ΤÝλος
ΜÝνεις... φεýγεις... Ýρχεσαι...
ΡακÝνδυτη η αγÜπη σου.
ΦοβÜσαι την αλÞθεια.
Προσπαθεßς ακüμα να ξεφýγεις.
Καθüρισε διευκρßνισε τον σκοπü σου.
Το μüνο που βλÝπω στα μÜτια σου
Εßναι να μου κηρýσσεις τον πüλεμο.
Οι ελπßδες μου ακυβÝρνητο καρÜβι.
Τα μÜτια μου σýννεφο χωρßς βροχÞ.
Φρουρüς ακοßμητος ο ýπνος
Δεν υπÜρχεις πια στα üνειρα μου.
Γýρισες... λες μετÜνιωσες.
Ο Þλιος Ýδυσε θυμωμÝνος Ýφυγε.
Ηλθε η þρα να αποσυρθεßς...
Για πÜντα...
ΜαρμαρωμÝνα Bασßλεια
Τα φτερÜ μου Üνοιξα και πÝταξα
σε κüσμους μαγικοýς αθÝατους
με συντροφιÜ μου τους αητοýς.
ΜαρμαρωμÝνοι πρßγκιπες θωροýν
ΠαλÜτια απü το χρüνο ξεχασμÝνα
Με μÜτια απλανÞ και πÝτρινα.
ΚουρασμÝνοι γßγαντες τα üνειρα τους
Αιþνια, απεγνωσμÝνη δßνουν μÜχη
Με αθÜνατους, σκληροýς ΤιτÜνες.
ΚοφτερÜ σπαθιÜ, αποκεφÜλισαν
¼λες τις ελπßδες που απÝμειναν
Θεοß με λανθασμÝνες κρßσεις.
Βαρý το τßμημα της καταδßκης
¸στειλε τους Þρωες στην εξορßα
Με τη ψυχÞ τους γυμνωμÝνη.
Ο ουρανüς σκοτεινüς απÝραντος
ΠετρωμÝνα βασßλεια σκÝπασε
ΜÝσα στη δýση της σιωπÞς.
'Αβυσσος
Τη βλÝπω κÜθε μÝρα, κÜθε νýχτα...
¼ταν δεν τη βλÝπεις στο σκοτÜδι
ΑυτÞ σε ακολουθεß...
¸χει αγκαλιÜσει μÝσα της βαθιÜ
τη ΣιωπÞ...
ΦορÜ Ýνα Üρωμα πολý μεθυστικü
Ακατανßκητο...
ΛÝει üτι ποýλησε τον Üγγελο της,
Για Ýνα üνειρο...
ΛÝει üτι δεν εßναι αυτÞ που φαßνεται,
Απλησßαστη...
ΛÝει üτι ξÝρει üλα üσα λÝγονται,
Τα ψÝματα...
ΛÝει üτι δε βρßσκει πουθενÜ,
Τη αυτοεκτßμησÞ σου...
ΛÝει üτι μπορεß να γυρßσει το θυμü σου
Σε βουβÜ δÜκρυα...
ΛÝει üτι θα κÜνει το χαμüγελο σου
Πανικü...
ΛÝει üτι θα κÜνει üλη τη ζωÞ σου,
Αποτυχßα...
ΛÝει üτι Þλθε το πλÞρωμα του χρüνου,
Φüβος...
ΛÝει üτι στιγμÞ δε θα σ' αφÞσει,
ΜοναξιÜ...
ΛÝει üτι κι αν διαβÜζεις τ' Üστρα,
Υπüσχεση...
ΛÝει üτι ακüμα κι αν κρυφτεßς σε τρýπα,
Πλημμýρα...
ΛÝει üτι κι αν τραβÜς καλÜ κουπß,
Τρικυμßα...
ΛÝει üτι μπορεß να γιατρÝψει την αρρþστια,
ΘÜνατος...
ΛÝει üτι μπορεß να σου πÜρει τη λýπη
Πüνος...
Σε κοιτÜ κατÜματα, σε οδηγεß
'Aβυσσος.
Κι εσý λες:
¸χει τη σοφßα και το θÜνατο
Μες στα θεúκÜ της μÜτια.
Ψεýτικος Küσμος
ΚÜθε νýχτα με μÜτια ανοιχτÜ
KοιτÜζω την Üχαρη ζωÞ μου
Ακαθüριστη, χωρßς σκοπü
Με νüημα ανýπαρκτο.
Τß εßναι αριστερÜ τß εßναι δεξιÜ
Τß εßναι λÜθος, τß σωστü
Δε μπορþ να ξεχωρßσω
Να το σþμα μου, να η σκιÜ μου
ΑλλÜ ποý εßναι η ζωÞ μου;
Η ζωÞ εßναι γεμÜτη γλýκα
Μα το περßβλημα της üλο πßκρα
ΜÝρα τη μÝρα βαδßζω
ΦοβÜμαι να κοιτÜξω πßσω
ΦοβÜμαι ακüμα να προβλÝψω
Σε κÜθε βÞμα σταματþ
Kι αναρωτιÝμαι, να προχωρÞσω;
ΣκÝφτομαι... κοιτÜζω ολüγυρα.
¼λοι εßναι τüσο αδιÜφοροι,
Τüσο ψεýτικοι, τüσο απüμακροι.
Κλεßνω τα μÜτια φοβισμÝνη
Κι αÝρας παγωμÝνος με κυκλþνει
Κανεßς δεν αποπνÝει ζεστασιÜ
ΚανÝνας δε μ' αγγßζει
Τα μÜτια μου ν' ανοßξω
Τß εßναι αριστερÜ, τß δεξιÜ
Τß εßναι λÜθος, τß σωστü;
Δε μπορþ να ξεχωρßσω
Γιατß... εßναι üλα ψεýτικα
ΑπογοÞτευση
¼νειρα τριανταφυλλÝνια
ΧαμÝνα μες στη νýχτα
Νοýφαρα πληγωμÝνα
Στη λßμνη βυθßστηκαν
ΖωντÜνεψαν οι θρýλοι
Το μßσος, η αγÜπη,
ΠιασμÝνα χÝρι-χÝρι
Στη φωτιÜ περπÜτησαν
Δυνατüς αγÝρας φýσηξε
ΜακριÜ πÞρε τα σýννεφα
Η βροχÞ δεν Þρθε
Τα δÝντρα γονÜτισαν
ΚατÜλευκες γαρδÝνιες
Δßχως Üρωμα
'Αδειες χαμÝνες ψυχÝς
Κι αυτÝς μαρÜθηκαν
ΜαγευτικÝς ακρογιαλιÝς
ΓλÜροι αφτÝρουγοι
ΠληγωμÝνα δελφßνια
Χωρßς κýμα μεßνανε
ΧρυσαφÝνιες ακτßνες
Απü τον Þλιο φýγανε
Κι οι ζεστÝς ημÝρες
Για πÜντα παγþσανε.
Αντßθεση
¸φυγες γιατß νομßζεις σε αδßκησα
Και σε κλουβß μÝσα σ' Ýβαλα
Να σ' Ýχω κλειδωμÝνο.
Μα σκÝψου λßγο τß μου Ýδωσες
Λüγια αüριστα, ατÝλειωτα,
ΓεμÜτα υποσχÝσεις.
ΑνÞκω Üραγε στις σκÝψεις σου;
Μες στο αδιüρατο χαμüγελü σου
που χÜνεται στο πλÞθος;
¼λες οι σκÝψεις με φοβßζουν
Τις διþχνω þσπου να μην υπÜρχει
Τßποτα να φýγει.
Αν üλ' αυτÜ εßχες να δþσεις
ΛυπÜμαι... δε μου φτÜνουν
ΘÝλω ακüμα κι Üλλα.
Με μπερδεýεις, με φορτßζεις
Εßσαι στα λüγια μου αντßθετος,
δεν παßρνω μιαν απÜντηση.
Σε προκαλþ μ' ερωτÞσεις,
Να μου δþσεις απαντÞσεις
Να διþξω την αμφιβολßα.
Το τι θÝλεις δε με νοιÜζει
ΠÜρε τη βροχÞ μου, φýγε
Τη λησμονιÜ σε μÝνα Üσε.
Μη με παρεξηγεßς...
Στη λýπη εßμαι Üτρωτη,
ΜÝχρι το βüλι στüχο να βρει!
Κýκλος
ΡυÜκια του μυαλοý οι σκÝψεις,
Θεüρατα βουνÜ οι μνÞμες
Βουβοß σπασμοß οι πüνοι
Ακοýγονται βαθιÜ στο σþμα.
ΖωÝς αμαρτωλÝς στιβÜχτηκαν
ΠιθÜρια γεμÜτα απü στÜχτη
Ζητοýν εξαγνισμü με δÜκρυα
ΠÝφτουν, βουλιÜζουν, χÜνονται
ΠουλιÜ χωρßς φτερÜ τα üνειρα
Δεν μποροýν πια να πετÜξουν
ΘÜλασσα δßχως κýματα
Κι üμως η τρικυμßα υπÜρχει.
Αρμονßα, ηρεμßα, ακαμψßα
Αχτßδες Þλιου απ' Üλλο κüσμο
ΔÝνονται μαζß και τρÝχουν
Μα δεν μποροýν να ησυχÜσουν
ΠρÜσινα φýλλα, κßτρινα φýλλα
Της ζωÞς αρχÞ και τÝλος
Ανοßγει-κλεßνει αδιÜκοπα
ΑπÝραντος μεγÜλος κýκλος.
ΑνεκπλÞρωτο ¼νειρο
ΠοτÝ τα χεßλη μου δεν Üγγιξαν
τα χεßλη τα δικÜ σου.
ΠοτÝ το σþμα μου δε χÜθηκε
στην αγκαλιÜ σου τη ζεστÞ.
ΠοτÝ τα χÝρια μου δε χÜιδεψαν
τα λατρευτÜ σου χÝρια.
ΠοτÝ τα μÜτια μου δεν κοßταξαν
το βλÝμμα σου το βελουδÝνιο.
ΠοτÝ η καρδιÜ μου δεν ακοýμπησε
στο στÝρνο το δικü σου.
ΠοτÝ η ανÜσα μου δεν ενþθηκε
με τη δικÞ σου ανÜσα.
ΠοτÝ τα δÜκρυα μου δε βρÝξανε
τ' Üγνωστο πρüσωπο σου.
ΠοτÝ τ' αφτιÜ μου δεν ακοýσανε
το ερωτικü ψιθýρισμα σου.
ΠοτÝ τα σþματα μας δεν ενþθηκαν,
για μια μοναδικÞ φορÜ.
ΠοτÝ δεν θα ονειρευτþ ξανÜ...
ΠοτÝ, ποτÝ, ποτÝ!
Λευκüς 'Ανεμος
ΧαμÝνη σε λευκü ορßζοντα
ΠροσπÜθησα να ζωγραφßσω
¸να ουρÜνιο τüξο
ΚατÜλευκη, παγωμÝνη, ζεστÞ
Μια αγÜπη πονεμÝνη
Καßει μÝσα μου δε σβÞνει
Αιþνια παγüβουνα κι ο Üνεμος
¸χουν φωλιÜσει μÝσα μου
Και κÜνανε λευκü τον Þλιο
Ανεßπωτη, απÝραντη,
μικρÞ γαλÜζια θÜλασσα
μÝσα μου κουβαλÜω
Στο βÜθος της λευκÜ μαργαριτÜρια
ΚατÜλευκα κοχýλια και κορÜλλια
ΛευκÜ σαν τη ψυχÞ μου.
ΛυσσομανÜ ο Üνεμος χτυπÜ
Τα κýματα σηκþνονται πελþρια
Γßνονται κÜτασπρα καθþς αφρßζουν
Με γλýφουν με σμιλεýουν σαν το βρÜχο
Μου δßνουν το δικü τους σχÞμα
Του πüνου τη σφραγßδα
Το σþμα μου δεν Ýχει χρþμα
ΚαταρρÝει χλωμü κι αδýναμο
Γßνεται πÜγος, τοπßο χιονισμÝνο
Παλεýει με τα κýματα üσο μπορεß
Μα εßναι πια ανþφελο γιατß...
Ο Üνεμος εßναι πιο δυνατüς.
Η ΣειρÞνα
Σα προσπερÜσεις τη σιωπÞ,
Δþσε της χαιρετßσματα.
Σα συναντÞσεις τη χαρÜ,
Μη σταθεßς, μα φýγε γρÞγορα.
ΚαβÜλησε το Üτι της σιωπÞς
ΠÞγαινε ως του γιαλοý την Üκρη.
Εκεß θ' ακοýσεις, μια φωνÞ,
¸να παρÜξενο, γλυκü τραγοýδι.
Εßναι η ζωÞ που σε καλεß,
Μια πεντÜμορφη σειρÞνα.
Μια πλÜνη στο ακρογιÜλι,
που σε καλεß απελπισμÝνα.
Μη της δþσεις τη χαρÜ,
Μη πιστÝψει, üτι την Üκουσες.
Μεßνε κει να την ακοýς,
Μα δεßξε αδιαφορßα, Üγνοια.
Προχþρα μες στη θÜλασσα,
Και να πας πολý βαθιÜ.
Κοßτα στον απÝραντο βυθü
Και πÜρε μüνο Ýνα βüτσαλο.
Κοßταξε το καλÜ, πρüσεξε το.
Εßναι ßδια με σÝνα, μüνο του
Μες στην απεραντοσýνη...
Προδοσßα
Θα εßμαι πÜντα ενÜντια
Στο ψÝμα σου.
Θα εßμαι πÜντα αδιÜφορη
Στο πρüβλημα σου
Θα εßμαι πÜντα απüμακρη
Στον πüνο σου
Θα εßμαι πÜντα πÝτρινη
Στην ικεσßα σου
Θα εßμαι πÜντα σκληρÞ
Στη μετÜνοια σου
Θα εßμαι πÜντα αλýγιστη
Στο δÜκρυ σου
Θα εßμαι πÜντα ο εφιÜλτης
Στα üνειρα σου
Θα εßμαι πÜντα παροýσα
Στην απουσßα σου
Θα εßμαι πÜντα τυφλÞ
Στη παρουσßα σου
Θα εßμαι πÜντα Þρεμη
Στην αγωνßα σου
Θα εßμαι πÜντα τüσο παγωμÝνη
Που η καφτÞ προδοσßα σου
ΠοτÝ να μη με λυþσει
Ανταýγειες
Ανταýγειες στη θÜλασσα
Του Þλιου οι αχτßδες
Ανταýγειες στα μÜτια σου
¼λες μου οι ελπßδες.
Ανταýγειες στην Ýρημο
Μια üαση μικρÞ
Ανταýγειες στα χεßλη σου
Το κÜθε σου φιλß.
Ανταýγειες στον ουρανü
βροντÝς και αστραπÝς
Ανταýγειες στο βλÝμμα σου
ΑμÝτρητες χαρÝς.
Ανταýγειες στα δÝνδρα
Σταγüνες της βροχÞς
Ανταýγειες τα δÜκρυα σου
Στα βÜθη της ψυχÞς
Ανταýγειες στο χþμα
¼μορφες τριανταφυλλιÝς
Ανταýγειες οι λÝξεις σου
ΤροφÞ για τις ψυχÝς.
Ανταýγεια στον αγÝρα
Μια Θεßα ευωδιÜ
Ανταýγεια η ανÜσα σου
ΒÜλσαμο στη καρδιÜ.
Ανθρþπινες Αδυναμßες
Το ψÝμα ζεις στ' üνειρο,
ΞυπνÜς, μπρος σου η αλÞθεια.
Τυφλüς üντας, δε βλÝπεις,
Τα χρþματα αδιÜφορα.
Δεν ακοýς τα λüγια μου...
Θ' Üκουγες τη μαρτυρßα μου,
Αν διÜβαζες τα χεßλη μου.
ΦτερÜ δεν Ýχεις να πετÜξεις.
Καλýτερα ν' ακοýσεις τον αγÝρα.
Και τα πουλιÜ να φτερουγßζουν.
Πρüσωπα καμωμÝνα απü πÝτρα.
Τα βλÝπω... τα φαντÜζομαι...
ΛÝω πως εßναι Üγγελοι.
Η πÝτρα σπÜζει το μυστÞριο,
Τα üνειρα μου τσαλακþνονται,
Γßνονται χαρτιÜ σκισμÝνα.
ΣημÜδια ψÜχνω για να βρω
ΨηλÜ εκεß στ' αστÝρια.
Πρωτüγνωρη, Üυλη μαγεßα
¸ρχεται και με τριγυρßζει.
ΣπασμÝνο "Σ' Αγαπþ"
ΓυαλιÜ σπασμÝνα στις χοýφτες μου κρατþ
Τα Üδικα σου λüγια
Τα χÝρια μου τινÜζω για να φýγουν
Μα αυτÜ δε ξεκολλοýν
Οι πληγÝς βαθαßνουν ανοßγουν ολοÝνα
Το αßμα φεýγει
Οι φλÝβες μου αδειÜζουν το σþμα βαραßνει
Το τÝλος Ýρχεται
Τα μÜτια μου θολÜ δε βλÝπουν
Κλεßνουν αργÜ... αργÜ...
Η ψυχÞ μου πÜει να βγεß να φýγει
ΑνÜλαφρη αισθÜνομαι
Μα ξÜφνου ακοýω τη φωνÞ σου
¹ρεμη θλιμμÝνη
Τα δÜχτυλα μου ανοιγοκλεßνω γρÞγορα
Τα γυαλιÜ πετÜνε
Τα μÜτια μου ανοßγω, βλÝπω καθαρÜ
Τη γλυκειÜ μορφÞ σου
Το αßμα σταματÜ αμÝσως να κυλÜ
Κλεßνουν οι πληγÝς
Σε βλÝπω σε αγγßζω σε αισθÜνομαι
Και μüνο ψιθυρßζω: "Σ' αγαπþ"
ΜΠΟΡΕΙΣ;
ΧιλιÜδες üπλα, Üρματα πολÝμου
Στο κεφÜλι μου μÝσα πολεμÜνε.
Τη σκÝψη μου Üγρια σκυλιÜ φυλÜνε.
ΜÝγα βασßλειο, βουβοß φýλακες
και τα σκυλιÜ συνÝχεια κοιμοýνται.
ΞÝρω üτι θα μπεßς να τη διαβÜσεις.
¼λα δικÜ σου, üλα για σÝνα
Μα η σιωπÞ δεν Þρθε που υποσχÝθηκες.
¼μως εξαφανßστηκα για να νικÞσεις.
Το γÝλιο μου Ýπαψε να ζει
γιατß το χαμüγελο σου Ýσβησε.
ΧÜθηκε ü,τι πολýτιμο για μÝνα.
Σιωπηλüς θυμüς τα δÜκρυα μου
Στεγνþσανε στην Ýρημο της μοναξιÜς.
Την αλÞθεια μüνο ζÞτησα.
ΣτÝκεσαι μπροστÜ μου αμßλητος
Γιατß πιστεýεις Þ νομßζεις
üτι θα ζητÞσω μακριÜ να φýγεις.
Μüνο αν μποροýσες τον πüνο μου,
Μαζß να πÜρεις... μπορεßς;
Μπορεßς κÜτι να θυσιÜσεις,
χωρßς να χÜσεις τßποτα...; ΜΠΟΡΕΙΣ;
ΕγκατÜλειψη
Ιστορßες για την πßστη
Που σε σÝνα Ýδωσα... ΠολλÝς.
ΥπÞρξανε σα σελßδες κενÝς...
Απü βιβλßο που δε γρÜφτηκε.
ΜυστικÜ, βαθιÜ κρυμμÝνα,
Στο φως να βγουν ζητÞσανε,
Μα η ψυχÞ μου δεν τ' Üφησε
Την Üρνηση φοβÞθηκε.
Πßστεψες üτι προσπÜθησες
Να εßσαι ο σωτÞρας μου
Μα συνÝχεια αναρωτιÝμαι
Την αλÞθεια δεν τη βλÝπεις;
Μου λες üτι εγþ Ýχω κÜνει
¼λα τα üνειρα μου γκρßζα
Μα... πüσο γελασμÝνος εßσαι αλÞθεια.
Ισχυρßζεσαι üτι τον πüνο μου.
Μüνο συ μπορεßς να νιþσεις
Το θεωρεßς üμως παρÜλογο
ΚοντÜ μου συ να μεßνεις.
Μη μου φÝρεσαι σαν ξÝνος
Αυτü εßναι Üδικο για μÝνα
Η πßστη μου εßναι μεγÜλη
¼σο παρÜλογη κι αν εßναι...
ΓλυκειÜ ZωÞ...
¸ρχεται η νýχτα σβÞνει το φως,
¸ρχεται η μÝρα ο Þλιος λÜμπει.
Μια κλεψýδρα η ζωÞ μας,
Που γεμßζει κι αδειÜζει.
Ο χρüνος αμεßλικτος κυλÜει
Οι μÝρες μας σαν ηλιαχτßδες
Μονüτονες, αδÝκαστες περνοýν
Σκορπßζοντας μικρÝς ελπßδες.
ΜικρÞ ανεξßτηλη σφραγßδα
Η κÜθε μας μικρÞ χαρÜ
Τη ζοýμε τη λατρεýουμε
Γιατß εßναι μüνο μια φορÜ.
¼σο κοιτÜμε πßσω μας
μας κυνηγÜ η νοσταλγßα
τα üνειρα μας γßνονται
πιο απßθανα, πιο λßγα.
ΔÜκρυα, ατÝλειωτα, πικρÜ
χαμÝνα μες τον χρüνο
ανÜμεσα στα δÜχτυλα κυλοýν
αφÞνοντας μια σκüνη μüνο.
ΑναλαμπÞ...
'Aλλη μια μÝρα Ýφυγε,
ΓοργÞ σαν αστραπÞ,
Με πÞρε, με παρÝσυρε
Στης λÞθης τη σιωπÞ.
ΓοργÜ κυλÜ ο χρüνος
ΤρÝχω κι εγþ μαζß
Με σμßλεψεν ο πüνος
ΜαρμÜρινο φιλß.
ΨÜχνω να βρþ εμÝνα
Στον πüντο τον βαθý
Τα μÜτια μου θλιμμÝνα
Βρßσκουνε μια πληγÞ
ΥπÜρχει τÜχα αγÜπη
Που να 'ναι δυνατÞ
¹ εßναι üλα απÜτη
ΘÜνατος και χαρÜ μαζß;
Τη γýρεψα, τη φþναξα
Με τρÝμουσα φωνÞ
Μα üσο κι αν τη ζÞτησα
¹ταν αναλαμπÞ!
ΠαρÜπονο
Σε γνþρισα üταν εσý Þθελες να παßξεις,
Δε με πÞρες ποτÝ στα σοβαρÜ,
Αληθεια, ψÝμματα,ψÝμματα ,αλÞθεια
ΜπÞκα στη ζωÞ σου, αλßμονο!
ΠροσπÜθησα, μÜταια να σου δεßξω,
¼τι εγþ, δεν Þθελα να παßξω,
Δεν Þθελα να με μισÞσεις,
¹θελα μüνο λßγη απü την προσοχÞ σου.
Εκλεψες τη ψυχÞ μου, τüσο εýκολα,
Σαν να Þταν Ýνα μουσικü κομμÜτι
που εýκολα πετÜς τη φαλτσα νüτα.
Ακοýγεται υπερβολικü αυτü, θα πεις,
Μα ρþτησε, μια φορα και μÝνα...
ΜÝσα μου βρÝχει, πλημýρισε η ψυχÞ μου
Δεν αφησε τßποτα σε σÝνα το πÝρασμα μου
Μονο μια μακρινÞ ανÜμνηση, θολÞ.
Εσý εßσαι μακριÜ, σε φüντο σκοτεινü,
Δε μπορþ να τον διαπερÜσω
Και αυτü εßναι που τüσο με πληγþνει.
Εγþ δεν Þθελα κανÝνα να πληγþσω
Αν σ' Ýχω πρÜγματι πληγþσει,
Θα Þθελα να γýρναγε ο χρüνος πßσω,
ΠοτÝ να μην το εßχα κÜνει.
Συγκινημενη, ερωτευμενη και πολý...
ΘλιμμÝνη.
Φαντασßα Μου
Η φαντασßα μου τρανÞ και ματαιüδοξη,
ΞÝρεις απüψε τι ζητÜ; ΕσÝνα!
ΜπροστÜ στα μÜτια μου η μορφÞ σου,
Πλανεýει τη ματιÜ μου, τη ψυχÞ μου.
Σ' ακοýω, σε βλÝπω, σε αισθÜνομαι,
Με üλες μου τις αισθÞσεις, μÝσα μου...
Απλþνω τα χÝρια μου, σε αγγßζω...
Το σþμα σου εßναι ζεστü, καφτü...
Και εßναι αυτü που με ταρÜζει πιο πολý.
ΚολÜω πÜνω σου, σε νιþθω να ριγÜς...
Μα πιο πολý ριγþ εγþ και χÜνομαι
Απü το μεθυστικü αντρßκιο ÜρωμÜ σου.
Τα χÝρια σου τυλßγουν το κορμß μου ,
Απαλα, γλυκÜ σαν τον κισσü,
που γλυστρÜ και αγκαλιÜζει üλο το δÝνδρο.
Τα χεßλη μας ενþνονται γλυκÜ
Σ' Ýνα τρυφερü, απαλü, αÝρινο φιλß.
Ζαλßζομαι... μεθþ απü τα χεßλη σου.
Γαντζþνομαι, κρεμιÝμαι πÜνω σου,
Και τα χεßλη μου ανοßγουν σαν μπουμποýκι,
ΚÜτω απü τα δικÜ σου αγαπημÝνα χεßλη,
Με σφßγγεις τüσο δυνατÜ, που αισθÜνομαι,
Τα στÞθη μου να λειþνουν, να συνθλιβονται,
ΠÜνω στο δυνατü, ατσαλÝνιο στÝρνο σου.
ΤαρÜζομαι τüσο πολý, ανοßγω τα μÜτια
ΚοιτÜζω σα χαμÝνη γýρω μου...
ΤρÝμω ολüκληρη απü τη λαχτÜρα,
Μα εßναι μüνο η φαντασßα μου...
ΠροσμονÞ
ΟυρÜνια, γαλÜζια, θεúκÞ μορφÞ
ΑνÜμεσα στα σýννεφα, γερμÝνη
Περßμενες να πÜρεις μια ψυχÞ
ΚοντÜ σου να τη φÝρεις.
¹σουνα κÜθε μÝρα εκεß
Και δεν Ýψαξες, δε ρþτησες
Να μ' εντοπßσεις...
Σε περßμενα...
Σε περιμÝνω κÜθε μÝρα...
¼μως εσý δεν Ýρχεσαι ποτÝ
Και οýτε μÝνα αφÞνεις...
ΚοντÜ σου να πετÜξω
Να 'ρθω να γεßρω απαλÜ
ΜÝσα στην αγκαλιÜ σου
Να νιþσω την ανÜσα σου
ΠÜνω στο πρüσωπü μου
Σα πρωινÞ αýρα δροσερÞ
Το χÜδι σου θεßο, τρυφερü
Το Üγγιγμα σου -ΘεÝ μου-
Το περιμÝνω να 'ρθει, το ζητþ
Μη μ' αφÞσεις Üλλο να περιμÝνω...
ΣιωπÞ
Ο κüσμος ειν' απÝραντος
και η ζωÞ μικρÞ,
ζωÞ στα σþματα υπÜρχει,
μα η ψυχÞ κενÞ.
Ο νους στη λÞθη χÜνεται
οι σκÝψεις του βουβÝς.
Λüγια που δεν ειπþθηκαν,
ιστορßες που 'μειναν κρυφÝς.
Τα μÜτια κÜμερες τυφλÝς
δε βλÝπουν τα στερνÜ
πλÜνα τραβÜν αθÝατα,
κομμÜτια της ζωÞς θολÜ.
Χεßλη στεγνÜ κι αμßλητα
ΚουρÜστηκαν πολý
Να περιμÝνουν χρüνια
¸να μοναδικü φιλß.
ΖωÞ μικρÞ θεüσταλτη
παλεýει να κρατηθεß,
απü ελπßδα ψεýτικη,
θÝλει μα δε μπορεß.
Ν' ακοýσουν Þθελαν
μια θεßα μουσικÞ.
Το μüνο που ακοýστηκε:
ΑπÝραντη σιωπÞ!!!
Νýχτα ΑτÝλειωτη...
Νýχτα βαρειÜ ατÝλειωτη...
ΑτÝλειωτη βαρειÜ κι η μοναξιÜ.
ΣκÝψεις πολλÝς, σκÝψεις τρελλÝς...
ΠολλÝς κι οι παραισθÞσεις.
ΠοτÜμια μÝσα μου κυλοýν...
Χεßμαρρος ορμητικüς οι λÝξεις.
ΦτÜνουν στο στüμα, μα δε βγαßνουν...
Απü τον πüνο πνßγονται...
ΘÝλουν να βγοýν μα τι να ποýν;
ΞÝρουν üτι πÝφτουν στο κενü,
Σε βÜραθρο ανÞλιο ζοφερü.
ΞερÜθηκε ο λαιμüς βουλιÜζει η ψυχÞ
Κι Ýνα ατÝλειωτο "γιατß",
Τον νοý μου πλημμυρßζει.
Αξßζει Üραγε να ζω, να ζω χωρßς ελπßδα;
Τριγýρω μου üλα εßναι ωχρÜ...
Τους χÜθηκε το χρþμα...
ΠροσπÜθησα πολλÝς φορÝς
Να τους το δþσω πßσω...
Μα αυτÜ δεν Þθελαν κι ο κüπος Üδικος χαμÝνος.
ΣκοτεινÞ, αιþνια αυτÞ η νýχτα...
Ακüμα και τ' αστÝρια χλþμιασαν να προσπαθοýν,
Λßγο φþς για να της δþσουν.
Κι εγþ εξαντλημÝνη κι Üυπνη
ΚουρÜστηκα να τα κοιτÜζω...
¿ρες ατÝλειωτες βουβÝς...
Ανßκανη να τα παρηγορÞσω,
Αφοý και το δικü μου φþς
Στη δýση του Ýχει φτÜσει.
"μη με λησμüνει"
Στα χÝρια μου κρατþ "μη με λησμüνει".
Τα κοιτÜζω, τα μυρßζω, τα παρακαλþ.
ΘÝλω να μεßνουν ανθισμÝνα, δροσερÜ,
Να μην μαραßνονται ποτÝ...
Να Ýχουν το Üρωμα τους üλο...
Το χρþμα τους να μη χαθεß...
Να μεßνει σαν τον ουρανü,
Με κεßνο το γλυκü μενεξεδß,
Το σοýρουπο σαν φτÜνει.
Πüσο θα Þθελα να τους μιλÞσω,
Να τους πω πρÜγματα ανεßπωτα,
Που οýτε στον εαυτü μου Ýχω πεß.
Στα ντελικÜτα τους ανθÜκια σκýβω.
Τα φιλþ, γεýομαι τη δροσιÜ τους,
Δßνω το εßναι μου, ζητÜω χÜρη...
"Μην αφÞσετε ποτÝ να λησμονηθεß
Μια τüσο μεγÜλη αγÜπη"!!!
Η ¸ρημος Μου
Ερημος...
Χßλιες φωνÝς αντηχοýν στ' αφτιÜ μου...
Μα δεν ακοýω τßποτα...
Πολλοß εßναι εδþ μπροστÜ μου
Μα δε βλÝπω κανÝνα
Ο Þλιος με τυφλþνει...
Τσουρουφλßζει το γυμνü και διψασμÝνο σþμα μου
Αλýπητα το δÝρνει ο λßβας
Τα χεßλη μου ξεραßνονται, σκÜνε απ' τη δßψα
Τα πüδια μου λυγÜνε απü την κοýραση
Αραγε πüσο θα αντÝξω ακüμα;
ΣωριÜζομαι στην Üμμο...
ΣÝρνομαι, κουλουριÜζομαι...
Προσπαθþ να προχωρÞσω...
Τα χÝρια μου ματþνουν
Τα μÜτια μου θολþνουν, σβÞνουν...
ΠερπÜτησα πολý για να σε βρþ
Σαν üαση μÝσα στην ερημη ζωÞ μου...
Μα πÜνω που εßπα πως σε βρÞκα
Σε βλÝπω, σε πλησιÜζω,
εσý χÜνεσαι σαν αντικατοπτρισμüς
στην ατÝλειωτη Ýρημü μου...
ΜοναξιÜ
AÝρας φυσÜει απαλÜ τα σýννεφα.
ΣχÞματα πολλÜ αλλÜζουν, τρÝχουν...
Με ζαλιζουν, üπως φεýγουν.
Θα Þθελα πολý να πÞγαινα μαζß τους,
Να δω üλ' αυτÜ που δεν γνωρßζω,
Να γνωρßσω αυτÜ που μου λεßπουν.
Πüσο θÜθελα να πετοýσα μαζß τους σε κüσμους μαγικοýς.
Τρικυμßα στη ψυχÞ μου, βοýρκωσαν τα ακρογιÜλια των ματιþν!
ΑτÝλειωτη, απÝραντη η μοναξιÜ μου.
Θολþνει ανελÝητη τα μÜτια κι η καταιγßδα μÝσα μου ξεσπÜ.
Ξεχειλßζει απü τα μÜτια κι η γεýση της στα τρεμÜμενα χεßλη μου ακουμπÜ.
ΜΟΝΑΞΙΑ!!! ¸γινε η μοναδικÞ μου συντροφιÜ...
Ισως θα πρÝπει να εßμαι καλÞ μαζß της, για να την εχω παντοτεινÜ.
Το ¼νειρο
Χθες πÜλι σ' ονειρεýτηκα
Και Þταν Ýνα üνειρο γλυκü
Μα και πικρü μαζß.
Στεκüσουν και με κοßταζες
Με αλλοπαρμÝνο βλÝμμα,
Ποý μÝσα του Ýβλεπα πολλÜ
Μα πιο πολý απ' üλα
Τις καταιγßδες που Ýρχονταν...
Τα χεßλη σου σιγüτρεμαν...
Μα Ýμεναν κλειστÜ, βουβÜ.
Δεν Þθελες να μου μιλÞσεις.
Σε κοßταζα... περßμενα...
Περßμενα ν' αρχßσουν οι αστραπÝς.
ΒροντÝς, φωτιÜ, νερü, χαλÜζι.
Μα τßποτα δεν Ýγινε!
Σε κοßταζα και Þθελα τüσο να σου φωνÜξω:
"Μη με κοιτÜζεις Ýτσι Üλλο πια!
Θα λýσω τþρα τα μαλλιÜ.
Θα Ýλθεις να με πÜρεις";
ΣκοτÜδι
Γκρεμßστηκαν τα κÜστρα της αλÞθειας,
Παντοý κυριαρχεß το ψÝμα.
ΧλωμÝς δυνÜμεις τριγυρνοýν,
Σε περιβÜλλον απατηλü αÝναο.
ΔυνατÝς φωνÝς, γεμÜτες αγωνßα,
Ζητοýν εξαγνισμü και λýτρωση.
Απüηχος ξερüς τα ουρλιαχτÜ μας.
Βογκοýν στο διÜβα μας οι πÝτρες.
ΚουρÜστηκαν τα χεßλη μας,
Συγγνþμη συνÝχεια να ζητοýν.
Κινοýμενη Üμμος τα βÞματα μας,
Τα üνειρα μας λουλοýδια μαραμÝνα.
Γοερü το κλÜμα μας ακοýγεται,
Ηχþ που δεν μπορεß να σταματÞσει.
Το κýμα, στην ακρογιαλιÜ,
Πßσω μας πÜντα Ýτρεχε... μας κυνηγοýσε.
Κατüρθωσε και νßκησε το χρüνο.
Τþρα πια δε λÝμε «καλημÝρα»,
«καλησπÝρα», «καληνýχτα», «σ' αγαπþ»,
Το ýστατο φιλß δε δþσαμε.
Μια σκιÜ, δýο Þ τρεις,
¼λες χÜνονται γιατß...
ΣχÞμα δεν Ýχει το σκοτÜδι...
Νοσταλγßα...
¹λθε η 'Aνοιξη.
ΞαναγεννιÝται η φýση,
μα μÝσα μου...
απÝραντος, ατÝλειωτος χειμþνας.
ΑνÝτειλε ο Þλιος.
Ζεσταßνεται η πλÜση,
μα η καρδιÜ μου...
βαθý σκοτÜδι, παγωμÝνο.
Λουλοýδιασε ο κÜμπος.
ΜοσχοβολιÜ παντοý,
μα η ψυχÞ μου...
μοýχλα, βαριÜ, αβÜσταχτη.
Απü τα χεßλη μου
λεßπει η δροσιÜ
ξερÜθηκαν κι Üνοιξαν
σαν το χþμα της ερÞμου.
Τα δÜκρυα κοκÜλωσαν
στα μÜτια μου,
στÝγνωσαν τ' ακρογιÜλια
των ματιþν.
Μου λεßπει η συντροφιÜ σου
τα λüγια τα γλυκÜ
που πλÜνευαν τ' αφτιÜ μου.
Μου λεßπουν οι στιγμÝς οι μαγικÝς
που Ýκαναν να τρÝμει
το κορμß μου.
Χωρßς εσÝνα εßμαι
Ýνα μικρü κλαρÜκι,
που το σπÜζει ο Üνεμος
το παρασÝρνει η καταιγßδα
φεýγει χÜνεται...
χωρßς καμιÜν ελπßδα.
Για ΣÝνα
ΔροσιÜ απ' αγριολοýλουδα, θα μαζÝψω να σου φÝρω,
μοσχοβολιÜ απ' τα χεßλη σου, αντÜλλαγμα θα ζητÞσω.
Θα παρακαλÝσω την αýρα να 'ρθει να σου χαιδÝψει,
τα λακÜκια που Ýχεις δßπλα στα χεßλη σου.
Να πÜρει μαζß της τα χεßλια μου, κρυφÜ να σε φιλÞσω.
Στη μÝρα γρÞγορα θα πþ, σαν αστραπÞ να φýγει,
της νýχτας το γοργü και μαýρο Üτι να στεßλει.
Θα καβαλικÝψω και θα πþ σιγÜ-σιγÜ να τρÝχει,
να κÜθομαι να σε κοιτþ üλη τη νýχτα αχüρταγα,
καθþς ο ýπνος ο ξελογιÜστης, σφιχτÜ, γλυκÜ θα σε κρατÜει.
Θα ζητÞσω απü το πιο μεγÜλο μουσουργü, τραγοýδι να με κÜνει
κι üταν το τραγουδας, συνÝχεια, στα χεßλη σου να βρßσκομαι
να παßρνω την ανÜσα σου, μ' αυτη να ζþ αιþνια.
ΚαθρÝφτη μαγικü θα βρþ, να τÜξω τη ζωÞ μου
τ' αστραφτερü, βελοýδινο, βαθý σου βλÝμμα για να κλεßσει,
να το 'χω και να με θωρεß, þσπου για πÜντα τα μÜτια μου να κλεßσω.
Δρüμο θα πÜρω, θα διαβþ, βουνÜ, γκρεμοýς, ποτÜμια,
για να 'βρω ΑΥΤΟΝ, που τη χαρÜ και τη ζωÞ κρατÜει,
για να του πþ:
"ΧÜρισ' τα σ' αυτüν που αγαπþ να ζει μες στη χαρÜ...
... ποτÝ να μη λυπÜται"!
Σε AισθÜνομαι...
Σε αισθÜνομαι σαν το αßμα που κυλÜ στις φλÝβες μου.
Σε αισθÜνομαι σαν τους χτýπους της καρδιÜς μου.
Σαν την δροσερÞ αýρα που απαλÜ χαιδεýει το πρüσωπο μου.
Σαν το ξεραμÝνο χþμα την απρüσμενη βροχÞ.
Σαν το αγÝρι που φυσÜει και ανεμßζει τα μαλλιÜ μου.
Σαν την τρικυμισμÝνη θÜλασσα τον δυνατü αÝρα.
Σαν το δÝνδρο που του πÝφτουν τα φýλλα απü τα κλαδιÜ.
Σαν τα καυτÜ δÜκρυα που κυλοýν στα μÜγουλα μου.
Σαν το Üρωμα απο εκατüφυλλο τριαντÜφυλλο.
Σαν την αγαπημÝνη μου σονÜτα που συνÝχεια ακοýω.
Σαν το φτεροýγισμα της καρδιÜς μου,μÝσα στο στÞθος μου.
Σαν το νερü που τρÝχει στα μαλλιÜ μου üταν λοýζομαι.
Σαν το λουλοýδι την μελισσα πÜνω στην γýρη του.
Σαν την αυγÞ που πρþτη τον Þλιο αντικρýζει.
Σαν τα σýννεφα που την βροχÞ αιþνια κουβαλανε.
Σε αισθÜνομαι με κÜθε τρüπο που υπÜρχει...
ΑλλÜ τα λüγια ειναι λßγα...
Ο ΚαθρÝφτης Του Εγωúσμοý
Πικρü βαθý κι αξιοκατÜρατο το πεßσμα σου,
η γνþση σου μεγÜλη αλλ' ανÞμπορη να νιþσει,
αυτο που τüσα χρüνια εßναι διαλεγμÝνο,
να διαφεντεýει και να κυβερνÜ τον κüσμο.
ΚÜθε ματιÜ κÜθε παλμüς καρδιÜς το ανασταßνει,
μα εσυ σπαθß εωσφüρου, το τρυπÜς και το πεθαßνεις.
Σου δßνουν την αγÜπη απλüχερα για να τη ζÞσεις,
μα τη πετας σα σκουπßδι βρωμερü, ανÜμεσα στα ρüδα.
Τον αÝρα σκßζει η ματιÜ σου και τρυπÜ το βρÜχο,
παßρνει ζωÞ απü τη φλüγα της, πετρþνει το καλü.
ΔυνÜστης και πολεμιστÞς ο νοýς, παλεýει,
χωρßς ποτÝ να νιþσει, ν' αγαπÞσει την ειρÞνη.
ΑτσÜλινη η ψυχÞ, ανßκανη να δþσει τη συμπüνια,
κι η κατανüηση Üγνωστη σ' αυτÞν, καθþς κι η συγχþρεση.
ΝεκρÞ κι Üψυχη η καρδιÜ, που αγÜπη δε γνωρßζει,
στο σαβανο της μοναξιας, για πÜντα μÝνει τυλιγμÝνη.
Η Χþρα Του ΠοτÝ
¢ργησε να’ ρθει φÝτος η ¢νοιξη…
Το χιüνι Ýπνιξε το δÜσος..
Λουλοýδια δÝνδρα πÜγωσαν..
¼ρθια μÝνουν σαν κεριÜ
που εßναι πια σβησμÝνα…
ΣκοτεινιασμÝνος ουρανüς
ανταριασμÝνη θÜλασσα...
Γεμßζουν… Μαστιγþνουν,
με γκρßζες πινελιÝς τη φýση...
Τοπßο Üχαρο κι ερημωμÝνο...
¢δειο απü φωνÝς παιδιþν…
Πεταλοýδες με βαριÜ φτερÜ
βρεγμÝνες αργοπεθαßνουν…
ΑγÝρας πριονßζει τα κλαριÜ
παγþνει την καυτÞ ανÜσα...
ΖωντÜνια, κÝφι και χαρÜ
χÜθηκαν μÝσα στην ομßχλη…
ΑυγÝς κουρασμÝνες δßχως φως
δεν Ýχουν δýναμη να φÝξουν...
Και ο Þλιος αδýναμος κι αυτüς,
πασχßζει για να βγÜλει βüλτα
τις κüρες του τις λαμπερÝς,
μα δεν το καταφÝρνει…
ΘλιμμÝνη γη…
ΘλιμμÝνος ουρανüς…
ΘλιμμÝνη χþρα…
ΑÝρινη Μελωδßα
Σαλεýει ο αÝρας τα φýλλα…
Τα κλαδιÜ…
Σφυρßζει ανÜμεσα τους…
Και πλÜθει..
Τραγοýδι μακρüσυρτο…
Και απαλü…
Ακοýγεται τριγýρω μελωδßα…
ΜαγικÞ…
Που κÜνει το αηδüνι…
Να σωπαßνει..
Νανοýρισμα γλυκü…
Για τα παιδιÜ…
ΓαλÞνιο…
Για τον φουρτουνιασμÝνο…
ΒÜλσαμο…
Για την ανÞσυχη ψυχÞ…
¢ρωμα ζωÞς και αθÜνατο νερü…
Για κÜθε Üρρωστο και πικραμÝνο..
Ο αντßλαλος του φτÜνει…
Ως τον ουρανü…
Και ακουμπÜ πÜνω…
Στα σýννεφα…
ΚÜνει γοργÜ τους γλÜρους…
Να πετοýν…
Τη θÜλασσα…
Να ησυχÜζει…
Η Αλυσßδα
Μια αλυσßδα σκλαβωμÝνη
με κρατÜ...
ΔεμÝνη με τον θυμü, που
καßει τα σωθικÜ μου...
Κρατþ μια ανÜμνηση τυχαßα
μια ανÜμνηση πικρÞ...
Που πÜντα θα με βασανßζει.
Ζω μια ζωÞ στεßρα
απü χαρÝς.
ζωντÜνια κι ευτυχßα…
Κλαδεýω τα κλαριÜ
του δÝντρου που μαρÜζωσε
στον κÞπο της καρδιÜς μου...
Ελπßζω νÜρθει κÜποτε
η ¢νοιξη...
Να βγÜλει κλαριÜ καινοýργια.
Δεν εßναι ανθρþπινο
να δßνεις τüσο πüνο...
Δεν μπορεßς τßποτα να αποδεßξεις
δεν χρειÜζεται...
Τßποτα δεν εßναι ικανü να
με ταπεινþσει...
Τßποτα δεν μπορεß πÜλι
στις αλυσßδες να με δÝσει...
Τßποτα δεν εßναι ικανü
να με κρατÞσει εδþ...
Για ποιο λüγο λοιπüν
εßναι οι αλυσßδες;
Για ποιο λüγο εßμαι εδþ;
ΑναρωτιÝμαι γιατß
να εßμαι σαν μαριονÝττα...
¢σκοπη, χωρßς λüγια κι απüμακρη;
¢δεια ¼νειρα
Μ' Ýχεις σα δεδομÝνο
ενþ η απüδειξη εßναι üτι
τßποτα δεν Ýχει αποδειχτεß...
Η εμπιστοσýνη κι η πßστη
εßναι η τýφλωση στην εξαπÜτηση.
Κι αν εσý πιστεýεις üτι
θα πιστÝψω τα λüγια ενüς
«σοφοý»...
ΜÜθε λοιπüν πως η σοφßα δεν
εßναι αλÜνθαστη...
Εßναι κι αυτÞ μια ψευδαßσθηση
στα αναπÜντητα ερωτÞματα σου
που μüνο σε παρηγορεß...
ΑλαφροÀσκιωτος ο ýπνος σου
ΒαριÜ τα üνειρα σου...
ΜπερδεμÝνα.
ΞυπνÜς κοιτÜζεις γýρω σου...
Κι αναρωτιÝσαι αν κοιμÜσαι ακüμα.
¼λο το εßναι σου ανταριÜζεται
Τα πανιÜ του νου σου ξεσηκþνει
ΒÜζει σε ρüτα το καρÜβι σου,
Στις καταιγßδες της ζωÞς σε ταξιδεýει
Τις αντοχÝς σου δοκιμÜζει
Σε διλÞμματα σε ρßχνει.
Μαθαßνεις τον αφρü απ' τα κýματα
Μα αγνοεßς της θÜλασσας τα βÜθη.
ΜιλÜς με τον αγÝρα που φυσÜ,
Σωπαßνεις με το πÝταγμα των γλÜρων.
Ζαλßζεσαι απü το τραγοýδι των σειρÞνων
Με σχοινιÜ σαν τον ΟδυσσÝα δÝνεσαι.
Τις συμπληγÜδες θÝλεις να αποφýγεις
μα μüνο τον καιρü σου χÜνεις.
Καλýτερα να ζεις μÝσα στο üνειρο
Εκεß ßσως και να ησυχÜσεις.
Ο ΓαλÜζιος Πρßγκιπας Mου
Τα κýματα απü την παλßρροια σου
Με Üρπαξαν, με πÞγαν στον βυθü σου
Με κρÜτησαν δυνατÜ κοντÜ σου
Αλßμονο τüσο κοντÜ...
Που νιþθω την καρδιÜ σου
Την ακοýω μÝσα στο πÝλαγος
ΧτυπÜει στους βρÜχους πÜνω
Γλυκü κÜνει αντßλαλο...
ΑγÜπης δυνατü ψιθýρισμα
ΣτολισμÝνη με μαργαριτÜρια
του βυθοý σου...
Τις πτυχÝς του κüσμου σου
ΚοιτÜζω και θαμπþνομαι.
ΧιλιÜδες χÝρια... μÜτια αüρατα
Αγγßζουν... βλÝπουν...
Την λαχτÜρα σου
Εγþ üμως την αισθÜνομαι.
Κλεßνω τα μÜτια και Να!!!!
ΑργÜ, αργÜ σε βλÝπω
Να με πλησιÜζεις
ΝτυμÝνος στα γαλÜζια...
Ψηλüς λεπτüς, σαν κυπαρßσσι
Με Ýνα πλατý χαμüγελο,
Πιο üμορφο κι απü την 'Aνοιξη.
Τα μÜτια σου αστρÜφτουν,
Σαν δυο πÝτρες πολýτιμες
Κι εßναι το βλÝμμα τους
Απαλü, βαθý σαν το βελοýδο...
Τη ψυχÞ μου και το εßναι μου
Χαúδεýει...
ΜουδιÜζω ολüκληρη!
ΒουλιÜζει η καρδιÜ μου
Και γßνεται η αγÜπη σου...
ΑπÝραντο λιμÜνι!
ΝεκρÝς ΣκÝψεις
ΚÜθε βρÜδυ ακοýω τους χτýπους της καρδιÜς μου
Δυνατοýς συνεχεßς κι απελπισμÝνους.
Πüτε θα σταματÞσουν, αναρωτιÝμαι πüτε;
Θα εßναι Üραγε αργÜ Þ θα 'ναι σýντομα;
Εßν' η ζωÞ μου Üχαρη Þ εγþ πολý αδýναμη;
Σαν τüξο που τεντþνεται, το βÝλος για να φýγει
Τεντþνεται το νÞμα της ζωÞς μου Ýτοιμο να σπÜσει.
'Aγρια περÞφανη τßγρης η αγÜπη μου γεννÞθηκε
ΓεμÜτη ελπßδες, πßστη και χιλιÜδες üνειρα.
Μα τη νýχτα üλα αργÜ περνοδιαβαßνουν
ΧÜνονται, σβÞνουν σαν μικρÜ κερÜκια.
Μια θλßψη ανεßπωτη με ζþνει και με σφßγγει
ΑναπνοÞ δεν Ýχω, τη παßρνει το σκοτÜδι
ΦωνÝς γλυκιÝς, μελωδικÝς, υστερικÝς ακοýγονται
ΑλλοπαρμÝνες σκÝψεις σαρþνουνε το νου μου
Τον κυριεýει τον στριφογυρßζει ανεμοστρüβιλος
Να κρατηθþ παλεýω απ' τα συντρßμμια μου
Ζητþ συμπüνια και τη λýτρωση
Μα συ σαν τον θαλασσüδαρτο κουρσÜρο
Στου νου μου τα πελÜγη ολοÝνα τριγυρßζεις.
---------------------------------------------------------------------------------------------
Μια ΑληθινÞ Ιστορßα
-"'Αντε πÜλι", μουρμοýρισε νευριασμÝνα η ΛουτσιÜνα κι εκλεισε με δýναμη το βιβλßο που κρατοýσε στα χÝρια της. Σηκþθηκε απü την μπερζÝρα, üπου καθüταν βουτηγμÝνη αναπαυτικÜ στα μαλακÜ μαξιλÜρια, πÞγε Üνοιξε την μπαλκονüπορτα και βγÞκε εξω. Ο δροσερüς αÝρας την Ýκανε να διπλþσει τα χÝρια της μπροστÜ στο στÞθος της και να τυλßξει με τα χÝρια τα γυμνÜ της μπρÜτσα. Τþρα ακοýγονταν πολý δυνατÜ και καθαρÜ οι φωνÝς, η μουσικÞ, τα τραγοýδια καθþς ο αÝρας τα Ýφερνε πιο κοντÜ. "Τß στο καλü... δεν κρυþνουν αυτοß οι Üνθρωποι; ΒÝβαια Ýχουνε τις φωτιÝς αλλα Ýχει κρýο πως να το κÜνουμε", μουρμοýρισε πÜλι.
Ανασηκþθηκε στις μýτες των ποδιþν της, για να δει καλýτερα πÝρα απü τον φρÜχτη, που προστÜτευε την αγροικßα γýρω-γýρω σε ακτßνα πεντακοσßων περßπου μÝτρων. Ολοι οι εργÜτες που εßχε ο παπποýς της, Ýμεναν σε σπßτια, Ýξω απü την αγροικßα που τους εßχε παραχωρÞσει κι αυτοß διασκÝδαζαν με αυτüν τον τρüπο. Η ΛουτσιÜνα δεν εßχε πÜει ποτÝ να δεß πως διασκεδÜζουν κι εßχε μεγÜλη περιÝργεια. Ο παπποýς της üμως το 'χε απαγορÝψει "Α! δε γßνεται... τοýτη τη φορÜ θα πÜω", και μπÞκε μÝσα στο δωμÜτιο της αποφασισμÝνη να κÜνει το μεγÜλο βÞμα. Φüρεσε τα αθλητικÜ της παποýτσια, Ýρριξε Ýνα μεγÜλο σκοýρο σÜλι πÜνω στους þμους κι Üνοιξε την πüρτα του δωματßου της. ¸βγαλε το κεφÜλι Ýξω απü την πüρτα, αφουγκρÜστηκε για λßγο, κοßταξε δεξιÜ κι αριστερÜ και μετÜ προχþρησε προσεκτικÜ προς την μεγÜλη και πλατειÜ σκÜλα. ΚατÝβηκε αργÜ και διασχßζοντας το μεγÜλο χολ το ßδιο προσεκτικÜ, Üνοιξε σιγÜ-σιγÜ την πüρτα, ßσα που χωροýσε να περÜσει, και γλßστρησε Ýξω σαν σκιÜ.
¸βαλε το σÜλι της στο κεφÜλι, τυλßχτηκε καλÜ μÝσα σ' αυτü κι Ýτρεξε προς την μεγÜλη αυλüπορτα. Ευτυχþς το φεγγÜρι Þταν ολüγιομο κι Ýφεγγε αρκετÜ, πρÜγμα που τη διευκüλυνε να βλÝπει που πÜει. ΒγÞκε Ýξω απü την αυλüπορτα προχþρησε λßγα βÞματα προς τις φωτιÝς και μετÜ στÜθηκε: "ΜÞπως δεν κÜνω καλÜ;" σκÝφτηκε. O δισταγμüς της üμως Þτανε στιγμιαßος κι αποφασιστικÜ ξεκßνησε πÜλι ανοßγοντας το βÞμα. Δεν Üργησε να φτÜσει στον καταυλισμü που αποτελεßτο απü μικρÜ αλλÜ γερÜ νιüχτιστα σπιτÜκια που σχημÜτιζαν Ýνα πολý μεγÜλο κýκλο. Μες σ' αυτü το θεüρατο κýκλο οι Üνθρωποι που κατοικοýσαν εκεß εßχαν ανÜψει φωτιÝς. 'Αλλοι καθüνταν γýρω απ' αυτÝς κι Ýπιναν Þ τραγουδοýσαν, Üλλοι üρθιοι χüρευαν ενþ παßζανε μουσικÞ με κιθÜρες κι Üλλα αυτοσχÝδια μουσικÜ üργανα.
Η ΛουτσιÜνα πλησßασε κι Üλλο. Κανεßς δεν την εßχε πÜρει εßδηση. ¸μεινε να κοιτÜζει με θαυμασμü μια νεαρÞ γýναικα που χüρευε. Το λεπτü ýφασμα απü το φüρεμÜ της κολλοýσε πÜνω της αναδεικνýοντας Ýτσι το λυγερü αλλÜ γεμÜτο καμπýλες κορμß που το λýγιζε με μεγÜλη δεξιοτεχνßα και χÜρη. Οι περισσüτεροι Üντρες την κοßταζαν με πüθο καθþς χτυποýσαν τα χÝρια τους στον ρυθμü της μουσικÞς. Χωρßς να το καταλÜβει, Ýβγαλε το σÜλι και πλησßασε λßγο ακüμα. ΑποροφημÝνη απü αυτü που κοßταζε δεν πÞρε εßδηση κÜποιον Üντρα που τη πλησßασε απü πßσω. ¸σκυψε πÜνω της και της εßπε δυνατÜ στο αφτß.
-"ΠοιÜ εßσαι συ";
Η ΛουτσιÜνα, τινÜχτηκε τρομαγμÝνη και γυρßζοντας πισωπÜτησε, ενþ απü την τρομÜρα της Ýβγαλε μια μικρÞ φωνÞ. Ο νεαρüς Üντρας, Ýγυρε το κεφÜλι του πßσω γελþντας δυνατÜ. Εμεινε να τον κοιτÜζει σαστισμÝνη, γιατß αναγνþρισε τον νεαρü που Þταν στους σταýλους με τ' Üλογα. ¼μως κι αυτüς μüλις Ýφερε το κεφÜλι του μπροστÜ κι εßδε ποιαν εßχε μπροστÜ του σταμÜτησε να γελÜ.
-"O! Signorina! Scusate mi! Δεν σας κατÜλαβα"! Η ΛουτσιÜνα δεν μßλησε. Τß να Ýλεγε Üλλωστε; Το μüνο που την ενδιÝφερε αυτÞ τη στιγμÞ Þταν να μη μÜθει τßποτα ο παπποýς της. "Μα...τß γυρεýετε 'δω";
-"Σε παρακαλþ... μη πεις στον παπποý μου üτι μ' εßδες εδþ".
Ο Üντρας την κοßταξε απü πÜνω μÝχρι κÜτω, üχι με τüσον αθþο ýφος, που η ΛουτσιÜνα δεν το εßδε καθþς προσπαθοýσε να καλυφτεß με το σÜλι.
-"Ενταξει, δεν θα πω τßποτα αλλÜ μη φýγετε... ελÜτε να σας κερÜσω λßγο κρασß".
-"¼χι, üχι ευχαριστþ... πρÝπει να φýγω τþρα".
-"Μα γιατß;" επÝμεινε αυτüς. "Εßπαμε δεν θα πω τßποτα, κÜντε μου κι εσεßς μια χÜρη".
-"Σου εßπα üχι, δεν πßνω", εßπε εκνευρισμÝνη απü την συμπεριφορÜ του κι Ýκανε να φýγει. Τüτε αυτüς με γρÞγορη κßνηση, την Ýπιασε απü το μπρÜτσο και συγκρατþντας τη, τη γýρισε προς το μÝρος του.
-"Ποý πας; Δεν μας καταδÝχεσαι τþρα"; Η ΛουτσιÜνα τÜχασε.
-"Τß κÜνεις; ΑφησÝ με!" του εßπε θυμωμÝνη.
-"Αααααα! ¼χι! Δεν θα ξεχÜσω εýκολα αυτü που εßδα απüψε!" Το κρασß φαßνεται τον εßχε αποθρασýνει.
-"Και τß θÝλεις τþρα; Τß ζητÜς απü μÝνα; ΜÞπως θÝλεις χρÞματα; Πες μου πüσα θÝλεις κι εγþ θÜρθω αýριο να σου τα δþσω, μüνον Üσε με να φýγω".
-"Ετσι ε; Με τα βρωμολεφτÜ σου νομßζεις üτι καθÜρισες"; Το χÝρι του Ýσφιγγε τþρα δυνατÜ το μπρÜτσο της και τη πονοýσε. ΞαφνικÜ Üρχισε να μην αισθÜνεται και τüσο καλÜ... ΜεγÜλος φüβος τη κυρßεψε.
-"'Αφησε με αμÝσως, γιατß θα το μετανιþσεις", εßπε με φωνÞ που Ýτρεμε και μÜταια προσπαθοýσε να την κανει σταθερÞ.
-"Γιατß; Τß θα κÜνεις; Θα το πεßς στο γÝρο;" εßπε αυτüς ειρωνικÜ.
-"'ΑφησÝ με σου εßπα, κτÞνος! 'ΑφησÝ με!" ΟργισμÝνη προσπαθοýσε να ελευθερþσει το χÝρι της, ενþ αυτüς γελοýσε θριαμβευτικÜ. Στα τελευταßα λüγια της σταμÜτησε να γελÜ και την τρÜβηξε κοντÜ του, τüσο που Ýνιωσε το κορμß του ν' αγγßζει το δικü της και την καυτÞ ανÜσα του που μýριζε κρασß, να καßει το πρüσωπο της. ΜÜταια προσπαθοýσε να ελευθερþθεß απü το δυνατü σφßξιμο. Τα δÜχτυλÜ του λες κι Þταν απü ατσÜλι.
-"Να κÜνουμε μια συμφωνßα;" της εßπε στο αφτß. ΑηδιασμÝνη απü την Üσχημη αναπνοÞ του, επιστρατεýοντας üλη της την δýναμη σÞκωσε το Üλλο χÝρι της και τον χτýπησε δυνατÜ στο πρüσωπο.
-"Να! Για να μÜθεις!" και με μιαν απüτομη κßνηση, ελευθÝρωσε το χÝρι της κι Ýφυγε τρÝχοντας üσο πιο γρÞγορα μποροýσε. Αυτüς Ýμεινε να την κοιτÜζει αποσβολωμÝνος, καθως χανüταν μες στο σκοτÜδι της νýχτας.
Ολη τη νýχτα η ΛουτσιÜνα δεν Ýκλεισε μÜτι. ΣκεπασμÝνη ολüκληρη με την κουβÝρτα, Ýτρεμε σαν το φýλλο στο ξεροβüρι, μη μπορþντας να ξεπερÜσει το σοκ. "Τον Üτιμο, μου ρßχτηκε σαν να Þμουν καμμιÜ πüρνη. ¼μως δε μπορþ να το πω στον παπποý γιατß θα θυμþσει πÜρα πολý που πÞγα εκεß". Αυτü σκεφτüταν συνÝχεια και θýμωνε με τον εαυτü της γι' αυτÞ την απερισκεψßα. Ο λüγος του παπποý της Þταν σαν νüμος κι Ýτρεμε στη σκÝψη üτι θα μποροýσε να το μÜθει. Τον σεβüταν, τον αγαποýσε πολý και δεν θα Þθελε να τον στενοχωρÞσει. Εμεινε ξÜγρυπνη μÝχρι το ξημÝρωμα, μÝχρι ποý Þρθε πια ο ýπνος να τη λυτρþσει απü την αγωνßα και τον φüβο.
-"Τß Ýχεις κοριτσÜκι μου; Εßσαι καλÜ"; Τα μÜτια του ΑλεσÜντρο, τη κοßταξαν ανÞσυχα.
-"ΚαλÜ εßμαι παπποý", εßπε η ΛουτσιÜνα κι αφοσιþθηκε τÜχα στο κüψιμο της μπριζüλας, που δεινοπαθοýσε μες στο πιÜτο της. Την κοßταξε δýσπιστα, Þπιε μια γουλιÜ κρασß κι εßπε:
-"Τüτε γιατß δεν πÞγες σÞμερα ιππασßα";
-"Γιατßßßß... γιατß... να! ΔιÜβαζα μÝχρι αργÜ Ýνα βιβλßο που 'χε ενδιαφÝρον κοιμÞθηκα πολý αργÜ κι ετσι Üργησα να ξυπνÞσω. Αν θÝλεις ρþτησε και την Ντüνα".
-"Α! ΕντÜξει τüτε", εßπε καθησυχασμÝνος αυτüς. "Θα πÜω το απüγευμα στην πüλη, θÝλεις να Ýρθεις μαζß";
-"Ναι! Θα το Þθελα πολý, θÝλω να αγορÜσω κι Ýνα βιβλßο".
-"Εγινε λοιπüν! ΠÜω να ξεκουραστþ λßγο και στις πÝντε να εßσαι Ýτοιμη να φýγουμε". Σηκþθηκε, τη πλησßασε και σκýβοντας τη φßλησε στο μÝτωπο. Η ΛουτσιÜνα του χαμογÝλασε.
-"ΚαλÞ ξεκοýραση παπποý".
Την Üλλη μÝρα Ýπρεπε να κÜνει ιππασßα και για να γßνει αυτü Þταν αναγκασμÝνη να πÜει στους σταýλους με τ' Üλογα. Με βαρειÜ καρδιÜ ντýθηκε και κßνησε για τους σταýλους. Θα πÞγαινε να πÜρει το Üλογο χωρßς να ειδοποιÞσει να το ετοιμÜσουν, με την ελπιδα να μην Ýχει την συνÜντηση που Þθελε να αποφýγει. Σαν Ýφτασε και πÞγε να μπει μÝσα για να πÜρει το Üλογο της, Üκουσε κÜτι περßεργες φωνÝς που την Ýκαναν να σταθεß για λßγο διστακτικÜ. Οι φωνÝς üμως πÜλι ακοýστηκαν κι αυτÞ τη φορÜ ξεχþρισε πως Þταν γυναικεßες φωνÝς που μοιÜζανε λßγο με φωνÝς πüνου. ΓεμÜτη περιÝργεια μπÞκε μÝσα και προχþρησε στον διÜδρομο που Þταν τ' Üλογα. Τþρα οι φωνÝς ακοýγονταν καθαρÜ κι Ýρχονταν απü το βÜθος που Þταν οι ζωοτροφÝς. Στο τÝλος του διαδρüμου, στην στροφÞ πÜνω, σταμÜτησε κι Ýβγαλε μüνο το κεφÜλι της για να δει τι συμβαßνει. Τα μÜτια της γοýρλωσαν απü το θÝαμα που αντßκρυσε κι ευτυχþς πρüλαβε να βÜλει το χÝρι στο στüμα, πνßγοντας τη φωνÞ που πÞγε να βγÜλει.
Ο Σýλβιο (Ýτσι λÝγανε τον νεαρü σταυλßτη), με κατεβασμÝνο παντελüνι, εßχε ξαπλþσει πÜνω στα δεμÜτια απü σανü το κορßτσι που εßχαν για τις δουλειÝς του σπιτιοý κι ετσι üρθιος μπανüβγαινε μÝσα της Üγρια μουρμουρßζοντας προστυχüλογα. ΑυτÞ φþναζε, τον ικÝτευε να κÜνει πιο σιγÜ, αλλÜ αυτüς τßποτα. "ΘεÝ μου, μα εßναι μüνο δεκÜξι χρονþν. Αν το μÜθουν οι δικοß της θα τη σκοτþσουν", σκÝφτηκε. ΣαστισμÝνη üπως Þτανε στρÜφηκε να φýγει και τüτε Ýγινε το κακü: Ο Τσßκο, το Üλογο της, την αναγνþρισε και χλιμßντρισε χαροýμενα. Ετρεξε κοντÜ του για να τον καθησυχÜσει αλλÜ Þδη Þταν πολý αργÜ. Ο Σýλβιο ανÝβασε üπως-üπως το παντελüνι και βγÞκε τρÝχοντας. Μüλις εßδε τη ΛουτσιÜνα χαμογÝλασε ειρωνικÜ και πÞγε προς το μÝρος της φτιÜχνοντας επιδεικτικÜ το παντελüνι του.
-"Μπα, μπα... τß βλÝπω; ΑποφÜσισε η κοντÝσα να μας τιμÞσει με την παρουσßα της";
Η ΛουτσιÜνα τον κοßταξε περιφρονητικÜ και γýρισε το κεφÜλι, αποφεýγοντας να του απαντÞσει, χαúδεýοντας το Üλογο της. ΔειλÜ-δειλÜ παρουσιÜστηκε κι η ΜπιÜνκα με κατεβασμÝνο το κεφÜλι, πÝρασε κοντÜ απü τη ΛουτσιÜνα, ενþ Ýτρεμε προφανþς απü φüβο. ΞαφνικÜ και χωρßς να το περιμÝνει κανεßς, γýρισε κι Ýπεσε στα πüδια της.
-"Σας παρακαλþ signorina μη πεßτε σε κανÝνα τßποτα... σας παρακαλþ θα με σκοτþσουν Üμα μÜθουν τι Ýκανα". Τα δÜκρυα τρÝχανε ποτÜμι απü τα μÜτια της και το κορμß της τρανταζüταν απü λυγμοýς. ΑγκÜλιασε τα πüδια της ΛουτσιÜνα κι αρχισε να φιλÜ τις μπüτες της. Η ΛουτσιÜνα τα 'χασε για μια στιγμÞ, μετÜ Ýσκυψε, τη σÞκωσε και τη καθησýχασε.
-"Μη φοβÜσαι, απü μÝνα δεν Ýχεις να φοβÜσαι τßποτα, πÞγαινε τþρα".
-"Grazie signorina mille grazie! Εισαστε τüσο καλÞ" εßπε με τρεμÜμενη φωνÞ κι Üρπαξε το χÝρι της γεμßζοντας το με φιλιÜ.
-"¸λα πÞγαινε τþρα", εßπε αυτÞ τραβþντας το χÝρι της. Η κοπÝλα Ýφυγε τρÝχοντας λεγοντας συνÝχεια "Ευχαριστþ!".
-"Πολý συγκινητικü!" εßπε ειρωνικÜ αυτüς.
-"Ναι, εßναι... και τþρα ετοßμασε το Üλογü μου", εßπεν αυτÞ τüσον Þρεμα που κι η ßδια απüρησε με τον εαυτü της. Η αλÞθεια Þταν üτι δεν τον φοβüταν πια, απλÜ τον σιχαινüταν και το μüνο που την απασχολοýσε Þταν η ΜπιÜνκα. Το πρüσωπü του αγρßεψε και πλησιÜζοντας λßγο ακüμα της εßπε με σφυριχτÞ φωνÞ:
-"Κοßτα μη μου κÜνεις εμÝνα την αρχüντισα. Αν μαθευτεß κÜτι για την μικρÞ, Ýτσι κι αναφερθεß τ' üνομÜ μου, να ξÝρεις üτι δεν θα εßμαι τüτε και πολý διακριτικüς, κατÜλαβες; Θα τα πþ üλα στο γÝρο"! Τüτε αυτÞ γýρισε και στην κυριολεξßα τον κεραυνοβüλησε με τη ματιÜ της.
-"Ετοßμασε τ' Üλογο μου και σταμÜτα να λες Ýτσι τον παπποý μου! ΧÜρη σ' αυτüν Ýχεις δουλειÜ"!
-"Ναιιι... ωραßα δουλειÜ"!
-"Αν δεν σ' αρÝσει να φýγεις".
-"ΚαλÜÜÜÜ..." και χωρßς Üλλη κουβÝντα της ετοßμασε το Üλογο κι η ΛουτσιÜνα Ýφυγε.
ΚαβÜλησε τον Τσßκο κι Ýφυγε γρÞγορα απü την αγροικßα. Το Üλογο Ýτρεχε κι εκεßνη βυθισμÝνη στις σκÝψεις της δεν κατÜλαβε πως εßχε φτÜσει στην λιμνοýλα που εßχε μÝσα το απÝραντο κτÞμα του παπποý της. Ο Τσßκο σταμÜτησε λαχανιασμÝνος και χλιμßντρισε φÝρνοντÜς τη στην πραγματικüτητα. Κοßταξε γýρω της ξαφνιασμÝνη, χÜιδεψε τον λαιμü του και ξεπÝζεψε. Πλησßασε στην üχθη και κÜθισε κÜτω απü Ýνα δÝντρο ακουμπþντας την πλÜτη της στον κορμü του.Το βλÝμα της πλανÞθηκε πÜνω στο Þρεμο γαλαζοπρÜσινο νερü, που πüτε-πüτε ρυτßδιαζε απü το ελαφρü αερÜκι που φυσοýσε. Πιο μακρυÜ μερικÝς αγριüπαπιες κολυμποýσαν αμÝριμνα, ενþ τα βατρÜχια σπÜζανε τη γαλÞνη της Þσυχης λιμνοýλας. Το δροσερü αερÜκι χÜιδευε τα πυρωμÝνα της μÜγουλα και τα μαλλιÜ της ανÝμιζαν ελαφρÜ με το ανÜλαφρο φýσημα του. ¹ταν τüσο γλυκÜ μαγευτικÝς αυτÝς οι εικüνες κι οι στιγμÝς, πραγματικü βÜλσαμο για την ταραγμÝνη ψυχÞ της. ΚÜθισε αρκετÞ þρα εκεß προσπαθþντας να βÜλει σε μια τÜξη τις σκÝψεις της και ν' αποφασßσει τι θα κÜνει.
ΠÝρασε Ýτσι λßγος καιρüς Þρεμα χωρßς κανÝνα Üλλο απρüοπτο, ως τη μÝρα που Þρθε Ýνας Ýμπορος κρασιþν και φßλος του παπποý της για να συζητÞσουν για δουλειÝς. Η ΛουτσιÜνα μüλις εßχε γυρßσει απü την ιππασßα κι ο Σýλβιο παρÝλαβε το Üλογο να το πÜει στον σταýλο.
-"Μη μου πεις πως Ýχεις στη δοýλεψÞ σου αυτü τον απατεþνα;" εßπε ο καλεσμενος στον ΑλεσÜντρο, δεßχνοντας τον Σýλβιο.
-"Ναι εδþ δουλεýει, αλλÜ δεν καταλαβαßνω γιατß το λες αυτü;" απüρησε ο ΑλεσσÜντρο.
-"Γιατß αυτüς που βλÝπεις εßναι σεσημασμÝνο μοýτρο. Εßναι μπλεγμÝνος με χαρτιÜ, ναρκωτικÜ κι ü,τι Üλλο μπορεßς να φανταστεßς".
-"ΑλÞθεια; Μα τß λες τþρα; Αυτüν μου τον συστÞσανε για καλü κι εργατικü".
-"Ναι ε; Γι' αυτü χÜθηκε. ΞÝρεις πüσοι τον ψÜχνουν; ¸τσι και τον βροýνε δεν τη γλυτþνει με τßποτα".
Η ΛουτσιÜνα Ýνιωσε την καρδιÜ της να σφßγγεται, καθþς ο νους της πÞγε αμÝσως στη ΜπιÜνκα.
Την Üλλη μÝρα üμως τη περßμενε ακüμα μια δυνατüτερη Ýκπληξη.
ΑποφασισμÝνη να ξεκαθαρßσει τους λογαριασμοýς με αυτü τον τυχοδιþκτη, σηκþθηκε λßγο πιο νωρßς και πÞγε στους σταýλους να τον βρεß. Δεν πρüλαβε να μπει μÝσα στον σταýλο üταν Üκουσε πÜλι φωνÝς.
-"ΠÜλι τα ßδια; Μα... αφοý μου υποσχÝθηκε üτι δε θα το ξανακÜνει το παλιοκüριτσο", μουρμουρισε νευριασμÝνη. "Τþρα θα δει"! ΜπÞκε μÝσα και φτÜνοντας στην αποθÞκη ετοιμÜστηκε να μαλþσει τη ΜπιÜνκα. Αυτü üμως που αντßκρυσε την Ýκανε να πισωπατÞσει και να μεßνει με το στüμα ανοιχτü. ΑυτÞ τη φορÜ στη θÝση της ΜπιÜνκας Þταν Üλλη γυναßκα: η γυναßκα του επιστÜτη.
ΣκυμμÝνη μπροστÜ στηριζüταν με τα χÝρια της απü Ýνα δοκÜρι, με τα στÞθη της να εßναι γυμνÜ και να βρßσκονται μες στα χÝρια του Σýλβιο. Η φοýστα της ανεβασμÝνη μÝχρι τη μÝση, της Üφηνε λεýτερους τους γλουτοýς, üπου Þτανε κολλημÝνος ο Σýλβιο. Στη κÜθε κßνησι του, αυτÞ φþναζε, λÝγοντας διÜφορα, προκαλþντας τον να δυναμþσει τον ρυθμü του. Παρüλο το πÜθος της στιγμÞς αυτüς τη πÞρε εßδηση μα δε σταμÜτησε να μπαινοβγαßνει στη γυναßκα. Γýρισε üμως και τη κοßταξε χαμογελþντας θριαμβευτικÜ.
Την ßδια üμως στιγμÞ την εßδε κι η γυναßκα που αμÝσως τραβÞχτηκε και κατÝβασε τη φοýστα της αφÞνοντας τον να στÝκεται με τ' üργανü του στον αÝρα. Η ΛουτσιÜνα τα 'χασε βÝποντας τον τερÜστιο πρησμÝνο φαλλü του και κÜνοντας στροφÞ το 'βαλε στα πüδια. Ετρεξε μακριÜ κι ακουμπþντας πÜνω σε Ýνα δÝντρο Ýκανε εμετü.
¸κανε μÝρες να συνÝλθει απü το σüκ και προσποιÞθηκε την Üρρωστη για να μη πηγαßνει ιππασßα. Στο μεταξý η γυναßκα του επιστÜτη γýρευε συνÝχεια να τη δει αλλÜ αυτÞ Ýλεγε στη Ντüνα (τη γυναßκα που τη φρüντιζε και την εßχε σαν μητÝρα της), üτι δεν θÝλει να τη δεß.
-"Μα τß Ýγινε, κοπÝλα μου, γιατß δεν μου λες; Τß Ýχεις";
-"Τßποτα καλÞ μου Ντüνα... δεν Ýχω τßποτα..."
-"Μα πþς; Εχεις κλειστεß μÝσα κι οýτε ιππασßα πας, οýτε τßποτα. Δεν Ýχεις πια εμπιστοσýνη στη νüνα σου; Και τß τρÝχει με τη γυναßκα του επιστÜτη";
-"Θα σου πω... αλλÜ üχι τþρα... μη με πιÝζεις σε παρακαλþ".
-"ΚαλÜ, καλÜ, ηρÝμησε κι üποτε εßσαι Ýτοιμη μου λες. ¸τσι καρδιÜ μου";
¼μως η ΛουτσιÜνα Þξερε üτι ποτÝ δεν θα Þταν Ýτοιμη να ξεστομßσει αυτü που εßδε κεßνη την αποφρÜδα μÝρα. Μüλις το Ýβαζε στο νου της, της ερχüταν εμετüς. Τßποτα δεν εßχε σιχαθει τüσο πολý στη ζωÞ της üσο αυτüν τον Üνθρωπο. Ετσι αφοý σκÝφτηκε αρκετÜ για να μην υποψιαστεß τßποτα ο ΑλεσÜντρο αποφÜσισε να πÜει για λßγο στην θεßα της στη Φλωρεντßα.
¸να μÞνα κÜθισε κει κι ßσως καθüταν κι Üλλο αλλÜ Ýπρεπε να γυρßσει, γιατß Ýπρεπε να πÜει στη σχολÞ της. Ιππασßα πÞγαινε μüνο με τον παπποý της προφασιζüμενη üτι εßχε διÜβασμα κι üτι πÞγαινε μαζß του για παρÝα.
¸να ΣÜββατο πρωß üπως κÜθονταν με τον παπποý της στο αßθριο και παßρνανε το πρωινü τους, ακοýστηκαν δυνατÝς φωνÝς και κλÜματα. Η ΛουτσιÜνα σηκþθηκε πÞγε στην τζαμαρßα για να δει τι συμβαßνει.
-"Τι συμβαßνει Λοýτσι;" ρþτησε ο ΑλεσÜντρο ανÞσυχος κι επειδÞ αυτÞ δεν του απαντοýσε σηκþθηκε κι αυτüς και πλησßασε το παρÜθυρο. Την ßδια στιγμÞ, μπÞκε μÝσα κÜποιος απü το προσωπικü τρÝχοντας.
-"Signore Alessantro, ελÜτε σας παρακαλþ αμÝσως Ýξω, εßναι ανÜγκη"!
-"Τι συμβαßνει ΛÜρο";
-"Η κüρη του ΣαντρÝλι εßναι Ýγκυος κι ο πατÝρας της εßναι Ýξαλλος γιατß δεν του μαρτυρÜ τον υπεýθυνο".
"Ωχ! τþρα μαλιστα!", εßπε μÝσα της η ΛουτσιÜνα κι Ýνιωσε το αßμα να φεýγει απü πÜνω της. Ο ΑλεσÜντρο βγÞκε Ýξω κι αυτÞ τον ακολοýθησε γεμÜτη αγωνßα για το τι θα συμβεß. ¸ξω, εßχανε μαζευτεß πολλοß περιμÝνοντας κι αυτοß να μÜθουν αυτüν τον Üγνωστο... πατÝρα.
-"Τß συμβαßνει εδþ;" εßπε με βροντερÞ φωνÞ.
-"Signore, Þρθα σε σας γιατß μüνον εσεßς μπορεßτε να με βοηθÞσετε", εßπε ενας Üντρας κρατþντας απü το μπρÜτσο τη ΜπιÜνκα που 'κλαιγε συνÝχεια. "Η κüρη μου Ýμεινε Ýγκυος και δε μου λÝει με ποιον... σκÝφτηκα πως σε σας θα το πει". Η ΛουτσιÜνα Ýπιασε το χÝρι του παπποý της και το Ýσφιξε ψιθυρßζοντας του στο αφτß:
-"Παπποý σε παρακαλþ μην αφÞσεις να της κÜνουνε κακü".
-"Ελα δω παιδß μου" εßπε τþρα μαλακÜ αυτüς, "μη φοβÜσαι δε θα σε πειρÜξει κανεßς". Η ΜπιÜνκα πλησßασε αργÜ και με σκυφτü κεφÜλι, ρουφþντας τα δÜκρυα της. "Και τþρα πες μου ποιüς σε Üφησε Ýγκυο κι εγþ σου υπüσχομαι να κÜνω το καλýτερο. Θα Ýχεις üτι θÝλεις, μüνο πες μου ποιος το 'κανε". Η ΛουτσιÜνα της Ýπιασε το χÝρι και της το 'σφιξε για να την ενθαρρýνει. ΔειλÜ και με φωνÞ που μüλις ακουγüταν, εßπε ξÝπνοα:
-"Ο Σýλβιο..."
-"¿στε Ýτσι! ΚÜποιος να φωνÜξει τον Σýλβιο. ΑμÝσως"!
¼λοι περßμεναν με αγωνßα τι θα επακολουθÞσει. Σε λßγο Þλθε ο Σýλβιο, που μüλις εßδε τον κüσμο και τη ΜπιÜνκα δßπλα στον ΑλεσÜντρο, κατÜλαβε τι συνÝβαινε και χλωμÜδα απλþθηκε στο πρüσωπο του πρÜγμα που Ýκανε τη ΛουτσιÜνα να χαρεß. "ΕπιτÝλους αλÞτη, Þρθε η στιγμÞ να πληρþσεις", εßπε μÝσα της ενþ ανεßπωτη χαρÜ τη πλημýρισε.
-"Με ζÞτησες αφεντικü;" εßπε προσπαθþντας να διατηρÞσει τη ψυχραιμßα του.
-"Εßναι αλÞθεια πως ευθýνεσαι για την εγκυμοσýνη αυτÞς της κοπÝλας";
-"Τß;" Ýκανε τον Ýκπληκτο αυτüς. "Μα τß λες αφεντικü εγþ οýτε που τη ξÝρω, οýτε που την Ýχω δεß, Üλλωστε αυτÞ εßναι πολý μικρÞ για μÝνα". Ο ΑλεσÜντρο γýρισε προς τη ΜπιÜνκα.
-"Ακοýς τι λÝει; Δεν το δÝχεται, οπüτε ο λüγος σου, ενÜντια στον δικü του... εκτüς... εκτüς και βρεθεß κÜποιος μÜρτυρας που να σας εßδε μαζß Þ να ξÝρει κÜτι. Λοιπüν ξÝρει Þ εßδε κανεßς απü σας κÜτι"; Κανεßς δεν κουνÞθηκε, κανεßς δεν εßπε τßποτα.
Η ΛουτσιÜνα πÜγωσε γιατß Ýτσι θα γλýτωνε πÜλι το κÜθαρμα. "Ε üχι! Δεν θα τη γλυτþσεις αυτÞ τη φορÜ ο κüσμος να χαλÜσει", εßπε μÝσα της.
-"Παπποý μπορþ να σου μιλÞσω;" εßπε αποφασιστικÜ. Ο ΑλεσÜντρο κοýνησε καταφατικÜ το κεφÜλι. Τον πÞρε παρÜμερα και με μιαν ανÜσα του 'πε üλα οσα εßχε δει. Χωρßς κανÝνα σχüλιο, γýρισε στη θÝση του. ΑμÝσως σταμÜτησαν τα μουρμουρητÜ... κι üλοι περßμεναν να δουν τι θα γßνει.
-"Ελα δω εσý", εßπε στον Σýλβιο με üχι και τüσον üμορφο τρüπο. "Για πες μας την αλÞθεια πριν θυμþσω για τα καλÜ. Τη ξÝρεις την κοπÝλα"; Ο Σýλβιο γýρισε κι αγριοκοßταξε τη ΛουτσιÜνα σφßγγοντας τα δüντια. ¹τανε φανερü üτι βρισκüταν σε δýσκολη θÝση. "ΧαμÞλωσε το βλÝμμα σου", αγρßεψε ο Αλ. "¼ταν κοιτÜζεις την εγγονÞ μου να χαμηλþνεις το βλÝμμα σου, ακοýς"; Ο Σýλβιο κατÜλαβε üτι δε θα 'βγαινε τßποτα λÝγοντÜς του για την επßσκεψη της ΛουτσιÜνας στα παραπÞγματα και πολý περισσüτερο να κρýβεται. ¸τσι αποφÜσισε να παßξει Üλλο παιχνßδι.
-"Συγγνþμη αφεντικü δεν το εßπα απü την αρχÞ γιατι εßναι πολý μικρÞ και φοβÞθηκα. ¼μως εßμαι πρüθυμος να επανορθþσω".
-"ΔηλαδÞ θα τη παντρευτεßς;" ρþτησε δýσπιστα ο Αλ.
-"Ναι! Θα κÜνω ü,τι πρÝπει", εßπε αυτüς ταπεινÜ.
"Τþρα εγþ γιατß δεν τον πιστεýω;", σκÝφτηκε η ΛουτσιÜνα.
-"Ωραßα τüτε θα σας δþσω το καινοýργιο σπßτι κι ü,τι Üλλο χρειαστεßτε, εγþ εßμαι δω. Κι εσý ΣαντρÝλι φρüντισε το κορßτσι σου, üλα κανονßστηκαν".
-"Ευχαριστþ signore ΑλεσÜντρο ο Θεüς να σας Ýχει καλÜ", εßπεν ο Üντρας και γονατßζοντας στο Ýνα πüδι του, Ýσκυψε το κεφÜλι, τιμþντας Ýτσι τον ευεργÝτη του. Η ΜπιÜνκα πÜλι, γονÜτισε μπροστÜ του και γÝμισε τα χÝρια του με φιλιÜ, αλλÜ ο Αλ τα τρÜβηξε λÝγοντας:
-"Ησýχασε παιδß μου, ησýχασε. ¼λα θα πÜνε καλÜ". Ο Σýλβιο πλησßασε κι αυτüς σα βρεγμÝνη γÜτα κι Ýσκυψε κι αυτüς να προσκυνÞσει τον Αλ, αλλ' αυτüς δεν τον Üφησε, μüνο του 'πεν αυστηρÜ: "'Αστα αυτÜ και κοßτα να κρατÞσεις τον λüγο σου" και γυρνþντας προς τους υπüλοιπους, "Και τþρα διαλυθεßτε... πηγαßνετε στις δουλειÝς σας", φþναξε μαλακÜ.
"Και τþρα η σειρÜ μου", σκÝφτηκε η ΛουτσιÜνα αλλÜ δεν τη πεßραζε, φτÜνει που πÞρε το μÜθημα του αυτüς ο αλÞτης. Ο ΑλεσÜντρο üμως οýτε που ανÝφερε τßποτα. ºσα-ßσα που την αγκÜλιασε απü τους þμους καθþς μπÞκανε στο σπßτι.
¼μως οι φüβοι της ΛουτσιÜνα βγÞκαν αληθινοß. Την Üλλη μÝρα ο Σýλβιο δεν Þταν στη φÜρμα, εßχε φýγει μες στη νýχτα σαν τον κλÝφτη.
Ο Αλ πÞρε τη ΜπιÜνκα μüνιμα στην αγροικßα για να την προφυλÜξει απü τον θυμü του πατÝρα της κι η ΛουτσιÜνα βÜλθηκε να την παρηγορÞσει.
¼μως η ΜπιÜνκα δεν εßχε στενοχωρηθεß, μÜλλον εßχε ανακουφιστεß. ¹τανε φανερü üτι δεν τον Þθελε κι üπως αποκÜλυψε στη ΛουτσιÜνα εßχε ξεμυαλßσει πολλÝς γυναßκες και τον εßχε πιÜσει κι η ßδια μÝσα στους σταýλους.
ΜετÜ απü μια βδομÜδα οι εφημερßδες γρÜψαν üτι σκοτþθηκε σε αυτοκινητιστικü δυστýχημα κι üτι Þταν 'τυχαßο'.
Η ΜπιÜνκα δε γÝννησε ποτÝ το παιδß του, γιατß απÝβαλε ξαφνικÜ στον τρßτο μÞνα.