειχνε μαγεμένος κάθε φορά που τα 'χανε πει!
Μια μέρα, μου 'κανε μιαν απρόσμενη ερώτηση:
-"Είσαι ευχαριστημένος από τη ζωή σου"; Εγώ τα 'χασα γιατί δε περίμενα να με ρωτήσει κάτι τέτοιο. Έμεινα σκεφτικός λοιπόν κι έκπληκτος. Εκείνος χαμογέλασε ειρωνικά. Τελικά, σκεφτόμενος μόνο τις κακές στιγμές της δικής μου ζωής του απάντησα πως "Όχι, θα μπορούσε να 'ναι και καλύτερη" και τον κοίταξα παραξενεμένος!
-"Το ίδιο απάντησα κι εγώ", μου 'πε ο φιλαράκος κουνώντας το κεφάλι κι ύστερα, αλλάζωντας τόνο: "Και μόνο που γεννήθηκες, που αναπνέεις κάθε μέρα, που βλέπεις ανατολές και δύσεις του ήλιου, τα βουνά, τη θάλασσα, τους κάμπους και τον ουρανό με τ' άστρα, θα 'πρεπε να 'σουν ευγνώμων στο Θεό και στους γονείς σου, που σ' έφεραν στο κόσμο"!
-"Ποιός το λέει αυτό"; Ρώτησα, πνεύμα αντιλογίας, ανέκαθεν.
-"Ο ...Βάρδας" μου αντιγύρισε κοφτά, "γι' αυτό, βάρδα από τέτοιες κακές σκέψεις". Μείναμε σιωπηλοί. Πρέπει να πω πως τότε, αλλά και μέχρι πολύ αργότερα, δεν είχα και σε πολλή υπόληψη αυτή τη ρήση. Τη θεωρούσα αστήρικτη αμπελοφιλοσοφία, σαν όλα τα συνήθη κλισσέ.
Ο φίλος είχε κι άλλα να πει. Ο "Βάρδας" μας ερχόταν από τα βόρεια, πιθανώς Θεσσαλονίκη, είχε κάποτε γυναίκα όμορφη κι αγαπημένη -έλεγε, μα ας μη τα παραλέμε- που κι εκείνη τον υπεραγαπούσε -έλεγε-, ένα πολύ καλό φιλαράκι από χρόνια, που 'χανε τακιμιάσει και κάνανε κολλεγιά σε μιά αρκετά καλή εταιρεία. Συνεταιράκια κι η επιχείρηση άνθιζε, χωρίς να τους τρέχουνε τα λεφτά από τα μπατζάκια, μα τα βολεύανε αρκετά καλά. Ευτυχία! Τώρα μαγαζί, κατάστημα, εταιρεία; Θα σας γελάσω. Μήτε και μάθαμε ποτέ το αντικείμενο της δουλειάς του. Μήτε κι έχει σημασία! Σημασία έχει, πως κάποια μέρα διαπίστωσε με τα ίδια του τα μάτια, πως η γυναίκα του και το φιλαράκι ... και σα να μην έφτανε τούτο, ψυλλιασμένος το 'ψαξε πιο πέρα και βρήκε πως το ...φιλαράκι του, είχε το χέρι κάπως ...μακρύτερο από το πρεπό, στο κοινό μπεζαχτά τους. Ε! Αυτό ήτανε!
Θα μου πείτε -κι εύλογα- "σιγά το πράμα. Τέτοιες ιστορίες, τρεις στο χιλιάρικο"! Ίσως μάλιστα μερικοί προσθέσουν καμαρωτά: "Αμέσως μόλις είπες φίλος και γυναίκα με συνεταιριλίκι, μαντέψαμε τη κατάληξη"! Ε λοιπόν ...συμφωνώ κι επαυξάνω! Τέτοιες ιστορίες ένα σωρό. Ίσως μάλιστα να 'λεγε και ψέμματα ο Βάρδας κι η πραγματικότητα να 'ταν αλλιώς. Ύστερα να την επινόησε για να καλύψει πιθανές προσωπικές αποτυχίες ή λανθασμένες επιλογές, για να μπορεί να περνά τον οίκτο και να ζητιανεύει επικερδώς. Όπως προείπα, δε του μίλησα ποτέ, μα δεν έμοιαζε άνθρωπος που θα μπορούσε να πει τέτοιο ψέμμα. Δε προσπάθησε καν να πιάσει κουβέντες και παρτίδες, πόσο μάλλον να 'χτιζε ...ίματζ. Εδώ δε ζητούσε καλά-καλά και καθόταν απλά έτσι ήσυχα όπου λάχαινε. Συνήθως οι "κραβαρίτες" αραδιάζουν ένα σωρό, με το χέρι απλωμένο, για να σου πάρουν τη πεντάρα. Τέλος πάντων, δε πιστεύω πως έφτιαξε τέτοια ιστορία, μα δε θα εμπόδιζα το νου μου να ταξιδέψει και προς αυτή τη κατεύθυνση. Έπειτα, εγώ ξέρω παρακάτω και μιλώ...
Ναι λοιπόν, χιλιάδες τέτοια μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων και σχέσεων ζωής. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε όλοι μας, πως δεν αντιδρούν, μήτε κι επεξεργάζονται με ίδιο τρόπο, οι άνθρωποι, τα κατά καιρούς ερεθίσματα. Ότι γι' άλλους είναι απλά χάδι, γι' άλλους είναι χαριστική βολή. Εξαρτάται φυσικά και τη φάση που θα τους βρει το χτύπημα, την ιδιοσυγκρασία του καθένα κι ένα σωρό άλλα που δεν είναι του παρόντος.
Για τον "Βάρδα" συγκεκριμένα, προφανώς επρόκειτο για πολύ καίριο χτύπημα! Σιχάθηκε τα πάντα και τους πάντες! "Βάρδα από κακό κι από άδικο", "βάρδα από γυναίκα σκάρτη", "βάρδα από φίλο πούστη", ήταν μερικοί από τους αφορισμούς που του χάρισαν το παρατσούκλι. 'Αφησε ότι είχε και δεν είχε και πήρε τους δρόμους. Δε μας είπε αν έδειρε ή αν σκότωσε, μα ακόμα και για έναν άπειρο έφηβο, όπως εγώ τότε, έφερε τη ..."μυρωδιά" της φυλακής. Μου κίνησε ζωηρά το ενδιαφέρον, αυτή η ιστορία που έμαθα τότε! Μη ξεχνάμε πως ακόμα δεν είχα μάθει πως τέτοιες ιστορίες ήταν στην ...ημερήσια διάταξη κι ότι αν δε κρυφοπηδήξεις τη γυναίκα του φίλου σου ή δε του βουτήξεις κανά ψιλό, δε θεωρείσαι in! Τέλος πάντων!
Έκτοτε λοιπόν τσίγκλιζα το φιλαράκι, όταν μάθαινε κάτι να μου το λέει κι εκείνος άλλο που δεν ήθελε. Ίσως να 'βαζε και σάλτσα, αλλά έτσι όπως μας τα 'λεγε, ο "Βάρδας" πρέπει να 'τανε λιγάκι σοφός. Σίγουρα όμως ήταν μορφωμένος:
- "Στη ζωή μου υπήρξα συλλέκτης μικρέ! Συνέλεγα στιγμές, χαμόγελα, δάκρυα, ανθρώπους και φράσεις τους, αγγίγματα, ηδονές κι οδήνες, ενθύμια κι ότι άλλα βάλει ο νους σου. Να! Πως τώρα δα που ρακοσυλλέγω, κορφολογώντας από τ' άχρηστα των άλλων; Ε! Τότε συνέλεγα από τα χρήσιμά τους. Αν είχα το τωρινό μυαλό τότε, ίσως να 'χα αντιδράσει αλλιώς. Ίσως πάλι κι όχι! Δε μετανιώνω! Βάρδα από μετάνιες, άπαξ και δεν αλλάζει τίποτε πια! Βάρδα από αμφιταλαντεύσεις εξ αιτίας μετάνιας, γιατί θα χάσεις και το επόμενο τρένο. Ένα τρένο μπορεί να χαθεί, μα βάρδα μη χάσεις δυό στη σειρά! Βάρδα μη σε πάρει χαμπάρι ο κόσμος, πως είσαι μόνιμος θαμώνας των καφενείων των σταθμών, λαχανιασμένος, αγχωμένος και χαμένος. Βάρδα ... Βάρδα ... Βάρδα..."
Σώπησε το φιλαράκι. Δε μίλησα κι εγώ μα, μ' όλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας, ρούφηξα το χυμό της κάθε λέξης. Έφτυσα φλούδια και κουκούτσια, μα οι λέξεις μετουσιωθήκανε και μείνανε. Το ωραίο είναι, πως δε το 'χα καταλάβει ότι είχανε μείνει, μέχρι πρόσφατα. Πρώτα σκέφτηκα τη λέξη: "Συλλέκτης" κι αμέσως μετά τον "Βάρδα" και τις λέξεις του. Η ιστορία αυτή βγήκε σχεδόν από μόνη της, αυτόματα. Ειν' άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, λένε, μα διαφωνώ. Είναι σαν ένα μεγάλο κρεμμύδι, που κάθε χρόνος με τις στιγμές του, του προσθέτει καινούργια φλούδια. Τίποτε δε χάνεται, τίποτε δε ξεχνιέται, ακόμα κι αν νομίζουμε πως είναι πια φευγάτο κι οι ουσίες του, είτε στο κέντρο, είτε στις πιο έξω στιβάδες, κυκλοφορούν ακατάπαυστα κι ενώνονται... Αλλά φλυαρώ...
Βρίσκομαι πια στα δεκαεφτά μου κι έχουμε πάει τη μονοήμερη μας εκδρομή με τη πέμπτη γυμνασίου. Περάσαμε πολύ καλά θυμάμαι. Ήταν Επίδαυρος-Ναύπλιο κι επιστρέψαμε αργά το απόγευμα. Στις επιστροφές τέτοιων εξορμήσεων, συνηθίζαμε ν' αφήνουμε τους καθηγητές-συνοδούς στην Αθήνα και συνεχίζοντας -υποτίθεται- για τα σπίτια μας, τη κάναμε για ταβερνίτσα κι έτσι, σαν ιδιώτες, μαζί με το φίλο πουλμαντζή -Θεός Σχωρέστον, πέθανε νεότατος ένα βράδυ από καρδιά, λίγα μόλις χρόνια αργότερα-, που δε μας χαλούσε χατίρι. Παρακαλώ μη διαρρεύσει τούτο κι έχουμε όψιμα ντράβαλα!
Μόλις φτάσαμε στη ταβερνούλα, μια καλή φίλη, συμμαθήτρια πήρε τηλέφωνο τους γονιούς για να τους πει πως φτάσαμε καλά κι ότι θα καθυστερήσουμε κλπ... Τους έδωσε το ...στίγμα κι ετοιμάστηκε να κλείσει το τηλέφωνο μα κάτι άκουσε προφανώς που την έκανε να σοβαρέψει. Ήταν πολύ ευαίσθητο κορίτσι! Ήρθε κοντά και μας ανακοίνωσε, σχεδόν ανατριχιάζοντας, πως είχανε βρει τον "Βάρδα" νεκρό και μάλιστα σε προχωρημένη σήψη, μέσα στο παλιό οχυρό!
Βουβαθήκαμε όλοι! Λίγοι, που όμως δεν ήταν όλοι παρόντες, ξέραμε πολλά για 'κείνον και σχολιάσαμε για κάμποσο. Διαπιστώσαμε, πως είχαμε όντως να τον δούμε μερικές μέρες. Έπεσε νέα βουβαμάρα... Μα μη νομίσετε πως βάσταξε πολύ! Ήτανε 'Ανοιξη, ήμασταν δεκαεφτά χρονών κι είχαμε μπροστά μας μια ταβέρνα που μας περίμενε και πιο μπροστά μας, σχεδόν ολάκερη τη πίτα, αφάγωτη. Οι χυμοί του σταφυλιού και της νιότης κατάλληλα αναμεμιγμένοι με τις νότες των τραγουδιών, έδιωξαν γρήγορα τη θλίψη-σήψη και περάσαμε καλά!
'Αλλωστε κάναμε ότι ακριβώς κι εκείνος πρέσβευε! Ευλογήσαμε Θεό και γονείς, που ήμασταν νέοι, ζωντανοί -ολοζώντανοι- και τούτη την έξοχη μέρα!
-"Βάρδα από μοναχικό βίο"!
-"Βάρδα από λύπες και μετάνιες"!
... και κάτι που πιστεύω κι εκείνος θα συμφωνούσε, άσχετα που δε το 'χε εκφράσει ποτέ:
-"Βάρδα από σήψη και μοναχικό θάνατο"...
Νοέμβρης 2004