|
|
Φανταστικό
King Stephen:
Ο Μπαμπούλας |
Στέφεν Κινγκ Βιογραφικό
Ο Stephen Edwin King γεννήθηκε στις 21 Σεπτέμβρη 1947 στο Πόρτλαντ του Maine. Γονείς του ήταν ο Donald Edwin κι η Ruth Pillsbury King. Είναι το μόνο φυσικό γεννημένο παιδί στην οικογένεια. Ήτανε χαρακτηριστική οικογένεια μέχρι που μια νύχτα ο Donald είπεν ότι πάει έξω για ...τσιγάρα και δεν επέστρεψε. Η Ruth ανέλαβε την ανατροφή της οικογένειας με βοήθεια από τους συγγενείς. Ταξίδεψαν σε πολλά μέρη, για καιρό και τελικά εγκαταστάθηκαν στο Durham του Maine το 1958. 'Αρχισε τη πραγματική του σταδιοδρομία τον Γενάρη του 1959 όταν δημοσιεύσε σε τοπικήν εφημερίδα ένα μικρό του διήγημα για κάποιο μικρό ποσό. Έκανε τη πρώτη πραγματική δημοσιευμένη εμφάνισή του το 1965. στην Επιθεώρηση Comics, περιοδικού, με την ιστορία του "Όταν Ήμουν Έφηβος Σοβαρός Κλέφτης" Η ιστορία ήτανε περίπου 6.000 λέξεων. Το 1966, αποφοίτησεν από το γυμνάσιο και πήρε υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Maine. Στις 2 Γενάρη 1971, παντρεύτηκε τη Tabitha Jane Spruce. Το φθινόπωρο του 1971, ανάλαβε διδασκαλία στην ακαδημία Hampden. Οι Κινγκ μετακινήθηκαν έπειτα προς το Hermon, μια πόλη δυτικά του Μπανγκόρ στο Maine. 'Αρχισεν έπειτα μια σύντομη ιστορία για ένα κορίτσι στην εφηβεία, που την ονόμασε Carietta. Όταν ολοκλήρωσε μερικές σελίδες, αποφάσισε ότι δεν ήταν σπουδαία, τσαλάκωσε και πέταξε τις σελίδες στα σκουπίδια. Ευτυχώς, η Tabitha πήρε τις σελίδες, τις διάβασε και τον ενθάρρυνε να τη συνεχίσει. Τον Γενάρη του 1973, υπέβαλε τη "Carrie" στο Doubleday. Τον Μάρτη, το Doubleday αγόρασε το βιβλίο. Αυτό ήταν! Εγκατέλειψε τη διδασκαλία για ν' ακολουθήσει αποκλειστικά το γράψιμο. Από τότε, έχει δημιουργήσει πολυάριθμα διηγήματα και μυθιστορήματα που γίνανε ταινίες. Αποκαλείται 'Αρχοντας της φρίκης". Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 33 διαφορετικές γλώσσες και δημοσιεύονται σε πάνω από 35 χώρες. Υπάρχουν πάνω από 300 εκατομμύρια αντίτυπα δημοσιευμένων μυθιστορημάτων του. Συνεχίζει να ζει στο Μπανγκόρ του Maine με τη σύζυγο και τα 4 παιδιά του και γράφει στο σπίτι. Τον Ιούνη 1999, τραυματίστηκε σοβαρά σ' ένα ατύχημα που τον άφησε σε κρίσιμη κατάσταση με σοβαρό τραυματισμό στον πνεύμονα, σπασμένα πλευρά, σπασμένο πόδι κι ένα σοβαρά σπασμένο ισχίο. Μετά 3 βδομάδες ταλαιπωρίας πήρεν εξιτήριο από το κεντρικό ιατρικό κέντρο του Lewiston στο Maine.
Τα βιβλία του King στην Ελλάδα
Παρακάτω αναφέρονται οι τίτλοι των βιβλίων, ο εκδότης που τα κυκλοφόρησε ή κυκλοφορεί καθώς κι η χρονολογία τελευταίας έκδοσης τους.
ΤΙΤΛΟΣ ΕΚΔΟΤΗΣ /ΕΤΟΣ
1. Αδύνατος * Κέδρος/97 2. Η Αστυνομία Της Βιβλιοθήκης Επιλογή-Θύραθεν/95 3. Αϋπνία Bell/95 4. Aυτό Νέα Σύνορα/94 5. Η Αφιέρωση Επιλογή-Θύραθεν/94 6. Δρομέας * Κέδρος /97 7. Έργα Οδοποιίας * Κέδρος /97 8. Εφιάλτες & Ονειρότοποι (2 τόμοι) Βell /00 9. Το Καλοκαίρι Της Διαφθοράς Επιλογή-Θύραθεν/91 10. Καρδιές Στην Ατλαντίδα Bell /00 11. Κάρυ Επιλογή-Θύραθεν/92 12. Το Κοράκι Νέα Σύνορα/96 13. Κριστίν Bell/87 14. Κρυφό Παράθυρο-Μυστικός Κήπος Επιλογή-Θύραθεν/93 15. Η Μακριά Πορεία * Κέδρος/97 16. Το Μαύρο Σπίτι (με Πήτερ Στράουμπ) Bell/02 17. Μέθοδος Αναπνοών Επιλογή-Θύραθεν/93 18. Μίζερι Bell/03 19. Η Μπαλάντα Της Ελαστικής Σφαίρας Επιλογή-Θύραθεν/94 20. Νεκρή Ζώνη Bell/01 21. Ντεσπερέισον Bell/97 22. Ντολόρες Κλέιμπορν Νέα Σύνορα/94 23. Νυχτερινή Βάρδια Νέα Σύνορα/92 24. Νυχτερινή Πτήση 29 Επιλογή-Θύραθεν/94 25. Νυχτερίτες Bell/89 26. Όλα Είναι Δυνατά Bell/03 27. Η Ομίχλη Επιλογή-Θύραθεν/89 28. Ονειροπαγίδα Bell/02 29. Οργή * Κέδρος/98 30. Το Παιχνίδι Του Τζεράλντ Νέα Σύνορα/93 31. Το Πράσινο Μίλι Bell/00 32. Το Πρόσωπο Του Φόβου Bell/01 33. Πως Τελείωσε Όλο Το Μπάχαλο Επιλογή-Θύραθεν/94 34. Η Ρίτα Χαιήγουωρθ Στις Φυλακές Σαοσάνκ Επιλογή-Θύραθεν 35. Ρόους Μάντερ Bell/96 36. Σάκος Με Κόκαλα Bell/02 37. Σάλεμς Λότ Νέα Σύνορα/93 38. Σκοτεινά Οράματα (συλλογικό) Επιλογή-Θύραθεν 39. Το Σκυλί Της Πολαρόιντ Επιλογή-Θύραθεν 40. Στάσου Πλάι Μου Επιλογή-Θύραθεν/01 41. Το Φυλάχτο (με Πήτερ Στράουμπ) Bell/01 42. Τρέμω Στο 'Αγγιγμα Μου (συλλογικό) Anubis/01 43. Χρήσιμα Aντικείμενα Bell/93 44. Λάμψη (εξαντλημένο, σε 2 τόμους) Multieditions/82 45. Oι Ρυθμιστές * Bell/03 46. Kούτζο Bell/05 47. Ο Μαύρος Πύργος (7λογία)** Bell/04,05,06 48. Περί Συγγραφής Bell/06 49. Το Κινητό Bell/06 50. Η Ιστορία Της Λίσι Bell/07 51. Μπλέιζ * Bell/08 52. Ντούμα Κη Bell/09 53. Ιστορίες Του Λυκόφωτος Bell/10 54. Νεκρωταφίο Ζώων Bell/10 55. Ο Θόλος Bell/11
*Όσα φέρουν αστερίσκο, εκδοθήκανε με το ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μπάκμαν.
**Έχουνε κυκλοφορήσει και τα 7 βιβλία, "Ο Τελευταίος Πιστολέρο", "Το Κάλεσμα Των Τριών", "Ρημαγμένοι Τόποι", "Ο Μάγος Κι Η Γυάλινη Σφαίρα", "Οι Λύκοι Της Κάλα" , "Το Τραγούδι Της Σουζάννας" κι "Ο Μαύρος Πύργος".
Στον παρακάτω πίνακα αναφέρονται οι ταινίες που στηρίχτηκαν σε βιβλία του και προβλήθηκαν στην Ελλάδα, καθώς το έτος παραγωγής κι ο σκηνοθέτης τους: ____________________________________________ ΤΑΙΝΙΑ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κάρυ Brian de Palma 1976 Salem's Lot Tobe Hooper 1979 Λάμψη Stanley Kubrick 1980 Creepshow I George Romero 1982 Νεκρή Ζώνη John Carpenter 1983 Κούτζο Lewis Teague 1983 Κριστίν John Carpenter 1983 Παιδιά Του Καλαμποκιού Fritz Kiersch 1984 Δύναμη Πυρός Mark L. Lester 1984 Το Μάτι Tης Γάτας Lewis Teague 1985 Ασημένια Σφαίρα Daniel Attias 1985 Maximum Overdrive Stephen King 1986 Στάσου Πλάι Μου Rob Reiner 1986 Creepshow II Mickael Gornick 1987 Ο Δρομέας Paul M. Glaser 1987 Νεκροταφείο Ζώων Mary Lambert 1989 Μίζερι Rob Reiner 1990 Αυτό T. Lee Wallace 1990 Νυχτοβάτες Mick Garris 1992 Lawnmower Man Brett Leonard 1992 Χρήσιμα Αντικείμενα Clarke Heston 1993 The TommyKnockers John Powers 1993 To Πρόσωπο Του Φόβου George Romero 1993 Ρίτα Χαίηγουωρθ Frank Darabont 1994 Το Κοράκι Mick Garris 1994 Ντολόρες Κλέιμπορν Taylor Hackford 1994 Νυκτερινή Πτήση 29 Tom Holland 1995 Αδύνατος Tom Holland 1996 The Night Flier Marc Pavia 1997 Μαθήματα Φόβου Bryan Singer 1998 Η Καταιγίδα Του Αιώνα Craig R. Baxley 1999 Πράσινο Μίλι Frank Darabοnt 1999 Καρδιές Στην Ατλαντίδα Scott Hicks 2001 Ονειροπαγίδα Lawrence Kasdan 2002 Rose Red Graig R. Buxley 2002 Προάγγελος Θανάτου Mick Garris 2004 Salem's Lot (remake) Mickael Salomon 2004 1408 Mickael Xalfstroem 2007 Η Ομίχλη Frank Darabont 2007
Ασκώντας Tη (Σχεδόν) Χαμένη Τέχνη
Έχω γράψει κάμποσες φορές για τη χαρά της συγγραφής και δεν βλέπω κάποιο λόγο να αναφερθώ ξανά σ' αυτό το θέμα, όμως να μια εξομολόγηση: η επιχειρηματική του πλευρά είναι κάτι που απολαμβάνω επίσης, ένα τρελό χόμπι μου κατά κάποιον τρόπο. Μου αρέσει να παίζω μ' αυτή, να δοκιμάζω καινούριους τρόπους, να μεταπηδώ από το ένα μέσο στο άλλο. Έχω δοκιμάσει να φτιάξω οπτικά μυθιστορήματα (Η Καταιγίδα του Αιώνα, Ρόουζ Ρεντ), μυθιστορήματα σε συνέχειες (Το Πράσινο Μίλι) και μυθιστορήματα σε συνέχειες στο Ίντερνετ (Το Φυτό). Το ζήτημα δεν είναι να βγάλω περισσότερα λεφτά, ούτε ακριβώς να δημιουργήσω νέες αγορές· είναι να δοκιμάσω να δω στην πράξη και την τέχνη της συγγραφής με διαφορετικούς τρόπους, ανανεώνοντας έτσι τη διαδικασία και διατηρώντας τα δημιουργήματα -τις ιστορίες, με άλλα λόγια- όσο πιο ζωντανά γίνεται. Στην προηγούμενη πρόταση αρχικά πήγα να γράψω «διατηρώντας [τις ιστορίες] φρέσκες» και ύστερα έσβησα τη φράση, για να είμαι ειλικρινής. Θέλω να πω, ελάτε τώρα, κυρίες και κύριοι, ποιον θα μπορούσα να κοροϊδέψω τώρα πια, πέρα από τον ίδιο μου τον εαυτό; Πούλησα την πρώτη μου ιστορία όταν ήμουν είκοσι ενός ετών και τριτοετής στο πανεπιστήμιο. Τώρα είμαι πενήντα τεσσάρων κι έχω γράψει κάμποσες λέξεις στον υπολογιστή πάνω στον οποίο κρεμώ το καπελάκι μου των Ρεντ Σοξ. Η τέχνη της συγγραφής ιστοριών δεν είναι καινούρια για μένα εδώ και πολύ καιρό, όμως αυτό δεν σημαίνει πως έχει χάσει τη γοητεία της. Αν δεν βρίσκω τρόπους, όμως, για να τη διατηρώ ζωντανή και ενδιαφέρουσα, γρήγορα θα καταντήσει γέρικη και κουρασμένη. Δεν θέλω να συμβεί αυτό, γιατί δεν θέλω να κοροϊδεύω τον κόσμο που διαβάζει αυτά που γράφω (δηλαδή εσένα, αγαπητέ Σταθερέ Αναγνώστη), και δεν θέλω να κοροϊδεύω ούτε εμένα. Εν τέλει, σ' αυτή την υπόθεση είμαστε μαζί. Είναι το ραντεβού μας. Πρέπει να περάσουμε καλά μαζί, να χορέψουμε, να διασκεδάσουμε. Έτσι, έχοντας αυτό κατά νου, θα σας πω άλλη μια ιστορία. Η σύζυγός μου κι εγώ έχουμε δύο ραδιοφωνικούς σταθμούς, τον WZON-AM, που είναι αθλητικός, και τον WKIT-FM, με κλασικό ροκ (Το Ροκ του Μπάνγκορ, όπως τον λέμε). Το ραδιόφωνο είναι δύσκολη υπόθεση αυτή την εποχή, ειδικά σε μια αγορά σαν του Μπάνγκορ, όπου υπάρχουν πάμπολλοι σταθμοί και όχι αρκετοί ακροατές. Παίζουμε σύγχρονη κάντρι μουσική, κλασική κάντρι, παλιά τραγούδια, κλασικά παλιά τραγούδια, Ρας Λίμπο, Πολ Χάρβεϊ και Κέισι Κέισεμ. Οι σταθμοί του Στιβ και της Τάμπι Κινγκ είναι ζημιογόνοι εδώ και κάμποσα χρόνια -όχι πολύ ζημιογόνοι, όμως αρκετά ώστε να με ενοχλούν. Βλέπετε, μου αρέσει να είμαι νικητής, και, ενώ είχαμε το προβάδισμα στην ακροαματικότητα, στο τέλος της χρονιάς εμφανίζαμε έλλειμμα. Μου εξήγησαν πως δεν ήταν αρκετά τα έσοδα από τις διαφημίσεις στην αγορά του Μπάνγκορ, πως παραήταν πολλά τα κομμάτια στα οποία ήταν χωρισμένη η πίτα. Έτσι, είχα μια ιδέα. Σκέφτηκα να γράψω ένα θεατρικό έργο για το ραδιόφωνο, σαν εκείνα που άκουγα με τον παππού μου όταν μεγάλωνα (κι αυτός γερνούσε) στο Ντέραμ του Μέιν. Ένα θεατρικό για τη γιορτή του Χαλοουίν! Φυσικά, ήξερα για την περιβόητη -ή διαβόητη- ραδιοφωνική διασκευή του Πολέμου των Κόσμων για το Χαλοουίν στην εκπομπή Μέρκιουρι Θίατερ από τον Όρσον Γουέλς. Η ιδέα του Γουέλς, η ευφυέστατη ιδέα του Γουέλς, ήταν να παρουσιάσει την κλασική ιστορία εξωγήινης εισβολής του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς υπό μορφή δελτίων ειδήσεων και ανταποκρίσεων. Και είχε επιτυχία. Είχε τόση επιτυχία, που προκάλεσε πανικό σε όλη τη χώρα, και ο Γουέλς (ο Όρσον, όχι ο Χέρμπερτ Τζορτζ) αναγκάστηκε να ζητήσει δημοσίως συγνώμη στο Μέρκιουρι Θίατερ της επόμενης εβδομάδας. (Στοιχηματίζω πως το έκανε μ' ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του· τουλάχιστον ξέρω πως εγώ θα χαμογελούσα αν σκάρωνα ποτέ ένα τόσο δυνατό και πειστικό ψέμα.) Σκέφτηκα πως ό,τι είχε λειτουργήσει για τον Όρσον Γουέλς θα λειτουργούσε και για μένα. Αντί να ξεκινήσει με χορευτική μουσική από ορχήστρα, όπως η διασκευή του Γουέλς, το δικό μου έργο θα άρχιζε με τον Τεντ Νιούτζεντ να κλαψουρίζει στο «Cat Scratch Fever». Ύστερα, ένας εκφωνητής θα διέκοπτε το πρόγραμμα, ένας από τους κανονικούς συνεργάτες του WKIT. «Είμαι ο Τζέι-Τζει Γουέστ κι αυτές είναι οι ειδήσεις στον WKIT», θα έλεγε. «Βρίσκομαι στο κέντρο του Μπάνγκορ, όπου περίπου χίλιοι άνθρωποι συνωστίζονται στην Πίκερινγκ Σκουέαρ για να δουν ένα μεγάλο ασημί αντικείμενο με σχήμα δίσκου, που κατεβαίνει προς το έδαφος… μισό λεπτό, αν σηκώσω το μικρόφωνο, μπορεί να το ακούσετε». Κι έτσι θα «σκίζαμε». Θα χρησιμοποιούσαμε τις τεχνικές δυνατότητες του σταθμού μας για να παραγάγουμε τα ηχητικά εφέ, ντόπιους ηθοποιούς για τους ρόλους… και το καλύτερο; Το καλύτερο απ' όλα; Θα ηχογραφούσαμε το αποτέλεσμα και θα το πουλούσαμε σε σταθμούς σε όλη τη χώρα! Το κέρδος, σκέφτηκα (κι ο λογιστής μου συμφώνησε), θα ήταν «εισόδημα ραδιοφωνικού σταθμού» και όχι «εισόδημα από δημιουργική γραφή». Ήταν ένας τρόπος να ξεπεράσουμε το πρόβλημα των λιγοστών εσόδων από τις διαφημίσεις και, στο τέλος της χρονιάς, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί θα μπορούσαν επιτέλους να είναι επικερδείς. Η ιδέα για το ραδιοφωνικό θεατρικό έργο ήταν συναρπαστική, όπως κι η προοπτική να βοηθήσω με το συγγραφικό μου ταλέντο τους σταθμούς μου να γίνουν επικερδείς. Και τι συνέβη; Δεν μπόρεσα να το κάνω, να τι. Προσπάθησα και ξαναπροσπάθησα, όμως ό,τι κι αν έγραψα ήταν σαν αφήγηση. Όχι σαν θεατρικό, κάτι που βλέπεις να εκτυλίσσεται ολοζώντανο στη φαντασία σου (όσοι είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να θυμούνται ραδιοφωνικά προγράμματα όπως το Σασπένς και το Γκάνσμοουκ θα καταλάβουν τι εννοώ), αλλά σαν βιβλίο σε κασέτα. Είμαι βέβαιος πως, παρ' όλα αυτά, θα κατορθώναμε να το πουλήσουμε σε κάποιους σταθμούς και να βγάλουμε μερικά λεφτά, όμως ήξερα πως δεν θα γινόταν επιτυχία. Θα κορόιδευε τον ακροατή. Είχε ναυαγήσει και δεν ήξερα πώς να το ανελκύσω. Η συγγραφή θεατρικών έργων για το ραδιόφωνο είναι, πιστεύω, μια χαμένη τέχνη. Έχουμε χάσει την ικανότητα να βλέπουμε με τ' αυτιά μας, αν και κάποτε την είχαμε. Θυμάμαι να ακούω κάποιον τύπο στο ραδιόφωνο να χτυπά τις αρθρώσεις των δαχτύλων του σ' ένα κούφιο κομμάτι ξύλο… και βλέπω ολοκάθαρα τον Ματ Ντίλον να βαδίζει με τις σκονισμένες του μπότες προς το μπαρ του Λονγκ Μπραντς Σαλούν. Αυτό δεν υπάρχει πια. Εκείνη η εποχή έχει περάσει. Η συγγραφή θεατρικών έργων στο σαιξπηρικό ύφος -κωμωδίες και τραγωδίες σε ανομοιοκατάληκτους στίχους- είναι επίσης μια τέχνη που έχει χαθεί. Ο κόσμος πηγαίνει ακόμη να δει τις πανεπιστημιακές παραστάσεις του Άμλετ και του Βασιλιά Ληρ, αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς, πόση επιτυχία πιστεύετε πως θα είχαν στην τηλεόραση, μπροστά στον Πιο Αδύναμο Κρίκο ή το Σορβάιβερ Νο 5: Ναυαγοί στη Σελήνη, ακόμη κι αν έπαιζε ο Μπραντ Πιτ τον 'Aμλετ κι ο Τζακ Νίκολσον τον Πολώνιο; Και παρότι ο κόσμος εξακολουθεί να πηγαίνει σε ελισαβετιανά θεατρικά έργα όπως ο "Βασιλιάς Ληρ" κι ο "Μάκβεθ", η απόλαυση μιας μορφής τέχνης απέχει έτη φωτός από την ικανότητα δημιουργίας αντίστοιχων καινούριων έργων. Κάπου κάπου γίνονται προσπάθειες να ανέβουν έργα σε ανομοιοκατάληκτους στίχους, εντός και εκτός Μπρόντγουεϊ. Μοιραία, αποτυγχάνουν. Η ποίηση δεν είναι χαμένη τέχνη. Η ποίηση είναι καλύτερη από ποτέ. Φυσικά, υπάρχει το συνηθισμένο τσούρμο ηλιθίων (όπως αυτοαποκαλούνταν οι συνεργάτες του περιοδικού Mad) που κρύβονται πίσω από τη μεγαλοστομία τους, έχοντας μπερδέψει την εκζήτηση με τη μεγαλοφυΐα, όμως υπάρχουν και οι αληθινά λαμπροί ποιητές. Αν δεν με πιστεύετε, ρίξτε μια ματιά στα λογοτεχνικά περιοδικά στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας. Για κάθε έξι ανόητα ποιήματα, θα βρείτε ένα δυο καλά. Και αυτό, πιστέψτε με, είναι μια πολύ καλή αναλογία σκουπιδιών-θησαυρών. Το διήγημα, επίσης, δεν είναι χαμένη τέχνη, όμως θα έλεγα πως είναι πολύ πιο κοντά από την ποίηση στο χείλος του βαράθρου της λήθης. Όταν πούλησα το πρώτο μου διήγημα, στο υπέροχα μακρινό παρελθόν, δηλαδή το 1968, ήδη θρηνούσα για τη σταθερή εξαφάνιση της αγοράς του διηγήματος: τα φτηνά λαϊκά περιοδικά είχαν χαθεί, τα περιοδικά-συλλογές χάνονταν, τα εβδομαδιαία έντυπα (όπως το Saturday Evening Post) ψυχορραγούσαν. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, έχω δει την αγορά του διηγήματος να συρρικνώνεται κι άλλο. Ο Θεός να ευλογεί τα μικρά περιοδικά, στα οποία νέοι συγγραφείς μπορούν ακόμη να δημοσιεύσουν τα διηγήματά τους με αμοιβή κάποια αντίτυπα του περιοδικού, ο Θεός να ευλογεί τους συντάκτες που εξακολουθούν να διαβάζουν ό,τι ανοησίες τούς στέλνουν (και μάλιστα μετά από όλο αυτό τον πανικό με τον άνθρακα το 2001), και ο Θεός να ευλογεί τους εκδότες που περιστασιακά δίνουν ακόμη το πράσινο φως για κάποια ανθολογία αδημοσίευτων διηγημάτων, όμως δεν θα χρειαστεί να σπαταλήσει ο Θεός όλη του τη μέρα -ακόμη και το διάλειμμά του για καφέ- ευλογώντας τους. Δέκα δεκαπέντε λεπτά αρκούν. Είναι λιγοστοί, και κάθε χρόνο λιγοστεύουν κι άλλο. Το περιοδικό Story, που έδειχνε με το φως του το δρόμο στους νέους συγγραφείς (όπως τον έδειξε και σ' εμένα, κι ας μη δημοσίευσα ποτέ κάποια ιστορία μου εκεί), δεν υπάρχει πια. Το Amazing Stories επίσης δεν υπάρχει, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να κυκλοφορήσει ξανά. Ενδιαφέροντα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας σαν το Βέρτεξ δεν υπάρχουν πια, και, φυσικά, τα περιοδικά τρόμου όπως το Creepy και το Eerie. Είναι πολύς ο καιρός που αυτά τα υπέροχα περιοδικά έχουνε πάψει να κυκλοφορούν. Κατά διαστήματα έχουν γίνει προσπάθειες να εκδοθούν ξανά· τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, γίνεται μια τέτοια προσπάθεια για το Weird Tales. Συνήθως αποτυγχάνουν. Είναι σαν εκείνα τα θεατρικά έργα σε ανομοιοκατάληκτους στίχους, που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν εν ριπή οφθαλμού. Όταν χαθεί κάτι, χάνεται οριστικά και δεν υπάρχει τρόπος να αναστηθεί. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να γράφω διηγήματα, εν μέρει γιατί οι ιδέες εξακολουθούν να ξεπηδούν στο μυαλό μου κάπου κάπου -όμορφες, σύντομες, συμπυκνωμένες ιδέες, που φωνάζουν για τρεις χιλιάδες λέξεις, ίσως για εννέα χιλιάδες, το πολύ για δεκαπέντε- κι εν μέρει γιατί είναι ένας τρόπος να επιβεβαιώνω, τουλάχιστον στον εαυτό μου, πως δεν ξεπουλήθηκα, ό,τι κι αν πιστεύουν οι πιο σκληροί επικριτές μου. Ένα διήγημα μοιάζει με το μοναδικό χειροποίητο κομμάτι που αγοράζει κανείς στο μαγαζί ενός τεχνίτη. Αν έχει δηλαδή την υπομονή να περιμένει καθώς φτιάχνεται με το χέρι στο πίσω δωμάτιο-εργαστήρι. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να προωθούνται τα διηγήματα στην αγορά με τις παλαιές, πατροπαράδοτες μεθόδους, μόνο και μόνο γιατί τα ίδια τα διηγήματα φτιάχνονται με αυτό τον τρόπο, ούτε υπάρχει λόγος να θεωρούμε, όπως κάνουν τόσοι στενόμυαλοι κριτικοί, πως ο τρόπος με τον οποίο πωλείται ένα λογοτέχνημα μολύνει ή υποβιβάζει, κατά κάποιον τρόπο, το ίδιο το προϊόν. Εν προκειμένω αναφέρομαι στη «Σφαίρα του Τρόμου», που σίγουρα ήταν από τις πιο παράξενες εμπειρίες που είχα όσον αφορά την προώθηση του έργου μου στην αγορά, και δείχνει αυτό που προσπαθώ να πω εδώ: πως ό,τι έχει χαθεί δεν μπορεί εύκολα να ανακτηθεί, πως, όταν φτάσουν πια τα πράγματα σε ένα συγκεκριμένο σημείο, η εξαφάνιση είναι μάλλον αναπόφευκτη, αλλά πως μια νέα προοπτική σε μια από τις πλευρές της δημιουργικής γραφής -την εμπορική- μπορεί κάποιες φορές να αναζωογονήσει το σύνολο. Η «Σφαίρα Του Τρόμου» γράφτηκε μετά το Για τη Συγγραφή κι ενώ ανάρρωνα ακόμη από ένα ατύχημα που μ' έκανε να υποφέρω σωματικά σχεδόν διαρκώς. Το γράψιμο με βοήθησε να ξεχάσω τους πιο έντονους από αυτούς τους πόνους· ήταν (και συνεχίζει να είναι) το καλύτερο παυσίπονο στο περιορισμένο μου οπλοστάσιο. Η ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ ήταν η πεμπτουσία της απλότητας· για την ακρίβεια, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια ιστορία με φαντάσματα που αφηγείται κάποιος στην παρέα του ένα βράδυ δίπλα στη φωτιά. Ήταν η ιστορία Αυτού Που Έκανε Οτοστόπ Και Τον Πήρε Με Το Αμάξι Του Ένας Νεκρός. Καθώς έγραφα την ιστορία μου στον πλασματικό κόσμο της φαντασίας μου, το μπαλόνι του www.com φούσκωνε στον εξίσου πλασματικό κόσμο του ηλεκτρονικού εμπορίου. Μία πλευρά του ήταν το λεγόμενο ηλεκτρονικό βιβλίο, το οποίο, σύμφωνα με κάποιους, θα σήμαινε το τέλος των βιβλίων όπως τα ξέραμε μέχρι τώρα, ως προϊόντα βιβλιοδεσίας, με σελίδες που τις γύριζες με το χέρι (και που κάποιες φορές ξεκολλούσαν κι έπεφταν αν η κόλλα ήταν αδύναμη ή το δέσιμο παλιό). Στις αρχές του 2000, εκδηλώθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για ένα δοκίμιο του 'Αρθουρ Κλαρκ, που δημοσιεύτηκε μονάχα στον κυβερνοχώρο. Ωστόσο, ήταν εξαιρετικά σύντομο (σαν να φιλάς την αδερφή σου· αυτό σκέφτηκα όταν το πρωτοδιάβασα). Το διήγημά μου, όταν τελείωσε, ήταν αρκετά μακροσκελές. Η Σούζαν Μόλντοου, η επιμελήτριά μου στον οίκο Σκρίμπνερ (ως οπαδός των X-Files, την αποκαλώ πράκτορα Μόλντοου… μαντέψτε γιατί), μου τηλεφώνησε μια μέρα ύστερα από παρότρυνση του Ραλφ Βισινάντσα και με ρώτησε αν είχα τίποτε που θα ήθελα να προωθήσω στην ηλεκτρονική αγορά. Της έστειλα τη «Σφαίρα Του Τρόμου» κι οι τρεις μας -η Σούζαν, ο Σκρίμπνερ κι εγώ- γράψαμε κατά κάποιον τρόπο ιστορία στο χώρο των εκδόσεων. Κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι «κατέβασαν» το διήγημα και κατέληξα να κερδίσω τόσα χρήματα, που ένιωσα αμηχανία. (Μόνο που αυτό είναι ψέμα -δεν ένιωσα καθόλου αμηχανία.) Ακόμη και τα δικαιώματα για την κυκλοφορία του σε audio ξεπέρασαν τα εκατό χιλιάδες δολάρια, που είναι ένα κωμικά υπέρογκο ποσό. Τί κάνω, καυχιέμαι; Σας κάνω τον έξυπνο; Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Επίσης, όμως, έχω να σας πω ότι η «Σφαίρα Του Τρόμου» με τρέλανε. Συνήθως, όταν βρίσκομαι σε μια από αυτές τις ψυχρές-μοντέρνες αίθουσες κάποιου αεροδρομίου, οι υπόλοιποι γύρω μου με αγνοούν· παραείναι απασχολημένοι με το να μιλούν στο τηλέφωνο ή να κλείνουν συμφωνίες στο μπαρ. Πράγμα που δεν με πειράζει καθόλου. Κάπου κάπου, με ζυγώνει κάποιος και μου ζητά το αυτόγραφό μου σε μια χαρτοπετσέτα, για τη σύζυγό του. Η σύζυγος -θεωρούν συνήθως χρέος τους να με πληροφορήσουν αυτοί οι καλοντυμένοι τύποι με τους χαρτοφύλακες- έχει διαβάσει όλα τα βιβλία μου. Οι ίδιοι, από την άλλη, δεν έχουν διαβάσει κανένα, κάτι που θεωρούν επίσης χρέος τους να μου πουν. Είναι πολύ απασχολημένοι. Έχουν διαβάσει το Οι Επτά Συνήθειες των Εξαιρετικά Αποτελεσματικών Ανθρώπων, το Ποιος Πήρε το Τυρί Μου;, την προτεσταντική Προσευχή του Ιαβής και τίποτ' άλλο. Πρέπει να βιαστώ, πρέπει να τρέξω, σε τέσσερα πέντε χρονάκια έχω ραντεβού με το έμφραγμα και θέλω να 'μαι σίγουρος πως θα είμαι εκεί παρέα με τις μετοχές μου. Μετά τη δημοσίευση της «Σφαίρας του Τρόμου» σε ηλεκτρονική μορφή (με εξώφυλλο, με το σήμα του Σκρίμπνερ, με τα πάντα), αυτό άλλαξε. Με πολιορκούσαν στις αίθουσες των αεροδρομίων, μέχρι και στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βοστόνης. Με στρίμωχναν στο δρόμο. Για λίγο, βρέθηκα να απορρίπτω προσκλήσεις για τρία τοκ σόου την ημέρα (περίμενα πότε θα με καλούσε και ο Τζέρι Σπρίνγκερ, όμως δεν τηλεφώνησε ποτέ). Μέχρι που έγινα εξώφυλλο στο Τάιμ, και οι Νιου Γιορκ Τάιμς μίλησαν από καθέδρας για την υποτιθέμενη επιτυχία της «Σφαίρας του Τρόμου» και την υποτιθέμενη αποτυχία του ηλεκτρονικού διαδόχου της με τίτλο Το Φυτό. Θεέ μου, μπήκα μέχρι και στην πρώτη σελίδα της Γουόλ Στρητ Τζέρναλ. Άθελά μου, είχα γίνει μεγιστάνας. Και τί με τρέλαινε; Τί έκανε όλα αυτά να φαίνονται τόσο μάταια; Μα το ότι κανένας δεν νοιαζόταν για το διήγημα. Διάβολε, κανένας δεν ρώτησε ποτέ για το διήγημα, και ξέρετε κάτι; Είναι αρκετά καλό, αν μπορώ να μιλήσω ο ίδιος για κάτι δικό μου. Απλό αλλά ψυχαγωγικό. Αν σας έκανε να σβήσετε την τηλεόραση, για μένα προσωπικά αυτό είναι απόλυτη επιτυχία (όπως το ίδιο ισχύει για τα υπόλοιπα διηγήματα σ' αυτή τη συλλογή). Ύστερα από τη "Σφαίρα Του Τρόμου", όμως, το μόνο που ήθελαν να μάθουν οι τύποι με τις γραβάτες ήταν «Πώς τα πηγαίνει; Πουλάει;» Πώς να τους πω πως δεν μου καιγόταν καρφί για το πώς τα πήγαινε στην αγορά, πως αυτό που με ένοιαζε ήταν πώς τα πήγαινε στη καρδιά του αναγνώστη; Εκεί πετύχαινε; Αποτύχαινε; Το ένιωθε ο αναγνώστης μέσα του; Προκαλούσε αυτές τις μικρές ανατριχίλες που είναι ο λόγος ύπαρξης της ιστορίας τρόμου; Σταδιακά συνειδητοποίησα πως επρόκειτο για ένα ακόμη βήμα προς τη δημιουργική παρακμή, ένα ακόμη βήμα άλλης μιας τέχνης που μπορεί να βρίσκεται στο δρόμο για την εξαφάνιση. 'πάρχει κάτι αλλόκοτα παρακμιακό στο να εμφανίζεσαι στο εξώφυλλο ενός μεγάλου περιοδικού απλώς επειδή χρησιμοποίησες έναν εναλλακτικό τρόπο προώθησης στην αγορά. Και υπάρχει κάτι ακόμη πιο αλλόκοτο στο να συνειδητοποιείς πως όλοι αυτοί οι αναγνώστες μπορεί να ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για την καινοτομία του ηλεκτρονικού περιτυλίγματος παρά για το τι υπήρχε μέσα από το περιτύλιγμα. Θέλω να μάθω πόσοι από τους αναγνώστες που «κατέβασαν» τη «Σφαίρα Του Τρόμου» όντως διάβασαν τη «Σφαίρα Του Τρόμου»; Δεν θέλω. Μπορεί να απογοητευτώ βαθιά. Το ηλεκτρονικό βιβλίο μπορεί να είναι ή να μην είναι το βιβλίο του μέλλοντος. Γι' αυτό δεν μου καίγεται καρφί, πιστέψτε με. Για μένα, το να ακολουθήσω αυτόν το δρόμο ήταν απλώς άλλος ένας τρόπος να συνεχίσω να γράφω ιστορίες κι αυτές οι ιστορίες να φτάνουν σε όσο πιο πολύ κόσμο είναι δυνατόν. Αυτό το βιβλίο μάλλον θα καταλήξει για λίγο στους καταλόγους των μπεστ σέλερ· από αυτή την άποψη έχω σταθεί πολύ τυχερός. Αν το δείτε όμως εκεί, θα σας συμβούλευα να αναρωτηθείτε πόσα άλλα βιβλία με διηγήματα καταλήγουν στους καταλόγους των μπεστ σέλερ στη διάρκεια μιας οποιασδήποτε χρονιάς και για πόσο διάστημα θα συνεχίσουν οι εκδότες να εκδίδουν βιβλία ενός είδους που δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους αναγνώστες. Για μένα, όμως, υπάρχουν λιγοστές απολαύσεις τόσο υπέροχες όσο το να κάθομαι στην αγαπημένη μου πολυθρόνα μια παγερή βραδιά, μ' ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι, να ακούω τον αέρα έξω και να διαβάζω μια καλή ιστορία που, μέχρι να ξαπλώσω, θα την έχω τελειώσει. Η συγγραφή τους δεν είναι τόσο απολαυστική. Δεν μπορώ να θυμηθώ παρά δύο διηγήματα σ' αυτή τη συλλογή -το «Όλα Είναι Δυνατά» και το «Η Περί Κατοικίδιων Θεωρία του Λ. Τ.»- που γράφτηκαν δίχως πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια από το συγκριτικά πενιχρό αποτέλεσμα. Κι όμως, πιστεύω πως πέτυχα να διατηρήσω την τέχνη μου φρέσκια, τουλάχιστον για μένα, κυρίως γιατί αρνούμαι να περάσει μια χρονιά δίχως να γράψω τουλάχιστον ένα δυο διηγήματα. Όχι για τα λεφτά, ούτε ακριβώς από αγάπη, αλλά ως χρέος. Γιατί, αν θέλεις να γράφεις διηγήματα, πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω από το να το σκέφτεσαι. Δεν είναι σαν να κάνεις ποδήλατο, αλλά σαν να ασκείσαι στο γυμναστήριο. Έχεις δύο επιλογές: είτε το κάνεις είτε το χάνεις. Το να τα βλέπω συγκεντρωμένα εδώ είναι μεγάλη χαρά για μένα. Ελπίζω να είναι και για σας. Πείτε το μου στο www.stephenking.com, και μπορείτε επίσης να κάνετε κάτι άλλο για μένα (και για σας): αν απολαύσετε αυτά τα διηγήματα, αγοράστε και κάποια άλλη συλλογή. Το Sam the Cat του Μάθιου Κλαμ, για παράδειγμα, ή το The Hotel Eden του Ρον Κάρλσον. Αυτοί είναι μονάχα δύο από τους καλούς συγγραφείς που παράγουν αληθινά καλό έργο και, παρότι έχουμε πλέον μπει στον 21ο αιώνα, το κάνουν με τον παλιό τρόπο, λέξη λέξη. Η μορφή με την οποία εμφανίζεται το έργο τους τελικά δεν το αλλάζει αυτό. Αν νοιάζεστε, στηρίξτε τους. Κι η καλύτερη μέθοδος για να τους στηρίξετε, επίσης, δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα: διαβάστε τις ιστορίες τους. Θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους ανθρώπους που διάβασαν τις δικές μου: τον Μπιλ Μπάφορντ στο Νιου Γιόρκερ· τη Σούζαν Μόλντοου στον Σκρίμπνερ· τον Τσακ Βέριλ, που έχει επιμεληθεί τόσα από τα έργα μου όλα αυτά τα χρόνια· τον Ραλφ Βισινάντσα, τον 'Αρθουρ Γκριν, τον Γκόρντον Βαν Γκέλντερ και τον Εντ Φέρμαν στο Μάγκαζιν οφ Φάντασι εντ Σάιενς Φίκσιον, τον Νάι Γουίλντεν στο Καβαλίερ και το μακαρίτη τον Ρόμπερτ Α. Γ. Λόουντς, που αγόρασε εκείνο το πρώτο διήγημα το '68. Κι επίσης -το σημαντικότερο- τη σύζυγό μου, Τάμπιθα, που παραμένει η αγαπημένη μου Σταθερή Αναγνώστρια. Όλοι αυτοί είναι άνθρωποι που έχουν προσπαθήσει και εξακολουθούν να προσπαθούν για να μη γίνει το διήγημα μια χαμένη τέχνη. Όπως προσπαθώ κι εγώ. Και -ανάλογα με το τι αγοράζεις (κι επομένως επιλέγεις να στηρίξεις) και το τι διαβάζεις- όπως προσπαθείς κι εσύ. Εσύ, πρώτος απ' όλους, Σταθερέ Αναγνώστη. Πάντα Εσύ.
Στέφεν Κινγκ Μπάνγκορ, Μέιν 11 Δεκεμβρίου 2001
Λίγα Λόγια
Πολλοί τον έχουν αποκαλέσει «βασιλιά του φόβου», ενώ άλλοι τονε θεωρούν ως τον μεγαλύτερο σύγχρονο Αμερικανό συγγραφέα ιστοριών τρόμου. Το σίγουρο πάντως είναι, πως εκατομμύρια αναγνώστες σ' όλο τον κόσμο, έχουνε διαβάσει κάποια ιστορία του κι ακόμα περισσότεροι έχουν ακουστά τ' όνομα του, απ' τις συχνές αναφορές στον διεθνή περιοδικό τύπο ή από ταινίες που βασιστήκανε σ' ιστορίες του και κυρίως από τα βιβλία που επανεκδίδονται συχνά ανά την υφήλιο. Ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο τι φοβίζει τον αναγνώστη και γιατί και του προσφέρει σε μεγάλες δόσεις στα κείμενα του. Ο ίδιος επισημαίνει τις προθέσεις του: «Αναγνωρίζω τον τρόμο ως το πιο εκλεπτυσμένο συναίσθημα και γι' αυτό προσπαθώ να τρομοκρατήσω τον αναγνώστη. Αν όμως καταλάβω πως δε μπορώ να τον τρομάξω, τότε προσπαθώ να τον κάνω να φρικιάσει. Κι αν καταλάβω πως δε μπορώ ούτε να τον κάνω να αισθανθεί φρίκη, τότε προσπαθώ να τον κάνω να νιώσει απέχθεια». Κατά καιρούς έχει ειπωθεί και εν μέρει είν' αληθές, ότι ο Stephen King με τα έργα του ξορκίζει τους δαίμονες που κατοικούν στο μυαλό του και κυρίως απομακρύνει τις εμμονές που φωλιάζουν στις σκέψεις του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το βιβλίο "Misery" (1985), που ένας δημοφιλής συγγραφέας αιχμαλωτίζεται και βασανίζεται από μια φανατική θαυμάστρια των κειμένων του και παρανοϊκή νοσοκόμα. Όπως και να 'χει πάντως, ο Stephen King χρησιμοποιεί τον τρόμο κι ως «όχημα», για να δημιουργήσει μυθιστορηματικούς κόσμους, που με ύφος απλό και περίτεχνες περιγραφές στηλιτεύει την αμερικανική κοινωνία ειδικότερα και τον άσχημο κόσμο που ζούμε γενικότερα, ενώ ταυτόχρονα αυτή την ασκήμια, αντί να τη καταπραΰνει, τη μεγεθύνει, μπολιάζοντάς τη με γερές δόσεις τρόμου και μυστηρίου. Το στοιχείο που κάνει τα βιβλία του να 'ναι τόσον επιτυχημένα και τόσο δημοφιλή σ' ένα ευρύτερο φάσμα αναγνωστών, είν' η αναλυτική περιγραφή κι η ακρίβεια λόγου που χρησιμοποιεί, που σε συνδυασμό με την επικαιρότητα της εποχής, καθιστούν και τις πλέον υπερφυσικές ιστορίες, πέρα για πέρα αληθοφανείς.
Σιδέρης Ντιούδης Για το Λέξημα (Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό "Υποβρύχιο", τχ. 13, Οκτώβρης 2003)
_______________________________________________________________________
-«Ήρθα σε σας γιατί θέλω να πω την ιστορία μου», είπε ο ξαπλωμένος στον καναπέ του δόκτορα Χάρπερ, άντρας. Ονομαζόταν Λέστερ Μπίλινγκς, από το Γουοτερμπέρι του Κονέκτικατ. Σύμφωνα με το ιστορικό που του είχε πάρει η αδελφή Βίκερς, ήταν είκοσι οχτώ ετών, υπάλληλος σε επιχείρηση της Νέας Υόρκης, χωρισμένος, πατέρας τριών παιδιών. Όλα τους νεκρά. «Δε μπορώ να πάω σε ιερέα γιατί δεν είμαι καθολικός. Δε μπορώ να πάω σε δικηγόρο γιατί δεν έχω κάνει τίποτα που να χρειάζομαι τις συμβουλές του. Το μόνο που έκανα εγώ ήταν να σκοτώσω τα παιδιά μου. Ένα-ένα. Και τα τρία». Ο Δρ. Χάρπερ άνοιξε το μαγνητόφωνο. Ο Μπίλινγκς πλάγιαζε άκαμπτος σα ραβδί, προσπαθώντας να μη χαλαρώσει ούτε μόριο του κορμιού του. Τα πόδια του προεξείχαν από την μιαν άκρη. Η εικόνα ιού ανθρώπου που υφίσταται αναγκαστική ταπείνωση. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στο στήθος, σαν του νεκρού, το πρόσωπό του προσεχτικά ανέκφραστο. Κοιτούσε την απλή λευκή οροφή σα να 'βλεπε παραστάσεις και σκηνές αόρατες στους άλλους. -«Εννοείτε ότι τα δολοφονήσατε ή ...-» -«Όχι». Ανυπόμονη κίνηση του χεριού. «Αλλά ήμουν υπεύθυνος. Το 1967 για το Ντένι. Το 1971 για την Σιρλ. Και φέτος για τον 'Αντι. Θέλω να σου πω πώς έγινε». Ο Δρ. Χάρπερ δεν απάντησε. Ο Μπίλινγκς του φαινόταν γερασμένος πριν την ώρα του, τσακισμένος. Τα μαλλιά του ήταν αραιά, το δέρμα του ωχρό. Τα μάτια του έκρυβαν όλα τα θλιβερά μυστικά του ουίσκι. «Δολοφονήθηκαν, κατάλαβες; Μόνο που κανείς δε το πιστεύει. Αν το πίστευαν, δε θα υπήρχε πρόβλημα». -«Πώς κι έτσι;» -«Γιατί...» Ο Μπίλινγκς σώπασε κι ανακάθισε στον καναπέ. Κάρφωσε το βλέμμα του στον απέναντι τοίχο. «Τι είναι αυτό;» γάβγισε. Τα μάτια του έγιναν δυο μαύρες σχισμές. -«Ποιο;» -«Εκείνη η πόρτα». -«Η ντουλάπα που κρεμάω το πανωφόρι κι αφήνω τις γαλότσες μου», είπε ο Δρ. Χάρπερ. -«'Ανοιξέ τη. Θέλω να δω». Ο Δρ. Χάρπερ σηκώθηκε αμίλητος, διέσχισε το δωμάτιο, άνοιξε τη ντουλάπα. Ένα μπεζ αδιάβροχο κρεμόταν σε μια από τις τέσσερις-πέντε κρεμάστρες. Από κάτω στέκονταν ένα ζευγάρι γυαλιστερές γαλότσες. Στη μια ήταν χωμένοι οι Τάιμς της Νέας Υόρκης. Τίποτ' άλλο. -«Ικανοποιημένος;» ρώτησε ο Δρ. Χάρπερ. -«Εντάξει». Ο Μπίλινγκς ξαναπήρε την αρχική του στάση. -«Λέγατε», είπε ο Δρ. Χάρπερ, επιστρέφοντας στη πολυθρόνα του, «ότι αν μπορούσαν ν' αποδειχτούν οι δολοφονίες των παιδιών σας, η ταλαιπωρία σας θα τελείωνε. Για ποιο λόγο;» -«Γιατί θα πήγαινα φυλακή», είπε ο Μπίλινγκς χωρίς να διστάσει. «Ισόβια. Και στη φυλακή τα βλέπεις όλα, κατάλαβες; Τα κελιά έχουνε κάγκελα, όχι τοίχους». Χαμογέλασε στο κενό. -«Πώς δολοφονήθηκαν τα παιδιά σας;» Ο Μπίλινγκς στράφηκε και αγριοκοίταξε τον Χάρπερ. -«Θα σου πω, μην ανησυχείς. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους βλαμμένους σου. Δε θα σου παραστήσω τον Ναπολέοντα, ούτε θα σου κλαφτώ πως άρχισα την ηρωίνη γιατί δε μ' αγαπούσε η μητέρα μου. Ξέρω ότι δε θα με πιστέψεις. Δε με νοιάζει. Δεν έχει σημασία. Και μόνο να τα πω φτάνει». -«Σας ακούω». Ο Δρ. Χάρπερ έβγαλε την πίπα του. -«Παντρεύτηκα το 1965 τη Ρίτα. Ήμουν τότε είκοσι ένα κι εκείνη δέκα οχτώ. Την είχα αφήσει έγκυο. Στον Ντένι». Τα χείλη του συσπάστηκαν σ' ένα σκληρό, τρομακτικό χαμόγελο, που έσβησε αμέσως. «Αναγκάστηκα να παρατήσω το πανεπιστήμιο και να βρω δουλειά, αλλά δε με πείραζε. Τους αγαπούσα και τους δύο. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Η Ρίτα έμεινε ξανά έγκυος λίγο μετά τη γέννηση του Ντένι κι η Σιρλ μας ήρθε το Δεκέμβρη του 1966. Ο 'Αντι έγινε κατά λάθος. Έτσι τουλάχιστον είπε η Ρίτα. Εγώ πιστεύω ότι το είχε προσχεδιάσει. Τα παιδιά δεσμεύουν τον άντρα, κατάλαβες; Κι αυτό αρέσει στις γυναίκες, ιδιαίτερα όταν ο άντρας είναι πιο έξυπνος απ' αυτές. Καλά τα λέω;» Ο Δρ. Χάρπερ μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. «Δεν έχει σημασία όμως. Έτσι κι αλλιώς τον αγαπούσα». Μίλησε σχεδόν εκδικητικά, σα να 'χε αγαπήσει το παιδί για να φουρκίσει τη γυναίκα του. -«Ποιος σκότωσε τα παιδιά;» ρώτησε ο Χάρπερ. -«Ο μπαμπούλας», απάντησε με σιγουριά ο Λέστερ Μπίλινγκς. «Ο μπαμπούλας τα σκότωσε όλα. Βγήκε από τη ντουλάπα και τα σκότωσε». Ανασάλεψε και χασκογέλασε. «Νομίζεις ότι είμαι τρελός. Το βλέπω στη φάτσα σου. Αλλά δε με νοιάζει. Το μόνο που θέλω είναι να στα πω και μετά να σηκωθώ να φύγω». -«Ακούω», είπε ο Δρ. Χάρπερ. -«Όλα άρχισαν όταν ο Ντένι ήταν σχεδόν δύο χρονών κι η Σιρλ ακόμη μωρουδάκι. Έκλαιγε όταν η Ρίτα τον έβαζε να κοιμηθεί. Το σπίτι μας είχε δυο κρεβατοκάμαρες, κατάλαβες; Η Σιρλ κοιμόταν στη κούνια της, μαζί μας. Στην αρχή νόμισα πως έκλαιγε γιατί δε του δίναμε το μπιμπερό στο κρεβάτι. Η Ρίτα είπε να μη το κάνω θέμα, να συνεχίσω να του το δίνω, θα το ξεπερνούσε μόνος του. Αλλά έτσι κακομαθαίνουν τα παιδιά, κατάλαβες; Η ανεκτικότητα τα καταστρέφει κι όταν μεγαλώνουν σου ραγίζουν τη καρδιά. Γκαστρώνουν καμιά τσούλα ή τη πέφτουν στη πρέζα. Ή γίνονται αδελφές. Φαντάζεσαι να ξυπνήσεις ένα πρωί και να δεις το γιο σου πούστη; Όταν όμως είδα πως ο καιρός περνούσε κι ο πιτσιρικάς δεν έλεγε να σταματήσει, άρχισα να τον βάζω εγώ για ύπνο. Όταν έκλαιγε, του 'δινα μια στον κώλο. Η Ρίτα επέμενε ότι έλεγε "φως". Εγώ πού να ξέρω; Όταν είναι τόσο μικρά, μόνο οι μανάδες τα καταλαβαίνουν. «Η Ρίτα ήθελε να του βάλει φωτάκι. Ξέρεις, απ' αυτά που προσαρμόζονται κατευθείαν στον τοίχο και μοιάζουν με τον Μίκυ Μάους ή τον Πλούτο, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Δε την άφησα. Αν το παιδί δε ξεπεράσει από μικρό το φόβο για το σκοτάδι, δε τονε ξεπερνά ποτέ. Εν πάσει περιπτώσει, πέθανε το καλοκαίρι μετά τη γέννηση της Σιρλ. Εκείνο το βράδυ τον είχα βάλει εγώ να κοιμηθεί κι άρχισε να κλαιει με το που το κεφάλι του ακούμπησε το μαξιλάρι. Κατάλαβα τι έλεγε. Έδειχνε τη ντουλάπα και φώναζε, "Ο μπαμπούλας, μπαμπά. Ο μπαμπούλας". Έκλεισα το φως, πήγα δίπλα και ρώτησα τη Ρίτα γιατί κάθισε κι έμαθε στο παιδί τέτοια κουβέντα. Σκέφτηκα να της ρίξω κάνα-δυο σφαλιάρες, το χέρι μου με έτρωγε, αλλ' αντιστάθηκα στον πειρασμό. Το αρνήθηκε. Την είπα ψεύτρα. «Βλέπεις, εκείνο το καλοκαίρι όλα μου πήγαιναν στραβά. H μόνη δουλειά που είχα καταφέρει να βρω ήτανε χαμάλης σ' αποθήκη. Ολημερίς φόρτωνα και ξεφόρτωνα κάσες Πέπσι-Κόλα, πονούσαν όλα μου τα κόκαλα, ήμουν συνεχώς κουρασμένος. H Σιρλ ξυπνούσε κι έκλαιγε κάθε βράδυ, η Ρίτα την έπαιρνε αγκαλιά και της κρατούσε το ίσο. Μα το Θεό, σου λεω, ώρες-ώρες μου ερχόταν να τις πετάξω και τις δύο από το παράθυρο. Θεέ μου, καμιά φορά σε τρελαίνουν τα παιδιά. Σου έρχεται να τα σκοτώσεις. «Τι έλεγα; Α, ναι. Με ξύπνησε λοιπόν στις τρεις το πρωί, ακριβώς στην ώρα της. Σύρθηκα μέχρι το μπάνιο μισοκοιμισμένος κι η Ρίτα με παρακάλεσε να ρίξω μια ματιά στον Ντένι. Της είπα να τσακιστεί να πάει αυτή στο γιο της και ξαναγύρισα στο κρεβάτι. Κόντευε να με πάρει ο ύπνος όταν άκουσα τις στριγκλιές της. Σηκώθηκα κι έτρεξα στο διπλανό δωμάτιο. Το παιδί ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα. Κάτασπρο σαν τ' αλεύρι εκτός από κει που είχε... κατακαθίσει το αίμα. Στις γάμπες, στο κεφάλι, στα πισινά. Τα μάτια του ορθάνοιχτα. Κι αυτό ήταν το χειρότερο, κατάλαβες; Ορθάνοιχτα και γυάλινα, σαν τα μάτια του τάρανδου, ας πούμε, που το κεφάλι του έχει κρεμάσει κάποιος πάνω από το τζάκι του για φιγούρα. Σα στις φωτογραφίες με τα κιτρινιάρικα του Βιετνάμ. Αλλά ένα Αμερικανάκι δεν επιτρέπεται να καταντήσει έτσι, είναι άδικο. Νεκρό κι ανάσκελα. Με πάνα και νάιλον βρακί γιατί είχε ξαναρχίσει να τα κάνει πάνω του τις τελευταίες δυο βδομάδες. Χριστέ μου, πώς τ' αγαπούσα εκείνο το παιδί!» Ο Μπίλινγκς κούνησε αργά το κεφάλι του, κατόπιν τα χείλη του τραβήχτηκαν στο ίδιο σκληρό, τρομαχτικό χαμόγελο. «Η Ρίτα τσίριζε. Πήγε να πάρει τον Ντένι στην αγκαλιά της, αλλά δεν την άφησα. Οι μπάτσοι λένε να μην αγγίζεις τίποτα σ' αυτές τις περιπτώσεις. Το ξέρω από...-» -«Ξέρατε τότε για τον μπαμπούλα;» ρώτησε ήρεμα ο Χάρπερ. -«Όχι. Όχι ακόμη. Αλλά πρόσεξα κάτι. Εκείνη την ώρα δεν έδωσα σημασία, όμως το μυαλό μου, το συγκράτησε». -«Τι προσέξατε;» -«Η πόρτα της ντουλάπας ήταν ανοιχτή. Όχι πολύ. Ίσα-ίσα μια χαραμάδα. Όμως εγώ ήμουν σίγουρος πως την είχα κλείσει. Φύλαγα πλαστικές σακούλες εκεί. Τα παιδιά τις ξετρυπώνουν, τις πασπατεύουν και τσακ! Ασφυξία. Το 'ξερες αυτό;» -«Κάτι έχω ακούσει. Τι έγινε μετά;» Ο Μπίλινγκς ανασήκωσε τους ώμους: -«Τονε φυτέψαμε». Κοίταξε βλοσυρά τα χέρια του, τα χέρια που είχαν ρίξει χώμα σε τρία μικροσκοπικά φέρετρα. -«Έγινε νεκροψία;» -«Τρίχες έγινε!» Τα μάτια του Μπίλινγκς φωτίστηκαν από μια σαρδόνια λάμψη. «Τον εξέτασε ένας σκατοκέφαλος χωριάτης με στηθοσκόπιο, τσάντα με μέντες και πτυχίο από πανεπιστήμιο του κώλου. Αιφνίδιος βρεφικός θάνατος, δήλωσε! Έχεις ξανακούσει τέτοια μαλακία; Ο Ντένι είχε κλείσει τα τρία!» -«Ο αιφνίδιος βρεφικός θάνατος, συνήθως συναντάται στους πρώτους δώδεκα μήνες», είπεν επιφυλακτικά ο Χάρπερ, «αλλά έχω δει τη διάγνωση σε πιστοποιητικά θανάτου παιδιών μέχρι και πέντε ετών, ίσως λόγω έλλειψης... -» -«Αρχίδια!» έφτυσε τη λέξη ο Μπίλινγκς. Ο Χάρπερ άναψε την πίπα του. «Βάλαμε τη Σιρλ στο παλιό δωμάτιο του Ντένι ένα μήνα μετά τη κηδεία. Η Ρίτα με πολέμησε με νύχια και με δόντια, αλλά τη τελευταία λέξη την είχα εγώ! Και να σου πω κάτι; Ούτε 'γώ ήθελα να βγάλουμε τη μικρή από το δωμάτιο, μ' άρεσε που την είχαμε μαζί μας. Αλλά δε πρέπει να 'σαι υπερπροστατευτικός γιατί το χαλάς το παιδί, κατάλαβες; Όταν ήμουν πιτσιρικάς, η μάνα μου από τη μια με πήγαινε στη θάλασσα και από την άλλη βράχνιαζε στις φωνές. "Μη ξανοίγεσαι. Μην πας από κει! Έχει ρεύματα! Μη μπαίνεις, μόλις έφαγες! Μέχρι εκεί που πατώνεις, σπιθαμή παραπάνω!" Ως και να προσέχω τους καρχαρίες, αν έχεις Θεό! Και ξέρεις τι έγινε; Ούτε παραλία δε μπορώ να πλησιάσω τώρα. Η Ρίτα μια φορά μ' έπεισε να τους πάω στο Σέιβιν Ροκ, όταν ζούσε ακόμη ο Ντένι. Με το που είδα το νερό, άρχισα να ξερνάω σα σκυλί. Κατάλαβες; Δεν πρέπει να προστατεύεις πολύ τα παιδιά. Ούτε να παραχαϊδεύεις τον εαυτό σου. H ζωή συνεχίζεται. Η Σιρλ λοιπόν πήρε το δωμάτιο του Ντένι. Πάντως το παλιό του στρώμα το πετάξαμε. Δεν ήθελα το κοριτσάκι μου να κολλήσει τίποτα μικρόβια. «Πέρασε ένας χρόνος. Κι ένα βράδυ, εκεί που την έβαζα να κοιμηθεί, πατάει τις φωνές και τα κλάματα. "Ο μπαμπούλας, μπαμπάκα, ο μπαμπούλας, ο μπαμπούλας"! Να σου πω, τρόμαξα. Έτσι έλεγε κι ο Ντένι. Θυμήθηκα την ανοιχτή ντουλάπα, τότε που τονε βρήκαμε πεθαμένο. Σκέφτηκα να τη πάρω στο δωμάτιο μαζί μας». -«Και τη πήρατε;» -«Όχι». Ο Μπίλινγκς κοίταξε τα χέρια του και το πρόσωπό του συσπάστηκε. «Πώς να παραδεχτώ στη Ρίτα πως έκανα λάθος; Ήμουν αναγκασμένος να το παίζω δυνατός. Ξέρεις τι κότα ήταν η γυναίκα μου; Δειλή, άβουλη του κερατά... δες μόνο πόσο εύκολα κοιμήθηκε μαζί μου πριν παντρευτούμε». Ο Χάρπερ είπε: -«Από την άλλη, δείτε πόσο εύκολα κοιμηθήκατε σείς μαζί της». Ο Μπίλινγκς πάγωσε! γύρισε αργά το κεφάλι και κοίταξε καχύποπτα τον Χάρπερ. -«Το παίζεις ξύπνιος, δικέ μου;» -«Όχι, σας βεβαιώ», είπε ο Χάρπερ. -«Τότε άσε με να στα πω όπως νομίζω», τον αποπήρε ο Μπίλινγκς. «Ήρθα 'δώ για να ξαλαφρώσω. Να πω την ιστορία μου. Αν περιμένεις να σου μιλήσω για τη σεξουαλική μου ζωή, ξέχνα το. Η Ρίτα κι εγώ το κάναμε νορμάλ, χωρίς βρωμιές κι ανωμαλίες. Ξέρω ότι πολλοί γουστάρουν να μιλάνε γι' αυτό, αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος τύπος». -«Εντάξει», είπε ο Χάρπερ. -«Εντάξει», επανέλαβε ο Μπίλινγκς με αμήχανη έπαρση. Είχε χάσει τον ειρμό του, το βλέμμα του όλο γυρνούσε ανήσυχο στην πόρτα της ντουλάπας που παρέμενε κλειστή. -«Θέλετε να την ανοίξω;» ρώτησε ο Χάρπερ. -«Όχι», βιάστηκε ν' απαντήσει ο Μπίλινγκς. Γέλασε νευρικά. «Τι θαρρείς, τη βρίσκω με τις γαλότσες σου; Τη ξέκανε κι αυτήν ο μπαμπούλας», συνέχισε ο Μπίλινγκς. Έτριψε το μέτωπο με τ' ακροδάχτυλά του σα να ζωγράφιζε αναμνήσεις. «Ένα μήνα αργότερα. Αλλά κάτι συνέβη πριν απ' αυτό. Ένα βράδυ άκουσα θόρυβο. Κι αμέσως μετά τη κραυγή της Σιρλ. Πετάχτηκα κι άνοιξα την πόρτα -το φως του διαδρόμου έκαιγε- και... την είδα όρθια στη κούνια να κλαιει και... κάτι κουνήθηκε. Εκεί στα σκοτεινά, δίπλα στη ντουλάπα. Κάτι σύρθηκε». -«Ήταν ανοιχτή η πόρτα της ντουλάπας;» -«Λιγάκι. Ίσα-ίσα μια χαραμάδα». Ο Μπίλινγκς έγλειψε τα χείλη του. «Η Σιρλ φώναζε για τον μπαμπούλα και κάτι άλλο, κάτι σα "δαγκάνες". Μόνο που τις έλεγε "ζαγάνες", κατάλαβες; Τα πιτσιρίκια δε μπορούν να πουν το δ. Κατέφτασε τρεχάτη κι η Ρίτα να μάθει τι έγινε. Της είπα πως είχε δει τους ίσκιους των κλαριών στο ταβάνι -φυσούσε, θυμάμαι- και φοβήθηκε». Τα μάτια του Μπίλινγκς καρφώθηκαν πάλι στη ντουλάπα. «Δαγκάνες, μεγάλες δαγκάνες», ψιθύρισε. -«Κοιτάξατε στη ντουλάπα;» -«Ν-ναι». Τα χέρια του Μπίλινγκς ήταν τόσο σφιχτά πλεγμένα που ένα άσπρο μισοφέγγαρο στόλιζε την κάθε άρθρωση. -«Είχε τίποτα μέσα; Είδατε το...-» -«Δεν είδα τίποτα!» ούρλιαξε ξαφνικά ο Μπίλινγκς. Κι οι λέξεις ξεχύθηκαν, σα να 'χε τραβηχτεί μια σκουρόχρωμη, βρώμικη τάπα από τα βάθη της ψυχής του: «Εγώ τη βρήκα πεθαμένη, κατάλαβες; Κι ήταν μαύρη, κατάμαυρη. Είχε καταπιεί τη γλώσσα της, ήταν μαύρη σαν αράπης και με κοίταζε. Τα μάτια της ήταν μάτια βαλσαμωμένου ζώου, γυαλιστερά κι απαίσια, σα χάντρες και λέγανε: "με πήρε, μπαμπάκα, τον άφησες να με πάρει, με σκότωσες, τον βοήθησες να με σκοτώσει..."». Οι λέξεις στέρεψαν. Ένα μοναδικό δάκρυ, μεγάλο και σιωπηλό, κύλησε στο μάγουλό του. «Ήταν εγκεφαλικός σπασμός, κατάλαβες; Τον παθαίνουν τα παιδιά πότε-πότε. Στέλνει λάθος σήμα το μυαλό. Έγινε νεκροψία στο νοσοκομείο και μας είπαν ότι πνίγηκε με τη γλώσσα της. Κι έπρεπε να γυρίσω σπίτι μόνος γιατί κράτησαν τη Ρίτα εκεί, της έδωσαν καταπραϋντικά, είχε πάθει υστερία, κόντευε να τρελαθεί. Έπρεπε να γυρίσω ολομόναχος στο σπίτι ενώ ήξερα ότι τα παιδιά δε παθαίνουν σπασμούς επειδή φρακάρει το μυαλό τους. Παθαίνουν γιατί τρομάζουν. Κι εγώ έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι όπου κρυβόταν... αυτό». Ψιθύρισε... «Κοιμήθηκα στον καναπέ. Με το φως αναμμένο». -«Συνέβη τίποτ' άλλο;» -«Είδα ένα όνειρο», είπε ο Μπίλινγκς. «Βρισκόμουν σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη ντουλάπα υπήρχε κάτι, κάτι που δε μπορούσα να δω. Έκανε θόρυβο... πνιχτό θόρυβο. Μου θύμιζε ένα κλασσικό εικονογραφημένο που είχα διαβάσει μικρός, τις Ιστορίες από την κρύπτη. Το θυμάσαι; Χριστέ μου! Ήταν ένας τύπος, ο Γκράχαμ Ίνγκλς, ζωγράφιζε όλα τα φριχτά του κόσμου τούτου -και μερικά έξω απ' αυτόν. Εν πάση περιπτώσει, σ' αυτή την ιστορία μια γυναίκα έπνιξε τον άντρα της, κατάλαβες; Τού έβαλε τσιμέντο στα πόδια και τον πέταξε στη θάλασσα. Μόνο που αυτός ξαναγύρισε. Σαπισμένος και μαύρο-πράσινος και με το 'να μάτι φαγωμένο και με φύκια στα μαλλιά. Γύρισε και τη σκότωσε. Κι όταν ξύπνησα, μες στη νύχτα, μου φάνηκε ότι έσκυβε από πάνω μου, και αντί για νύχια είχε δαγκάνες... μεγάλες δαγκάνες...». Ο Δρ. Χάρπερ κοίταξε το ρολόι του γραφείου του. Ο Λέστερ Μπίλινγκς μιλούσε επί τριάντα λεπτά. -«Όταν η γυναίκα σας επέστρεψε σπίτι, τι στάση είχε απέναντί σας;» τον ρώτησε. -«Μ' αγαπούσε ακόμη», είπε ο Μπίλινγκς με καμάρι. «Δεν είχε αντίρρηση να κάνει ό,τι της έλεγα. Σωστή γυναίκα, κατάλαβες; Κι όσες τραβιούνται για τη χειραφέτησή τους είναι άρρωστες. Το πιο σημαντικό πράγμα σε τούτη τη ζωή είναι να ξέρεις τη, τη... πώς-τη-λένε...» -«Τη θέση σου στη κοινωνία». -«Ακριβώς!» Ο Μπίλινγκς κροτάλισε τα δάχτυλά του. «Ακριβώς. Κι η γυναίκα πρέπει ν' ακολουθεί τον άντρα. Δε λεω, ήταν κομμάτι άκεφη τους πρώτους τέσσερις-πέντε μήνες, σερνόταν στο σπίτι σα ψοφίμι, δε τραγουδούσε, δεν έβλεπε τηλεόραση, δε γελούσε. Ήξερα ότι θα το ξεπερνούσε. Όταν είναι τόσο μικρά, δε δένεσαι πολύ μαζί τους. Ύστερα από μερικούς μήνες κοιτάς τη φωτογραφία τους για να θυμηθείς πώς ήταν... Ήθελε κι άλλο μωρό», πρόσθεσε απειλητικά. «Της είπα πως ήταν κακή ιδέα. Δηλαδή, δεν της το απέκλεισα για πάντα, για ένα διάστημα μονάχα. Της είπα ότι πρώτα έπρεπε να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και να τη βρούμε μεταξύ μας. Δεν είχαμε προλάβει μέχρι τότε. Σινεμά θέλαμε να πάμε και μας έβγαινε η ψυχή μέχρι να βρούμε μπέιμπι σίτερ. Δε μπορούσαμε ούτε στο γήπεδο να κατεβούμε αν δε συμφωνούσαν οι δικοί της να μας κρατήσουν τα παιδιά γιατί, βλέπεις, η μάνα μου μας είχε κόψει και την καλημέρα. Ο Ντένι γεννήθηκε πολύ γρήγορα μετά το γάμο, κατάλαβες; Έλεγε λοιπόν η γριά μου ότι η Ρίτα ήταν σκέτο τσουλί, κοκότα της πεντάρας. Έτσι φώναζε απ' ανέκαθεν τις πουτάνες, κοκότες της πεντάρας. Πλάκα δεν έχει; κάθισε μια φορά και μου εξήγησε τι αρρώστιες θα κολλούσα αν πήγαινα με κοκό- με πόρνη. Πώς ο πού- το πέος - τη μια μέρα βγάζει ένα τόσο δα σπυράκι και την άλλη σαπίζει και πέφτει ολόκληρο. Ούτε στο γάμο δεν ήρθε». Ο Μπίλινγκς έπαιξε τα δάχτυλα στο στήθος του. «Ο γυναικολόγος της Ρίτας της έδωσε ένα πράγμα που το έλεγαν ενδομητρική συσκευή. Διάφραγμα. "Απόλυτα εγγυημένο", είπε ο γιατρός. Το χώνεις στο μου- στο πράμα - της γυναίκας κι ησυχάζεις. Έτσι δε γονιμοποιούνται τα ωράρια και δε σ' ενοχλεί στη... πράξη, ούτε που το παίρνεις χαμπάρι». Χαμογέλασε με σκοτεινή γλυκύτητα στο ταβάνι. «Ούτε που το παίρνεις χαμπάρι. Και μέσα στο χρόνο, νάσου τη πάλι γκαστρωμένη. Ωραία εγγύηση! » -«Καμιά μέθοδος αντισύλληψης δεν είναι τέλεια», είπε ο Χάρπερ. «Το χάπι αφήνει ένα περιθώριο 2%. Το διάφραγμα μπορεί ν' αποβληθεί με ισχυρούς πόνους, ιδιαίτερα έντονη ροή περιόδου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με την αφόδευση». -«Πώς, ξέρω. Ή μπορεί και να το βγάλεις». -«Είναι κι αυτό μια πιθανότητα». -«Και στη συνέχεια, τα γνωστά. Πλέκει ζιπουνάκια, τραγουδά στο μπάνιο, τρώει τουρσιά σα μανιακή. Κάθεται στα γόνατά μου και μου λεει ότι ήταν θέλημα Θεού. Μαλακίες». -«Το μωρό γεννήθηκε στο τέλος της χρονιάς μετά το θάνατο της Σιρλ;» -«Ναι. Αγόρι. Το βάφτισε 'Αντριου Λέστερ Μπίλινγκς. Δεν ήθελα ούτε να το βλέπω, στην αρχή τουλάχιστον. Της το είχα πει καθαρά: μόνη της τα σκάτωσε, μόνη της να τα βγάλει πέρα. Καταλαβαίνω τι θα σκέφτεσαι για μένα, αλλά μην ξεχνάς όσα είχα τραβήξει. Σιγά-σιγά όμως άλλαξα γνώμη, κατάλαβες; Πρώτα απ' όλα, ήταν το μόνο από τα κουτάβια που μου 'μοιαζε. Ο Ντένι έφερνε στη μάνα του κι η Σιρλ σε κανέναν, ίσως λίγο στη γιαγιά μου την Ανν. Αλλά ο 'Αντι ήταν φτυστός εγώ. Όταν γυρνούσα από τη δουλειά, έπαιζα μαζί του. Μου άρπαζε το δάχτυλο και χαμογελούσε και γουργούριζε σα περιστεράκι. Εννιά μηνών πράμα και γελούσε στον μπαμπά του, το πιστεύεις; «Κι ύστερα, ένα βράδυ, να 'μαι έξω από το σούπερ μάρκετ μ' ένα αεικίνητο για τη κούνια του στο χέρι. Εγώ που με βλέπεις! Τα παιδιά δεν εκτιμούν τα δώρα μέχρι να φτάσουν σ' ηλικία να λεν ευχαριστώ, αυτή ήταν η αρχή μου. Αλλά να που τώρα του αγοράζω τούτη τη σαχλαμάρα και ξαφνικά διαπιστώνω πως τον αγαπώ περισσότερο απ' όλα. Είχα μια καλή δουλειά κείνη την εποχή, πουλούσα τρυπάνια στους Κούετ & Υιός κι έβγαζα κάμποσα. Όταν λοιπόν ο 'Αντι έγινε ενός χρόνου, τα μαζέψαμε και μετακομίσαμε στο Γουοτερμπέρι. Πολλές κακές αναμνήσεις βάραιναν το παλιό σπίτι. Χώρια οι πολλές ντουλάπες. «Η επόμενη χρονιά ήταν η καλύτερή μας. Θα 'δινα και το δεξί μου χέρι για να τη ξαναζήσω. Δε λεω, ο πόλεμος στο Βιετνάμ συνεχιζόταν, οι χίπις κυκλοφορούσαν ακόμη μισόγυμνοι, οι αραπάδες γκρίνιαζαν, αλλά τίποτα απ' αυτά δε μας άγγιζε. Μέναμε σ' έναν ήσυχο δρόμο με καλούς γείτονες. Ήμασταν ευτυχισμένοι», συνόψισεν απλά. «Ρώτησα μια φορά τη Ρίτα αν ανησυχούσε. Ξέρεις, γι' αυτά που λένε ότι το κακό τριτώνει και τα σχετικά. "Όχι για μας", είπε. "Ο Αντι ήταν άλλο πράγμα", είπε. "Ο Θεός είχε φτιάξει γύρω του ένα προστατευτικό κύκλο", είπε». Ο Μπίλινγκς κοίταξε λυπημένα το ταβάνι. «Η περσινή χρονιά όμως δεν ήταν και τόσο ωραία. Κάτι είχε αλλάξει στο σπίτι. 'Αρχισα να φυλάγω τις μπότες μου στο χωλ γιατί δεν ήθελα πια ν' ανοίγω τη ντουλάπα. Σκεφτόμουν: Κι αν είναι μέσα; Έτοιμο να μου χιμήξει μόλις ανοίξω την πόρτα; Μου φαινόταν ότι άκουγα πνιχτούς θορύβους, σα να σάλευε κάτι μαύρο και πράσινο και υγρό. Η Ρίτα με ρωτούσε μήπως είχα πάθει υπερκόπωση, της απαντούσα απότομα, βλαστημούσα όπως παλιά. Αρρώσταινα κάθε πρωί που τους άφηνα μόνους να πάω στη δουλειά, αλλά χαιρόμουν κιόλας που 'φευγα από το σπίτι. 'Αρχισα να σκέφτομαι πως μας είχε χάσει όταν μετακομίσαμε, κατάλαβες; Αναγκάστηκε να μας γυρέψει, να τριγυρίσει στους δρόμους τη νύχτα, να γλιστρήσει ίσως σ' υπονόμους. Μας έψαχνε με τη μυρωδιά. Του πήρε ένα χρόνο, αλλά μας βρήκε. Γύρισε. Είχε βάλει στο μάτι τον 'Αντι κι εμένα. Έλεγα με το νου μου, αν σκέφτεσαι κάτι για καιρό, αν το πιστεύεις, γίνεται αληθινό. Ίσως όλα τα τέρατα που φοβόμασταν μικροί -ο Φρανκενστάιν, ο Λυκάνθρωπος, η Μούμια- είναι αληθινά. Τόσο αληθινά ώστε να σκοτώνουν τα παιδιά που τάχα έπεσαν σε λάκους ή σε λίμνες ή απλά χάθηκαν. Ίσως...» -«Προσπαθείτε ν' αποφύγετε κάτι, κύριε Μπίλινγκς;» Ο Μπίλινγκς έμεινε για κάμποσο σιωπηλός -δυο λεπτά τουλάχιστον. Κι έπειτα είπε κοφτά: -«Ο 'Αντι πέθανε το Φλεβάρη. Η Ρίτα δεν ήταν σπίτι. Η μάνα της είχε χτυπήσει σ' ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 2 Γενάρη κι από τη πρώτη στιγμή έτρεξε κοντά της. Ήταν πολύ άσχημα, τη περίμεναν να πεθάνει από τη μιαν ώρα στην άλλη. Δε πέθανε, αλλά έμεινε σε κώμα δυο μήνες. Είχα βρει μια πολύ καλή γυναίκα για να φυλά τον 'Αντι τη μέρα. Τα βράδια τον αναλάμβανα εγώ. Κι οι ντουλάπες όλο άνοιγαν». Ο Μπίλινγκς έγλειψε τα χείλη του. «Ο μικρός κοιμόταν μαζί μου. Περίεργο, ε; Η Ρίτα με ρώτησε μια φορά, όταν ο 'Αντι ήταν δυο χρονών, αν ήθελα να τον βάλουμε σ' άλλο δωμάτιο. Ο Δρ. Σποκ ή κάποιος άλλος κομπογιαννίτης, λέει ότι δε κάνει να κοιμούνται τα παιδιά με τους γονείς τους, κατάλαβες; Δήθεν, λέει, τους δημιουργεί τραύματα για το σεξ και τα σχετικά. Αλλά εμείς περιμέναμε πρώτα να κοιμηθεί ο πιτσιρικάς και μετά πηδιόμασταν... Μετά τον Ντένι και τη Σιρλ, φοβόμουν να το πάω αλλού». -«Τελικά όμως το πήγατε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Δρ. Χάρπερ. -«Ναι», είπε ο Μπίλινγκς. Χαμογέλασε, ένα άρρωστο, κίτρινο χαμόγελο. «Το πήγα». Σιγή. Ο Μπίλινγκς τη πάλεψε. «Έπρεπε να το κάνω!» βρυχήθηκε στο τέλος. «Έπρεπε! Το άντεχα όσο ήταν μαζί μου η Ρίτα, αλλά όταν έφυγε, κείνο άρχισε να γίνεται πιο τολμηρό. 'Αρχισε...» Έδειξε τ' ασπράδια των ματιών του και τα δόντια του στον Χάρπερ. «Δε θα το πιστέψεις! Ξέρω τι σκέφτεσαι, ότι είμαι άλλος ένας μουρλός για τη συλλογή σου. Το ξέρω, αλλά δεν ήσουν εσύ εκεί, ψωροφαντασμένε τσαρλατάνε! Μια νύχτα, όλες οι πόρτες του σπιτιού άνοιξαν διάπλατα. Ένα πρωί βρήκα ίχνη λάσπης και βρωμιάς στο διάδρομο ανάμεσα στη ντουλάπα με τα παλτά και τη κουζίνα. Έβγαινε; Έμπαινε; Δε ξέρω. Οι δίσκοι μου ήταν γρατσουνισμένοι και λεκιασμένοι με γλίτσα, οι καθρέφτες σπασμένοι... κι οι ήχοι... οι ήχοι...» Έφερε το χέρι στα μαλλιά του. «Ξυπνούσες στις τρεις τα ξημερώματα και κοιτούσες στο σκοτάδι και στην αρχή έλεγες: "Δεν είναι τίποτα, μόνο το ρολόι". Αλλ' άν αφουγκραζόσουν πιο προσεχτικά, άκουγες κάτι να κινείται ύπουλα. Όχι εντελώς αθόρυβα όμως, γιατί ήθελε να τ' ακούσεις. Ένας γλοιώδης ήχος, σα να 'βγαινε από το νεροχύτη της κουζίνας. Ή ένας ξερός θόρυβος, σα δαγκάνες που σέρνονταν στο κάγκελο της σκάλας. Κι έκλεινες τα μάτια σου, ξέροντας πως να τ' ακούς ήταν κακό, αλλά αν το έβλεπες κιόλας... Και φοβόσουν ότι ο θόρυβος θα σταματούσε για λίγο και μετά κάτι θα γελούσε από πάνω σου και μια ανάσα σα μπαγιάτικο λάχανο θα χάιδευε το μούτρο σου και χέρια θα έσφιγγαν το λαιμό σου». Ο Μπίλινγκς ήτανε κατάχλομος, έτρεμε ολόκληρος. «Έτσι έβγαλα τον 'Αντι από το δωμάτιο. Ήξερα πως αυτόν ήθελε, κατάλαβες; Γιατί ήταν πιο αδύναμος. Και μου τον πήρε. Το ίδιο κιόλας βράδυ τον άκουσα να φωνάζει κι όταν βρήκα το κουράγιο να πάω στο δωμάτιό του, τον είδα όρθιο στο κρεβατάκι του να κλαίει. "Ο μπαμπούλας, μπαμπά, ο μπαμπούλας... Θέλω να πάω στον μπαμπάκα... στον μπαμπάκα"». Η φωνή του Μπίλινγκς είχε γίνει λεπτή, παιδική. Τα μάτια του γέμιζαν όλο το πρόσωπό του' συρρικνώθηκε θαρρείς στον καναπέ. «Αλλά δε μπορούσα», συνέχισε η ψιλή φωνούλα, «δε μπορούσα. Και μιαν ώρα αργότερα άκουσα το ουρλιαχτό του. Ένα φριχτό ουρλιαχτό. Και κατάλαβα πόσο τον αγαπούσα γιατί έτρεξα, δεν άναψα καν το φως, έτρεξα, έτρεξα και Θεέ μου, τον κρατούσε... τον ταρακουνούσε... τον ταρακουνούσε όπως ταρακουνούν τα σκυλιά ένα κομμάτι πανί κι είδα μια φιγούρα με απαίσιους κυρτούς ώμους και κεφάλι σα σκιάχτρο και μύρισα κάτι σα ψόφιο ποντίκι σε μπουκάλι κι άκουσα...» Σώπασε κι όταν ξαναμίλησε η φωνή του είχε βρει πάλι τους τόνους του ενήλικα. «Τον άκουσα όταν τσάκισε το λαιμό του 'Αντι». Η φωνή του Μπίλινγκς ήταν ψυχρή και ανέκφραστη. «Ένας ήχος σα τον πάγο που σπάει όταν πατινάρεις σε λίμνη το χειμώνα». -«Τι έγινε μετά;» -«Το 'βαλα στα πόδια», είπε ο Μπίλινγκς με την ίδια άτονη, επίπεδη φωνή. «Πήγα σ' ένα μαγαζί που διανυκτέρευε. Ή είσαι χέστης ή δεν είσαι. Χώθηκα σ' ένα μαγαζί που διανυκτέρευε και ήπια έξι φλιτζάνια καφέ. Όταν έφεξε, γύρισα σπίτι. Κάλεσα την αστυνομία πριν ανεβώ στο δωμάτιό του. Με κοίταζε σα να με κατηγορούσε. Μια σταγονίτσα αίμα είχε τρέξει από το αυτί του. Μια σταγονίτσα μόνο. Και η πόρτα της ντουλάπας ήταν ανοιχτή. Ίσα-ίσα μια χαραμάδα». Η φωνή σώπασε. Ο Χάρπερ κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει πενήντα λεπτά. -«Κανονίστε το επόμενο ραντεβού με τη νοσοκόμα μου», είπε. «Κι όχι μόνο ένα, θα χρειαστούν αρκετά. Σας βολεύει Τρίτη και Πέμπτη;» -«Ήρθα μόνο για να πω την ιστορία μου», ψιθύρισε ο Μπίλινγκς. «Να τη βγάλω από μέσα μου να ξαλαφρώσω. Είπα ψέματα στην αστυνομία, κατάλαβες; Είπα ότι ο 'Αντι είχε προσπαθήσει να βγει από την κούνια του και... το χάψανε. Και βέβαια το χάψανε. Έτσι άλλωστε δείχνανε τα πράγματα. Τυχαίος θάνατος όπως κι οι άλλοι. Αλλά η Ρίτα κατάλαβε. Επιτέλους... η Ρίτα... κατάλαβε...». Σκέπασε τα μάτια με το δεξί του μπράτσο κι άρχισε να κλαιει. -«Κύριε Μπίλινγκς, έχουμε πολλά να συζητήσουμε», είπε o Δρ. Χάρπερ. «Πιστεύω πως μπορώ να σας απαλλάξω από τις ενοχές που σας βασανίζουν, αλλά κατ' αρχή πρέπει να θέλετε κι εσείς να τις ξεφορτωθείτε». -«Λες να μη θέλω;» φώναξε ο Μπίλινγκς, παίρνοντας το χέρι από τα μάτια του. Ήταν κατακόκκινα, πρησμένα, πληγωμένα. -«Όχι ακόμη», είπε ήρεμα ο Χάρπερ. «Τρίτες και Πέμπτες λοιπόν;» Μετά από μια μεγάλη παύση, ο Μπίλινγκς μουρμούρισε: -«Πανάθεμά σε, τρελογιατρέ. Εντάξει. Τρίτες και Πέμπτες. Εντάξει». -«Συνεννοηθείτε με την αδελφή, κύριε Μπίλινγκς. Καλή σας μέρα». Ο Μπίλινγκς γέλασε άκεφα και βγήκε βιαστικός από το ιατρείο, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Το γραφείο της νοσοκόμας ήταν άδειο. Μια ταμπελίτσα στηριγμένη στο τηλέφωνο ανήγγειλε: "Επιστρέφω αμέσως". Ο Μπίλινγκς ξαναγύρισε στο ιατρείο. -«Γιατρέ, η νοσοκόμα σου δεν -» Το δωμάτιο ήταν άδειο. Αλλά η πόρτα της ντουλάπας ήταν ανοιχτή. Ίσα-ίσα μια χαραμάδα. -«Τι ωραία», είπε η φωνή από τη ντουλάπα. «Τι ωραία». Λες και μιλούσε στόμα γεμάτο σάπια φύκια. Ο Μπίλινγκς έμεινε καρφωμένος στη θέση του καθώς η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ένιωσε κάτι ζεστό να μουσκεύει το παντελόνι του και σκέφτηκε αόριστα ότι μάλλον είχε κατουρηθεί. -«Τι ωραία», είπεν ο μπαμπούλας, πλησιάζοντάς τον. Κρατούσε ακόμη τη μάσκα του δόκτορα Χάρπερ σ' ένα σαθρό χέρι που 'χε δαγκάνες στη θέση των νυχιών. _________________________________________________
Stephen Edwin King "The Boogeyman" (1982) Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου
|
|
|