Βιογραφικü
O Γιþργος ΦτÝρης -γεννηθεßς ως Γιþργος ΤσιμπιδÜρος- Þταν ¸λληνας δημοσιογρÜφος, ανταποκριτÞς, κριτικüς, συγγραφÝας και ποιητÞς. που γεννÞθηκε στη Λακωνßα, στη ΜÜνη και πιο συγκεκριμÝνα στη ΚαρÝα 14 ΣεπτÝμβρη 1891. Σποýδασε νομικÜ στην ΑθÞνα κι εργÜστηκε στις εφημερßδες ΑΚΡΟΠΟΛΗ, ΚΑΙΡΟΙ, ΠΑΤΡΙΣ, ΝΕΑ, ΗΜΕΡΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ, ΒΗΜΑ. ΠαρÝμεινε πολλÜ χρüνια στο εξωτερικü, αρχικÜ στη Ρþμη και κατüπιν ανταποκριτÞς του ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ στο Παρßσι, üπου παρακολοýθησε üλες τις πολιτικÝς, πνευματικÝς και καλλιτεχνικÝς εκδηλþσεις του μεσοπολÝμου, τις οποßες ανÝπτυξε σε σειρÜ ανταποκρßσεων. ΔιετÝλεσε Γενικüς ΓραμματÝας του Συλλüγου ΕλλÞνων Λογßων Καλλιτεχνþν, στο Παρßσι.
Δημοσßευσε τα βιβλßα "Η θρυλικÞ ζωÞ του Στρατηγοý Βοýρβαχη" με πρüλογο του ΣτρατÜρχου της Γαλλßας Φρανς ντ’ ¸σπερε το 1947 και "Πρüσωπα και σχÞματα" το 1954. ΜετÝφρασε θεατρικÜ Ýργα κι Ýγραψε μελÝτες και ποιÞματα σε λογοτεχνικÜ περιοδικÜ. Το ποßημα - τραγοýδι του της ΚατοχÞς Η χωριÜτα Ýγινε σýμβολο της ελευθερßας και κινδýνεψε να συλληφθÞ απü τους κατακτητÝς.
ΣυνεργÜτης του Ραδιοφωνικοý Σταθμοý, μÝλος του Διοικητικοý Συμβουλßου του Εθνικοý θεÜτρου, μÝλος της ΕπιτροπÞς Σχολικþν Βιβλßων του Υπουργεßου Παιδεßας, Ιδρυτικü και τακτικü μÝλος της Εταιρßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν 1930-1967, κριτικüς του Λογοτεχνικοý·Βιβλßου και θεÜτρου στο «ΒÞμα». Δημιοýργησε με τον Δημ,. ΛαμπρÜκη τη λογοτεγνικÞ επιφυλλßδα του «Βηματος», στην οποßα εγραφε κÜθε ΚυριακÞ. ΜÝλος της Ενþσεως Συντακτþν.
ΓεννÞθηκε 14 ΣεπτÝμβρη 1891 στη ΚαρÝα Λακωνßας. Εßχε 4 αδÝρφια, τον ΓιÜννη (Þ ΓιÜγκο) ο οποßος Ýμενε στη ΜÜνη. Ο Βασßλης πολÝμησε στον Μακεδονικü Αγþνα ως αρχηγüς ανταρτþν και σκοτþθηκε σε μÜχη. Ο Πüτης, üπως και ο αδερφüς του Γιþργος, σποýδασε νομικÞ, αρθρογρÜφησε σε αρκετÝς εφημερßδες και Ýγινε αρχισυντÜκτης σε μια. Αργüτερα Ýγινε γραμματÝας του ΕλευθÝριου ΒενιζÝλου και εξελÝγη βουλευτÞς Αθηνþν, Το 1963, Ýγινε σýμβουλος στο γραφεßο του Πρωθυπουργοý. Εßχαν επßσης μια αδερφÞ, την ¼λγα, η οποßα Þταν παντρεμÝνη με τον ΓιÜννη ΧαραμÞ απü την ΚρεμαστÞ Λακωνßας. Το 1931, ο Γιþργος ΦτÝρης παντρεýτηκε τη ΡÝα Βραχßνου, και στις 13 Ιουλßου 1934, γÝννησαν τη μοναδικÞ τους κüρη ΕλυÜνα.
¢ρχισε τη δημοσιογραφικÞ του σταδιοδρομßα στο «ΘÜρρος» των Καλαμþν. Κατüπιν συνεργÜσθηκε στην «Ακρüπολη», «Πατρßδα», «Βαλκανικü Ταχυδρüμο», «Ελεýθερο Τýπο», Ελεýθερο Λüγο», «ΑμÜλθεια» της Σμýρνης με το ψευδþνυμο Ανατολßτης και, στα φιλολογικÜ περιοδικÜ «ΝουμÜς», «ΚαλλιτÝχνης», «ΧαραυγÞ» της ΜυτιλÞνης», «ΦιλολογικÞ ΠρωτοχρονιÜ», «ΝÝα Εστßα», «ΝÝο Πνεýμα», «ΝεοελληνικÞ Λογοτεχνßα», «ΠαναθÞναια», ΠελοποννησιακÞ ΠρωτοχρονιÜ», «ΔιÜπλασις των Παßδων», «Ανθολογßα» με τα ψευδþνυμα Λανσελüτος, ΓκρÝκο, ΦτÝρης.
Διακρßθηκε ως σχολιαστÞς και φιλολογικüς κριτικüς, κρÜτησε δε σα παρατσοýκλι και το "ΤσιμπιδÜρος" Þ "ΤσιμπιδÜρας". ¸γραψε τα Ýργα "Η ΘρυλικÞ ΖωÞ Του Στρατηγοý Βοýρβαχη" (1937), τα "Πρüσωπα Και ΣχÞματα" (1954), τις "ΕλληνικÝς ΜορφÝς" (1979) και το "ΜÜνη, Πατρßδα Μου" (1981) -εκδüθηκαν μετÜ τον θÜνατü του. ΜετÝφρασε θεατρικÜ Ýργα κι Ýγραψε μελÝτες και ποιÞματα σε λογοτεχνικÜ περιοδικÜ. Το ποßημα-τραγοýδι του της ΚατοχÞς, "Η ΧωριÜτα" Ýγινε σýμβολο της ελευθερßας και κινδýνεψε να συλληφθεß απü τους κατακτητÝς.
Επßσης υπÞρξε συνεργÜτης του Ραδιοφωνικοý Σταθμοý, μÝλος του Διοικητικοý Συμβουλßου του Εθνικοý θεÜτρου, μÝλος της ΕπιτροπÞς Σχολικþν Βιβλßων του Υπουργεßου Παιδεßας, ιδρυτικü και τακτικü μÝλος της Εταιρεßας ΕλλÞνων Λογοτεχνþν (1930-1967), κριτικüς του Λογοτεχνικοý Βιβλßου & ΘεÜτρου στο ΒΗΜΑ. Δημιοýργησε με τον Δημ. ΛαμπρÜκη τη λογοτεγνικÞ επιφυλλßδα του ΒΗΜΑΤΟΣ, στην οποßα Ýγραφε κÜθε ΚυριακÞ. ΜÝλος της ¸νωσης Συντακτþν.
Η επß 52 συνεχÞ χρüνια, δημοσιογραφικÞ και λογοτεγνικÞ εργασßα του, υπÞρξε δημιουργικÞ συμβολÞ στη προαγωγÞ των Ελληνικþν ΓραμμÜτων κι ο θÜνατüς του Üφησε μεγÜλο κενü στο δημοσιογραφικü και πνευματικü τομÝα της ΕλλÜδος. ΤιμÞθηκε με τις ΑκαδημαúκÝς ΔÜφνες της Σορβüνης (1930), τον ΤαξιÜρχη Του Φοßνικα (1965) και το Χρυσü Εýσημο Δημοσιογραφßας (1966).
Το μεγαλýτερο μÝρος της ζωÞς του, ο Γιþργος ΦτÝρης, Þταν ανταποκριτÞς εφημερßδων στο εξωτερικü. ΠαρÝμεινε πολλÜ χρüνια στο εξωτερικü, αρχικÜ στη Ρþμη και κατüπιν ως ανταποκριτÞς του «Ελεýθερου ΒÞματος» στο Παρßσι, üπου παρακολοýθησε üλες τις πολιτικÝς, πνευματικÝς και καλλιτεχνικÝς εκδηλþσεις του μεσοπολÝμου, τις οποßες κι ανÝπτυξε σε μακρÜ σειρÜ ανταποκρßσεων. ΔιετÝλεσε Γενικüς Γραμματεýς του Συλλüγου «ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ» στο Παρßσι. Περιüδευσε στην Ευρþπη για να συναντÞσει αρκετÜ γνωστÜ πρüσωπα της εποχÞς, üπως ο Ιταλüς δικτÜτορας Μπενßτο Μουσολßνι, απü τον οποßο Ýλαβε συνÝντευξη αρκετÝς φορÝας. Κατα τη διÜρκεια των ταξιδιþν του, γνþρισε και σχημÜτισε δεσμοýς φιλßας με αρκετÜ γνωστÜ Üτομα, üπως ο συγγραφÝας Νßκος ΚαζαντζÜκης, ο γλýπτης ΜιχαÞλ Τüμπρος, ο πολιτικüς ΕλευθÝριος ΒενιζÝλος, η ηθοποιüς ¸λλη ΛαμπÝτη, ακüμη κι ο ΠÜμπλο ΠικÜσο.
Το 1954 εκδüθηκε το βιβλßο Πρüσωπα & ΣχÞματα κι Þτανε περßπου τüτε, üταν ο Ν. ΚαζαντζÜκης Ýγραψε στον συγγραφÝα Γ. ΦτÝρη:
«ΑγαπητÝ φßλε, σπÜνια διÜβασα γοητευτικüτερο νεοελληνικü κεßμενο. ΣπÜνια διατυπþθηκε απü νεοÝλληνα με τüση δροσιÜ και χÜρη η ουσßα. Και πλÞθυνε πÜλι μÝσα μου η πßκρα, που με τüσα χαρßσματα σωπαßνετε τüσα χρüνια»!
¼ταν επÝστρεψε στην ΑθÞνα, διηýθηνε τα «ΑθηναúκÜ ΝÝα» 1933-1941 και συνεργÜσθηκε Ýκτοτε στο «ΒÞμα», στα «ΝÝα» και στον «Ταχυδρüμο» 1924-1967. Στο ΒÞμα αρθρογραφοýσε το κýριο Üρθρο της εφημερßδας κÜθε ΚυριακÞ. Το 1930, Ýλαβε το Βραβεßο της ΓαλλικÞς Ακαδημßας (ΑκαδημαúκÝς δÜφνες), για τη μετÜφραση του απü τα γαλλικÜ στα ελληνικÜ των «Αθλßων» (Les Miserables). Το 1966, του απονεμÞθηκε το Χρυσü ΜετÜλλιο Δημοσιογραφßας απü το ΒασιλιÜ Κωνσταντßνο Β´. ΤιμÞθηκε αρκετÝς φορÝς απü την ΕλληνικÞ κυβÝρνηση για το Ýργο του στη λογοτεχνßα και τη δημοσιογραφßα.
Η κατασκευÞ της βιβλιοθÞκης της Αρεüπολης, υποστηρßχθηκε απü τον ßδιο. ¸γραψε αρκετÜ βιβλßα κι Üρθρα. Η κüρη του ΕλυÜνα δÞλωσε για τον πατÝρα της:
«Τα βιβλßα του Ýχουνε βαθý νüημα κι εßναι δýσκολα στη κατανüηση επειδÞ Þθελε να κÜνει τους ανθρþπους καλýτερους. Τα βιβλßα του Þτανε γραμμÝνα σε απλÞ γλþσσα, αλλÜ εßχαν βαθιÜ νοÞματα. Δεν Þθελε οι Üνθρωποι να διαβÜζουν 'σκουπßδια', αλλÜ να ερευνοýν, να βελτιþνουν τους εαυτοýς τους, να ρωτοýν, και να κÜνουν την ανθρωπüτητα πιο Ýξυπνη. ΒασικÜ, να κÜνουν Ýναν Üνθρωπο να συλλογιστεß».
¸να απü τα μεγαλýτερα και πιο αξιομνημüνευτα επιτεýγματα του, εßναι Ýνα τραγοýδι με την ονομασßα Η ΧωριÜτα. Το 1941-42,τον 1ο χειμþνα της ΓερμανικÞς ΚατοχÞς, Ýγραψε Ýνα αλληγορικü τραγοýδι το οποßο Ýδωσε στη Σοφßα ΒÝμπο, την πιο γνωστÞ τραγουδßστρια της εποχÞς κι επßσης οικογενειακÞ φßλη του. Το τραγοýδησε σε θÝατρα ανÜ την ΕλλÜδα, φορþντας φüρεμα με τα χρþματα της ΕλλÜδας, μπλÝ και λευκü. 35 χρüνια αργüτερα, σχολιÜζοντας το τραγοýδι, ο ΦτÝρης εßπε: «Εßναι μια φωνÞ ελπßδας και συνÝχισης της ýπαρξης. ΑντÞχησε σε μεγÜλο βαθμü στις καρδιÝς του τüτε σκλαβωμÝνου λαοý.» Στο τραγοýδι, η ΕλλÜδα παρουσιÜζεται ως μια χωριατοποýλα, και τα νιÜτα της ως Ýνα εκκολαπτüμενο δÝντρο.
ΚατÜ τη περßοδο αυτÞ, üλα τα πατριωτικÜ τραγοýδια απαγορευüταν απü τους Ναζß. Ο ΦτÝρης το γνþριζε κι Ýγραψε κÜθε στßχο του τραγουδιοý με αλληγορικü τρüπο. Η κüρη του εßπε:
«ΚÜθε φορÜ που τραγουδοýνταν, το κοινü 'ηλεκτριζüταν'. Ακοýγαν το τραγοýδι και το κατανοοýσαν, και Ýτσι τους Ýδινε ελπßδα, τους εμψýχωνε. Φüβιζε τον εχθρü κι Þταν σαν απειλÞ».
Πολýς κüσμος λÜτρεψε το τραγοýδι του και το μÞνυμα του διαδüθηκε στην ΕλλÜδα. Το τραγοýδι Ýπαιζε συνεχþς στα θÝατρα. ΑλλÜ αμÝσως μετÜ οι Ναζß κατÝλαβαν τον Ýλεγχο. Το τραγοýδι απαγορεýθηκε, και τα θÝατρα κλεßσαν. Ορßστηκε ποινÞ για κÜθε Ýναν που τραγουδοýσε το τραγοýδι κι οι Ναζß πÞγαν στο σπßτι του ΦτÝρη, απειλþντας τον με σýλληψη. Η ΒÝμπο συνÝχισε να τραγουδÜ την «ΧωριÜτα» στις συναυλßες της στη Μ. ΑνατολÞ και συνÝχισε να εμπνÝει το κßνημα της ΕθνικÞς Αντßστασης. Αν και το τραγοýδι εßχε καταπνιγεß στην ΕλλÜδα, η ζημιÜ για τους Γερμανοýς εßχε γßνει. Οι καταπονεμÝνοι και χωρßς ελπßδα ¸λληνες πολÝμησαν στον Β' Παγκüσμιο Πüλεμο, üπως λÝει το τραγοýδι με «καινοýργιους κλþνους και κλαδιÜ».
ΠÝθανε 14 ΣεπτÝμβρη 1967, μÝρα των γενεθλßων του και λßγο μετÜ την εγκαθßδρυση της χοýντας στον τüπο μας, σ' ηλικßα 76 ετþν, απü καρκßνο του Þπατος. Το σþμα του Ýχει ταφεß στην πατρßδα του, ΜÜνη. Επß της οδοý μεταξý Αρεüπολης και Γυθεßου, σ’ Ýνα λüφο Ýχει χτιστεß κι αφιερωθεß σε αυτüν Ýνα μνημεßο. Αν κι εγκατÝλειψε το χωρßο του και τους περιορισμοýς του, στην εφηβικÞ του ηλικßα, πÜντοτε εßχε τη ΜÜνη στην καρδιÜ του. Αξßζει να σημειωθεß πως εßχε φροντßσει για μετÜ τον θÜνατü του να δωρßσει τα 6.000 βιβλßα του, στην υπü ßδρυση, δημοτικÞ βιβλιοθÞκη της πατρßδας του, συμβÜλλοντας Ýτσι σημαντικÜ, στα θεμÝλιÜ της. Ο Γ. ΦτÝρης-ΤσιμπιδÜρος, τßμησε τη ΜÜνη, ιδιαßτερη πατρßδα του, με τη ζωÞ του, αλλÜ και μετÜ το θÜνατü του! Εßναι γνωστü στους συμπατριþτες του üτι η Δημüσια ΒιβλιοθÞκη Αρεοπüλεως (μßα απü τις 30 περßπου δημüσιες βιβλιοθÞκες üλης της ΕλλÜδος) εßναι ουσιαστικÜ Ýργο δικü του, αφοý τα αρχικÜ της βιβλßα Þταν οι 6.000 τüμοι της βιβλιοθÞκης του, τα οποßα σýμφωνα με τη τελευταßα του επιθυμßα δþρισε για την ßδρυσÞ της! ΚÜποτε εßχε γρÜψει:
"Τη θýμηση της ΜÜνης, της πÝτρας και του αÝρα της ΜÜνης, την Ýπαιρνα πÜντα μαζß μου, üπου κι αν πÞγαινα. Σαν φυλαχτü".
Τη γενικÞ του üμως φιλοσοφßα για τη ζωÞ, τον κüσμο, τον Üνθρωπο την περιγρÜφει με τα εξÞς λüγια, απευθυνüμενος στη σýζυγü του:
«¢μα πεθÜνω και σε ρωτÞσουν τι Þμουνα, τι πßστευα κι απü ποý αντλοýσα, αυτÜ τα üσα Ýγραφα, να τους πεις πως δεν Þμουνα τßποτα Üλλο, απü Ýνας απλüς Üνθρωπος, που πßστευε βαθιÜ στην αγÜπη, τη καλοσýνη και στην ανθρωπιÜ».
Το μνημεßο του εßναι μια προτομÞ, σκαλισμÝνη απü τον φßλο του ΜιχαÞλ Τüμπρο. Στον þμο του, μια γυναßκα που αναπαριστÜ τη ΜÜνη δακρýζει, θρηνþντας για τον θÜνατο του. Η κüρη του ΕλυÜνα δÞλωσε:
«Ο πατÝρας που ποτÝ δεν Þθελε μνημεßο για τον εαυτü του, μιας κι Þτανε πολý ταπεινüς Üνθρωπος. ΠοτÝ δεν πßστευε στα μνημεßα, üμως η μητÝρα που επÝμενε πως του Üξιζε Ýνα».
ΜετÜ το θÜνατü του εκδüθηκαν δýο ακüμη βιβλßα του «ΕλληνικÝς ΜορφÝς» (1979, Δßφρος) και «ΜÜνη πατρßδα μου» (1981, ΕρμÞς), μοναδικÜ και δυσεýρετα πια, συλλογÞ εκλεκτþν κειμÝνων και μονογραφιþν του ΦτÝρη, με ενιαßα θεματολüγια, ελÜχιστο μÝρος μιας πνευματικÞς εργασßας δεκÜδων χρüνων. ¼σοι τυχεροß, συμπατριþτες Þ μη μποροýν ακüμη να τα αναζητÞσουν, θα εξασφαλßσουν πραγματικÜ κÜποια ξεχωριστÜ πνευματικÜ πονÞματα, απ' αυτÜ που δεν Ýχουμε την ευκαιρßα τακτικÜ να εντρυφοýμε στους καιροýς μας.
ΕιδικÜ τα περιεχüμενα του «ΜÜνη Πατρßδα μου» αφοροýν αποκλειστικÜ τον τüπο μας: Κεßμενα μοναδικÜ για ΠνευματικÝς και ΗρωúκÝς ΜορφÝς της ΜÜνης (Üγνωστες στο πλατý κοινü, οι περισσüτερες), για Ýνδοξες ιστορικÝς στιγμÝς, για τα μοιρολüγια, για τη ΜανιÜτισσα...με ξεχωριστü σε ουσßα και βÜθος το κεφÜλαιο με τßτλο «Ανθρωπογεωγραφßα της ΜÜνης»... ΠραγματικÜ, και αδιÜφορος Þ εχθρικüς να 'ναι κανεßς για την πατρþα γη μας, ο ΦτÝρης με την ανεπανÜληπτη γραφßδα του σε «υποχρεþνει» να την αγαπÞσεις.
Το τελευταßο κεßμενο του Γ. ΦτÝρη:
¸τσι ΛÝμε, Ýτσι λÝγαμε Üλλοτε στη ΜÜνη τη γιαγιÜ, τη μÜνα της μÜνας Þ του πατÝρα. ¸χω ακüμη μπροστÜ στα μÜτια μου τη δικÞ μου, τη μÜνα του πατÝρα μου, ψηλüσωμη, ξεραγκιανÞ, μαυριδερÞ, με üψη αυστηρÞ, απü το ΚαραβοστÜσι, κοντÜ στο Βοßτυλο. Καταγüταν απü μια μεγÜλη μανιÜτικη οικογÝνεια, απü τους ΡαζελιÜνους, που τους Ýλεγαν και ΜÝντικους.
Την αγαποýσα, τη σεβüμουνα, και τη φοβüμουνα μαζß. Δεν Þταν κακιÜ. ΑλλÜ üπως Üλλες μανÜδες Þ γιαγιÜδες - οι περισσüτερες - δεßχνουν τη στοργÞ τους με χÜδια στα μικρÜ παιδιÜ, εκεßνη την Ýδειχνε με τ' Üγριο.
ΘυμÜμαι και κÜτι που Ýκανε στο μεγÜλο σοφρÜ, üταν τýχαινε να φιλοξενÞσαμε Ýνα παλιü φßλο του σπιτιοý, για να τον τιμÞσει. Ενþ δßπλα στεκüταν με την πεντÜλφα χαραγμÝνη επÜνω του ο σκοýρος προγονικüς λυχνοστÜτης, τον καιρü που δεν εßχε ακüμη φτÜσει στα ορεινÜ χωριÜ της ΜÜνης το πετρÝλαιο - Ýνας λυχνοστÜτης που Ýδινε στις αλληλοδιÜδοχες γενιÝς μαζß με τον αργαλειü, τη σκÜφη και τα εικονßσματα, την αßσθηση της κοινÞς καταγωγÞς των - κατÝβαζε το λýχνο με τα δýο αναμμÝνα φυτßλια του και τον κρατοýσε στην Üκρη του τεντωμÝνου χεριοý της. Σα νÜθελε Ýτσι να δεßξει üτι το φως, που Þταν τη νýχτα η ψυχÞ του σπιτιοý, το φως που Ýπεφτε πÜνω στο πρüσωπü της κι επÜνω στις μορφÝς εκεßνων που κÜθονταν ολüγυρα δεν Ýβγαινε απü το λÜδι. ΑλλÜ ανÝβαινε απü τις φλÝβες της, απü το αßμα της...
(Εδþ σταματÜ ο Γ. ΦτÝρης γιατß τον σταμÜτησε και κεßνον ο θÜνατος).
Η ΧωριÜτα*
Στο χωριü, παλιÜ γενιÜ μου,
ξýπνησες μεσ’ στην καρδιÜ μου
μια καινοýργια ανατριχßλα
με τα δÝντρα, με τα φýλλα
κι’ üπου να σταθþ, να γεßρω
νιþθω το δικü σου μýρο
και τα μÜτια üπου γυρßσω
σÝνανε θε ν' Üντικρýσω.
ΧωριÜτα εßμαι üλο γεια
και σαν τη γρηοýλα τη γιαγιÜ
φορÜω το μπαρÝζι.
ΓενιÜ, σε νοιþθω σαν πιοτü,
σαν το κρασß το δυνατü
και σαν το πετιμÝζι.
Κι’ αν εßναι δýσκολες στιγμÝς,
τα παλληκÜρια με τις νιÝς
θα ζευγαρþσουν πÜλι
Üλλα θε ν' Üρθουνε παιδιÜ,
καινοýργιους κλþνους και κλαδιÜ
το δÝντρο μας θα βγÜλη.
Εδþ, ρÜτσα αγαπημÝνη,
εßσαι σ' üλα σκορπισμÝνη,
στο νερü με το κανÜτι,
στη βελÝντζα τη φλοκÜτη,
στο τραγοýδι, το τροπÜρι,
στο καντÞλι, το λυχνÜρι,
στα δρεπÜνια, που θερßζουν,
üλα ρÜτσα σου θυμßζουν.
Και κρατοýν την ευωδιÜ σου
απ’ τα χρüνια τα παλιÜ σου,
σαν σε γÝρικη κασσÝλα,
μοσχοκÜρφι και κανÝλλα.
* Το τραγοýδι αυτü γρÜφτηκε απü τον ΦτÝρη τον 1ο χειμþνα της ΚατοχÞς, 1941-42, κατÜ τη πεßνα και τη δοκιμασßα που Ýθεσε πρüβλημα επιβßωσης του ¸θνους. Εßναι μια φωνÞ ελπßδας και συνεχεßας. Κι αυτü ακριβþς συμβολßζει. Με μουσικÞ του Θεοφρ. Σακελλαρßδη το πρωτοτραγοýδισε η Σοφßα ΒÝμπο, με φüρεμα που Ýφερε τα εθνικÜ χρþματα, κατÜ τη παρÜσταση που οργανþθηκε στο θÝατρο «ΡΕΞ». απü την «ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ¨» προς ενßσχυση του συσσιτßου της «ΕΣΤΙΑΣ ΤΥΠΟΥ». ΕπειδÞ εßχε μεγÜλη απÞχηση στη καρδιÜ του σκλαβωμÝνου τüτε λαοý, η ΒΕΜΠΟ συνÝχισε να το τραγουδÜ κατÜ τις θεατρικÝς εμφανßσεις της στο θÝατρο «ΜΟΝΤΙΑΛ». Ο Στρατüς ΚατοχÞς που αντελÞφθη τη συμβολικÞ σημασßα του τραγουδιοý, το απαγüρευσε κι απεßλησε με σýλληψη το δημιουργü του. ¸κτοτε η συμβολικÞ του σημασßα ξεπÝρασε τα σýνορα κι η ΒÝμπο εξακολοýθησε να το τραγουδÜ στη Μ. ΑνατολÞ. Αργüτερα, üταν η ΕλλÜδα λευτερþθηκε κυκλοφüρησε σε δßσκους και συχνÜ, ακüμη και σÞμερα μεταδßδεται απü το ραδιüφωνο. ¸χει χαρακτηριστεß σαν εθνικü τραγοýδι και μπορεßτε να το ακοýσετε στο παρακÜτω λινκ του ΓιουΤοýμπ:
Η ΧωριÜτα
__________________________
ΜιÜ ΝερÜιδα ΠαντρÝφτηκε Στη ΜÜνη
Ο Γιþργης ο ΜαυρομιχÜλης μπαßνοντας απü το τυροκομεßο στο σπßτι, Üρπαξε Ýνα σκαμνß κι Ýκατσε κοντÜ στο σοφρÜ που τοýχε στρωμÝνον η μÜνα του.
-"Ν' ανÜψω το φως;" τον ρþτησε κεßνη. "Σκοτßδιασε"!
Δεν της αποκρßθη. ΑλλÜ η μÜνα Þξερε τα χοýγια του γιοý της. 'Αμα δεν της αποκρινüταν της Ýδινε συγκατÜθεση. ¸τσι κι ο πατÝρας του, Ýτσι κι ο πÜππος του, δεν τüχαν εýκολο το "ναι" σα να ντρεπüντανε, απü περηφÜνεια. 'Αγγιξε με την Üκρη του μαýρου τσεμπεριοý το βλÝφαρü της, üπως Ýκανε πÜντα, σα να δÜκρυζε, κÜθε φορÜ που θυμüτανε τους πεθαμÝνους, τους αραχνιασμÝνους ανθρþπους. ¸πειτα πÝρασε στη φωτογωνιÜ, Üναψε το λυχνÜρι, το γÝμισε λÜδι με το ρογß και του τüφερε. Η μικρÞ χρυσÞ φλüγα του φþτισε την πεντÜλφα του λυχνοστÜτη, το αμπÜρι που Þταν γεμÜτο λοýπινα και καρπü, την κüρδα με τα κρεμμýδια και το πρüσωπο του ΜαυρομιχÜλη με τις Üγριες μουστÜκες, που τις Ýδενε πßσω απü το ριζÜφτι, σαν το ΣκυλογιÜννη. Η μÜνα Ýβαλε το ψωμß, το φαÀ, το σκαμνß το δικü της κι αρχßσανε να τρþνε. 'Αξαφνα ο ΜαυρομιχÜλης χτýπησε τη γροθιÜ του πÜνω στο σοφρÜ:
-"Δε μπορþ να καταλÜβω", εßπε με θυμü, "ποιος βρÞκε το κουρÜγιο να μπει στο τυροκομεßο το δικü μου! για να κλÝψει τυρß. Και δεν εßναι για το τυρß. Τυρß Ýχομε, απ' üλα Ýχομε, μπερκÝτι. Δεν το σηκþνω üμως να με κλÝβουν, να πατÜνε το σπßτι μου". Γýρισε προς τη μÜνα του και τη ρþτησε: "Ποιüς νÜναι";
-"ΤÞγαρι ξÝρω κι εγþ"!
-"Απü πüτε κλÝβουνε";
-"ΠÜνε δυο μÝρες και καρτÝραγα να γυρßσεις απü το βουνü με το κοπÜδι για να στο πω". Ο Üντρας Ýβγαλε το συμπÝρασμα:
-"Εδþ μÝσα μπαßνει Üνθρωπος ξÝνος", φþναξε απüτομα, φοβεριστÜ, "αλλÜ που θα μου πÜει! Θα τον πιÜσω κι ας εßναι και βρυκüλακας..."
Οι δαχτυλÜρες του Γιþργη του ΜαυρομιχÜλη παßξανε σα νÜδραξαν, σα νÜσφιξαν ανθρþπινο σβÝρκο, ανθρþπινο καρßτζαφλα. ¸πειτα ησýχασε λßγο. ΜÜνα και γιος ξανÜρχισαν να τρþνε, να μιλÜνε τρþγοντας. Εßπανε για Ýνα βασιλικü καρÜβι -εγγλÝζικο θÜταν- που πÝρασε ανοιχτÜ απü τον ΚÜβο Γκρüσο. Οι ΜεσομανιÜτες δε χορταßνανε να το βλÝπουν, þσπου σκαπÝτισε, χÜθηκε πÝρα στο πÝλαγος. Στο ΜεζÜπο μÜλιστα κουβεντιÜστηκε πολυ και το ρεσÜλτο. Εßπανε να του ριχτοýνε ξαφνικÜ του ξÝνου καραβιοý και να το κουρσÝψουνε, αλλÜ μετανιþσανε την τελευταßα στιγμÞ.
-"Δε θÜχανε μπατσÝρα για κοýρσο!" εßπε χαμογελþντας η μÜνα, που τÜξερε αυτÜ απü τα παληÜ χρüνια, απü τα νειÜτα της. Και θυμÞθηκε τα τραγοýδια του φüβου, üπως τον Ýνοιωθαν τüτε οι καπεταναßοι των ξÝνων καραβιþν, κÜθε φορÜ που ζυγþνανε τα βρÜχια της ΜÜνης:
Απü τον ΚÜβο ΜαταπÜ
σαρÜντα μßλια αλαργινÜ
κι απü τον ΚÜβο Γκρüσο
σαρÜντα κι Üλλο τüσο.
Εßπαν ýστερα για τον ΑναστÜση και για τον γιο του, που ο πρþτος εßχε χτυπηθεß βαρειÜ στο κεφÜλι κι ο δεýτερος ξÝσκουρα στο βυζß. Τα μαντÜτα τÜχε φÝρει ο Καλαπüθος, ο Τρικοýτελος, απü τη Μελτßνη, üπου κατεβÞκανε οι Μπαρδουνιþτες, οι Τουρκαρβανßτες, για να πατÞσουν τη ΣτροτζÜ, να κÜψουνε τα μπαροýτια της. Η ΜαυρομιχÜλαινα σταυροκοπÞθηκε, γυρßζοντας το μελαψü της πρüσωπο κατÜ την ΑνατολÞ. ΜÜνα και γιος σωπÜσανε για λßγο.
-"Ας εßναι καλÜ η ΜÜνη!" εßπε ο γιος χτυπþντας το σοφρÜ με τη χεροýκλα του. "Ας εßναι καλÜ οι πÝτρες, τα κοτρþνια της ΜÜνης και τα στριγγλολÜγκαδα. Ακοýς γρηÜ; ΑυτÜ νÜναι καλÜ και να βρßσκουμε μπαρουτüβολο για τις μπÜλλες. Και λßγη ξεροκαυκÜλα για φαÀ. Τßποτ' Üλλο δε θÝλομε. Κι απü τον ΠενταδαχτυλιÜ κι εδþθε ο Τοýρκος δε θα ρßξει ρßζα ποτÝ, üπως δεν Ýρριξε ως τþρα. Σου το δßνω γραφτü". Η μÜνα μαζεýτηκε, μßκρηνε, ακοýγοντÜς τον. Ο ΜαυρομιχÜλης ανασηκþθηκε μονομιÜς και καθþς Þτανε ψηλüς η κοýτρα του σα ν' ακοýμπησε τη κορφÞ της κÜμαρας, σα ν' Üγγιξε το μεσοδüκι. "Αýριο" εßπε βγαßνοντας απü την πüρτα, "θα μεßνω εγþ στο σπßτι και θα πας εσý με το κοπαδι στο βουνü. Τον κλÝφτη που μου παßρνει το τυρß, πρÝπει να τον πιÜσω".
-"¼πως θÝλεις γιε μου", ψιθýρισε η μÜνα του. "Εσý εßσ' ο κÜπος".
¹ταν καλοκαßρι κι ο γιος πÞγε και ξÜπλωσε στο λιακü, εκεß που ξεραßνανε τα σýκα. ¼λα φουρφουλßζανε γýρω-γýρω, üπως κÜνουν τα δÝντρα τη νýχτα, üπως κÜνουν τα νερÜ. Ο αÝρας φυσοýσε δροσερüς, ο θαλασσινüς απü τα Μοθοκüρωνα, ο στεριανüς απü τη μεριÜ του λαγκαδιοý, ανÜμεσα στο ΚÜστρο της ΚελεφÜς και το Βοßτυλο, κει που κοιμÜται ο δρÜκος, ο ΚÜκαβος με τα φλουριÜ γεμÜτος. Το φεγγÜρι Ýλαμπε απÜνου απü την Τσßμοβα, στο Κουσκοýνι, φωτßζοντας üλο το μεγÜλο διÜσελο, απü τη ΣαγγιÜ ως τη ΜÝσα ΜÜνη, ως εκεß που η στερνÞ πÝτρινη καταβολÜδα του Ταàγετου πÝφτει, στ' αρμυρü νερü, περνþντας ανÜμεσα ΜαρινÜρι και Πüρτο ΚÜγιο. Στο πεζοýλι, τα μικρÜ παιδιÜ απü τα γýρω λιγοστÜ και σκüρπια σπßτια, παρακαλοýσαν, üπως γινüτανε πÜντα το καλοκαßρι με το φεγγÜρι, τη ΜαυρομιχÜλαινα:
-"Για πες μας, για τη κουρμαδιÜ και για τις ΝερÜιδες. Πως Ýγινε; Που Þταν η βÜρκα";
-"Να, καρσß μας Þτανε. Εκεß που πÜει να στρßψει ο δρüμος του Λιμενιοý για ν' αγναντÝψει το ΚαραβοστÜσι. Στο ψÞλωμα, στο μοναστÞρι, εζοýσε Ýνας καλüγερας. Κι απü το μοναστÞρι κατÝβαινε πüτε-πüτε, τη νýχτα στη θÜλασσα για να ρßξει τα παραγÜδια. Μια τÝτοια νýχτα Þρθαν οι ΝερÜιδες και τον πÞρανε".
-"Απü που Þρθαν, κυρÜ";
-"Απü τα μÝρη της ΜπαρμπαριÜς. Αποκεß Ýρχονται στον τüπο μας οι ΝερÜιδες".
-"Κι Þταν πολλÝς";
-"Τρεις. Η μια καλλßτερη απü την Üλλη, λουσοχτενισμÝνες κι οι τρεις, λιγνÝς, με τα χρυσÜ τους πασουμÜκια και με τις μεγÜλες Üσπρες μπαμπακÝλες τους, που παßζανε με τον αÝρα. Η καθεμιÜ βÜσταγε Ýνα κüκκινο περιστÝρι στα χÝρια, δικÝφαλο".
-"Με δυο κεφÜλια, κυρÜ";
-"Με δυο κεφÜλια".
-"Και κüκκινο";
-"Κüκκινο, μπουγαζß, του ΤρισκατÜρατου, του Οξαποδþ".
-"Και τον καλüγερα τι τον κÜμανε, κυρÜ; Του πÞρανε τη φωνÞ του";
-"¼χι. Δεν του κÜμανε κακü. Μια εßπε στην αρχÞ, να τον σηκþσουν απü τις αμασκÜλες και να τον πετÜξουν στο γιαλü. ΑλλÜ οι δυο Üλλες τον ελυπÞθηκαν. Λýσαν το παλαμÜρι κι εβγÞκαν στ' ανοιχτÜ. ΤρÜβηξαν κÜτω, για την Καραβüπετρα κι Ýπειτα Üλλαξαν ρüτα, πÝρασαν Ýξω απü το ΒενÝτικο κι Ýβαλαν πλþρη για το κανÜλι της ΜÜλτας".
-"Και τι κÜμαν οι ΝερÜιδες, κυρÜ";
-"Η μια, η πιο μεγÜλη, Ýπαιζε το λαβοýτο της κι οι Üλλες δυο, οι πιο μικρÝς χορεýανε και τραγουδοýσανε üλη τη νýχτα. ¿σπου βγÞκε τ' Üστρι που διþχνει τα στοιχειÜ, ο αημερινüς και γυρßσανε πÜλι στο ΛιμÝνι, στα ΜαυρομιχαλιÜνικα. ΞαναδÝσανε το παλαμÜρι στα βρÜχια και σε λßγο χαθÞκαν με τα περιστÝρια τους, γινÞκανε καπνüς".
-"Κι ο καλüγερας";
-"¸τριψε τα μÜτια του, νομßζοντας πως καταφυγγιÜστηκε, πως τÜδε üλα στ' üνειρü του. ΑλλÜ μες στη βÜρκα βρÞκε ποýπουλα κüκκινα και κÜτω απü τα ποýπουλα Ýνα παρÜξενο κουκοýτσι. Τρüμαξε. Τα ποýπουλα τα σκüρπισε στη θÜλασσα και το κουκοýτσι το πÝταξε στην ανηφοριÜ. Αυτü το κουκοýτσι εßναι ο ψηλüτερος κουρμÜς που βλÝπουμε στον τüπο μας, χρüνια και χρüνια".
-"Ο πÜππος μου", λÝει Ýνας μικρüς, "Ýχει ακουστÜ πως βγÞκανε κουρσÜροι στα βρÜχια μας κι εßχανε και κουρμÜδες μαζß τους. Κι Ýνα απü τα κουκοýτσια π' αφÞσανε στο κολατσιü τους, φýτρωσε, ψÞλωσε, Ýγινε ο κουρμÜς του Λιμενιοý".
-"Τα ξÝρω", εßπε η ΜαυρομιχÜλαινα θυμωμÝνη, "κουρσÜροι Þρθανε πολλÝς φορÝς στον τüπο μας απü τη ΜπαρμπαριÜ. ΑλλÜ τον κουρμÜ τον Ýφεραν οι ΝερÜιδες..."
Ο Γιþργης ο ΜαυρομιχÜλης, δεν πÞγε με το κοπÜδι το Üλλο πρωÀ, Ýστειλε στο βουνü τη μÜνα του κι εκεßνος Ýμεινε να φυλÜ καραοýλι να πιÜσει τον κλÝφτη του μαντριοý. Τßποτα δε φαινüτανε και καθþς η þρα προχωροýσε, γλαρþθηκε στη θÝσι του. 'Αξαφνα Üκουσε ανÜμεσα στα βρÜχια τσÜχαλα, πατημασιÝς. Με το δεξß του χÝρι Ýπιασε την πιστüλα, το γαργÜλι της πιστüλας και περßμενε. ΑλλÜ το χÝρι του πÜγωσε μονομιÜς, γιατß εκεßνο που πρüβαλε σε λßγο δεν Þταν Üνθρωπος. ¹τανε ΝερÜιδα. Ταμπουρþθηκε κÜπου και με το μÜτι περßμενε να την ξεχωρßσει πιο καλÜ. Η ΝερÜιδα πÝρασε απü μπροστÜ του κι αντßς να του πÜρει τη μιλιÜ του χαμογÝλασε κι ο Üντρας με το αßμα του, με τα ψαχνÜ του, με τα κüκκαλÜ του, κατÜλαβε πως Þταν γυναßκα, γλυκειÜ γυναßκα. Τη σÞκωσε με τα χοντρÜ του χÝρια, την πÞρε και την Ýφερε ζαλισμÝνος στο σπßτι του, üπου την απüθεσε απÜνου στη μεγÜλη κασÝλλα με την αντρομßδα και τα φαντÜ. Δεν Þξερε να του μιλÜει, να του αποκρÝνεται. ¹ξερε μüνο να του χαμογελÜ κι ο ΜαυρομιχÜλης δεν Þθελε τßποτ' Üλλο για να την κÜμει δικιÜ του, για να σκýψει απÜνου της και να τη ρουφÞξει, üπως ρουφÜνε οι διψασμÝνοι στον αυλü της βρýσης το νερü.
ΑυτÞ η νια πüμοιαζε με μαλαματüβεργα, ανÝβαινε απü τα βρÜχια στο τυροκομεßο κι Ýπαιρνε το τυρß. Δεν εßχε τßποτ' Üλλο για να ζÞσει. Τη πÞρε γυναßκα του, Ýκανε μαζß της πολλÜ παιδιÜ κι η ΝερÜιδα του Γιþργη του ΜαυρομιχÜλη, üπως τη λÝγανε σ' üλα τα χωριÜ, ρßζωσε και γßνηκε ΜανιÜτισσα.
ΛÝνε, πως Þτανε κÜποια βασιλοποýλα, κÜποια πριγκηπÝσσα απü την Ιταλßα, απü τη ΦραγκιÜ, που επειδÞ Ýπεσε σε μεγÜλο κρßμα, Ýδωσε διÜτα ο πατÝρας της να τη σκοτþσουνε. ΑλλÜ η μÜνα της, που πονοýσε το σπλÜχνο της, δεν Üφισε να γßνει κρßμα. Την Ýβαλε σ' Ýνα καρÜβι κι εßπε στον καπετÜνιο να την αφÞσει στο πιο ξερü, στο πιο γυμνü, στο πιο Ýρημο μÝρος που υπÜρχει στη Μεσüγειο κι ο καπετÜνιος την Üφησε στα βρÜχια της ΜÜνης.
¾στερα απü χρüνια, ο πατÝρας της, πεθαßνοντας, Ýνιωσε βÜρος στη συνεßδησÞ του γιατß εσκüτωσε την κüρη του. ΑλλÜ η μητÝρα τον ξαλÜφρωσε αποκαλýπτοντας το μυστικü της, τοýπε πως την Ýστειλε με καρÜβι μακρυÜ, απü κεßνα τα χρüνια. Την αναζητÞσανε, στεßλανε νÝο καρÜβι στη ΜÜνη κι üταν τη βρÞκανε, της εßπαν να ξαναγυρßσει στον πατÝρα της, που την εßχε συχωρÝσει, που πρüσμενε τη συχþρεσÞ της κι αυτüς.
Τη συχþρεση του την Ýστειλε, αλλÜ δε γýρισε, δε θÝλησε να γυρßσει στον τüπο της γιατß εßχε πια δεθεß με τον τüπο του αντρüς της. Σ' αυτÞ τη γυναßκα, στο αßμα αυτÞς της γυναßκας, λÝνε πως χρωστοýν οι Μαυρομιχαλαßοι την ομορφιÜ της ρÜτσας τους.
"Τη θýμηση της ΜÜνης,
της πÝτρας και του αÝρα της ΜÜνης,
θα τη παßρνω πÜντα μαζß μου üπου πηγαßνω.
Σαν φυλαχτü..."
Γιþργος ΦτÝρης (ΤσιμπιδÜρος) "ΜÜνη, Πατρßδα Μου"