Βιογραφικό
Γεννήθηκε στη Σίφνο στις 29 Ιουλίου 1870. Φοίτησε στη Μεγάλη Του Γένους Σχολή κι αποφοίτησε το 1888 με άριστα. Τότε κατέβηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική. Το 1892 τελειόφοιτος, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Πόλη και να διοριστεί δάσκαλος σε διάφορα σχολεία. Το 1894 διορίστηκε σχολάρχης Αρτάκης. Ίδρυσε μαζί με τον γιατρό Φαληρέα και την διηγηματογράφο Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, το φιλολογικό περιοδικό "ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΗΧΩ" κι από κει έστειλε τα πρώτα του ποιήματα στην "ΕΣΤΙΑ", στη δημοτική φυσικά μιας κι ήταν υπέρμαχος και τα οποία τύχανε τιμών κι ευρύτατων συζητήσεων.
Οι σφαγές των Αρμενίων (1895), τον αναγκάζουν να φύγει από τη Πόλη και να έρθει μόνιμα στην Αθήνα, που ολοκλήρωσε και τις σπουδές στη Φιλοσοφική, πάλι με άριστα! Από το 1897 μέχρι το 1911 μετατίθεται σε πολλές πόλεις, ως καθηγητής, σχολάρχης και γυμνασιάρχης. Το 1911 ταξιδεύει γι' ανώτερες σπουδές, Ιταλία, Γαλλία & Γερμανία, ως υπότροφος του Κράτους. Επιστρέφοντας προάγεται σε Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης κι αναλαμβάνει τη Διεύθυνση Γραμμάτων & Καλών Τεχνών Υπουργείου Παιδείας. Το 1919 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων. Το 1925 αρνείται θέση καθηγητή στο νεοσυσταθέν μάθημα του Πανεπιστημίου, περι Μεσαιωνικής & Νεοελληνικής Φιλολογίας. Επίσης αρνήθηκεν επανειλημμένα να βάλει υποψηφιότητα για την Ακαδημία. Μεταξύ 1930-33 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του επανασυσταθέντος Εθνικού Θεάτρου.
Υπήρξε, λέγεται, δυστυχής στο γάμο του κι έτσι πέθανε από εξάντληση στη περίοδο του κατοχικού λιμού, από καθαρή τσιγγουνιά της συζύγου του κι ενώ υπήρχε μεγάλη περιουσία. Τη νύχτα της 10ης Μαρτίου 1942 βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Ο Δήμος Αθηναίων, τιμής ένεκεν, τονε κήδεψε δημοσία δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο. Στη διαθήκη του, άφησε τα πάντα στην ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, που ανέλαβε τελικά σε συνεργασία με τον Δήμο Καλλιθέας, να ιδρύσει "ΜΟΥΣΕΙΟ ΓΡΥΠΑΡΗ" και να δοθεί τ' όνομά του σε κάποιο δρόμο της.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Πραματευτής
Ήρθε απ' τη Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ' ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά τα μαύρα μάτια.
Κι οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παρεθύρια,
κι οι παντρεμμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.
Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι-μέση,
και πια η ωραία χήρα δε βαστά:
-"Πραματευτή, πολύ μ' αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πεις
σου τάζω κι άλλα τόσα..."
-"Δε τη πουλώ μ' ουδέ φλουριά
μ' ουδ' όσα κι άλλα τόσα γρόσα.
Έτσι ωραία, -ωραία πως να σε πω,
ρόδο ή κρίνο;-
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου βρω δυο τη δίνω..."
-"Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ωραία μάτια,
και κει σου φέρνω τη τιμή
και παίρνω τη πραμάτεια".
Τραβά ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη ντάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τη μούλα στη ξυνομηλιά
που σκιώνει μπρος στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού,
δε φαίνεται κι ουδέ γρικιέται
και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται...
Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες,
ανίσκιωτα κορμιά αδειανά,
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια
κι έχουνε κρίνους δάχτυλα
ροδόφυλλα για νύχια
και χρυσομέταξα μαλλιά
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
-τέτοιες με μέλι σύγκαιρο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες.
Και μια, η Εξωτέρα, η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπά τον νιό πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.
Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι κείνο:
-"Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου βρω δυο τη δίνω,
τη ζώνη πόπλεξε η καλή -ω ένα φιλί,
η αρρεβωνιαστικιά μου-
με πλάνεσε μια ξωτικιά στη ξενητειά
και πήρε τα συλλοϊκά μου"!
Εστιάδες
Βαθι' άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
παν' απ' τη Πολιτεία τη κοιμισμένη
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
-τρόμου φωνή- κι όλοι πετιούνται φοβισμένοι.
-"Έσβησ' η άσβηστη φωτιά!" κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί ναν' ψεύτρα η συφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
Θαρρείς νεκροί κι απάρηασαν τα μνήματ' αραχνά
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή τη κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά
μη τύχει, τρέμουνε, κανείς και τους ξυπνήσει.
Μ' ένα μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το ναό τραβούνε
και μπρος στη πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνονται μάτια να δούνε.
Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο το βωμό εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.
Το κρίμα τους εστάθηκεν άβουλη ανεμελιά
κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης!
Μα η 'Αγια η Φωτιά, μια πού 'σβησε, δε την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.
Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινωσύνη,
του κάκου! Στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ' έλπιση δεν έχει μείνει.
Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία, εχτός
αν πρι ο καινούργιος ήλιος ανατείλει
κάμει το θαμα του ο ουρανός και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του στείλει.
Κι αν πέσει πάνω τους, ας πέσει! όπως ζητά
το δίκιο κι οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τες, με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και τη ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.
.................................................................................
Τάχα το θάμα γένηκε; -Πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, που 'σβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζει και ζένεται- με το σκοπό της!
Μάθε Τον Πόνο...
Μάθε τον πόνο τον γερό
βουβός στα δόντια σου ν' αλέθεις.
Χύνε της λήθης το νερό
μες στο τρελό κρασί της μέθης.
Θα πάει κι αυτό μιαν ομορφιά
και πριν να γύρει ακόμα ο χρόνος,
έχει ο Θεός, τα εφτά καρφιά
θε να μας βάλει ο νέος πόνος.
Όριζε, μοίρα των μοιρώ,
εσύ που γνέθεις και ξεγνέθεις,
Χύνε της λήθης το νερό
μες στο τρελό κρασί της μέθης.
Κάποιο Τάμα...
Για να ξοφλήσω κάποιο τάμα
ξεκίνησα προσκυνητής.
Ξυπόλητη μαζί μου αντάμα
βουλήθηκες να περπατείς,
μα απόκαμες μεσοστρατίς.
Κι εγώ στα χέρια μου σε πήρα
και δρόμο παίρνω και περνώ.
Βλέπω αντικρύ την άγια θύρα
και το ξωκλήσι στο βουνό...
Να σε κοιτάξω δε γυρνώ.
Σταλικοπόδιασα του δρόμου
Σφαλά το μάτι μου θαμπό,
δίπλα με σένα, στο πλευρό μου
στα σκαλοπάτια σ' ακουμπώ
της εκκλησιάς, που δε θα μπω.
Το Ωραίο Νησί
Το ωραίο νησί που ο πόθος του μ' ανάβει,
φαντάζομαι πως φεύγει κι αρμενίζει.
Σα πλώρες τον αφρό σκορπούν οι κάβοι.
Στων δέντρων τους ιστούς, αγέρας τρίζει.
Το δρόμο που ξεκίνησε δε παύει
κι αν ούτε πάει μπρος ούτε ποδίζει,
μα πάντα σαν ορθόπλωρο καράβι
δίχως εμέ, του Αιγαίου το κύμα σκίζει.
Δίχως εμέ! και μέσα στη χαρά μου
Σα νύφη απ' τα στέφανα του γάμου
πήρε το πλοίο και πάει και δε γυρνά,
ενώ απ' το βράχο, που έρημο και μόνο
μ' έρριξ' η μοίρα, βλέπω να περνά
και μ' άκρα 'πελπισιά τα χέρια απλώνω.
Γιατί Η Χαρά
Γιατί η χαρά, η λίγη μας χαρά
σε λύπη θα μας βγάλει;
Σα σύννεφο θλίψη μας σκέπασε
και γέρνουμε στη θλίψη το κεφάλι.
Λιώνω αδερφή κι απόκρυφη
σε σώνει ψυχοπόνια.
Φεύγουν οι μαύροι γερανοί και παίρνουνε
στα μαύρα τους φτερά τα χελιδόνια.
Γιατί η χαρά, η λίγη μας χαρά
σε λύπη να μας βγάλει;
Εξεχειμωνιαστήκαμε
σε ξένους τόπους πάλι.
Ο Λύχνος Της Ψυχής
Πάρε το λύχνο της ψυχής που αν τρέμει μα δε σβήνει
και τα σκοτάδια τα πηχτά στο λίγο φως που χύνει
αριοπερίχυτα ας διαβούν κι ατράνταχτα ας μεριάσουν
κι οι πεντασκότιδες σπηλιές ας ξεμεσημεριάσουν.
Σκιαχτά τ' αγρίμια ουρλιάζοντας στα βάθη αποτραβιούνται,
με τις ουρές τους δέρνονται και με τα νύχια σκιούνται,
σα να μη φτάνει ο τρόμος τους μονάχα να τους δώσει
δρόμο να φύγουνε το φως που θα τα περιζώσει.
Στερνό Ταξίδι
Σκεβρό καράβι, πως στριγγά τριζοβολούν οι αρμοί σου,
ώρα την ώραν οι γοφοί θα ξεκλειδώσουν λες,
μα συ ταξίδια μελετάς στους δρόμους της αβύσσου,
ενώ οι παλιές το σώμα σου καταδρομούν πληγές.
Στηλά τα μάτια στ' άνοιγμα του λιμανιού η γοργόνα
κρατά, ψυχή ακατάλυτη μες στο φθαρτό κορμί,
στα πελαγοδρομίσματα και στον αιώνιο αγώνα
τη μαθημένη νιώθοντας να τη φτερώνει ορμή.
Ω! Αλήθεια! αντί αναγέλασμα της άστεργής σου μοίρας
να ρεύεις, σκέλεθρο αχαμνό, στην άκρια ενός γιαλού,
κι αν του πέλαου να σε πιει γραφτό ο καταποτήρας,
πάρε έν επίδρομο στερνό για κάπου πάντ' αλλού.