ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

ÂõæáíôéíÞ ÅñùôéêÞ Ðïßçóç 15-16ïõ áé.: Åñùôïðáßãíéá - Êáôáëüãéá

                        ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΩΝ



     Καταλüγια Þ Ερωτοπαßγνια ονομÜζουμε μια σειρÜ απü ερωτικÜ ποιÞματα που γρÜφτηκαν στα μÝσα του 15ου ως τις αρχÝς του 16ου αι. (ßσως στη Ρüδο, που αυτÞ την εποχÞ κατÝχεται απü τους ΦρÜγκους) και σþθηκαν σε χειρüγραφα. Καταλüγι(ν) σÞμαινε, κυρßως στα βυζαντινÜ χρüνια, δημοτικü ερωτικü τραγοýδι. Τα ποιÞματα αυτÜ δεν εßναι δημοτικÜ, αλλÜ βρßσκονται πολý κοντÜ στη δημοτικÞ ποßηση, üπως μποροýμε να διαπιστþσουμε απü τα πιο κÜτω αποσπÜσματα.
     Κυρßως αφορÜ στη Β' Περßοδο και πιο συγκεκριμÝνα τον Λατινοκρατοýμενο ελληνισμü Þ ουμανισμü με κýρια Ýδρα τη Ρüδο μεταξý των ετþν απü μετÜ την ¢λωση 1453 Ýως το 1500 περßπου και κυρßως στα μÝσα του 15ου αιþνος.  Μεταξý των καλυτÝρων ποιημÜτων της περιüδου Þτις περιλαμβÜνει τους τελευταßους βυζαντινοýς χρüνους, πρÝπει να κατατÜξωμεν κι ενδιαφÝρουσα συλλογÞν ερωτικþν στιχουργημÜτων, γνωστÞν υπü τον γενικþτερον τßτλον ''Ερωτοπαßγνια'' Þ ''ΑλφÜβητος της αγÜπης'', περß της αξßας και της προελεýσεως της οποßας πολλÜ μÝχρι τοýδε εγρÜφησαν, διετυπþθησαν δε πολλαß υποθÝσεις, üσον αφορÜ εις τον συγγραφÝα και την εποχÞ της συγγραφÞς.
     Καßτοι δεν υπÜρχουν επαρκÞ στοιχεßα μαρτυροýντα κατÜ τρüπον ασφαλÞ τον τüπον της καταγωγÞς των στιχουργημÜτων τοýτων, üμως γλωσσικÜ τινÜ στοιχεßα και Üλλαι εσωτερικαß ενδεßξεις καθιστοýν λßαν πιθανÞν την υπüθεσιν, üτι ταýτα εγρÜφησαν εις την Ρüδον Þ οπωσδÞποτε εις τινÜ νÞσον του Αιγαßου, δεδομÝνου, üτι μüνον εις την περιοχÞν ταýτην εßχον αναπτυχθÞ κοινωνικαß και πνευματικαß συνθÞκαι, επιτρÝπουσαι την εκδÞλωσιν τοιοýτου εßδους ποιÞσεως. ºσως δÝ να μη εßναι τελεßως ξÝνη εις την εν λüγω συλλογÞν και Ýμμεσως επßδρασις της παλαιοτÝρας ιταλικÞς ποιÞσεως.
Σοβαραß αμφιβολßαι εξακολουθοýν να διατηρþνται και περß της αρχÞς των ''Ερωτοπαιγνßων'', αν δηλ. ταýτα εßναι δημοτικÞς εμπνεýσεως Þ να οφεßλωνται εις τον κÜλαμον δοκßμου συγγραφÝως.
     Η συχνÞ χρÞσις των λÝξεων ''Ýρως'' κι ''Ýρωτες'', αντß του δημοτικοý üρου ''αγÜπη'' κι Üλλα τινÜ στοιχεßα γλωσσικÜ και μετρικÜ Þγαγον τους περισσοτÝρους ιστορικοýς της λογοτεχνßας μας να ταχθοýν υπÝρ της δευτÝρας γνþμης, της δοκßμου δηλ. προελεýσεως των στιχουργημÜτων, καßτοι δεν αποκλεßεται τινÜ εξ αυτþν Þ και ωρισμÝνα θÝματα τοýτων να ωφεßλωνται εις παλαιοτÝραν λαικÞν επßδρασιν. ΒÝβαιον πÜντως εßναι, üτι οι ωραßοι αυτοß στßχοι ''εßτε εßναι γνÞσιοι δημοτικοß εßτε εßναι καμωμÝνοι απü Üνθρωπο πολý κοντÜ στην αßσθηση του δημοτικοý στßχου (η διαφορÜ δεν εßναι μεγÜλη), Ýχουν ιδιαιτÝραν σημασßαν δια την ιστορßαν της νεωτÝρας λογοτεχνßας μας, ιδßα διüτι παρουσιÜζουν αξιüλογον καινοτομßαν Ýναντι της μÝχρι της εποχÞς εκεßνης λογοτεχνικÞς παραδüσεως''. (Πολßτη: ΜερικÝς σημειþσεις στα ''Ερωτοπαßγνια'', ΕλληνικÜ, τομ. ιι 1954).
     ¼σον αφορÜ εις την εποχÞν της συγγραφÞς, η γλþσσα κι η εν γÝνει τεχνικÞ των στιχουργημÜτων τοýτων ανÜγουν την εν λüγω συλλογÞν εις τα μÝσα του ΙΕ' αιþνος, ßσως üμως κι ενωρßτερον, þστε κι απο χρονολογικÞς απüψεως ν’ αποτελεß αýτη σπουδαßον μνημεßον Ýντεχνου λüγου.
     Το εξ 714 στßχων κεßμενον της συλλογÞς των ''Ερωτοπαιγνßων'', παρεδüθη ελλιπÝς και τεταραγμÝνον, διüτι, ως συνÜγεται, ο αντιγραφεýς εßχε προ οφθαλμþν χειρüγραφον φÝρον ικανÜ χÜσματα. Εßναι καθαρþς λυρικοý χαρακτÞρος κι αναφÝρεται εις τας ερωτικÜς εκδηλþσεις και τας ερωτικÜς περιπετεßας του ποιητοý, τας οποßας χαρακτηρßζει πÜντοτε η ευγÝνεια της εκφρÜσεως και η λεπτüτης του αισθÞματος.
     Ως παρατηρεß ο Βουτιερßδης: ''Δεν δυνÜμεθα να γνωρßζωμεν αν τα ποιÞματα ταýτα Ýγιναν ποτÝ γνωστÜ και εις Üλλους πλην του γρÜψαντος αυτÜ και αν υπÞρξαν εκ των πνευματικþν εκεßνων προúüντων, τα οποßαν με την ευρυτÝραν κυκλοφορßαν των υποβοηθοýν να γνωρßζωμεν και τας φιλολογικÜς προτιμÞσεις και λογοτεχνικÜς τÜσεις της εποχÞς, κατÜ την οποßαν Þλθον το πρþτον εις φως. ΟπωσδÞποτε üμως ως διεσþθησαν μÝχρις ημþν αποτελοýν πολýτιμον λεßψανον λυρικÞς ποιÞσεως και απü τεχνικÞς απüψεως και απü απüψεως γλωσσικÞς. ΑπομÝνουν εκ των σπανιωτÝρων μνημεßων καθαρþς ερωτικÞς εντÝχνου ποιÞσεως κατÜ την χρονικÞν ταýτην περßοδον, üτε τα τοιαýτα ποιητικÜ προúüντα εßναι ολßγιστα''.(Ηλ. Βουτιερßδη: Ιστορßα της ΝεοελληνικÞς Λογοτεχνßας).
     Τα Ερωτοπαßγνια διεσþθησαν εις τον εν Λονδßνω κþδικα Add,8241, οπüθεν εξεδüθησαν το πρþτον υπü W. Wagner, ΑλφÜβητος της αγÜπης, Daw ABC der Liebe,1879. NÝα εξαιρετικþς επιμελημÝνη Ýκδοσις μετÜ διαφωτιστικÞς εισαγωγÞς και πλουσßων σχολßων και Üλλων πληροφοριþν εγÝνετο υπü D.C. Hesseling et H.Pernot, Eρωτοπαßγνια (Chansons d' amour),Paris 1913.
_____________________________________________

                ΒυζαντινÞ ΕρωτικÞ Ποßηση

                     ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ  Α'

Αν Þξευρα, κυρÜτσα μου, πüτε θÝλεις κινÞσει
και πüθεν θÝλεις να διαβÞ με τες αρχοντοποýλες,
την στρÜταν σου νÜ φýτεψα μηλÝς και κυδωνßτσες
και νεραντζοýλες και κιτριÝς και δÜφνες και μυρσßνες,
τον δρüμον σου τριανταφυλλιÝς, να μη σε πιÜνη ο Þλιος,
και üπου διαβαßνεις και πατεßς Þθελα σπÝρνει μüσχον,
και να μυρßζει η στρÜτα σου, κι εσý να μη το ξεýρεις,
να μη μαυρßζη, λυγερÞ, 'ς τον Þλιο η ελικιÜ σου.

ΒουλÞν επÞρα ταπεινüς, κυρÜ, να σε συντýχω,
και εντρÝπομαι, κυρÜτσα μου, πολλÜ την ευγενειÜν σου,
διατß εßσαι ακατÜδεκτη, τα λüγια δεν αυκρÜσαι,
και εßμαι, κυρÜ, ξενοýτσικον, δειλιþ να σε συντýχω''.
Και τüτε πÜλι η λυγερÞ του λÝγει και του ελÜλει:
''ΕιπÝς, ειπÝς, αφÝντη μου, τι θες να με συντýχης,
και σýντηχÝ με θαρρετÜ, τινÜν μηδÝν φοβÜσαι''.
''ΚυρÜ μου, να σ' εφßλησα, αν εν και θελημÜ σου,
και αν αγαπÜς και προθυμÜς να ποßσωμεν φιλßαν.
Τι σε φελÜ, κυρÜτσα μου, να με κακοκαρδßζης,
εσý να διωματεýεσαι κι εμÝν να θανατþνεις;
Εσý ÝταξÝς μου το φιλßν και δüς με το, κουρτÝσα''.

''Για την αγÜπην σου εßς εμÝν, γλυκýτατÝ μου αφÝντη,
μηδÝν Ýρχεσαι να φιλÞς κοντÜ 'ς την γειτονιÜν μου,
να σε θωρþ, να θλßβωμαι, να βαριαναστενÜζω.
Εσý θυμÜσαι, αφÝντη μου, τον üρκον τον μ' εποßκες,
πως þμοσες και μþλεγες ποτÝ μη με ξαφÞσης,
κι εδÜ θωροýν τα μÜτια μου, εις Üλλην πüθον Ýχεις,
χθες μετÜ κεßνην Ýμεινες, μ' εκεßνην εκοιμÞθης,
κι εμÝναν Þρτες και εßπες μου üτι 'ς την βßγλαν Þσουν,
κι εγþ επÞγα κι ερþτησα üλους τους βιγλατüρους, 
κι εκεßνοι þμοσαν και εßπασιν κανεßς ουδÝν σε εßδεν,
κι επÜτησες τον üρκον σου κι Ýχεις μεγÜλον κρßμα''.

''ΔεξιÜ μου στÜσου, λυγερÞ, θÝλω να σε συντýχω,
να σ' ερωτÞσω ρþτημαν, να σε παρακαλÝσω,
ειπÝ με, πüσα με αγαπÜς, τüσα να σε αγαπÞσω,
μη σε αγαπÞσω πλεüτερον κι εσý κενοδοξÞσης,
και αν τýχη να το καυχισθÞς üτι παρακαλþ σε,
κι εγþ θÜρρος εις εσÝν Üλλος να μη το μÜθη.
ΚΙ εσý, κυρÜ μου, εßπες με, Üλλον σε προξενοýσιν.
ΜακÜρι να σ' επροξÝνησαν, Üλλον Üντραν να πÞρες,
κι εμÝν να μη ελογÜριαζες που μÝνω, που κοιμοýμαι,
εις ποßαν βλÝμμαν Ýριξα, με ποßαν συντυχαßνω''.

''Εσý γνωρßζεις, αφÝντη μου, ποτÝ ουκ ηξευρÜ σε,
ουδ' Ýξευρα, ουδÝ γνþριζα, αλλÜ ουδ' εκÜτεχÜ σε,
ουδÝ το βλÝμμα μου Ýριξα ποτÝ 'ς την ελικιÜν σου,
εμÝναν, εγυρεýασιν γυναßκαν να με πÜρουν,
και τþρα με τες γνþμες σου, με τÜμορφÜ σου λüγια,
και το γλυκýν σου ανÜβλεμμαν, και τες καλÝς σου τÜξες,
και τες πιδεξιωσýνες σου εκατεδοýλωσÝς με,
τον νουν μου τον αδοýλωτον εκατεδοýλωσÝς τον,
δουλεýτριαν μ' εκατÝστησες, αφÝντη, του ορισμοý σου''.

''Ζηλεýγουν την αγÜπην μας, κυρÜ μου, οι γεßτονÝς σου,
διατß κρατεßται δυνατÞ ως πýργος σιδερÝνιος,
θωροýν την üτι επλÝχτηκεν ως χρυσüν αλυσßδιν,
κι εφÜνη τους πολýν κακüν, θÝλουν να μας χωρßσουν.
Να μη το δουν τα μÜτια τους, μη το χαρÞ η ψυχÞ των,
αμμÞ το θÝλουν εις ημÜς, απÜνω τους το δοýσιν,
να το θλιβοýν οι φßλοι τους, να το χαροýν οι εχθροß των,
διατß βουλÞν εδþκασιν να μας αποχωρßσουν,
δßχως κανÝναν πταßσιμον, δßχως κανÝνα δßκαιον''.

''Η ταπεινÞ καρδοýλα μου πολýν καλüν σε θÝλει,
αφÝντη τετραλýγιστε και βεργαναλεμÝνε,
νομßζω μÜγια μ' Ýκαμες και πÜντα σε θυμοýμαι.
Που μ' εýρε, που μ' εκüλλησεν η περισσÞ σου αγÜπη;
ΕσÝβην κι ετυλßχτηκεν 'ς τα φýλλα της καρδιÜς μου,
εσÝβην κι εριζþθηκεν κι εγÝμισεν τα φýλλα,
και Þλθασιν οι γεßτονες και εσυμβοýλευσÜν με,
και üλοι βουλÞ μ' εδþκασιν να σε απολησμονÞσω.
ΚΙ εγþ απεκρßθην και εßπα τους κι εκατηγüρησÜ τους:
Εσεßς πολλ' αγαπÞσετε την αποχωρισιÜ μας,
δι' αυτü με συμβουλεýετε να τον ελησμονÞσω,
μαχαßρια και αν με κüφτουσιν, πριüνια και αν με πριονßζουν,
þσποτε ζω και φαßνομαι, τον αγαπþ ουκ αρνοýμαι''.

''Γυρεýουσιν, αφÝντη μου, γυναßκα να με πÜρουν,
κι εγþ, αφÝντη μου, ως τü 'κουσα, πολýν κακüν μ' εφÜνη,
και απü καρδιÜς εφþναξα και ο κüσμος το θαυμÜστην,
διατß ουκ εσÜλευσεν η περισσÞ σου αγÜπη,
να ρßξω αλλοý το βλÝμμα μου κι εσÝν να λησμονÞσω.
Και πως εγþ να σε αρνιστþ, αφÝντη του κορμιοý μου
και νοικοκýρη üπου κρατεßς 'ς τα χÝρια σου τον νουν μου,
κι εγßνουσουν ασÜλευτος, αφÝντη, απü τον νουν μου;''.

''ΚυρÜ, διÜ τεßντα διÜφορον, κυρÜ, διÜ τεßντα κÝρδος
να χÜσης το ξενοýτσικον και ποθοπειρασμÝνον,
να χÜσης τον καλλλιþτερον, κυρÜ μου, οποý σε αγÜπα;
ΚυρÜ μου, ερωτοδÝσποινα, ποθοκρατüρισσÜ μου,
που γÝμουν τα ματÜκια σου του κüσμου την αγÜπην,
του ¸ρωτος τα χεßλη σου πλÝκτουσι το αλυσßδιν.
Να πιχαρης, ω λυγερÞ, πÝψε με ολßγον πüθον,
üτι λιγþνομαι, κυρÜ, διÜ την πολλÞν σου αγÜπην,
εσý κρατεßς τους Ýρωτες και δος εμÝν τον πüθον.
ΠολλÜ, κυρÜ, παρÜδειρα, νýκτες και μεσημÝρια,
εμÝναν ωνειδßδασιν οι εδικοß και ξÝνοι''.

''ΛÝγεις, καλÝ αφÝντη μου, εμÝναν εν το πταßσμα,
και ρßκτεις μου κατηγοριÜν και λÝγεις ÝπταισÜ σου,
διατß εκατεπιÜστηκα και Þλθα στο θÝλημÜ σου.
Δουλεýτρες εστερÞθηκα δι' αγÜπην εδικÞν σου,
κι εσý καυχοýσουν κι Ýλεγες να μη με λησμονÞσεις,
εμÝναν να μη αρνιστÞς, μηδ' Üλλην να φιλÞσης,
ουδÝ Üλλην εμορφüτερην ποτÝ να την συντýχης''.

''ΜÞναν ουκ Ýχεις μετ' εμÝν ουδ' Ýναν ουδÝ δýο,
μιÜν εβδομÜδαν Ýκαμες και Þρχισες να χολιÜζης,
και να κρατÞς απÜνω σου, κüρη να καμαρþνης.
Οι γεßτονÝς σου μÝ 'πασιν τι πολλÜ με ατιμÜζεις,
κι εγþ, κυρÜ, ως τü 'κουσα, πολýν κακüν μου εφÜνη,
και πÝντε μÝρες Ýκαμα να μÞ σε χαιρετÞσω,
ουδÝ κοντÜ σου να διαβþ απü την γειτονιÜν σου,
και Ýχω κατηγüρησιν απü την γειτονιÜν σου,
üτι ου καταδÝχομαι τινÜν να χαιρετÞσω,
και αν μ' Ýβρισες, κυρÜτσα μου, εποßκες μÝγαν κρßμα''.-

                  ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ Β'

(ΑλφÜβητος της αγÜπης=δηλαδÞ κÜθε 2στιχο ξεκινÜ με καθÝνα απü τα 24 γρÜμματα της ΑλφαβÞτου)

Αλοßμονον, βεργüλυκη, πικριÜς τας με ποτßζεις,
και καßεις την καρδιÜ μου, μαραßνεις την ψυχÞν μου.

ΒιÜζομαι να σε ιδþ, μιÜν þραν ν' ανασÜνω,
και πÜλιν βλÝπω σε μικρüν και εβγαßνω αποθαμμÝνος.

Γßνομαι þσπερ Üφωνος και αναßσθητος, κυρÜ μου,
Ýρχομαι 'ς την κατοýνα μου, ολιγωρþ και πßπτω.

ΕνÝπεσα 'ς τον Ýρωτα τον σον και εδουλþθην,
παρακαλþ τα κÜλλη σου μηδÝν με βασανßζουν.

Η ελικιÜ σου η λαμπρÜ, τα θαυμαστÜ σου κÜλλη,
το πρüσωπüν σου το γλυκýν εκαταφλüγισÝ με.

Κüρη, εýρε τüπον και αφορμÞν, ωραιÜ να σε συντýχω,
ν' ακοýσεις και τους λüγους μου πως με καρδιοφλογßζεις.

Νýκτες και ημÝρες φλÝγομαι εκ της επιθυμιÜς σου,
και μιÜν βολÜν να φßλησα τα κüκκινÜ σου χεßλη.

ΟμμÜτια εßχα κ' επÞρες τα, καρδιÜν και ανÝσπασÝς την,
τα κÜλλη σου τα θαυμαστÜ μηδÝν με τα στερÞσης.

ΠεριστερÜκιν να γενþ, να Ýλθω üπου κοιμÜσαι,
σφικτÜ να σε περιπλακþ, πÜντα να με θυμÜσαι.

ΣελÞνη, φως ανÝσπερον, þσπερ εκεßνη λÜμπεις,
η συνοδιÜ μου διÜ παντüς εσ' εßσαι, η κυρÜ μου.

Τ' Þ τον, κυρÜ μου, η πüθεσις και τις ο λογισμüς σου,
üτι ουδÝν μου αντÝγραψες κ' ελýπησÝς με τüσα ;

Φιλþ γλυκεÜ, καταφιλþ τα κüκκινÜ σου χεßλη
και κατασπÜζομαι πολλÜ τα πÜτερπνÜ σου κÜλλη.

Χαιρετισμüν απü ψυχÞς πÝμπω σου, καλÞ κüρη,
και την χρυσÞ σου ελικιÜν συχνþς περιλαμπÜσσω.

ΨÝμαν ου λÝγω ταπεινüς* τας νýκτας ου κοιμοýμαι,
ουδÝ η καρδιÜ μου γαληνεß εκ της επιθυμιÜς σου.

Ω κüρη γατανüφρυδη και φως των ομματιþν μου,
ανασασμÝ των πüνων μου των Ýχω 'ς την καρδιÜν μου,
ας κοιμηθþ 'ς τα στα στÞθη σου και ει τι μÝλλει ας γÝνη.

                   ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ  Γ'

Πüτε και πÜλιν να σε ιδþ, πüτε να σε συντýχω,
και πüτε να σε φηγηθþ τα γþ 'παθα για σÝνα,
οδιÜ αγÜπην θλιβερÞν, πüθον ονειδισμÝνον;
και πüτε να Ýλθης, λυγερÞ, και να σταθÞς κοντÜ μου,
τους Ýχω πÜντα δια σÝ και τους παθαßνω πÜντα;
ΠοτÝ να σε απÜντησα με δÜκρυα ματωμÝνα,
και βαριÜ να αναστÝναξα και νÜ 'κλαψα θλιμμÝνος,
και να με δης, να λυπηθÞς και να καρδιοπονÝσης,
να καρτερÝσης, λυγερÞ, γλυκιÜ να σε συντýχω,
να κÜτσω να σε φηγηθþ τους πειρασμοýς του πüθου,
τους πüνους και τους στεναγμοýς τους Ýχω δι' εσÝνα;
Οι Ýρωτες με σφÜζουσιν και κüφτει με η αγÜπη,
και ας αρχßσω να σε πω στßχους διÜ την αγÜπην,
στιχοπλοκßδες, θλιβερÝς τες Ýπλεξα διÜ σÝνα,
και οι στßχοι ανεσπÜστησαν μÝσα απü την καρδιÜ μου.
ΩσÜν να σπÝρνης, λυγερÞ, βασιλικÜ 'ς την γÜστραν,
και βÜλης τα εις τον κüρφο σου, και üπου διαβÞς μυρßζεις,
και üσοι διαβοýν και βλÝπουν τα την μυρωδιÜν ακοýσι,
Ýτσε ανÝσπασα κι εγþ στßχους εκ της καρδιÜς μου,
ως Üλυσιν τους Ýπλεξα διÜ λüγου εδικοý σου,
και ωσÜν τους γρÜψω λυγερÞ, να αυκριστÞς τους λüγους,
και να αρχßσω να σε πω τους πüνους της αγÜπης:
¸νας πανþραιος Üγουρος αγαπÜ ωραßα κüρην,
χρüνους δυü τον εμÜρανε της κüρης η αγÜπη,
και μαραινüμενος ο νεüς στης λυγερÞς τον πüθον,
εμÞνυσÝ την μιαν αυγÞν: ''ΚυρÜ μου, αγαπþ σε,
κρυφÜ, κυρÜ μου, σε αγαπþ, κι εσý ουδÝν το ξεýρεις,
και βασανßζομαι κρυφÜ και φανερÜ πομÝνω''.
Ως το' κουσεν η λυγερÞ, τα δÜκρυα της ετρÝξαν,
μαντÜτον τον απÝστειλε το ουκ Þθελεν ν' ακοýσει:
''Εσý μικρüν κι ανÞλικον,φιλιÜν ουδÝν εξεýρεις,
και πως εξεστομÜτισες και εßπες üτι αγαπÜς με,
κι εκüπησαν τα μÝλη μου κι εκαρδιομÜρανÝς με,
κι αν τ' Üκουσαν οι γεßτονες μεφθÞ με θÝλαν üλοι;''
Και τüτε πÜλι ο νεþτερος την λυγερÞν ελÜλη:
''Και πως το ξεýρεις, λυγερÞ. φιλιÜν ουδÝν εξεýρω;
Πρþτον ας μ' εδοκßμαζες, κι ýστερον ας μ' ερþτας,
νÜ ' δες μικροý φιλÞματα, μικροý πιδεξιωσýνες,
πως κολακεýει το φιλßν, πως κυβερνÜ τον πüθον !
Ο πεýκος μÝγα δÝνδρον εν, αλλÜ καρπüν ου κÜμνει,
το στÜχιν εν μικροýτσικον, εßδες καρπüν τον κÜμνει;;
ΠÜλι το κλÞμα το μικρüν θωρεßς καρπüν τον κÜμνει,
το καλοκαßριν............τρþσιν την αγουρßδα
και το κρασß του πßνουν το μÝσα εις τον χειμþνα.
και αν δεν πιστεýεις, λυγερÞ, και α δεν πληροφορÜσαι,
βÜλε το φελλοκÜλικον κι Ýμπα 'ς το περιβüλιν,
και ιδÝ τες τις μικρÝς μηλιÝς, ιδÝ και τις μεγÜλες,
πως δÝχουνται τον Üνεμον ωσÜν και τες μεγÜλες''.
Και τüτε πÜλε η λυγερÞ τον νεþτερον ελÜλει:
''Εκατüν λüγια , νεþτερε, θÝλω να σ' ερωτÞσω,
και αν τα διακρßνης ασφαλþς, φιλßν να σε χορτÜσω''.
Και τüτε πÜλι ο νεþτερος την λυγερÞν ελÜλει:
''Εγþ, κυρÜ, τα λüγια σου ποσþς δεν τα κατÝχω,
üμως να στÞσω λογισμüν και να συλλÜβω γνþσιν,
εσý τους μÝτρα, λυγερÞ, και εγþ να τους διακρßνω:

ΜιÜν κüρην ενεντρÜνισα κι επιÜσε με στα βρüχια,
στα ξüβεργÜ σου με κρατεßς, λησμονþ τα εδικÜ μου,
μüνον κι εσÝν , βεργüλυκη, üπου τον νουν μου επÞρες,
οποý καυχοýμουν κι Ýλεγα να μη πιαστþ εις αγÜπην,
κι εσý με τα πιδÝξια σου επιÜσες με 'ς τα βρüχια
κι ερßζωσεν η αγÜπη σου απÝσω 'ς την καρδιÜν μου.

Δυü μÜτια θλßβεις, λυγερÞ, και δυü καρδιÝς μαραßνεις
και δυü στÞθη φλογßζονται εκ την πολλÞν σου αγÜπην,
κι εσý Ýχεις πÝτρινην καρδιÜν και νουν εξαγριωμÝνον,
και σιδερÝνιον λογισμüν και χεßλη σφαλισμÝνα,
λüγον δε ουκ Ýχασες ποτÝ, γλυκιÜ να με συντýχης,
και να μ' επαρηγüρησες που' μαι πολλÜ θλιμμÝνος.

Τρεßς χρüνους και αν μ' εβÜλασιν' ς τα σßδερα δι' εσÝνα,
τρεις þρες να μ' εφÜνησαν εκ την πολλÞν σου αγÜπην.
¼χι, κυρÜ, διÜ φιλιÜν Þ τßποτ' Üλλον φüβον
þσποτε ζω και φαßνομαι, να σ' Ýχω εις το νουν μου
και καýτει με η αγÜπη σου, δεν ημπορþ πομÝνειν.

ΠÝντε φορÝς λιγοθυμþ, κυρÜ μου, την ημÝραν,
και μηδÝν πης, λιγοθυμþ, κυρÜ μου, δι' εσÝνα.
Καθημερßς ψυχομαχþ, πÝντε θυμοýμαι σÝνα:
μιÜν το πουρνü, μιÜν το βραδý και τρεις το μεσημÝριν,
και προς το ηλιοβασßλεμαν υπομονÞν δεν Ýχω.

¸στεκα εις την πüρτα σου, τα δυü σου μÞλα θþρουν.
ΕλÜμπασιν τα μÝλη σου, τα πÜντερπνÜ σου κÜλλη,
τον μüσχον και τον ξυλαλÜν μυρßζει η ελικιÜ σου,
ρüδα γεμοýν τα χεßλη σου, τα φρýδια σου ζαμπÝτιν,
κι η γλþσσα σου η γλυκüλαλη ζÜχαριν με το μÝλιν,
την ηδονÞν σου εχüρτασα κι εσÝν στερεýγομαß σε.

ΕπτÜ ψυχÝς και αν Ýβαλεν ο πλÜστης εις εμÝνα,
και τες επτÜ ανÝσπασεν η περισσÞ σου αγÜπη,
και δεν με παßρνει ο Üγγελος ως μÝλλει ν' αποθÜνω,
αμμÝ ψυχομαχþ διÜ σεν, δßχα αρρωστιÜν και πüνον,
και αν ηθελÞσης, λυγερÞ, εγþ δεν αποθαßνω.

ΕννεÜ πÝρδικες πÝτουνταν 'ς τους ουρανοýς απÜνω,
η μιÜ Þτον χρυσοπτÝρουγη κι εγω 'λεγα τι εσ' εßσαι.
ΣτÝκω και διαλογßζομαι ποιüν πÝρδικιν να πιÜσω,
θÝτω τα βρüχια εις την γην και πιÜνω ωραιüν περδßκιν,
ομοιÜν σου, παρüμοιÜν σου, ωσÜν την ελικιÜν σου.
ΛιγνÞ και κοκκινüχειλη και χαμοκιλαδοýσα,
Üσπρη σαν το τριατÜφυλλον, κüκκινη οιüν το ρüδον,
γλυκολαλοýσα πÝρδικα, πολλþν καρδιÝς μαραßνεις.

ΔÝκα κοντÜρια εγκοýπισες, κυρÜ, 'ς το üνομÜ μου,
'ς τον εμαυτü μου τÜ ' θεκες, εμÝνα θανατþνεις,
δεν τα Ýθεσες διÜ κÜκωσιν ουδÝ κακüν κανÝνα,
οδι' αγÜπην τα Ýθεκες κι εμÝνα κüφτει ο πüνος,
μαραßνει με η αγÜπη σου, δεν ημπορþ απομÝνει.
Θυμοýμαι σε, μαραßνομαι, θωρþ σε και χλωμαßνω,
και αν πÝσω ν' αποκοιμηθþ ýπνον ουδÝν χορταßνω''.

Και τüτε πÜλε η λυγερÞ τον νεþτερον ελÜλει:
''Εγþ, το πρþτον, οßδα το, φιλßν σε θÝλω δþσει,
οποý καυχοýμουν κι Ýλεγα φιλßν να μη σε δþσω,
κι εσý με τα πιδÝξια σου, με τες καλÝς σου γνþμες,
τον νουν μου τον αδοýλωτον εκατεδοýλωσÝς τον.
ΣτÝργομαι την αγÜπην σου, Ýρχομαι εις θÝλημÜν σου,
να γÝνω στρÜτα να πατÞς και γης διÜ να περÜσης,
δεκÜτιζε τα λüγια σου, διÜ να τα κüπτης στßχους,
üτι το γιüμα Ýρχεται, να πÜμε να γευθοýμεν,
να φÝρω και πουκÜμισον, ωσÜν γευτεßς ν' αλλÜξης,
ο´τι τα ροýχα τα φορεßς πολλÜ 'ναι σκονισμÝνα,
και να γλυκοφιλοýμεθα, πριν να μας εýρη γÞρας,
και λÜβη μας ο θÜνατος και φÜγη μας το χþμαν''.

''Εßκοσι μÞλα κεßτουνται 'ς χρυσÞν απαλαρÝαν,
κüκκινα και γλυκοýτσικα ωσÜν τα δυü σου χεßλη,
και στÝκομαι, λιμπßζομαι και λÝγω: ΝÜ 'χα μÞλον,
να μυριζüμουν το βραδýν και να γλυκοκοιμοýμουν,
και να το φßλουν το βραδý και να παρηγοροýμουν,
ως νÜ 'σουν εις το πλÜγι μου νÜ 'χα παρηγορßαν.

ΤριανταφυλλοκυπÜρισσε με τους χρυσοýς τους κλþνους,
και με τα φýλλα τα πλατιÜ, με τον πολýν τον Þσκιον,
και τον αÝρα τον γλυκýν, με την πολλÞν δροσßαν,
περιβολßτσιν Ýμορφον τα ρüδα φυτεμÝνον,
γλυκομηλεÜ μου κüκκινη, τα μÞλα φορτωμÝνη,
απüκλινε την νιüτην σου να μεßνω 'ς την ησκιÜ σου,
να δροσιστþ 'ς τον Þσκιον σου και εις το κατÜψυχüν σου.

ΣαρÜντα οργυÝς Ýσκαψα την γην την στερεωμÝνην,
να κρýψω την αγÜπην σου, κι εσý εφανÝρωσÝς την,
διÜ να βγÞς να καυχησθÞς üτι παρακαλþ σε,
αμμÝ συχνοδιαβαßνοντα, ο κüσμος τα μαθαßνει
και λÝγουν üτι αρνßστης με και πλÝον ουδÝν με θÝλεις.
Δι' αυτü με κüφτει και πονþ και βαριαναστενÜζω.

ΠενÞντα βρýσες και αν χυθοýν απü κατüν λαγκÜδια
και νÜ 'ρχουνται 'ς την πüρτα σου και νÜ 'ναι θÝλημÜ σου,
χρυσÞ ξýστα 'ς το χÝριν μου, νÜ 'λθω üπου κοιμÜσαι,
να κιλαδþ, να σε ξυπνþ και βαριαναστενÜζω,
και να γεμßζω το ξυστßν, να βρÝχω την καρδιÜ μου,
üπου Ýναι καμÝνη, λυγερÞ, δι' αγÜπην εδικÞ σου,
εγþ την σβÞνω, λυγερÞ, κι εσý την Üφτεις πλÝον,
και α δεν την βρÝχης, λυγερÞ, με τα δικÜ σου χÝρια,
τον ποταμüν και αν Ýβαλα, ποσþς δεν την δροσßζω.

Να πιχαρÞς, η λυγερÞ, μη με περηφανÝσης,
διατ' εßμαι ξÝνον απ' εσÝ και συγγενÞς ουκ εßμαι.
Και αν το θÝλεις, λυγερÞ, και κÜμωμεν φιλßαν,
να το χαροýν οι φßλοι μας, να το θλιβοýν οι εχθροß μας.

ΕβδομηντÜθυρον κλουβßν Þτον εις την αυλÞν μου,
αδüνιν εßχεν το κλουβßν Þμερον εδικüν μου,
γλυκüλαλον, πανÝμορφον καο ωραιοπλουμισμÝνον,
και μετÜ μÝρες και καιροýς εφοýμισεν τ' αδüνιν,
και πιÜνει το Üλλος κυνηγüς, γλυκοκαταφιλεß το,
και üνταν διαβþ εκ την ρýμνην του και απü την γειτονιÜν του,
και ακοýσω το και κιλαδεß, τα μÝλη μου τρομÜσουν,
μαραßνεται η καρδßα μου, υπομονην δεν Ýχω,
ως να το στρÝψω 'ς το κλουβßν ως Þτον μαθημÝνο.

ΟγδοÞντα φορÝς επειρÜστηκα, κυρÜ μου, δι' εσÝνα
και μαντατοφορßζοντα με τον μαντατοφüρον.
ΙδÝ , κυρÜ, διÜ δοýλον σου, ιδÝ και αγüρασÝ με,
να σε δουλεýω, αυθÝντριÜ μου, νýκταν και την ημÝραν,
την νýκτα ν' Üφτω το κερßν μÝσα εις το φανÜριν,
και να σε φÝγγω να δειπνÜς ως δοýλος εδικüς σου.

ΕνενÞντα ορμοýς μ' ετσÜκισεν η εδικÞ σου αγÜπη,
εσýλησεν κι ετρüμαξεν üλην μου την καρδßαν.
Να πιχαρης, η λυγερÞ, τι διÜφορον επÞρες,
και χÜνης την αγÜπην μας κι εμÝνα θανατþνεις,
και χÜνεις τον νÝον τον καλüν, κυρÜ μου, üπου σε αγÜπα;

Εκατüν χρüνοι και αν διαβοýν, φιλßν με θÝλεις δþσει,
και τι με τυραννεßς, κυρÜ, με την γλυκειÜ σου αγÜπην,
με το αýριον, με το σÞμερον, με το καρτÝρει, αυθÝντη;
ΕκπλÞρωσιν το στοßχημα, Ýλα, κυρÜ, ας φιλοýμεν,
Ýλα, κυρÜ, ας ποιÞσωμεν πολλþν χρονþν αγÜπη''

Και απÝ το χÝρι την κρατεß και 'ς το κλινÜρι πÜσιν,
κι εχüρτασÝν την το φιλß ως το πολλÜ πεθýμαν,
και απüτις την εφßλησεν, στÝκει και αναγελÜ την.
Και τüτε πÜλι η λυγερÞ τα δÜκρυα την επÞραν:
''Αν τü 'χα ξεýρειν, Üγουρε, και λιθοκÜρδιος εßσαι,
και ψεýστης και αντιλογητÞς και üπου φιλεßς κομπþνεις,
δε σÝ 'χα δþσει το φιλßν, να εßχες του ηλιοý τα κÜλλη''.
Και τüτε πÜλι ο νεþτερος την λυγερÞν ελÜλει:
''ΜηδÝν με βρßζεις, Üσκημη, μηδÝν με ξατιμÜζης,
πανÜσχημη, χοντρüχειλη, χαμηλοφρýδα, μαýρη,
στολßζεσαι και εßσαι Üσκημος, νßβγεσαι και μαυρßζεις,
και üταν εβγÞς εκ το λουτρüν, ομοιÜζεις αγριοκÜτης´´.
Και τüτε πÜλι η λυγερÞ τον νεþτερον ελÜλει:
'' ΜηδÝν με βρßζης, νεþτερε, μηδÝν με ξατιμÜζης''.

                       ΕΡΩΤΟΠΑΙΓΝΙΑ Δ' 

Χαρτß σε πÝμπω μÜτια μου, ψυχÞ μου, ανÜγνωσÝ το,
μη σιχαθÞς τα γρÜμματα, μη ψÝξης το μελÜνι,
üτι εγþ üταν τü 'γραφα μετÜ πολλþν δακρýων,
η χειρ μου εκρÜτειν το χαρτß και η Üλλη το κοντýλιν,
και ο νους μου εδιαλογßζετον πως να το καταθÝσω.
Εσý, ξανθÞ, υπÝρξανθη και σχυρομηλιγγÜτη,
ασπρομαρμαροτρÜχηλη και κρουσταλλοχιονÜτη,
ποτÞριν πορφυρüχειλον, γεμÜτον την αγÜπην,
καντÞλα χρυσοκρÝμαστη, ζþνη με τον διαδÝτην,
να σ' εζωνüμην πÜντοτε, να μ' Ýσφιγγες κυρÜ μου.
Πως αποχωριζüμεθεν απü τινþν ανθρþπων
ας προκαθßσουν οι Ýρωτες, ας κρßνουν, ας διδÜξουν,
και, αν ευρεθÞ, κυρÜτσα μου, üτι εßπα εγþ διÜ σÝνα,
τα μÝλη μου ας τα κüψουσιν με το σπαθß του πüθου,
την γλþσσαν μου, τα χεßλη μου, πρþτον την κεφαλÞν μου,
ει δε βρεθÞ, κυρÜτσα μου, τι ουκ εßπα εγþ διÜ σÝνα,
εκεßνοι ας Ýχουν τες πομπÝς και ημεßς οι δυü ας φιλοýμεν.

ΑναδενδρÜδι νερατζιÜς, σταφýλι του κλημÜτου,
καννßν του ροδοστÜματος, μüσχος της ΑλεξÜνδρειας,
τα κρßνα και δαμÜσκηνα........................δεμÝνα
και με το κερομÜστιχον σ' Ýχω θεμελιωμÝνην,
και πÜντ' εγþ να σε φιλþ, να σε περιλαμπÜνω.

Εις ευγενßδας δÜκτυλον εßδα παρανυχßδι,
αχρυσüν και θυμüκλωστον και ποθοτυλιγμÝνον.
Το δακτυλßδιν Ýβλεπα και το φιλßν εζÞτουν.
ΚüρÞ, και δος με το φιλßν, ξαθÞ, επÜκουσÝ μου,
Þ γßνου χÜρος κι Ýπαρ' με και ας απομεριμνÞσω.

Θωρþ σε ανÞλικον φιλιÜς και απεßραστον του πüθου,
μηδÝν σε δþσω το φιλßν και εβγÞς και καυχηστÞς το;

Εκßνησες , αφÝντη μου, και ο Θεüς και οι αγιοß μετÜ σου,
βασιλικÜ 'ς την στρÜταν σου, βÜρσαμα 'ς την οδüν σου,
και κüκκινα τριαντÜφυλλα τριγýρου τα μαλλιÜ σου.
Εκεß που πας, αφÝντης μου, 'ς την χþραν οποý εμπαßνεις,
Üλλη κüρη να βρης περιλαμπÜσειν και φιλÞσειν,
απÜνω 'ς τα φιλÞματα, αναστενÜξειν θÝλεις,
και η κüρη, αν εßναιν φρüνιμη, θÝλει σ' αναρωτÞσει:
''Τι Ýχεις, αφεντÜκι μου, και βαριαναστενÜζεις; ''
''Εγþ 'λεγα, κυρÜτσα μου, μη μÝ 'χες ερωτÞσει,
και αφüτις με το ρþτησες, να σε το ομολογÞσω,
την κüρην την εφßλησα 'σ την Ρüδον την εφÞκα,
και με τ' αστρßτσι κÜθεται και με το φÝγγος φÝγγει,
γυρεýει και καταρωτÜ, κυρÜ μου, δι' εμÝνα:
Τι κÜμνει το αδüνι μου, τι κÜμνει το πουλß μου;
τι κÜμνει το καλüν πουλßν και ουδÝν με εθυμÜται; ''
Παρακαλþ ,σε αφÝντη μου, και δεýτερον και τρßτον,
ειπÝ τες καλωσýνες μου και πε την ελικιÜν μου,
την αταξιÜν την Ýκαμα μηδÝν την μολογÞσης,
εγþ και Üφρων Ýστρωσα και Üφρων εκοιμÞθην
και Üφρων εγλυκοφßλησα, διατß πολλÜ σε αγÜπουν.
Και τις τας νýκτας πορπατεß και τας αυγÜς οδεýει;
και τις μου το επÝρπαξε το ωραιüν μου το πουλÜκιν,
ωραιüν, πουπουλοτρÜχηλον, το φýλλον της καρδιÜς μου;
¹θελα τοýτον τον καιρü να 'μουν αποθαμμÝνη,
τι þσποτε ζω και φαßνομαι και πορπατþ 'ς τον κüσμον,
αναστενÜζω θλιβερÜ 'ς την αποχωρισιÜ μας.

¼τι διαβαßνεις ου λαλεßς, βλÝπεις, ου χαιρετÞς με,
και λÝγουσιν οι αρχüντισσες, οι συνανÜθροφÝς μου,
üτι μ' επελησμüνησες και Üλλην καμμßαν βλÝπεις.
Ει δε και την εγÜπησες κι εμÝνα οýτε βλÝπεις,
αν εν αυτÞ καλλιþτερη, Ýτσε και να την βλÝπης,
ει δε 'μαι γω καλλιþτερη, να βγουν τα δυü της μÜτια.

Εγþ 'λεγα η αγÜπη σου ν' αθÞση, να βλαστÞση,
να φÝγγη, φÝγγη ως το κερß και να πλατýνη ως φÝγγος,
Εγþ δα την αγÜπην σου δßγνωμον εις εμÝνα,
δßγνωμον κι αντιπατητÞν και της φιλιÜς καμÝνον,
και ωσÜν ειν' τα μαλλßα σου κατÜκλωστα κλωσμÝνα,
Ýτσ' Ýναιν και η αγÜπη σου παντοý περιπλεγμÝνη.

Τον αγαπþ εßδα στυγνüν, της μÜχης κεντρωμÝνον,
και αν ου μ' εκρÜτει εθλßβετον και αν ου μ' εθþρει εκαßτον,
και αν ου μ' επεριλÜμβανε γλυκιÜ ουκ εκοιμÜτον,
φιλß, φιλß με γαληνÜ, κρατεß με ανÝσι ανÝσι,
απλþνει και τα χÝρια του, κυλιþ και πÝφτω κÜτω.
Προς τα σημÜδια τα θωρþ, βοýλεται να με αφÞση,
ας επρολÜβω, ας του το πω, πριν να μ' εξαπολýση.

''Δεν Þκουσες, αφÝντη μου, Üνδρα με προξενοýσι;''
''Αν σε τον φÝρουν, Ýπαρ' τον, εμÝναν τι το λÝγεις;
üτι κι εμÝν η μÜννα μου γυνÞ με θÝλει φÝρει''.
''Ει δ' εν αυτÞ η αγÜπη σου, ου μη το πÜρω λýπη,
να στÞσω γω 'ς το πλÜγι μου κÜλλιον σου αναδενδρÜδι,
να στÝκης και να τον θωρÞς, να καßεται η καρδιÜ σου,
να καßεται η καρδßτσα σου ως καßεται η καρδιÜ μου, 
να δÝνης και τα χÝρια σου και να τον παραστÝκης,
και να θωροýν οι φßλοι μας, να σε κατηγοροýσι ''.

¸σφαξες την καρδßαν μου και αιματοπüτισÝς την,
ελÝησον με, Üπονε, τ' Þτον η μÜχη ετοýτη,
η ζωντανÞ μας χωρισιÜ, η αδημονιÜ τοσαýτη;
ΕνÝβασες κι εκÜτσες με απÜνω 'ς το λιθÜρι,
εκοýντησÝς με κι Ýπεσα, εχθρÝ, και τι ωφελÞθης;
μüνον την πÝτραν Ýσυρες, μüνον ο χτýπος Þβγεν, 
την εντροπÞν επÝλαβα ονειδισμοýς να Ýχω.

ΑληθοχρυσοστρÜγαλε και αληθινοπτερνÜτε,
θαυμÜζομαι üταν πορπατÞς πως ου μυρßζει η οδüς σου,
πως ου μυρßζουν τα βουνÜ, πως ουκ ανθοýν οι κÜμποι !

Δεν σ' Ýλεγα, αφεντÜκι μου, και ουκ επαρÜγγελÜ σε,
το περιβüλιν τü 'καμες...........................................
και κÜμε πüρτα και κλειδßν και κατακλεßδωνÝ το;
Δεν ξεýρεις üτι 'πþρα με και πÜντες με αγαποýσιν,
και ταξιδιÜρης θÝλει με και οι Üρρωστοι ζητοýν με;

Και πÜλιν ο νεþτερος τοιοýτον λüγον λÝγει:
''ΕιÜ δε τον νοýν μου τον σαλüν, τον διασκορπισμÝνον,
üταν μ' εγÜπα η λυγερÞ και üταν με παρακÜλει,
να την Ýπαιρνα και νÜ 'φευγα και τþρα να την εßχα,
κι εγþ εκαταφρüνεσα και Üλλος με την επÞρε,
Üλλος φιλεß την αγαπþ κι εγþ στερεýγομαß την.

Σκοýφια μου παγκλασßδωτη και παγκλασιδωμÝνη,
üταν σε πιÜση ο αυθÝντης μου, σκοýφια μου, να σε βÜλη,
σκýψε και καταφßλησε τ' ωριüν του το κεφÜλι.

Την κüρην την εφßλησες, την ορφανÞν και ξÝνην,
οποý σ´εχüρτασε φιλß, τþρα πως την αρνεßσαι;

Ουκ Þτον δÜκτυλο χαρτß και κοντυλεÜ μελÜνι,
δυü λüγια να με Ýγραφες, μικρÞν παρηγορßαν;
ΚΙ εκεßνος με το μÞνυσε με τα γλυκÜ του λüγια:
''ΑνÝμενε ως ανÝμενες, καρτÝρει ως εκαρτÝρεις,
διÜ να εýρω δÜκτυλον χαρτßν και κοντυλιÜ μελÜνι,
απÝσω εκ την καρδßα μου δυü λüγια να σε γρÜψω,
διÜ να τÜ ´χης, λυγερη, μικρÞν παρηγορßαν.

ΜÜννα, τον νÝον τον αγαπþ, καλÜ τον εγνωρßζω,
'ς την ΒενετιÜν βενÝτικον, 'ς τα ξÝνα ΓενοβÞσον,
και 'ς το σπαθιν Τουρκüπουλον, και 'ς το κοντÜρι πρþτος.
''¢δενδρüν μου πανσÝληνον, του σπιταλιοý σημÜδιν,
του κοντοσταýλη γιασιμßν, Ýλ', αφÝντη μου, ας φιλοýμεν''.
''Δεν ευκαιρþ να Ýρχωμαι, πιστεýεις δεν σε θÝλω,
αν βÜλω χÝρια να Ýρχωμαι, θÝλεις με αγανακτÞσει''.

ΛαγÞνιν, τι λιμπßζομαι τα πÜντερπνÜ σου κÜλλη,
εσý σταμνßν κι εγþ Üνθρωπος ,κÜλλιαν μου τýχην Ýχεις,
εσý να σýρνης κρýον νερüν 'ς της λυγερÞς τα χεßλη'

¢νθρωπος εßσαι γνωστικüς, που γνþθεις και πεικÜζεις,
ακρüκλινε την κεφαλÞν, γνÝψε με μÝ τα μÜτια,
να το γροικÞσω, αφÝντη μου, üτι εχαιρÝτησÝς με.

ΦωνÜζω, κüσμου λÝγω τα, των πÜντων μαρτυρþ τα,
τοýτος ο χρüνος εις εμÝ ως δρÜκος εγυρßσθην,
και οι εβδομÜδες ως θηριÜ και οι μÞνες ως λιοντÜρια,
και οι μÝρες θλιβερÝς πÜντοτε ως δι' εμÝνα,
και εις αγÜπην την ουδÝν θαρρþ να την κερδÝσω,
και να θωρþ τον αγαπþ μι' Üλλην να φιλÞση,
και να θωρþ, να σφÜζωμαι, να μη τολμþ να λÝγω,
και να μιλοýσιν γαληνÜ και να γελοýν μεγÜλα.

ΑφÝντη μου πολýκαρπε, κοκκινομηλοφüρε,
ηθÝλασιν τα μÜτια μου πÜντοτε να σε βλÝπουν,
και δυσκολÜ με η μÜννα σου, ουκ ημπορþ θωρεß σε,
κι εσý με τα κολÜκια σου και με την φρüνεσßν σου
επιÜσες με 'ς τα βρüχια σου και ουκ ημπορþ πετÜσειν.
Και αν εßχες πüθον εις εμÝ ωσÜν εγþ σ' εσÝνα,
να μÞ 'τρωγες, να μη Ýπινες και να μην εκοιμοýσουν,
πουλßτσιν Þθελες γενÞ να κιλαδÞς τας νýκτας,
και να κιλÜδεις, νÜ 'λεγες üλον δια την αγÜπην,
και νÜ 'χα πüρταν εις πλευρüν και ν' Üνοιξες και νÜ 'δες,
και νÜ 'δες την καρδßα μου πως κεßτεται θλιμμÝνη.
Και αν δεν πιστεýης, Üπιστε, και α δεν πληροφορÜσαι,
Ýπαρ' τον πüθον σου απ' εμÝ και δος τον üπου θÝλεις,
κι εγþ να στÝκω να θωρþ ως ξÝνη και διαβÜτρα.

Ουκ εßσ' εσý οποý μ' Ýλεγες και οποý με συνετÜσσουν:
''ΚυρÜ, αν με δþσεις το φιλß, παρÜδεισον σε ποßσω'';
ΠαρÜδεισον ουκ Ýποικες, παρÜπονον εποßκες,
ενÝβασες κι εκÜτσες με 'ς τον φýλλον της αγÜπης.
Παντþς εχθρüν και δικαστÞν εσÝναν εγνωρßζω.
Αν τü 'χα ξεýρει, δßγνωμε, üτι φιλεßς και αρνÜσαι,
να κÜηκα εκ του ηλιοý, να κÜηκα εκ το κÜμαν.

Αλλοßμονον, καλÞ κυρÜ, λυπÞσου με κι εμÝνα,
μη πÜγω μüνος μοναχüς, ξενιτευτþ δι' εσÝνα,
Εσý ξεýρεις, πανÝμνοστη, το τι ζητþ απ' εσÝνα,
φßλημαν εκ τα χεßλη σου, να μεßνω μετ' εσÝνα.

Χρüνον Ýχω και πÜ 'ς τους δυü, κυρÜ μου, üτι αγαπþ σε,
και üπου και αν κÜτσω και σταθþ πÜντα να σε θυμοýμαι,
να σε κρατþ, να σε φιλþ, να χαßρεται η καρδιÜ μου,
και üταν ξυπνþ και ουδÝν σ' ευρþ, λυποýμαι το να κλαßγω.

ΠαρασκευÞν σ' εσκιÜστηκα, κυρÜ, διÜ ΣαββÜτου,
παρακαλþ σε, 'λÝσε με, ως ο θεüς τον κüσμον,
κι εκδÝχουνται και χριστιανοß του ΠÜσχα τας ημÝρας,
Ýτσε να σε τιμþ, κυρÜ, βασßλισσαν δικÞν μου.

Απ' üλα τ' Üστρη του ουρανοý τü 'ναν που λÜμπει εσ' εßσαι,
και απ' üλην σου την γειτονιÜν εσý, κυρÜ, Ýχεις χÜριν,
διατ' εßσαι Üσπρη και ξαθÞ, ομοιÜζεις ως φεγγÜριν,
ποτÝ μου δε να σ' Ýλλαξα, μα του Χριστοý την χÜρην.

Πüθου εγενüμην δουλευτÞς και δοýλος της αγÜπης
και εις την καρδιÜ μου εσÝβασα πüθον, αλλÜ ποτÜπον !
Πüθον να φλÝγη ολοτελßς üλην μου την καρδßαν,
να με μαραßνη μαραμüν οριστικüν θανÜτου,
πÜντωτε δε να θλßβωμαι, ημÝρες να λυποýμαι,
να μη Ýχω ανÜπαυσιν, αμμÝ πικριÝς μεγÜλες,
ως διÜ την γλυκοπüθητον την κüρην την κουρτÝσαν.
¸ρως, δυνÜστα φοβερÝ, χρυσοφτερουγοφüρε,
τρÝμω την ελικßτσαν σου, φοβοýμαι την θεωριÜν σου,
και τας ωριÜς σου πτÝρυγας μη με αποκεφαλßσουν.
ΔεξιÜ μου κÜθονται οι Ýρωτες, και αριστερÜ μου η αγÜπη,
τα γονατÜ μου αδυναμιÜν, τα χÝρια μου τρομÜρα,
το στüμα μου αναροξιÜν, δεν ημπορþ πετÜσειν.

ΚΙ εδÜ, ψυχÞ μου, αρνÞσου την, να σε διαβοýν οι πüνοι,
ν´αδειÜσουν τα συχνοπερνþ................................
και τα αναστενÜσματα, καρδιÜ μου, να μας λεßπουν.
Ταýτα, να νιþση η λυγερÞ üτι και ημεßς φρονοýμεν.

''Και τι Ýχεις, ω κακüγνωμη, και üταν με δεις αγριÜζεις,
και üταν διαβþ εκ την πüρτα σου τα ροýχα μου ξεσκßζεις,
και ωσÜν το ψÜρι το χλωρüν, Ýτσι με τυραννßζεις;
Και νÜ 'ρθει μÝρα και καιρüς και να σε το αντιμÝψω''.
Και τüτε πÜλι η λυγερÞ τον νεþτερον ελÜλει:
''ΩσÜν ρßκτει ο κηπουρüς το κßτρινον αγγοýριν,
και την ξηρÞν κολοκυθιÜν και το σαφλüν πιπüνιν,
εδÝτσι απÝρριξα κι εγþ την εδικÞν σου αγÜπην''
''¸χω.........................Θεüν, να σε εγκαρδιþση,
και να δαιμονισθÞς κι εσý, κυρÜ μου, δι' εμÝνα''.

¼που αγαπÞσω, θλßβομαι, και üπου ποθþ, λυποýμαι
και üπου ρßξω το βλÝμμα μου, εßναι πικριÜ εις εμÝνα.
Καιρüς Þτον κι εδιÜβηκεν, κυρÜ μου, üταν σε αγÜπουν,
και μÝσα 'ς την καρδßα μου πολλ' ακριβÞν σε εßχα.
Το φως μου αν εßχες το ζητÜν, Þθελα πη: Και να το.
Επßστευα η αγÜπη σου να εßναι στερεωμÝνη,
και εσý να εßχες την παραβολιÜν γεμÜτην το κορμß σου.

ΕντρÝπομαι να σε το πω, κυρÜ μου , üτι αγαπþ σε,
κι εσý, κυρÜ, δειλιÜζεις το να πης üτι αγαπÜς με.
Και τι να γÝνη, πες με το, μÝσα σ' εμÝν κι εσÝνα;
Εγþ αν το πω, δειλιÜζω το μÞπως με απολογιÜσης,
κι εσý αν το πης, πανÝμνοστη, Ýχει το στÝργον, κüρη,
και νÜ 'ναιν σαν χρυσüβουλλον, κατÜλυσιν να μη Ýχη,
üτι πολλοß πιστεýουν το και λÝγουν τι φιλþ σε,
λÝγουν περιλαμπÜνω σε, κι εγþ στερεýγομαß σε.
Το θÝλεις ποßσει, ποßσε το, μηδÝν με βασανßζης.

ΠÜντα,κυρÜ μου, εγÜπουν σε, κιεδ 'αγαπþσε πλÝον,
αν δεν πιστεýεις, λυγερÞ,κι αν δεν πληροφορÜσαι,
ερþτησε τους Ýρωτες τους καρδιοφλογιστÜδες,
που βÜλαν κι εφυτεýσαν σε,μÝσα εις την καρδιÜν μου.
Καταπατεßς και κüφτεις τα τα φýλλα της καρδιÜς μου,
και ως εν τω νýχι και το κρεÜς,Ýτσι κιεγþ μετÜ σου.
.ΚυρÜ μου, εσ' εßσαι ποταμüς ο χρυσομελιτÜρης
οποý Ýχει κλþσματα πολλÜ με σεßσμαν και με διþμαν,
üσοι διαβοýν και πßνουν το ποτÝ ουκ εδιψοýσιν,
κι εγþ, κυρÜ, ως Ýπινα ποτÝ ουκ εχüρτασÜ σε,
πÜντα διψþ και πεθυμþ, κυρÜ μου, να σε πßνω.
Εσ' εßσαι κιüνιν πορφυρüν που στÝκει ' ς το παλÜτιν,
üπου κουμπßζει ο βασιλεýς και κρßνει ο λογοθÝτις,
της δÝσποινας εικüνισμαν, του βασιλÝως εγκüλφιν,
και των ρηγÜδων η τιμÞ και δüξα των αρχüντων.
Εσ' εßσαι της νυκτüς δροσιÜ και πÜχνη του χειμþνος
και φÝγγος αποσπερινüν και Þλιος της ημÝρας,
και της αυγÞς αυγερινüς,του παλατιοý κανδÞλα.
Εσ' εßσαι το Üστρον του ουρανοý, του κÜμπου το λουλοýδι,
και χþρα πολυζÞλευτος με το πολýν λογÜριν,
και απ' το κýκλωμα του ηλιοý, η μιÜ ακτßνα εßσαι,
και απü τ' ΑδÜμου την πλευρÜν η μιÜ παγßδα εσ' εßσαι,
και üπου Ýκαψεν κι εμπýρισεν πολλþν καρδιÝς εσ' εßσαι,
και απü τ' αηδüνια τα λαλοýν Ýναν πουλß εσ' εßσαι,
κι αν πÝσω ν' αποκοιμηθþ' ς τον ýπνον μου σε βλÝπω,
ακüμη και οι Ýρωτες πολλÜ με τυραννοýσιν.
ΚυρÜ μου, üταν σε θυμηθþ και βÜλω σε' ς τον νου μου,
κλονßζεται η καρδßτσα μου και σειÝται σαν το φýλλον,
αναστενÜζω εγκαρδιακÜ, δεν ημπορþ απομÝνει,
üτι εσÝβην η αγÜπη σου απÝσω'ς την καρδιÜν μου,
ωσαν μαχαßρι δßστομον κüπτει τα σωθικÜ μου,
τον λογισμüν μου δαπανÜ και üλα μου τα μÝλη.

Αν Þξευρες, βεργüλυκη, το πως αναστενÜζω,
το πως καμμþ τα μÜτια μου και τρÝχουν το φαρμÜκι,
πως τρÝχουν τα ματßτσια μου δÜκρυα ως το ποτÜμιν,
αν εßδες και τα μÝλη μου το πως πηδοýν και φεýγουν,
την þραν να λυπÞθηκες, να μ' Ýγραψες πιττÜκιν.
ΨυχÞν εßχα κι επÞρες την, καρδιÜν και ανÝσπασÝς την,
διχþς ψυχÞν, διχþς καρδιÜν, 'ς τον κüσμον πως να ζÞσω;
Μαραßνει με η αγÜπη σου, καßει με το φßλημÜ σου,
ο Ýρωτας του πüθου σου εις θÜνατον με ρßκτει.
Αν τü 'χα ξεýρει, αν τü 'λπιζα και αν τü 'βαλα 'ς τον νουν μου,
üτι ουκ ενθυμÜσαι με, ουδÝ 'ς τον νουν σου μ' Ýχεις,
ουδÝ αγαπÜς με εγκαρδιακÜ ωσÜν εγþ εσÝνα,
να πÞγα και να γýρευσα βρýσιν της ασπλαγχνßας,
οποý αποπλýνουνται καρδιÝς και λησμονοýνται αγÜπες.

....οýσουν επροψÝ και απüψε και üλην νýκτα
.......................................................γýρευγÜ σε.

ΚυρÜ μου, εις üσον σε αγαπþ, η γης βοτÜνια ουκ Ýχει,
ουδÝ τα δÝνδρα 'χουν καρπüν, ουδÝ η ελαßα φýλλα.

Ν' ακοýσεται, üσοι επÜθετε πολλÜ διÜ την αγÜπην,
βεργüλυκην εφßλησα, μιÜν νýκταν, μιÜν εσπÝραν,
κι εμýριζαν οι αγκÜλες της πλÝον παρÜ τον μüσχον,
και ακüμη απü τα χνþτα της τα στÞθη μου μυρßζουν,
και εκ τα γλυκιÜ φιλÞματα τα χεßλη μου γλυκιÜ ' ναι.
Και τþρα 'πεχωρßστημεν, αλλοß, και τι να γÝνω;
Εδ' αρρωστþ και κρßνομαι, ψυχομαχþ και πÝφτω,
και τ' üνομÜ σου θÝλω πη και θÝλω εξεψυχιÜσει,
διÜ να σε κρÜζουν φüνισσαν και ψυχοπαραδüτριαν,
διατß επαρÝδωκεν ψυχÞν η εδικÞ σου αγÜπη.

Αν Þξευρα, κυρÜτσα μου, üτι ερνßστηκÝς με,
üτι και Üν εßχα εποýλουν το και αγüραζÜ μου αμπÝλι,
κι εγω Þθελα....................................μαυροφορÝσει,
ποτÝ να μη εφüρεσα παρÜ φακιüλιν μαýρον.

Τα παραθýρια τα ψηλÜ, κυρÜ μου, που καθßζεις,
συχνοδιαβαßνω το στενüν και δεν με ανατρανßζεις,
και üταν σκýψης να με δης εκαρδιοφλüγισÝς με.
Τα χεßλη σου Ýχουν το φιλß, τα μÜτια σου γλυκÜδαν,
το φρýδι σου με Þρεσεν διατß γÝρνει καμÜραν,
Το σπßτιν σου δεν Þξευρα νÜ 'ρθω κατÜ την þραν.

Την αγαπþ βεργßν Ýναι, λιγνÞ οιüν το καλÜμιν,
κυπαρισσοβεργüλυκη, τρυγüνα εις το διþμαν.

ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΛΥΡΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

(τÝλη 15ου αιþνα)

Ο Ýρωτας τον Ýσωσε 'ς της λυγερÞς την πüρτα,
την πρþτη πüρταν Þνοιξε, τη δεýτερη τσακßζει,
ουδ' Üνθρωπος τον γροßκησεν ουδÝ σκυλß γαυγßζει.
Ηýρε την κüρη κεßτετον 'ς τ' ωριü της το κρεββÜτι,
προσκεφαλÜδι ολÜργυρο 'ς το στÞθος της εκρÜτει.
Ο Üγουρος σβÞνει το κερß και τ' ÜρματÜ του βγÜνει
κι εßπεν, ''Οπü 'γεννÞθηκεν σÞμερο ας αποθÜνη''.
Εις την κασσÝλα εκÜθησεν, ατüς του εξυπολÞθη,
κι εβγÜνει το προσκÝφαλο 'κ της λυγερÞς τα στÞθη.
¢βουλα της εσßμωσε, 'ς τα χÝρια της εμπÞκε
και το πεθýμαν εκ καιρüν εις þραν μιÜν το ποßκε.
Εξýπνησεν η λυγερÞ ' τα κανακÝματÜ της
κι εγνþρισε üτι Ýχασεν εις μιü την παρθενιÜ της,
κι ο νιþτερος πεισματικÜ, ''ΒÜλ' εδÜ δακτυλßδι,
βÜλε αρραβþνα χÜρκαρη, και βλüγησης σφραγßδι''.
Και μÝσα στις αγκÜλες της τον Üγουρον ετÞρα
κι Ýκλαιγε κι εβαραßνετον 'ς την δολερÞ της μοßρα,
ως πÝρδικα μοιρολογÜ και σαν τρυγþνα κλαßγει
και προς αυτüν τον νιþτερον τοýτα τα λüγια λÝγει,
-''Α βουληθÞς να μ' αρνηθÞς και να μ' αλησμονÞσης,
εις την ΤουρκιÜ, 'ς τα σßδερα, πολλÜ ν' αγανακτÞσης,
σε τοýρκικα σπαθιÜ βρεθÞς, σε ΚαταλÜνου χÝρια,
τα κριÜτα σου να κüφτουσι με δßστομα μαχαßρια.
ΑρÜπηδες να σ' εýρουσι και Μþροι να σε σþσου
και εις üχλον σαρακÞνικον τρεις μαχαιριÝς να δþσου,
οι δυü ν' αγγßζου 'ς την καρδιÜ κι η Üλλη 'ς τα μυαλÜ σου,
κι εις τον αφρü της θÜλασσας να βροýσι τα μαλλιÜ σου.
Τα πüδια και τα χÝρια σου να βρουν εις παραγιÜλι
και τα μουσοýδια, τα βαστÜς, 'ς την Üμμον να τα βγÜλη,
να δρÜμου νÜ 'ρθου να σε 'δου εκ τα συγγενικÜ σου,
η μÜννα σου να κουρευτÞ θωρþντα τα μαλλιÜ σου.
Και τüτες νÜ 'ρθω να σε δω γιÜ παρηγüρημÜ μου,
'ς το ξüδι σου να γδικιωθþ, να δροσιστÞ <η> καρδιÜ μου!''
Απεßτις εθρηνßστικεν, πÜλι μοιρολογÜται,
και μετÜ τες γειτüνισσες Üκου το τι δηγÜται,
- Ακοýσετε, γειτüνισσες και συνανÜθροφÝς μου,
κι εσεßς, κορÜσια, ξεýρετε και συνομÞλικÝς μου,
αμÝριμνα μην κÜθεστε, ýπνον μην αγαπÜτε,
τα μεσημÝρια κεßτεστε, τες νýκτες αγρυπνÜτε,
διατÜσσω σας και λÝγω σας γιÜ το δικü μου βÜρος,
γιατß ο ýπνος εις εμÝν Þτον μεγÜλος ΧÜρος.
Τον πüθον εßχα μÝσα μου ωσÜν Ýνα παιγνßδι,
τινüς ουδÝν επρüδιδα χωρßς το δακτυλßδι,
μα στανικþς, δυναστικþς, Þλθε κι επλÜκωσÝ με,
κι ει τι 'θελ Ýκαμε σ' εμÝ κι ýστερα ενÝμπαιζÝ με.
Λοιπüν οπü 'ναι φρüνιμη, ας σφικτομανταλþνη,
διατß ο Üντρας την γυνÞ πÜντα τÞνε κομπþνει,
βρýσι, νερü τρεχÜμενο 'ς τα λüγια 'ν η γυναßκα,
πιστεýγω το σαν το γροικü φρÜγκικα και ρωμαßκα,
απü πολλοýς να βρης τινÝς να την ευλογηθοýσι,
μα πλÝα εßναι 'πßβουλοι οποý τη συγελοýσι,
αρνοýσι και τους üρκους τως, το θÝλουσι να κÜμου
μον' να χαροýν λßγον καιρüν 'ς τα ψüματα του γÜμου.
Μη με κατηγορÞσετε γιατß σας τ' ορμηνεýγω, 
αφÞν εμπÞκα 'ς το χορü, χρειÜ μüναι να χορεýγω.

   ΔιÜφορα Σκüρπια Ερωτοπαßγνια

Οἱ ἔρωτες μὲ σφÜζουσιν καὶ κüφτει με ἡ ἀγÜπη,
καὶ ἂς ἀρχßσω νὰ σὲ πῶ στßχους διὰ τὴν ἀγÜπην,
στιχοπλοκßδες θλιβερὲς τὲς ἔπλεξα διὰ σÝνα,
καὶ οἱ στßχοι ἀνεσπÜστησαν μÝσα ἀπὸ τὴν καρδιÜ μου.

Ὡσὰν νὰ σπÝρνῃς, λυγερÞ, βασιλικὰ στὴν γÜστραν,
καὶ βÜλῃς τα εὶς τὸν κüρφον σου, καὶ ὁποῦ διαβῇς μυρßζεις,
καὶ ὅσοι διαβοῦν καὶ βλÝπουν τα τὴν μυρωδιὰν ἀκοýσι,
ἔτσε ἀνÝσπασα κ’ ἐγὼ στßχους ἐκ τῆς καρδιᾶς μου∙
ὡς ἅλυσιν τοὺς ἔπλεξα διὰ λüγου ἐδικοῦ σου,
καὶ ὡσὰν τοὺς γρÜψω, λυγερÞ, νὰ αὐκριστῇς τοὺς λüγους,
καὶ νὰ ἀρχßσω νὰ σὲ πῶ τοὺς πüνους τῆς ἀγÜπης.

Ἕνας πανþραιος ἄγουρος ἀγαπᾷ ὡραßαν κüρην ∙
χρüνους δυὸ τὸν ἐμÜρανε τῆς κüρης ἡ ἀγÜπη,
καὶ μαραινüμενος ὁ νεὸς στῆς λυγερῆς τὸν πüθον,
ἐμÞνυσÝ την μιὰν αὐγÞν∙ «κυρÜ μου, ἀγαπῶ σε,
κρυφÜ, κυρÜ μου, σὲ ἀγαπῶ, κ’ ἐσὺ οὐδὲν τὸ ξεýρεις,
καὶ βασανßζομαι κρυφὰ καὶ φανερὰ πομÝνω.»

Ὡς τὄκουσεν ἡ λυγερÞ, τὰ δÜκρυα της ἐτρÝξαν,
μαντᾶτον τὸν ἀπüστειλε τὸ οὐκ ἤθελεν νἀκοýσῃ∙
«Ἐσὺ μικρὸν καὶ ἀνÞλικον, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεýρεις,
καὶ πῶς ἐξεστομÜτισες καὶ εἶπες ὅτι ἀγαπᾷς με,
καὶ ἐκüπησαν τὰ μÝλη μου καὶ καρδιομÜρανÝς με,
καὶ ἂν τὄκουσαν οἱ γεßτονες μεμφθεῖ μ’ ἐθÝλαν ὅλοι;»
Καὶ τüτε πÜλι ὁ νεþτερος τὴν λυγερὴν ἐλÜλει ∙
«Καὶ πῶς τὸ ξεýρεις, λυγερÞ, φιλιὰν οὐδὲν ἐξεýρω;
πρῶτον ἂς μ’ ἐδοκßμαζες, κ’ ὕστερον ἂς μ’ ἐρþτας∙
νἆδες μικροῦ φιλÞματα, μικροῦ πιδεξιωσýνες,
πῶς κολακεýει τὸ φιλßν, πῶς κυβερνᾷ τὸν πüθον.

Ὁ πεῦκος μÝγα δÝνδρον ἔν’, ἀλλὰ καρπὸν οὐ κÜμνει,
τὸ στÜχυν ἔν’ μικροýτσικον, εἶδες καρπὸν τὸν κÜμνει;
ΠÜλιν τὸ κλῆμα τὸ μικρὸν θωρεῖς καρπὸν τὸν κÜμνει,
τὸ καλοκαßριν........ τρþσιν τὴν ἀγουρßδα
καὶ τὸ κρασßν του πßνουν το [μÝσα εἰς] τὸν χειμῶνα.
καὶ ἂν δὲν πιστεýεις, λυγερÞ, καὶ ἂ δὲν πληροφορᾶσαι,
βÜλε τὸ φελλοκÜλικον κ’ ἔμπα στὸ περιβüλιν,
καὶ ἰδὲ καὶ τὲς μικρὲς μηλιÝς, ἰδὲ καὶ τὲς μεγÜλες,
πῶς δÝχουνται τὸν ἄνεμον ὡσὰν καὶ τὲς μεγÜλες.»

Καὶ τüτε πÜλε ἡ λυγερὴ τὸν νεþτερον ἐλÜλει∙
«Ἑκατὸν λüγια, νεþτερε, θÝλω νὰ σὲ ῥωτÞσω,
καὶ ἂν τὰ διακρßνεις ἀσφαλῶς, φιλὶν νὰ σὲ χορτÜσω.»
Καὶ τüτε πÜλι ὁ νεþτερος τὴν λυγερὴν ἐλÜλει∙
«Ἐγþ, κυρÜ, τὰ λüγια σου ποσῶς δὲν τὰ κατÝχω,
ὅμως νὰ στÞσω λογισμὸν καὶ νὰ συλλÜβω γνῶσιν ∙
ἐσὺ τοὺς μÝτρα, λυγερÞ, καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς διακρßνω.»

«Μιὰν κüρην ἐνεντρÜνισα κ’ ἐπιÜσε με εἰς τὰ βρüχια ∙
στὰ ξüβεργÜ σου μὲ κρατεῖς, λησμονῶ τὰ ἐδικÜ μου∙
μüνον κ’ ἐσÝν, βεργüλικη, ὁποῦ τὸν νοῦν μου ἐπῆρες,
ὁποῦ καυχοýμουν κ’ ἔλεγα νὰ μὴ πιαστῶ εἰς ἀγÜπην ∙
κ’ ἐσὺ μὲ τὰ πιδÝξια σου ἐπιÜσες με στὰ βρüχια
κ’ ἐρρßζωσεν ἡ ἀγÜπη σου ἀπÝσω στὴν καρδιÜ μου.»

«Δυὸ μÜτια θλßβεις, λυγερÞ, καὶ δυὸ καρδιὲς μαραßνεις
καὶ δυὸ στÞθη φλογßζονται ἐκ τὴν πολλÞν σου ἀγÜπην,
κ’ ἐσὺ ἔχεις πÝτρινην καρδιὰν καὶ νοῦν ἐξαγριωμÝνον,
καὶ σιδερÝνιον λογισμὸν καὶ χεßλη σφαλισμÝνα,
λüγον δὲ οὐκ ἔχασες ποτÝ, γλυκιὰ νὰ μὲ συντýχῃς,
καὶ νὰ μὲ παρηγüρησες, ποὖμαι πολλὰ θλιμμÝνος.»

«Τρεῖς χρüνους καὶ ἂν μ’ ἐβÜλασιν στὰ σßδερα δι’ ἐσÝνα,
Τρεῖς ὦρες νὰ μ’ ἐφÜνησαν ἐκ τὴν πολλÞν σου ἀγÜπην.
Ὄχι, κυρÜ, διὰ φιλιὰν ἢ τßποτε ἄλλον φüβον
ἢ νὰ εἰπῇς διὰ τὰ σßδερα νὰ σὲ ἐλησμονÞσω∙
ὥσποτε ζῶ καὶ φαßνομαι, νὰ σ’ ἔχω εἰς τὸν νοῦν μου,
καὶ κÜφτει με ἡ ἀγÜπη σου, δὲν ἠμπορῶ πομÝνειν.

«ΠÝντε φορὲς λιγοθυμῶ, κυρÜ μου, τὴν ἡμÝραν∙
καὶ μηδὲν πῇς, λιγοθυμῶ, κυρÜ μου, δι’ ἐσÝνα.
Καθημερὶς ψυχομαχῶ, πÝντε θυμοῦμαι σÝνα∙
Μιὰν τὸ πουρνü, μιὰν [τὸ βραδὺ καὶ τρεῖς] τὸ μεσημÝριν,
καὶ πρὸς τὸ ἡλιοβασßλεμαν ὑπομονὴν δὲν ἔχω.

«Ἔστεκα εἰς τὴν πüρτα σου, τὰ δυü σου μῆλα θþρουν,
ἐλÜμπασιν τὰ μÝλη σου, τὰ πÜντερπνÜ σου κÜλλη∙
τὸν μüσχον καὶ τὸν ξυλαλᾶν μυρßζει ἡ ἐλικιÜ σου,
ῥüδα γÝμουν τὰ χεßλη σου, τὰ φρýδια σου ζαμπÝτιν,
καὶ ἡ γλῶσσα σου ἡ γλυκüλαλος ζÜχαριν μὲ τὸ μÝλιν∙
τὴν ἡδονÞν σου ἐχüρτασα κ’ ἐσὲν στερεýγομαß σε.»

«Ἑπτὰ ψυχὲς καὶ ἂν ἔβαλεν ὁ πλÜστης εἰς ἐμÝνα,
καὶ τὲς ἑπτὰ μὲ ἀνÝσπασεν ἡ περισσÞ σου ἀγÜπη∙
καὶ δὲν μὲ παßρνει ὁ ἄγγελος ὡς μÝλλει νἀποθÜνω,
ἀμμὲ ψυχομαχῶ διὰ σÝν, δßχα ἀρρωστιὰν καὶ πüνον,
καὶ ἂν ἠθελÞσῃς, λυγερÞ, ἐγὼ δὲν ἀποθαßνω.»
«Ἐννεὰ πÝρδικες πÝτουνταν στοὺς οὐρανοὺς ἀπÜνω∙
ἡ μιὰ ἦτον χρυσοπτÝρουγη κ’ ἐγὤλεγα τὶ ἐσ’ εἶσαι.
ΣτÝκω καὶ διαλογßζομαι ποιὸν περδßκιν νὰ πιÜσω∙
θÝτω τὰ βρüχια εἰς τὴν γῆν, καὶ πιÜνω ὡραιὸν περδßκιν∙

ὁμοßαν σου, παρüμοιαν σου, ὡσὰν τὴν ἐλικιὰν σου.
Λιγνὴ καὶ κοκκινüχειλη καὶ χαμοκιλαδοῦσα,
ἄσπρη σὰν τὸ τριαντÜφυλλον, κüκκινη οἱὸν τὸ ῥüδον,
γλυκολαλοῦσα πÝρδικα, πολλῶν καρδιὲς μαραßνεις.»
«ΔÝκα κοντÜρια ἐγκοýπισες, κυρÜ, στὸ ὄνομÜ μου,
στὸν ἐμαυτü μου τἄθεκες, ἐμÝνα θανατþνεις∙
δὲν τὰ ἔθεσες διὰ κÜκωσιν οὐδὲ κακὸν κανÝνα,
ὀδι’ ἀγÜπην τἄθεκες κ’ ἐμÝνα κüφτει ὁ πüνος∙
μαραßνει με ἡ ἀγÜπη σου, δὲν ἠμπορῶ ἀπομÝνει.

Θυμοῦμαι σε, μαραßνομαι, θωρῶ σε καὶ χλωμαßνω,
καὶ ἂν πÝσω νἀποκοιμηθῶ ὕπνον οὐδὲν χορταßνω.»
Καὶ τüτε πÜλε ἡ λυγερὴ τὸν νεþτερον ἐλÜλει∙
«Ἐγὼ τὸ πρῶτον, οἶδα το, φιλὶν σὲ θÝλω δþσει,
ὁποῦ καυχοýμουν κ’ ἔλεγα φιλὶν νὰ μὴ σὲ δþσω∙
κ’ ἐσὺ μὲ τὰ πιδÝξια σου, μὲ τὲς καλÝς σου γνῶμες,
τὸν νοῦν μου τὸν ἀδοýλωτον ἐκατεδοýλωσÝς τον.

ΣτÝργομαι τὴν ἀγÜπην σου, ἔρχομαι εἰς θÝλημÜν σου,
νὰ γÝνω στρÜτα νὰ πατῇς καὶ γῆς διὰ νὰ περÜσῃς∙
δεκÜτιζε τὰ λüγια σου, διὰ νὰ κüπτῃς στßχους,
ὅτι τὸ γιüμα ἔρχεται, νὰ πÜμε νὰ γευθοῦμεν,
νὰ φÝρω καὶ ποκÜμισον, ὡσὰν γευτῇς νἀλλÜξῃς,
ὅτι τὰ ῥοῦχα τὰ φορεῖς πολλἆναι σκονισμÝνα,
καὶ νὰ γλυκοφιλοýμεθα, πρὶν νὰ μᾶς εὕρῃ γῆρας,
καὶ λÜβῃ μᾶς ὁ θÜνατος καὶ φÜγῃ μᾶς τὸ χῶμαν.»

Καὶ ἀπὲ τὸ χÝρι τὴν κρατεῖ καὶ στὸ κλινÜρι πÜσιν,
κ’ ἐχüρτασÝν την τὸ φιλὶ ὡς τὸ πολλὰ πεθýμαν ∙
καὶ ἀπüτις τὴν ἐφßλησεν, στÝκει καὶ ἀναγελᾷ την.
Καὶ τüτε πÜλι ἡ λυγερὴ τὰ δÜκρυα τὴν ἐπῆραν ∙
«Ἂν τὄχα ξεýρειν, ἄγουρε, καὶ λιθοκÜρδιος εἶσαι,
καὶ ψεýστης καὶ ἀντιλογητὴς καὶ ὁποῦ φιλεῖς κομπþνεις,
δὲν σἔχα δþσει τὸ φιλßν, νὰ εἶχες τοῦ ἡλιοῦ τὰ κÜλλη.»
Καὶ τüτε πÜλι ὁ νεþτερος τὴν λυγερὴν ἐλÜλει ∙

«Μηδὲν μὲ βρßζῃς, ἄσκημη, μηδὲν μὲ ξατιμÜζῃς,
πανÜσχημη, χοντρüχειλη, χαμηλοφρýδα, μαýρη,
στολßζεσαι καὶ εἶσαι ἄσκημος, νßβγεσαι καὶ μαυρßζεις,
καὶ ὅταν ἐβγῇς ἐκ τὸ λουτρüν, ὁμοιÜζεις ἀγριοκÜτης.»
Καὶ τüτε πÜλι ἡ λυγερὴ τὸν νεþτερον ἐλÜλει∙
«Μηδὲν μὲ βρßζῃς, νεþτερε, μηδὲν μὲ ξατιμÜζῃς.»

Χαρτὶ σὲ πÝμπω, μÜτια μου∙ ψυχÞ μου, ἀνÜγνωσÝ το,
μὴ σιχαθῇς τὰ γρÜμματα, μὴ ψÝξῃς τὸ μελÜνι,
ὅτι ἐγὼ ὅταν τὄγραφα μετὰ πολλῶν δακρýων,
ἡ χεßρ μου ἐκρÜτειεν τὸ χαρτß καὶ ἡ ἄλλη τὸ κοντýλιν,
καὶ ὁ νοῦς μου ἐδιαλογßζετον πῶς νὰ τὸ καταθÝσω.

Ἐσý, ξανθÞ, ὑπÝρξανθη καὶ σχυρομηλιγγÜτη,
ἀσπρομαρμαροτρÜχηλη καὶ κρουσταλλοχιονÜτη,
ποτÞριν πορφυρüχειλον, γεμᾶτον τὴν ἀγÜπην,
καντÞλα χρυσοκρÝμαστη, ζþνη μὲ τὸν διαδÝτην,
νὰ σ’ ἐζωνüμην πÜντοτε, νὰ μ’ ἔσφιγγες, κυρÜ μου.

Ερωτικü Üσμα: η νÝα παρακαλÜ τον αγαπημÝνο της να μην την ξεχÜσει τþρα που θα φýγει μακριÜ και να μην την απατÞσει με Üλλη.

Ἐκßνησες, ἀφÝντη μου, καὶ ὁ θεὸς καὶ οἱ ἁγιοὶ μετÜ σου,
βασιλικὰ στὴν στρÜταν σου, βÜρσαμα στὴν ὁδüν σου,
καὶ κüκκινα τριαντÜφυλλα τριγýρου τὰ μαλλιÜ σου.
Ἐκεῖ ποῦ πÜς, ἀφÝντης μου, στὴν χþραν ὁποῦ ἐμπαßνεις,
ἄλλην κüρη νὰ βρῇς περιλαμπÜσειν καὶ φιλÞσειν∙

ἀπÜνω στὰ φιλÞματα, ἀναστενÜξειν θÝλεις,
καὶ ἡ κüρη, ἂν ἔναιν φρüνιμη, θÝλει σὲ ἀναρωτÞσει∙
«Τß ἔχεις, ἀφεντÜκι μου, καὶ βαρυαναστενÜζεις;
─ Ἐγὤλεγα, κυρÜτσα μου, μὴ μἔχες ἐρωτÞσει,
καὶ ἀφüτις μὲ τὸ ῥþτησες, νὰ σὲ τὸ ὁμολογÞσω∙

τὴν κüρην τὴν ἐφßλησα στὴν Ῥüδον τὴν ἐφῆκα,
καὶ μὲ τἀστρßτσιν κÜθεται καὶ μὲ τὸ φÝγγος φÝγγει,
γυρεýει καὶ καταρωτᾷ, κυρÜ μου, δι’ ἐμÝνα∙
τß κÜμνει τὸ ἀδüνι μου, τß κÜμνει τὸ πουλß μου;
τß κÜμνει τὸ καλὸν πουλὶν καὶ οὐδὲν μὲ ἐθυμᾶται;»

Παρακαλῶ σε, ἀφÝντη μου, καὶ δεýτερον καὶ τρßτον,
εἰπὲ τὲς καλωσýνες μου καὶ πὲ τὴν ἐλικιÜν μου,
τὴν ἀταξιὰν τὴν ἔκαμα μηδὲν τὴν μολογÞσῃς∙
ἐγὼ καὶ ἄφρων ἔστρωσα καὶ ἄφρων ἐκοιμÞθην
καὶ ἄφρων ἐγλυκοφßλησα, διατὶ πολλὰ σὲ ἀγÜπουν.

Ερωτικü Üσμα: η νÝα εκφρÜζει στον αγαπημÝνο της τον ÝρωτÜ της και παραπονιÝται πως η δικÞ του αγÜπη δεν εßναι τüσο δυνατÞ üσο η δικÞ της.

ἈφÝντη μου πολýκαρπε, κοκκινομηλοφüρε,
ἠθÝλασιν τὰ μÜτια μου πÜντοτε νὰ σὲ βλÝπουν,
καὶ δυσκολᾷ με ἡ μÜννα σου, οὐκ ἠμπορῶ θωρεῖ σε,
κ’ ἐσὺ μὲ τὰ κολÜκια σου καὶ μὲ τὴν φρüνεσßν σου
ἐπιÜσες με στὰ βρüχια σου καὶ οὐκ ἠμπορῶ πετÜσειν.
Καὶ ἂν εἶχες πüθον εἰς ἐμὲν ὡσὰν ἐγὼ σὲ σÝνα
νὰ μἤτρωγες, νὰ μὴ ἔπινες καὶ νὰ μὴ ἐκοιμοýσουν,

πουλßτσιν ἤθελες γενεῖ νὰ κιλαδῇς τὰς νýκτας,
καὶ νὰ κιλÜδεις, νἄλεγες ὅλον διὰ τὴν ἀγÜπην,
καὶ νἆχα πüρταν εἰς πλευρὸν καὶ νἄνοιξες καὶ νἆδες,
καὶ νἆδες τὴν καρδßα μου πῶς κεßτεται θλιμμÝνη.
Καὶ ἂν δὲν πιστεýεις, ἄπιστε, καὶ ἂ δὲν πληροφορᾶσαι,
ἔπαρ’ τὸν πüθον σου ἀπ’ ἐμὲ καὶ δüς τον ὅπου θÝλεις,
κ’ ἐγὼ νὰ στÝκω νὰ θωρῶ ὡς ξÝνη καὶ διαβÜτρα.

Ο νÝος εκφρÜζει στην αγαπημÝνη του τον ÝρωτÜ του.

ΠÜντα, κυρÜ μου, ἐγÜπουν σε, κ’ ἐδ’ ἀγαπῶ σε πλÝον ∙
ἂν δὲν πιστεýεις, λυγερÞ, καὶ ἂν δὲν πληροφορᾶσαι,
ἐρþτησε τοὺς ἔρωτες τοὺς καρδιοφλογιστÜδες,
ποῦ βÜλαν κ’ ἐφυτεýσαν σε μÝσα εἰς τὴν καρδιÜν μου.
Καταπατεῖς καὶ κüφτεις τα τὰ φýλλα τῆς καρδιᾶς μου,
καὶ ὡς ἔν’ τὸ νýχι καὶ τὸ κρεÜς, ἔτσε κ’ ἐγὼ μετÜ σου.

ΚυρÜ μου, ἐσ’ εἶσαι ὁ ποταμὸς ὁ χρυσομελιτÜρης,
ὁποῦ ἔχει κλþσματα πολλὰ μὲ σεῖσμαν καὶ μὲ διþμαν ∙
ὅσοι διαβοῦν καὶ πßνουν το ποτὲ οὐκ ἐδιψοῦσιν,
κ’ ἐγþ, κυρÜ, ὡς ἔπινα ποτὲ οὐκ ἐχüρτασÜ σε,
πÜντα διψῶ καὶ πεθυμῶ, κυρÜ μου, νὰ σὲ πßνω.

Ἐσ’ εἶσαι κιüνιν πορφυρὸν ποῦ στÝκει στὸ παλÜτιν,
ὅπου κουμπßζει ὁ βασιλεὺς καὶ κρßνει ὁ λογοθÝτης,
τῆς δÝσποινας εἰκüνισμαν, τοῦ βασιλÝως ἐγκüλφιν,
καὶ τῶν ῥηγÜδων ἡ τιμὴ καὶ δüξα τῶν ἀρχüντων.
Ἐσ’ εἶσαι τῆς νυκτὸς δροσιὰ καὶ πÜχνη τοῦ χειμῶνος

καὶ φÝγγος ἀποσπερινὸν καὶ ἥλιος τῆς ἡμÝρας,
καὶ τῆς αὐγῆς αὐγερινüς, τοῦ παλατιοῦ κανδÞλα.
Ἐσ’ εἶσαι, τὸ ἄστρον τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ κÜμπου τὸ λουλοýδι,
καὶ χþρα πολυζÞλευτος μὲ τὸ πολὺν λογÜριν ∙
καὶ ἀπ’ τὸ κýκλωμα τοῦ ἡλιοῦ, ἡ μιὰ ἀκτßνα σ’ εἶσαι,

καὶ ἀπὸ τ’ ἈδÜμου τὴν πλευρὰν ἡ μιὰ παγßδα ἐσ’ εἶσαι,
καὶ ὁποῦ ἔκαψεν κ’ ἐμπýρισεν πολλῶν καρδιὲς ἐσ’ εἶσαι,
καὶ ἀπὸ τἀδüνια τὰ λαλοῦν ἕναν πουλὶν ἐσ’ εἶσαι,
καὶ ἂν πÝσω νἀποκοιμηθῶ στὸν ὕπνον μου σὲ βλÝπω,
ἀκüμη καὶ οἱ ἔρωτες πολλὰ μὲ τυραννοῦσιν.

ΚυρÜ μου, ὅταν σὲ θυμηθῶ καὶ βÜλω σε στὸν νοῦν μου,
κλονßζεται ἡ καρδßτσα μου καὶ σειÝται σὰν τὸ φýλλον,
ἀναστενÜζω ἐγκαρδιακÜ, δὲν ἠμπορῶ ἀπομÝνει.
Ὅτι ἐσÝβην ἡ ἀγÜπη σου ἀπÝσω στὴν καρδιÜ μου,
ὡσὰν μαχαßρι δßστομον κüπτει τὰ σωθικÜ μου,
τὸν λογισμüν μου δαπανᾷ καὶ ὅλα μου τὰ μÝλη.

==============================

     Το Üρθρο αυτü δε θα μποροýσε να υπÜρχει αν δεν Þταν η πολý καλÞ μου φßλη Μαρßα ΑρκουλÞ να το στÞσει και την ευχαριστþ πÜρα, μα πÜρα πολý!

            ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers