ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ÄÝëôá Ðçíåëüðç: Ëüãéá Ðáôñéþôéóóá Åõáßóèçôç

        Βιογραφικü

     Η μεγαλýτερη μορφÞ της νεοελληνικÞς παιδικÞς λογοτεχνßας. Κüρη του εθνικοý ευεργÝτη ΕμμανουÞλ ΜπενÜκη, γεννÞθηκε στην ΑλεξÜνδρεια üταν ο Ελληνισμüς ανθοýσε στη κτισμÝνη απü το Μ. ΑλÝξανδρο μεγαλοýπολη της Αιγýπτου.
     ΓεννÞθηκε το 1874 στην ΑλεξÜνδρεια κι Þταν το 3ο παιδß του ΕμμανουÞλ ΜπενÜκη και της Βιργινßας ΧωρÝμη. Εßχε 2 μεγαλýτερα αδÝλφια, την ΑλεξÜνδρα και τον Αντþνη, το γνωστü Τρελαντþνη του ομþνυμου βιβλßου της. ΜετÜ τη γÝννησÞ της ακολοýθησαν Üλλα 3 παιδιÜ, ο Κωνσταντßνος (που πÝθανε σε ηλικßα 2 ετþν), ο ΑλÝξανδρος κι η Αργßνη.
     Η οικογÝνεια μετακüμισε προσωρινÜ στην ΑθÞνα το 1882, üπου η Πηνελüπη παντρεýτηκε τον πλοýσιο Φαναριþτη βαμβακÝμπορο ΣτÝφανο ΔÝλτα. Μαζß του απÝκτησε 3 κüρες: τη Σοφßα (μετÝπειτα ΜαυροκορδÜτου), τη Βιργινßα (μετÝπειτα ΖÜννα) και την ΑλεξÜνδρα (μετÝπειτα Παπαδοποýλου). ΕπÝστρεψαν στην ΑλεξÜνδρεια το 1905, üπου γνþρισε τον ºωνα Δραγοýμη, τüτε υποπρüξενο της ΕλλÜδας στην ΑλεξÜνδρεια. ΑνÜμεσÜ τους αναπτýσσεται Ýνας μεγÜλος Ýρωτας, εκεßνη üμως δε μπορεß ν' αντιταχθεß στις κοινωνικÝς επιταγÝς και την υποχρÝωσÞ της απÝναντι στο σýζυγο και τα παιδιÜ της. Η πλατωνικÞ αυτÞ σχÝση της με το Δραγοýμη τελειþνει το 1908, üταν αυτüς συνδÝεται με τη Μαρßκα Κοτοποýλη.
     Αργüτερα Ýζησε Ýνα διÜστημα στη Φρανκφοýρτη στη Γερμανßα (1906-1912). Τον καιρü εκεßνο στη τουρκοκρατοýμενη ακüμα Μακεδονßα μας διεξαγüταν ο Μακεδüνικος Αγþνας που Ýληξε Ýνδοξα με την απελευθÝρωση της το 1912. Εκεßνη την κρßσιμη για την πατρßδα μας εποχÞ ζþντας σε ξÝνη γη η λογοτÝχνιδα εξÝδωσε στο Λονδßνο τα πρþτα παλλüμενα απü αγνü πατριωτισμü παιδικÜ βιβλßα της: "Για Τη Πατρßδα"  (Λονδßνο 1909 -με εικονογρÜφηση του Νικηφüρου Λýτρα) μαζß με το παραμýθι "Η ΚαρδιÜ Της Βασιλοποýλας", "Παραμýθι Χωρßς ¼νομα" (Λονδßνο 1910 -μια αλληγορßα για το δυναμισμü του νÝου Ελληνισμοý), "Στον Καιρü Του Βουλγαροκτüνου" (Λονδßνο 1911 - μεγÜλο ιστορικü αφÞγημα απü τον καιρü της δüξας του Βυζαντßου).
     Το 1915 εκδßδει στην ΑθÞνα τα "Παραμýθια Και 'Αλλα". Απü το 1916, ενþ μαινüταν ο Α' Παγκ. Πüλ. (1914-1918), εγκαταστÜθηκε οριστικÜ στην ΑθÞνα. Εδþ βρισκüταν απü το 1910 κι ο πατÝρας της κι εßχεν Þδη διατελÝσει ΒουλευτÞς, Υπουργüς και το 1914-1916 ΔÞμαρχος Αθηναßων. Αυτüς χÜρισε στην ΑθÞνα τη ΜπενÜκειο ΒιβλιοθÞκη, το Νοσοκομεßο Ερυθροý Σταυροý, το Δημοτικü Σταθμü Πρþτων Βοηθειþν κι Üλλα κοινωφελÞ ιδρýματα. ΑνÝπτυξαν στενÞ φιλßα με τον ΕλευθÝριο ΒενιζÝλο, τον οποßο και προσκαλοýσαν συχνÜ στην εξοχικÞ τους οικßα στη ΚηφισιÜ.
     Η κüρη του εθνικοý ευεργÝτη πρüσφερε στο ¸θνος μεγαλýτερη ευεργεσßα απü τον πατÝρα της με τα υπÝροχα παιδικÜ βιβλßα που χÜρισε στα Ελληνüπουλα, τη χρυσÞ ελπßδα του ¸θνους και μ' αυτÜ ενÝπνευσε σε αναρßθμητες παιδικÝς ψυχÝς αισθÞματα ευγÝνειας, ανθρωπισμοý και πατριωτισμοý. Μ' αυτÜ τους εμφýτευσε εθνικÞ υπερηφÜνεια για ü,τι ωραßο πρüσφερε ο Ελληνισμüς στην ανθρωπüτητα και βαθειÜ αγÜπη προς τις αθÜνατες αξßες της ελληνοχριστιανικÞς κληρονομιÜς μας.
     Το 1921 εκδßδονται τα διηγÞματα "Τ' Ανεýθυνα" (ΨυχÝς παιδιþν -Για γονεßς και δασκÜλους), το 1925 "Η ΖωÞ Του Χριστοý" (με βÜση τις πληροφορßες των Ευαγγελιστþν, εμπλουτισμÝνες με ιστορικÝς και γεωγραφικÝς γνþσεις της εποχÞς και του περιβÜλλοντος του Χριστοý), το 1934 "Ο ΜÜγκας" το 1937 το ιστορικü αφÞγημα "Τα ΜυστικÜ Του ΒÜλτου" (απü το Μακεδüνικο Αγþνα). Παιδαγωγικοý περιεχομÝνου εßναι το βιβλßο της: "Στοχασμοß Για Την ΑνατροφÞ Των Παιδιþν Μας" (για γονεßς και δασκÜλους). Τα βιβλßα της αγαπÞθηκαν και διαβÜστηκαν πολý, üπως αποδεικνýεται κι απü τις πολυÜριθμες επανεκδüσεις τους. 
     Ζοýσε με πλÞρη συνÝπεια προς τις αρχÝς που διακÞρυσσε: "Πρüσεχε, μην εßναι θεωρητικÝς οι σκÝψεις σου. Πρüσεχε, μη και δεν τις εφαρμüζεις στη ζωÞ". Εßχε οργανþσει στο σπßτι της ιατρεßο για τους φτωχοýς κι αγωνιζüταν να τους ανακουφßζει οικονομικÜ. Ο σýζυγος της ΣτÝφανος ΔÝλτας διακρßθηκε για τη μεγÜλη συμβολÞ του στην επßλυση των προβλημÜτων του 1,5 εκατομμυρßου προσφýγων της ΜικρασιατικÞς ΚαταστροφÞς. Διορßσθηκε το 1923 μÝλος της 4μελοýς (απü Ýναν Αμερικανü, Ýνα Αγγλο και δýο ¸λληνες) ΕπιτροπÞς ΑποκαταστÜσεως Προσφýγων, που ιδρýθηκε τüτε και μες στα επüμενα Ýτη επιτÝλεσε τερÜστιο Ýργο.
            
     Εκεßνα üμως τα Ýτη Üρχισε Ýνα προσωπικü πρüβλημÜ της. Απü το 1925, τη χρονιÜ που πρωτοδημοσßευσε τη "ΖωÞ Του Χριστοý", Üρχισε η ßδια να σηκþνει το σταυρü μιας ασθÝνειας που την Üφησε μισοπαρÜλυτη. Το 1929, ξεκßνησε τη συγγραφÞ της 3λογßας "Ρωμιοποýλες", η οποßα τελεßωσε το 1939. Το 1ο βιβλßο, "Το Ξýπνημα", καλýπτει γεγονüτα των ετþν 1895-1907, η "ΛÜβρα" καλýπτει τα Ýτη 1907-1909 και το "Σοýρουπο" τα Ýτη 1914-1920. Στο μεταξý εßχεν εκδþσει τον "Τρελαντþνη", το 1932.
     Το 1941, ο Φßλιππος Δραγοýμης, της εμπιστεýεται τα ημερολüγια και το αρχεßο του αδερφοý του, ºωνα, στα οποßα η ΔÝλτα πρüσθεσε περßπου 1000 χειρüγραφες σελßδες με σχüλια για το Ýργο του. Στις 27 Απριλßου 1941, τα γερμανικÜ στρατεýματα καταλαμβÜνουν την ΑθÞνα κι υψþνουν στην Ακρüπολη τη σημαßα με τον αγκυλωτü σταυρü. Η Πηνελüπη ΔÝλτα αυτοκτονεß στις 2 ΜÜη 1941, παßρνοντας δηλητÞριο -εßχανε προηγηθεß κι Üλλες απüπειρες αυτοκτονßας στο παρελθüν- μην αντÝχοντας τον πüνο για τη κατÜκτηση της πατρßδας μας. Στον τÜφο της, στον κÞπο του σπιτιοý της, χαρÜχτηκε η λÝξη ΣIΩΠH
     ΜετÜ το θÜνατο της εξεδüθη απü τον Ξ. Λευκοπατρßδη σε ογκþδη τüμο "Η Αλληλογραφßα Της Π.Σ. ΔÝλτα 1903-1940", üπου παρελαýνουν εξÝχοντα πρüσωπα της πολιτικÞς, των γραμμÜτων και των επιστημþν κι üπου εκφρÜζονται ολοζþντανα οι ιδÝες και τÜσεις που χαρακτÞριζαν τüτε την ελληνικÞ διανüηση και πολιτικÞ.
     ΣÞμερα, τüσα χρüνια μετÜ το θÜνατο της μεγÜλης λογοτÝχνιδας, τα βιβλßα της διαβÜζονται με την ßδια αγÜπη.
_____________________________

               ΠρωτοχρονιÜτικο Παραμýθι

     Μια παραμονÞ ΠρωτοχρονιÜς, χωμÝνο στη γωνßα μιας εξþπορτας, κÜθουνταν Ýνα αγορÜκι και κοßταζε το αντικρινü φωτισμÝνο παρÜθυρο. Εßχε νυχτþσει νωρßς, και το χιüνι σκÝπαζε τις πλÜκες του δρüμου, τα φανÜρια, τα δÝντρα και τις στÝγες των σπιτιþν, πρÜμα σπÜνιο στην ΑθÞνα.
     Το κρýο Þταν δυνατü, και τυλιγμÝνος στο παλιωμÝνο και σκισμÝνο ρουχÜκι του, üλο και περισσüτερο χþνουνταν ο Βασßλης στη γωνιÜ της εξþπορτας, για να ξεφýγει απü το βοριÜ που τον πÜγωνε ως τα κüκαλα. Μα τα μÜτια του Ýμεναν καρφωμÝνα στο φωτισμÝνο παρÜθυρο του αρχοντüσπιτου, αντßκρυ του.
 -"ΠρωτοχρονιÜ αýριο", μουρμοýρισε, "διασκεδÜζουν εκεß μÝσα".
     Εκεß μÝσα κεßτουνταν Ýνα παιδß, με λιωμÝνο αχνü πρüσωπο. ΚουτιÜ γεμÜτα μπογιÝς, μολυβÝνια στρατιωτÜκια, ζþα ξýλινα, σιδηρüδρομοι και καραβÜκια, που σκÝπαζαν το κρεβÜτι του, Ýστεκαν Üγγιχτα. Τ' αδýνατα χερÜκια του μÝναν ακßνητα στο σεντüνι πÜνω, δεν κοßταζε καν τα πλοýσια δþρα γýρω του. Το κουρασμÝνο βλÝμμα του Þτανε καρφωμÝνο στο παρÜθυρο üπου, στα σκοτεινÜ, Üσπριζαν τα χιüνια της αντικρινÞς στÝγης.
 -"Τß συλλογßζεσαι, ΒασιλÜκη;" ρþτησε η μητÝρα του.
 -"Κοßταζα τα χιüνια", αποκρßθηκε ο μικρüς "και συλλογßζουμουν τη χαρÜ να τρÝχεις στους δρüμους, να βουτÜς στα χιüνια, να τα μαζεýεις και να φτιÜνεις μπÜλες, και να τις τινÜζεις στους περαστικοýς, üπως στη ζωγραφιÜ του βιβλßου μου, εκεß που εßδα και το χριστουγεννιÜτικο δÝντρο με τα πολλÜ κερÜκια... ΑλÞθεια, μητÝρα, λες να βρÞκε ο Νικüλας δÝντρο τÝτοιο εδþ";
 -"Ναι, παιδß μου, βρÞκε και θα στο φÝρει τþρα στολισμÝνο. Δεν εßναι πολý μεγÜλο üπως στη ζωγραφιÜ του βιβλßου σου, μα το στüλισε ο πατÝρας σου... κι εßναι πολý üμορφο... Εßσαι ευχαριστημÝνος";
 -"Ναι", εßπε ο ΒασιλÜκης χωρßς ενθουσιασμü.
     Εκεßνη την þρα Üνοιξε η πüρτα. Δυο υπηρÝτες Ýφεραν μÝσα Ýνα μικρü Ýλατο ολοφþτιστο και το στÞσανε πÜνω στο τραπÝζι. Τα κλαδιÜ Þτανε φορτωμÝνα χρυσÜ κι ασημÝνια στολßδια, φαναρÜκια και μπρßλες. Παντοý στÝκουνταν üρθια τ' αναμμÝνα χρωματιστÜ κερÜκια, και τα μεγαλýτερα κλαδιÜ λýγιζαν απü το βÜρος των παιχνιδιþν που κρÝμουνταν δεμÝνα με κορδÝλες.
 -"Ε, ΒασιλÜκη, σ' αρÝσει το δÝντρο σου;" ρþτησε ζωηρÜ ο πατÝρας του.
     Ο μικρüς το κοßταξε μια στιγμÞ με σβησμÝνα αγÝλαστα μÜτια.
 -"Το φαντÜζουμουν ωραιüτερο", εßπε με τη βαρεμÝνη του φωνÞ. Και το βλÝμμα του γýρισε πÜλι στο παρÜθυρο και στα χιüνια του αντικρυνοý σπιτιοý. "ΠατÝρα, λες του χρüνου τη ΠρωτοχρονιÜ να εßμαι πια καλÜ και να βγω κι εγþ στα χιüνια";
 -"Ναι, παιδß μου", εßπε ο πατÝρας κι η μητÝρα βγÞκε απü το δωμÜτιο για να κρýψει τα κλÜματα που την Ýπνιγαν.
 -"Τß üμορφα που θα εßναι να τρÝχεις στα χιüνια..." εßπε συλλογισμÝνα ο ΒασιλÜκης. "Τß δε θα 'δινα για να δω τß γßνεται Ýξω..."
     ¸ξω, ο Βασßλης εßχε δει πßσω απü το φωτισμÝνο παρÜθυρο το δÝντρο του ΒασιλÜκη, με τα φþτα και τα χρυσÜ στολßδια και τα παιχνιδÜκια που γεμιζανε τα κλαδιÜ απü πÜνω ως κÜτω.
 -"Αχ, τß ωραßο!" εßπε το φτωχü, "πρÝπει να το 'φερε ο 'Αη-Βασßλης" και τα μÜτια του τρþγανε το δÝντρο και, τρÝμοντας απü το κρýο, ολοÝνα χþνουνταν βαθýτερα στη γωνιÜ του και γýρευε να τυλßξει στο κορμÜκι του τα κουρÝλια του, μÞπως και το ζεστÜνουνε
λßγο. "Ο 'Αη-Βασßλης..." μουρμοýρισε, "γιατß δεν Ýρχεται κÜποτε και σε μας";
     ΘυμÞθηκε το φτωχικü σπιτÜκι στο χωριü του, üπου τον εßχε μεγαλþσει η μÜνα του. ¼λα τα 'χε στερηθεß αφüτου γεννÞθηκε, εκτüς μüνο τα χÜδια της μÜνας του. Ξενοδοýλευε η κακομοßρα για να κερδßσει το ψωμß τους, μ' Üλλο απü ψωμß δε πρüφθαινε να βγÜλει, μüνο την αγÜπη της μποροýσε χÜρισμα να του δßνει κι αυτÞ του την Ýδινε μπüλικη. Μα Þλθανε κακοß καιροß, αρρþστια, μαýρη φτþχεια και πÝθανε η μÜνα του και τη βÜλανε σε σανιδÝνια κÜσα και τη πÞγανε στο νεκροταφεßο και την εßδε που τη σκεπÜσανε τα χþματα. Και τον Ýβγαλαν απü το φτωχικü του καλυβÜκι κι Ýφυγε το Ýρμο ορφανü κι Þλθε κι Ýπεσε στην ΑθÞνα, παραμονÞ του 'Αη-Βασßλη, πεινασμÝνο, παγωμÝνο, μακαρßζοντας τους ευτυχισμÝνους που διασκεδÜζανε πßσω απü το φωτισμÝνο παρÜθυρο, αντßκρυ του.
     Απü νωρßς εßχε δει κßνηση μεγÜλη στους δρüμους, παιδιÜ μεγÜλα και μικρÜ, που σταματοýσανε στις πüρτες των αρχοντüσπιτων και λÝγανε τον 'Αγιο Βασßλη. Μα τ' ορφανü δεν τüλμησε να χτυπÞσει κι αυτü σε καμμιÜ πüρτα, οýτε Þταν μαθημÝνο στη ταραχÞ της μεγÜλης πολιτεßας. Και λßγο-λßγο, τρÜβηξε στους Þσυχους μεγαλüπρεπους δρüμους, μακριÜ απü το κÝντρο κι Þλθε και ζÜρωσε σε μιαν εξþπορτα, χωρßς ψωμß, χωρßς σκοπü, χωρßς καμιÜν ελπßδα.
     Πßσω απü το φωτισμÝνο παρÜθυρο πÞγαιναν κι Ýρχουνταν σκιÝς. ΠÝρασε κι Ýνας υπηρÝτης με βελÜδα, βαστþντας Ýνα πιÜτο με μια μεγÜλη πßτα! Ο Βασßλης θυμÞθηκε πως τη τελευταßα βοýκα ψωμß την εßχε φÜει το πρωß. Και μÝσα κει θα τρþγανε τþρα πßτα! Αχ και να εßχε κι αυτüς μια βουκßτσα να γελÜσει τη πεßνα του! Του φÜνηκε τüσο ορεκτικÞ η πßτα, τüσο αφρÜτη, καθþς τη πÝρασε ο υπηρÝτης εμπρüς στο παρÜθυρο. 'Αραγε, αν ζητοýσε λßγη, θα του 'δινε κανÝνα κομματÜκι; Κι Ýξαφνα, χωρßς να ξÝρει κι αυτüς πþς το 'κανε, Üρχισε να τραγουδÜ:

'Αγιος Βασßλης Ýρχεται
α-α-απü, απü την Καισαρεßα...
βαστÜ καλÜμι και χαρτß,
χα-α-ρτß, χαρτß και καλαμÜρι
.


     Πßσω απü το φωτισμÝνο παρÜθυρο, διÜφορες σκιÝς πÞγαν κι Þλθαν κοιτÜζοντας Ýξω. Σþπασε τρομαγμÝνος ο ΒασιλÜκης και ζÜρωσε στη γωνßτσα του üσο μποροýσε περισσüτερο.
 -"ΠαναγιÜ μου!" ψιθýρισε, "λÝνε πως οι πλοýσιοι δεν Ýχουνς καλÞ ψυχÞ και περιφρονοýνε τους φτωχοýς..." Και με τρομαγμÝνα μÜτια ακολουθοýσε το πηγαινÝλα των ανθρþπων μες στη κÜμαρα.
     Μες στη καμÜρα εßχαν κüψει την πßτα. ΑκουμπισμÝνος στα μαξιλÜρια, ο ΒασιλÜκης βαστοýσε το πιÜτο του στα χÝρια, κοιτÜζοντας μ' αδιαφορßα το κομμÜτι του, χωρßς καν να το γευθεß.
 -"Δεν το κüβεις να δεις αν σου Ýπεσε το φλουρß, ΒασιλÜκη μου;" ρþτησε τρυφερÜ η μητÝρα του.
 -"Ναι, μητÝρα, θα το γυρÝψω", αποκρßθηκε, αλλÜ δεν κοýνησε, οýτε Üλλαξε η κουρασμÝνη üψη του. ¸ξαφνα ανÝβηκε ως το δωμÜτιο του Üρρωστου αγοριοý μια
φωνÞ παιδιÜτικη, τρεμουλιαστÞ, σα φοβισμÝνη:

'Αγιος Βασßλης Ýρχεται
α-α-απü, απü την Καισαρεßα...
βαστÜ καλÜμι και χαρτß,
χα-αρτß, χαρτß και καλαμÜρι
.


     Ο ΒασιλÜκης ξαφνßστηκε. ΑνÜψαν μια στιγμÞ τα μÜτια του, ζωÞρεψε το μελαγχολικü του πρüσωπο.
 -"ΠατÝρα, πατÝρα!" φþναξε, "τ' ακοýς; ΤραγουδÜ απ' Ýξω... Θα ναι κανÝνα αγορÜκι... φþναξε το! Πολý σε παρακαλþ"!
     Η μητÝρα του εßχε πÜγει κιüλα στο παρÜθυρο, μα δεν εßδε τßποτε.
 -"Δε βλÝπω κανÝνα παιδß", εßπε.
 -"ΠατÝρα, κοßταξε συ, Üνοιξε το παρÜθυρο, φþναξε το παιδß να Ýλθει να πÜρει απü τη πßτα, το κομμÜτι του φτωχοý... και να μας πει τß γßνεται Ýξω..."
     ΠÞγε ο πατÝρας στο παρÜθυρο, το Üνοιξε, Ýσκυψε Ýξω, κοßταξε δεξιÜ, αριστερÜ, μα δεν εßδε τßποτε· Ýκλεισε το παρÜθυρο και γýρισε στο κρεβÜτι του ΒασιλÜκη.
 -"ΠÝρασε το παιδß και πÜει", εßπε ζωηρÜ, "μα δε πειρÜζει, θα περÜσει κι Üλλο και τüτε το φωνÜζομε· δοκßμασε την πßτα σου ωστüσο".
     Μα ο ΒασιλÜκης δεν πεινοýσε· Ýσπρωξε το πιÜτο του, ακοýμπησε στα μαξιλÜρια κι Ýκλεισε τα μÜτια. Η ζωηρÜδα του προσþπου του εßχε σβÞσει· το φλουρß της πßτας δεν τον ενδιÝφερε, οýτε το δÝντρο üπου εßχαν σβÞσει πια τα κερÜκια, οýτε τα δþρα του. Το δρüμο μüνο συλλογßζουνταν... Και το παιδÜκι, που μποροýσε να πει την ομορφιÜ της ελευθερßας, τη χαρÜ να τρÝχεις και να βουτÜς στα χιüνια, εßχε περÜσει και  πÜει!-
 -"ΘÝλεις, παιδß μου, να φας την πßτα σου αýριο;" ρþτησε η μητÝρα χαúδεýοντας γλυκÜ το μÝτωπο του.
 -"Ναι, μητÝρα, αýριο".
     Η μητÝρα Ýκανε νüημα σ' üλους να βγουν απü το δωμÜτιο. Ο ΒασιλÜκης Þτανε κουρασμÝνος... Ο ΒασιλÜκης Þθελε να κοιμηθεß... ΠÞρε το πιÜτο με τη πßτα και το ακοýμπησε στο τραπÝζι, κοντÜ στο κομμÜτι του φτωχοý· Ýσβησε τα φþτα, Üναψε την καντÞλα, φßλησε γλυκÜ το αγüρι της και βγÞκε απü το δωμÜτιο. Μα ο ΒασιλÜκης δε νýσταζε. Ο νους του Ýμενε στο δρüμο και στη χαρÜ που θα 'χε αν μποροýσε να τρÝξει στα χιüνια... Κοßταξε γýρω του, εßδε πως Þταν μüνος. Με κüπο κατÝβηκε απü το κρεβÜτι, και σιγÜ-σιγÜ σýρθηκε ως το παρÜθυρο. Αχ! και να Ýβλεπε λιγÜκι απ' Ýξω το χιονισμÝνο δρüμο, τα φανÜρια, τ' Üσπρα δÝντρα... Με δυσκολßα γýρισε το πüμολο, Üνοιξε το παρÜθυρο κι Ýσκυψε Ýξω. Το κρýο τον ξÜφνισε, του 'κοψε την αναπνοÞ, ζÞτησε να στηριχθεß στο πεζοýλι του παραθýρου μα üλα γυρßζανε, του φÜνηκε πως πÝφτει...
     ¸ξαφνα, απü το παρÜθυρο πÞδησε μÝσα Ýνας Üνθρωπος κι ο ΒασιλÜκης απü το σÜστισμÜ του ξÝχασε τη ζÜλη του. ¹τανε γÝρος, χιονοσκεπασμÝνος, με μακριÜ καλογερικÜ ροýχα και μεγÜλα Üσπρα γÝνια. Τον κοßταξε ο ΒασιλÜκης και τον ανεγνþρισε:
 -"Ο 'Αη-Βασßλης..." ψιθýρισε.
 -"Ναι, εγþ εßμαι", εßπε ο 'Αη-Βασßλης με το ανοιχτüκαρδο χαμüγελο του. "¹λθα να σε ρωτÞσω, τß θÝλεις να σου δþσω για την εορτÞ μου που ξημερþνει αýριο και που 'ναι και δικÞ σου εορτÞ";
 -"Αχ, ¢η-Βασßλη μου, να μη μου δþσεις πια τßποτα!" φþναξε ο ΒασιλÜκης σταυρþνοντας παρακλητικÜ τα χÝρια του. "Δες πüσα πρÜγματα μου δþσανε και τα 'χω τüσο βαρεθεß! Μα πÜρε με Ýξω μαζß σου! ΠÜρε με στα χιüνια! ΘÝλω τüσο να τρÝξω ελεýθερα"!
 -"ΘÝλεις;" εßπε ο 'Αη-Βασßλης. "Μα Ýξω κÜνει κρýο! Κι εσý Ýχεις üλα τα καλÜ του κüσμου! Τüσα παιχνßδια, τüσα χÜδια, και ζεστασιÜ και πßτα που οýτε τη δοκßμασες ακüμα... Και θÝλεις να φýγεις";
 -"Ναι! Να βγω στα χιüνια, να τρÝξω ελεýθερα, αχ, πÜρε με, πÜρε με, καλÝ μου 'Αη-Βασßλη!" παρακÜλεσε ο ΒασιλÜκης. "ΠÜρε με στα χιüνια"!
     Ο 'Αη-Βασßλης χαμογÝλασε πÜλι.
 -"ΚαλÜ!" εßπε. "Εγþ σÞμερα δε χαλþ χατÞρι κανενüς. ¸λα μαζß μου αφοý το θες".
Και πÞρε το ΒασιλÜκη στην αγκαλιÜ του και πÝταξε απü το παρÜθυρο που 'μεινε ανοιχτü...
     Στα χιüνια κÜθουνταν ο Βασßλης με τα μÜτια καρφωμÝνα στο παρÜθυρο. Με τρομÜρα εßχε δει Ýναν κýριο που Üνοιξε τα γυαλιÜ και κοßταζε στο δρüμο· μα Ýτσι μικρüς που Þταν και ζαρωμÝνος στη γωνßτσα του, δεν τον εßδε ο κýριος. Και το παρÜθυρο Ýκλεισε πÜλι.
     Τα κερÜκια του δÝντρου εßχαν σβÞσει, οι σκιÝς πÞγαιναν κι Ýρχονταν ακüμα· ýστερα σβÞσανε και τα φþτα και μüνο μια καντÞλα τρεμüφεγγε, στημÝνη σε κÜποιο Ýπιπλο πÜνω. Κι ο Βασßλης ακüμα κοßταζε, σα μαγνητισμÝνος απü τη θαμπερÞ λÜμψη της. Το κρýο üλο δυνÜμωνε· τα βλÝφαρα του Βασßλη βÜραιναν. ΘυμÞθηκε τη μÜνα του και τη ζεστÞ της αγκαλιÜ. ¸ριξε μια ματιÜ στο παρÜθυρο και συλλογßστηκε πως εκεß μÝσα θα Ýκαμνε ζÝστη... Αχ! λßγη ζÝστη...
     Λαφρýς κρüτος τον ξÜφνιασε. ΣÞκωσε τα μÜτια του τρομαγμÝνος. Το παρÜθυρο εßχε ανοßξει πÜλι, μα δεν Þταν πια εκεß ο ßδιος κýριος· Ýνα παιδÜκι, στα νυχτικÜ του, Ýσκυβε να δει το δρüμο. Μια στιγμÞ το κοßταξε με απορßα ο Βασßλης, μα τüσο βαριÜ Þτανε τα βλÝφαρα του, που δε μποροýσε να τα βαστÜξει ανοιχτÜ. ¸κανε πÜλι να δει το αντικρυνü παιδß και του φÜνηκε πως σωριÜζουνταν στο πÜτωμα το Üσπρο κορμÜκι, μα δεν πρüφθασε να βεβαιωθεß. Ακοýμπησε το κεφÜλι του στον τοßχο και τα μÜτια του κλεßσαν
μονÜχα τους.
     ¸ξαφνα, μια λÜμψη τον ξýπνησε· μπρος του στÝκουνταν Ýνας γÝρος ντυμÝνος στα κüκκινα και στα χρυσÜ. Τα γÝνια του Þταν μακριÜ και κÜτασπρα και γýρω του χýνουνταν τüση ζÝστη, που ο Βασßλης ξÝχασε τα χιüνια και το βοριÜ. Κοßταξε το γÝρο και τον ανεγνþρισε.
 -"Ο 'Αη Βασßλης!" Ýκανε μαγεμÝνος.
 -"Ναι, ο 'Αη-Βασßλης", εßπε ο γÝρος, "σ' Üκουσα που 'λεγες πως δεν Ýρχομαι ποτÝ σε σας και, βλÝπεις, τþρα Þλθα". Τ' ορφανü τον κοßταξε μ' Ýκσταση. Ο 'Αη-Βασßλης γÝλασε. "Λοιπüν πες μου", του εßπε· "αýριο ξημερþνει ΠρωτοχρονιÜ, που 'ναι εορτÞ μου και δικÞ σου εορτÞ. Τß θες να σου χαρßσω";
     Ο Βασßλης Ýριξε μια ματιÜ στο αντικρινü παρÜθυρο. Η καντÞλα εßχε σβÞσει κι αυτÞ· τüσο κρýο θα Þτανε τþρα κι εκεß μÝσα...
 -"ΘÝλω, παρακαλþ, λßγη πßτα", εßπε δειλÜ "και θÝλω πÜλι τη μÜνα μου... Μα ßσως αυτü να εßναι αδýνατο;" ρþτησε φοβισμÝνος λßγο για τη μεγÜλη του απαßτηση.
 -"Τßποτα δεν εßναι αδýνατο σÞμερα", εßπε ο 'Αη-Βασßλης "κι ü,τι ζητÞσεις θα στο κÜνω. Πßτες üσες θÝλεις θα σου δþσω και τη μÜνα σου θα τη ξαναδεßς οπüταν θÝλεις. Μα σκÝψου, εßναι και μερικÜ παιδιÜ που λαχταροýν την ελευθερßα σου. Εσý μπορεßς τον κüσμον üλο να γυρßσεις, να ζÞσεις üπως θες. Εßσαι ακüμα μικρüς κι ο κüσμος üλος εßναι ανοιχτüς μπροστÜ σου..."
 -"Αχ üχι, καλÝ μου 'Αη-Βασßλη!" παρεκÜλεσε ο μικρüς. "Μüνο πÜρε με στη μÜνα μου! Και δωσ' μου λßγη πßτα και για κεßνη, που δεν Ýχει φÜγει τþρα τüσα χρüνια"!
 -"ΚαλÜ!" εßπε ο 'Αη-Βασßλης με το καλü του χαμüγελο. "ΣÞμερα δε χαλþ κανενüς χατÞρι. ¸λα να σε πÜγω στη μÜνα σου".
     Και τον πÞρε ο 'Αη-Βασßλης στην αγκαλιÜ του και πÝταξε ψηλÜ ψηλÜ, τüσο που περνοýσε πÜνω απü τα ψηλüτερα σπßτια κι Ýφυγαν.
     Το πρωß της ΠρωτοχρονιÜς, την þρα που χαροýμενες χτυποýσαν οι καμπÜνες σ' üλες τις εκκλησιÝς της χþρας, βγÞκε ο Νικüλας ο υπηρÝτης, με μÜτια κοκκινισμÝνα απü τα κλÜματα, στο χιονισμÝνο δρüμο.
     ΧωμÝνο σε μια γωνιÜ της εξþπορτας του αντικρινοý σπιτιοý, εßδε Ýνα παιδÜκι που φαßνονταν να κοιμÜται. Το σßμωσε, το Üγγιξετο βρÞκε παγωμÝνο. Το πÞρε στην αγκαλιÜ του και το ανÝβασε στο αρχοντüσπιτο, üπου μητÝρα και πατÝρας, πλÜγι στο κρεβÜτι του ΒασιλÜκη, κλαßγανε το πεθαμÝνο τους αγüρι.
     Μαζß τα ξÜπλωσαν πλÜγι-πλÜγι, το χαδεμÝνο μονοπαßδι και το Ýρημο ορφανü.
     ΠÜνω στο τραπÝζι, δυο κομμÜτια πßτας ξηραßνονταν Üγγιχτα, το κομμÜτι του ΒασιλÜκη και το κομμÜτι του Βασßλη.
     ΠλÜγι-πλÜγι Ýθαψαν τα δυο παιδιÜ. Στον Ýνα τÜφο εßναι γραμμÝνο με χρυσÜ γρÜμματα τ' üνομα του ΒασιλÜκη· ο Üλλος τÜφος δεν Ýχει üνομα.
     ΚανÝνας δε γνþριζε το Ýρημο ορφανü.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers