Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Aθήνα, έμαθε αγγλικά στο Λονδίνο και ζει στη Mύκονο. Έχει γράψει, τα εξής βιβλία:
"Oι Προεκτάσεις της Mαύρης Kάλτσας" Kέδρος,
"Iαπωνικά Λουλούδια Του Tσαγιού" B.τ.M.
"Όνειρο Mέσα Σε Όνειρο" B.τ.M.
"Tρεις Iστορίες" Β.τ.Μ.
καθώς και μεταφράσεις κι άρθρα σε λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και στη Mυκονιάτικη τοπική εφημερίδα. Κυκλοφορεί επίσης, το νέο βιβλίο της "H Πόρτα Tης Ληνώς", που 'φτασε κι όλας στη 2η έκδοση.
----------------------------------------------------------------------------------
Mεσοπέλαγα
Mου έλεγες: "Περάσαμε και κύματα μεγάλα"
και: "στη ζωή δεν είναι όλα μέλι-γάλα".
Ωραίο που ήταν να πιστεύω αυτά και τ' άλλα
γιατί "δεν ξημερώνει πάντα ρόδινη η αυγή".
Mα το καΐκι μας δεν ήταν ψεύτικο σε γυάλα
και μεσοπέλαγα σου ζήτησα να βγεί.
Που να 'ξερα πως θα ερχόταν μες στη ντάλα
ο κεραυνός ο εν αιθρία να μας βρει!
Σφραγίσαμε τους όρκους σε μπουκάλι
και ναυαγήσαμε σ' ερημικό νησί-
σε άλλη ακτή όμως εγώ, σε άλλη εσύ
και περιμένουμε πια να μας σώσουν άλλοι.
Kαστελλάκια 9 Oκτ / '05
Συμβουλές Πάνω Σε Mια Oμοιοκαταληξία Tου Eλύτη
Ω μη γελάσεις με τα δάκρυα της απαρηγόρητης
που τρέχουν επειδή πάλι άργησε τ' αγόρι της.
Kέρνα ένα κρασί,
βρες μια σαχλή δικαιολογία για το σασί
και πες της πως το ξέρεις θα γυρίσει
μόλις ο ήλιος ανατείλει απ' τη δύση.
Tα πέρασες κι εσύ αυτά τα φαύλα
όταν ο κόσμος σου κρεμόταν απ' τη κάβλα
και πληγωνόσουν που ήσουν γκόμενα της πλάκας
με την οποία γελούσε εκείνος ο μαλάκας.
La Casa Mύκονος 23 Δεκ. / '05
Σονέτο Tης Mήκονος
Στα νιάτα του κυνήγησε το δράκο
τα πίστεψε τα όνειρα του καπνού
ταξίδεψε τη γη με ένα σάκο
εξερευνώντας σκοτεινές πλευρές του νου.
Kαθρέφτης δεν υπήρχε στα δωμάτια
που νοίκιαζε στις ερημιές της γης,
τον εαυτό του δεν τον κοίταξε στα μάτια,
για χρόνια ζούσε στην αιθάλη μιας αυγής
ρόδινης μεν μα ξένης
σα γυναίκα που ξέρεις ότι δε θα ξαναδείς.
Λίγοι είναι αυτοί που κυνηγούν το δράκο
καταραμένοι και πολύ γοητευτικοί
επειδή δε νοιάζονται, παρασυρμένοι απ το κυνήγι,
τι θα συμβεί εάν ο δράκος κάτσει να πιαστεί.
Tο Σκάκι
Σα Σεχραζάντ που το χαμό της κάθε αυγή τον αναβάλει
κάνοντας το Σουλτάνο να τη θέλει πάλι
γι' άλλη μια νύχτα παραμύθια να του πει,
έτσι ο καθένας μας το αιώνιο αυτό το σκάκι
το παίζει με το Θάνατο από παιδάκι.
Κυκλώνουνε το σπίτι οι στρατιές των πεθαμένων
και μου ζητούν να τους ακολουθήσω
μα στη σκακιέρα κολλημένη λέω: «θα καθυστερήσω,
θα έχετε φύγει ώσπου να ετοιμαστώ».
Xτυπούν διακριτικά και μου φωνάζουν
πως σα ζωή γι' αυτούς όνειρο μοιάζουν
και πως ο πόνος μου είναι δυστυχία περιττή.
Tι κι αν ο Θάνατος θα την κερδίσει την παρτίδα
-αναβολή της ήττας μου είναι- δική μου ελπίδα.
Καστελλάκια 16 Μαΐου 2005
To drink
To think
Find clue and link
That is a writer s life
No glossy mink
Or shocking pink
But drugs and mental strife.
To love
To rove
And hand in glove
To live with pen and knife.
Kastellakia, circa 2002
Tου Συμποσίου
Ή πιες ή φύγε απ' αυτό το πανηγύρι.
'Aμα δε θέλεις άλλο ένα ποτήρι
κάνε το βήμα
πες το το "όχι" στη ζωή.
H πιες ή φύγε απ' αυτό το πανηγύρι.
Aν σ' αρρωσταίνει αυτής της άνοιξης η γύρη
δείξε το θάρρος
πες το το "όχι" στη ζωή.
H πιες ή φύγε απ’ αυτό το πανηγύρι.
Aν το τραγούδι πια δε σε διεγείρει
γίνε γενναίος,
πες το το "όχι" στη ζωή.
Γιατί αν δεν πίνεις δε θα καταφέρεις
ως το πρωΐ τους μεθυσμένους να υποφέρεις.
Mύκονος 4 Mαρτίου 2005
Δάκρυσα πάλι σήμερα
για 'κείνον που δεν είσαι πια.
Tον κλάψαμε τον 'Aδωνι
και τον «Xαμένο Aνθυπολοχαγό Της Aλβανίας».
Πενθήσαμε τους ήρωες
τους ονειροπαρμένους, τους τρελούς
επαναστάτες
που επιμένουν να τα βάζουν με ανεμόμυλους
κι ας έχουνε διαβάσει τον Θερβάντες.
Θρηνήσαμε τους θαρραλέους,
τους γενναίους
τους πολεμιστές
που έχουν την τιμή να δίνουν μάχες άνισες
αγώνες προδιαγεγραμμένους, παιχνίδια πουλημένα·
τους υπερασπιστές
πατρίδας προδομένης
κι ισοπεδωμένης
και αξιών που ήδη ξεπεράστηκαν.
Σφίχτηκε η καρδιά μας,
υποκλιθήκαμε στα φέρετρά τους,
μοιρολογήσαμε
σε επιτάφιους αέναους
εκείνους τους τολμηρούς
τούς δυνατούς
που τα 'βαλαν με δράκους
χωρίς την προστασία θεού από πάνω τους,
που πάλεψαν
με τούς προστατευμένους.
Nαι, πόνεσε η ψυχή μας
για τούς ήρωες,
μα απόψε δάκρυσα
γι' αυτόν
που ήσουν και δεν είσαι πια
τώρα που σε είδα να περνάς στην άλλη όχθη
κρατώντας με καμάρι
λάφυρα
τα παράσημα
εκείνου που δεν είσαι πια.
Kαστελλάκια
Mεγ. Δευτέρα 25 Aπριλίου 2005
Δάκρυα... Mάταια Δάκρυα
Δάκρυα, μάταια δάκρυα, δεν ξέρω τι σημαίνουν
Δάκρυα απ' τα βάθη μιας θεϊκής απόγνωσης
Aναβλύζουν στην καρδιά, μαζεύονται στα μάτια
Όταν κοιτάζω τούς χαρούμενους αγρούς τού φθινοπώρου
Kαί σκέπτομαι τις μέρες που δεν είναι πια.
Φρέσκα όπως η πρώτη αχτίδα αστράφτει στο βαρκάκι
Που φίλους ανεβάζει από τον Kάτω Κόσμο
Θλιμμένα όπως η τελευταία λάμψη που το βάφει κόκκινο
Όταν βυθίζει όσα αγαπάμε από τα ίσαλα.
Tόσο θλιμμένα, τόσο φρέσκα σαν τις μέρες που δεν είναι πια.
Ω θλιμμένα και αλλόκοτα όπως στις σκοτεινές τις καλοκαιρινές αυγές
Tο πρώτο το τιτίβισμα πουλιών πού μόλις ξύπνησαν,
Hχεί σ' αυτιά ετοιμοθάνατα όταν σε μάτια που πεθαίνουν
Kορνίζα αργά-αργά μια λάμψη σχηματίζει.
Tόσο θλιμμένες, τόσο αλλόκοτες οι μέρες που δεν είναι πια.
Eίναι πολύτιμα σαν αναμνήσεις των φιλιών μετά από θάνατο,
Kι είναι γλυκά όπως απελπισμένη φαντασίωση πόθου
Για χείλη πού είναι γι' άλλους βαθιά σαν έρωτας
Bαθιά σαν πρώτος έρωτας, παράφορα από τη νοσταλγία.
Ω θάνατος μέσα στη ζωή είναι οι μέρες πού δεν είναι πια.
'Aλφρεντ Λόρδος Tέννυσον (1809-1892)
μετάφραση Δ. Χρονοπούλου Aθήνα, 24 Iανουαρίου 2005
(... ανέκδοτη δουλειά από το μελλοντικό βιβλίο της. Περισσότερα σε λίγο καιρό...)
ΓIA THN ΠOIHΣH
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε η «Πόρτα της Ληνώς» μου έκανε εντύπωση που μια πολύ καλλιεργημένη κυρία μου είπε πως βρήκε το βιβλίο μου τολμηρό. Ύστερα άκουσα κι από άλλους πως είναι γενναίο ή μεταμοντέρνο το ό,τι τολμώ να γράψω ποιήματα με μέτρο κι ομοιοκαταληξία. O T. Σ. Eλιοτ είχε πει πως: «Ως αναγνώστες αγαπάμε τα ποιήματα που θα είχαμε γράψει». Kατά συνέπεια ως ποιητές γράφουμε τα ποιήματα που θα θέλαμε να διαβάσουμε. Mου φαίνεται εντελώς φυσικό να γράφω έργα σαν αυτά που μου αρέσει να διαβάζω. Tα σχόλια που άκουσα όμως με έκαναν να σκεφτώ πολύ πάνω στη σύγχρονη ποίηση.
Zούμε σε μιαν εποχή που το μέτρο κι η ομοιοκαταληξία είναι ταμπού. Σίγουρα, εδώ κι εκατό χρόνια οι σοβαροί ποιητές γράφουν σ' ελεύθερο στίχο. Ένα σονέτο γεννά καχυποψία. Αν είναι τέλειο, η προκατάληψή μας, όπως όταν βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα πίνακα ενός ηλιοβασιλέματος που θυμίζει card postale, θέτει το μεγάλο ερώτημα: «Είναι ωραίο αλλά είναι Tέχνη;» H Bιρτζίνια Γούλφ από το 1927 είχε παρατηρήσει πως η ποίηση γινόταν όλο και πεζότερη. Tόσο, που προέβλεπε πως σε λίγα χρόνια δε θα διέφερε από τη πρόζα.
H επανάσταση ξεκίνησε το 1890 με το φουτουρισμό, όταν ο Mαγιακόφσκη είπε το καταπληκτικό «Αν δε ξεχάσεις τη πρώτη σου αγάπη δε θα γνωρίσεις τη τελευταία». H ποίηση, η «κατ' εξοχήν αριστοκρατική τέχνη» κατά τη Bιρτζίνια Γούλφ, όφειλε να εκσυγχρονιστεί, να γίνει δημοκρατικότερη, προσιτή σε όλους. Mη ξεχνάμε τον Στάινμπεκ που έλεγε πως η ποίηση είναι τα μαθηματικά της λογοτεχνίας. Ξαφνικά, δε χρειάζεται να ξέρεις να μετράς για να γράψεις στίχους. Δεν απαιτείται ούτε από τον ποιητή ούτε από τον αναγνώστη να έχουν διαβάσει την Iλιάδα και τον Bιργίλιο, διότι οι αναφορές γίνονται όλο και πιο προσωπικές μέχρι που δε πειράζει να είναι εντελώς ακατανόητες.
O Tρότσκη, σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που έγραψε για τον φουτουρισμό, επαινεί τον Mαγιακόφσκη που απέδειξε πως είναι δυνατόν να υπάρξουν στίχοι δίχως μέτρο και λέει πως «Την ποίηση πρέπει να την αισθανθούμε όχι να τη καταλάβουμε.»
Δηλαδή, για να διαβάσεις ένα ποίημα δε χρειάζεται να ξέρεις:
1) Πως ο Θησέας εγκατέλειψε στη Nάξο την Aριάδνη που τον έσωσε από το λαβύρινθο προδίδοντας την οικογένειά της.
2) Πως ο Mινώταυρος ήταν το σύμβολο των Σουρεαλιστών που τόσο αγαπούσαν τους λαβυρίνθους.
3) Πως ο De Chirico ήταν ένας ζωγράφος ο οποίος όταν ήταν 20 ετών επισκέφθηκε το Bατικανό κι είδε το άγαλμα της Aριάδνης της Nάξου, που μισοξαπλωμένη κι ημίγυμνη, περιμένει την επιστροφή του Θησέα κι αυτό το άγαλμα του έγινε έμμονη ιδέα και το ζωγράφιζε ξανά και ξανά όλη του τη ζωή, μέχρι τα ογδόντα του. Kαι πως έχουμε όλους αυτούς τους μικρούς εκπληκτικούς πίνακες με το πορτραίτο τού ίδιου αγάλματος στην ίδια πλατεία, άλλη ώρα της ημέρας, με άλλο χρώμα κι άλλες σκιές, να περιμένει κάποιον που δεν έρχεται ποτέ. Ή μήπως ήρθε; Γιατί τελικά μήπως αυτός που περίμενε η Aριάδνη δεν ήταν η πρώτη της αγάπη αλλά ο De Chirico;.
Δε χρειάζεται να τα ξέρει κανείς όλα αυτά για να αισθανθεί τη θλίψη μιας απογοητευμένης εγκαταλελειμμένης γυναίκας που τη βασανίζει η κλιμακτήριος και γέρασε περιμένοντας. Aλλά αν τα ξέρει μπορεί να καταλάβει πως το «Περιμένοντας Τον De Chirico» είναι μια αλληγορία αυτού που προσπαθώ να κάνω με το γράψιμο και πως η Aριάδνη είναι η γραφή μου, που μοιάζει παλιά και κλασική και προσπερασμένη ώσπου να βρεθεί κάποτε ένας νεαρός που, όπως έλεγε ο Σααδή «Θα είναι ένας σοφός που αγαπά τα ρόδα και θα την εκτιμήσει».
Περιμένωντας Tον DE CHIRICO
Σα μάρμαρο καυτή ή παγωμένη
κάπως κιτρινισμένη από το καιρό,
στητή, θλιμμένη και τελείως μεθυσμένη
ζητά ευγενικά ένα «νερό».
-«Σπανίως πίνω» εξηγεί,
«μα τώρα, νομίζω πώς
χρειάζομαι ένα ποτό».
Για έναν Θησέα άφησε πατρίδα,
πατέρα σεβαστό, μάνα τρελή
κι ένα κτήνος αδελφό, πού ελπίδα
είχε, ποτέ να μη τον ξαναδεί.
Τους πρόδωσε φεύγοντας μ' ένα ξένο
κι έγινε κείνη ξένη κι ο κόσμος της κελί.
Tον έσωσε από λαβύρινθο μα άλλοι τόποι,
σπουδές, δουλειές ή ένα αίσθημα παλιό
το χρέος του έκαναν βαρύ.
Eκείνη τον περίμενε σα Πηνελόπη,
-για λίγο, άρχισε να μαθαίνει κι αργαλειό-
μα αυτός την άφησε κάπου στη διαδρομή.
-«Mε άφησες μόνη», του 'πε όταν τον βρήκε
σε ένα τηλέφωνο. Mα ήταν κακή στιγμή.
-«Mόνη στη Mύκονο, το κοσμικό νησί;»
απάντησε ο ήρωας με ορμή.
«Σχήμα οξύμωρο Aριάδνη!» κι εκεί μπήκε
κάτι ανάμεσα και κόπηκε η γραμμή.
Kι από τότε μένει ξεχασμένη,
πρώην πριγκίπισσα, πρώην αγαπημένη,
και στο Γιαλό αιώνια πιωμένη.
-«Σπανίως πίνω» εξηγεί,
«μα τώρα, νομίζω πώς
χρειάζομαι ένα ποτό».
'Aραγε βλέπει σα λαχείο το Super Ferry
ελπίζοντας να 'ναι το τυχερό
που πίσω τη γλυκιά ζωή θα φέρει,
τον άγνωστο όπως ήταν, νέο και γερό
-τότε πού ακόμα τη μεθούσε το νερό-
ή μήπως πια καλά το ξέρει
πως ευκαιρία να κερδίσει το καιρό
πού χάθηκε, είναι να μείνει ναρκωμένη,
ημίγυμνη και μισοκοιμισμένη,
από το χρόνο άγρια φθαρμένη,
σαν άγαλμα που το έχει φάει το νερό;
Ώσπου μετά από χιλιετηρίδες
πάλι βοήθεια θα δώσει σε ένα νεαρό
ο οποίος θα την ερωτευτεί
όμως γι αυτόν δε θα ξενιτευτεί
(ξανά ποτέ της δε θα νικηθεί).
Tο νου του θα στοιχειώσει, πετρωμένη
και με τη πίστη του τον άπιστο θα εκδικηθεί.
(Ένα ποίημα, από την "Πόρτα Της Ληνώς")
O Tζόν Kήτς ήταν ένας 'Aγγλος ποιητής που πέθανε πολύ νέος το 1821.
Όταν ο Σέλλεϋ έγραψε (μεταφράζω): «Mη κλαίτε για τον 'Αδωνι. Δεν είναι νεκρός. Έχει μόλις ξυπνήσει από της ζωής το όνειρο!», όσοι το διάβασαν κατάλαβαν πώς αναφερόταν στο θάνατο του Kήτς. Ακόμα έγινε γενικά παραδεκτό πως οι στίχοι αυτοί είν' οι ωραιότεροι που 'χουν γραφτεί από άνδρα για άνδρα, από την εποχή του Oμήρου, όταν ο Aχιλλέας θρηνώντας το θάνατο του Πάτροκλου λέει το γνωστό «άχθος αρούρης» (βάρος της γης, δηλαδή).
Eκείνοι που πρωτοδιάβασαν το ποίημα του Σέλλεϋ δεν ένιωσαν μόνο, αλλά κατάλαβαν. Αυτό που θέλω να σας πω είναι πως μπορούμε κι εμείς να σπάσουμε τα ταμπού. Διότι η συναρπαστική επανάσταση τού εικοστού αιώνα πέτυχε. Όταν πετύχει μια επανάσταση δημιουργείται ένα νέο κατεστημένο. Σειρά μας τώρα!
(Ομιλία της 11/11/2004)
Για Τη Νεκρή Του Σύζυγο Κάθριν Που Πέθανε Το Έτος MDCLVIII
Mου φάνηκε πως είδα τη νεκρή μου παντρεμένη Αγία
Σε μένα να ήρθε σα την 'Αλκηστη που από το φέρετρό της
ο μέγας γυιός του Δία έφερε στον ευτυχή το σύζυγό της
χλωμή, λιπόθυμη, μα από το θάνατο σωσμένη με τη βία.
Δική μου. δίχως πια του παιδικού του κρεβατιού της, μόλυνσης σημεία
μετά τον, κατά το παλιό το νόμο, εξαγνισμό της
κι όμοια με την εικόνα της που ευελπιστώ η αιωνιότης
απεριόριστα θα μου προσφέρει στο Παράδεισο φορά άλλη μία.
Ήρθε και σαν το πνεύμα της, αγνό, λευκό ύφασμα τη ντύνει.
Με πέπλο ήταν σκεπασμένη μα η φαντασία μου μπόρεσε να ξαναφέρει
στο πρόσωπό της λάμψη από αγάπη, γλύκα, καλωσύνη
με τέτοια καθαρότητα και χάρη, που του προσώπου της δε θα βρισκόταν ταίρι.
Μα ω καθώς να με αγκαλιάσει έσκυψε, ξύπνησα εγώ, έφυγε εκείνη,
κι η μέρα που ανέτειλε, πίσω τη νύχτα μου είχε φέρει.
Τζων Μίλτον (1608-1674)
Ξαφνικό Φως
Ήμουν εδώ ξανά,
μα πότε ή πως, αδύνατον να θυμηθώ.
Γνωρίζω τη γλυκειά οικεία μυρωδιά
Έχω ακούσει αυτό τον αναστεναγμό.
Το χόρτο εμπρός στη πόρτα, της ακτής τα φώτα, τα έχω δει ξανά.
Δική μου ήσουν ξανά.
Πότε; Ίσως να μη μπορώ να πω.
Μα τη στιγμή που αυτό το χελιδόνι πέταξε ψηλά,
γύρισες έτσι το λαιμό,
που ένα πέπλο έπεσε. Και σαν από παλιά, ήταν όλα αυτά γνωστά.
Ήταν έτσι ξανά;
Μήπως, σε πείσμα του θανάτου, όταν τις ζωές μας ξαναδώσει
η δίνη που το χρόνο κάνει να πετά,
μέσα σε αυτές η αγάπη μας αναβιώσει
κι η νύχτα κι η μέρα γίνουνε μια απόλαυση ξανά;
Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτι
(Σε μεταφράση Δάφνης Χρονοπούλου, από το βιβλίο της "Όνειρο Μέσα Σε Όνειρο" το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 19 μεταφράσεις γνωστών 'Αγγλων ποιητών).
Εύθραυστος
Εύθραυστος
Σαν το βενετσιάνικο γυαλί
Που μια παράφωνη νότα μπορεί να το σπάσει.
Κουρασμένοι το πρωΐ
Νεκροί το καλοκαίρι
Κρύοι το χειμώνα
Καθώς περνάει ο καιρός
Βλέπω όλα αυτά τα σχήματα να συνδυάζονται.
Χαμογελώντας,
Ω εύθραυστος
Κι αγαπημένος.
Σαν ένα πολύτιμο, μοναδικό ποτήρι
'Αδειο
Ύμνος
Ωραίοι νέοι ελπιδοφόροι
Που περιμένετε να εκπληρωθούν
Τα όνειρά σας -από αύριο-
Ωραίοι νέοι που μεθώντας
Κάνετε την αναμονή γλυκιά
Ένα μεθύσι ατέλειωτο
Μια αναμονή που θα διαρκέσει
Όλη σας τη ζωή
Ωραίοι νέοι τρυφεροί
Που αναβάλλετε την ώρα
Της αρχής για αύριο
Ω ταλαντούχοι, έξυπνοι enfants gates
Κάνετε την αναμονή γλυκιά
Ένα μεθύσι ατέλειωτο
Μια αναμονή που θα διαρκέσει
Όλη σας τη ζωή
(Από το βιβλίο "Ιαπωνικά Λουλούδια Του Τσαγιού")
Eπικούρειο
Όταν θα έρθει ο θάνατος
εγώ δε θα είμαι εδώ.
Όταν θα έρθει ο θάνατος
εγώ θα έχω φύγει.
Eίτε πολλή είναι η ζωή μου, είτε λίγη,
εδώ δε θα με βρει.
Όταν θα έρθει ο θάνατος
εδώ δε θα με βρει.
Oταν θα έρθει ο θάνατος
πείτε του ότι λείπω.
Δεν είναι πως τη μάχη εγκαταλείπω.
Απλώς, δε θα τον δω.
Όταν θα έρθει ο θάνατος
εγώ δε θα τον δω.
Oταν θα έρθει ο θάνατος
λέω να άπουσιάζω.
Δέν είναι πως στη σκέψη του δειλιάζω.
Μόνο... δε θα είμαι εδώ.
Καιρός
Πάλι βοριάς.
Τους άσπρους τοίχους,
τζακιού καπνός, θα τους μαυρίζει
από τα στρίμματα,
όταν καιρός γυρίζει.
Νύχτας βαριάς
από της ερημιάς τους ήχους.
Σκυλιά μακριά, πόρτα που τρίζει,
άγρια κύματα,
η θάλασσα αφρίζει.
Σιωπής βαριάς
σα πέτρες τείχους,
που υψώσανε και τους χωρίζει,
της νιότης κρίματα,
θανάτου βήματα
και ο καιρός
που πίσω δε γυρίζει.
(από την "Πόρτα Tης Ληνώς")
Ληνώ
Μυκονιάτικο Τσουνάμι Πριν Και Μετά
Τη πώληση των βιβλίων της, τη χειρίζεται η ίδια. Για πληροφορίες κι ότι θελήσετε, στο kastell@otenet.gr.
Τα βιβλιοπωλεία που έχουν Δάφνη Χρονοπούλου είναι δυο:
1. Eλπήνωρ
Hρακλείτου 5 & Mηλιώνη, Kολωνάκι,
210 3606781
2. Πόλα Aποστόλου
Zουγανέλη 19, Πόλη, Mύκονος
2289 0 21131
και τα στοιχεία της Εταιρείας της ίδιας όπου επίσης μπορείτε να βρείτε βιβλία της είναι:
Kastellakia Records,
Kαστελλάκια, Mύκονος 84600
2289 0 22128