Βιογραφικü
"Ὅταν σφßγγουν τὸ χÝρι,
ὁ ἥλιος εἶναι βÝβαιος γιὰ τὸν κüσμο
ὅταν χαμογελᾶνε,
ἕνα μικρὸ χελιδüνι φεýγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γÝνεια τους
ὅταν κοιμοῦνται,
δþδεκα ἄστρα πÝφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσÝπες τους
ὅταν σκοτþνονται,
ἡ ζωὴ τραβÜει τÞν ἀνηφüρα
μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα".
Ο ΓιÜννης Ρßτσος (ΜονεμβασιÜ, 1 ΜαÀου 1909 - ΑθÞνα, 11 Νοεμβρßου 1990) Þταν Ýνας απü τους σπουδαιüτερους ¸λληνες ποιητÝς, με διεθνÞ φÞμη κι ακτινοβολßα. Δημοσßευσε πÜνω απü 100 ποιητικÝς συλλογÝς και συνθÝσεις, 9 μυθιστορÞματα, 4 θεατρικÜ Ýργα και μελÝτες. ΠολλÝς μεταφρÜσεις, χρονογραφÞματα και Üλλα δημοσιεýματα συμπληρþνουν το Ýργο του. ΑρκετÜ απü τα Ýργα του Ýχουν μεταφραστεß σε ξÝνες γλþσσες. ΠολιτικÜ ανÞκε στην ΑριστερÜ (συγκεκριμÝνα στο ΚΚΕ και την ΕΔΑ). Νüσησε απü φυματßωση μα ξεπÝρασε την ασθÝνεια (πρÜγμα δýσκολο για την εποχÞ) και πÝρασε απü υλικÝς κι ηθικÝς δοκιμασßες.Στο σανατüριο του «Σωτηρßα», üπου νοσηλευüταν, Þρθε κοντÜ με τον Μαρξισμü και την ΑριστερÜ, πρÜγματα που επηρÝασαν βαθýτατα τη ποßηση και τον τρüπο ζωÞς του. Αφοý πÝρασε απü διÜφορα σανατüρια, εγκαταστÜθηκε στην ΑθÞνα, üπου εργÜστηκε ως αυτοδßδακτος σκηνοθÝτης στην ΕργατικÞ ΛÝσχη κι ως ηθοποιüς και χορευτÞς σε επιθεωρÞσεις.
Η αγωνιστικÞ του Ýφεση κι η επαναστατικÞ του φýση τον οδηγοýνε στη προσχþρηση του κινÞματος των «Πρωτοπüρων» και κατüπιν, το 1942, στο ΕΑΜ, ενþ Ýγινε μÝλος και του Κ.Κ.Ε., στο οποßο παρÝμεινε πιστüς Ýως τον θÜνατü του. Αργüτερα αρχßζουν οι εξορßες στη ΛÞμνο, στη Μακρüνησο και στον ¢η ΣτρÜτη. ΕπιστρÝφοντας στην ΑθÞνα, προσχþρησε στην ΕΔΑ. Το 1956 ταξßδεψε στην ΕΣΣΔ και στη Κοýβα. ΚατÜ τη διÜρκεια της Χοýντας, εξορßστηκε και πÜλι, αρχικÜ στη ΓυÜρο και κατüπιν στη ΛÝρο. Με τη μεταπολßτευση, Ýγινε ευρÝως γνωστüς, τüσο στην ΕλλÜδα, üσο και στο εξωτερικü, ενþ ακολουθÞσανε πολλÝς διακρßσεις και βραβεýσεις.
Η ΣονÜτα του Σεληνüφωτος, ο ΕπιτÜφιος κι η Ρωμιοσýνη εßναι κÜποια απü τα μεγαλýτερα ποιÞματα του ποιητÞ, ενþ Ýχει κÜνει και πολλÝς μεταφρÜσεις ξÝνων ποιητþν üπως του Ναζßμ ΧικμÝτ, του ΑλεξÜνδρου Μπλοκ, του Βλαδßμηρου Μαγιακüβσκη, κ.Ü. ΠολλÜ ποιÞματÜ του, Ýχουν μελοποιηθεß απü τον Μßκη ΘεοδωρÜκη, γνωστüτερα εξ αυτþν: Η Ρωμιοσýνη, ο ΕπιτÜφιος κ.Ü. Μεταξý των τιμητικþν διακρßσεων του Ρßτσου περιλαμβÜνονται το κρατικü βραβεßο ποßησης και το βραβεßο ΛÝνιν.
Ο Ρßτσος γεννÞθηκε τη 1η ΜαÀου του 1909 στη ΜονεμβασιÜ Λακωνßας. ¹τανε το τελευταßο παιδß της οικογÝνειας. Ο πατÝρας του, ο ΕλευθÝριος, γεννÞθηκε το 1872 κι εßλκυε τη καταγωγÞ του απü τη ΚρÞτη. Ο πατÝρας Þταν κληρονüμος τερÜστιας κτηματικÞς περιουσßας και βασιλüφρων. Εßχε συναναστροφÝς με τον κλÞρο κι εßχε ελλιπεßς γνþσεις καθþς εßχε τελειþσει μονÜχα το δημοτικü. Η μητÝρα του Þταν η Ελευθερßα ΒουζαναρÜ, γεννημÝνη το 1879, κüρη πλουσßων εμπüρων απü το Γýθειο. Οι δυο τους παντρεýτηκαν üταν εκεßνη Þταν ακüμα 13 (!!!) ετþν κι εßχε συμφωνηθεß üτι θα συζοýσαν οριστικÜ μüλις τελεßωνε το γυμνÜσιο.
Το ζευγÜρι, εντοýτοις, δεν τα πÞγαινε καλÜ, καθþς ο ΕλευθÝριος Þταν μανιþδης χαρτοπαßχτης και γυναικÜς. ¸να οριστικü περιστατικü για τη σχÝση τους Þταν üταν απÝκτησαν το δεýτερο παιδß τους: Ενüσω η Ελευθερßα βρισκüταν στο νοσοκομεßο, εκεßνος εξαφανßστηκε για εβδομÜδες στο ΛουτρÜκι, περνþντας ξÝγνοιαστες þρες. Η οικογÝνεια Ρßτσου απÝκτησε τελικÜ τÝσσερα παιδιÜ, τη Νßνα το 1898, τον ΔημÞτρη το 1899, τη Σταυροýλα (Λοýλα) το 1908 και το ΓιÜννη το 1909. Η οικογÝνεια ζοýσε απÝναντι απü την Παναγßα τη Χρυσαφßτισσα. Αργüτερα εγκαταστÜθηκε οριστικÜ, μετÜ τη γÝννηση του ΓιÜννη, σε Ýνα σπßτι που αγüρασε ο ΕλευθÝριος στην εßσοδο της καστροπολιτεßας, δßπλα στα τεßχη.
To Σπßτι του στη ΜονεμβασιÜ
Η ζωÞ του κατÜ τη παιδικÞ του ηλικßα στη Μονεμβασßα Þταν ανÝμελη και πÝρασε üμορφα παιδικÜ χρüνια κοντÜ στη φýση. Η μητÝρα του, που Þτανε καλλιεργημÝνη, του Ýδειχνε πολλÞ αγÜπη και τρυφερüτητα. Η γιαγιÜ του ¢ννα του 'λεγε παραμýθια, üπως επßσης κι Ýνας ΜωραÀτης, που φρüντιζε αυτüν και τη Λοýλα, μετÜ τη δολοφονßα του παπποý τους το 1910. Ο Ρßτσος απü τη μικρÞ ηλικßα φÜνηκε να Ýχει κλßση στις τÝχνες, καθþς γρÞγορα Üρχισε να ζωγραφßζει και να μαθαßνει πιÜνο, ενþ, καθþς ο ßδιος μαρτυρεß, Ýγραφε στßχους απü τα 7 του. Η μητÝρα του υποστηρßζει απüλυτα αυτÞ τη κλßση και θεωρεß πως κÜποια μÝρα θα διαδεχθεß τον ΚωστÞ ΠαλαμÜ, αργüτερα τον εγγρÜφει ως συνδρομητÞ στο περιοδικü Η ΔιÜπλασις των Παßδων.
Η ανεμελιÜ των παιδικþν χρüνων σταματÜ με την Ýναρξη του σχολεßου. Ο Ρßτσος προτιμοýσε να παßζει απü τα να παρακολουθεß τα μαθÞματα κι αυτü εßχε ως αποτÝλεσμα να βρßσκεται πολλÝς φορÝς üρθιος στη γωνßα τιμωρημÝνος. Τα τετρÜδιÜ του Þταν γεμÜτα ζωγραφιÝς. Εßχε πει κι ο ßδιος κÜποτε:
"¸φτιαχνα μαργαρßτες και παπαροýνες, σβÞνοντας του αριθμοýς".
Ενþ για τις τιμωρßες του Ýλεγε:
"Σα να μ' Üρεσε να εßμαι τιμωρημÝνος. Δεν αγαποýσα τους ανθρþπους που αρßστευαν στα πÜντα. Θα πει üταν δεν εßχαν κÜποια ιδιαßτερη κλßση".
Κι ακüμη:
"Νομßζω πως ο Üνθρωπος που δε τιμωρÞθηκε ποτÝ στη ζωÞ του δε ξÝρει τι σημαßνει παραβßαση της απαγüρευσης. Κι επειδÞ η ζωÞ εßναι γεμÜτη απογοητεýσεις, Ýμαθα να δουλεýω την ποßηση, ξεπερνþντας τες".
Ο Ρßτσος ü,τι Ýχασε απü το σχολεßο το βρÞκε στη βιβλιοθÞκη της μητÝρας του, üπου εκεß συνÜντησε για πρþτη φορÜ την ΑριστερÜ, πρÜγμα που ενοχλοýσε τον ΕλευθÝριο. Το 1917 η οικογÝνεια Ρßτσου δÝχτηκε το πρþτο της οικονομικü πλÞγμα: Με την αγροτικÞ μεταρρýθμιση του Ελ. ΒενιζÝλου απαλλοτριþθηκαν τσιφλßκια Þ δüθηκαν σε ακτÞμονες, οι Ρßτσοι, που δεν Þξεραν Üλλη δουλειÜ, παρÜ μüνον αυτÞ, τα Ýχασαν σχεδüν üλα. Λßγο καιρü αργüτερα, ο αδελφüς του, που σποýδαζε, ασθÝνησε με τον προÜγγελο της φυματßωσης, την υγρÜ πλευρßτιδα. Ο πατÝρας ξüδεψε πολλÜ λεφτÜ για τη θεραπεßα του γιου του χωρßς üμως επιτυχßα. Το 1921 ασθÝνησε απü φυματßωση κι η μητÝρα του. Ο ΔημÞτρης δεν τα κατÜφερε και πÝθανε απü φυματßωση στις 6 Αυγοýστου 1921, ενþ λßγο αργüτερα, στις 11 Νοεμβρßου του ßδιου Ýτους, üταν η μητÝρα Ýμαθε για τον θÜνατο του ΔημÞτρη, δεν Üντεξε και πÝθανε κι αυτÞ στην ΠορταριÜ Πηλßου. Στο ενδιÜμεσο, η αδελφÞ του Νßνα, και συγκεκριμÝνα τον Απρßλη του 1921, εßχε παντρευτεß τον χωροφýλακα του χωριοý κι εßχε φýγει απü το σπßτι, με αποτÝλεσμα η Λοýλα και ο ΓιÜννης να μεßνουν μüνοι και να δεθοýν πολý. Η Λοýλα και ο ΓιÜννης Þρθαν πολý κοντÜ μετÜ απü αυτÜ τα τραγικÜ γεγονüτα. Η μüνη παρηγοριÜ του ποιητÞ Þταν η αδελφÞ του κι η ποßηση, ενþ τα μüνα Ýξοδα που επÝτρεπε στον εαυτü του Þταν η συνδρομÞ του περιοδικοý, στο οποßο μÜλιστα δημοσßευσε το 1924-1925 τις πρþτες του συνεργασßες με το ψευδþνυμο «Ιδανικü ¼ραμα».
Το ΣεπτÝμβρη 1925 τα 2 αδÝλφια Ýρχονται στην ΑθÞνα. Εκεß πιÜσαν Ýνα δωμÜτιο σε ξενοδοχεßο στη ΜπενÜκη. Ο θεßος Λεωνßδας, που ζοýσε στο Λονδßνο και που τους εßχε βοηθÞσει και παλαιüτερα, τους συνδρÜμει χρηματικÜ, ενþ η Λοýλα Ýπιασε δουλειÜ, προετοιμÜζοντας τις σπουδÝς της για τη ΦιλοσοφικÞ. Ο ΓιÜννης απü την Üλλη δεν Ýδειχνε κÜποιο ενδιαφÝρον για üλα αυτÜ. ¸πιασε αργüτερα δουλειÜ ως δαχτυλογρÜφος σε γραφεßο συμβολαιογρÜφου, στη βιβλιοθÞκη του οποßου γνþρισε τον ¢γγελο Σικελιανü, τον ΚωστÞ ΠαλαμÜ κ.Ü. ¸ως το 1926, πηγαßνανε καλÜ για τα αδÝλφια, þσπου Ýνα πρωß η Λοýλα εßδε τον αδελφü της να κÜνει αιμüπτυση στο λαβομÜνο. Ο γιατρüς της οικογÝνειας τον Ýστειλε στη ΜονεμβασιÜ, που, üπως πßστευε, θα 'βρισκε καλýτερη περιποßηση. ΤελικÜ, μετÜ απü τη 2μηνη παραμονÞ του στην ΑθÞνα, επÝστρεψε στη πατρþα γη. ΕπιστρÝφοντας απü τη ΜονεμβασιÜ εßχε Ýτοιμες 2 ποιητικÝς συλλογÝς: Στο Παλιü μας Σπßτι και το ΔÜκρυα και Χαμüγελα. Το ΓενÜρη του 1927 η αιμüπτυση επανÞλθε κι Þτανε βÝβαιο πλÝον üτι Ýπασχε κι αυτüς απü φυματßωση. Στις 22 ΦλεβÜρη 1927 εισÞλθε στο νοσοκομεßο «Σωτηρßα», üπου για τα επüμενα 3 χρüνια θα συζεß με πλÞθος ασθενþν.
Στις αßθουσες του νοσοκομεßου Þρθε σε επαφÞ με διÜφορους αριστεροýς και συνδικαλιστÝς. Ο «δÜσκαλüς» του εßναι ο Βασßλης, ο οποßος θα εκτελεστεß αργüτερα απü τους Γερμανοýς, στην ΚατοχÞ. Στο σανατüριο του «Σωτηρßα» θα γνωριστεß με την ποιÞτρια Πολυδοýρη. ΑνταλλÜσσανε ποιÞματα και λüγω της αγÜπης τους για τη ποßηση θα βροýνε παρηγοριÜ. Ο ßδιος αφηγεßται στον Κ. Σταματßου:
"ΥπÞρχε μια μεγÜλη αßθουσα υποδοχÞς με το μοναδικü πιÜνο με ουρÜ στη «Σωτηρßα». Τ' απüγευμα, πÞγαινα εκεß κι Ýπαιζα αναζητþντας κÜποια παρηγοριÜ στη μουσικÞ. Ακοýγοντας το πιÜνο η Πολυδοýρη κατÝβαινε απü το δωμÜτιü της κι Ýτσι γνωριστÞκαμε".
Εκεß μÝσα αναπτýξανε θερμοýς δεσμοýς φιλßας οι δýο ποιητÝς. ΜÜλιστα ο Ýνας Ýχει αφιερþσει στον Üλλον και ποιÞματα. ΜετÜ το πÝρας του 3ου Ýτους της παραμονÞς του στο νοσοκομεßο, δεν εßχε πια λεφτÜ για τη παραμονÞ του. Κατüπιν, τον μεταφÝρανε σε στρατιωτικü νοσοκομεßο, για να καταλÞξει στο ¢συλο Φυματικþν Καψαλþνας, Ýνα ερειπωμÝνο κι Üθλιο κατÜλυμα. Οι συνθÞκες εκεß Þταν απαρÜδεκτες. ¸τσι, στÝλνει Ýνα γρÜμμα στην εφημερßδα Εφεδρικüς Αγþν τονßζωντας τα προβλÞματα που βιþνουνε καθημερινÜ οι ασθενεßς εκεß πÝρα. Ο Ρßτσος θα πει αργüτερα για κεßνη την εμπειρßα:
"Στη Καψαλþνα Ýνιωσα πρþτη φορÜ τον εαυτü μου σαν εντολοδüχο, τον υπεýθυνο ενüς κüσμου".
Στη Καψαλþνα, μαζß με Üλλα ποιÞματÜ του, απü το προηγοýμενο σανατüριο, συνθÝτει τις πρþτες του ποιητÝς συλλογÝς: ΤρακτÝρ και Πυραμßδες. Τον Απρßλη του 1931, η αδελφÞ του παντρεýεται Ýνα μετανÜστη απü την ΑμερικÞ, τον ΔημÞτρη Σταυρüπουλο, ο οποßος θα συνδρÜμει οικονομικÜ και τον αδελφü της. ¸τσι, ο Ρßτσος θα βρει περισσüτερο χρüνο για τη ποßηση. Στα 1932, την οικογÝνεια τη ξαναβρÞκε συμφορÜ: Ο πατÝρας του, που ζοýσε μüνος στη ΜονεμβασιÜ, δεν εßχε τα προς το ζην και σε συνδυασμü με την ÜρνησÞ του για βοÞθεια απü τους συγχωριανοýς, Ýχασε τα λογικÜ του και τρελÜθηκε. Τον μετÝφεραν εν τÝλει το 1934 στο δημüσιο ψυχιατρεßο του Δαφνßου. Η αδελφÞ του που εßχε πÜει στην ΑμερικÞ επÝστρεψε για να τον φροντßσει κι εν τω μεταξý εßχε κλονιστεß πολý κι αυτÞ με üλα αυτÜ που συνÝβαιναν στην οικογÝνειÜ τους. Τη περßοδο αυτÞ ο Ρßτσος προσπαθεß να ακολουθÞσει το επÜγγελμα του χορευτÞ και του ηθοποιοý σε Ýνα θÝατρο στη ΚυψÝλη, με τη διÜσημη Ζωζþ ΝταλμÜς, αφοý ο γÜμος της αδελφÞς του δεν κρÜτησε πολý και αναγκÜστηκε να εργαστεß.
Το 1934 γßνεται μÝλος του ΚΚΕ στο οποßο παρÝμεινε πιστüς μÝχρι τον θÜνατü του. Το 1934 εκδüθηκε η πρþτη ποιητικÞ συλλογÞ του με τßτλο «ΤρακτÝρ», ενþ ξεκßνησε να δημοσιεýει στον ΡιζοσπÜστη τη στÞλη «ΓρÜμματα για το ΜÝτωπο». Το ΜÜη του 1936, οι εργατικÝς κινητοποιÞσεις, εßχανε κορυφωθεß στη Θεσσαλονßκη. Στις 9 ΜαÀου η μεγÜλη απεργßα και διαδÞλωση των καπνεργατþν πνßγεται στο αßμα απü τη δικτατορικÞ κυβÝρνηση ΜεταξÜ, με συνολικÜ 12 νεκροýς, ανÜμεσα στους οποßους και ο 25χρονος αυτοκινητιστÞς ΤÜσος Τοýσης. Ο ΡιζοσπÜστης, την επüμενη μÝρα, δημοσιεýει φωτογραφßα, στην οποßα αποτυπþνεται η μητÝρα του ΤÜσου Τοýση να σπαρÜζει πÜνω απü τη σορü του, μüνη στο μÝσο της διασταýρωσης των οδþν ΒενιζÝλου κι Εγνατßας. Η φωτογραφßα συγκλüνισε τον ποιητÞ και ταυτüχρονα τον ενÝπνευσε: Κλεßστηκε στη σοφßτα του κι Ýγραψε τα 3 πρþτα μÝρη του Επιταφßου. Ο ΡιζοσπÜστης στις 12 ΜÜη του 1936 τα δημοσßευσε υπü τον τßτλο "Μοιρολüι". Ολοκληρþνει τα πρþτα 14 ποιÞματÜ του, τα οποßα εκδßδονται απü το «Λαúκü Βιβλιοπωλεßο» σε 10.000 αντßτυπα (αριθμüς ρεκüρ). Απü αυτÜ πουλÞθηκαν σχεδüν üλα, εκτüς απü 250, που καÞκανε μετÜ την εγκαθßδρυση της δικτατορßας ΜεταξÜ στις 4 Αυγοýστου 1936. Το ποßημα αυτü Ýγινε Ýνα απü τα γνωστüτερα ποιÞματÜ του, καθþς και το ποßημα που τον Ýκανε γνωστü στο ελληνικü κοινü.
Η φωτογραφßα της μÜνας του ΣωτÞρη ΠÝτρουλα που ενÝπνευσε το Ρßτσο
Στις 15 Οκτþβρη 1936, Ýγινε μÝλος του Σωματεßου ΕλλÞνων Ηθοποιþν. Οι παραστÜσεις που Ýδινε ως χορευτÞς κι ως ηθοποιüς (οι οποßες δεν τον Ýκαναν ιδιαßτερα υπερÞφανο) τονε ταλαιπωρÞσανε τüσο, που υποτροπßασε η νüσος του. ΑυτÞ τη φορÜ, απü τον Οκτþβρη 1937 ως τον Απρßλη 1938, Ýζησε στο σανατüριο της ΠÜρνηθας, στο οποßο γρÜφει "Μια πυγολαμπßδα φωτßζει τη νýχτα" και την "ΕαρινÞ Συμφωνßα, χÜριν του πρωτοφανÝρωτου Ýρωτα". Οι συμφορÝς τüσο για την οικογÝνεια, üσο και για τον ßδιο συνεχßστηκαν, üταν η αδελφÞ του η Λοýλα επισκÝφτηκε στις 9 ΦλεβÜρη 1937 την αδελφÞ τους και της εßπε üτι εßδε τον Θεü. Ακολοýθως, θα μπει κι αυτÞ στο Δαφνß, που βρßσκεται Þδη ο πατÝρας της και μÜλιστα στις 5 ΝοÝμβρη 1938 θα δει να βγÜζουνε τη σορü του απü τον απÝναντι θÜλαμο. Ο Ρßτσος εμπνεýστηκε απü τα παθÞματα της αδελφÞς του και θα γρÜψει το ποßημα Τραγοýδι της ΑδελφÞς μου, για το οποßο ο ΚωστÞς ΠαλαμÜς θα γρÜψει στο τελεßωμα του 4στιχου: «Να παραμερßσουμε ποιητÞ για να περÜσεις».
Στις 30 ΝοÝμβρη 1937, η Εταιρεßα ΕλλÞνων Λογοτεχνþν τονε δÝχτηκε ως μÝλος της με 22 ψÞφους απü 27. Φεýγοντας απü το σανατüριο, προσλÞφθηκε απü το Βασιλικü ΘÝατρο. Εκεß γνþρισε τον ΜÜνο ΚατρÜκη, η φιλßα τους θα καταλÞξει ισüβια. Εκεß συνÜντησε και τον ΤÜκη Φιλιακü, που εßχαν Þδη γνωριστεß κι αργüτερα θα μεταπηδÞσουνε στην ΕθνικÞ ΛυρικÞ ΣκηνÞ, που εμφανßζεται με το ψευδþνυμο Ι. Þ Γ. ΒÜμβας. Το 1940, πριν τον Πüλεμο, θα εκδοθεß το ΕμβατÞριο του Ωκεανοý, αλλÜ τα γεγονüτα τονε προλÜβανε κι εγκαταστÜθηκε κατÜκοιτος στο σπßτι του ΤÜκη Φιλιακοý. Κατüπιν εντÜχθηκε και στο Μορφωτικü ΤμÞμα του ΕΑΜ. Ο ηθοποιüς ΣτÝλιος Βüκοβιτς, βλÝποντÜς τον να πεινÜ, να εßναι Üρρωστος και δυστυχÞς, απευθýνθηκε στην εφημερßδα «Ακρüπολις» κι ο ΑλÝκος Λιδωρßκης Ýγραψε Ýνα Üρθρο για τη σωτηρßα του ποιητÞ και πρüτεινε δημüσιο Ýρανο. Οι προσφορÝς Ýφτασαν, αλλÜ ο Ρßτσος τις αποποιÞθηκε.
Σχεδüν σε üλη τη ΚατοχÞ Þτανε καθηλωμÝνος απü την ασθÝνειÜ του. ΑρχικÜ συγκατοικοýσε με την ¸λλη Αλεξßου στη ΚαλλιθÝα κι αργüτερα με το ζεýγος ΤÜκη Φιλιακοý και ΜιρÜντας Βοýλγαρη. Κεßνη τη περßοδο γρÜφει το μυθιστüρημα Στους πρüποδες της σιωπÞς, το οποßο φτÜνει σχεδüν τις 1000 σελßδες και συνÞθιζε να το διαβÜζει σε üσους τον επισκÝπτονταν. Με τα γεγονüτα του ΔεκÝμβρη, πολλÝς σημειþσεις και ποιÞματÜ του καßγονται, απü το πρüσωπο στο οποßο τα εßχε εμπιστευτεß να τα φυλÜ, λüγω φüβου. Ωστüσο, ο Ρßτσος εßχε διαφýγει απü την ΑθÞνα με πολλοýς οπαδοýς του ΕΑΜ, που κατευθýνονταν προς τη βüρεια ΕλλÜδα. Σε αυτÞ του τη σκληρÞ δοκιμασßα γρÜφει το μονüπρακτο Η ΑθÞνα στ' Üρματα. ΜετÜ τη Συμφωνßα της ΒÜρκιζας (12 ΦλεβÜρη 1945) επιστρÝφει στην ΑθÞνα και γρÜφει στο περιοδικü «Ελεýθερα ΓρÜμματα», ενþ μÝσω αυτοý δημοσßευε και ποιÞματα υπü το ψευδþνυμο ΠÝτρος Βαλιþτης. Τη περßοδο κεßνη γνωρßστηκε με σπουδαßους ποιητÝς, üπως τον ΑναγνωστÜκη, τον Λειβαδßτη κ.Ü., üπως επßσης και τη μελλοντικÞ του γυναßκα (1947). Αξιοσημεßωτα Ýργα κεßνη την εποχÞ Þταν το «Ο σýντροφος μας Νßκος ΖαχαριÜδης» και το Υστερüγραφο της δüξας, που αναφÝρονταν στον ¢ρη Βελουχιþτη, ο οποßος εßχε αποκηρυχθεß απü το ΚΚΕ.
Μεταξý 1945-7 γρÜφει τη Ρωμιοσýνη και την ΚυρÜ των Αμπελιþν. Το 1948 εξορßζεται στη ΛÞμνο και συγκεκριμÝνα στο Κοντοποýλι. Εκεß θα αρχßσει να ζωγραφßζει ακουαρÝλες και να κÜνει σκßτσα συγκρατουμÝνων, ενþ παρÜλληλα θα ξεκινÞσει κι αλληλογραφßα με τη Καßτη Δρüσου, που στη συνÝχεια θα γßνουνε δελτÜρια, με λßγες λÝξεις. Κατüπιν, θα αρχßσει αλληλογραφßα και με την αδελφÞ του Λοýλα. Στη ΛÞμνο ο ποιητÞς τον ΦλεβÜρη του 1949 γρÜφει το ΚαπνισμÝνο ΤσουκÜλι. Τον ΜÜη του 1949 μεταφÝρθηκε στο κολαστÞριο της ΜακρονÞσου. Ο Ρßτσος προτιμοýσε να μη μιλÜ για αυτü το μÝρος, παρÜ μüνο μÝσω των ποιημÜτων του. Τα χειρüγραφα της ΜακρονÞσου διασþθηκαν απü τον ΚατρÜκη σε μπουκÜλια που θÜφτηκαν στη γη. Τα πÞρε μαζß του Ýπειτα, στον ¢η ΣτρÜτη. Απü το «ΑναμορφωτÞριο της ΜακρονÞσου» απολýθηκε τον Ιοýλιο του 1950. ΠαρüλαυτÜ φυλακßστηκε ξανÜ, ενþ Þτανε βαριÜ Üρρωστος. Η παραμονÞ του Þτανε βραχýχρονη στο νησß και μεταφÝρθηκε στον ¢η ΣτρÜτη. Στο ενδιÜμεσο υπÞρξε εκστρατεßα στο εξωτερικü για την απελευθÝρωση του ποιητÞ. ΕξÝχοντες προσωπικüτητες που βρÝθηκαν στο πλευρü του μεταξý Üλλων Þταν ο ΠÜμπλο ΠικÜσο, ο ΠÜμπλο Νεροýδα κι ο Λουß Αραγκüν.
Στις 30 ΜÜρτη 1952 εκτελοýνται ο Νßκος ΜπελογιÜννης κι οι σýντροφοß του. Στην ΑθÞνα διαμÝνει με τους Φιλιακοýς κι επηρεασμÝνος απü το γεγονüς γρÜφει το ποßημα Ο ¢νθρωπος με το Γαρýφαλλο, το ποßημα κυκλοφüρησε με σκßτσο του ΜπελογιÜννη, φιλοτεχνημÝνο απü τον ΠÜμπλο ΠικÜσο. Τον Αýγουστο 1952 ο Ρßτσος απολýεται πλÝον οριστικÜ. Στην ΑθÞνα διαμÝνει ξανÜ με τους Φιλιακοýς. Το 1953 κυκλοφοροýν μεταφρÜσεις του ποιητÞ ποιημÜτων του Ναζßμ ΧικμÝτ, ενþ το 1954 εκδßδεται η Αγρυπνßα, που περιελÜμβανε τη Ρωμιοσýνη και την ΚυρÜ των Αμπελιþν. ΕνδιαφÝρον Ýχει το γεγονüς üτι η Αγρυπνßα, γρÜφτηκε στα χρüνια της εξορßας και τη μετÝφερε, μαζß με Ýργα του ζωγραφικÞς, στον διπλü πÜτο της βαλßτσας του, φεýγοντας απü τον ¢η ΣτρÜτη. Στις 7 ΔεκÝμβρη 1954 παντρεýεται με τη Γαρυφαλιþ ΓεωργιÜδου Þ Φαλßτσα, üπως συνÞθιζε να την αποκαλεß ο ßδιος, και τον Αýγουστο 1955 γεννιÝται η μονÜκριβη κüρη τους, η Ελευθερßα (¸ρη) Ρßτσου.
Ο Ρßτσος το 1956 θα γνωριστεß με τον Νßκο και τη ΝανÜ ΚαλλιανÝση, οι οποßοι εßχαν δημιουργÞσει Ýναν νÝο εκδοτικü οßκο, τον «ΚÝδρο». Ο «ΚÝδρος» θα γßνει το συγγραφικü «σπßτι» του, καθþς μÝσω αυτοý εξÝδωσε μεγÜλα του Ýργα, üπως η ΣονÜτα του Σεληνüφωτος κ.ο.κ., ενþ θα εκδþσει και διÜφορες μεταφρÜσεις ξÝνων συγγραφÝων, üπως του Τολστüι. Η ΝανÜ με τον Ρßτσο δÝθηκαν με στενοýς δεσμοýς φιλßας Ýκτοτε. Η ΝανÜ συμπαραστÜθηκε στον Ρßτσο, αλλÜ και στο Ýργο του απü τη 1η στιγμÞ μÝχρι και τις κατοπινÝς του δυσκολßες. Ο Ρßτσος με τη ΣονÜτα του Σεληνüφωτος θα παραλÜβει το Α' Κρατικü Βραβεßο Ποßησης κι απü εκεß κι Ýπειτα ξεκßνησε κι η διεθνÞς αναγνþριση. Το 1956 τον προσκαλÝσανε στη ΣοβιετικÞ ¸νωση μαζß με Üλλους διανοοýμενους της εποχÞς.
ΕπιστρÝφοντας απü το πολυπüθητο ταξßδι κÜθε αριστεροý της εποχÞς, γρÜφει και δημοσιεýει στην εφημερßδα «ΑυγÞ» 36 κεßμενα με τßτλο «Η ΣοβιετικÞ ¸νωση σÞμερα». Κατüπιν ακολοýθησαν Üλλα 2 ταξßδια: στη Ρουμανßα, üπου ταξßδεψε με τους ΣτρατÞ ΜυριβÞλη, ¢γγελο ΤερζÜκη και τον ΜενÝλαο ΛουντÝμη. Στη συνÝχεια ταξßδεψε στην Τσεχοσλοβακßα. Γýρω στο 1960 εßχε ολοκληρþσει την «Ανθολογßα ΡουμανικÞς Ποßησης» και με την επιστροφÞ του απü την Τσεχοσλοβακßα εργαζüτανε στην «Ανθολογßα ΤσÝχων και ΣλοβÜκων Ποιητþν». Εκεßνη τη περßοδο ο μουσικοσυνθÝτης Μßκης ΘεοδωρÜκης μελοποιεß 6 ποιÞματα του Ρßτσου απü τον «ΕπιτÜφιο», αναδεικνýοντας και τον μεγÜλο ¸λληνα τραγουδιστÞ Γρηγüρη Μπιθικþτση. Στη 10ετßα του '60 γρÜφει ποιÞματα για τους Γρηγüρη ΛαμπρÜκη και ΣωτÞρη ΠÝτρουλα. Προς το τÝλος της θα μελοποιηθεß ξανÜ απü τον Μßκη ΘεοδωρÜκη κι η «Ρωμιοσýνη», ενþ τÝλος η εξορßα θα τον ξαναβρεß το 1967, με τη χοýντα.
Ξημερþματα της 21ης Απρßλη το ζεýγος Φιλιακοý κι ο Ρßτσος οδεýανε προς στο σπßτι, που συγκατοικοýσανε. Στο Σταθμü Λαρßσης αντικρßζουνε τανκς. Ο ΤÜσος Φιλιακüς λÝει πως θα γυρßζουνε πολεμικÞ ταινßα, ο Ρßτσος αμÝσως κατÜλαβε: «Τι ταινßα! Πραξικüπημα εßναι». ΦτÜνοντας στην οδü Παπαναστασßου, που μÝνανε, ετοßμασε τις βαλßτσες του, περιμÝνοντας να 'ρθοýνε τον πÜρουν. Οι φßλοι του τοý εßπαν να κρυφτεß. Εκεßνος αρνÞθηκε. Στις 6 το πρωß τονε συλλαμβÜνουνε και τον οδηγοýνε στον Ιππüδρομο, üπου Þταν Þδη συγκεντρωμÝνοι διÜφοροι δημοκρÜτες κι αριστεροß. ΜετÜ απü λßγες μÝρες οδηγεßται ξανÜ στην εξορßα, με προορισμü τη ΓυÜρο (το νησß του διαβüλου, üπως το λÝγαν απü τα χρüνια του Εμφυλßου). Ωστüσο, συλλÜβανε και τη γυναßκα του Φαλßτσα, την οποßα κρατÞσανε στο Βαθý της ΣÜμου σε συνθÞκες απομüνωσης. Αυτü κρÜτησε λßγο, καθþς μετÜ 2 εβδομÜδες την Üφησαν ελεýθερη. Εκεßνη, που Þδη εßχε ενημερωθεß απü τον Ρßτσο ποý βρßσκεται, ταξιδεýει στη Σýρο, για να μπορÝσει να του στεßλει κÜποια χρειþδη.
Στην Ευρþπη η διεθνÞς κοινüτητα, αρχßζει κι εναντιþνεται στη Χοýντα. Διαδηλþσεις κι εκκλÞσεις για την απελευθÝρωση των κρατουμÝνων, καθþς και καταγγελßες αναγκÜζουνε τους δικτÜτορες να βελτιþσουν το φαßνεσθαι, Ýτσι κλεßνουν το στρατüπεδο στη ΓυÜρο και το μεταφÝρουν σε 2 χωρßα της ΛÝρου, στο Λακκß και στο ΠαρθÝνι. Την 1η Ιουλßου μεταφÝρανε και το Ρßτσο. ¢λλο Ýνα δημιοýργημα θα περιληφθεß στην ΤÝταρτη ΔιÜσταση, ο μονüλογος Αßας, που τον ξεκßνησε,αμÝσως μετÜ την ÜφιξÞ του στη ΛÝρο τον Αýγουστο. ¹δη απü τη παραμονÞ του στη ΓυÜρο (αλλÜ και πιο πριν) θα ανακαλýψει κι Üλλη καλλιτεχνικÞ κλßση, τη ζωγραφικÞ, που θα τον συνοδεýει ως το τÝλος της ζωÞς του.
Τη χρονιÜ αυτÞ οι πολιτικÝς εξελßξεις Ýρχονται να ταρÜξουνε τον ποιητÞ. ΑρχικÜ, Ýρχεται η διÜσπαση του ΚΚΕ, σε ΚΚΕ & ΚΚΕ Εσωτερικοý τον ΦλεβÜρη και τον Αýγουστο, τα τανκς του Συμφþνου Βαρσοβßας εισβÜλλουνε στη Τσεχοσλοβακßα. Η απογοÞτευσÞ του Ýκτοτε θα αποτυπωθεß αλληγορικÜ σε διÜφορα ποιÞματα. Την ßδια χρονιÜ η Φαλßτσα, ανησυχοýσε για την υγεßα του ΓιÜννη. ¸τσι ταξιδεýει στη ΛÝρο, που αρχικÜ δεν της επÝτρεψαν να τονε δει. ¼μως το επÜγγελμÜ της τη βοÞθησε να τα καταφÝρει, καθüτι ιατρüς. Συνοδεßα ενüς συναδÝλφου και του στρατοπεδÜρχη την οδηγÞσανε σε αυτüν, χωρßς üμως να τους επιτραπεß ν' ανταλλÜξουνε τη παραμικρÞ κουβÝντα την þρα που τον εξετÜζανε. Στις 16 Ιουνßου, ξýπνησε με αιματουρßα κι ßλιγγο, καθþς και πüνους στα νεφρÜ. Ο στρατιωτικüς ιατρüς μιλÜ για νεοπλασßα στην ουροδüχο κýστη. Κατüπιν τον μεταφÝρανε στον ¢γιο ΣÜββα, üπου επιβεβαιþθηκε πως Ýχει καρκßνο. Στο νοσοκομεßο χειρουργεßται και τÝλος στις 12 ΣεπτÝμβρη επÝστρεψε ξανÜ στη ΛÝρο. Η εξορßα στη ΛÝρο τελειþνει üταν στις 19 Οκτþβρη ανακοινþθηκε η απüλυσÞ του. Στη συνÝχεια ταξßδεψε στη ΣÜμο, üπου εßχε κατ' οßκον περιορισμü. ΚρυφÜ, πÞρε μαζß του ποιÞματα κι ακουαρÝλες, που τα 'χε κρýψει στο 2πλü πÜτο της βαλßτσας του.
Στη ΣÜμο, θα συνεχßσει να δημιουργεß. Εκεß γρÜφει τη συλλογÞ Κιγκλßδωματα, που αναφÝρεται στο τρομοκρατικü κλßμα που επικρατοýσε κεßνη την εποχÞ. ΠαρÜλληλα, παρακολουθεß ελληνüφωνους σταθμοýς του εξωτερικοý. Στη ΣÜμο, θα ζÞσει την απüλυτη μοναξιÜ, λüγω του περιορισμοý του, θα νιþσει τη κατÜλυση της δημοκρατßας, μιας κι üχι απλþς δε του επÝτρεπαν να κυκλοφορεß, αλλÜ οýτε και ν' αλληλογραφεß. Η κÜθε του κßνηση παρακολουθοýνταν εßτε απü την αστυνομßα εßτε απü τους χαφιÝδες. Του εßχε στοιχßσει που δε μποροýσε να επικοινωνεß με τους ανθρþπους, παρÜ μüνο με την οικογÝνειÜ του, μÜλιστα, πολλοß φοβüντουσαν να του ποýνε και καλημÝρα. Αν κι αποκομμÝνος, οι 3 συλλογÝς του ΠÝτρες, ΕπαναλÞψεις, Κιγκλßδωματα, γραμμÝνες σε τσιγαρüχαρτο θα βγοýνε κρυφÜ απü την ΕλλÜδα, το 1969, με τη βοÞθεια της Χρýσας ΠροκοπÜκη, με κατεýθυνση τη Γαλλßα. Το 1971 θα εκδοθοýν στη Γαλλßα, σε μια 2γλωσση Ýκδοση, που προλüγιζε ο Αραγκüν. Εκεß, Ýλαβε κι ο Μßκης, τα «ΛιανοτρÜγουδα» και τα μελοποßησε το 1970.
Το 1970 Ýνα ακüμα μεγÜλο πλÞγμα Þρθε για να βρει τον ποιητÞ: Πεθαßνει η αδελφÞ του, η Νßνα. Αυτü θα γßνει αφορμÞ, για να γρÜψει το ποßημα Η ΕλÝνη. Τη χρονιÜ κεßνη ο Ρßτσος εμφανßστηκε ξαφνικÜ στην ΑθÞνα. ΠροσκλÞθηκε, ως τιμþμενο πρüσωπο, στο ΔιεθνÝς ΦεστιβÜλ Ποßησης του Λονδßνου, μαζß με τον ΠÜμπλο Νεροýδα. Οι δικτÜτορες δε μποροýσαν να του απαγορÝψουν να πÜει. ¸τσι, ο Παττακüς, τονε κÜλεσε στο γραφεßο του, þστε να τον αποτρÝψει να αναφερθεß αρνητικÜ για το καθεστþς, ο Ρßτσος αρνÞθηκε, παßρνοντας πÜλι την Üγουσα για τη ΣÜμο και το Καρλüβασι. ΠαρüλαυτÜ δεν κÜθισε Ýκτοτε πολý εκεß, καθþς η υγεßα του χειροτÝρεψε. Το ΔεκÝμβρη 1970 χειρουργÞθηκε στη ΓενικÞ ΚλινικÞ Αθηνþν. Απü κει κι Ýπειτα παρÝμεινε στην ΑθÞνα στο σπßτι του, στο διαμÝρισμα της οδοý ΜιχαÞλ Κüρακα, ενþ προηγουμÝνως, τον Οκτþβρη, αßρεται κι ο κατ' οßκον περιορισμüς.
Το 1972 ο Ρßτσος γρÜφει το ΚωδωνοστÜσιο και τη ΓκραγκÜντα, που θα μποýνε στη συλλογÞ Γßγνεσθαι. Και τα 2 ποιÞματα, κυρßως το 2ο, εßναι μια προσπÜθεια απü τον ποιητÞ να ξεφýγει απü τα χαλεπÜ γεγονüτα που ζοýσε κεßνη την εποχÞ. Στη ΓκραγκÜντα συνοψßζει θεματικÜ και μορφικÜ üλη του τη ποιητικÞ εμπειρßα σπÜζοντας και ξεπερνþντας τη κοινωνικÞ πραγματικüτητα. Το 1973, το ΜÜρτη, κυκλοφορεß το 1ο τεýχος ενüς αντιδικτατορικοý περιοδικοý, η ΣυνÝχεια. Ο ΔημÞτρης Μαρωνßτης, σε αυτü το τεýχος, θα αναφερθεß στο Ρßτσο, στο οποßο συμμετÝχει και ο ßδιος ο ποιητÞς, με δýο αυτοσχüλια. Κατüπιν, τον Απρßλη, ο Μαρωνßτης συνελÞφθη και βασανßστηκε (το περιοδικü εßχε σýντομη ýπαρξη, καθþς και μετÜ τα γεγονüτα του Πολυτεχνεßου η χοýντα το απαγüρευσε). Το ΜÜη της ßδιας χρονιÜς συλλαμβÜνεται η ΝÜνα ΚαλλιανÝση, εκδüτρια του ΚΕΔΡΟΥ. ΚατηγορÞθηκε για υπüθαλψη αντιστασιακþν κινÞσεων καθþς και για Ýκδοση κομμουνιστικþν βιβλßων. Ο εγκλεισμüς θα της κλονßσει την υγεßα. Πριν τη πτþση της χοýντας, ο Ρßτσος Ýκανε μια δημüσια εμφÜνιση, στις 15 ΝοÝμβρη, συμμετÝχοντας σε διαδÞλωση.
Στις 17 ΝοÝμβρη 1973, θα ζÞσει απü κοντÜ τα γεγονüτα του Πολυτεχνεßου. Την επüμενη μÝρα θα αναχωρÞσει με προορισμü τον ΚÜλαμο και θα συνθÝσει το Ημερολüγιο μιας ΕβδομÜδας, που αναλýει, με τρüπο ποιητικü το χρονικü κεßνης της εξÝγερσης. ¹ταν η αρχÞ του τÝλους üμως, για τη δικτατορßα. Ακολοýθως, Ýπονται τα γεγονüτα στη Κýπρο, με το πραξικüπημα του Σαμψþν. Μια νÝα τραγωδßα ακολουθεß, καθþς χιλιÜδες Üνθρωποι ξερριζþνονται απü τα σπßτια τους, αγνοοýνται, και πεθαßνουν. Ο Ρßτσος παρακολουθεß με ταραχÞ τα γεγονüτα αυτÜ απü τη ΣÜμο. ΑμÝσως üπως κÜθε φορÜ, αρχßζει κι αποτυπþνει τις σκÝψεις του στο χαρτß: επιστρÝφει στον ομοιοκατÜληκτο δεκαπεντασýλλαβο και συνθÝτει το ποßημα ¾μνος και ΘρÞνος για τη Κýπρο. Η συμφορÜ αυτÞ Þταν το εφαλτÞριο για τη πτþση και της δικτατορßας. Το καλοκαßρι του 1974, η δικτατορßα Þτανε παρελθüν και ξεκινοýσε η μεταπολßτευση.
¸πειτα απü 20 χρüνια επισκÝπτεται ξανÜ τη ΜονεμβασιÜ, τη γενÝθλια γη. Αρχßζει πÜλι να εμπνÝεται και συνθÝτει κι Üλλα ποιÞματα, που αφοροýν στην αγÜπη και τη μνÞμη. Στις 17 ΔεκÝμβρη 1974 πεθαßνει ο ΒÜρναλης κι ο Ρßτσος, θα απαγγεßλει Ýνα ποιÞματα στη κηδεßα, το Χαιρετισμüς στον ΠοιητÞ. Τα 1α χρüνια της μεταπολßτευσης θα γßνουν τα χρüνια της αναγνþρισης για τον ποιητÞ. Αρχßζουν οι βραβεýσεις κι οι διακρßσεις. Αρχßζει και γßνεται γνωστüς στο ευρý κοινü, ακüμα και σε αυτοýς που δε γνωρßζουν απü ποßηση Þ δεν ασχολοýνται. Τα μÝσα δημοσιεýουν Üρθρα και φωτογραφßες του. ΜετÜ απü εξορßες, διþξεις και απομüνωση, η αγÜπη του κüσμου εκφρÜζεται με πρωτüγνωρες εκδηλþσεις. Εκεßνος αρχßζει και ταξιδεýει στο εξωτερικü, για να παραλÜβει βραβεßα, που του δüθηκαν. Το 1975, παραλαμβÜνει απü τη Βουλγαρßα, το ΔιεθνÝς Βραβεßο Γκεüργκι Δημητρþφ· Ýπειτα απü την Ιταλßα, το 1976 το Αßτνα-Ταορμßνα κ.Ü. Ενþ και η ελληνικÞ επιβρÜβευση εßχε Ýρθει απü το 1975.
Το 1977, θα κερδßσει την ýψιστη διÜκριση των σοσιαλιστικþν χωρþν: Το Βραβεßο ΛÝνιν, για την ΕιρÞνη και τη Φιλßα των Λαþν. Θα το δεχτεß με πολý μεγÜλη συγκßνηση. Τη χρονιÜ αυτÞ γρÜφει Το τερατþδες αριστοýργημα, κλεßνοντÜς το με το ποßημα Γßνγεσθαι. Ο υπüτιτλος του Ýργου αυτοý εßναι «Απομνημονεýματα ενüς Þσυχου ανθρþπου που δεν Þξερε τßποτα». Τα ταξßδια και οι διακρßσεις θα συνεχιστοýν και τα επüμενα χρüνια. Παρüλο που εßχε προταθεß πÜνω απü 2 φορÝς για το Βραβεßο Νüμπελ, λÝγεται üτι ποτÝ δεν το πÞρε για πολιτικοýς λüγους, καθþς, ως αναφÝρεται, η ΣουηδικÞ Ακαδημßα, πολλÝς φορÝς εκπληρþνει πολιτικοýς σκοποýς. Το 1980 Þταν οι Ολυμπιακοß Αγþνες της Μüσχας. Ταξιδεýει στην ΕΣΣΔ, προσκεκλημÝνος για να τους παρακολουθÞσει. Αργüτερα θα ταξιδÝψει στη Θεσσαλονßκη για τα ΔημÞτρια, εκεß θα ανακηρυχθεß επßτιμος δημüτης της πüλης. Τη 10ετßα κεßνη, πεθαßνει ο ΣτρατÞς Τσßρκας. Ο Ρßτσος συνÝθεσε Ýναν ποßημα για κεßνον. Γενικüτερα συνεχßζει και γρÜφει, ασταμÜτητος, ποιÞματα. Το 1984 πεθαßνει ο ΜÜνος ΚατρÜκης. ΕπιστÞθιος φßλος και συνεξüριστüς του. Το γεγονüς τονε βυθßζει στο πÝνθος. Κατüπιν, Ýπονται κι Üλλοι θÜνατοι φßλων του, üπως της ΝανÜς ΚαλλιανÝση, του ΤÜσου Λειβαδßτη, του ΤÜσσου και του ΓιÜννη Τσαροýχη, οι εξελßξεις αυτÝς θα του δημιουργÞσουν Ýνα συναßσθημα μεγÜλης ερÞμωσης.
Οι διακρßσεις θα συνεχιστοýν κι αυτÞ τη 10ετßα. Το 1987 ο δÞμαρχος της ΑθÞνας του δßνει το Χρυσü ΜετÜλλιο ΤιμÞς της Πüλης. Αργüτερα ταξιδεýει στη Κýπρο, üπου θα του δοθεß ο Μεγαλüσταυρος του ΤÜγματος του Αρχιεπισκüπου ΜακÜριου Γ´. Εκεßνο το ταξßδι Ýμελλε να εßναι και το τελευταßο του εκτüς συνüρων. Στις 3 ΣεπτÝμβρη του 1990 ετοιμÜζεται να εγκαταλεßψει τη ΣÜμο. Θα την αποχαιρετÞσει με το ποßημα του, το Τελευταßο Καλοκαßρι (τρüπον τινÜ, προφητικü). Ο ΓιÜννης Ρßτσος πÝθανε στην ΑθÞνα στις 11 Νοεμβρßου 1990. Η σορüς του ενταφιÜστηκε στη γενÝτειρÜ του, τη ΜονεμβασιÜ. ¢φησε πßσω του 50 ανÝκδοτες συλλογÝς ποιημÜτων.
Η ΠροτομÞ του Ýξω απü τη κατοικßα του στη ΜονεμβασιÜ
Η ποßηση του Ρßτσου επηρεÜστηκε τüσο απü τα βιþματÜ του, üσο κι απü τις κοινωνικÝς αναταραχÝς της χþρας. ΜÝσα στα ποιÞματÜ του Ýχει βιþματα που αντλÞθηκαν απü τον Εμφýλιο Πüλεμο, τις εξορßες που υπÝστη κι απü κÜθε κοινωνικü, μικρü Þ μεγÜλο, Ýναυσμα που το δüθηκε, üπως για παρÜδειγμα το ποßημα του ο ΕπιτÜφιος. ΜÝσα στα ποιÞματÜ του γßνεται Üλλοτε ερωτικüς κι Üλλοτε βαθιÜ υπαρξιακüς. Η Χρýσα ΠροκοπÜκη αναφÝρει: «Αν κÜποιος θα Þθελε να διαβÜσει την ιστορßα του περασμÝνου αιþνα, θα την Ýβρισκε ακÝραια στην ποßηση του Ρßτσου.» ¸δωσε τη 1η του παρουσßα στα γρÜμματα το 1924 με το ψευδþνυμο «Ιδανικü ¼ραμα», στο περιοδικü Η ΔιÜπλασις των Παßδων. Η παρουσßα αυτÞ Üρχισε επßσημα το 1930 και τελεßωσε με τον θÜνατο του ποιητÞ, αφοý δημιουργοýσε μÝχρι και το τÝλος του.
Απü το 1930 ως το 1935-36, ουσιαστικÜ, Þταν μια περßοδος προετοιμασßας και προεργασßας για τον ποιητÞ. Ο νεαρüς τüτε Ρßτσος εμφανßζεται επßσημα στα γρÜμματα με 2 ποιητικÝς συλλογÝς. Στο εναρκτÞριο ποßημα των ΤρακτÝρ (1930-34), üπως και σε πολλÜ Üλλα της συλλογÞς αυτÞς και της Πυραμßδες (1930-35). Στις 1ες του αυτÝς συλλογÝς, αναζητÜ τη λýτρωση, τη παραμυθßα και την αναγνþριση. ΓρÜφει σε Ýνα ποιÞματα του: «Απ' τη πληγÞ μου κοßταξα του κüσμου τη πληγÞ». Ο προσωπικüς πüνος, εδþ, γενικεýεται. Γßνεται καταγγελßα. Γßνεται απüρριψη της κοινωνικÞς συνθÞκης.
¢λλες φορÝς οργßζεται, στηλιτεýει και με αιφνßδιες αντιστροφÝς εκτινÜσσεται στα ýψη, Üλλοτε αγÝρωχος κι Üλλοτε υπεροπτικüς κι Üλλες φορÝς γßνεται λυρικüς, σατιρικüς, σαρκαστικüς. Οι αυτοσαρκαστικÝς του αναφορÝς τον φÝρνουν πιο κοντÜ στο ΚαρυωτÜκη, ενþ στα ποιÞματÜ του ανιχνεýεται και ο Κþστας ΒÜρναλης. Κριτικοß της εποχÞς βρßσκουν μÝσα στα ποιÞματÜ του επιρροÝς, απü ΤÜκη ΜπÜρλα Þ κι ΟρÝστη ΛÜσκο. Βεβαßως, για τον Κþστα ΒÜρναλη, θα παραδεχτεß κι ο ßδιος τις επιρροÝς που Ýχει απü αυτüν, ειδικüτερα, απü το Το Φως που καßει (1922). Ωστüσο, ο καρυωτακισμüς του συνßσταται σε Ýνα διαρκÞ επßπονο διÜλογο μαζß του. «Οι δýο πρþτες συλλογÝς του, αναδρομικÜ κοιταγμÝνες, μας πεßθουνε πως ο ΚαρυωτÜκης δεν Þταν Ýνα σπαραχτικü αδιÝξοδο για τη παραδοσιακÞ ποßηση, αλλÜ μια ηρωικÞ αφετηρßα για νεüτερη», üπως επισημαßνει ο Γ.Π. Σαββßδης. Απü την Üλλη, ποιÞματα üπως: Στο Χριστü, Στο Μαρξ, ΕΣΣΔ, Γερμανßα, που βρßσκονται στη συλλογÞ ΤρακτÝρ, εμπεριÝχουν μια πιο εξωστρεφÞ τÜση, και με τη φουτουριστικÞ, μαγιακοφσκικÞ προβολÞ, προúδεÜζουν και σηματοδοτοýν τους νÝους προσανατολισμοýς του ποιητÞ. Οι επιδρÜσεις ΠαλαμÜ και Σικελιανοý εßναι εμφανεßς και στις 2 συλλογÝς.
------------------------------------------------------------------------------------------
ΜικρÞ ΣουÀτα Σε Κüκκινο Μεßζον
Ι.
ΠλÞθος λεμüνια
επÜνω στο τραπÝζι
στις καρÝκλες
στο κρεβÜτι
κßτρινες λÜμψεις
τρÝχουν το σþμα σου
μ' αρÝσει που βρÝχει
νýχτα με χßλια λεμüνια
και ξαφνικÜ ο φακüς του δασοφýλακα
να σταματÜει τους βρεγμÝνους λαγοýς
στα πισινÜ τους πüδια.
Διακοφτü 18.11.80
ΙΙ.
Ω αλÜνθαστο σþμα
πüσα και πüσα λÜθη
μ' Ýνα μικρü διαβατικü φεγγÜρι
στα γυμνÜ δÝντρα του πεζοδρομßου
αδειοýχοι στρατιþτες καπνßζουν
κÜτω απ' το υπüστεγο
βρÝχει üλη μÝρα
ακοýω το νερü να κυλÜει ατÝλειωτο
απ' τα λοýκια στο δρüμο
παρüτι το ξÝρω
αυτü το εισιτÞριο
εßναι εκπρüθεσμο πιÜ.
ΑθÞνα 18.11.80
ΙΙΙ.
Το σþμα -λÝει-
στη γενικÞ: του σþματος
και γενικÜ το σþμα
Üλλη λÝξη πυκνüτερη δεν Ýχω
παßρνω τη νÜûλον σακοýλα
μπαßνω στα λαúκÜ εστιατüρια
μαζεýω ψαροκüκαλα
για τις Üγριες γÜτες της γειτονιÜς
στα διαλεßματα -λÝει-
κουβεντιÜζω με τους μουσικοýς
στα σκοτεινÜ παρασκÞνια-
τι απÝραντη απüσταση διανýω
απ' το σþμα σου
Ýως το σþμα σου.
ΑθÞνα 19.11.80
Γυμνü Σþμα
Ι.
Εßπε:
ψηφßζω το γαλÜζιο.
Εγþ το κüκκινο.
Κι εγþ.
Το σþμα σου ωραßο
Το σþμα σου απÝραντο.
ΧÜθηκα στο απÝραντο.
ΔιαστολÞ της νýχτας.
ΔιαστολÞ του σþματος.
ΣυστολÞ της ψυχÞς.
¼σο απομακρýνεσαι
Σε πλησιÜζω.
¸να Üστρο
Ýκαψε το σπßτι μου.
Οι νýχτες με στενεýουν
στην απουσßα σου.
Σε αναπνÝω.
Η γλþσσα μου στο στüμα σου
η γλþσσα σου στο στüμα μου-
σκοτεινü δÜσος.
Οι ξυλοκüποι χÜθηκαν
και τα πουλιÜ.
¼που βρßσκεσαι
υπÜρχω.
Τα χεßλη μου
περιτρÝχουν τ' αφτß σου.
Τüσο μικρü και τρυφερü
πως χωρÜει
üλη τη μουσικÞ;
ΗδονÞ-
πÝρα απ' τη γÝννηση,
πÝρα απ' το θÜνατο.
Τελικü κι αιþνιο
παρüν.
Αγγßζω τα δÜχτυλα
των ποδιþν σου.
Τι αναρßθμητος ο κüσμος.
ΜÝσα σε λßγες νýχτες
πως πλÜθεται και καταρρÝει
üλος ο κüσμος;
Η γλþσσα εγγßζει
βαθýτερα απ' τα δÜχτυλα.
Ενþνεται.
Τþρα
με τη δικÞ σου αναπνοÞ
ρυθμßζεται το βÞμα μου
κι ο σφυγμüς μου.
Δυü μÞνες που δε σμßξαμε.
¸νας αιþνας
κι εννιÜ δευτερüλεπτα.
Τι να τα κÜνω τ' Üστρα
αφοý λεßπεις;
Με το κüκκινο του αßματος
εßμαι.
Εßμαι για σÝνα.
ΑθÞνα 24.9.80
ΣÜρκινος Λüγος
Ι.
Τι üμορφη που εßσαι. Με τρομÜζει η ομορφιÜ σου. Σε πεινÜω. Σε διψÜω.
Σου δÝομαι: Κρýψου, γßνε αüρατη για üλους, ορατÞ μüνο σ' εμÝνα.
ΚαλυμÝνη απ' τα μαλλιÜ ως τα νýχια των ποδιþν με σκοτεινü διÜφανο πÝπλο
διÜστικτο απ' τους ασημÝνιους στεναγμοýς εαρινþν φεγγαριþν.
Οι πüροι σου εκπÝμπουν φωνÞεντα, σýμφωνα ιμερüεντα.
Αρθρþνονται απüρρητες λÝξεις. ΤριανταφυλλιÝς εκρÞξεις απ' τη πρÜξη του Ýρωτα.
Το πÝπλο σου ογκþνεται, λÜμπει πÜνω απ' τη νυχτωμÝνη πüλη με τα ημßφωτα μπαρ, τα ναυτικÜ οινομαγειρεßα.
ΠρÜσινοι προβολεßς φωτßζουνε το διανυκτερεýον φαρμακεßο.
ΜιÜ γυÜλινη σφαßρα περιστρÝφεται γρÞγορα δεßχνοντας τοπßα της υδρογεßου.
Ο μεθυσμÝνος τρεκλßζει σε μια τρικυμßα φυσημÝνη απ' την αναπνοÞ του σþματüς σου.
Μη φεýγεις. Μη φεýγεις. Τüσο υλικÞ, τüσο Üπιαστη.
¸νας πÝτρινος ταýρος πηδÜει απ' το αÝτωμα στα ξερÜ χüρτα.
ΜιÜ γυμνÞ γυναßκα ανεβαßνει τη ξýλινη σκÜλα κρατþντας μιÜ λεκÜνη με ζεστü νερü.
Ο ατμüς της κρýβει το πρüσωπο.
ΨηλÜ στον αÝρα Ýνα ανιχνευτικü ελικüπτερο βομβßζει σε αüριστα σημεßα.
ΦυλÜξου. ΕσÝνα ζητοýν. Κρýψου βαθýτερα στα χÝρια μου.
Το τρßχωμα της κüκκινης κουβÝρτας που μας σκÝπει, διαρκþς μεγαλþνει.
Γßνεται μια Ýγκυος αρκοýδα η κουβÝρτα.
ΚÜτω απü τη κüκκινη αρκοýδα ερωτευüμαστε απÝραντα, πÝρα απ' το χρüνο κι απ' το θÜνατο πÝρα, σε μιÜ μοναχικÞ παγκüσμιαν Ýνωση.
Τι üμορφη που εßσαι. Η ομορφιÜ σου με τρομÜζει.
Και σε πεινÜω. Και σε διψÜω. Και σου δÝομαι: Κρýψου.
11.
ΘÝλω να περιγρÜψω το σþμα σου.
Το σþμα σου εßναι απÝραντο.
Το σþμα σου εßναι Ýνα λεπτü ροδοπÝταλο σ' Ýνα ποτÞρι καθαρü νερü.
Το σþμα σου Ýνα Üγριο δÜσος με σαρÜντα μαýρους ξυλοκüπους.
Το σþμα σου βαθειÝς νοτισμÝνες κοιλÜδες πριν βγει ο Þλιος.
Το σþμα σου δυü νýχτες με καμπαναριÜ,
με διÜττοντες και μ' εκτροχιασμÝνα τραßνα.
Το σþμα σου Ýνα ημßφωτο μπαρ με μεθυσμÝνους ναýτες και καπνÝμπορους·
χτυπÜνε στρÜκες, σπÜζουν ποτÞρια, φτýνουν, βλαστημοýν.
Το σþμα σου Ýνας ολÜκερος στüλος υποβρýχια, θωρηκτÜ, κανονιοφüροι· θορυβþδεις Üγκυρες ανεβαßνουν· τρÝχουν νερÜ στο κατÜστρωμα·
Ýνας μοýτσος πηδÜει απ' το κατÜρτι στη θÜλασσα.
Το σþμα σου πολýφωνη σιωπÞ σκισμÝνη απü πÝντε μαχαßρια, τρεις ξιφολüγχες κι Ýνα σπαθß.
Το σþμα σου μια διÜφανη λßμνη, στο βυθü της φαßνεται η λευκÞ βουλιαγμÝνη πολιτεßα.
Το σþμα σου Ýνα τερÜστιο ακÜθεκτο χταπüδι μες στη γυÜλα του φεγγαριοý
με ματωμÝνα πλοκÜμια πÜνω απ' τις φωταγωγημÝνες λεωφüρους, üπου το απüγευμα
πÝρασε αργüπρεπα η κηδεßα του τελευταßου αυτοκρÜτορα.
ΠολλÜ λουλοýδια πατημÝνα μÝνουν στην Üσφαλτο βρεγμÝνα με βενζßνη.
Το σþμα σου Ýνα παλιü μπορντÝλο της οδοý Προαστßου με γριÝς πουτÜνες, βαμμÝνες
με λιπαρÜ φτηνÜ κραγιüνια· φορÜνε ψεýτικες μακριÝς βλεφαρßδες·
εßναι και μια νεαρÞ πρωτüπειρη, ηδονßζεται μ' üλους τους πελÜτες,
αφÞνει τα λεφτÜ στο κομοδßνο της, ξεχνÜει να τα μετρÞσει.
Το σþμα σου εßναι Ýνα ρüδινο μικρü κορßτσι·
κÜθεται κÜτω απ' τη μηλιÜ και τρþει μια φÝτα φρÝσκο ψωμß και μια κüκκινη αλατισμÝνη ντομÜτα· κÜθε τüσο χþνει κ' Ýνα Üνθος της μηλιÜς στα στÞθη της.
Το σþμα σου Ýνα τζιτζßκι στ' αφτß του τρυγητÞ,
ρßχνει μια σκιÜ μενεξελιÜ στο μελαμψü λαιμü του
και τραγουδÜει μονÜχο του üσα δεν μποροýν να πουν üλα μαζß τα σταφýλια.
Το σþμα σου εßναι Ýνα ξÜγναντο μεγÜλο αλþνι στη κορφÞ του λüφου,
Ýντεκα ολüλευκα Üλογα αλωνßζουνε τα στÜχυα της ΓραφÞς·
χρυσÜφι τ' Üχυρα καρφþνουνε μικροýς καθρÝφτες στα μαλλιÜ σου
και λαμποκοποýν τα τρßα ποτÜμια üπου μεγÜλες μαýρες αγελÜδες με αδαμÜντινα στÝμματα σκýβουν, πßνουν νερü και κλαßνε.
Το σþμα σου εßναι απÝραντο.
Το σþμα σου απερßγραπτο.
Και θÝλω να το περιγρÜψω,
να το κρατÞσω πιο σφιχτÜ στο σþμα μου,
να το χωρÝσω και να με χωρÝσει.
ΑθÞνα 18.11.80
Απü "Τα ΕρωτικÜ" εκδüσεις "ΚΕΔΡΟΣ" (αποσπÜσματα) 1981
ΕιρÞνη
Ο πατÝρας που γυρνÜ τ' απüβραδο
μ' Ýνα φαρδý χαμüγελο στα μÜτια
μ' Ýνα ζεμπßλι στα χÝρια του γεμÜτο φροýτα
κι οι σταγüνες του ιδρþτα στο μÝτωπü του
εßναι üπως οι σταγüνες του σταμνιοý
που παγþνει το νερü στο παρÜθυρο,
εßναι η ειρÞνη.
¼ταν οι ουλÝς απ' τις λαβωματιÝς κλεßνουν
στο πρüσωπο του κüσμου
και μες στους λÜκκους που 'σκαψαν οι οβßδες
φυτεýουμε δÝντρα
και στις καρδιÝς που 'καψε η πυρκαγιÜ
δÝνει τα πρþτα της μπουμποýκια η ελπßδα
κι οι νεκροß μποροýν να γεßρουν στο πλευρü τους
και να κοιμηθοýν δßχως παρÜπονο
ξÝροντας πως δε πÞγε το αßμα τους του κÜκου,
εßναι η ειρÞνη.
ΚαπνισμÝνο ΤσουκÜλι
(απüσπασμα)
Και να αδελφÝ μου που μÜθαμε να κουβεντιÜζουμε Þσυχα κι απλÜ.
Καταλαβαινüμαστε τþρα, δεν χρειÜζονται περισσüτερα.
Κι αýριο λÝω θα γßνουμε ακüμα πιο απλοß.
Θα βροýμε αυτÜ τα λüγια που παßρνουνε το ßδιο βÜρος
σ' üλες τις καρδιÝς, σ' üλα τα χεßλη.
'Ετσι να λÝμε πια τα σýκα-σýκα και τη σκÜφη-σκÜφη.
Κι Ýτσι που να χαμογελÜνε οι Üλλοι και να λÝνε,
"ΤÝτοια ποιÞματα, σου φτιÜχνουμε εκατü την þρα."
Αυτü θÝλουμε κι εμεßς.
Γιατß εμεßς δεν τραγουδÜμε για να ξεχωρßσουμε αδελφÝ μου απ' τον κüσμο.
Εμεßς τραγουδÜμε για να σμßξουμε τον κüσμο.
...Ýχεις ακüμη να κλÜψεις πολý
þσπου να μÜθεις τον κüσμο να γελÜει.
ΚοριτσÜκι Μου
(για τη κüρη του...)
ΚοριτσÜκι μου,
μες στο βουβü πηγÜδι του φεγγαριοý
σου 'πεσε απüψε το πρþτο δαχτυλßδι σου.
Δεν πειρÜζει.
Αργüτερα θα φτιÜξεις Üλλο
να παντρευτεßς τον κüσμο μες στον Þλιο.
Γιατß δεν εßναι κοριτσÜκι
να μÜθεις μüνο εκεßνο που εßσαι,
εκεßνο που Ýχεις γßνει,
εßναι να γßνεις
ü,τι ζητÜει
η ευτυχßα του κüσμου.
'Αλλη χαρÜ
δεν εßναι πιο μεγÜλη
απ' τη χαρÜ που δßνεις
Να το θυμÜσαι κοριτσÜκι.
ΚοριτσÜκι μου,
θÝλω να σου φÝρω τα φαναρÜκια των κρßνων
να σου φÝγγουν τον ýπνο σου.
ΘÝλω να σου φÝρω Ýνα περιβολÜκι
ζωγραφισμÝνο με λουλουδüσκονη
πÜνω στο φτερü μιας πεταλοýδας
να σεργιανÜει το γαλανü üνειρü σου.
ΘÝλω να σου φÝρω
Ýνα σταυρουλÜκι αυγινü φως
δυο αχτßνες σταυρωτÝς απü τους στßχους μου
να σου ξορκßζουν το κακü
να σου φωτÜνε μη σκοντÜψεις
ΜετÜ
MÜρτυρες για τα λÜθη σου δεν εßχες.
Müνος μÜρτυρας ο ßδιος εσý.
Tα τακτοποßησες, τα μονüγραψες, τα σφρÜγισες
σε λευκοýς πÜντοτε φακÝλους σα να ετοßμαζες
τη δßκαιη διαθÞκη σου.
¾στερα
τα τοποθÝτησες προσεχτικÜ στα ρÜφια.
Tþρα, γαλÞνιος,
(ßσως και κÜπως φοβισμÝνος)
οýτε βιÜζεσαι οýτε καθυστερεßς,
γνωρßζοντας üτι, μετÜ το θÜνατü σου,
θ' ανακαλýψουμε πüσον ωραßος Þσουν,
πüσο πολý πιο ωραßος πÝρα απ' τις αρετÝς σου.
Στὸν Κþστα ΚαρυωτÜκη
Ὤ, δὲ χωρεῖ καμßα ἀμφισβÞτηση, ποιητὲς
εἴμαστ᾿ ἐμεῖς μὲ κυματßζουσα τὴν κüμη
-ἔμβλημ᾿ ἀρχαῖο καλλιτεχνῶν- καὶ χτυπητὲς
μÜθαμε φρÜσεις ν᾿ ἀραδιÜζουμε κι ἀκüμη
μιὰ εὐαισθησßα μας συνοδεýει ὑστερικÞ,
ποὺ μᾶς πικραßνει ἕνα χλωμü, σβησμÝνο φýλλο,
μακριὰ ἕνα σýννεφο μαβß. Χιμαιρικὴ
τὴ ζωÞ μας λÝμε καὶ δὲν ἔχουμ᾿ ἕνα φßλο.
ΜÝνουμε πÜντα σιωπηλοὶ καὶ μοναχοß,
ὅμως περÞφανα στὰ βÜθη μας κρατοῦμε
τὸ μυστικü μας θησαυρü, κι ὅταν ἠχεῖ
ἡ βραδινὴ καμπÜνα ἀνÞσυχα σκιρτοῦμε.
Θεωροῦμε ἀνßδεους, ἀνÜξιους κι εὐτελεῖς
γýρω μας ὅλους, κι ἀπαξιοῦμε μιὰ ματιÜ μας
σ᾿ αὐτοὺς νὰ ρßξουμε, κι ἡ νÝα ξανὰ σελὶς
τὸ θρῆνο δÝχεται τοῦ ἀνοýσιου ἔρωτÜ μας.
Ἀναμασᾶμε κÜθε μÝρα τὰ παλιὰ
χιλιοειπωμÝνα αἰσθÞματÜ μας· ἐξηγοῦμε
τὸ τÜλαντü μας: «κελαηδοῦμε σὰν πουλιÜ»·
τὴν ἀσχολßα μας τüσ᾿ ὡραῖα δικαιολογοῦμε.
Γιὰ μᾶς ὁ κüσμος ὅλος μüνο εἴμαστ᾿ ἐμεῖς,
καὶ τυλιγüμαστε, μανδýα μας, ἕνα τοῖχο.
Μ᾿ ἔπαρση ἐκφρÜζουμε τὰ πÜθη τῆς στιγμῆς
σ᾿ ἕναν -- μὲ δßχως χασμωδßες -- μουσικὸ στßχο.
Γýρω μας κι ἄλλοι κι ἂν πονοῦν κι ἂν δυστυχοῦν,
κι ἂν τοὺς λυγßζει, ἂν τοὺς φλογßζει ἡ ἀδικßα -
ὤ, τÝτοια θÝματα πεζὰ ν᾿ ἀνησυχοῦν
τοὺς ἀστρικοýς μας στοχασμοýς, εἶναι βλακεßα.
H ΣονÜτα Του Σεληνüφωτος
(ΑνοιξιÜτικο βρÜδυ. ΜεγÜλο δωμÜτιο παλιοý σπιτιοý. Μια ηλικιωμÝνη γυναßκα, ντυμÝνη στα μαýρα, μιλÜει σ' Ýναν νÝο. Δεν Ýχουν ανÜψει φως. Απ' τα δýο παρÜθυρα μπαßνει Ýνα αμεßλικτο φεγγαρüφωτο. ΞÝχασα να πω üτι η Γυναßκα με τα Μαýρα Ýχει εκδþσει δýο-τρεις ενδιαφÝρουσες ποιητικÝς συλλογÝς θρησκευτικÞς πνοÞς. Λοιπüν, η Γυναßκα με τα Μαýρα μιλÜ στον ΝÝο):
'ΑφησÝ με να Ýρθω μαζß σου. Τι φεγγÜρι απüψε!
Εßναι καλü το φεγγÜρι, - δε θα φαßνεται
που Üσπρισαν τα μαλλιÜ μου. Το φεγγÜρι
θα κÜνει πÜλι χρυσÜ τα μαλλιÜ μου. Δε θα καταλÜβεις.
'ΑφησÝ με να Ýρθω μαζß σου.
¼ταν Ýχει φεγγÜρι μεγαλþνουν οι σκιÝς μες στο σπßτι,
αüρατα χÝρια τραβοýν τις κουρτßνες,
Ýνα δÜχτυλο αχνü γρÜφει στη σκüνη του πιÜνου
λησμονημÝνα λüγια δε θÝλω να τ ακοýσω. Σþπα.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου
λßγο πιο κÜτου, ως την μÜντρα του τουβλÜδικου,
ως εκεß που στρßβει ο δρüμος και φαßνεται
η πολιτεßα τσιμεντÝνια κι αÝρινη, ασβεστωμÝνη με φεγγαρüφωτο,
τüσο αδιÜφορη κι Üυλη
τüσο θετικÞ σαν μεταφυσικÞ
που μπορεßς επιτÝλους να πιστÝψεις
πως υπÜρχεις και δεν υπÜρχεις
πως ποτÝ δεν υπÞρξες, δεν υπÞρξε ο χρüνος κι η φθορÜ του.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου...
Θα καθßσουμε λßγο στο πεζοýλι, πÜνω στο ýψωμα,
κι üπως θα μας φυσÜει ο ανοιξιÜτικος αÝρας
μπορεß να φανταστοýμε κιüλας πως θα πετÜξουμε,
γιατß, πολλÝς φορÝς, και τþρα ακüμη,
ακοýω τον θüρυβο του φουστανιοý μου
σαν τον θüρυβο δýο δυνατþν φτερþν που ανοιγοκλεßνουν,
κι üταν κλεßνεσαι μÝσα σ αυτüν τον Þχο του πετÜγματος
νιþθεις κρουστü το λαιμü σου, τα πλευρÜ σου, τη σÜρκα σου,
κι Ýτσι σφιγμÝνος μες στους μυþνες του γαλÜζιου αγÝρα,
μÝσα στα ρωμαλÝα νεýρα του ýψους,
δεν Ýχει σημασßα αν φεýγεις Þ αν γυρßζεις
κι οýτε Ýχει σημασßα που Üσπρισαν τα μαλλιÜ μου,
(δεν εßναι τοýτο η λýπη μου η λýπη μου
εßναι που δεν ασπρßζει κι η καρδιÜ μου).
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου
Το ξÝρω πως καθÝνας μοναχüς πορεýεται στον Ýρωτα,
μοναχüς στη δüξα και στο θÜνατο.
Το ξÝρω. Το δοκßμασα. Δεν ωφελεß.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου...
Τοýτο το σπßτι στοßχειωσε, με διþχνει θÝλω να πω Ýχει παλιþσει
πολý, τα καρφιÜ ξεκολλÜνε,
τα κÜδρα ρßχνονται σα να βουτÜνε στο κενü,
οι σουβÜδες πÝφτουν αθüρυβα
üπως πÝφτει το καπÝλο του πεθαμÝνου
απ' την κρεμÜστρα στο σκοτεινü διÜδρομο
üπως πÝφτει το μÜλλινο τριμμÝνο γÜντι της σιωπÞς
απ' τα γüνατÜ της
Þ üπως πÝφτει μιÜ λουρßδα φεγγÜρι στην παλιÜ,
ξεκοιλιασμÝνη πολυθρüνα.
ΚÜποτε υπÞρξε νÝα κι αυτÞ, -üχι η φωτογραφßα που κοιτÜς
με τüση δυσπιστßα
λÝω για την πολυθρüνα, πολý αναπαυτικÞ,
μποροýσες þρες ολüκληρες να κÜθεσαι
και με κλεισμÝνα μÜτια να ονειρεýεσαι ü,τι τýχει
-μιÜν αμμουδιÜ στρωτÞ, νοτισμÝνη, στιλβωμÝνη απü φεγγÜρι,
πιο στιλβωμÝνη απ' τα παλιÜ λουστρßνια μου που κÜθε μÞνα τα δßνω
στο στιλβωτÞριο της γωνßας,
Þ Ýνα πανß ψαρüβαρκας που χÜνεται στο βÜθος
λικνισμÝνο απ' την ßδια του ανÜσα,
τριγωνικü πανß σα μαντßλι διπλωμÝνο λοξÜ μüνο στα δýο
σα να μην εßχε τßποτα να κλεßσει Þ να κρατÞσει
Þ ν' ανεμßσει διÜπλατο σε αποχαιρετισμü.
ΠÜντα μου εßχα μανßα με τα μαντßλια,
üχι για να κρατÞσω τßποτα δεμÝνο,
τßποτα σπüρους λουλουδιþν Þ χαμομÞλι μαζεμÝνο
στους αγροýς με το λιüγερμα
Þ να το δÝσω τÝσσερις κüμπους σαν το αντικρινü γιαπß
Þ να σκουπßζω τα μÜτια μου, - διατÞρησα καλÞ την üρασÞ μου,
ποτÝ μου δεν φüρεσα γυαλιÜ. ΜιÜ απλÞ ιδιοτροπßα τα μαντßλια...
Τþρα τα διπλþνω στα τÝσσερα, στα οχτþ, στα δεκÜξι
ν' απασχολþ τα δÜχτυλÜ μου. Και τþρα θυμÞθηκα
πως Ýτσι μετροýσα τη μουσικÞ σαν πÞγαινα στο Ωδεßο
με μπλε ποδιÜ κι Üσπρο γιακÜ, με δýο ξανθÝς πλεξοýδες
- 8, 16, 32, 64, -
κρατημÝνη απ' το χÝρι μιας μικρÞς φßλης μου ροδακινιÜς
üλο φως και ροζ λουλοýδια,
(συγχþρεσÝ μου αυτÜ τα λüγια κακÞ συνÞθεια) 32, 64, -
κι οι δικοß μου στÞριζαν μεγÜλες ελπßδες στο μουσικü μου τÜλαντο.
Λοιπüν, σου λεγα για την πολυθρüνα
ξεκοιλιασμÝνη φαßνονται οι σκουριασμÝνες σοýστες, τα Üχερα
Ýλεγα να την πÜω δßπλα στο επιπλοποιεßο,
μα που καιρüς και λεφτÜ και διÜθεση τι να πρωτοδιορθþσεις;
-Ýλεγα να ρßξω Ýνα σεντüνι πÜνω της, - φοβÞθηκα
τ' Üσπρο σεντüνι σε τÝτοιο φεγγαρüφωτο. Εδþ κÜθισαν
Üνθρωποι που ονειρεýτηκαν μεγÜλα üνειρα,
üπως κι εσý κι üπως κι εγþ Üλλωστε,
και τþρα ξεκουρÜζονται κÜτω απ' το χþμα
δßχως να ενοχλοýνται απ' τη βροχÞ Þ το φεγγÜρι.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου...
Θα σταθοýμε λιγÜκι στη κορφÞ της μαρμÜρινης σκÜλας του 'Αú- Νικüλα,
ýστερα εσý θα κατηφορßσεις κι εγþ θα γυρßσω πßσω
Ýχοντας στ' αριστερü πλευρü μου τη ζÝστα
απ' το τυχαßο Üγγιγμα του σακακιοý σου
κι ακüμη μερικÜ τετρÜγωνα φþτα απü μικρÜ συνοικιακÜ παρÜθυρα
κι αυτÞ την πÜλλευκη Üχνα απ' το φεγγÜρι
που 'ναι σα μια μεγÜλη συνοδεßα ασημÝνιων κýκνων
και δε φοβÜμαι αυτÞ την Ýκφραση, γιατß εγþ
πολλÝς ανοιξιÜτικες νýχτες συνομßλησα
Üλλοτε με το Θεü που μου εμφανßστηκε
ντυμÝνος την αχλý και την δüξα ενüς τÝτοιου σεληνüφωτος,
και πολλοýς νÝους, πιο ωραßους κι απü σÝνα ακüμη, του εθυσßασα,
Ýτσι λευκÞ κι απρüσιτη ν' ατμßζομαι μες στη λευκÞ μου φλüγα,
στη λευκüτητα του σεληνüφωτος,
πυρπολημÝνη απ' τ' αδηφÜγα μÜτια των αντρþν
κι απ' τη δισταχτικÞν Ýκσταση των εφÞβων,
πολιορκημÝνη απü εξαßσια, ηλιοκαμÝνα σþματα,
Üλκιμα μÝλη γυμνασμÝνα στο κολýμπι, στο κουπß, στο στßβο,
στο ποδüσφαιρο (που Ýκανα πως δεν τα 'βλεπα)
- ξÝρεις, καμιÜ φορÜ, θαυμÜζοντας, ξεχνÜς, ü,τι θαυμÜζεις,
σου φτÜνει ο θαυμασμüς σου,
- θε μου, τι μÜτια πÜναστρα, κι ανυψωνüμουν
σε μιαν αποθÝωση αρνημÝνων Üστρων
γιατß, Ýτσι πολιορκημÝνη απ' Ýξω κι απü μÝσα,
Üλλος δρüμος δε μου 'μενε παρÜ μονÜχα
προς τα πÜνω Þ προς τα κÜτω.
- ¼χι, δε φτÜνει.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου...
Το ξÝρω η þρα εßναι πια περασμÝνη. 'ΑφησÝ με,
γιατß τüσα χρüνια, μÝρες και νýχτες και πορφυρÜ μεσημÝρια,
Ýμεινα μüνη, ανÝνδοτη, μüνη και πÜναγνη,
ακüμη στη συζυγικÞ μου κλßνη πÜναγνη και μüνη,
γρÜφοντας Ýνδοξους στßχους στα γüνατα του Θεοý,
στßχους που, σε διαβεβαιþ, θα μÝνουνε
σα λαξευμÝνοι σε Üμεμπτο μÜρμαρο
πÝρα απ' τη ζωÞ μου και τη ζωÞ σου,
πÝρα πολý. Δε φτÜνει.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου.
Τοýτο το σπßτι δε με σηκþνει πια.
Δεν αντÝχω να το σηκþνω στη ρÜχη μου.
ΠρÝπει πÜντα να προσÝχεις, να προσÝχεις,
να στεριþνεις τον τοßχο με το μεγÜλο μπουφÝ
να στεριþνεις τον μπουφÝ με το πανÜρχαιο σκαλιστü τραπÝζι
να στεριþνεις το τραπÝζι με τις καρÝκλες
να στεριþνεις τις καρÝκλες με τα χÝρια σου
να βÜζεις τον þμο σου κÜτω απ' το δοκÜρι που κρÝμασε.
Και το πιÜνο, σα μαýρο φÝρετρο κλεισμÝνο. Δε τολμÜς να τ' ανοßξεις.
¼λο να προσÝχεις, να προσÝχεις, μην πÝσουν, μη πÝσεις. Δεν αντÝχω.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου...
Τοýτο το σπßτι, παρ' üλους τους νεκροýς του,
δεν εννοεß να πεθÜνει.
ΕπιμÝνει να ζει με τους νεκροýς του
να ζει απ' τους νεκροýς του
να ζει απ' τη βεβαιüτητα του θανÜτου του
και να νοικοκυρεýει ακüμη τους νεκροýς του
σ' ετοιμüρροπα κρεββÜτια και ρÜφια.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου.
Εδþ, üσο σιγÜ κι αν περπατÞσω μες στην Üχνα της βραδιÜς,
εßτε με τις παντοýφλες, εßτε ξυπüλυτη,
κÜτι θα τρßξει, -Ýνα τζÜμι ραγßζει Þ κÜποιος καθρÝφτης,
κÜποια βÞματα ακοýγονται, - δεν εßναι δικÜ μου.
¸ξω, στο δρüμο μπορεß να μην ακοýγονται τοýτα τα βÞματα,
- η μεταμÝλεια, λÝνε, φορÜει ξυλοπÜπουτσα, -
κι αν κÜνεις να κοιτÜξεις σ' αυτüν Þ τον Üλλον καθρÝφτη,
πßσω απ' την σκüνη και τις ραγισματιÝς,
διακρßνεις πιο θαμπü και πιο τεμαχισμÝνο το πρüσωπü σου,
το πρüσωπο σου που Üλλο δε ζÞτησες στη ζωÞ παρÜ να το κρατÞσεις
καθÜριο κι αδιαßρετο.
Τα χεßλη του ποτηριοý γυαλßζουν στο φεγγαρüφωτο
σαν κυκλικü ξυρÜφι πþς να το φÝρω στα χεßλη μου;
üσο κι αν διψþ, - πως να το φÝρω; - ΒλÝπεις;
Ýχω ακüμη διÜθεση για παρομοιþσεις, - αυτü μου απüμεινε,
αυτü με βεβαιþνει ακüμη πως δεν λεßπω.
'Αφησε με να Ýρθω μαζß σου...
ΦορÝς-φορÝς, την þρα που βραδιÜζει, Ýχω την αßσθηση
πως Ýξω απ' τα παρÜθυρα περνÜει ο αρκουδιÜρης
με τη γριÜ βαρειÜ του αρκοýδα
με το μαλλß της üλο αγκÜθια και τριβüλια
σηκþνοντας σκüνη στο συνοικιακü δρüμο
Ýνα ερημικü σýννεφο σκüνη που θυμιÜζει το σοýρουπο
και τα παιδιÜ Ýχουν γυρßσει σπßτια τους για το δεßπνο
και δεν τ' αφÞνουν πια να βγουν Ýξω
μ' üλο που πßσω απ' τους τοßχους μαντεýουν
το περπÜτημα της γριÜς αρκοýδας
κι η αρκοýδα κουρασμÝνη πορεýεται μες στη σοφßα της μοναξιÜς της,
μη ξÝροντας για ποý και γιατß
Ýχει βαρýνει, δεν μπορεß πια
να χορεýει στα πισινÜ της πüδια
δεν μπορεß να φορÜει τη δαντελÝνια σκουφßτσα της
να διασκεδÜζει τα παιδιÜ, τους αργüσχολους, τους απαιτητικοýς,
και το μüνο που θÝλει εßναι να πλαγιÜσει στο χþμα
αφÞνοντας να την πατÜνε στην κοιλιÜ,
παßζοντας Ýτσι το τελευταßο παιχνßδι της,
δεßχνοντας την τρομερÞ της δýναμη για παραßτηση,
την ανυπακοÞ της στα συμφÝροντα των Üλλων,
στους κρßκους των χειλιþν της, στην ανÜγκη των δοντιþν της,
την ανυπακοÞ της στον πüνο και στη ζωÞ
με τη σßγουρη συμμαχßα του θανÜτου Ýστω κι ενüς αργοý θανÜτου
την τελικÞ της ανυπακοÞ στο θÜνατο
με τη συνÝχεια και τη γνþση της ζωÞς
που ανηφορÜει με γνþση και με πρÜξη πÜνω απ τη σκλαβιÜ της.
Μα ποιος μπορεß να παßξει ως το τÝλος αυτü το παιχνßδι;
Κι η αρκοýδα σηκþνεται πÜλι και πορεýεται
υπακοýοντας στο λουρß της, στους κρßκους της, στα δüντια της,
χαμογελþντας με τα σκισμÝνα χεßλη της
στις πενταροδεκÜρες που της ρßχνουνε
τα ωραßα κι ανυποψßαστα παιδιÜ
(ωραßα ακριβþς γιατß εßναι ανυποψßαστα)
και λÝγοντας ευχαριστþ. Γιατß οι αρκοýδες που γερÜσανε
το μüνο που Ýμαθαν να λÝνε εßναι: ευχαριστþ, ευχαριστþ.
'ΑφησÝ με να Ýρθω μαζß σου...
Τοýτο το σπßτι με πνßγει. ΜÜλιστα η κουζßνα
εßναι σαν το βυθü της θÜλασσας.
Τα μπρßκια κρεμασμÝνα γυαλßζουν σα στρογγυλÜ,
μεγÜλα μÜτια απßθανων ψαριþν,
τα πιÜτα σαλεýουν αργÜ σαν τις μÝδουσες,
φýκια κι üστρακα πιÜνονται στα μαλλιÜ μου
δεν μπορþ να τα ξεκολλÞσω ýστερα,
δεν μπορþ ν' ανÝβω πÜλι στην επιφÜνεια
ο δßσκος μου πÝφτει απ' τα χÝρια Üηχος, -σωριÜζομαι
και βλÝπω τις φυσαλßδες απ' την ανÜσα μου ν' ανεβαßνουν,
ν' ανεβαßνουν
και προσπαθþ να διασκεδÜσω κοιτÜζοντÝς τες
κι αναρωτιÝμαι τι θα λÝει αν κÜποιος βρßσκεται
απü πÜνω και βλÝπει αυτÝς τις φυσαλßδες,
τÜχα πως πνßγεται κÜποιος Þ πως Ýνας δýτης ανιχνεýει τους βυθοýς;
Κι αλÞθεια δεν εßναι λßγες οι φορÝς που ανακαλýπτω εκεß,
στο βÜθος του πνιγμοý, κορÜλλια και μαργαριτÜρια
και θυσαυροýς ναυαγισμÝνων πλοßων,
απρüοπτες συναντÞσεις, και χτεσινÜ και σημερινÜ μελλοýμενα,
μιαν επαλÞθευση σχεδüν αιωνιüτητας,
κÜποιο ξανÜσαμα, κÜποιο χαμüγελο αθανασßας, üπως λÝνε,
μιαν ευτυχßα, μια μÝθη, κι ενθουσιασμüν ακüμη,
κορÜλλια και μαργαριτÜρια και ζαφεßρια,
μονÜχα που δεν ξÝρω να τα δþσω üχι τα δßνω,
μονÜχα που δεν ξÝρω αν μποροýν να τα πÜρουν
πÜντως εγþ τα δßνω.
'ΑφησÝ με να Ýρθω μαζß σου...
Μια στιγμÞ, να πÜρω τη ζακÝτα μου.
Τοýτο τον Üστατο καιρü, üσο να 'ναι, πρÝπει να φυλαγüμαστε.
¸χει υγρασßα τα βρÜδια, και το φεγγÜρι
δε σου φαßνεται, αλÞθεια, πως επιτεßνει την ψýχρα;
'Ασε να σου κουμπþσω το πουκÜμισο τι δυνατü το στÞθος σου,
- τι δυνατü φεγγÜρι,- η πολυθρüνα, λÝω κι üταν σηκþνω
το φλιτζÜνι απ' το τραπÝζι
μÝνει απü κÜτω μιÜ τρýπα σιωπÞ, βÜζω αμÝσως την παλÜμη μου επÜνω
να μη κοιτÜξω μÝσα, - αφÞνω πÜλι το φλιτζÜνι στη θÝση του,
και το φεγγÜρι μια τρýπα στο κρανßο του κüσμου
μην κοιτÜξεις μÝσα,
Ýχει μια δýναμη μαγνητικÞ που σε τραβÜει μην κοιτÜξεις,
μη κοιτÜχτε,
ακοýστε με που σας μιλÜω θα πÝσετε μÝσα.
Τοýτος ο ßλιγγος ωραßος, ανÜλαφρος θα πÝσεις,
- Ýνα μαρμÜρινο πηγÜδι το φεγγÜρι,
ßσκιοι σαλεýουν και βουβÜ φτερÜ, μυστιριακÝς φωνÝς δεν τις ακοýτε;
Βαθý-βαθý το πÝσιμο,
βαθý-βαθý το ανÝβασμα,
το αÝρινο Üγαλμα κρουστü μες στ' ανοιχτÜ φτερÜ του,
βαθειÜ-βαθειÜ η αμεßλικτη ευεργεσßα της σιωπÞς,
- τρÝμουσες φωταψßες της Üλλης üχθης,
üπως ταλαντεýεσαι μες στο ßδιο σου το κýμα,
ανÜσα ωκεανοý. Ωραßος, ανÜλαφρος
ο ßλιγγος τοýτος, - πρüσεξε, θα πÝσεις.
Μη κοιτÜς εμÝνα,
εμÝνα η θÝση μου εßναι το ταλÜντευμα ο εξαßσιος ßλιγγος.
¸τσι κÜθε απüβραδο Ýχω λιγÜκι πονοκÝφαλο, κÜτι ζαλÜδες...
ΣυχνÜ πετÜγομαι στο φαρμακεßο απÝναντι
για καμμιÜν ασπιρßνη,
Üλλοτε πÜλι βαριÝμαι και μÝνω με τον πονοκÝφαλü μου
ν' ακοýω μες στους τοßχους τον κοýφιο θüρυβο που κÜνουν
οι σωλÞνες του νεροý,
Þ ψÞνω Ýναν καφÝ, και, πÜντα αφηρημÝνη,
ξεχνιÝμαι κ ετοιμÜζω δυο ποιος να τον πιει τον Üλλον;
- αστεßο αλÞθεια, τον αφÞνω στο περβÜζι να κρυþνει
Þ κÜποτε πßνω και τον δεýτερο, κοιτÜζοντας απ' το παρÜθυρο
τον πρÜσινο γλüμπο του φαρμακεßου
σαν το πρÜσινο φως ενüς αθüρυβου τραßνου
που Ýρχεται να με πÜρει
με τα μαντßλια μου, τα στραβοπατημÝνα μου παποýτσια,
τη μαýρη τσÜντα μου, τα ποιÞματα μου,
χωρßς καθüλου βαλßτσες, τß να τις κÜνεις;
'ΑφησÝ με να Ýρθω μαζß σου...
Α, φεýγεις; Καληνýχτα. ¼χι, δε θα Ýρθω. Καληνýχτα.
Εγþ θα βγω σε λßγο. Ευχαριστþ. Γιατß, επιτÝλους, πρÝπει
να βγω απ' αυτü το τσακισμÝνο σπßτι.
ΠρÝπει να δω λιγÜκι πολιτεßα, -üχι, üχι το φεγγÜρι
την πολιτεßα με τα ροζιασμÝνα χÝρια της,
την πολιτεßα του μεροκÜματου,
την πολιτεßα που ορκßζεται στο ψωμß και στη γροθιÜ της
την πολιτεßα που μας αντÝχει στη ρÜχη της
με τις μικρüτητες μας, τις κακßες, τις Ýχτρες μας,
με τις φιλοδοξßες, την ÜγνοιÜ μας και τα γερατειÜ μας,
- ν' ακοýσω τα μεγÜλα βÞματÜ της πολιτεßας,
να μην ακοýω πια τα βÞματα σου
μÞτε τα βÞματα του Θεοý, μÞτε και τα δικÜ μου βÞματα.
Καληνýχτα...
(Το δωμÜτιο σκοτεινιÜζει. Φαßνεται πως κÜποιο σýννεφο θα Ýκρυψε το φεγγÜρι. ΜονομιÜς, σαν κÜποιο χÝρι να δυνÜμωσε το ραδιüφωνο του γειτονικοý μπαρ, ακοýστηκε μια πολý γνωστÞ μουσικÞ φρÜση. Και τüτε κατÜλαβα πως üλη τοýτη τη σκηνÞ τη συνüδευε χαμηλüφωνα η "ΣονÜτα του Σεληνüφωτος", μüνο το πρþτο μÝρος. Ο νÝος θα κατηφορßζει τþρα μ' Ýνα ειρωνικü κι ßσως συμπονετικü χαμüγελο στα καλογραμμÝνα χεßλη του και μ' Ýνα συναßσθημα απαιλευθÝρωσης. ¼ταν θα φτÜσει ακριβþς στον 'Αη-Νικüλα, πριν κατÝβει τη μαρμÜρινη σκÜλα, θα γελÜσει, -Ýνα γÝλιο δυνατü, ασυγκρÜτητο. Το γÝλιο του δε θ' ακουστεß καθüλου ανÜρμοστα κÜτω απ' το φεγγÜρι. ºσως το μüνο ανÜρμοστο να εßναι το üτι δεν εßναι καθüλου ανÜρμοστο. Σε λßγο ο ΝÝος θα σωπÜσει, θα σοβαρευτεß και θα πει: "Η παρακμÞ μιÜς εποχÞς". ¸τσι, ολüτελα Þσυχος πια, θα ξεκουμπþσει πÜλι το πουκÜμισü του και θα τραβÞξει το δρüμο του.
¼σο για τη γυναßκα με τα μαýρα, δεν ξÝρω αν βγÞκε τελικÜ απ' το σπßτι. Το φεγγαρüφωτο λÜμπει ξανÜ. Και στις γωνßες του δωματßου οι σκιÝς σφßγγονται απü μιαν αβÜσταχτη μετÜνοια, σχεδüν οργÞ, üχι τüσο για τη ζωÞ, üσο για την Üχρηστη εξομολüγηση. Ακοýτε; Το ραδιüφωνο συνεχßζει.).
================================================