ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

Ðáãê. ÈÝáôñï 

Wilder Niven Thornton: Ç ìåãÜëç ÌÉÊÑÇ ìáò Ðüëç

Βιογραφικü

     O Θüρντον ΟυÜιλντερ (Thornton Niven Wilder, 17 Απριλßου 1897 - 7 Δεκεμβρßου 1975) Þταν Αμερικανüς θεατρικüς συγγραφÝας που κÝρδισε 3 βραβεßα Ποýλιτζερ κατÜ τη διÜρκεια της καριÝρας του.
     ΠÝρασε τα παιδικÜ του χρüνια σε πüλεις της Κßνας üπου Þταν πρüξενος ο πατÝρας του και σποýδασε στο ΓÝιλ, στην ΑμερικανικÞ ΑρχαιολογικÞ ΣχολÞ της Ρþμης και στο ΧÜρβαρντ. Απü το 1930 μÝχρι το 1951 δßδαξε λογοτεχνßα και ποßηση στα πανεπιστÞμια ΣικÜγου και ΧÜρβαρντ. ΚατÜ την διÜρκεια του Β' Παγκοσμßου ΠολÝμου υπηρÝτησε ως αξιωματικüς της υπηρεσßας πληροφοριþν της αεροπορßας.
     ¸γινε ευρýτατα γνωστüς με το δεýτερü του μυθιστüρημα "Το Γεφýρι Του Σαν Λοýις ΡÝι" (1926) που του απÝφερε και το βραβεßο Ποýλιτζερ. Ακüμη μεγαλýτερη επιτυχßα Þταν το θεατρικü του Ýργο "Η ΜικρÞ Μας Πüλη" (1938), που κÝρδισε κι αυτü το βραβεßο Ποýλιτζερ üπως και το "Με Τα Δüντια" (1942).

           

     Ο ΟυÜιλντερ πρωτοτýπησε τüσο στο "Γεφýρι" (5 Üνθρωποι πεθαßνουν üταν καταρρÝει μια γÝφυρα των ºνκα στο Περοý κι Ýνας μοναχüς ψÜχνει για την φιλοσοφικÞ εξÞγηση της μοßρας τους) üσο και στην "ΜικρÞ Μας Πüλη", üπου καταργεß τα σκηνικÜ, χρησιμοποιεß αφηγητÞ κι απευθýνεται στο κοινü μÝσω αυτοý του τελευταßου αλλÜ και των ηθοποιþν, επιτυγχÜνοντας μια πολý πειστικÞ αναπαρÜσταση της σýγχρονÞς του αμερικανικÞς καθημερινüτητας. Στο "Με Τα Δüντια" παρουσιÜζονται οι εμπειρßες μιας ομÜδας προσþπων τοποθετημÝνων σε διαφορετικÞ σε κÜθε σκηνÞ ιστορικÞ περßοδο.

=============================================

                                         Η ΜικρÞ Μας Πüλη

1η ΠΡΑΞΗ
     Δεν υπÜρχει αυλαßα. Δεν υπÜρχουν σκηνικÜ. Το κοινü, üταν κÜθεται, βλÝπει τη σκηνÞ Üδεια στο μισοσκüταδο. ΑμÝσως ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς με το καπÝλο στο κεφÜλι και την πßπα στο στüμα, μπαßνει στη σκηνÞ κι αρχßζει να στÞνει Ýνα τραπÝζι και μερικÝς καρÝκλες στο προσκÞνιο αριστερÜ, και πÜλι τραπÝζι και καρÝκλες στο προσκÞνιο δεξιÜ. ΑριστερÜ και δεξιÜ λογαριÜζονται με μÝτρο τον ηθοποιü, που αντιμετωπßζει το κοινü. Καθþς τα φþτα της αßθουσας σβÞνουν, ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς, Ýχει ετοιμÜσει τη σκηνÞ κι ακουμπþντας στη δεξιÜ κουÀντα, παρακολουθεß τους αργοπορημÝνους θεατÝς, που πηγαßνουν στις θÝσεις τους. ¼ταν η πλατεßα εßναι τελεßως σκοτεινÞ, αρχßζει να μιλÜ.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Το Ýργο μας λÝγεται "Η ΜικρÞ Μας Πüλη". Το Ýγραψε ο Θüρντον ΟυÜιλντερ, το σκηνοθÝτησε ο Λ... Παßζουν σ’ αυτü η κ. Η, η κ. Γ, η κ. Δ, η δις Ε, η δις Β, ο κ. Η, ο κ. Γ, ο κ. Ε και πολλοß Üλλοι. Η μικρÞ μας πüλη ονομÜζεται Γκρüβερς Κüρνερς. Εßναι στην πολιτεßα του Νιου ΧÜμσαúαρ, κοντÜ στα σýνορα της πολιτεßας της ΜασσαχουσÝτης. Γεωγραφικü μÞκος 42 μοßρες και 40 λεπτÜ της μοßρας, γεωγραφικü πλÜτος 70 μοßρες και 37 λεπτÜ. Η πρþτη πρÜξη θα μας δεßξει μια μÝρα απ’ τη ζωÞ της μικρÞς μας πüλης. Η μÝρα εßναι η 7η ΜαÀου 1901. Η þρα εßναι λßγο πριν απü την αυγÞ. (¸νας κüκορας λαλεß) Στον ουρανü αρχßζουν να φαßνονται κÜτι φωτεινÝς ανταýγειες, εκεß στην ανατολÞ, πßσω απü τα βουνÜ μας. Ο Αυγερινüς πÜντα γßνεται θαυμαστÜ λαμπρüς, ακριβþς πριν αρχßσει να σβÞνει. (ΚοιτÜ το Üστρο για μια στιγμÞ και κατüπι πηγαßνει στο βÜθος) Ναι! Τþρα πρÝπει να σας δεßξω πως εßναι η πüλη μας. Εδþ πßσω (δηλαδÞ παρÜλληλα στον τοßχο του βÜθους) εßναι ο κεντρικüς μας δρüμος. ΠÝρα εκεß στο βÜθος, ο σιδηροδρομικüς σταθμüς. Οι ρÜγες τραβÜνε προς τα εκεß. ΠÝρα απü τις σιδηροδρομικÝς γραμμÝς εßναι ο συνοικισμüς των Πολωνþν και κÜτι οικογÝνειες Καναδþν. (προς τα αριστερÜ). Εκεß κÜτω εßναι η εκκλησßα των Συνοδικþν, απü την Üλλη μεριÜ η εκκλησßα των Πρεσβυτεριανþν. Οι ΜεθοδιστÝς κι οι Ενωτικοß απü δωπÝρα. Οι ΒαπτιστÝς κÜτω στη ρεματιÜ κοντÜ στο ποτÜμι. Η εκκλησßα των Καθολικþν εßναι εκεß, πÝρα απü τις γραμμÝς. Εδþ εßναι το Δημαρχεßο και Ταχυδρομεßο μαζß. Οι φυλακÝς εßναι στο υπüγειο. Ο ΜπρÜúαν κÜποτε Ýβγαλε Ýνα λüγο απü αυτÜ τα σκαλοπÜτια. Εδþ γýρω, εßναι σειρÜ τα μαγαζιÜ. ΜπροστÜ τους εßναι κÜτι παλοýκια για να δÝνουν τα Üλογα. Το πρþτο αυτοκßνητο θα Ýρθει σε πÝντε χρüνια, ανÞκε στον τραπεζßτη ΚÜρτραúτ, τον πλουσιüτερο συμπολßτη μας, κÜθεται στο μεγÜλο Üσπρο σπßτι, πÜνω στο λοφÜκι. Εδþ εßναι το μπακÜλικο κι εδþ το μαγαζß του κ. Μüργκαν καφενεßο μαζß κι εμπορικü. ¼λη σχεδüν η πüλη καταφÝρνει να περνÜ μια φορÜ τη μÝρα απ’ αυτÜ τα δýο μαγαζιÜ. Το δημοτικü σχολεßο εßναι εκεß κÜτω. Το γυμνÜσιο ακüμα πιο πÝρα. Το πρωß στις εννιÜ παρÜ τÝταρτο, μεσημÝρια, και στις τρεις το απομεσÞμερο, üλη η πüλη μπορεß ν’ ακοýσει τα τσιριχτÜ και τα ξεφωνητÜ απü τις αυλÝς των σχολεßων. (ΠλησιÜζει το τραπÝζι και τις καρÝκλες που βρßσκονται εμπρüς δεξιÜ) Εδþ εßναι το σπßτι του γιατροý μας, του Δρ. Γκßμπς. Εδþ εßναι η πüρτα της αυλÞς του. (Δυο πλαßσια τοξωτÜ εμφανßζονται απü δýο κουÀντες). Ορßστε και κÜτι σαν σκηνικü, για κεßνους που πιστεýουν πως πρÝπει να υπÜρχουν σκηνικÜ. Εδþ εßναι κÞπος. ΦασολÜκια... μπιζελιÝς... αραποσßτι... μολüχες κι Ýνα σωρü τσουκνßδες. (Διασχßζει τη σκηνÞ προς τα αριστερÜ). Εκεßνα τα χρüνια η εφημερßδα μας Ýβγαινε δυο φορÝς τη βδομÜδα! «Ο Φρουρüς Του Γκρüβερς Κüρνερς»! Αυτü εδþ εßναι το σπßτι του κ. ΓουÝμπ, εκδüτη, διευθυντÞ κι αρχισυντÜκτη. Εδþ μπρüς, εßναι ο κÞπος της κυρßας ΓουÝμπ. Εßναι ßδιος κι απαρÜλλαχτος με τον κÞπο της κ. Γκßμπς, μüνο που Ýχει και πολλοýς Þλιους. Εδþ ακριβþς, Ýχουμε μια μεγÜλη φουντουκιÜ. (ΞαναγυρνÜ στη θÝση του στη δεξιÜ κουÀντα και κοιτÜ στη πλατεßα για λßγο) Συμπαθητικü μÝρος, καταλαβαßνετε τι θÝλω να πω. Κανεßς πολý σπουδαßος δε βγÞκε ποτÝ απü τη μικρÞ μας πüλη - απ’ üτι ξÝρουμε τουλÜχιστο. Οι πιο παλιÝς ταφüπετρες στο κοιμητÞρι, πÜνω κεß στο βουναλÜκι, γρÜφουν 1670 Þ 1680 - κι απü ονüματα, Γκρüβερ, ΚÜρτραÀτ, Γκßμπς και ΧÝρσεû, τα ßδια ονüματα που Ýχουν ακüμα εδþ οι ζωντανοß. Λοιπüν, üπως σας Ýλεγα, κοντεýει πια να ξημερþσει. Το μüνο φως μες στην πüλη εßναι σ’ Ýνα χαμüσπιτο κÜτω στις ρÜγες, üπου μια ΠολωνÝζα γÝννησε δßδυμα πριν απü λßγο. Και στο σπßτι του Τζο Κρüουελλ. που ο γιος του ο Τζο σηκþθηκε κιüλας να κÜνει διανομÞ της εφημερßδας. Και στο σιδηροδρομικü σταθμü, üπου ο Σüρτυ Χüουκινς σηκþνει τη σημαιοýλα για το τραßνο της Βοστþνης των 5.45'. (Ακοýγεται σφýριγμα τραßνου. Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς κοιτÜ το ρολüι της τσÝπης του και κουνÜ ικανοποιημÝνος το κεφÜλι) ΦυσικÜ Ýξω στα περßχωρα Ýνα γýρο, Ýχει φþτα αναμμÝνα απü þρα, ποιος αρμÝγει τις αγελÜδες του, ποιος το Ýνα, ποιος το Üλλο. ¼μως οι Üνθρωποι της πüλης κοιμοýνται αργÜ. ¸τσι λοιπüν, Üλλη μια μÝρα Ýχει αρχßσει. Να ο γιατρüς Γκßμπς κατηφορßζει τη δημοσιÜ, γυρνÜ απü τη γÝννα. Να κι η γυναßκα του, κατεβαßνει στη κουζßνα για να ετοιμÜσει το πρωινü. Ο γιατρüς .Γκßμπς πÝθανε το 1910. Δþσανε τ' üνομÜ του στο καινοýργιο νοσοκομεßο. Η κυρßα Γκßμπς πÝθανε πρωτýτερα, πÜει μÜλιστα πολýς καιρüς. ΠÞγε ταξßδι, να δει τη κüρη της τη ΡεβÝκκα, που παντρεýτηκε Ýναν ασφαλιστÞ στο ΚÜντον, στη πολιτεßα του ΟχÜιο και πÝθανε κεß πÝρα απü πνευμονßα, üμως τη φÝραν υστÝρα εδþ. Τþρα εßναι εκεß ψηλÜ στο κοιμητÞρι, μ’ Ýνα σωρü Γκßμπς και ΧÝρσεû, το πατρικü της Þταν ΧÝρσεû, Τζοýλια ΧÝρσεû τη λÝγανε προτοý να παντρευτεß το γιατρü Γκßμπς σ’ αυτÞν εκεß την εκκλησιÜ. Μας αρÝσει να ξÝρουμε στα μÝρη μας τα  γεγονüτα της ζωÞς του καθενüς. Να ο γιατρüς Γκßμπς. Κι απü δω Ýρχεται ο Τζο Κρüουελλ ο μικρüς που μοιρÜζει τον «Φρουρü» του κ. ΓουÝμπ.

   (Ο γιατρüς Γκßμπς κατεβαßνει τον κεντρικü δρüμο απü τα αριστερÜ. Στο σημεßο üπου θα στρßψει για να τραβÞξει για το σπßτι του, σταματÜ, αφÞνει χÜμω τη φανταστικÞ μαýρη τσÜντα του, βγÜζει το καπÝλο του, και σκουπßζει το πρüσωπü του, αποκαμωμÝνος, μ’ Ýνα τερÜστιο μαντßλι. Η κυρßα Γκßμπς μπÞκε στην κουζßνα της και Ýκανε üλες τις κινÞσεις σα να 'βαλε ξýλα, Üναψε φωτιÜ, και τþρα ετοιμÜζει το πρωινü. Τþρα ο Τζο Κρüουελλ ξεκινÜ απü τα δεξιÜ στον κεντρικü δρüμο, ρßχνοντας φανταστικÝς εφημερßδες σε υποθετικÝς πüρτες).

ΤΖΟ: ΚαλημÝρα σας γιατρÝ.
ΓΚΙΜΠΣ: ΚαλημÝρα Τζο.
ΤΖΟ: Εßναι κανεßς Üρρωστος γιατρÝ;
ΓΚΙΜΠΣ: ¼χι. Εßχαμε δßδυμα, πÝρα στους Πολωνοýς.
ΤΖΟ: ΘÝλετε την εφημερßδα σας γιατρÝ;
ΓΚΙΜΠΣ: Ναι, δþσε μου την. ¸γινε τßποτα σπουδαßο στον κüσμο απü την ΤετÜρτη ως τα σÞμερα;
ΤΖΟ: ΜÜλιστα γιατρÝ. Η δασκÜλα μας, η δις Φüστερ παντρεýεται με κÜποιον απ’ το Κüνκορντ.
ΓΚΙΜΠΣ: Για φαντÜσου! Και πþς το πÞρατε εσεßςτ’ αγüρια;
ΤΖΟ: ΔηλαδÞ, εμÝνα δε μου πÝφτει λüγος, üμως λÝω πως üταν μια βαλθεß να γßνει δασκÜλα, πρÝπει να μεßνει και δασκÜλα.
ΓΚΙΜΠΣ: Πþς εßναι το γüνατο σου, Τζü;
ΤΖΟ: Μια χαρÜ, γιατρÝ, οýτε που το σκÝφτομαι. Μüνο καθþς μου εßπατε, üταν εßναι να βρÝξει, μου το λÝει απü τα πριν.
ΓΚΙΜΠΣ: Και τι σου λÝει σÞμερα; Θα βρÝξει;
ΤΖΟ: ¼χι κýριε.
ΓΚΙΜΠΣ: Σßγουρα πρÜματα;
ΤΖΟ: ΜÜλιστα γιατρÝ.
ΓΚΙΜΠΣ: Δεν κÜνει λÜθη ποτÝ το γονατÜκι;
ΤΖΟ: ΠοτÝ γιατρÝ.
  (Ο Τζο Κρüουελλ βγαßνει. Ο Γιατρüς Γκßμπς κοντοστÝκει διαβÜζοντας την εφημερßδα του)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Να κι ο γαλατÜς! Ο ΧÜουι Νιοýσαμ που μοιρÜζει το γÜλα.
   (Ο ΧÜουι Νιοýσαμ μπαßνει απü τον κεντρικü δρüμο, προσπερνÜ τον γιατρü Γκßμπς, Ýρχεται μπροστÜ στο κÝντρο της σκηνÞς, αφÞνει κÜτι μπουκÜλες στην πüρτα της κυρßας ΓουÝμπ και διασχßζει τη σκηνÞ και πÜει στης κυρßας Γκßμπς)
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Εμπρüς ΜπÝσσυ, πρρρ! Τι σ’ Ýπιασε σÞμερα; ΚαλημÝρα γιατρÝ.
ΓΚΙΜΠΣ: ΚαλημÝρα ΧÜουι.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Αρρþστησε κανεßς;
ΓΚΙΜΠΣ: ¸κανε δßδυμα η κυρßα ΓκορουσλÜβσκυ.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Δßδυμα ε; ΑυτÞ η πüλη μεγαλþνει χρüνο με το χρüνο!
ΓΚΙΜΠΣ: Θα βρÝξει, ΧÜουι;
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ¼χι! ¼χι! Ωραßα μÝρα, θα ‘χουμε λιακÜδα. ΤρÜβα ΜπÝσσυ, μπρος.
ΓΚΙΜΠΣ: ΚαλημÝρα, ΜπÝσσυ (τη χαúδεýει). Πüσω χρονþ εßναι η φορÜδα σου ΧÜουι;
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΠÜτησε τα δεκαεφτÜ. Η ΜπÝσσυ γιατρÝ, μπερδεýτηκε με το δρομολüγιο, απü τüτε που οι Λüκχαρτς Ýπαψαν να παßρνουν γÜλα το πρωß. ΘÝλει σþνει και καλÜ να τους αφÞνουμε μια μπουκÜλα και μου κÜνει ζοριλßκια üλη την þρα.
        (ΦτÜνει στην πßσω πüρτα της κυρßας Γκßμπς που τον περιμÝνει).
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΚαλημÝρα, ΧÜουú.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΚαλημÝρα, κυρßα Γκßμπς. ¸ρχεται κι ü
γιατρüς οποý να ‘ναι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸ρχεται; Σαν να Üργησες σÞμερα λιγÜκι.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Ναι. ΚÜτι Ýπαθε Þ γαλατομηχανÞ.
(ΞαναγυρνÜ στον κεντρικü δρüμο, φωνÜζει τη ΜπÝσσυ, και
βγαßνει δεξιÜ. ‘Ο .Γκßμπς φθÜνει στο σπßτι του και μπαßνει
μÝσα)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΠÞγαν üλα καλÜ;
ΓΚΙΜΠΣ: Μια χαρÜ. Οýτε γατÜκια να Þτανε.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Το μπÝικον θα ‘ναι Ýτοιμο σ’ Ýνα λεφτü.
ΚÜθισε και πßνε τον καφÝ σου. ΠαιδιÜ!
ΠαιδιÜα! ¿ρα να σηκωθεßτε! Τζþρτζ!
ΡεβÝκκα! (Στον Üντρα της) Δεν μπορεßς
να κοιμηθεßς δυο ωρßτσες, τþρα το πρωß;
ΓΚΙΜΠΣ: Χμ! Στις Ýντεκα θα ‘ρθει η κυρßα
ΓουÝντγουορθ. Θαρρþ μÜλιστα πως ξÝρω
τι με θÝλει. Το στομÜχι της δεν εßναι και
τüσο καλÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Με το ‘να και με τ’ Üλλο, κοιμÞθηκες δεν
κοιμÞθηκες τρεις þρες. ΦρÜνκ Γκßμπς
και εγþ δεν ξÝρω τι θα απογßνει. Πüσο θα
Þθελα να μποροýσα να σε Ýπαιρνα και να
πηγαßναμε κÜπου μακριÜ, κÜπου να
ξεκουραστεßς! Θαρρþ πως θα σου Ýκανε
πολý καλü.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¸μιλυυυ! ¿ρα να σηκωθεßτε! Γουüλλυ!
ΕπτÜ η þρα!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΚÜνε μου τη χÜρη να μιλÞσεις στον
Τζþρτζ. ΚÜτι τον Ýχει πιÜσει τþρα
τελευταßα. Δεν με βοηθÜει σε τßποτα.
Οýτε μερικÜ ξýλα δεν κατÜφερα να τον
βÜλω να μου κüψει.
ΓΚΙΜΠΣ: Σου βγÜζει γλþσσα;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¼χι, αλλÜ γκρινιÜζει! Μüνο στο μπÝúζ
μπωλ Ýχει το μυαλü του! Τζþρτζ!
ΡεβÝκκα! Θα αργÞσετε για το σχολεßο
σας!
ΓΚΙΜΠΣ: Μμμ...
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τζþρτζ!
ΓΚΙΜΠΣ: ¢ντε Τζþρτζ σαν Üντρας!
ΤΖΩΡΤΖ: (απü μÝσα) Ναι, μπαμπÜ!
ΓΚΙΜΠΣ: (Καθþς βγαßνει απü τη σκηνÞ) Δεν ακοýς
που σε φωνÜζει η μητÝρα σου;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Γουüλλυυυυ! ¸μιλυυυυ! Σηκωθεßτε, μην
αργÞσετε! Γουüλλυυ! Να πλυθεßς καλÜ,
μην ανÝβω απÜνω και σε πλýνω εγþ!
ΡΕΒΕΚΚΑ: (απü μÝσα) ΜαμÜ! Τι θα φορÝσω;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Μην ξεφωνßζεις! Ο πατÝρας Ýλειπε üλη
νýχτα και χρειÜζεται λßγο ýπνο ! Σου
Ýπλυνα και σου σιδÝρωσα το μπλε σου το
βαμβακερü για σÞμερα.
ΡΕΒΕΚΚΑ: (απü μÝσα) ΜαμÜ το σιχαßνομαι αυτü το
φüρεμα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΠÜψε, μη σηκþνεις τον κüσμο στο
ποδÜρι!
ΡΕΒΕΚΚΑ: (απü μÝσα) ΚÜθε μÝρα πηγαßνω στο
σχολειü ντυμÝνη σαν ψüφια κüτα!
7
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸λα τþρα, ΡεβÝκκα, μην γßνεσαι
ανÜποδη. Εßσαι πÜντοτε πολý-πολý
üμορφα ντυμÝνη.
ΡΕΒΕΚΚΑ: (απü μÝσα) ΜαμÜ, ο Τζþρτζ μου ρßχνει
σαπουνÜδες!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Θαρρþ πως θ’ ανÝβω απÜνω και θα δþσω
Ýνα γερü χαστοýκι στον καθÝνα σας.
Αυτü θα κÜνω!
(Ακοýγεται η σειρÞνα ενüς εργοστασßου. Τα παιδιÜ μπαßνουν
και κÜθονται στα δýο τραπÝζια για να φÜνε το πρωινü τους. Η
¸μιλυ και ο Γουüλλυ ΓουÝμπ, ο Τζþρτζ και η ΡεβÝκκα Γκßμπς)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ¸χουμε και Ýνα εργοστÜσιο στα
περßχωρα! Τ’ ακοýτε; ΦτιÜχνει
κονσÝρβες. ΑνÞκει στους ΚÜρτραúτ που
Ýκαναν μ’ αυτü μεγÜλη περιουσßα!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΠαιδιÜ! Αυτü δεν μ’ αρÝσει. Το πρωινü
εßναι φαγητü του Θεοý üπως κÜθε
φαγητü και δεν εννοþ να σας βλÝπω να
το κατεβÜζετε αμÜσητο! Θα χαλÜσει την
υγεßα σας και την ανÜπτυξÞ σας. ¢φησε
το βιβλßο Γουüλλυ.
ΓΟΥΟΛΛΥ: ΜαμÜ…
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Το ξÝρεις πολý καλÜ πως στο τραπÝζι
βιβλßα δεν Ýχει. Προτιμþ να βλÝπω τα
παιδιÜ μου γερÜ, παρÜ να τα δω σοφÜ.
ΕΜΙΛΥ: Εγþ εßμαι και τα δυο μαμÜ. Το ξÝρεις.
Στο σχολεßο εßμαι το πιο Ýξυπνο κορßτσι
για την ηλικßα μου. ¸χω θαυμÜσια μνÞμη.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Τρþε το φαγητü σου.
ΓΟΥΟΛΛΥ: Κι εγþ εßμαι σπουδαßος! Τα
γραμματüσημÜ μου εßναι...
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Θα μιλÞσω στον πατÝρα σου Üμα
ξεκουραστεß. ΕμÝνα μου φαßνεται πως
εικοσιπÝντε σεντς την εβδομÜδα φτÜνουν
και παραφτÜνουν σ’ Ýνα αγüρι της
ηλικßας σου. Μα τον Θεü και εγþ δεν
ξÝρω που τα ξοδεýετε üλα αυτÜ.
ΤΖΩΡΤΖ: Μα μαμÜ, εßναι τüσα πρÜματα που πρÝπει
ν’ αγορÜσω.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι! Παγωτü φρÜουλα! Εκεß πηγαßνουν τα
λεφτÜ σου.
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν καταλαβαßνω πως η ΡεβÝκκα
καταφÝρνει κι Ýχει τüσα πολλÜ χρÞματα.
¸χει περισσüτερα απü Ýνα δολÜριο.
8
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΡΕΒΕΚΚΑ: (Ονειροπολεß με το κουτÜλι απü στüμα)
Τα Ýχω οικονομÞσει λßγα-λßγα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι χρυσü μου, αλλÜ θαρρþ πως καλü
εßναι να ξοδεýεις και κÜτι πüτε-πüτε.
ΡΕΒΕΚΚΑ: ΜαμÜ ξÝρεις τι αγαπþ περισσüτερο απü
κÜθε τι στον κüσμο; ΞÝρεις; Τα χρÞματα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τρþε το φαγητü σου.
(Ακοýγεται το κουδοýνι του σχολεßου).
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ: ΜαμÜ το πρþτο κουδοýνι. ΠρÝπει να
κÜνω γρÞγορα. ΜαμÜ δεν πεινÜω Üλλο.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Πηγαßνετε γρÞγορα, αλλÜ μην τρÝχετε
στο δρüμο. Γουüλλυ, τρÜβηξε τα
πανταλüνια σου στο γüνατο. ¸μιλυ, ßσια
να στÝκεις!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Να πεις στη δεσποινßδα Φüστερ τα θερμÜ
μου συγχαρητÞρια! Θα το θυμηθεßς;
ΡΕΒΕΚΚΑ: Ναι μαμÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Πολý ωραßα εßσαι ΡεβÝκκα. ¢ντε, πÜρτε
τα πüδια σας.
ΟΛΟΙ: Αντßο! Αντßο!
(Τα παιδιÜ βγαßνουν’ απü τα δýο σπßτια, σμßγουνε στο κÝντρο
της σκηνÞς προχωροýν προς το βÜθος ως τον κεντρικü δρüμο
και μετÜ στρßβουν και βγαßνουν αριστερÜ. Η Κυρßα Γκιμπς
γεμßζει την ποδιÜ της με τροφÞ για τις κüτες και προχωρεß
προς τα φþτα της ρÜμπας)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΕλÜτε δω! Πρ, πρ, πρ, πρ. ¼χι εσý, τρÜβα
εσý. Φýγε απü δω, σου λÝω. ΕλÜτε! Πρ,
πρ, πρ. Τι Ýπαθε πÜλι η αφεντιÜ σου. Αμ
üλο πüλεμο κι αμÜχη μου εßσαι. Χμ... εσý
δικιÜ μου δεν εßσαι μια φορÜ. Απü που
μας κüπιασες; (ΤινÜζει την ποδιÜ της) Μη
φοβÜσαι! ¸ννοια σου, κανεßς δε σε
πειρÜζει. (Η Κυρßα ΓουÝμπ κÜθεται στην
πüρτα της καθαρßζοντας φασολÜκια)
ΚαλημÝρα Μυρτλ. Πως πÜει το
κρυολüγημÜ σου;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ε, καλýτερα, εßμαι, μα üπως εßπα και
στον Üντρα μου, θαρρþ πως απüψε δε θα
‘ρθω στην πρüβα της εκκλησιαστικÞς
χορωδßας. ¸τσι κι αλλιþς και να ‘ρθω,
τßποτα δε βγαßνει.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Εσý μια φορÜ Ýλα στην πρüβα και υστÝρα
πια βλÝποντας και κÜνοντας.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΚαλÜ, αν δεν εßμαι χειρüτερα απ’ üτι
νοιþθω τþρα, ßσως και να ‘ρθω. Τþρα
9
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
που ξεκουραζüμουνα, λÝω, ας καθαρßσω
και λßγα φασολÜκια.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (Ανασκουμπþνεται καθþς διασχßζει τη
σκηνÞ, πηγαßνοντας για λßγο
κουβεντολüι) ΣτÜσου να σε βοηθÞσω κι
εγþ. Τα φασüλια βγÞκανε καλÜ φÝτος.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΑποφÜσισα να βÜλω στο ρÜφι δυο
ντουζßνες δοχεßα φασüλια, μακÜρι και να
πονÝσουνε τα χÝρια μου. Τα παιδιÜ λÝνε
πως τα σιχαßνονται, μα εγþ βλÝπω πως
üλο το χειμþνα τα κατÝβαζαν μια χαρÜ.
(Παýση)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¢κου Μýρτλ. ΠρÝπει να σου πω κÜτι,
γιατß θα σκÜσω αν δεν το πω σε κÜποιον.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¸λα δα Τζοýλια!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Δþσε μου λßγα φασüλια ακüμα. Δε μου
λες Μýρτλ, την περασμÝνη ΠαρασκευÞ,
μÞπως πÝρασε απü σÝνα Ýνας
μεταπρÜτης απü την Βοστþνη που
αγορÜζει παλιÜ Ýπιπλα;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Μμ... ¼χι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ε, λοιπüν πÝρασε απü μÝνα. Στην αρχÞ
θÜρρεψα πως Þταν κανÝνας Üρρωστος
που Þθελε να δει το γιατρü. Τρυπþνει
μÝσα στο σαλüνι μου, και, Μýρτλ, μου
προσφÝρει τριακüσια πενÞντα δολÜρια
για την παλιÜ την κονσüλα της γιαγιÜς
μου. ¼πως σε βλÝπω και με βλÝπεις!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¸λα δα Τζοýλια!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¼πως σε βλÝπω και με βλÝπεις! Για κεßνη
την παλιατζοýρα! ΠιÜνει τüσο τüπο, που
δεν Þξερα που να τη βÜλω και κüντεψα
να τη δþσω στην ¸στερ Γουßλκοξ, την
ξαδÝλφη μου!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Και τι θα κÜνεις τþρα; Θα τη δþσεις, δεν
εßναι Ýτσι;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Δεν ξÝρω!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Δεν ξÝρεις; Τριακüσια πενÞντα δολÜρια!
Τι Ýπαθες;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Αχ αν μποροýσα να καταφÝρω το γιατρü
να πÜμε πουθενÜ μ’ αυτÜ τα χρÞματα,
κÜπου μακριÜ, σε Ýνα αληθινü ταξßδι, θα
την πουλοýσα στο πι και φι! Μýρτλ, απü
τüτε που Þμουν τüση δα μου εßχε μπει η
10
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ιδÝα να πÜω στο Παρßσι, στη Γαλλßα. Αχ
θαρρþ πως δεν εßμαι στα καλÜ μου.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¸ννοια σου και σε καταλαβαßνω. Μα ο
γιατρüς πως το παßρνει;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Να σου πω! Το Ýφερα το ζÞτημα απÝξω-
απÝξω και του εßπα πως αν Ýπαιρνα μια
κληρονομιÜ -Ýτσι του το ‘φερα- θα τον
Ýβαζα να με πÜει κÜπου.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Μ… Και τι εßπε εκεßνος;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τον ξÝρεις. Απü τüτε που τον γνþρισα,
μια σοβαρÞ κουβÝντα δεν πÞρα απ’ το
στüμα του. ¼χι, μου κÜνει! Μπορεß αν
πÜει και φÝρει βüλτα τις Ευρþπες, να του
πÝφτει μικρü μετÜ το Γκρüβερς Κüρνερς.
ΚÜλλιο λßγα και στο χÝρι μου λÝει. ΚÜθε
δυο χρüνια πÜμε ταξßδι στα πεδßα των
μαχþν τον εμφυλßου πολÝμου κι αυτü
εßναι αρκετü, μου λÝει, για να ξεδþσει ο
νους μας.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Α! Ο Üντρας μου θαυμÜζει τον κ. Γκßμπς
που τα ξÝρει üλα για τον εμφýλιο πüλεμο.
Τüσο, που ενþ λÝει να παρατÞσει τον
ΜεγÜλο ΝαπολÝοντα και να καταπιαστεß
κι αυτüς με τον εμφýλιο πüλεμο, δεν
τολμÜει, μια κι Ýχουμε εδþ πÝρα Ýναν
τÝτοιο εμπειρογνþμονα σαν το γιατρü
Γκιμπς.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Αυτü εßναι αλÞθεια. ΠοτÝ ο γιατρüς δεν
εßναι τüσο ευτυχισμÝνος üσο üταν
βρßσκεται στο ¢ντιταμ Þ στο
ΓκÝττυσμποργκ. Και πüσες φορÝς δεν
τους περπÜτησα εκεßνους τους λüφους
Μýρτλ! Να σταματοýμε σε κÜθε δεντρÜκι
και να τους μετροýμε με βÞματα, σαν να
Þταν να τους αγορÜσουμε για οικüπεδο.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Να σου πω, αν αυτüς ο παλιατζÞς το λÝει
στα σοβαρÜ, να το πουλÞσεις Τζοýλια.
Και υστÝρα θα πας μÜλιστα να δεις και
το Παρßσι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Με συγχωρεßς που σου το ανÜφερα. Μüνο
που εγþ θαρρþ πως μια φορÜ προτοý
πεθÜνει κÜνεις, πρÝπει να δει κι Ýναν
τüπο üπου ο κüσμος δεν μιλÜει τη
γλþσσα μας και οýτε θÝλει να τη μιλÞσει.
(Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς ξαναγυρνÜει στο κÝντρο της σκηνÞς)
11
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Αρκεß ως εδþ! Αρκεß. Ευχαριστþ πολý
κυρßες μου. (Η Κυρßα Γκßμπς και η Κυρßα
ΓουÝμπ μαζεýουν τα πρÜγματα,
πηγαßνουν προς τα σπßτια τους και
εξαφανßζονται) Τþρα θα πηδÞξουμε λßγες
þρες στη ζωÞ μιας μÝρας του Γκρüβερς
Κüρνερς. Προτοý üμως προχωρÞσουμε θα
Þθελα να μÜθετε περισσüτερα για τη
μικρÞ μας πüλη, διÜφορα πρÜγματα. Γι’
αυτü παρακÜλεσα τον καθηγητÞ
ΓουÀλλαρντ να Ýρθει απü το
ΠανεπιστÞμιο της πολιτεßας του Νιου
ΧÜμσαúρ, για να μας σκιαγραφÞσει σε
γενικÝς γραμμÝς την ιστορßα μας, Ýνα
εßδος επιστημονικÞς περιγραφÞς ας
ποýμε. Ο καθηγητÞς κ. ΓουÀλλαρντ
παρακαλþ; (Ο ΚαθηγητÞς ΓουÀλλαρντ με
εμφÜνιση επαρχιþτη, γυαλιÜ δεμÝνα με
φαρδιÜ σατÝν κορδÝλα, μπαßνει απü τα
δεξιÜ κρατþντας κÜτι σημειþσεις).
ΕπιτρÝψατÝ μου να σας παρουσιÜσω τον
κ. ΓουÀλλαρντ, καθηγητÞ του
Πανεπιστημßου μας. Ευχαριστþ κ.
καθηγητÜ! Λßγες μüνον σýντομες
σημειþσεις! Δυστυχþς η þρα μας εßναι
πολý περιορισμÝνη.
ΚΑΘ. ΓΟΥÚΛΛΑΡΝΤ: Γκρüβερς Κüρνερς... Μια στιγμÞ...
Γκρüβερς Κüρνερς. Κεßται επß του
παλαιοτÜτου αρχαιοζωικοý γρανßτου της
Αππαλαχεßου οροσειρÜς. Δýναμαι να εßπω
üτι πρüκειται περß ενüς των
αρχαιοτÝρων εδαφþν του πλανÞτου μας.
Εßμεθα εξαιρετικÜ υπερÞφανοι δι’ αυτü.
Μßα φλÝβα Δεβονιανοý μελανολßθου,
κοινþς βασÜλτου, διασχßζει την περιοχÞν
με ßχνη Μεσοζωικοý σχιστολßθου και
δεßγματα αμμολßθου, üμως üλα αυτÜ
εßναι πολý μεταγενÝστερα, ηλικßας μüλις
διακοσßων-τριακοσßων εκατομμυρßων
ετþν. ΟρισμÝνα λßαν ενδιαφÝροντα
απολιθþματα, ευρÝθησαν, μπορþ να
εßπω, μοναδικÜ απολιθþματα, τρßα
χιλιüμετρα Ýξω της πüλεως, εις τα
λιβÜδια του ΣÜúλας ΠÝκαμ. Εκτßθενται
εις το Μουσεßον του Πανεπιστημßου μας;
12
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
τας εργασßμους þρας. Θα θÝλατε και τα
μετεωρολογικÜ δεδομÝνα;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ευχαριστþ! Τα θÝλουμε.
ΚΑΘ. ΓΟΥÚΛΛΑΡΝΤ: ΜÝση ετησßα πτþσις βροχÞς 40 ßντσαι.
ΜÝση ετησßα, θερμοκρασßα 43 βαθμοß
ΦÜρεναúτ, κυμαινüμενη μεταξý 102 υπü
σκιÜν το θÝρος και 38 υπü το μηδÝν τον
χειμþνα. Οι... οι... χμ...
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ευχαριστþ; κ. καθηγητÜ. ΜÞπως
Ýχετε τις σημειþσεις του καθηγητοý
Γκροýμπερ για την ιστορßα της
ανθρþπινης ζωÞς σ’ αυτü τον τüπο;
ΚΑΘ. ΓΟΥÚΛΛΑΡΝΤ: Χμ… ναι... ΑνθρωπολογικÜ δεδομÝνα!
Παλαιüθεν κατοικουμÝνη υπü φυλþν
ΕρυθροδÝρμων ΚοταχÜτσυ... αρχαιüτερα
ßχνη κατÜ τον δÝκατον αιþνα... χμ...
σÞμερον Ýχουν πλÞρως εκλεßψει... ΠιθανÜ
ßχνη εμφανßζονται εις τρεις οικογενεßας.
ΜετανÜστευσις κατÜ τα τÝλη του
δεκÜτου εβδüμου αιþνος Αγγλοσαξþνων,
βραχυκεφÜλων και γαλανοφθÜλμων...
κατÜ πλειονüτητα. ¸κτοτε
μετανÜστευσις εσχÜτως, Σλαβικþν και
Μεσογειακþν τýπων...
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Και τι πληθυσμüς κ. καθηγητÜ;
ΚΑΘ. ΓΟΥÚΛΛΑΡΝΤ: Εντüς των ορßων του σχεδßου πüλεως:
2.640. Ο ταχυδρομικüς τομεýς
περιλαμβÜνει επß πλÝον 507 κατοßκους
των περιχþρων. Η θνησιμüτης και ο
αριθμüς γεννÞσεων παρουσιÜζουν
αναλογßαν σταθερÜν. Με τον δεßκτη Μακ
ΦÝρσον: 6.032.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Σας ευχαριστþ πÜρα πολý κ.
καθηγητÜ. Μας υποχρεþσατε üλους.
ΚΑΘ. ΓΟΥÚΛΛΑΡΝΤ: ΚÜθε Üλλο κýριε, κÜθε Üλλο.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Απü δω περÜστε κ. καθηγητÜ και σας
ευχαριστþ και πÜλι. (Βγαßνει ο
ΚαθηγητÞς Γουßλλαρντ) Τþρα η πολιτικÞ
και κοινωνικÞ κατÜσταση. Ο εκδüτης της
εφημερßδας μας. Ο κ. ΓουÝμπ. Ο κ.
ΓουÝμπ;
(Η Κυρßα ΓουÝμπ εμφανßζεται στην πüρτα της)
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¸ρχεται σ’ Ýνα λεπτü. ¸κοψε λßγο το χÝρι
του καθþς καθÜριζε Ýνα μÞλο.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Α, ευχαριστþ κυρßα ΓουÝμπ.
13
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΓρÞγορα ΤσÜρλυ! Ο κüσμος περιμÝνει!
(Βγαßνει η κυρßα ΓουÝμπ)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ο κ. ΓουÝμπ εßναι διευθυντÞς,
ιδιοκτÞτης και εκδüτης του «Φρουροý»
του Γκρüβερς Κüρνερς. Εßναι η τοπικÞ
μας εφημερßδα, üπως ξÝρετε.
(Ο κ. ΓουÝμπ βγαßνει απü το σπßτι του βÜζοντας το σακÜκι του.
Το δÜκτυλü του εßναι δεμÝνο με το μαντßλι του)
ΓΟΥΕΜΠ: Χμ... δεν χρειÜζεται βÝβαια να σας πω,
üτι Ýχουμε εδþ Ýνα δημοτικü συμβοýλιο
αιρετü. ¼λοι οι Üνδρες ψηφßζουν üταν
συμπληρþσουν τα εικοσιÝνα. Οι γυναßκες
ψηφßζουν εμμÝσως. ΑνÞκουμε στη
μικροαστικÞ τÜξη, με Ýνα μικρü ποσοστü
ευγενþν επαγγελμÜτων! ¸να 10% εßναι
αγρÜμματοι χωρικοß. Πολιτικþς εßμαστε
86% ΡεμπουμπλικÜνοι, 6% Δημοκρατικοß,
4% ΣοσιαλιστÝς. Οι υπüλοιποι αδιÜφοροι!
Θρησκευτικþς, εßμαστε 85%
Διαμαρτυρüμενοι, 12% Καθολικοß οι
υπüλοιποι αδιÜφοροι! ΘÝλετε τις
στατιστικÝς για τους απüρους Þ για τους
ψυχοπαθεßς;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ¼χι, ευχαριστþ. ¸χετε τßποτα δικÜ
σας σχüλια, κýριε ΓουÝμπ;
ΓΟΥΕΜΠ: Μια πολý συνηθισμÝνη μικρÞ πüλη, αν
θÝλετε τη γνþμη μου. ΚÜπως πιο
συμμαζεμÝνη απü τις περισσüτερες. ºσως
πολý πιο ανιαρÞ. Στη νεολαßα μας üμως
φαßνεται να της αρÝσει αρκετÜ εδþ! 90%
απü τους απüφοιτους του Γυμνασßου
μÝνουν οριστικÜ εδþ για να ζÞσουν τη
ζωÞ τους κι üταν ακüμα Ýχουν πÜει σε
κολλÝγιο.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ευχαριστþ κ. ΓουÝμπ. Τþρα, μÞπως
θÝλει κανÝνας θεατÞς να ρωτÞσει τßποτα
τον κ. ΓουÝμπ για την πüλη μας;
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Πßνει πολý ο κüσμος στην πüλη σας;
ΓΟΥΕΜΠ: Να σας πω κυρßα μου! Δεν ξÝρω τι
εννοεßτε üταν λÝτε «πολý». Τα
Σαββατüβραδα τα παλληκÜρια που
δουλεýουνε στις φÜρμες μαζεýονται
κÜτω στο στÜβλο του ¸λλερυ ΓκρÞνοου
και ξελαρυγγιÜζονται λιγÜκι. Ε, και στην
ΕθνικÞ ΕορτÞ πßνω και εγþ το ποτηρÜκι
14
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
μου και στην ΕπÝτειο της ΑνακωχÞς
φυσικÜ. ¸χουμε κÜνα-δυο μπεκρÞδες,
αλλÜ κι αυτοß νιþθουνε τýψεις οπüτε μας
Ýρθει κανÝνας ιεροκÞρυκας. ¼χι κυρßα
μου, θα ‘λεγα πως το οινüπνευμα δεν το
συνηθßζουμε, παρÜ μüνο για φÜρμακο. Για
το δÜγκωμα του φιδιοý εßναι Ýνα κι Ýνα
üπως ξÝρετε.
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δε σκÝπτεσθε καθüλου την πüλη σας;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Πιο μπροστÜ, δεν Ýρχεστε λßγο πιο
μπροστÜ, να σας ακοýμε üλοι; Τι λÝγατε;
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ: Δε λογαριÜζει κανεßς στην πüλη σας την
κοινωνικÞ αδικßα και την οικονομικÞ
ανισüτητα;
ΓΟΥΕΜΠ: ΒÝβαια, üλος ο κüσμος, Üλλο να σας τα
λÝω! Θα ‘λεγε κανεßς πως üλη μας την
þρα την περνÜμε συζητþντας ποιος
εßναι πλοýσιος και ποιος φτωχüς!
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ: Τüτε γιατß δεν κÜνετε τßποτα;
ΓΟΥΕΜΠ: Να σας πω, εßμαστε Ýτοιμοι να
ακοýσουμε τη γνþμη οποιουδÞποτε για
να επιπλεýσουν οι εργατικοß και οι
μυαλωμÝνοι και οι τεμπÝληδες και οι
καυγατζÞδες να κÜτσουνε στον πÜτο.
¼ποιος ξÝρει τρüπο, να ‘ρθει να μας το
πει. ¼μως þσπου να το κανονßσουνε
αυτü, εμεßς προσπαθοýμε και
φροντßζουμε για κεßνους που δεν τα
βγÜζουν πÝρα μοναχοß τους και üσους τα
βγÜζουν πÝρα τους αφÞνουμε Þσυχους.
Τßποτα Üλλες ερωτÞσεις;
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑ: Δεν μου λÝτε κ. ΓουÝμπ, υπÜρχει καθüλου
εκπολιτιστικÞ διÜθεση και αγÜπη του
ωραßου στο Γκρüβερς Κüρνερς;
ΓΟΥΕΜΠ: ¼χι και πολλÞ, üχι με το νüημα που το
λÝτε εσεßς. Τþρα που το σκÝφτομαι εßναι
κÜτι κορßτσια που παßζουν πιÜνο στις
επιδεßξεις του Γυμνασßου üμως δεν το
κÜνουν με την καρδιÜ τους. Ναι… Κι
Ýπειτα βÝβαια η κüρη μου διÜβασε τον
«¸μπορο της Βενετßας» στο σχολεßο της.
¼λα αυτÜ κατÜ βÜθος τους φαßνονται
πολý μακριÜ τους… Με καταλαβαßνετε.
¼χι κυρßα μου, δεν Ýχουμε και πολý
καλλιÝργεια του ωραßου, üμως εδþ ßσως
15
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
πρÝπει να σας πω, üτι Ýχουμε και μεις
πρÜγματα που χαιρüμαστε με τον τρüπο
μας. Μας αρÝσει ο Þλιος üταν βγαßνει το
πρωß απü τα βουνÜ και üλοι μας
προσÝχουμε τα πουλιÜ, τα
παρακολουθοýμε πολý, üπως και τα
δÝντρα και τα λουλοýδια. Και
προσÝχουμε και τις εποχÝς της φýσης!
Ναι, αυτÜ τα ξÝρουμε και τα χαιρüμαστε
üλοι. ¼μως για τα Üλλα, Ýχετε δßκιο
κυρßα μου! Λßγα πρÜγματα. Να, τον
«Ροβινσþνα Κροýσο» και την Βßβλο, το
ΛÜργκο του Χαßντελ… αυτÜ τα ξÝρουμε!
Κι απü ζωγραφικÞ τη «ΜητÝρα» του
ΧουÀστλερ! Να ως εκεß φτÜνουμε.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΚΥΡΙΑ: Το φαντÜστηκα! Ευχαριστþ!
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ωραßα! Εν τÜξει. Σας ευχαριστþ πολý
üλους. (Ο ΓουÝμπ φεýγει). Τþρα ας
γυρßσουμε στην πüλη μας. Εßναι νωρßς το
απüγευμα. Οι 2.640 κÜτοικοι Ýφαγαν το
μεσημεριανü τους και üλα τα πιÜτα
Ýχουν πλυθεß. Η ησυχßα του
απομεσÞμερου βαραßνει πÜνω στην πüλη.
Μια βοÞ κι Ýνα βοýισμα Ýρχεται απü τα
σχολεßα. Στον κεντρικü μας δρüμο εßναι
μüνο μερικÜ αμÜξια, τα Üλογα
κοιμοýνται ορθÜ, δεμÝνα στα παλοýκια,
üλοι σας θυμÜστε πως Þταν εκεßνη την
εποχÞ. Ο γιατρüς Γκßμπς εßναι στο
ιατρεßο του. ΧτυπÜει με τα δÜχτυλα,
τους ανθρþπους στην πλÜτη και τους
βÜζει να κÜνουν «ααα». Ο κýριος ΓουÝμπ
κουρεýει τη χλüη στον κÞπο του.
ΥπÜρχουν και Üνθρωποι, Ýνας στους
δÝκα, που το θεωροýν προνüμιο να
περιποιοýνται τις πρασιÝς μοναχοß τους.
Α, üχι! Εßναι πιο αργÜ απ’ üτι νüμιζα! Να
τα παιδιÜ που γυρßζουν κιüλας απ’ το
σχολειü.
(Η ¸μιλυ ΓουÝμπ κατεβαßνει ποζÜτη απü τον κεντρικü δρüμο.
ΚρατÜει τα σχολικÜ της βιβλßα. Απü ορισμÝνα σημÜδια
φαßνεται πως φαντÜζεται üτι εßναι μια κυρßα εξαιρετικÞς
κομψüτητας. Τα πÞγαιν’ Ýλα του πατÝρα της με τη μηχανÞ που
κουρεýει τη χλüη, τον φÝρνουν κοντÜ της).
16
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Δεν μπορþ Λüις. ΠρÝπει να γυρßσω σπßτι
να βοηθÞσω τη μητÝρα μου. ¸δωσα το
λüγο μου.
ΓΟΥΕΜΠ: ¸μιλυ, περπατÜ απλÜ, σαν Üνθρωπος.
Ποια θαρρεßς πως εßσαι σÞμερα;
ΕΜΙΛΥ: ΜπαμπÜ εßσαι φοβερüς. Μια μου λες να
στÝκομαι ßσια και μια με μαλþνεις γιατß
στÝκομαι. Να κι εγþ, δε θα σ’ ακοýω.
(Του δßνει ξαφνικÜ Ýνα φιλß).
ΓΟΥΕΜΠ: Θεοýλη μου πρþτη φορÜ με φιλÜει μια
τüσο σπουδαßα κυρßα. (Βγαßνει).
(Η ¸μιλυ σκýβει και μαζεýει λουλοýδια κοντÜ στην πüρτα της.
Ο Τζþρτζ Γκßμπς Ýρχεται απ’ τον κεντρικü δρüμο. ΠετÜει μια
μπÜλα σε δυσθεþρητα ýψη και περιμÝνει να την ξαναπιÜσει.
ΚαμιÜ φορÜ χρειÜζεται να κÜνει και πÝντ’ Ýξη βÞματα πßσω για
να την πιÜσει)
ΤΖΩΡΤΖ: Συγνþμη κυρßα Φüρρεστ.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: (Ως κυρßα Φüρρεστ) Στα χωρÜφια να
πας να παßξεις, νεαρÝ. Ο δρüμος δεν
εßναι για να παßζεις το τüπι σου.
ΤΖΩΡΤΖ: Με συγχωρεßτε κυρßα Φüρρεστ. Γεια σου
¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Γεια σου!
ΤΖΩΡΤΖ: Ωραßα μßλησες σÞμερα στην τÜξη.
ΕΜΙΛΥ: ΔηλαδÞ... εßχα ετοιμÜσει μια διÜλεξη για
το Δüγμα του Μονρüε, αλλÜ την
τελευταßα στιγμÞ η δεσποινßς Κüρκοραν
με Ýβαλε να μιλÞσω για την πþληση της
ΛουιζιÜνας απ’ τους ΓÜλλους. Εßχα
δουλÝψει και τα δυο θÝματα πÜρα πολý.
ΤΖΩΡΤΖ: Τσ τσ... ΞÝρεις κÜτι ¸μιλυ; Απü το
παρÜθυρο μου εκεß απÜνω μπορþ τα
βρÜδια και βλÝπω το κεφÜλι σου üταν
γρÜφεις τα μαθÞματÜ σου πÜνω στο
δωμÜτιο σου.
ΕΜΙΛΥ: ΑλÞθεια;
ΤΖΩΡΤΖ: ΠραγματικÜ üμως εßσαι σπουδαßα ¸μιλυ.
Δεν καταλαβαßνω πως μπορεßς και
κÜθεσαι τüσην þρα σε μια καρÝκλα.
Φαßνεται θα σ’ αρÝσουν τα μαθÞματα.
ΕΜΙΛΥ: ΔηλαδÞ, βρßσκω πως εßναι κÜτι που
πρÝπει να το περÜσει κανεßς.
ΤΖΩΡΤΖ: Μμ.
ΕΜΙΛΥ: ΠραγματικÜ δε με νοιÜζει. ΠερνÜει και η
þρα.
17
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι! ¸μιλυ ξÝρεις κÜτι; Θα μποροýσαμε
να σκαρþσουμε Ýνα εßδος τηλÝγραφο απü
κει ως εδþ και πüτε-πüτε να μου πετÜς
καμιÜ ιδÝα για κεßνα τα προβλÞματα της
Üλγεβρας. ΔηλαδÞ üχι τις λýσεις, üχι
βÝβαια. ¸μιλυ... μüνο καμιÜ ιδÝα, Ýτσι...
ΕΜΙΛΥ: Θαρρþ πως αυτü επιτρÝπεται... ¿στε αν
μπερδευτεßς πουθενÜ Τζþρτζ, σφýριξÝ
μου κι εγþ θα σου λÝω.
ΤΖΩΡΤΖ: Φαßνεται πως εßσαι Ýξυπνη απü φυσικοý
σου ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Νομßζω πως Ýτσι γεννιÝται κανεßς.
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι! Εγþ βλÝπεις, θÝλω να γßνω
γεωργüς, και ο θεßος μου ο Λουκ λÝει πως
üταν θα ‘μαι Ýτοιμος να πÜω να δουλÝψω
στο κτÞμα του και αν τα καταφÝρω καλÜ,
σιγÜ-σιγÜ θα μου το δþσει να το ‘χω δικü
μου.
ΕΜΙΛΥ: Και το σπßτι μαζß και üλα;
(Μπαßνει η Κυρßα ΓουÝμπ)
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι... Λοιπüν, ευχαριστþ... Εßναι þρα να
πÜω στο γÞπεδο. Ευχαριστþ για την
παρÝα ¸μιλυ. ΚαλησπÝρα σας κυρßα
ΓουÝμπ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΚαλησπÝρα Τζþρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ: Γεια σου ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Γεια σου Τζþρτζ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¸μιλυ Ýλα να με βοηθÞσεις να μαζÝψω
φασολÜκια για τον χειμþνα. Ο Τζþρτζ
εßχε ανοßξει σωστÞ συζÞτηση, ε; Ε, μα
βÝβαια, μεγÜλωσε πια. Πüσω χρονþ να
εßναι ο Τζþρτζ τþρα;
ΕΜΙΛΥ: Δεν ξÝρω.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Για να δοýμε. ΠρÝπει να εßναι στα δεκÜξι.
ΕΜΙΛΥ: ΜαμÜ, Ýβγαλα Ýνα λüγο στην τÜξη
σÞμερα και τα εßπα πολý ωραßα.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Να τον πεις τον λüγο στον πατÝρα σου
το βρÜδυ στο τραπÝζι. Τι Þτανε το θÝμα;
ΕΜΙΛΥ: Η πþληση της ΛουιζιÜνας. Τα εßπα
νερÜκι. Σ’ üλη μου τη ζωÞ θα βγÜζω
λüγους. ΜαμÜ εßναι αρκετÜ μεγÜλα αυτÜ
εδþ;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Κοßταξε να βρεις λßγο μεγαλýτερα.
ΕΜΙΛΥ: ΜαμÜ, θα μου απαντÞσεις σοβαρÜ σε μια
ερþτηση;
18
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ...
ΕΜΙΛΥ: Θα μου απαντÞσεις;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΦυσικÜ θα σου απαντÞσω.
ΕΜΙΛΥ: ΜαμÜ, εßμαι üμορφη;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΦυσικÜ εßσαι üμορφη. ¼λα μου τα παιδιÜ
Ýχουν ωραßα χαρακτηριστικÜ. Αν δεν
εßχαν, θα ντρεπüμουνα...
ΕΜΙΛΥ: Μα μαμÜ, δε σε ρωτÜω αυτü. Εκεßνο που
θÝλω να πω εßναι… εßμαι νüστιμη;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ναι, σου το εßπα μια και καλÞ, φτÜνει
τüσο. ¸χεις Ýνα ωραßο, νüστιμο, νεανικü
προσωπÜκι. ΚαλÝ τι ανοησßες εßναι
αυτÝς!
ΕΜΙΛΥ: Μα μαμÜ, ποτÝ δε μας λες την αλÞθεια.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Την αλÞθεια σου λÝω.
ΕΜΙΛΥ: ΜαμÜ Þσουνα üμορφη εσý;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ναι Þμουν. ¼χι πως το λÝω εγþ. ¹μουν
το πιο üμορφο κορßτσι μες στην πüλη
υστÝρα απü την ΜÝμι ΚÜρτραúτ.
ΕΜΙΛΥ: Ναι μαμÜ, Üλλα πρÝπει να μου πεις κÜτι
για μÝνα. Εßμαι αρκετÜ üμορφη για να
ενδιαφερθεß…για να ενδιαφερθοýν για
μÝνα;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¸μιλυ με κοýρασες. ΦτÜνει πια. Εßσαι
αρκετÜ üμορφη για üτι χρειÜζεται
συνÞθως. ¸λα τþρα μαζß μου και πÜρε
και τη λεκÜνη.
ΕΜΙΛΥ: Α μαμÜ, δε μου λες κÜτι να με βοηθÞσεις
λιγÜκι.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ευχαριστþ! Ευχαριστþ πολý! ΑρκετÜ
ως εδþ. ΠρÝπει να σας διακüψω πÜλι.
Ευχαριστþ κυρßα ΓουÝμπ, ευχαριστþ
¸μιλυ. (Η Κυρßα ΓουÝμπ και η ¸μιλυ
βγαßνουν). ΥπÜρχουν και Üλλα πρÜγματα
σ’ αυτÞ τη μικρÞ πüλη που πρÝπει να
ερευνÞσουμε. ΑυτÞ τη φορÜ θα τα
πÜρουμε διαφορετικÜ Θα τα δοýμε üλα
αυτÜ κοιτÜζοντας πßσω, ýστερα απü
πολλÜ χρüνια. Δεν πρüκειται να σας πω
τι απüγιναν οι δυο οικογÝνειες που
βλÝπουμε τüση þρα, γιατß αυτü θα σας
το δεßξει η συνÝχεια του Ýργου. ΑλλÜ ας
πÜρουμε τον Τζο Κρüουελλ, τον νεαρü
που μοιρÜζει εφημερßδες. Ο Τζο Þταν
πολý Ýξυπνο παιδß. ¸βγαλε πρþτος το
19
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΓυμνÜσιο και πÞρε μια υποτροφßα για το
Πολυτεχνεßο της Βοστþνης. ¼μως
ξÝσπασε ο πüλεμος και ο Τζο σκοτþθηκε
κÜπου στη Γαλλßα. ¼λη του η μüρφωση
πÞγε του κÜκου. Ο ΧÜουú Νιοýσαμ ακüμη
μοιρÜζει γÜλα στο Γκρüβερς Κüρνερς.
Εßναι γÝρος πια, Ýχει Ýνα σωρü βοηθοýς,
üμως ακüμα το μοιρÜζει μüνος του. ΛÝει
πως Ýτσι νοιþθει τον αÝρα της πüλης.
¼λους τους λογαριασμοýς τους κρατÜει
με το νου του. ΠοτÝ δε γρÜφει λÝξη. Το
μαγαζß του κ. Μüργκαν δεν εßναι το ßδιο
πια. Τþρα Ýχει γßνει σωστü μαγαζß
μεγαλοýπολης. Ο κ. Μüργκαν
τραβÞχτηκε απü τη δουλειÜ και πÞγε να
ζÞσει στο Σαν ΝτιÝγκο, πÝρα στην
Καλιφüρνια, üπου η κüρη του
παντρεýτηκε Ýναν κτηματομεσßτη.
ΚÝρμπυ τον Ýλεγαν. Ο κ. Μüργκαν πÝθανε
εκεß το 1935 και τον θÜψανε κÜτω απü
κÜτι φοινικιÝς. Στα στερνÜ του φαßνεται
πως ξÝχασε τη θρησκεßα του και το
γýρισε σε Ýνα εßδος Νεοσκεπτικισμü Þ
κÜτι τÝτοιο. Τον διÜβασαν με κÜτι
μοντÝρνα ποιÞματα και ýστερα τον
Ýκαψαν. Φαßνεται πως σ’ εκεßνο το κλßμα
ο Üνθρωπος του Νιου ΧÜμσαúαρ τσÜκισε
μÝσα του, Ýτσι θαρρþ εγþ. Οι ΚÜρτραúτ
γßνονται üλο και πιο πλοýσιοι. Το σπßτι
τους μÝνει κλειστü τους περισσüτερους
μÞνες του χρüνου. Γυρνοýν και
καλοτρþνε στα μεγÜλα ξενοδοχεßα
τþρα, στη λουτρüπολη Χοτ-Σπρßνγκς στη
Βιρτζßνια και στο ΜαúÜμι. ΛÝνε πως ο
χειμþνας εßναι τÜχα κρýος εδþ στον
τüπο μας. Οι επιχειρÞσεις ΚÜρτραúτ
Üρχισαν τþρα να χτßζουν μια καινοýργια
ΤρÜπεζα εδþ στο Γκρüβερς Κüρνερς. Το
μÜρμαρο πÞγαν και το ‘φεραν απ’ το
ΒÝρμοντ, ντρÝπομαι που το λÝω. Και
ρþτησαν Ýνα φßλο μου τι πρÝπει να
βÜλουν στο θεμÝλιο λßθο για να το
ξεθÜψουν οι Üνθρωποι που θα ζουν
υστÝρα απü χßλια χρüνια. ΦυσικÜ, βÜλανε
Ýνα φýλλο των «ΤÜιμς» της ΝÝας Υüρκης
20
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
κι Ýνα φýλλο του «Φρουροý» που βγÜζει
ο κ. ΓουÝμπ. Μας ενδιαφÝρουν αυτÜ γιατß
κÜτι επιστÞμονες βρÞκαν Ýναν τρüπο να
αλεßβεις üλες αυτÝς τις φυλλÜδες με Ýνα
εßδος κüλλα, κüλλα απü χαλαζßα, που θα
τις κÜνει να κρατÞσουν χßλια, δυο
χιλιÜδες χρüνια. Θα βÜλουμε μια Βßβλο,
το Σýνταγμα των ΕνωμÝνων Πολιτειþν
και Ýνα βιβλßο με τα Üπαντα του Σαßξπηρ.
Τι λÝτε εσεßς γι’ αυτü φßλοι μου; Ε, τι
λÝτε; ΞÝρετε, η Βαβυλþνα κÜποτε εßχε
δυο εκατομμýρια κατοßκους και το μüνο
που ξÝρουμε γι’ αυτοýς εßναι τα ονüματα
των βασιλιÜδων τους και κÜτι συμβüλαια
για την πþληση του σιταριοý και των
σκλÜβων. Κι üμως κÜθε βρÜδυ üλες
εκεßνες οι οικογÝνειες καθüτανε να φÜνε
κι ο πατÝρας γýριζε απü τη δουλειÜ του
και ο καπνüς ανÝβαινε απü την καμινÜδα,
üπως και σÞμερα εδþ. Ακüμα και για την
ΕλλÜδα και τη Ρþμη, τα λßγα που
ξÝρουμε για την πραγματικÞ ζωÞ των
ανθρþπων, εßναι üσα βγÜζουμε απü κÜτι
κοροúδευτικÜ ποιÞματα και τις κωμωδßες
που 'γρÜφαν για το θÝατρο εκεßνο τον
καιρü. ¸τσι κι εγþ θα βÜλω Ýνα
αντßγραφο του Ýργου που παßζουμε στο
θεμÝλιο λßθο και οι Üνθρωποι ýστερα απü
χßλια χρüνια θα ξÝρουν μερικÜ απλÜ
πρÜγματα για μας, κÜτι περισσüτερο απü
τη συνθÞκη των Βερσαλλιþν και την
διÝλευση του Ατλαντικοý απü τον
Λßντμπεργκ. Καταλαβαßνετε; Ε εσεßς οι
Üνθρωποι που θα ζεßτε χßλια χρüνια απü
σÞμερα! Στις αρχÝς του εικοστοý αιþνα,
στις επαρχßες κοντÜ στη ΝÝα Υüρκη, ο
κüσμος Ýτρωγε τρεις φορÝς τη μÝρα, το
πρωß αφοý Ýβγαινε ο Þλιος, το μεσημÝρι
και μετÜ το ηλιοβασßλεμα. ΚÜθε Ýβδομη
ημÝρα, Þταν απü το νüμο και απü τη
θρησκεßα, ημÝρα αναπαýσεως και üλες οι
εργασßες σταματοýσαν. Θρησκεßα εκεßνο
τον καιρü Þταν ο Χριστιανισμüς.
ΦαντÜζομαι να Ýχουν σωθεß και Üλλες
μαρτυρßες για τον Χριστιανισμü. Η
21
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
οικογενειακÞ οργÜνωση εκεßνο τον καιρü
Þταν ο γÜμος. ¸νας δεσμüς ανÜμεσα σ’
Ýναν Üντρα και μια γυναßκα που
κρατοýσε για üλη τους τη ζωÞ. Ο
Χριστιανισμüς απαγüρευε τον φüνο,
üμως μποροýσες να σκοτþνεις ζþα και
μποροýσες να σκοτþνεις και ανθρþπους
στον πüλεμο Þ και εκτελþντας κατÜδικο
με θανατικÞ ποινÞ. Θαρρþ πως δεν
χρειÜζεται να σας πω για τις
κυβερνÞσεις και τις επιχειρÞσεις, γιατß
αυτÝς οι πληροφορßες εßναι οι πρþτες
που περισþζονται πÜντα. Για να δοýμε αν
Ýχουμε να ποýμε τßποτα Üλλο. Α! Ναι!
¼ταν πÝθαιναν οι Üνθρωποι τους Ýθαβαν
στο χþμα, üπως βρισκüτανε. ¸τσι λοιπüν
φßλοι μου, μ’ αυτü τον τρüπο,
μεγαλþναμε και παντρευüμασταν και
πορευüμασταν και ζοýσαμε και
πεθαßναμε. Τþρα ας ξαναγυρßσουμε την
ßδια μÝρα στη μικρÞ μας πüλη. ¸χουν
περÜσει πολλÝς þρες. Εßναι βρÜδυ. Απü
την ΣυνοδικÞ εκκλησßα ακοýγεται η
πρüβα της χορωδßας. ¼λα τα παιδιÜ
Ýχουν γυρßσει σπßτι τους και μελετοýν τα
μαθÞματÜ τους. Η μÝρα αργοπορεß σαν
Ýνα κουρασμÝνο ρολüι.
(Μια χορωδßα που φαßνεται μισοκρυμμÝνη στην ορχÞστρα
Üρχισε να τραγουδÜ «ΕυλογημÝνοι οι δεσμοß που ενþνουν». Ο
Σßμον Στιμσον διευθýνει üρθιος. Δýο σκαλωσιÝς προβαßνουν
απü τις κουÀντες. Χρησιμεýουν για να υποδηλþνουν το επÜνω
πÜτωμα των σπιτιþν των Γκßμπς και των ΓουÝμπ. Ο Τζþρτζ και
η ¸μιλυ τις ανεβαßνουν και καταγßνονται με τα μαθÞματα
τους. Ο γιατρüς Γκßμπς μπαßνει και κÜθεται να διαβÜσει στην
κουζßνα-τραπεζαρßα του σπιτιοý του).
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Για ακοýστε εδþ üλοι σας. Η μουσικÞ
Þρθε στον κüσμο για να δßνει
ευχαρßστηση. Πιο απαλÜ! Πιο απαλÜ!
ΒγÜλτε το απü το κεφÜλι σας πως η
μουσικÞ εßναι καλÞ μüνο üταν
ξεφωνßζουν. ΑφÞστε τα ξεφωνητÜ για
τους ΜεθοδιστÝς. Μ’ αυτοýς και να
θÝλετε δεν τα βγÜζετε πÝρα. Απ’ την
αρχÞ τþρα. Τενüροι!
ΤΖΩΡΤΖ: Σσστ! ¸μιλυ!
22
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Γεια σου.
ΤΖΩΡΤΖ: Γεια σου!
ΕΜΙΛΥ: Δεν μπορþ να συγκεντρωθþ καθüλου. Το
φως του φεγγαριοý εßναι τüσο τρομερü.
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ, Ýκανες το τρßτο πρüβλημα.;
ΕΜΙΛΥ: Ποιü;
ΤΖΩΡΤΖ: Το τρßτο.
ΕΜΙΛΥ: Α βÝβαια Τζþρτζ! Αυτü εßναι το πιο
εýκολο απ’ üλα.
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν το καταλαβαßνω. ¸μιλυ, μπορεßς να
μου πετÜξεις καμιÜ ιδÝα;
ΕΜΙΛΥ: Θα σου πω μüνο τüσο… Η λýση εßναι σε
γυÜρδες.
ΤΖΩΡΤΖ: Σε γυÜρδες; Πþς γßνεται αυτü;
ΕΜΙΛΥ: Σε τετραγωνικÝς γυÜρδες.
ΤΖΩΡΤΖ: Α... σε τετραγωνικÝς γυÜρδες...
ΕΜΙΛΥ: Ναι Τζþρτζ! Δεν καταλαβαßνεις;
ΤΖΩΡΤΖ: Μμμ.
ΕΜΙΛΥ: Σε τετραγωνικÝς γυÜρδες ταπετσαρßας.
ΤΖΩΡΤΖ: Ταπετσαρßας… Α! Τþρα κατÜλαβα. Σ’
ευχαριστþ πολý, ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Παρακαλþ! ΘεÝ μου δεν εßναι φοβερü το
φως του φεγγαριοý; Και αυτÞ η χορωδßα
που τραγουδÜει! Θαρρþ πως αν
κρατÞσεις την ανÜσα σου μπορεß ν’
ακοýσεις το τραßνο μÝχρι κÜτω στο
Κοντοýκακ. Τ’ ακοýς;
ΤΖΩΡΤΖ: Μμμμ. Για φαντÜσου!
ΕΜΙΛΥ: Αχ, θαρρþ πως πρÝπει να πÜω να
συγκεντρωθþ για να μελετÞσω.
ΤΖΩΡΤΖ: Καληνýχτα ¸μιλυ. Κι ευχαριστþ πολý.
ΕΜΙΛΥ: Καληνýχτα Τζþρτζ.
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Προτοý να το ξεχÜσω, πüσοι απü σας θα
μπορÝσετε να ‘ρθεßτε την Τρßτη τ’
απüγευμα να τραγουδÞσετε στο γÜμο του
Φρεντ ΧÝρσεû; Να σηκþσουνε το χÝρι. Α,
ωραßα, εν τÜξει. Θα ποýμε τα ßδια που
εßπαμε στο γÜμο της ΤζÝην Τρüουμπριτζ
τον περασμÝνο μÞνα. Τþρα να πÜρουμε
λιγÜκι το «Εßσαι κουρασμÝνος, εßσαι
αποκαμωμÝνος;» Εßναι μια ερþτηση
κυρßες και κýριοι, και πρÝπει να ρωτÜτε
ζωντανÜ. ¸τοιμοι!
ΓΚΙΜΠΣ: Τζþρτζ Ýλα κÜτω μια στιγμÞ.
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι μπαμπÜ. (Κατεβαßνει απü τη σκÜλα).
23
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΓΚΙΜΠΣ: ΚÜθισε Τζþρτζ! ΒολÝψου! Θα σε
κρατÞσω μüνο Ýνα λεπτü. Τζþρτζ πüσο
χρονþ εßσαι;
ΤΖΩΡΤΖ: Εγþ; Εßμαι δεκÜξι, δεκαεφτÜ σχεδüν.
ΓΚΙΜΠΣ: Τι θÝλεις να κÜνεις üταν βγÜλεις το
σχολεßο;
ΤΖΩΡΤΖ: Μα το ξÝρεις μπαμπÜ! ΘÝλω να πÜω να
δουλÝψω στο κτÞμα του θεßου Λουκ.
ΓΚΙΜΠΣ: Δε μου λες, θα εßσαι πρüθυμος να
σηκþνεσαι πρωß και να αρμÝγεις και να
ταÀζεις τα ζωντανÜ... Θα μπορεßς να
πολεμÜς üλη μÝρα;
ΤΖΩΡΤΖ: Και βÝβαια πατÝρα. Γιατß μου το… Τι
θÝλεις να πεις μπαμπÜ;
ΓΚΙΜΠΣ: Να σου πω Τζþρτζ! Την þρα που Þμουν
σÞμερα στο γραφεßο μου, Üκουσα Ýναν
παρÜξενο θüρυβο... Και τι θαρρεßς πως
Þταν; Η μητÝρα σου που Ýσκιζε ξýλα.
ΒλÝπεις λοιπüν, η μητÝρα σου σηκþνεται
χαρÜματα, μαγειρεýει üλη μÝρα, πλÝνει
και σιδερþνει και σα να μη φτÜνουν üλα
αυτÜ πρÝπει να βγει στην αυλÞ να κüψει
και τα ξýλα. ΦαντÜζομαι πως θα
βαρÝθηκε πια να σε παρακαλÜει. Εßδε κι
απüειδε και βρÞκε πως Þταν πιο εýκολο
να κÜτσει να τα κüψει μüνη της. Και εσý
τρως το φαγητü που σου ετοιμÜζει και
φορÜς τα ροýχα που φροντßζει κι ýστερα
ανοßγεις την πüρτα και πηγαßνεις και
παßζεις μπÜλα, σαν να Þταν καμιÜ
υπηρÝτρια που Ýχουμε στο σπßτι, Üλλα
που δεν την συμπαθοýμε και πολý. ¸λα
τþρα! Το ‘ξερα εγþ πως Ýφτανε να σου
το πω μονÜχα. Να, πÜρε Ýνα μαντßλι παιδß
μου. Χμμ... Τζþρτζ, αποφÜσισα να σου
αυξÞσω το χαρτζιλßκι σου. Θα σου δßνω
25 σεντς την εβδομÜδα! ¼χι βÝβαια για
να κüβεις ξýλα για τη μητÝρα σου, γιατß
αυτü θα το κÜνεις για το χατßρι της, σαν
δþρο, αλλÜ γιατß Ýχεις μεγαλþσει και θα
τα χρειÜζεσαι για Ýνα σωρü πρÜγματα.
ΤΖΩΡΤΖ: Ευχαριστþ μπαμπÜ.
ΓΚΙΜΠΣ: Για να δοýμε, αýριο εßναι ημÝρα
πληρωμÞς. Ας ποýμε απü αýριο. Χμ…ßσως
η ΡεβÝκκα να θÝλει κι αυτÞ κÜτι
24
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
περισσüτερο. Θα ‘θελα να ξÝρω τι Ýγινε η
μητÝρα σου. ΠοτÝ δεν Üργησε τüσο σε
πρüβα της χορωδßας.
ΤΖΩΡΤΖ: Εßναι μüνο οκτüμισυ μπαμπÜ.
ΓΚΙΜΠΣ: Δεν μπορþ να καταλÜβω τι δουλειÜ Ýχει
μ’ αυτÞ τη χορωδßα. Απü φωνÞ Ýχει üσο
και μια γριÜ κÜργα... Να σεργιανßζει
στους δρüμους τÝτοια þρα, νυχτιÜτικα...
¿ρα να πας να πÝσεις, ε παιδß μου;
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι μπαμπÜ.
(Ο Τζþρτζ ανεβαßνει τη σκÜλα. ΓÝλια και καληνυχτßσματα
ακοýγονται στην αριστερÞ κουÀντα και αμÝσως η Κυρßα Γκßμπς,
η Κυρßα Σüαμς και η Κυρßα ΓουÝμπ κατεβαßνουν απü τον
κεντρικü δρüμο. ¼ταν φτÜσουν στο κÝντρο της σκηνÞς
σταματοýν)
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Καληνýχτα ΜÜρθα. Καληνýχτα κýριε
Φüστερ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Θα το πω στον Üντρα μου, το δßχως Üλλο
θα το βÜλει στην εφημερßδα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τι αργÜ που εßναι!
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Καληνýχτα ºρμα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ωραßα πρüβα απüψε, ε Μýρτλ! Κοßταξε το
φεγγÜρι! ¼χι, κοßταξε το. Τς τς τς!
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: ΦυσικÜ δεν Þθελα να πω λÝξη μπροστÜ
στους Üλλους, αλλÜ τþρα που εßμαστε
εμεßς κι εμεßς, πραγματικÜ, χειρüτερο
σκÜνδαλο δεν Ýχει δει ο τüπος μας.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τι πρÜγμα;
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Ο Σßμον Στßμσον…
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸λα τþρα ΛουÝλλα.
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Μα Τζοýλια! Να ‘χεις τον οργανßστα της
εκκλησßας μεθυσμÝνο, χρüνος μπαßνει,
χρüνος βγαßνει. Το εßδες απüψε πως Þταν
μεθυσμÝνος.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸λα τþρα ΛουÝλλα! ¼λοι το ξÝρουμε για
τον κýριο Στßμσον και üλοι ξÝρουμε τα
βÜσανα που πÝρασε. Και ο αιδεσιμüτατος
ΦÝργκυσον τα ξÝρει üλα και αφοý ο
αιδεσιμüτατος τον κρατÜει στη δουλειÜ,
το μüνο που μας μÝνει, εßναι να κÜνουμε
πως δε βλÝπουμε.
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Πως δε βλÝπουμε! Μα πÜει απü το κακü
στο χειρüτερο.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ε üχι δα ΛουÝλλα. Καλýτερα πÜει. Εßμαι
σ’ αυτÞ τη χορωδßα χρüνια προτοý να
25
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
‘ρθεις εσý. Τþρα δεν συμβαßνει το
πρÜγμα τüσο συχνÜ üσο Üλλοτε. ΘεÝ μου,
τÝτοια νýχτα εßν’ αμαρτßα να πÜει κανεßς
να κοιμηθεß. ¢ντε να πηγαßνω. Εκεßνα τα
παιδιÜ εßν’ Üξια να κÜθονται ξýπνια üλη
νýχτα. Καληνýχτα ΛουÝλλα.
(Πηγαßνει βιαστικÜ στο σπßτι της και χÜνεται).
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Μπορεßς να πας μüνη σου ΛουÝλλα;
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: ΦÝγγει σα μÝρα-μεσημÝρι. ΒλÝπω τον κ.
Σüαμς που με αγριοκοιτÜει απ’ το
παρÜθυρο. Αν Üκουγε κανεßς τους Üντρες
μας, θα ‘λεγε πως εßχαμε πÜει σε χορü.
(ΕπανειλημμÝνες καληνýχτες. Η κυρßα Γκιμπς φτÜνει στο σπßτι
της)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Α ωραßα περÜσαμε απüψε.
ΓΚΙΜΠΣ: ¢ργησες.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸λα τþρα ΦρÜνκ! ¼τι þρα γυρνÜμε
πÜντα.
ΓΚΙΜΠΣ: Και σταματÜς και στη γωνιÜ για να
κουτσομπολÝψεις μ’ üλες αυτÝς τις
κλþσσες.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸λα τþρα ΦρÜνκ, μη γßνεσαι ανÜποδος.
¸λα εδþ Ýξω να μυρßσεις τα λουλοýδια
με το φεγγÜρι. (Σεργιανßζουν μπροστÜ
στα φþτα της ρÜμπας, πιασμÝνοι απ’ το
μπρÜτσο). Θαýμα δεν εßναι; Τι Ýκανες
üση þρα Ýλειπα;
ΓΚΙΜΠΣ: Ε… διÜβασα, üπως πÜντα. Τι
κουτσομπüλευαν απüψε τα κορßτσια;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Λοιπüν, πßστεψε με, ΦρÜνκ, απüψε υπÞρχε
θÝμα για κουτσομπολιü.
ΓΚΙΜΠΣ: Χμμ! Ο Σßμον Στßμσον Þτανε πÜλι στο
κÝφι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Χειρüτερα απü κÜθε Üλλη φορÜ. Πως θα
τελειþσει αυτÞ η ιστορßα ΦρÜνκ; Ο
αιδεσιμüτατος δεν μπορεß να τον
συγχωρεß πÜντα.
ΓΚΙΜΠΣ: Θαρρþ πως ξÝρω για τα βÜσανα του
Στßμσον περισσüτερα απ’ üσα ξÝρει κÜθε
Üλλος εδþ πÝρα. Μερικοß Üνθρωποι δεν
εßναι φτιαγμÝνοι για να ζÞσουν σε μια
τüσο μικρÞ πüλη. Πως θα τελειþσει,
αυτü δεν το ξÝρω. Μα δεν περνÜει και
τßποτα απ’ το χÝρι μας. Ας τον αφÞσουμε
Þσυχο τον Üνθρωπο. ¸λα, μπες μÝσα.
26
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¼χι, üχι ακüμα. Αχ ΦρÜνκ, εßμαι πολý
ανÞσυχη για σÝνα...
ΓΚΙΜΠΣ: Γιατß;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Θαρρþ πως εßναι καθÞκον μου να
φροντßσω να ξεκουραστεßς πραγματικÜ
και να αλλÜξεις λßγο αÝρα. Αν πÜρω αυτÞ
την κληρονομιÜ, Ýννοια σου και θα
επιμεßνω.
ΓΚΙΜΠΣ: ¸λα τþρα Τζοýλια, δεν υπÜρχει κανÝνας
λüγος να ξαναρχßσουμε πÜλι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΦρÜνκ εßσαι παρÜλογος, αυτü μüνο σου
λÝω.
ΓΚΙΜΠΣ: ΠÜμε Τζοýλια κι εßναι αργÜ. Θα αρπÜξεις
κανÝνα κρυολüγημα προτοý το
καταλÜβεις. Φþναξα τον Τζþρτζ απüψε
και του τα ‘πα Ýνα χερÜκι. Ελπßζω για
λßγο καιρü τουλÜχιστον να σου ‘κüβει τα
ξýλα. ¼χι, üχι, Üφησε τα τþρα κι
ανÝβαινε απÜνω.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΘεÝ μου, εßναι τüσα και τüσα που
θÝλουνε συγýρισμα σ’ Ýνα σπßτι, τüσα και
τüσα. ΞÝρεις ΦρÜνκ, η ΦÝαρτσÜúλντ
πÜντοτε κλειδþνει την εξþπορτα τα
βρÜδια. Και μ’ üλους εκεßνους τους
αλÞτες στο συνοικισμü.
ΓΚΙΜΠΣ: ¢ρχισαν και μεγαλοπιÜνονται οι
ΦÝαρτσÜúλντ, αυτü εßναι. Δεν Ýχουνε
τßποτε που ν’ αξßζει τον κüπο για κλÝψιμο
κι üλος ο κüσμος το ξÝρει.
(Βγαßνουν. Η ΡεβÝκκα ανεβαßνει στη σκαλωσιÜ δßπλα στον
Τζþρτζ)
ΤΖΩΡΤΖ: Φýγε απü δω ΡεβÝκκα. Μüνο Ýνας χωρÜει
στο παρÜθυρο. Μην τα θÝλεις üλα δικÜ
σου.
ΡΕΒΕΚΚΑ: ¸λα, Üσε με να κοιτÜξω Ýνα λεφτü.
ΤΖΩΡΤΖ: ΠÞγαινε στο δικü σου το παρÜθυρο.
ΡΕΒΕΚΚΑ: ΠÞγα· μα απü κει δεν Ýχει φεγγÜρι...
Τζþρτζ, ξÝρεις τι θαρρþ εγþ; Εγþ
θαρρþ πως ßσως το φεγγÜρι Ýρχεται üλο
και πιο κοντÜ και κÜποτε θα γßνει μεγÜλη
σýγκρουση.
ΤΖΩΡΤΖ: ΡεβÝκκα δεν ξÝρεις τι σου γßνεται. Αν το
φεγγÜρι ερχüταν πιο κοντÜ, üλοι εκεßνοι
οι τýποι ποý ξενυχτÜνε με τα τηλεσκüπια
27
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
θα το ‘βλεπαν πρþτοι και θα το ‘βαζαν
üλες οι εφημερßδες.
ΡΕΒΕΚΚΑ: Τζþρτζ δε μου λες. ΦÝγγει τþρα το
φεγγÜρι και στη Νüτιο ΑμερικÞ και στον
ΚαναδÜ και σ’ ολüκληρο το ημισφαßριο;
ΤΖΩΡΤΖ: Μπορεß και να φÝγγει...
(¼ ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς μπαßνει αργÜ-αργÜ)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ΕννιÜμισι. Τα περισσüτερα φþτα
Ýχουν σβÞσει. Μμ, να ο αστυφýλακας ο
Μπιλ Γουüρεν που δοκιμÜζει τις πüρτες
των μαγαζιþν στον κεντρικü δρüμο. Και
απü κει να ο ΓουÝμπ, Ýρχεται αφοý Ýβαλε
την εφημερßδα του στο πιεστÞριο.
ΓΟΥΕΜΠ: ΚαλησπÝρα Μπιλ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ΚαλησπÝρα κ. ΓουÝμπ.
ΓΟΥΕΜΠ: Σπουδαßο φεγγÜρι.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ΠρÜγματι!
ΓΟΥΕΜΠ: ¼λα Þσυχα απüψε;
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Ο Σßμον Στßμσον κÜπου τριγυρνÜει
παραπατþντας. Τþρα εßδα τη γυναßκα
του που βγÞκε για να τον κυνηγÞσει, γι’
αυτü κι εγþ κοßταξα απü το Üλλο μÝρος.
Νατος που ‘ρχεται.
(Ο Σßμον Στßμσον Ýρχεται απü τα αριστερÜ και διασχßζει τον
κεντρικü δρüμο, με ελαφρÜ αβÝβαιο περπÜτημα)
ΓΟΥΕΜΠ: ΚαλησπÝρα Σßμον. ¼λος ü κüσμος Ýπεσε
πια να κοιμηθεß. (Ο Σßμον Στßμσον τον
πλησιÜζει και κοντοστÝκει μια στιγμÞ).
ΚαλησπÝρα. ¼λοι Ýχουν πÝσει για να
περÜσει κι αυτÞ η νýχτα, Σßμον. ¸, þρα
εßναι να μαζευτοýμε κι εμεßς. Να σου
κÜνω λßγη παρÝα ως το σπßτι σου; (Ο
Σßμον Στßμσον συνεχßζει το δρüμο του
χωρßς λÝξη και βγαßνει δεξιÜ).
Καληνýχτα.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Κι εγþ δεν ξÝρω που θα τελειþσει αυτÞ η
ιστορßα κ. ΓουÝμπ.
ΓΟΥΕΜΠ: Ε, εßδε κι αυτüς βÜσανα στη ζωÞ του, το
Ýνα πÜνω στο Üλλο... Μπιλ... αν δεις το
γιο μου να καπνßζει, πες του δυο λüγια, ε
Μπιλ; Σε λογαριÜζει πολý, ξÝρεις.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Δεν νομßζω πως καπνßζει το παιδß κ.
ΓουÝμπ. ΔηλαδÞ, να καπνßσει το πολý
δυο-τρεις φορÝς το χρüνο. Δεν πÜει με
28
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
κεßνη την παλιοπαρÝα που τριγυρνÜει στο
σκοπευτÞριο.
ΓΟΥΕΜΠ: Χμ... μακÜρι. Καληνýχτα Μπιλ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Καληνýχτα κ. ΓουÝμπ.
(Βγαßνει)
ΓΟΥΕΜΠ: Ποιος εßναι εκεß απÜνω; Εσý ‘σαι Μýρτλ;
ΕΜΙΛΥ: ¼χι εγþ εßμαι μπαμπÜ.
ΓΟΥΕΜΠ: Γιατß δεν πÝφτεις στο κρεβÜτι σου;
ΕΜΙΛΥ: Δεν ξÝρω. Απüψε δεν μπορþ να κοιμηθþ
μπαμπÜ απü τþρα. Το φεγγÜρι εßναι τüσο
υπÝροχο. Και η μυρωδιÜ των λουλουδιþν.
Τα ηλιοτρüπια της κυρßας Γκßμπς. Τα
μυρßζεις μπαμπÜ;
ΓΟΥΕΜΠ: Χμ... Ναι. ¸μιλυ μÞπως Ýχεις τßποτα
στενοχþριες παιδß μου;
ΕΜΙΛΥ: Στενοχþριες; ¼χι μπαμπÜ! ¼χι!
ΓΟΥΕΜΠ: Ας εßναι! ΚÜτσε να χαρεßς το φεγγÜρι,
αλλÜ πρüσεξε μη σε τσακþσει η μητÝρα
σου. Καληνýχτα ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Καληνýχτα μπαμπÜ.
(Ο ΓουÝμπ μπαßνει μες στο σπßτι του σφυρßζοντας το
«ΕυλογημÝνοι οι δρüμοι που ενþνουν» και χÜνεται)
ΡΕΒΕΚΚΑ: Σου εßπα! Δε σου εßπα για κεßνο το
γρÜμμα που πÞρε η ΤζÝην Κρüφατ, απü
τον εφημÝριü της üταν Þταν Üρρωστη.
Τον εφημÝριο που εßχαν στην πüλη που
Ýμενε προτοý να ‘ρθει εδþ. Της Ýγραψε
λοιπüν Ýνα γρÜμμα και πÜνω στο φÜκελο
Þταν η διεýθυνση Ýτσι. ¸λεγε: ΤζÝην
Κρüφατ, ΚτÞμα Κρüφατ, Γκρüβερς
Κüρνερς, επαρχßα ΣÜττον, Πολιτεßα Νιου
ΧÜμσαúαρ, ΕνωμÝνες Πολιτεßες της
ΑμερικÞς.
ΤΖΩΡΤΖ: Ε, που εßναι το παρÜξενο;
ΡΕΒΕΚΚΑ: Μα Üκου λοιπüν, δεν τÝλειωσα ακüμα:
ΕνωμÝνες Πολιτεßες της ΑμερικÞς,
¹πειρος Βορεßου ΑμερικÞς, Δυτικü
Ημισφαßριο, Στη Γη Ηλιακü σýστημα
Σýμπαν. Να! ΑυτÜ Ýλεγε στο φÜκελο.
ΤΖΩΡΤΖ: Για φαντÜσου !
ΡΕΒΕΚΚΑ: Κι üμως ο ταχυδρüμος το ‘φερε παρ’ üλα
αυτÜ,
ΤΖΩΡΤΖ: Για φαντÜσου!
29
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Εδþ τελειþνει η Πρþτη ΠρÜξη φßλοι
μου. Μπορεßτε τþρα να πÜτε να
καπνßσετε, üσοι απü σας καπνßζουν.
30
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ
(Τα τραπÝζια και οι καρÝκλες εßναι ακüμα στο ßδιο μÝρος. Οι
σκαλωσιÝς Ýχουν φýγει. Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς εßναι στη
συνηθισμÝνη του θÝση και παρακολουθεß τους θεατÝς που
γυρßζουν στις θÝσεις τους)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ¸χουν περÜσει τρßα χρüνια. Ναι, ο
Þλιος βασßλεψε κι υψþθηκε πÜνω απü
χßλιες φορÝς. Καλοκαßρια και χειμþνες
Ýσκαψαν τα βουνÜ λßγο περισσüτερο και
η βροχÞ κατÝβασε κÜμποσο απ’ το χþμα
τους. ΚÜτι μωρÜ που πριν δεν εßχαν
ακüμη γεννηθεß, Üρχισαν κιüλας να
μιλοýνε και να λÝνε ολüκληρες φρÜσεις.
Μερικοß που νüμιζαν πως Þταν ακüμη
νÝοι και λεβÝντες, κατÜλαβαν πως δεν
μποροýνε πια οýτε μια σκÜλα ν’ ανÝβουν,
χωρßς να λαχανιÜσουν. Σε μερικÜ
τραπÝζια ο πρωτüτοκος γιος κÜθεται
τþρα στη θÝση του πατÝρα και μερικοß-
μερικοß που ξÝρω, πρÝπει για να φÜνε τη
σοýπα τους να τους ταÀσουν με το
κουτÜλι. ¼λ’ αυτÜ γßνονται μÝσα σε
χßλιες μÝρες. Η Φýση προχωρÜει και
μοχθεß με χßλιους δυο τρüπους. Πολλοß
νÝοι αγαπÞθηκαν και παντρεýτηκαν. Ναι,
το βουνü φαγþθηκε μερικÜ χιλιοστÜ του
μÝτρου. ¸να ολÜκερο ποτÜμι νερü
πÝρασε απü το νερüμυλο και που και που
Ýνα καινοýργιο σπιτικü στÞθηκε κÜτω
απü μια στÝγη. ¼λος ο κüσμος σχεδüν
παντρεýεται! ¸τσι δεν εßναι; Και στη
μικρÞ μας πüλη λßγες εßναι οι εξαιρÝσεις.
Οι περισσüτεροι Üνθρωποι στον κüσμο
κατεβαßνουν στον τÜφο παντρεμÝνοι. Η
Πρþτη ΠρÜξη λεγüτανε: «Η ΚαθημερινÞ
ΖωÞ». ΑυτÞ εδþ λÝγεται «¸ρωτας και
ΓÜμος». ¾στερα απü αυτÞν Ýχουμε μια
ΠρÜξη ακüμα. Θαρρþ πως μπορεßτε να
μαντÝψετε τι θα εßναι η Τρßτη ΠρÜξη.
¸τσι λοιπüν. ¸χουν περÜσει τρßα χρüνια.
Εßμαστε στα 1904. Στις 7 Ιουλßου, üτι
Ýχουν τελειþσει οι διαγωνισμοß του
Γυμνασßου. ΑυτÞν ακριβþς την εποχÞ οι
31
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
πιüτεροι νÝοι μας ξυπνÜνε στα καλÜ
καθοýμενα και... παντρεýονται. Μüλις
περÜσουν τις τελευταßες εξετÜσεις στη
στερεομετρßα και στους «Λüγους» του
ΚικÝρονα, θαρρεßς και νομßζουν ξαφνικÜ
πως εßναι Ýτοιμοι για παντρειÜ. Εßναι
πρωß-πρωß. Μüνο, που Ýβρεχε απüψε.
Κατακλυσμüς üλη νýχτα! Ο κÞπος της
κυρßας Γκßμπς κι απü δω της κυρßας
ΓουÝμπ εßναι μοýσκεμα. Τα φασολÜκια και
οι μπιζελιÝς, μοýσκεμα üλα. Χτες üλη
μÝρα, εκεß κÜτω στον κεντρικü μας
δρüμο, στη δημοσιÜ, η βροχÞ Ýπεφτε σα
βαρειÜ κουρτßνα που την κυμÜτιζε ο
Üνεμος. Χμ... μπορεß μÜλιστα να
ξαναρχßσει üπου να ‘ναι. Ορßστε! Ακοýτε;
Το τραßνο για τη Βοστþνη των 5.45’. Να
που Ýρχεται ο ΧÜουú Νιοýσαμ κατÜ δω,
μοιρÜζοντας το γÜλα. Και απü κει, ο Σι
Κρüουελλ κÜνει διανομÞ της εφημερßδας,
üπως ο αδελφüς του πριν απü τρßα
χρüνια. Τον θυμÜστε τον αδελφü του;
¼λα τα γρÜμματα που βÜλθηκε να μÜθει
και που θα παν χαμÝνα; Να και η κυρßα
Γκßμπς και η κυρßα ΓουÝμπ κατεβαßνουν
να ετοιμÜσουν το πρωινü, σÜμπως και
σÞμερα να ‘ναι μια μÝρα σαν üλες τις
ημÝρες. Δεν χρειÜζεται να υπενθυμßσω
στις κυρßες που εßναι στο ακροατÞριο,
πως οι δυο κυρßες που βλÝπουνε μπροστÜ
τους και οι δυο αυτÝς κυρßες, ετοιμÜζουν
το φαγητü τρεις φορÝς τη μÝρα, η μια
εßκοσι χρüνια τþρα, η Üλλη σαρÜντα και
χωρßς διακοπÝς τα καλοκαßρια.
ΑνÜθρεψαν δυο παιδιÜ η καθεμιÜ,
¸πλυναν, Ýκαναν üλο το νοικοκυριü και
ποτÝ δεν Ýπαθαν νευρικÞ υπερκüπωση.
Οýτε και ποτÝ θεωρÞσανε τον εαυτü
τους αδικημÝνο... Εßναι αυτü που λÝει
Ýνας ποιητÞς απü τις πολιτεßες πÝρα στις
κοιλÜδες των μεγÜλων ποταμþν: «ΠρÝπει
ν’ αγαπÜς τη ζωÞ για να ‘χεις ζωÞ. Και
πρÝπει να ‘χεις μÝσα σου ζωÞ, για ν’
αγαπÞσεις τη ζωÞ». Εßναι αυτü που λÝνε
φαýλος κýκλος.
32
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
(Ο Σι Κρüουελλ Ýχει μπει στη σκηνÞ και ρßχνει φανταστικÝς
εφημερßδες κÜτω απü υποθετικÝς πüρτες. Ο ΧÜουú Νιοýσαμ
Þρθε απü τον κεντρικü δρüμο με τη φορÜδα του)
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Ντεε ΜπÝσσυ.
ΣΙ ΚΡΟΟΥΕΛΛ: ΚαλημÝρα ΧÜουú.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΚαλημÝρα. ΛÝει κανÝνα νÝο η εφημερßδα
σου που ν’ αξßζει να το μÜθουμε κι εμεßς;
ΣΙ ΚΡΟΟΥΕΛΛ: ΚανÝνα, εξüν πως χÜνουμε τον καλýτερο
παßχτη του μπÝιηζ-μπωλ που εßχαμε στο
Γκρüβερς Κüρνερς.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Ο καλýτερος, αλÞθεια. Τα Ýβγαζε πÝρα
μüνος του αυτüς μ’ üλη την ομÜδα του
Νüτιου Νιου ΧÜμσαúαρ.
ΣΙ ΚΡΟΟΥΕΛΛ: ¹ταν σπουδαßος και στην επßθεση και
στην Üμυνα.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΑμÝ. Πρþτης γραμμÞς παßχτης. ΜπÝσσυ!
Οýτε να σταματÞσω να πω μια κουβÝντα
δεν μπορþ, δηλαδÞ;
ΣΙ ΚΡΟΟΥΕΛΛ: ΕμÝνα πÜλι, δεν το χωρÜει ο νους μου
πως μπüρεσε να παρατηρÞσει Ýνα τÝτοιο
πρÜγμα μüνο και μüνο για να παντρευτεß.
Εσý το καταλαβαßνεις αυτü ΧÜουú;
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Τι να σου πω Σι. Εγþ ποτÝ μου δεν τα
κατÜφερνα στη μπÜλα. (Μπαßνει ο
Αστυφýλακας Γουüρεν καλημερßζοντας)
ΚÜτι νωρßς σÞμερα Μπιλ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ΒγÞκα να δω μÞπως περνÜει τßποτα απü
το χÝρι μου, για να εμποδßσω την
πλημμýρα. Το ποτÜμι φοýσκωνε üλη
νýχτα.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Ο Σι Κρüουελλ απü δω εßναι συγχυσμÝνος
με τον Τζþρτζ Γκßμπς που θα παρατÞσει
το μπÝιζ-μπωλ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ΑμÝ λßγο το ‘χεις. Λοιπüν Σι, μια φορÜ κι
Ýναν καιρü, το ‘84 εßχαμε Ýναν παßχτη
που οýτε ο Τζþρτζ δεν Ýβγαινε μπροστÜ
του. ΧÜνκ Τüντ τον Ýλεγαν. ΠÞγε ýστερα
στο ΜÝúν και γßνηκε παπÜς. Σπουδαßος
παßχτης. ΧÜουú, πþς σου φαßνεται ο
καιρüς;
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Μπα, κακüς δεν εßναι. Μπορεß να
καθαρßσει μια και καλÞ.
(Ο Αστυφýλακας και ο Σι Κρüουελλ συνεχßζουν το δρüμο τους.
Ο ΧÜουú Νιοýσαμ φÝρνει το γÜλα πρþτα στο σπßτι της Κυρßας
33
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
Γκßμπς που τον απαντÜ κοντÜ στο πλαßσιο που παριστÜνει την
πüρτα του σπιτιοý της)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΚαλημÝρα ΧÜουú. Λες να ξαναβρÝξει;
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΚαλημÝρα κυρßα Γκßμπς. ¸βρεξε τüσο
πολý, που θαρρþ πως ο ουρανüς θα
καθαρßσει.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΜακÜρι να καθαρßσει.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Πüσο θÝλετε σÞμερα;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ας ποýμε τρßα γÜλα και δýο κρÝμα. Το
σπßτι θα ‘ναι γιομÜτο συγγενεßς.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Η κυρÜ μου εßπε να σας πω, πως κι οι δυο
μας ευχüμαστε να εßναι πολý
ευτυχισμÝνοι, θα ευτυχÞσουν το δßχως
Üλλο.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Να εßστε καλÜ ΧÜουú. Να πεις στη
γυναßκα σου πως ελπßζω να τη δω στο
γÜμο.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Ναι, θα ‘ρθει,·θα ‘ρθει, αν θÝλει ο Θεüς.
(Ο ΧÜουú Νιοýσαμ διασχßζει τη σκηνÞ και
πηγαßνει στης Κυρßας ΓουÝμπ) ΚαλημÝρα
σας κυρßα ΓουÝμπ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΚαλημÝρα κ. Νιοýσαμ. Σας εßπα τÝσσερα
μπουκÜλια γÜλα, μα αν γßνεται δþστε
μου κι Ýνα παραπÜνω.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΜÜλιστα... να και η κρÝμα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΛÝτε να βρÝχει üλη μÝρα κ. Νιοýσαμ;
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Α μπα κυρÜ μου. Τþρα δα Ýλεγα στην
κυρßα Γκßμπς πως μπορεß και ν’ ανοßξει ο
καιρüς. Η κυρßα Νιοýσαμ μου εßπε να σας
πω, να ζÞσουν και να τους δεßτε
ευτυχισμÝνους. Και πως το δßχως Üλλο
θα ευτυχÞσουν.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ευχαριστþ πολý, ευχαριστþ και την
κυρßα Νιοýσαμ και ελπßζω να σας Ýχουμε
στο γÜμο.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΒÝβαια κυρßα ΓουÝμπ. ΛογαριÜζουμε να
‘ρθουμε. Γßνεται να λεßψουμε; Πρρρ
ΜπÝσσυ!
(Βγαßνει. Κατεβαßνει ο γιατρüς Γκßμπς χωρßς σακκÜκι, με το
πουκÜμισο και κÜθεται να φÜει το πρωινü του)
ΓΚΙΜΠΣ: Ε λοιπüν, μαμÜ, Ýφτασε η μÝρα. Το Ýνα
απü τα πουλÜκια σου κÜνει φτερÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΚÜνε μου τη χÜρη, οýτε λÝξη πια. Ως εδþ
εßμαι. Εγþ το ξÝρω πως δεν κλαßω.
ΚÜθισε και πßνε τον καφÝ σου.
34
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΓΚΙΜΠΣ: Ο γαμπρüς απÜνω ξυρßζεται. Σφυρßζει και
τραγουδÜει, θαρρεßς και χαßρεται που
μας αφÞνει. Πüτε-πüτε ρωτÜει στον
καθρÝφτη: «ΔÝχεσαι να συζευχθεßς την
¸μιλυ ΓουÝμπ;» κι ýστερα λÝει μονÜχος
του «ΔÝχομαι». ¼μως δε μου φÜνηκε να
το λÝει και τüσο με την ψυχÞ του.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Κι εγþ δεν ξÝρω. Τι θα απογßνει το παιδß.
Του ετοßμασα τα ροýχα του και φρüντισα
να φορÝσει κÜτι ζεστü. ΦρÜνκ εßναι πολý
μικροß κι οι δυο τους. Η ¸μιλυ δε θα ‘χει
το νου της να τον φροντßζει: Και θα μου
κρυþσει και θα αρρωστÞσει μες σε μια
εβδομÜδα. Να κÜτι που ετοßμασα για
σÝνα.
ΓΚΙΜΠΣ: Μπα… μπα… κυρßα Γκßμπς!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Γßνονται εýκολα και... κÜτι Ýπρεπε να
φτιÜξω.
ΓΚΙΜΠΣ: Τζοýλια θυμÜμαι το πρωß των γÜμων μας.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Να χαρεßς ΦρÜνκ, μην αρχßζεις! Εßμαι ως
εδþ!
ΓΚΙΜΠΣ: ¹μουν ο πιο τρομοκρατημÝνος Üνθρωπος
σ’ üλη την ΑμερικÞ. ¹μουνα σßγουρος
πως θα Ýκανα κÜποιο λÜθος. Και üταν σε
εßδα να πλησιÜζεις μες στην εκκλησßα,
μου φÜνηκες το ωραιüτερο κορßτσι του
κüσμου, üμως το φοβερü Þταν πως δεν
σε εßχα ξαναδεß ποτÝ. Στεκüμουν μες
στην εκκλησßα και με παντρεýανε με μια
τελεßως ÜγνωστÞ μου.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Και που να ‘ξερες πως Ýνοιωθα εγþ.
¢κουσες καθüλου τη ΡεβÝκκα να σαλεýει
απÜνω;
ΓΚΙΜΠΣ: Η πρþτη φορÜ που δεν κατÝβηκε πρωß-
πρωß ν’ ανακατευθεß παντοý και να μας
κÜνει κουμÜντο. Κλεßστηκε στο δωμÜτιο
της. Εγþ νομßζω πως κλαßει.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ω ΘεÝ μου! Αυτü πρÝπει να σταματÞσει.
ΡεβÝκκα! ΡεβÝκκα! Θα κρυþσουν üλα εδþ
κÜτω.
(Ο Τζþρτζ κουτρουβαλÜει τις σκÜλες και μπαßνει πολý ζωηρüς)
ΤΖΩΡΤΖ: ΚαλημÝρα σας κυρßες και κýριοι. Μüνο
πÝντε þρες ζωÞς ακüμα. (ΚÜνει με
χειρονομßα πως κüβει το λαιμü του)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Που πηγαßνεις;
35
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΤΖΩΡΤΖ: Θα πεταχτþ μια στιγμÞ αντßκρυ να δω το
κορßτσι μου.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Α üλα κι üλα Τζþρτζ. ¹ θα πÜρεις
ομπρÝλα Þ Ýτσι δε βγαßνεις απ’ το σπßτι.
ΤΖΩΡΤΖ: Μα μαμÜ. ¸να βÞμα εßναι!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Απü αýριο μπορεßς να ξεπαγιÜζεις στους
πÝντε δρüμους üσο σου κÜνει κÝφι,
βρÝχει-χιονßζει, üμως εφ’ üσον εßσαι μες
στο σπßτι μου, θα ντýνεσαι üπως
ντýνεται κÜθε μυαλωμÝνος χριστιανüς
και να μου κÜνεις τη χÜρη! Να, οι
γαλüτσες σου, εßναι εκεß στο χωλ. Και
ορßστε η ομπρÝλα.
ΤΖΩΡΤΖ: Μα μαμÜ.
ΓΚΙΜΠΣ: Τζþρτζ κÜνε üτι σου λÝει η μητÝρα σου.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Κι ßσως η κυρßα ΓουÝμπ να μην Ýχει
συνηθßσει να δÝχεται μουσαφßρηδες απ’
τ’ Üγρια μεσÜνυχτα, επτÜ η þρα το πρωß.
ΚÜτσε και πιες πρþτα το γÜλα σου.
ΤΖΩΡΤΖ: Σ’ Ýνα λεπτü θα ‘χω γυρßσει. (Διασχßζει
τη σκηνÞ, πηδþντας πÜνω απ’ τους
νερüλακκους) ΚαλημÝρα σας μητÝρα.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΘεÝ μου! Με τρüμαξες! ¢κου Τζþρτζ, Ýλα
μÝσα Ýνα λεφτü να μη στÝκεις και
βρÝχεσαι, αλλÜ δεν κÜνει να μεßνεις.
ΤΖΩΡΤΖ: Γιατß;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Το ξÝρεις καλýτερα απü μÝνα! Ο γαμπρüς
δεν κÜνει να δει τη νýφη την μÝρα του
γÜμου, πριν την δει στην εκκλησßα.
ΤΖΩΡΤΖ: ΑυτÜ εßναι προλÞψεις!
(Μπαßνει ο κ. ΓουÝμπ)
ΓΟΥΕΜΠ: ΚαλημÝρα Τζþρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ: Κýριε ΓουÝμπ εσεßς δεν πιστεýετε βÝβαια
σ’ αυτÝς τις προλÞψεις, ε;
ΓΟΥΕΜΠ: ΜερικÝς προλÞψεις κρýβουνε μÝσα τους
πÜρα πολλÞ λογικÞ Τζþρτζ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Εκατομμýρια Üνθρωποι το κρατÞσανε
Τζþρτζ, δε θα εßσαι εσý δα ο πρþτος που
θ’ αψηφÞσει το Ýθιμο, ε;
ΤΖΩΡΤΖ: Πως εßναι η ¸μιλυ;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Δεν ξýπνησε ακüμα. Δεν την Üκουσα οýτε
να σαλεýει.
ΤΖΩΡΤΖ: Η ¸μιλυ κοιμÜται!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Και βÝβαια κοιμÜται. ΞημερωθÞκαμε με
τα ραψßματα και με τα μπαοýλα. Μα σου
36
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
πω τι θα κÜνουμε. Εσý θα κÜτσεις με τον
κýριο ΓουÝμπ να πιεις Ýνα καφÝ κι εγþ θα
πεταχτþ απÜνω να της το πω, μην τυχüν
και κατεβεß εκεß που δεν το περιμÝνουμε.
¸χει και μπÝικον, üμως να μην
χασομερÞσεις.
(Βγαßνει. Οι δυο Üντρες μÝνουν σιωπηλοß και αμÞχανοι)
ΓΟΥΕΜΠ: Λοιπüν Τζþρτζ, πως εßσαι;
ΤΖΩΡΤΖ: Πολý καλÜ! Ευχαριστþ! ΔηλαδÞ… καλÜ
εßμαι. (Παýση). Κýριε ΓουÝμπ τι νüημα
μπορεß να ‘χει μια πρüληψη σαν κι αυτÞν;
ΓΟΥΕΜΠ: Παιδß μου, βλÝπεις το πρωß του γÜμου
της, το κεφÜλι μιας κοπÝλλας εßναι
γεμÜτο απü φουστÜνια και τÝτοιες
σκοτοýρες. Δεν νομßζεις πως μπορεß αυτü
να εßναι ο λüγος;
ΤΖΩΡΤΖ: Νν.. ναι. Αυτü δεν το σκÝφτηκα!
ΓΟΥΕΜΠ: Κι Ýπειτα εßναι φυσικü Ýνα κορßτσι να ‘ναι
λßγο εκνευρισμÝνο την ημÝρα του γÜμου
του.
(Παýση)
ΤΖΩΡΤΖ: ΜακÜρι να μποροýσε κανεßς να
παντρευτεß χωρßς üλες αυτÝς τις
παρελÜσεις.
ΓΟΥΕΜΠ: ΒλÝπεις, üλοι οι Üντρες που Ýζησαν ποτÝ
σ’ αυτüν τον κüσμο, τα ßδια εßπανε με
σÝνα. ¼μως δε βγαßνει τßποτα. Το γÜμο
παιδß μου, τον σκÜρωσαν οι γυναßκες.
Γιατß απü τη μÝρα αυτÞ και υστÝρα, üλα
γßνονται üπως τα θÝλουν. Γι’ αυτü üλες
ετοýτες οι γυναßκες του Θεοý, στÝκουν
χÝρι με χÝρι στην εκκλησßα για να
σιγουρευτοýν πως δεν ξεφεýγεις και πως
θα σου περÜσουν τη θηλειÜ, δημüσια κι
επßσημα.
ΤΖΩΡΤΖ: ¼μως εσεßς πιστεýετε στην αξßα του
γÜμου κ. ΓουÝμπ, Ýτσι δεν εßναι;
ΓΟΥΕΜΠ: Ναι! Ναι! Μη με παρεξηγεßς παιδß μου. Ο
θεσμüς του γÜμου εßναι Ýνα υπÝροχο
πρÜγμα, υπÝροχο πρÜγμα. Μην το ξεχνÜς
αυτü παιδß μου.
ΤΖΩΡΤΖ: ΜÜλιστα κ. ΓουÝμπ! Κýριε ΓουÝμπ πüσο
χρονþ παντρευτÞκατε εσεßς;
ΓΟΥΕΜΠ: Να… βλÝπεις… εγþ εßχα πÜει στο
ΠανεπιστÞμιο και υστÝρα πÝρασε λßγος
37
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
καιρüς þσπου να αποκατασταθþ. ¼μως η
κυρßα ΓουÝμπ δεν Þταν πολý πιο μεγÜλη
απü την ¸μιλυ. Η ηλικßα δεν Ýχει και πολý
να κÜνει Τζþρτζ, αν συγκρßνει κανεßς με
Üλλους παρÜγοντες.
ΤΖΩΡΤΖ: ΚÜτι θÝλατε να πεßτε κ. ΓουÝμπ.
ΓΟΥΕΜΠ: Χμ ναι; Δε θυμÜμαι! ¹θελα τßποτα να πω;
(Παýση). Τζþρτζ, χθες τη νýχτα
σκεφτüμουνα κÜτι συμβουλÝς που μου
εßχε δþσει ο πατÝρας μου üταν
παντρεýτηκα. ΤσÜρλς, μου εßπε, ΤσÜρλς,
απü την πρþτη στιγμÞ να της δεßξεις
ποιος εßναι αφεντικü. Το καλýτερο που
Ýχεις να κÜνεις, εßναι να της δþσεις
αμÝσως μια διαταγÞ, ας εßναι και χωρßς
νüημα, Ýτσι για να μÜθει να υπακοýει. Και
μου λÝει: «Αν κÜτι στη γυναßκα σου, σου
δßνει στα νεýρα, ο τρüπος που μιλÜει, Þ
οτιδÞποτε, να πÜρεις το καπÝλο σου και
να φýγεις απ’ το σπßτι. Αυτü θα την
συνετßσει» μου εßπε. Και… Α ναι! Μου
εßπε, ποτÝ, μα ποτÝ να μη λες στη
γυναßκα σου πüσα λεπτÜ Ýχεις, μα ποτÝ!
ΤΖΩΡΤΖ: Τþρα εγþ κ. ΓουÝμπ δεν μπορþ...
ΓΟΥΕΜΠ: Γι’ αυτü κι εγþ Ýκανα πÜντα το αντßθετο
απ’ üτι με συμβοýλεψε ο πατÝρας μου κι
Ýζησα πÜντα ευτυχισμÝνος. Κι αυτü να
σου γßνει μÜθημα Τζþρτζ! ΠοτÝ να μη
ζητÜς συμβουλÝς πÜνω σε προσωπικÜ
ζητÞματα. Τζþρτζ θα ‘χεις κοτüπουλα
στο κτÞμα;
ΤΖΩΡΤΖ: Πως;
ΓΟΥΕΜΠ: Στο κτÞμα σου, θα βÜλεις κοτüπουλα;
ΤΖΩΡΤΖ: Ο Θεßος Λουκ δεν ενδιαφÝρθηκε ποτÝ για
κοτüπουλα, üμως εγþ σκÝφτηκα...
ΓΟΥΕΜΠ: Τις προÜλλες μου ‘στεßλαν Ýνα βιβλßο στο
γραφεßο μου, Ýνα βιβλßο ορνιθοτροφßας.
Θα ‘θελα να του ρßξεις μια ματιÜ. Εγþ
λογαριÜζω ν’ αρχßσω με λßγα κοτüπουλα
πßσω στην αυλÞ και θα στÞσω μια
εκκολαπτικÞ μηχανÞ κÜτω στο υπüγειο.
(Μπαßνει η κυρßα ΓουÝμπ)
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΤσÜρλς πÜλι γι’ αυτÞ την εκκολαπτικÞ
μηχανÞ κουβεντιÜζεις; Κι εγþ Ýλεγα πως
38
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
εσεßς οι δυο θα συζητοýσατε τßποτα που
ν’ αξßζει τον κüπο.
ΓΟΥΕΜΠ: Αν θÝλεις να δþσεις τßποτα συμβουλÝς
στο παιδß, θ’ ανÝβω απÜνω και θα σας
αφÞσω μüνους.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¢κουσÝ με, Τζþρτζ, μη με παρεξηγÞσεις,
αλλÜ πρÝπει να σε διþξω για να μπορÝσει
να κατÝβει η ¸μιλυ να φÜει μια μπουκιÜ.
Μου εßπε πως σου στÝλνει φιλιÜ και σ’
αγαπÜει πολý, αλλÜ δε θÝλει να σε δει
στα μÜτια της. Λοιπüν Üντε γεια σου
Τζþρτζ.
(Ο Τζþρτζ διασχßζει τη σκηνÞ και πηγαßνει σπßτι του).
ΓΟΥΕΜΠ: Μýρτλ φαντÜζομαι να ξÝρεις εκεßνη την
Üλλη πρüληψη που εßναι ακüμα πιο παλιÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΠοιÜ πρüληψη;
ΓΟΥΕΜΠ: Απü την εποχÞ που η ανθρωπüτης ζοýσε
σε σπηλιÝς, ποτÝ δεν αφÞνουν πριν απü
το γÜμο, τον γαμπρü μüνο με τον πεθερü
του, μην του ανοßξει τα μÜτια. Αυτü να
το θυμÜσαι!
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: Ευχαριστþ. Σας ευχαριστþ πολý
üλους. Τþρα πρÝπει εδþ να σας
ξαναδιακüψω. ΒλÝπετε, θÝλουμε να
μÜθουμε πως Üρχισαν üλα αυτÜ, αυτüς ü
γÜμος, αυτÞ η απüφαση δυο ανθρþπων
να περÜσουν üλη τη ζωÞ μαζß. Με
ενδιαφÝρει φοβερÜ να μÜθω πως
αρχßζουν κÜτι τÝτοια μεγÜλα πρÜγματα.
ΞÝρετε πως γßνεται! Εßσαι εικοσιενüς-
εικοσιδυü χρονþ και παßρνεις κÜτι
αποφÜσεις κι ýστερα φσσστ! εßσαι
εβδομÞντα χρονþ! ΠενÞντα χρüνια τþρα
εßσαι δικηγüρος κι αυτÞ η γριοýλα με τ’
Üσπρα μαλλιÜ που κÜθεται δßπλα σου,
Ýχει φÜει στο ßδιο τραπÝζι με σÝνα
πενÞντα χιλιÜδες φορÝς. Πþς αρχßζουν
üλα αυτÜ; Ο Τζþρτζ και η ¸μιλυ θα σας
δεßξουν τη συνÜντησÞ τους, üταν για
πρþτη φορÜ κατÜλαβαν πως... üπως λÝμε
συνÞθως... Þταν πλασμÝνοι ο Ýνας για
τον Üλλον. Μα προτοý αρχßσουν, θα
Þθελα να προσπαθÞσετε να θυμηθεßτε
πως νοιþθει κανεßς üταν εßναι νÝος, πως
νοιþθατε üταν Þσασταν δεκÜξι,
39
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
δεκαεπτÜ χρονþ. Δεν ξÝρω για ποιο λüγο
εßναι δýσκολο αυτü, να ‘ρθουν πßσω
εκεßνες οι μÝρες üπου το παραμικρü
μποροýσε να ‘ταν υπÝροχο, σχεδüν
αβÜσταχτα υπÝροχο. Και ιδιαßτερα οι
μÝρες που για πρþτη φορÜ Þσασταν
ερωτευμÝνος. ¼ταν γυρßζατε σαν
υπνοβÜτης, üταν καλÜ-καλÜ δεν
ακοýγατε τα λüγια που σας Ýλεγαν,
Þσαστε λßγο σαν τρελüς. ΠροσπαθÞστε
να το θυμÜστε αυτü παρακαλþ. ¼που να
‘ναι θα σχολÜσουν απü το ΓυμνÜσιο, εßναι
τρεις η þρα. Ο Τζþρτζ βγÞκε σÞμερα
πρüεδρος της τÜξης για Ýνα χρüνο και
καθþς εßμαστε στον Ιοýνιο, αυτü
σημαßνει üτι θα εßναι πρüεδρος των
τελειüφοιτων για του χρüνου. Και η
¸μιλυ βγÞκε γραμματÝας και ταμßας. Δεν
εßναι ανÜγκη να σας πω πüσο σημαντικÜ
εßν’ üλ’ αυτÜ. (ΑκουμπÜει μια σανßδα στις
ρÜχες δýο καθισμÜτων, παρÜλληλα με τα
φþτα της ρÜμπας, και απü πßσω στÞνει
δυο ψηλÜ σκαμνιÜ. Αυτü εßναι το μπαρ
του κ. Μüργκαν) ¸τοιμοι!
(Μπαßνει η ¸μιλυ απü το βÜθος αριστερÜ ακολουθþντας τον
κεντρικü δρüμο, με Ýνα μÜτσο φανταστικÜ σχολικÜ βιβλßα)
ΕΜΙΛΥ: Δεν μπορþ Λουßζ. ΠρÝπει να πÜω σπßτι.
Γεια σου! Ερνεστßν! Ερνεστßν! Θα ‘ρθεις
το βρÜδυ σπßτι να κÜνουμε την Üλγεβρα;
Το πρþτο και το τρßτο το Ýλυσα στην
αßθουσα μελÝτης. ¼χι, δεν εßναι δýσκολα.
¼μως ο Καßσαρας Ερνεστßν εßναι πολý
δýσκολος. Δεν καταλαβαßνω γιατß μας
βÜζουνε τüσο δýσκολα. ¸λα κατÜ τις
εφτÜ. Να πεις στη μητÝρα σου πως εßναι
ανÜγκη. Γεια σου! Γεια σου ¸λεν. Γεια
σου ΦρÝντ.
(Μπαßνει ο Τζþρτζ με βιβλßα κι αυτüς και την προφταßνει)
ΤΖΩΡΤΖ: Να σου κρατþ τα βιβλßα ως το σπßτι
¸μιλυ;
ΕΜΙΛΥ: (ΨυχρÜ) Ευχαριστþ. (Του τα δßνει).
ΤΖΩΡΤΖ: Με συγχωρεßς μια στιγμÞ ¸μιλυ. ¢κου
Μπüμπ, εσεßς να ετοιμÜζεστε. Σ’ Ýνα
τεταρτÜκι θα ‘μαι εκεß. Αν τυχüν
αργÞσω, εσεßς ν’ αρχßσετε προπüνηση.
40
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
Και πλασÜρισε του ΧÝρμπ μερικÝς
ψηλοκρεμαστÝς. ΧρειÜζεται εξÜσκηση το
μÜτι του. ¢ντε γεια.
ΕΜΙΛΥ: Γεια σου Λßζυ.
ΤΖΩΡΤΖ: Γεια σου Λßζυ. ΧÜρηκα πολý που σε
βγÜλανε και σÝνα ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Ευχαριστþ!
(ΣτÝκονται στον κεντρικü δρüμο στο βÜθος, σχεδüν στον πßσω
τοßχο της σκηνÞς. Ο Τζþρτζ ετοιμÜζεται να κÜνει μερικÜ
βÞματα προς το κοινü, üμως κοντοστÝκεται και λÝει)
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ γιατß τα ‘χεις μαζß μου;
ΕΜΙΛΥ: Δεν τα ‘χω καθüλου μαζß σου.
ΤΖΩΡΤΖ: Μου... μου φÝρνεσαι τüσο παρÜξενα.
ΕΜΙΛΥ: Λοιπüν καλýτερα να σου μιλÞσω Ýξω απü
τα δüντια Τζþρτζ. Δε μου αρÝσεις Ýτσι
που Üλλαξες τον τελευταßο χρüνο. Με
συγχωρεßς αν σε προσβÜλλω, αλλÜ
πρÝπει να σου πω την αλÞθεια κι üτι
βρÝξει ας κατεβÜσει.
ΤΖΩΡΤΖ: ΛυπÜμαι πολý ¸μιλυ. Πþς... πþς Ýχω
αλλÜξει;
ΕΜΙΛΥ: Να, μÝχρι πριν απü Ýνα χρüνο σε
συμπαθοýσα πολý. Και σε
παρακολουθοýσα με ενδιαφÝρον üτι και
να Ýκανες... γιατß εßμαστε φßλοι απü
χρüνια... üμως ýστερα Üρχισες να περνÜς
üλη την þρα σου στο γÞπεδο... και να μη
δßνεις σημασßα σε κανÝνα…Ναι, οýτε
στην οικογÝνεια σου καλÜ-καλÜ και…
Τζþρτζ εßναι αλÞθεια, πως Ýγινες
ακατÜδεχτος και ξιπασμÝνος… και üλα
τα κορßτσια το λÝνε. Μπορεß να μη σου το
λÝνε κατÜμουτρα, üμως το λÝνε πßσω απü
την πλÜτη σου κι εμÝνα με πειρÜζει να το
ακοýω, αλλÜ πρÝπει να το παραδεχτþ
πως Ýχουν λßγο δßκιο. Με συγχωρεßς αν
αυτÜ τα λüγια μου σε πληγþνουν... üμως
δε μετανοιþνω καθüλου που στο εßπα...
ΤΖΩΡΤΖ: Σε... ευχαριστþ που μου το εßπες, ¸μιλυ.
Δεν εßχα καταλÜβει πως εßχα Ýτσι
αλλÜξει. Εßναι δýσκολο, φαßνεται, Ýνας
Üντρας να μην αποχτÜει καινοýργια
ελαττþματα.
(ΚÜνουν Ýνα-δυο βÞματα, σιωπηλοß και πολý στενοχωρημÝνοι)
41
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Εγþ πιστεýω πως Ýνας Üντρας οφεßλει να
εßναι τÝλειος, και θαρρþ πως... πρÝπει να
‘ναι.
ΤΖΩΡΤΖ: Δεν... πιστεýω πως εßναι δυνατüν να εßναι
τÝλειος κανεßς.
ΕΜΙΛΥ: Ορßστε, ο πατÝρας μου εßναι, κι απ’ üτι
βλÝπω κι ο δικüς σου πατÝρας. Δεν
υπÜρχει κανεßς λüγος να μην γßνεις κι
εσý.
ΤΖΩΡΤΖ: Ε λοιπüν ¸μιλυ... εγþ πÜλι νομßζω το
αντßθετο. Νομßζω πως οι Üντρες δεν
εßναι απü φυσικοý τους καλοß, üμως οι
γυναßκες εßναι. ¼πως εßσαι εσý κι η
μητÝρα σου κι η μητÝρα μου.
ΕΜΙΛΥ: Κι üμως, καλýτερα να το μÜθεις μια και
καλÞ, δεν εßμαι καθüλου τÝλεια. ¸να
κορßτσι εßναι πιο δýσκολο να γßνει τÝλειο,
γιατß εμεßς τα κορßτσια Ýχουμε πιο
αδýνατο χαρακτÞρα. Με συγχωρεßς που
εßπα üλα αυτÜ για σÝνα. Δεν ξÝρω τι μ’
Ýπιασε.
ΤΖΩΡΤΖ: ¼χι, üχι! Αν εßναι αλÞθεια, Ýκανες πολý
καλÜ. Μην το μετανοιþνεις ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Δεν ξÝρω αν εßναι αλÞθεια Þ üχι. Και
τþρα, μου φαßνεται ξαφνικÜ πως δεν Ýχει
καμιÜ απολýτως σημασßα.
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ θÝλεις να πÜρεις Ýνα παγωτü Þ
κÜτι Üλλο, προτοý να πας σπßτι;
ΕΜΙΛΥ: ΔηλαδÞ... ναι, θÝλω, ευχαριστþ.
(Μπαßνουν στο μαγαζß και κÜθονται
απÜνω στα σκαμνιÜ).
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: (Ως κ. Μüργκαν) Γεια σου Τζþρτζ.
Καλþς την ¸μιλυ. Τι θα πÜρουμε; Τι
Ýπαθες ¸μιλυ κι εßσαι κλαμÝνη;
ΤΖΩΡΤΖ: (ΨÜχνει να βρει μια εξÞγηση) Να... να,
τþρα δα, τþρα δα, πÞρε μια τρομÜρα κ.
Μüργκαν. Κüντεψε να την πατÞσει εκεßνο
το φορτηγü του εργοστασßου. ¼λος ο
κüσμος το λÝει πως εκεßνος ο Τüμ
ΧÜνκινς οδηγεß σαν παλαβüς.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: ¸λα, πιες Ýνα ποτÞρι νερü ¸μιλυ.
Φαßνεσαι Üνω-κÜτω. Ορßστε! Ωραßα! Τι
θα πÜρουμε τþρα;
ΕΜΙΛΥ: Εγþ θα πÜρω μια λεμονÜδα παρακαλþ κ.
Μüργκαν.
42
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΤΖΩΡΤΖ: ¼χι, üχι! ¸λα να πÜρουμε απü Ýνα
παγωτü ¸μιλυ. Δýο παγωτÜ φρÜουλα με
σüδα κ. Μüργκαν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: (Σερβßροντας τα παγωτÜ) Για να
περÜσει κανεßς το δρüμο πρÝπει να ‘χει
τα μÜτια του τÝσσερα την σÞμερον
ημÝρα. ΚÜθε πÝρσι και καλýτερα. Εκατüν
εικοσιπÝντε Üλογα Ýχει το Γκρüβερς
Κüρνερς αυτÞ τη στιγμÞ που σας μιλþ.
Και τþρα που μας κουβÜλησαν κι αυτÜ
τα αυτοκßνητα, το καλýτερο ποý Ýχει να
κÜνει κανεßς, εßναι να κÜθεται σπιτÜκι
του. Εγþ που με βλÝπετε, θυμÜμαι Ýναν
καιρü που Ýνας σκýλος, μποροýσε να
ξαπλþσει üλη μÝρα καταμεσÞς στη
δημοσιÜ και να μην τον πειρÜξει οýτε
κουνοýπι. ΑμÝσως δεσποινßς ¸λλις,
Ýφθασα αμÝσως! Να τα παγωτÜ σας.
ΦÜτε τα, να τα ευχαριστηθεßτε!
(βγαßνει).
ΕΜΙΛΥ: Εßναι πολý ακριβÜ.
ΤΖΩΡΤΖ: ¼χι, üχι... αυτü να μην το σκÝφτεσαι.
ΣÞμερα γιορτÜζουμε την εκλογÞ μας. Κι
υστÝρα ξÝρεις τι Üλλο γιορτÜζω;
ΕΜΙΛΥ: Τι;
ΤΖΩΡΤΖ: ΓιορτÜζω τη μÝρα που βρÞκα Ýναν φßλο
που μου λÝει üσα πρÝπει να μου ποýνε.
ΕΜΙΛΥ: Τζþρτζ σε παρακαλþ ξÝχασε το. Δεν
ξÝρω πως μου Þρθε και το εßπα. Δεν εßναι
αλÞθεια. Εßσαι...
ΤΖΩΡΤΖ: ¼χι, μην τ’ αλλÜζεις, ¸μιλυ. Σου
χρωστÜω χÜρη που μου μßλησες Ýτσι.
¼μως θα δεις. θ’ αλλÜξω τüσο γρÞγορα,
θα γßνω αγνþριστος. ¼μως, ¸μιλυ, θα
μου κÜνεις και συ μια χÜρη.
ΕΜΙΛΥ: Τι χÜρη;
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ, αν πÜω στη ΓεωπονικÞ ΣχολÞ του
χρüνου, θα μου γρÜφεις κανÝνα γρÜμμα
πüτε-πüτε;
ΕΜΙΛΥ: Και βÝβαια θα σου γρÜφω. Και βÝβαια θα
σου γρÜφω, Τζþρτζ... (Παýση). ΒÝβαια,
αν λεßψεις τρßα χρüνια, θα χÜσεις την
επαφÞ σου με τη ζωÞ εδþ.
ΤΖΩΡΤΖ: ¼χι. ¼χι. Αυτü δεν πρÝπει να γßνει.
ΒλÝπεις εγþ δεν πρüκειται να γßνω Ýνας
43
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
απλüς γεωργüς. ¾στερα απü λßγο καιρü
μπορεß να βÜλω υποψηφιüτητα για την
πολιτικÞ. Γι’ αυτü τα γρÜμματα σου θα
εßναι πολýτιμα για μÝνα. ΞÝρεις, θα μου
γρÜφεις τι γßνεται και τι δεν γßνεται εδþ
πÝρα κι üλα αυτÜ...
ΕΜΙΛΥ: ¼πως και να ‘ναι, τρßα χρüνια εßναι πολýς
καιρüς.·ºσως τα γρÜμματα απü το
Γκρüβερς Κüρνερς να μην εßναι και τüσο
πολýτιμα ýστερα απü λßγους μÞνες. Το
Γκρüβερς Κüρνερς δεν εßναι και σπουδαßο
μÝρος üταν το συγκρßνεις με üλο το Νιου
ΧÜμσαúαρ, üμως εγþ το βρßσκω πολý
ωραßο μÝρος.
ΤΖΩΡΤΖ: ΠοτÝ δε θα ‘ρθει μÝρα που δε θα με
νοιÜζει τι γßνεται εδþ. Αυτü το ξÝρω
καλÜ ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: ΤÝλος πÜντων, εγþ θα προσπαθÞσω να
‘ναι τα γρÜμματÜ μου ενδιαφÝροντα.
(Παýση).
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ, ξÝρεις, οπüτε βρßσκω κανÝνα
γεωργü τον ρωτÜω αν νομßζει πως εßναι
απαραßτητο να πÜει κανεßς στη
ΓεωπονικÞ ΣχολÞ για να γßνει Ýνας
γεωργüς της προκοπÞς.
ΕΜΙΛΥ: Μα Τζþρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι, και πολλοß μÜλιστα μου εßπανε πως
εßναι χαμÝνος καιρüς. ¼λα αυτÜ μπορεßς
να τα μÜθεις κι απ’ τα φυλλÜδια που
στÝλνει η κυβÝρνηση. Και ο Θεßος Λουκ
γερνÜει. Εßναι Ýτοιμος να μου παραδþσει
το κτÞμα του και αýριο ακüμα, αν
μποροýσα εγþ να πÜω.
ΕΜΙΛΥ: Ω ΘεÝ μου!
ΤΖΩΡΤΖ: Και Ýπειτα, üπως λες κι εσý, να λεßψω
üλο αυτü τον καιρü... να ‘μαι σ’ Üλλα
μÝρη, να γνωρßσω Üλλο κüσμο... Αν αυτü
μπορεß να γßνει, τüτε δε θÝλω να φýγω.
Οι καινοýργιοι φßλοι δεν εßναι ποτÝ
καλýτεροι απü τους παλιοýς. Ασφαλþς
ποτÝ δεν εßναι δυνατüν να εßναι
καλýτεροι. ¸μιλυ... νομßζω πως εßσαι ο
πιο καλüς μου φßλος. Δεν χρειÜζεται να
πÜω και να γνωρßσω Üλλους σε Üλλα
μÝρη.
44
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Ναι Τζþρτζ, üμως μπορεß να εßναι
απαραßτητο να πας να μÜθεις πως να
ξεχωρßζεις τα ζωντανÜ και το χþμα και
üλα αυτÜ τα πρÜγματα. Κι Ýπειτα, αν θα
μπεις στην πολιτικÞ, ßσως να πρÝπει να
γνωρßσεις κüσμο κι απü Üλλα μÝρη της
πολιτεßας... πÜλι, εγþ δεν ξÝρω.
ΤΖΩΡΤΖ: (¾στερα απü παýση) ¸μιλυ θα πÜρω μια
απüφαση τþρα αμÝσως. Δεν θα πÜω. Θα
το πω στο μπαμπÜ απüψε κιüλας.
ΕΜΙΛΥ: Μα Τζþρτζ, δεν βλÝπω γιατß πρÝπει ν’
αποφασßσεις τþρα αμÝσως. ¸χεις ακüμα
μπροστÜ σου Ýνα ολüκληρο χρüνο.
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ σε ευχαριστþ που μου μßλησες πριν
για το... για το ελÜττωμÜ μου. Και αυτü
που μου εßπες Þταν σωστü. ¼μως σε Ýνα
Ýπεσες Ýξω, üταν εßπες πως Ýνα χρüνο
τþρα δεν Ýδινα σημασßα στους Üλλους
και... να, σ’ εσÝνα, παραδεßγματος χÜρη.
¢κουσε ¸μιλυ... μου λες πως
παρακολουθοýσες üτι κι αν Ýκανα... Μα
κι εγþ Ýκανα το ßδιο για σÝνα üλη την
þρα. Μα βÝβαια, εγþ πÜντα σε
λογÜριαζα σαν Ýνα απ’ τα πρüσωπα που...
λογÜριαζα περισσüτερο. ΠÜντα κοßταζα
να δω αν Þσουνα στο γÞπεδο και με ποιον
Þσουνα. Και πÜντοτε κουβεντιÜζαμε... κι’
αστειευüμασταν στο σχολεßο και για
μÝνα αυτü εßχε μεγÜλη σημασßα. ΒÝβαια
δε μιλÞσαμε ποτÝ üπως μιλÜμε τþρα.
Τελευταßα πρüσεξα πως μου φερνüσουνα
κÜπως παρÜξενα και τρεις μÝρες τþρα
προσπαθþ να ‘ρθω μαζß σου καθþς
γυρßζουμε σπßτι, üμως πÜντα κÜτι βγαßνει
στη μÝση. Χτες σε περßμενα εκεß,
ακουμπþντας στον τοßχο, κι εσý πÝρασες
πηγαßνοντας σπßτι σου μαζß με τη Μις
Κüρκοραν.
ΕΜΙΛΥ: Τζþρτζ!... Τι αστεßα που εßναι η ζωÞ! Που
να το ‘ξερα; Εγþ μÜλιστα, νüμιζα πως...
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ, Üκουσε, θα σου πω γιατß δε θÝλω
να πÜω στη ΓεωπονικÞ ΣχολÞ. Νομßζω
πως üταν κανεßς βρει Ýνα πρüσωπο που
να το συμπαθεß πολý και που κι εκεßνο
τον συμπαθεß, τουλÜχιστον αρκετÜ για
45
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
να ενδιαφÝρεται για τον χαρακτÞρα του,
να λοιπüν, θαρρþ πως αυτü εßναι
σπουδαßο σαν τη ΓεωπονικÞ ΣχολÞ. Και
μÜλιστα σπουδαιüτερο. ¸τσι θαρρþ εγþ!
ΕΜΙΛΥ: Κι εγþ πιστεýω πως εßναι φοβερÜ
σπουδαßο.
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Ναι Τζþρτζ.
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ αν διορθωθþ κι αλλÜξω üλως
διüλου... θα Þθελες να γßνεις... δηλαδÞ
θα μποροýσες να εßσαι...
ΕΜΙΛΥ: Ε... εßμαι, και τþρα… πÜντα Þμουν...
(Παýση)
ΤΖΩΡΤΖ: Θαρρþ πως εßναι πολý σοβαρü αυτü που
εßπαμε.
ΕΜΙΛΥ: Ναι, εßναι.
ΤΖΩΡΤΖ: (Παßρνει βαθειÜ αναπνοÞ και ισιþνει την
πλÜτη του) Περßμενε μια στιγμÞ και
ýστερα θα σε πÜω ως το σπßτι.
(Σηκþνεται και πηγαßνει προς τον
ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς που μπαßνει εκεßνη τη
στιγμÞ). Κýριε Μüργκαν, πρÝπει να
πεταχτþ ως το σπßτι να πÜρω χρÞματα
για να σας πληρþσω. Σ’ Ýνα λεπτü θα
‘μαι εδþ.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: Τι Ýκανε λÝει; Τζþρτζ Γκßμπς, τι θα
πει αυτü; ΜÞπως...
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι, ναι, αλλÜ εßχα λüγους κ. Μüργκαν.
Να, ακοýστε, κρατεßστε το ρολüι μου το
χρυσü þσπου να γυρßσω με τα χρÞματα.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: Δεν πειρÜζει. ΚρÜτα το ρολüι σου.
Σου Ýχω εμπιστοσýνη.
ΤΖΩΡΤΖ: Θα γυρßσω το πολý σε πÝντε λεπτÜ.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: Θα σε περιμÝνω δÝκα χρüνια Τζþρτζ,
οýτε μÝρα παραπÜνω. Σου πÝρασε ¸μιλυ;
ΕΜΙΛΥ: ΜÜλιστα, ευχαριστþ κýριε Μüργκαν. Δεν
Þταν τßποτα.
ΤΖΩΡΤΖ: (Παßρνει τα βιβλßα απü το τραπÝζι)
¸τοιμος εßμαι.
(Περπατοýν σιωπηλÜ και επßσημα προς το προσκÞνιο, γυρνοýν
και περνοýν απü το πλαßσιο που παριστÜνει την πüρτα των
ΓουÝμπ και βγαßνουν).
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝ¹Σ: Ευχαριστþ ¸μιλυ. Ευχαριστþ Τζþρτζ.
Τþρα, προτοý προχωρÞσουμε στο γÜμο,
υπÜρχουν ακüμα μερικÜ πρÜγματα ποý θα
46
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
‘θελα να μÜθουμε, θα ‘θελα να μÜθω
περισσüτερα για το πως το πÞραν οι
γονεßς τους. ΑλλÜ εκεßνο που θÝλω να
ξÝρω πρþτ’ απ’ üλα εßναι..
καταλαβαßνετε τι θÝλω να πω, το τι
σκÝφτεται το Γκρüβερς Κüρνερς γýρω
απü το γÜμο γενικÜ. Το ξÝρετε καλýτερα
απü μÝνα Üλλωστε: Οι Üνθρωποι δεν
καταφÝρνουν ποτÝ να ποýνε ανοιχτÜ τι
σκÝφτονται για το χρÞμα, Þ το θÜνατο, Þ
τη δüξα, Þ το γÜμο. ΠρÝπει να το
τσακþσεις πßσω απü τα λüγια τους. Να
διαβÜσεις μÝσα απ’ τις γραμμÝς. ΓιατρÝ!
Κυρßα Γκßμπς!
(Μπαßνουν απü τη μεριÜ της σκηνÞς που βρßσκεται το σπßτι
τους και ανταλλÜσσουν μια ματιÜ συνεννüησης με τον
ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς που τοποθετεß πÜνω στις καρÝκλες το ßδιο
σανßδι που πριν παρßστανε το μπαρ ενþ τþρα Ýχει γßνει η
σανßδα του σιδερþματος της Κυρßας Γκßμπς. Ο γιατρüς Γκßμπς
κÜθεται σε μια πολυθρüνα και καπνßζει. Η Κυρßα Γκßμπς
σιδερþνει για λßγο σιωπηλÞ, υστÝρα πηγαßνει στο κεφαλüσκαλο
και φωνÜζει)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΡεβÝκκα! ¿ρα εßναι να σβÞσεις πια το
φως και να πλαγιÜσεις να κοιμηθεßς.
Τζþρτζ, Üντε να κοιμηθεßς και συ λßγο.
ΡΕΒΕΚΚΑ: (Απü μÝσα) ΜαμÜ, δεν τÝλειωσα την
Ýκθεση μου ακüμα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τι Ýκανες; Κüβω το κεφÜλι μου πως
τüσην þρα δε μελετοýσες ΡεβÝκκα.
Εκεßνο το φιγουρßνι πÜλι κοßταζες, και μη
μου λες εμÝνα. Πολý καλÜ, σου δßνω
ακüμα δÝκα λεπτÜ. Αν ως τüτε δεν
τελειþσεις, θα πÜρεις φÝτος μηδÝν και
θα ντροπιÜσεις τον πατÝρα σου κι εμÝνα.
Τζþρτζ εσý με τι καταγßνεσαι;
ΤΖΩΡΤΖ: (Απü μÝσα, πειραγμÝνος) Μελετþ την
Ιστορßα μου!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Το καλü που σου θÝλω να πας να πÝσεις.
¸τσι κι αλλιþς, εσý θα κοιμÜσαι πÜνω
στο βιβλßο.
(Ρßχνει μια ματιÜ χαμογελþντας στον Üντρα της και
ξαναγυρßζει στο σιδÝρωμÜ της).
ΓΚΙΜΠΣ: ΣÞμερα εßχα μια μεγÜλη συζÞτηση με το
παιδß.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι;
47
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΓΚΙΜΠΣ: Να σου πω κÜτι κυρßα Γκßμπς, τßποτα δεν
εßναι τüσο τρομαχτικü σ’ üλο τον κüσμο,
üσο Ýνας γιος. Οι σχÝσεις ενüς πατÝρα με
το γιο του εßναι το πιο δýσκολο, το πιο
καταραμÝνο, το πιο... ¼ποτε
τελειþσουμε, αισθÜνομαι σαν Ýνα
λιγδερü σφουγγÜρι, üλο υποκρισßα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Μη θαρρεßς πως και μια μÜνα με την
κüρη της Ýχουν πιο πολλÞ οικειüτητα!
ΓΚΙΜΠΣ: Ο Τζþρτζ το ‘χει βÜλει για καλÜ, θÝλει
να παντρευτεß την ¸μιλυ μüλις βγÜλουν
το σχολεßο και να την πÜρει αμÝσως στο
κτÞμα. (Παýση) ΛÝει πως μπορεß να
ξενυχτÜει και να μαθαßνει τη γεωπονßα
απü τα φυλλÜδια που μοιρÜζει η
κυβÝρνηση, χωρßς να πÜει στη ΣχολÞ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΠÜντα του Ýκανε σαν τρελλüς για το
κτÞμα. Σ’ αυτü κρατÜει απ’ το σüι μου.
ΓΚΙΜΠΣ: Στην ανÜγκη, θαρρþ πως μπορεß ν’
αρχßσει στο κτÞμα. ¼μως, μα το Θεü, για
να παντρευτεß εßναι πολý νÝος. Τζοýλια
Ýνα Üγουρο παιδß εßναι, που πρÝπει να
φÜει πολλÜ ψωμιÜ ακüμα για να γßνει
Üντρας, τι θαρρεßς. Δεν εßναι Ýτοιμος για
να γßνει οικογενειÜρχης!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι, δεν εßναι. ¸χεις δßκιο. ¼μως εßναι
καλü παιδß και δε μου Ýρχεται να τον
νοιþθω μüνο του εκεß πÝρα, να
κατεβαßνει στην πüλη τα Σαββατüβραδα
σα μεροκαματιÜρης εργÝνης,
μουδιασμÝνος απü τη δουλειÜ, να
αποζητÜει διασκÝδαση. Μπορεß να
μπλÝξει Üσκημα. Θαρρεßς πως θα του
φτÜνει να ‘ρχεται και να κÜθεται μαζß
μας εδþ δßπλα στη σüμπα; ¹ να
κρατιÝται χερÜκι-χερÜκι με την ¸μιλυ
Ýνα χρüνο ολÜκερο; Μπορεß να κρυþσει
το πρÜγμα.
ΓΚΙΜΠΣ: Χμ!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΦρÜνκ την παρακολουθþ απü καιρü. Ο
Τζþρτζ εßναι τυχερüς üταν σκεφτεßς
πüσα σαχλÜ κορßτσια Ýχει ο κüσμος.
ΓΚΙΜΠΣ: Μα Τζοýλια, ο Τζþρτζ παντρεμÝνος!
Αυτüς ο Üγαρμπος, ο εγωιστÞς
μαντρÜχαλος!
48
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι, ξÝρω. (Παßρνει Ýνα κολÜρο και το
εξετÜζει απü κοντÜ). ΦρÜνκ, τι τα κÜνεις
τα κολÜρα σου; Τα ροκανßζεις; Δεν Ýχω
ματαδεß Üνθρωπο να χαλÜει Ýτσι τα
κολÜρα του.
ΓΚΙΜΠΣ: Τζοýλια, ξÝρεις ποιος Þταν Ýνας απü
τους φüβους μου üταν σε παντρεýτηκα;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Πφ! ¢ντε, να δοýμε τι θα πεις!
ΓΚΙΜΠΣ: Φοβüμουν πως δεν θα εßχαμε πια κανÝνα
θÝμα για συζÞτηση ýστερα απü μερικÝς
εβδομÜδες. Φοβüμουνα πως θα τα
εξαντλοýσαμε κι υστÝρα θα καθüμασταν
αντßκρυ-αντßκρυ και θα τρþγαμε χωρßς
λÝξη. ¼μως εσý κι εγþ κουβεντιÜζουμε
εßκοσι χρüνια τþρα, χωρßς να
σημειωθοýν καθüλου περßοδοι
ξηρασßας...
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ε, μια ο καλüς καιρüς, μια ο κακüς
καιρüς, σπουδαßα θÝματα βÝβαια δεν
εßναι, üμως πÜντα κÜτι κατÜφερνα να
βρω να λÝμε.
(Παýση)
ΓΚΙΜΠΣ: Εσý τι λες; Ε Τζοýλια; Να το
αποφασßσουμε να παντρευτεß;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Φαßνεται πως εßναι στο χÝρι μας να το
τελειþνουμε. Η Μýρτλ και ο ΤσÜρλς
ΓουÝμπ εßναι πρüθυμοι. Βρßσκουν πως
εßναι καλÞ ιδÝα να ρßχνεις, λÝει, τους
νÝους στη θÜλασσα μüλις Ýρθει η þρα
τους, και αν δε θÝλουν να πνιγοýνε θα
μÜθουν μüνοι τους κολýμπι.
ΓΚΙΜΠΣ: Τι θα πει αυτü; ΠρÝπει ν’ αποφασßσουμε
τþρα αμÝσως; ΑυτÞ τη στιγμÞ;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ορßστε, πÜλι ρßχνεις τις ευθýνες απÜνω
μου!
ΓΚΙΜΠΣ: Μα μπαßνουμε στον Απρßλη! Θ’ ανÝβω να
του πω δυο λüγια προτοý πÝσει να
κοιμηθεß. (Σηκþνεται). Τζοýλια,
αποφÜσισες οριστικÜ; Δεν Ýχεις τßποτα
Üλλο να πεις;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (ΣταματÜ το σιδÝρωμα για μια στιγμÞ)
ΜÞπως ξÝρω κι εγþ τι να πω! Μου
φαßνεται πως πÜει πολý να ζητÞσεις απü
Ýνα αγüρι ως εκεß απÜνω, μαθημÝνο στο
ýπαιθρο, να πÜει να κλειστεß για τρßα
49
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
χρüνια μÝσα σε μια αßθουσα σχολεßου.
Και αν πÜει στο κτÞμα πÜλι, καλýτερα να
‘χει και μια συντροφιÜ μια και βρÞκε Ýνα
καλü κορßτσι σαν την ¸μιλυ... Οι
Üνθρωποι εßναι φτιαγμÝνοι για να ζοýνε
δυο-δυο σ’ αυτüν τον κüσμο... Ναι ΦρÜνκ,
ανÝβα να του πεις το ναι.
ΓΚΙΜΠΣ: (Πηγαßνει προς τη σκÜλα και εßναι
Ýτοιμος να φωνÜξει)
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (Με τα χÝρια στα μÜγουλα, ενþ κοιτÜζει
προς το κοινü με απλανÞ μÜτια, λÝει
ξαφνικÜ σαν να την Ýπιασε πανικüς)
ΣτÜσου μια στιγμÞ! Μια στιγμÞ! (¾στερα
ξαναπιÜνει το σιδÝρωμα). Τßποτα,
πÞγαινε να του το πεις.
ΓΚΙΜΠΣ: Τι Ýπαθες και σταμÜτησες Τζοýλια;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΞÝρεις, θυμÞθηκα üλα üσα περÜσαμε τα
πρþτα χρüνια, üταν ο Τζþρτζ και η
ΡεβÝκκα Þτανε μωρÜ, που τους Ýπαιρνες
αγκαλιÜ και τους περπατοýσες ως τις
τρεις το πρωß, τον κοκýτη τους,·τη φορÜ
που ο Τζþρτζ Ýπεσε απü τη βερÜντα. Κι
εμεßς εßμαστε εικοσιπÝντε χρονþ και
περισσüτερο. Εßναι παρÜξενο πως
ξεχνÜει κανεßς τα βÜσανα που πÝρασε,
να, Ýτσι... Ναι ΦρÜνκ, ανÝβα να του το
πεις.
ΓΚΙΜΠΣ: Ναι, τους περιμÝνουν πολλÜ βÜσανα,
üμως εμÜς δεν μας πÝφτει λüγος. Ασ’
τους. Ο κÜθε Üνθρωπος Ýχει το δικαßωμα
να ζÞσει τα βÜσανÜ του. ΠρÝπει να ‘σαι
κι εσý μπροστÜ Τζοýλια! Εßναι μια
επßσημη στιγμÞ, θα τον φωνÜξω να ‘ρθει
εδþ. Τζþρτζ ! Τζþρτζ!
ΤΖΩΡΤΖ: (Απü μÝσα) Ναι μπαμπÜ.
ΓΚΙΜΠΣ: Δεν Ýρχεσαι μια στιγμÞ; ΘÝλουμε να σου
μιλÞσουμε η μητÝρα σου κι εγþ.
ΤΖΩΡΤΖ: Ναι τþρα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (ΠερνÜει το χÝρι της στο μπρÜτσο τον
Üντρα της) ΘεÝ μου, τι ανüητο πλÜσμα
που εßμαι. ΤρÝμω ολüκληρη Δεν υπÜρχει
λüγος να τρÝμω Ýτσι.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ευχαριστþ! Ευχαριστþ πολý Τþρα
εßμαστε Ýτοιμοι να προχωρÞσουμε στο
γÜμο. (Ενþ μιλÜ, οι ηθοποιοß βγÜζουν τις
50
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
καρÝκλες και τα πλαßσια που
παριστÜνουν τα σπßτια των Γκßμπς και
των ΓουÝμπ. Τις αραδιÜζουν στο βÜθος
της σκηνÞς σαν καθßσματα εκκλησßας. Το
εκκλησßασμα κÜθεται φÜτσα στον τοßχο
του βÜθους της σκηνÞς, με την πλÜτη
στο κοινü. Στη μÝση της σκηνÞς εßναι ο
διÜδρομος της εκκλησßας. Μια μικρÞ
εξÝδρα στÞνεται στο βÜθος κοντÜ στον
τοßχο, üπου θα σταθεß ο ΔιευθυντÞς
ΣκηνÞς ως ιερÝας). ΥπÜρχουν πολλÜ
πρÜγματα που πρÝπει να ειπωθοýν σ’ Ýνα
γÜμο. ΠολλÝς σκÝψεις γßνονται την þρα
ενüς γÜμου. Δεν μποροýμε φυσικü να τα
χωρÝσουμε üλα σε Ýνα γÜμο, και
ιδιαßτερα σ’ Ýνα γÜμο στο Γκρüβερς
Κüρνερς, üπου η τελετÞ εßναι φοβερÜ
σýντομη και απλÞ. Σ’ αυτü το γÜμο εγþ
παßζω τον ιερÝα. Αυτü μου δßνει το
δικαßωμα να πω μερικÜ λüγια παραπÜνω
γýρω απü το γÜμο. Για λßγη þρα, το Ýργο
μας θα σοβαρÝψει αρκετÜ. ΒλÝπετε
μερικÝς θρησκεßες λÝνε πως ο γÜμος
εßναι Ýνα μυστÞριο. Δεν ξÝρω τι ακριβþς
θα πει αυτü, αλλÜ μπορþ να το
συμπερÜνω. ¼πως Ýλεγε κι η κυρßα
Γκßμπς πριν απü δυο λεφτÜ: Οι Üνθρωποι
εßναι φτιαγμÝνοι για να ζοýνε δυο-δυο. Ο
γÜμος που θα δοýμε εßναι Ýνας καλüς
γÜμος, üμως οι Üνθρωποι εßναι Ýτσι
καμωμÝνοι, þστε ακüμα και σ’ Ýνα καλü
γÜμο υπÜρχει στα κατÜβαθα της ψυχÞς
τους μια μεγÜλη σýγχυση και
σκεφτÞκαμε πως κι αυτü Ýχει τη θÝση
του στο Ýργο μας. Ο πραγματικüς
πρωταγωνιστÞς της σκηνÞς δεν
εμφανßζεται καθüλου, και üλοι ξÝρετε
ποιος εßναι. ¼πως εßπε κι Ýνας
Ευρωπαßος: «ΚÜθε παιδß που γεννιÝται
στον κüσμο εßναι και μια προσπÜθεια της
Φýσης να φτιÜξει Ýνα τÝλειο ανθρþπινο
πλÜσμα». Λοιπüν, που λÝτε,
παρακολουθÞσαμε τüση þρα την Φýση
που προχωρεß και μοχθεß μ’ Ýνα σωρü
τρüπους. ΞÝρουμε üλοι πως η Φýση
51
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ενδιαφÝρεται για την ποσüτητα. ¼μως
θαρρþ πως ενδιαφÝρεται και για την
ποιüτητα, γι’ αυτü εßμαι κι εγþ ιερÝας.
ºσως να προσπαθεß να σκαρþσει ακüμα
Ýναν καλü ΔιοικητÞ της πολιτεßας του
Νιου ΧÜμσαúαρ. Και μην ξεχνÜτε
παρακαλþ, τους Üλλους μÜρτυρες του
γÜμου, τους προγüνους τους.
Εκατομμýρια! Οι περισσüτεροι απ’
αυτοýς αποφÜσισαν να ζÞσουν δυο-δυο.
Εκατομμýρια εκατομμυρßων! Αυτü Þτανε
το κÞρυγμα για σÞμερα. Και δεν Þταν και
πολý μεγÜλο.
(Το αρμüνιο αρχßζει να παßζει το «ΛÜργκο» τον Χαßντελ. Ο
κüσμος μπαßνει στην εκκλησßα και κÜθεται σιωπηλüς. Η Κυρßα
ΓουÝμπ πηγαßνοντας στη θÝση της σταματÜ, στρÝφει και μιλÜει
προς το κοινü).
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Δεν ξÝρω τι μ’ Ýχει πιÜσει και κλαßω. Δεν
υπÜρχει λüγος να κλαßω. Μου Þρθε το
πρωß στο τραπÝζι: Η ¸μιλυ καθüταν εδþ,
δßπλα, κι Ýπινε το γÜλα της üπως κÜθε
πρωß, δεκαεφτÜ ολüκληρα χρüνια και
τþρα θα φýγει και θα πßνει το πρωινü
της στο σπßτι ενüς Üλλου. Θαρρþ πως
αυτü Þτανε. ΑμÝ η ¸μιλυ! Στα καλÜ
καθοýμενα μου λÝει: «Δεν μπορþ να φÜω
οýτε μπουκιÜ πια» και ακουμπÜει το
κεφÜλι της στο τραπÝζι και κλαßει.
(ΞεκινÜ για το κÜθισμÜ της στην
εκκλησßα, αλλÜ γυρνÜει και προσθÝτει)
ΠρÝπει να το πω. Για να ξÝρετε. Εßναι
κÜτι απÜνθρωπο να στÝλνουμε τα
κορßτσια μας στο γÜμο Ýτσι. ΜακÜρι
καμιÜ απ’ τις φιλενÜδες της να της Ýχει
μÜθει κÜνα-δυο πρÜγματα. Εßναι
απÜνθρωπο, το ξÝρω, üμως δεν
κατÜφερα να της πω οýτε λÝξη. Κι εγþ
παντρεýτηκα Üμαθη σαν κουτÜβι. Ο
κüσμος εßναι στραβÜ κι ανÜποδα
φτιαγμÝνος, μÜλιστα, αυτü εßναι. Να
τους που Ýρχονται.
(ΠÜει βιαστικÜ στη θÝση της στα στασßδια. Ο Τζþρτζ ξεκινÜει
απü το βÜθος της αßθουσας του θεÜτρου, περνþντας απü το
δεξιü διÜδρομο, ανÜμεσα απü τους θεατÝς. ΞαφνικÜ τρßα μÝλη
της ομÜδας του μπÝιζ-μπωλ ξεφυτρþνουν στη δεξιÜ κουÀντα κι
52
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
αρχßζουν να τον πειρÜζουν με σφυρßγματα και να του
φωνÜζουν üπως φωνÜζουνε τις γÜτες. Φοροýνε τη στολÞ του
γηπÝδου).
ΑΘΛΗΤΕΣ: Ε Τζþρτζ, Τζþρτζ, ψψτ! ΓιÜχου! Αν τα
πρÜγματα δεν πÜνε καλÜ, σφýριξε να
‘ρθουμε. Εμεßς ξÝρουμε το κüλπο. Ε,
παιδιÜ; Ψψψτ! Τζþρτζ, μην κÜνεις την
οσßα Μαρßα παλιüμουτρο. ΞÝρουμε καλÜ,
που Ýχεις το νου σου. Κοßταξε μη
ντροπιÜσεις την ομÜδα λεβεντüπαιδο!
Γιοýχου!
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ΕντÜξει, εντÜξει! ΦτÜνει!, ΦτÜνει ως
εδþ. (Χαμογελþντας τους σπρþχνει και
τους διþχνει απ’ τη σκηνÞ. Εκεßνοι την
τελευταßα στιγμÞ βγÜζουν το κεφÜλι
τους και πετοýν μερικÜ «ψψτ» ακüμα)
Τον παλιü καιρü στους γÜμους εßχαμε τα
ßδια και χειρüτερα. Στην αρχαßα Ρþμη
και αργüτερα... Τþρα εßμαστε πιο
πολιτισμÝνοι. ¸τσι λÝμε.
(Το κüρο αρχßζει να τραγουδÜει το «θεúκÞ αγÜπη». Ο Τζþρτζ
Ýφτασε στη σκηνÞ. Για μια στιγμÞ, στÝκει και ατενßζει το
εκκλησßασμα, ýστερα κÜνει μερικÜ βÞματα προς τα πßσω, για
να ξεφýγει απü τη δεξιÜ κουÀντα).
ΤΖΩΡΤΖ: (Υπüκωφα, στον εαυτü του) Θα ‘θελα να
‘μουν πÜλι στο σχολεßο... Δε θÝλω να
παντρευτþ.
(Η μητÝρα του σηκþνεται απü τη θÝση της και τον πλησιÜζει.
ΣτÝκει και τον κοιτÜζει ανÞσυχη).
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τζωρτζ τι Ýχεις;
ΤΖΩΡΤΖ: ΜαμÜ δε θÝλω να μεγαλþσω, δε θÝλω να
γερÜσω. Γιατß üλος ο κüσμος με βιÜζει
Ýτσι;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Μα Τζωρτζ... εσý το Þθελες.
ΤΖΩΡΤΖ: Γιατß πρÝπει να παντρευτþ σþνει και
καλÜ; ¢κου μαμÜ, για τελευταßα φορÜ σε
παρακαλþ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¼χι, üχι Τζωρτζ... Τþρα πια εßσαι Üντρας.
ΤΖΩΡΤΖ: ¢κουσε με μαμÜ, ποτÝ δεν ακοýς τι σου
λÝω. Εγþ Þθελα μüνο να εßμαι üπως üλος
ο κüσμος... γιατß πρÝπει να...
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Τζωρτζ! Αν σ’ Üκουγε κανεßς! ΦτÜνει, σε
παρακαλþ. Πα, πα, ντρÝπομαι για
λογαριασμü σου!
53
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΤΖΩΡΤΖ: (ΠερνÜ το χÝρι του πÜνω απü το μÝτωπü
του) Τι εßναι; Ονειρεýομαι. Που εßναι η
¸μιλυ;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Δüξα σοι ο Θεüς! ΠÞρα μια λαχτÜρα.
ΤΖΩΡΤΖ: ΧαμογÝλασε μαμÜ! Γιατß κÜνεις Ýτσι!
ΧαμογÝλασε! Παντρεýομαι μαμÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ΣτÜσου να πÜρω ανÜσα.
ΤΖΩΡΤΖ: ¢κου μαμÜ! Θα μας περιμÝνεις κÜθε
ΠÝμπτη βρÜδυ. Η ¸μιλυ κι εγþ θα
‘ρχομαστε να τρþμε μαζß κÜθε ΠÝμπτη
βρÜδυ... Θα δεις. ΜαμÜ τι Ýχεις και
κλαις; ¸λα τþρα! ΠρÝπει να ‘μαστε
Ýτοιμοι.
(Στο αναμεταξý, η ¸μιλυ, με Üσπρο νυφικü και πÝπλο, πÝρασε
ανÜμεσα απü το κοινü και ανÝβηκε πÜνω στη σκηνÞ. Και αυτÞ
μüλις βλÝπει τον κüσμο στην εκκλησßα σταματÜει. Το κüρο
τραγουδÜει: «ΕυλογημÝνοι οι δεσμοß που ενþνουν»)
ΕΜΙΛΥ: ΠοτÝ στη ζωÞ μου δεν Ýνοιωσα τüσο
μüνη. Και ο Τζþρτζ εκεß, μ’ αυτü το
ýφος... Τον μισþ! ΜακÜρι να πÝθαινα
αυτÞ τη στιγμÞ. ΜπαμπÜ! ΜπαμπÜ!
ΓΟΥΕΜΠ: (Σηκþνεται απü το κÜθισμÜ του στην
εκκλησßα και την πλησιÜζει ανÞσυχος)
¸μιλυ! ¸μιλυ! ¸λα τþρα, ησýχασε.
ΕΜΙΛΥ: Μα μπαμπÜ, δε θÝλω να παντρευτþ.
ΓΟΥΕΜΠ: Σσστ! ¸μιλυ! ¼λα θα πÜνε καλÜ.
ΕΜΙΛΥ: Γιατß δεν κÜνει να μεßνω για λßγο καιρü
Ýτσι üπως εßμαι; ¸λα να φýγουμε.
ΓΟΥΕΜΠ: ¼χι, üχι, ¸μιλυ. ΗρÝμησε και σκÝψου
λιγÜκι.
ΕΜΙΛΥ: Δε θυμÜσαι τι μου Ýλεγες πÜντα. ¼λη την
þρα μου Ýλεγες πως εγþ εßμαι η κοροýλα
σου, η δικιÜ σου κüρη. Εßναι Ýνα σωρü
μÝρη που μποροýμε να πÜμε. ¸λα να
φýγουμε, θα δουλεýω εγþ για σÝνα. Θα
κρατÜω το νοικοκυριü.
ΓΟΥΕΜΠ: Σσστ... Διþξε απ’ το νου σου, αυτÜ τα
πρÜγματα. Εßσαι λßγο εκνευρισμÝνη, αυτü
εßναι üλο. ¸λα, Ýλα, παντρεýεσαι το
καλýτερο παλληκÜρι του κüσμου. Ο
Τζþρτζ εßναι εξαιρετικü παιδß.
ΕΜΙΛΥ: Μα μπαμπÜ.
ΓΟΥΕΜΠ: Τζωρτζ! Τζωρτζ! (Η Κυρßα Γκßμπς
γυρνÜει στη θÝση της, Ο Τζþρτζ ακοýει
τον ΓουÝμπ και σηκþνει τα μÜτια του και
54
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
τον βλÝπει. Ο ΓουÝμπ του γνÝφει.
Συναντιοýνται στο κÝντρο της σκηνÞς).
Σου δßνω την κüρη μου Τζωρτζ.
Πιστεýεις πως μπορεßς να την κÜνεις
ευτυχισμÝνη;
ΤΖΩΡΤΖ: Κýριε ΓουÝμπ, θÝλω να... θÝλω να
προσπαθÞσω. ¸μιλυ, θα κÜνω üτι μπορþ.
Σ’ αγαπþ ¸μιλυ. Σε χρειÜζομαι.
ΕΜΙΛΥ: Τüτε αν μ’ αγαπÜς, βοÞθησÝ με. Δε ζητþ
τßποτα Üλλο. Μüνο κÜποιον να μ’
αγαπÜει.
ΤΖΩΡΤΖ: Εγþ ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Αν ποτÝ με βρει αρρþστια Þ στενοχþρια,
να μ’ αγαπÜει.
ΤΖΩΡΤΖ: ¸μιλυ θα κÜνω üτι μπορþ. ¼τι μπορþ.
ΕΜΙΛΥ: Και για πÜντα. Μ’ ακοýς; Για πÜντα!
(ΠÝφτουν ο Ýνας στην αγκαλιÜ του
Üλλου. Ακοýγεται το γαμÞλιο εμβατÞριο
απü τον «ΛοÝνγκριν»).
ΓΟΥΕΜΠ: ΕλÜτε, εμÜς περιμÝνουνε. Τþρα το
βλÝπετε πως üλα θα παν καλÜ. ΕλÜτε
γρÞγορα.
(Ο Τζþρτζ φεýγει και παßρνει τη θÝση του δßπλα στον
ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς. Η ¸μιλυ προχωρεß στο διÜδρομο ανÜμεσα
απü το εκκλησßασμα, στηριγμÝνη στο μπρÜτσο του πατÝρα
της).
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ΔÝχεσαι Τζþρτζ τη γυναßκα αυτÞ, την
¸μιλυ, ως νüμιμο σýζυγü σου...
(Η Κυρßα Σüαμς κÜθεται πßσω-πßσω στην εκκλησßα. Γυρßζει
τþρα το κεφÜλι και λÝει στους διπλανοýς της με διαπεραστικÞ
φωνÞ)
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Τι υπÝροχος γÜμος! Ο ωραιüτερος γÜμος
που εßδα στη ζωÞ μου! Και πως
ευχαριστιÝμαι Ýναν ωραßο γÜμο, εσεßς
δεν ευχαριστιÝστε; Ωραßα·νυφοýλα δεν
Ýγινε;
ΤΖΩΡΤΖ: ΔÝχομαι.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ΔÝχεσαι ¸μιλυ τον Üντρα αυτüν, τον
Τζþρτζ Γκßμπς, ως νüμιμον σýζυγüν
σου...
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Κι εγþ δεν ξÝρω απü πüτε Ýχω να δω
τüσο ωραßο γÜμο. ¼μως πÜντα κλαßω.
Δεν ξÝρω τι παθαßνω, αλλÜ πÜντα θα
κλÜψω. Εßναι που χαßρομαι να βλÝπω
55
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
τους νÝους ευτυχισμÝνους. Εσεßς δε
χαßρεστε; Εγþ το βρßσκω τüσο ωραßο!
(Το δαχτυλßδι. Το φιλß. ΞαφνικÜ κÜθε κßνηση σταματÜ σ’ Ýνα
ταμπλü βιβÜν. Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς με τα μÜτια στο Üπειρο,
λÝει προς το κοινü)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ΠÜντρεψα διακüσια ζευγÜρια στη ζωÞ
μου. Αν πιστεýω στο γÜμο; Δεν ξÝρω. Ο Α
παντρεýεται την Β... Εκατομμýρια
εκατομμυρßων! Το σπιτÜκι τους, το
αμÜξι, ο περßπατος με τ’ αυτοκßνητο την
ΚυριακÞ το απüγευμα, οι πρþτοι
ρευματισμοß, τα εγγüνια, οι δεýτεροι
ρευματισμοß, το κρεβÜτι, ο θÜνατος, το
διÜβασμα της διαθÞκης. Μια φορÜ στις
χßλιες εßναι ενδιαφÝρον. ΤÝλος πÜντων,
ας αρχßσει το γαμÞλιο εμβατÞριο!
(Το αρμüνιο αρχßζει το «ΓαμÞλιο ΕμβατÞριο» τον ΜÝντελσον. Ο
Γαμπρüς και η Νýφη διασχßζουν το διÜδρομο της εκκλησßας
στο κÝντρο της σκηνÞς. Τα πρüσωπα τους ακτινοβολοýν, αλλÜ
προσπαθοýν να κρατÞσουν την αξιοπρÝπεια τους)
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Ωραßο ζευγÜρι δεν εßναι; ΠοτÝ δεν
ευχαριστÞθηκα τüσο πολý σε γÜμο.
Ασφαλþς θα γßνουν πολý ευτυχισμÝνοι.
Εγþ πÜντα το Ýλεγα: Η ευτυχßα εßναι το
παν! Το σπουδαιüτερο εßναι να ‘ναι
κανεßς ευτυχισμÝνος.
(Η Νýφη κι ο Γαμπρüς φθÜνουν στη σκÜλα που ενþνει τη σκηνÞ
με την πλατεßα και κατεβαßνουν. ¸νας λαμπρüς προβολÝας
τους φωτßζει. Κατεβαßνουν στην πλατεßα και διασχßζουν το
διÜδρομο τρÝχοντας χαροýμενα και περνþντας ανÜμεσα απü
το κοινü)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Αυτü εßναι το τÝλος της Δεýτερης
ΠρÜξης. ΔÝκα λεφτÜ διÜλειμμα φßλοι μου.
56
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ
(Στο διÜλειμμα το κοινü βλÝπει τους ηθοποιοýς να συγυρßζουν
τη σκηνÞ, Στη δεξιÜ μεριÜ λßγο δεξιüτερα απü το κÝντρο,
στÞνουν δÝκα Þ δþδεκα καρÝκλες αντικριστÜ στο κοινü σε
τρεις σειρÝς, αφÞνοντας αρκετÞ απüσταση ανÜμεσÜ τους. Τα
καθßσματα αυτÜ εßναι οι τÜφοι στο νεκροταφεßο. ΚατÜ το
τÝλος του διαλεßμματος μπαßνουν οι ηθοποιοß και παßρνουν τις
θÝσεις τους. Στην πρþτη σειρÜ, προς τη μÝση της σκηνÞς,
μÝνει μια Üδεια καρÝκλα. Δßπλα η Κυρßα Γκßμπς και μετÜ ο
Σßμον Στßμσον. Στη δεýτερη σειρÜ, μαζß με Üλλους κÜθεται η
κυρßα Σüαμς. Στην τρßτη σειρÜ ο Γουüλλυ ΓουÝμπ. Οι Νεκροß
κÜθονται ακßνητοι χωρßς προσπÜθεια και με μια Þρεμη
προσδοκßα, χωρßς üμως αδιαφορßα. Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς
πηγαßνει στη συνηθισμÝνη του θÝση και περιμÝνει να
χαμηλþσουν τα φþτα της πλατεßας)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ΑυτÞ τη φορÜ φßλοι μου Ýχουν
περÜσει εννιÜ χρüνια, εßναι το καλοκαßρι
του 1913. ΠολλÜ Ýχουν αλλÜξει σιγÜ-σιγÜ
στο Γκρüβερς Κüρνερς. Τ’ Üλογα üσο
πÜει γßνονται πια σπÜνια. Οι χωριÜτες
τþρα Ýρχονται στην πüλη με
φορτηγÜκια. Η πιο μεγÜλη διαφορÜ εßναι
στη νεολαßα μας, απ’ üτι βλÝπω. ¼λη την
þρα θÝλουνε να παν στον
κινηματογρÜφο, θÝλουν να φοροýνε τα
ροýχα που βλÝπουν εκεß... ΘÝλουν να
γßνουνε πρωτευουσιÜνοι. ¼λος ο κüσμος
τþρα κλειδþνει τα σπßτια του τη νýχτα.
Ακüμη δεν εßδαμε διαρρÞκτες στην πüλη
μας, üμως üλοι μας τους Ýχουμε
ακουστÜ. ΑλλÜ θα σας φανεß παρÜξενο,
γενικÜ τα πρÜγματα δεν αλλÜζουν και
πολý στο Γκρüβερς Κüρνερς. ΦαντÜζομαι
πως θÝλετε να μÜθετε τι θα πουν üλες
ετοýτες οι καρÝκλες. Οι πιο Ýξυπνοι θα
‘χουνε κιüλας καταλÜβει. Δεν ξÝρω πως
τα παßρνετε εσεßς αυτÜ τα πρÜγματα.
¼μως εδþ εßναι Ýνα πολý ωραßο μÝρος.
Εßναι πÜνω σ’ Ýνα λüφο, Ýνα λüφο
ανεμικü, πολýς ουρανüς, πολλÜ σýννεφα,
συχνÜ πολýς Þλιος και φεγγÜρι κι Üστρα.
Ανεβεßτε εδþ απÜνω Ýνα ωραßο απüγεμα
57
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
και θα δεßτε σειρÝς-σειρÝς τα
βουναλÜκια, γαλÜζια καταγÜλανα, πÝρα,
κατÜ τη λßμνη ΣÜναπη και τη λßμνη
Γουúνιπισüκη... και πÝρα μακριÜ, αν Ýχετε
κιÜλια μαζß σας, θα δεßτε τα ΛευκÜ ¼ρη
και το üρος ΓουÜσιγκτον, εκεß που εßναι
το Κüνγουαßη και το Νüρθ Κüνγουαßη. Και
φυσικÜ και το αγαπημÝνο μας βουνü, το
Μüναντνοκ, εßναι εκεß, ακριβþς εκεß, και
γýρω-γýρω üλα τα χωριουδÜκια. Το
ΤζÜφρεû και το Ηστ ΤζÜφρεû και το
ΠÞτερμπüρω, και το ΝτÜμπλιν και
(δεßχνοντας προς το κοινü) εκεß πÝρα,
κÜτω, εßναι το Γκρüβερς Κüρνερς. Ναι
εßναι üμορφα εδþ απÜνω. ¼λο
πικροδÜφνες και πασχαλιÝς. ΠολλÝς
φορÝς αναρωτιÝμαι γιατß οι Üνθρωποι
θÝλουν να τους θÜψουν στο Γοýντλοουν
και στο Μπροýκλιν, üταν τον ßδιο καιρü
μποροýν να τον περÜσουν εδþ στο Νιου
ΧÜμσαúαρ. ΠÝρα σ’ εκεßνη τη γωνιÜ
(δεßχνει αριστερÜ) εßναι οι πιο παλιÝς
ταφüπετρες (1670, 1680). Σκληρüγνωμοι
Üνθρωποι ποý Þρθαν απü πολý μακριÜ για
να ζÞσουν ανεξÜρτητοι. Το καλοκαßρι, οι
νÝοι περπατοýν εδþ απÜνω και γελοýν με
τις παρÜξενες λÝξεις που εßναι
γραμμÝνες απÜνω στις ταφüπετρες... Ε,
κακü μια φορÜ δεν κÜνουν σε κανÝνα. Και
απü τη Βοστþνη μας Ýρχονται
γενεαλüγοι. Τους πληρþνουν μερικοß
μεγαλουσιÜνοι για να βροýνε τους
προγüνους τους. ΘÝλουν να αποδεßξουν
πως εßναι τÝκνα της ΑμερικανικÞς
ΕπανÜστασης και εκεßνων που Þρθαν με
το ΜÝυφλÜουερ... Ε, θαρρþ, πως οýτε κι
αυτü κακü δεν κÜνει σε κανÝνα. ¼ποτε
γυρßσεις να δεις την ανθρþπινη ζωÞ, θα
βρεις στρþματα και στρþματα
ανοησßας... Εκεß πÝρα, εßναι κÜτι
πολεμιστÝς του Εμφυλßου ΠολÝμου. ΠÜνω
στον τÜφο τους εßναι κÜτι σιδερÝνιες
σημαιοýλες... ΠαιδιÜ απü τα μÝρη μας
που Ýλεγαν πως οι ΕνωμÝνες Πολιτεßες
Ýπρεπε να μεßνουν üλες μαζß, αν και ποτÝ
58
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
με τα μÜτια τους δεν εßχαν δει απü αυτÝς
περισσüτερο απü πενÞντα μßλια. Το μüνο
που Þξεραν Þταν τ’ üνομα, φßλοι μου,
ΕνωμÝνες Πολιτεßες της ΑμερικÞς. Οι
ΕνωμÝνες Πολιτεßες της ΑμερικÞς! Και
γι’ αυτü το üνομα πÞγαν και
σκοτþθηκαν. Απü δω εßναι το καινοýργιο
μÝρος του νεκροταφεßου. Εδþ εßναι η
φßλη σας η κυρßα Γκßμπς. Και για να
δοýμε, εδþ εßναι ο κ. Στßμσον, που Ýπαιζε
το αρμüνιο στην εκκλησßα. Και εκεß πÝρα
εßναι η κυρßα Σüαμς που τüσο
ευχαριστÞθηκε στο γÜμο, τη θυμÜστε; Κι
Ýνα σωρü Üλλοι. Και το αγüρι του κ.
ΓουÝμπ, ο ΓουÜλλας, που Ýπαθε
περιτονßτιδα σε μια προσκοπικÞ εκδρομÞ
στο Κρüουφορντ Νοτς. Ναι, Ýνας
ολÜκερος κüσμος θλßψης Ýχει
κατασταλÜξει εδþ απÜνω. ¢νθρωποι
παρÜφοροι απ’ τον πüνο Ýφεραν τους
δικοýς τους πÜνω σ’ αυτü το λüφο. ¼λοι
μας ξÝρουμε πως νοιþθει κανεßς... κι
ýστερα, με τον καιρü... με τις
ηλιüλουστες μÝρες... τις βροχερÝς
μÝρες... και το χιüνι, τσ - τσ - τσ. Μας
κÜνει καλü που τους Ýχουμε σ’ Ýνα τüσο
ωραßο μÝρος, και πüτε-πüτε ερχüμαστε κι
εμεßς, üταν η κρßση μας περÜσει. Αυτü
εδþ εßναι Ýνα σπουδαßο κομμÜτι του
Γκρüβερς Κüρνερς. Του κüσμου οι
σκÝψεις ανεβαßνουν εδþ απÜνω, μÝρα-
νýχτα, üμως ταχυδρομεßο δεν υπÜρχει.
Και τþρα θα σας μιλÞσω για πρÜγματα
που τα ξÝρετε κι εσεßς. Τα ξÝρετε
καλýτερα απü μÝνα. ¼μως δεν τα
βγÜζουμε στο φως και δεν τα
πολυκοιτÜμε. ¼τι κι αν λÝνε οι Üνθρωποι
με το στüμα τους, üλοι ξÝρουν πως κÜτι
εßναι αιþνιο. Κι αυτü το κÜτι δεν εßναι τα
σπßτια μας, οýτε τα ονüματα, οýτε η γη,
οýτε καλÜ-καλÜ τ’ αστÝρια... Ο καθÝνας
γνωρßζει βαθειÜ, στα κüκαλα του, πως
κÜτι εßναι αιþνιο, και πως αυτü το κÜτι
Ýχει να κÜνει με τον Üνθρωπο. Οι
μεγαλýτεροι Üνδρες μας το λÝνε και μας
59
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
το ξαναλÝνε πÝντε χιλιÜδες χρüνια τþρα
κι üμως δεν φαντÜζεστε πως ο κüσμος
üλη την þρα το ξεχνÜ. ΥπÜρχει κÜτι
αιþνιο εδþ στα κατÜβαθα του κÜθε
ανθρþπου. (Παýση). Το ξÝρετε καλýτερα
απü μÝνα, πως οι νεκροß δε μÝνουνε
δεμÝνοι για πÜντα με μας τους
ζωντανοýς. ΣιγÜ-σιγÜ, λßγο-λßγο, μας
παρατοýν, και τη γη... και τις φιλοδοξßες
που εßχαν... και τις χαρÝς που Ýνοιωθαν…
και τα βÜσανα που τρÜβηξαν... και τους
ανθρþπους που αγαποýσαν. Κüβουνε το
δεσμü τους με τη γη, σαν το παιδß που
αποκüβει απü της μÜνας του το στÞθος.
Ναι, Ýτσι το βλÝπω εγþ. Κεßτονται εδþ,
ενþ το γÞινο μÝρος του εαυτοý τους
καßγεται... γßνεται στÜχτη... και üλον
ετοýτο τον καιρü σιγÜ-σιγÜ γßνονται
ξÝνοι με üτι συμβαßνει κÜτω εκεß στο
Γκρüβερς Κüρνερς. ΠεριμÝνουν.
ΠεριμÝνουν κÜτι που νοιþθουν πως θα
‘ρθει. Μην καρτεροýν εκεßνο το αιþνιο
κÜτι να βγει στο φως; ΜερικÝς απü τις
κουβÝντες που θα ποýνε, μπορεß να σας
πληγþσουν. ¼μως, τι τα θÝλετε, Ýτσι
εßναι. ΜÜνα με κüρη... Üντρας με
γυναßκα... εχθρüς με τον εχθρü... το
χρÞμα για το φιλÜργυρο... üλα αυτÜ τα
τüσο φοβερÜ σπουδαßα πρÜγματα, με τον
καιρü θαρρεßς πως ξεθωριÜζουν εδþ
απÜνω. Και τι απομÝνει; Τι απομÝνει üταν
η μνÞμη σας χαθεß και η ατομικüτητα
σας, κýριε τÜδε; (ΚοιτÜζει μια στιγμÞ
προς το κοινü, ýστερα γυρνÜ τη ματιÜ
του στη σκηνÞ). Α ορßστε! ¸ρχονται και
κÜτι ζωντανοß. Να ο Τζο Στüνταρντ, που
Ýχει το γραφεßο κηδειþν, Þρθε να ρßξει
μια ματιÜ στον νιοσκαμμÝνο τÜφο. Και
απü δω Ýρχεται Ýνας νÝος δικüς μας, απü
το Γκρüβερς Κüρνερς, που μας Üφησε για
να πÜει να ζÞσει στις δυτικÝς πολιτεßες.
(Ο Τζο Στüνταρντ τριγυρßζει στο βÜθος. Ο Σαμ ΚρÝιγκ μπαßνει
απü τ’ αριστερÜ σκουπßζοντας το μÝτωπο του απ’ τον
ανÞφορο. ΚρατÜει μια ομπρÝλα και προχωρεß στο προσκÞνιο).
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: ΚαλησπÝρα Τζο Στüνταρντ.
60
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: ΚαλησπÝρα, καλησπÝρα. Για να δοýμε,·σε
ξÝρω εγþ παλληκÜρι μου;
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Εßμαι ο Σαμ ΚρÝιγκ.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Α, τι λες. Βρε για τ’ üνομα του Θεοý!.
¸πρεπε να το βÜλω με το νου μου πως θα
γýριζες για την κηδεßα. Πολýν καιρü μας
λεßπεις Σαμ.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Ναι, Ýλειψα πÜνω απü δþδεκα χρüνια.
¸χω τις δουλειÝς μου στο Μποýφαλλο
τþρα. ¼μως Þμουνα στα μÝρη μας üταν
Ýμαθα το θÜνατο της ξαδÝλφης μου και
εßπα να τα συνδυÜσω λιγÜκι τα πρÜγματα
και να ‘ρθω να δω και το παλιü μου σπßτι.
ΚαλÜ κρατιÝσαι.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Ναι, ναι, παρÜπονο δεν, Ýχω. Πολý
θλιβερü το ταξßδι μας σÞμερα ΣÜμουελ.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Ναι.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Ναι πολý.. ΠÜντα λÝω, μου κÜνει κακü να
βλÝπω να φÝρνουμε εδþ Ýνα νÝο
Üνθρωπο. ΠÞρες και ομπρÝλα βλÝπω, θα
βρÝξει, για να το κÜνει θαρρεßς ακüμα
πιο θλιβερü. ¼που να ‘ναι θα ‘ρθουν. Εγþ
ανÝβηκα εδþ απü νωρßς.·Στο σπßτι
επιβλÝπει ο γιος μου.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: (ΔιαβÜζοντας ταφüπετρες) Ο γÝρο-ΜÜκ
ΚÜρτυ! ΠολλÝς φορÝς του ‘κανα
θελÞματα ýστερα απü το σχολειü. Εßχε
ισχυαλγßα.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Ναι, τον φÝραμε και τον ΜÜκ ΚÜρτυ εδþ.
ΠÜνε χρüνια τþρα.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: (ΚοιτÜζοντας στα γüνατα της κυρßας
Γκßμπς) Μπα, εδþ εßναι η θεßα μου η
Τζοýλια... Εßχα ξεχÜσει πως εßχε... Ναι
βÝβαια, βÝβαια...
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Ναι, ο γιατρüς Ýχασε τη γυναßκα του,
εßναι δυο χρüνια καν τρßα, πÜνω κÜτω
τÝτοια εποχÞ... Και σÞμερα τον βρÞκε κι
Üλλη συμφορÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (Στον Σßμον Στßμσον με ακýμαντη φωνÞ)
Αυτüς εßναι ο Σαμ, ο γιος της ΚÜρυ, της
αδελφÞς μου... ο Σαμ ΚρÝιγκ.
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Νοιþθω Üσκημα κÜθε φορÜ που Ýρχονται
αυτοß εδþ απÜνω.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Σßμον!
61
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Αυτοß με τις ανοησßες τους και την
αναθεματισμÝνη τους χαρÜ που εßναι
ζωντανοß.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Σßμον, κÜνε υπομονÞ...
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: ΔιαλÝγουν μüνοι τους τα επιτýμβια τους
Τζο;
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: ¼χι... ΣυνÞθως üχι. Το πιο συχνü εßναι οι
τεθλιμμÝνοι συγγενεßς να βρßσκουν κÜνα
στιχÜκι...
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Ποιος να το ‘λεγε πως εßναι η θεßα
Τζοýλια. Δεν Ýχουν απομεßνει πια απü τις
αδερφÜδες παρÜ... Για να δοýμε·που
εßναι, θα Þθελα να ρßξω μια ματιÜ στου
πατÝρα και της μητÝρας.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Εκεß πÜνω, με τους Üλλους ΚρÝιγκ.
Εκεßνο το δρομÜκι.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: (ΔιαβÜζοντας το επιτýμβιο τον Σßμον
Στßμσον) Εßν’ εκεßνος που Ýπαιζε το
αρμüνιο στην εκκλησßα, ε; ¸πινε πολý,
Ýλεγε ο κüσμος.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: ¼λοι μας κÜναμε πως δεν
καταλαβαßναμε. Εßχε κι αυτüς τα βÜσανÜ
του. Αυτοß οι μουζικÜντηδες εßναι
αλλιþτικοι Üνθρωποι, ξÝρεις. (ΒÜζει το
χÝρι μπροστÜ στο στüμα του).
Αυτοκτüνησε, το ‘ξερες αυτü;
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Ναι.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: ΚρεμÜστηκε στη σοφßτα, θÝλησαν να το
σκεπÜσουνε το πρÜγμα, μα φυσικÜ
μαθεýτηκε. Η γυναßκα του
ξαναπαντρεýτηκε τþρα τελευταßα, πÞρε
τον ΜπÜρστοου. Πüσες φορÝς δεν την
εßχα δει, στις Ýντεκα η þρα, νυχτιÜτικα,
να τριγυρνÜ στους δρüμους και να
κυνηγÜει τον Üντρα της. Για φαντÜσου!
Και τþρα παντρεýτηκε τον ΜπÜρστοου
τον γερουσιαστÞ που κÜθεται στο
ΜÜντσεστερ. Αυτüς εδþ διÜλεξε μüνος
του το επιτýμβιü του. Το βλÝπεις, δεν
Ýχει λüγια.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Μα εßναι κÜτι νüτες μουσικÞς. Τι εßναι;
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Που θες να ξÝρω εγþ. Το ‘γρÜψαν τüτε
και στις εφημερßδες της Βοστþνης.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Τζο, απü τι πÝθανε;
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Ποιος;
62
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Η ξαδÝρφη μου.
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Α, δεν τα ξÝρεις; ¸παθε κÜτι φÝρνοντας
στον κüσμο Ýνα παιδÜκι. ΠαρασκευÞ
σÞμερα, πÜει σχεδüν μια βδομÜδα.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: (Ανοßγει την ομπρÝλα του) Το μωρü
Ýζησε;
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: (Σηκþνει το γιακÜ του) ¼χι. ¹ταν üμως
το δεýτερü της. ΥπÜρχει κι Ýνα αγορÜκι
κÜπου τεσσÜρω χρονþ.
ΣΑΜ ΚΡΕÚΓΚ: Ο τÜφος εßναι αυτüς εκεß;
ΤΖΟ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ: Ναι, δεν Ýχει πια τüπο εδþ με τους
Üλλους Γκßμπς, κι Ýτσι θ’ ανοßξουνε Ýνα
καινοýργιο τμÞμα για τους Γκßμπς, εκεß
πÝρα, κοντÜ στο δρüμο. Να με συμπαθÜς
τþρα. Τους βλÝπω κι Ýρχονται.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ: (Καθüλου μακÜβριοι με επαρχιþτικη
προφορÜ) Η βροχÞ θα κÜνει καλü. Ναι, η
γη εßναι διψασμÝνη. Μα δε θα βρÝξει για
πολý. ΛÝμουελ, θυμÜσαι την πλημμýρα
στο ‘79; Εßχε ρßξει üλες τις γÝφυρες, Ýξω
απü μια, θυμÜμαι.
(Απü τ’ αριστερÜ προς τα δεξιÜ, στο βÜθος της σκηνÞς Ýρχεται
η κηδεßα. ΤÝσσερις Üντρες κρατοýν Ýνα φÝρετρο, αüρατο για
μας. ¼λοι οι Üλλοι βαστοýν ομπρÝλες. Μες στους Üλλους εßναι
ο γιατρüς Γκßμπς, ο Τζþρτζ, ο κ. ΓουÝμπ, η Κυρßα ΓουÝμπ κ.Ü.
Μαζεýονται γýρω απü Ýναν τÜφο στο βÜθος, κÝντρο της
σκηνÞς, λßγο αριστερÜ απü το κÝντρο)
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Ποιος εßναι Τζοýλια;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (Χωρßς να σηκþσει τα μÜτια) Η νýφη μου.
Η ¸μιλυ ΓουÝμπ.
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: (Με κÜποια Ýκπληξη, αλλÜ χωρßς
συγκßνηση) Τι μου λες! Ο δρüμος για να
‘ρθουν ως εδþ θα Þταν üλο λÜσπες. Απü
τι πÝθανε Τζοýλια;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Στη γÝννα.
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Στη γÝννα. (Σχεδüν γελÜει). ΑυτÜ πια τα
Ýχω ξεχÜσει üλως διüλου, Πω, τι φοβερÞ
που Þταν η ζωÞ (μ’ Ýνα αναστεναγμü) και
τι υπÝροχη!
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: (Με μια λοξÞ ματιÜ) ΥπÝροχη, ε;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸λα τþρα Σßμον! Για θυμÞσου...
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: ΘυμÜμαι τον γÜμο της ¸μιλυ. Ωραßος
γÜμος δεν Þταν; Και θυμÜμαι που
διÜβασε Ýνα ποßημα στην επßδειξη των
αποφοßτων: Η ¸μιλυ Þταν Ýνα απ’ τα πιο
63
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
Ýξυπνα κορßτσια που εßχαμε στο
ΓυμνÜσιο. ¢κουσα τον ΓυμνασιÜρχη
Γουßλκινς που το ‘λεγε και το ξανÜλεγε.
Εßχα πÜει να τους δω στο καινοýργιο
τους κτÞμα, λßγο προτοý πεθÜνω. ¸να
πολý ωραßο κτÞμα!
ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ: Εßναι στον ßδιο δρüμο που καθüμασταν κι
εμεßς;
ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ: Ναι, κοντÜ στο μÝρος που κÜναμε
εκδρομÝς. ΘυμÜσαι Τζο; Εκεß στη λßμνη
που πηγαßναμε στην ΕθνικÞ ΕορτÞ. ¸να
πρþτης τÜξεως κτÞμα.
(ΚαταλαγιÜζουν. Η ομÜδα κοντÜ στον τÜφο αρχßσει να
τραγουδÜ το «ΕυλογημÝνοι οι δεσμοß που ενþνουν»)
ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ: ΠÜντα τον αγαποýσα αυτüν τον ýμνο. Το
‘λπιζα πως θα τραγουδοýσαν Ýναν ýμνο.
ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ: Η γυναßκα μου, η δεýτερÞ μου γυναßκα,
ξÝρει üλα τα λüγια απ’ üλα τα τροπÜρια
που υπÜρχουν. Καλýτερα απü παπÜς...
ΞÝρει να σου τα πει üλα νερÜκι.
(Παýση. ΞαφνικÜ η ¸μιλυ φαßνεται ανÜμεσα απü τις ομπρÝλες.
Εßναι ντυμÝνη κÜτασπρα. Τα μαλλιÜ της εßναι ριγμÝνα στην
πλÜτη και δεμÝνα με μια Üσπρη κορδÝλα σα μικρü κοριτσÜκι.
Προχωρεß αργÜ, κοιτÜζει αβÝβαιη τους νεκροýς, λßγο
θαμπωμÝνη. ΚοντοστÝκει μεσοδρομßς και χαμογελÜει αüριστα).
ΕΜΙΛΥ: Χαßρετε.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ: Καλþς την ¸μιλυ. Καλþς την κυρßα
Γκßμπς.
ΕΜΙΛΥ: ΜητÝρα!
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸μιλυ.
ΕΜΙΛΥ: Χαßρετε. (Ο ψαλμüς συνεχßζεται. Η ¸μιλυ
γυρßζει και κοιτÜζει την κηδεßα. ΛÝει σαν
ονειροπαρμÝνη). ΒρÝχει.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι... Σε λßγο θα φýγουνε, καλÞ μου.
Ησýχασε εσý και ξεκουρÜσου.
(Η ¸μιλυ κÜθεται στην Üδεια καρÝκλα δßπλα στην κυρßα
Γκßμπς).
ΕΜΙΛΥ: Μου φαßνεται πως πÝρασαν χιλιÜδες
χρüνια απü τüτε που... Τι ανüητοι που
φαßνονται! Δεν υπÜρχει λüγος να κÜνουν
Ýτσι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Μην τους κοιτÜζεις τþρα καλÞ μου. Σε
λßγο θα ‘χουν φýγει.
64
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Θα Þθελα να ‘μουν εδþ απü καιρü. Δε μ’
αρÝσει να εßμαι Ýτσι καινοýργια. Τι
κÜνετε κýριε Στßμσον;
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Εσý πως εßσαι ¸μιλυ;
(Η ¸μιλυ εξακολουθεß να κοιτÜζει γýρω της μ’ Ýνα κουρασμÝνο
χαμüγελο απορßας. Μα για λßγο τα μÜτια της δεν γυρßζουν
στην ομÜδα των ζωντανþν. Σαν για να κλεßσει Ýξω απü το
μυαλü της την παρουσßα των ζωντανþν αρχßζει να μιλÜ στην
κυρßα Γκßμπς κÜπως σπασμωδικÜ).
ΕΜΙΛΥ: ΜητÝρα το κτÞμα εκεßνο το κÜναμε ο
Τζþρτζ κι εγþ το ωραιüτερο μÝρος που
Ýχετε δει ποτÝ σας. ¼λη την ημÝρα σας
εßχαμε στο νου μας. ΘÝλαμε να σας
δεßξουμε την καινοýργια αποθÞκη και μια
μεγÜλη, μακριÜ γοýρνα απü τσιμÝντο για
να ποτßζονται τα ζωντανÜ. Την φτιÜξαμε
με εκεßνα τα λεφτÜ που μας αφÞσατε.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Εγþ;
ΕΜΙΛΥ: Δεν θυμÜστε μητÝρα; Τα χρÞματα εκεßνα,
την κληρονομιÜ; ¹τανε πÜνω απü
τριακüσια πενÞντα δολÜρια.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι ¸μιλυ, ναι...
ΕΜΙΛΥ: Η γοýρνα αυτÞ Ýχει και μια καινοýργια
εφεýρεση μητÝρα, και οýτε ξεχειλßζει,
οýτε λιγοστεýει το νερü πιο κÜτω απü
Ýνα σημÜδι που Ýχουν βÜλει. Εßναι πολý
σπουδαßα.(Η φωνÞ της σÝρνεται και τα
μÜτια της ξαναγυρßζουν στην κηδεßα).
Χωρßς εμÝνα, δεν θα ‘ναι το ßδιο για τον
Τζþρτζ, üμως εßναι Ýνα πολý ωραßο
κτÞμα. (ΞαφνικÜ γυρßζει και κοιτÜει κατÜ
πρüσωπο την κυρßα Γκßμπς). Οι ζωντανοß
δεν καταλαβαßνουν, ε μητÝρα;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¼χι, κüρη μου, δεν καταλαβαßνουν και
πολλÜ.
ΕΜΙΛΥ: Ζοýνε σαν να εßναι κλεισμÝνοι μÝσα σε
κουτιÜ, ε μητÝρα; Θαρρþ πως τους
αποχωρßστηκα εδþ και χßλια χρüνια... Το
παιδß μου το στεßλανε απü το πρωß στης
κυρßας ΚÜρτερ. (ΒλÝπει τον ΚÜρτερ
ανÜμεσα στους νεκροýς). Κýριε ΚÜρτερ
το αγορÜκι μου εßναι σÞμερα στο σπßτι
σας.
ΚΑΡΤΕΡ: Ναι;
65
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Ναι, του αρÝσει πολý εκεß πÝρα. ΜητÝρα,
Ýχουμε κι Ýνα αυτοκινητÜκι. Εßναι
πρþτης τÜξεως. Εγþ δεν ξÝρω üμως να
οδηγþ. ΜητÝρα, πüτε φεýγει αυτÞ η
εντýπωση; Πως εßμαστε Ýνας απü
εκεßνους; Πüσον καιρü;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Σσσ, καλÞ μου. Περßμενε και κÜνε
υπομονÞ.
ΕΜΙΛΥ: (ΑναστενÜζει) Ναι ξÝρω. Κοßταξε Ýχουν
τελειþσει. Φεýγουν.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Σσσ ...
(Οι ομπρÝλες βγαßνουν απü τη σκηνÞ. Ο γιατρüς Γκßμπς
Ýρχεται στον τÜφο της γυναßκας του και στÝκει για λßγο. Η
¸μιλυ τον κοιτÜζει κατÜ πρüσωπο. Η Κυρßα Γκßμπς δε σηκþνει
καν τα μÜτια της)
ΕΜΙΛΥ: Κοßτα. Ο πατÝρας σας Ýφερε μερικÜ απü
τα λουλοýδια μου. ΜοιÜζει πολý του
Τζþρτζ, δεν μοιÜζει; Αχ μητÝρα, ποτÝ
Üλλοτε δεν εßχα καταλÜβει πüσο
ανÞσυχοι και πüσο ... στο σκοτÜδι ζοýνε
οι ζωντανοß. Απü το πρωß ως το βρÜδυ
αυτü εßναι. ΑνÞσυχοι! Τßποτ’ Üλλο.
(¼ γιατρüς Γκßμπς βγαßνει).
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ: Τþρα δρüσισε λιγÜκι. Ναι, λßγο δρüσισε
με τη βροχÞ. Αυτοß οι Üνεμοι, ο
πουνÝντες, πÜντα τα ßδια. Αν δε βρÝξει,
θα φυσομανÜει τρεις μÝρες. Μπορεß να
ξανοßξει ο καιρüς προτοý·νυχτþσει.
Ανοßγει ο καιρüς καμιÜ φορÜ.
(Μια Þρεμη εγκαρτÝρηση πÝφτει στη σκηνÞ, Ο ΔιευθυντÞς
ΣκηνÞς φαßνεται στη δεξιÜ κουÀντα. Καπνßζει. Η ¸μιλυ ξαφνικÜ
ανακÜθεται. ¸χει μια ιδÝα)
ΕΜΙΛΥ: ¼μως μητÝρα, μπορεß να γυρßσει κανεßς;
Μπορεß να γυρßσει εκεß πßσω, στη ζωÞ. Το
νιþθω. Το ξÝρω. Να, τþρα ξεχÜστηκα για
μια στιγμÞ, σκεφτüμουνα... το κτÞμα ...
και για μια στιγμÞ Þμουν στο κτÞμα και
το παιδß καθüταν εδþ στην αγκαλιÜ μου,
üπως σας βλÝπω και με βλÝπετε.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι, μπορεß κανεßς να πÜει πßσω...
ΕΜΙΛΥ: Μπορþ να γυρßσω και να ξαναζÞσω üλες
αυτÝς τις μÝρες. Γιατß üχι;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Το μüνο που σου λÝω ¸μιλυ, εßναι μην το
κÜνεις.
66
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: (ΚÜνει μερικÜ βÞματα προς τον
ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς) ¼μως εßν’ αλÞθεια;
Δεν εßναι ψÝματα; Μπορþ να πÜω ξανÜ
και να ζÞσω... εκεß πßσω... πÜλι.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ναι, μερικοß δοκßμασαν, γρÞγορα
üμως ξαναγýρισαν εδþ.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¸μιλυ, μην πας. Δε θα βρεις εκεßνο που
φαντÜζεσαι.
ΕΜΙΛΥ: Μα δε θα ξαναζÞσω μια μÝρα θλιβερÞ, θα
διαλÝξω μια ευτυχισμÝνη μÝρα. Θα
διαλÝξω τη μÝρα που πρωτüνιωσα πως
αγαπþ τον Τζþρτζ. Γιατß αυτü να εßναι
θλιβερü;
(Δεν απαντοýν. Γυρßζει και κοιτÜει με ερωτηματικü ýφος τον
ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς).
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ¼χι μüνο θα ζÞσεις αυτÞ τη μÝρα,
αλλÜ θα βλÝπεις και τον εαυτü σου να τη
ζει.
ΕΜΙΛΥ: Ναι!
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Και üπως θα βλÝπεις, θα δεις κι αυτü
που εκεßνοι εκεß κÜτω, δεν ξÝρουνε ποτÝ.
Θα βλÝπεις το μÝλλον, θα ξÝρεις αυτü
που πρüκειται να συμβεß αργüτερα.
ΕΜΙΛΥ: Και εßναι θλιβερü; Γιατß;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Δεν εßναι μüνο αυτüς ο λüγος που σου
λÝω να μην το κÜνεις ¸μιλυ. ¼ταν θα
μεßνεις περισσüτερο εδþ, θα καταλÜβεις
πως εδþ ζωÞ μας εßναι η ελπßδα πως
γρÞγορα θα τα ξεχÜσουμε üλα αυτÜ και
θα ‘χουμε στο νου μας μüνο αυτü που
μας προσμÝνει και θα ‘μαστε Ýτοιμοι γι’
αυτü που μας προσμÝνει. ¼ταν θα μεßνεις
περισσüτερο εδþ θα καταλÜβεις.
ΕΜΙΛΥ: (ΑπαλÜ) Ναι, üμως, μητÝρα, πως μπορþ
ποτÝ να ξεχÜσω εκεßνη τη ζωÞ! Εßναι η
μüνη που γνþρισα. Η μüνη ζωÞ που εßχα.
(Η Κυρßα Γκßμπς δεν απαντÜ). Κýριε
Στßμσον, πÞγατε πßσω εσεßς;
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: (Απüτομα) ¼χι.
ΕΜΙΛΥ: Εσεßς κυρßα Σüαμς;
ΚΥΡΙΑ ΣΟΑΜΣ: Δεν εßναι φρüνιμο ¸μιλυ. ΠραγματικÜ σου
λÝω δεν εßναι. Εμεßς μια φορÜ, μην πεις
πως δεν σε ειδοποιÞσαμε. Δεν θα ‘ναι
αυτü που περιμÝνεις.
67
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: (ΑργÜ) ΠρÝπει να κρßνω μüνη μου. Θα
διαλÝξω πÜντως μια μÝρα ευτυχισμÝνη.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¼χι! ΤουλÜχιστο διÜλεξε μια μÝρα δßχως
σημασßα. ΔιÜλεξε την πιο ασÞμαντη μÝρα
της ζωÞς σου. Κι αυτÞ ακüμα θα ‘ναι
πολý σημαντικÞ.
ΕΜΙΛΥ: (Στον ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς) Τüτε δεν μπορεß
να ‘ναι μια μÝρα απü τüτε που
παντρεýτηκα, οýτε απü τüτε που
γεννÞθηκε το αγüρι μου. Μπορþ
τουλÜχιστον να διαλÝξω μια μÝρα που
εßχα τα γενÝθλια μου; ΔιαλÝγω τη μÝρα
ποý Ýκλεισα τα δþδεκα.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Πολý καλÜ! 11 Φεβρουαρßου 1889.
ΗμÝρα Τρßτη. ΘÝλεις ιδιαßτερα καμιÜ þρα
της ημÝρας;
ΕΜΙΛΥ: ΘÝλω üλη την ημÝρα.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Θ’ αρχßσουμε απü το πρωß. ¼πως
θυμÜσαι, χιüνιζε απü μÝρες. ¼μως την
προηγοýμενη νýχτα, το χιüνι εßχε
σταματÞσει και αρχßσανε ν’ ανοßγουνε
τους δρüμους. Βγαßνει ο Þλιος.
ΕΜΙΛΥ: (Με μια κραυγÞ) Κοßταξε, ο δρüμος, ο
κεντρικüς μας δρüμος! Μα, αυτü εßναι το
μαγαζß του κυρßου Μüργκαν, προτοý το
αλλÜξει! Και ο δημüσιος στÜβλος...
(Προχωρεß προς το βÜθος της σκηνÞς).
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ΒÝβαια εßμαστε στο 1899. Πριν
δεκατÝσσερα χρüνια.
ΕΜΙΛΥ: ΑυτÞ εßναι η πüλη μας üπως την Þξερα
σαν Þμουν κοριτσÜκι. Και... κοßταξε. Να ο
παλιüς Üσπρος φρÜχτης που εßχαμε
Üλλοτε γýρω απ’ τον κÞπο. Αυτü το εßχα
ξεχÜσει. Τ’ αγαπþ τüσο πολý! ΜÝσα
εßναι... εκεßνοι;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Ναι! Η μητÝρα σου θα κατÝβει üπου
να ‘ναι να ετοιμÜσει το πρωινü.
ΕΜΙΛΥ: (ΑπαλÜ) Θα ‘ρθει;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Και, θυμÜσαι; Ο πατÝρας σου Ýλειπε
απü μÝρες. Και γýρισε εκεßνο το πρωß με
το πρþτο τραßνο.
ΕΜΙΛΥ: ¼χι δα;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Εßχε πÜει στο παλιü του ΚολλÝγιο να
βγÜλει Ýνα λüγο, στο Κλßντον, στη ΝÝα
Υüρκη.
68
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Κοßτα! Να ο ΧÜουι Νιοýσαμ. Να και ο
αστυφýλακÜς μας. Μα αυτüς Ýχει
πεθÜνει. Εßναι πεθαμÝνος...
(Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς γυρνÜει στη γωνιÜ του. Οι φωνÝς του
ΧÜουι Νιοýσαμ, του Αστυφýλακα Γουüρεν και του Τζο Κρüουελλ
ακοýγονται στη σκηνÞ αριστερÜ).
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: Πρρρρ ΜπÝσσυ! Ντεε ΜπÝσσυ. ΚαλημÝρα
Μπιλ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ΚαλημÝρα ΧÜουι.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΚÜτι νωρßς σÞμερα.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ¸σωσα Ýνα φιλαρÜκο. Εßχε ξεπαγιÜσει
απü την κορφÞ ως τα νýχια, πÝρα εκεß
στο συνοικισμü των Πολωνþν. Τα
κοπÜνησε και ξÜπλωσε και τον Ýθαψε το
χιüνι. Εγþ τον κουνοýσα να ξυπνÞσει και
του λüγου του θαρροýσε πως Þταν στο
κρεβÜτι του.
ΕΜΙΛΥ: Α να κι ο Τζο Κρüουελλ...
ΤΖΟ ΚΡΟΟΥΕΛΛ: ΚαλημÝρα σας κυρ-αστυφýλακα.
ΚαλημÝρα κυρ-ΧÜουι.
(Η Κυρßα ΓουÝμπ Ýχει φανεß στην κουζßνα της, αλλÜ η ¸μιλυ δεν
την βλÝπει παρÜ μüνο τη στιγμÞ που την ακοýει να φωνÜζει)
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ΠαιδιÜα! Γουüλλυ! ¸μιλυ! ¿ρα να
σηκωθεßτε.
ΕΜΙΛΥ: ΜαμÜ εδþ εßμαι! Τι νÝα που εßναι η μαμÜ!
Δεν το Þξερα πως η μαμÜ Þταν ποτÝ Ýτσι
νÝα!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Αν θÝλετε, κοπιÜστε να ντυθεßτε εδþ στη
φωτιÜ που εßναι ζεστÜ, γρÞγορα üμως.
(Ο ΧÜουι Νιοýσαμ Ýχει διασχßσει τον
κεντρικü δρüμο και φÝρνει το γÜλα στην
πüρτα της κυρßας ΓουÝμπ). ΚαλημÝρα κ.
Νιοýσαμ. Μπρρρ. Κρýο σÞμερα.
ΧΑΟΥΙ ΝΙΟΥΣΑΜ: ΔÝκα υπü το μηδÝν λÝει το θερμüμετρο
στο στÜβλο μου κυρßα ΓουÝμπ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Για φαντÜσου! Να τυλιχθεßτε καλÜ να
μην κρυþσετε.
(Παßρνει τα μπουκÜλια της και μπαßνει σπßτι τουρτουρßζοντας)
ΕΜΙΛΥ: (ΚÜνοντας μια βεβιασμÝνη προσπÜθεια)
ΜαμÜ, δε βρßσκω πουθενÜ τη μπλε μου
την κορδÝλα.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: ¢νοιξε τα μÜτια σου παιδß μου και θα τη
δεις. Σου την Ýχω Ýτοιμη, απÜνω στο
ντουλÜπι το μικρü. Φßδι να Þταν θα σε
δÜγκωνε.
69
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: Ναι, ναι...
(ΒÜζει το χÝρι της στην καρδιÜ. Ο κ. ΓουÝμπ Ýρχεται απü τον
κεντρικü δρüμο, üπου συναντÜ τον Αστυφýλακα Γουüρεν)
ΓΟΥΕΜΠ: ΚαλημÝρα Μπιλ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: ΚαλημÝρα σας κýριε ΓουÝμπ. Νωρßς
βγÞκατε στους δρüμους.
ΓΟΥΕΜΠ: Ναι, τþρα δα γυρßζω απü το παλιü μου το
ΚολλÝγιο, κοντÜ στη ΝÝα Υüρκη. Εßχαμε
ησυχßα εδþ;
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Να, σÞμερα με σηκþσανε χαρÜματα να
ξεθÜψουμε Ýναν Πολωνü απ’ τα χιüνια.
ΠÞγε να κοκαλþσει απ’ την παγωνιÜ.
ΓΟΥΕΜΠ: Να το βÜλουμε στην εφημερßδα Μπιλ.
ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ: Δεν Þταν τßποτα σπουδαßο.
ΕΜΙΛΥ: (ΨιθυριστÜ) ΜπαμπÜ!
( Ο κ. ΓουÝμπ τινÜζει τα χιüνια απü τα παποýτσια του και
μπαßνει στο σπßτι του).
ΓΟΥΕΜΠ: ΚαλημÝρα μαμÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Πως τα πÞγες ΤσÜρλς;
ΓΟΥΕΜΠ: Ε μια χαρÜ θαρρþ. Τους εßπα δυο
κουβÝντες εκεß πÝρα...
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ξαγρýπνησες στο τραßνο üλη νýχτα;
ΓΟΥΕΜΠ: Ναι Ýτσι κι αλλιþς ποτÝ μου δεν μπορþ
να κλεßσω μÜτι ακüμα κι αν πÜρω
βαγκüν-λι.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Εγþ ΤσÜρλς θαρρþ πως Ýχουμε πια τον
τρüπο μας κι Ýτσι üταν ταξιδεýεις νýχτα
μπορεßς να παßρνεις Ýνα κρεβÜτι να
κοιμÜσαι σαν Üνθρωπος.
ΓΟΥΕΜΠ: ¼λα καλÜ εδþ;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ναι, δεν θυμÜμαι να ‘χαμε τßποτα
ιδιαßτερο. Κρýο Ýκανε πολý. Ο ΧÜουι
Νιοýσαμ λÝει πως στο στÜβλο του Þταν
δÝκα κÜτω απ’ το μηδÝν.
ΓΟΥΕΜΠ: Ε, στο ΚολλÝγιο ΧÜμιλτον Ýκανε ακüμα
πιο κρýο. ΠÝφταν οι μýτες και τ’ αυτιÜ
των φοιτητþν. Εßναι αμαρτßα απü το Θεü
τüσο κρýο. ¸χει τυπογραφικÜ λÜθη το
τελευταßο φýλλο;
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Εγþ δεν πρüσεξα κανÝνα. Ο καφÝς εßναι
Ýτοιμος μüλις τον θελÞσεις. (Ο ΓουÝμπ
ξεκινÜει να ανÝβει απÜνω).ΤσÜρλς! Μην
ξεχνÜς πως εßναι τα γενÝθλια της ¸μιλυ.
ΘυμÞθηκες να της φÝρεις κÜτι;
70
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΓΟΥΕΜΠ: (ΒÜζοντας το χÝρι στην τσÝπη) Ναι, εδþ
το ‘χω.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ω, ΘεÝ μου. Ελπßζω αυτü που της πÞρα να
της αρÝσει. ¸φαγα τον κüσμο να το βρω!
ΠαιδιÜα! ΚÜντε γρÞγορα!
ΓΟΥΕΜΠ: Που εßναι η κοροýλα μου; Που εßναι η
κοροýλα μου που ‘χει τα γενÝθλιÜ της;
(Βγαßνει αριστερÜ).
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Μην τη σταματÜς τþρα που πλÝνεται. Τη
βλÝπεις στο τραπÝζι. Εßναι που εßναι
αργÞ. ΓρÞγορα παιδιÜ! ΕπτÜ η þρα.
ΓρÞγορα, να μην το ξαναπþ.
ΕΜΙΛΥ: (ΑπαλÜ, περισσüτερο με απορßα παρÜ με
θλßψη) Δεν αντÝχω Üλλο. Εßναι τüσο νÝοι
και τüσο üμορφοι. Για ποιο λüγο, ΘεÝ μου
να γερÜσουν; ΜαμÜ εδþ εßμαι. ¸χω
μεγαλþσει. Σας αγαπþ üλους ... και
üλα ... Δε χορταßνω να κοιτÜζω το κÜθε
τι. ΑυτÞ εδþ εßναι η φουντουκιÜ μας!
(ΤριγυρνÜ για λßγο προς τον κεντρικü
δρüμο). Να το μαγαζß του κ. Μüργκαν! Κι
εκεß εßναι το ΓυμνÜσιο, πÜντα και πÜντα
και για πÜντα! Κι εκεß η εκκλησßα που
παντρεýτηκα. Ω ΘεÝ μου, ΘεÝ μου. Ω! ΘεÝ
μου! (Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς της γνÝφει.
Της δεßχνει το σπßτι. Η ¸μιλυ λÝει «ναι»
χωρßς να βγει Þχος απ’ το στüμα της και
πηγαßνει στο σπßτι) ΚαλημÝρα μαμÜ.
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: (Στο κεφαλüσκαλο την φιλÜ κÜπως
μηχανικÜ) Λοιπüν, χρυσü μου, να ζÞσει
χρüνια πολλÜ το κοριτσÜκι μου, και του
εýχομαι να τα εκατοστÞσει. ΑπÜνω στο
τραπÝζι της κουζßνας Ýχει κÜτι δωρÜκια
για σÝνα.
ΕΜΙΛΥ: Ω μαμÜ, δεν Þταν ανÜγκη... (Ρßχνει μια
απεγνωσμÝνη ματιÜ στον ΔιευθυντÞ
ΣκηνÞς) Δεν μπορþ, δεν μπορþ πια!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: (ΠÜνω απü τη γωνιÜ της κουζßνας, με το
πρüσωπο προς το κοινü) ¼μως γενÝθλια-
ξεγενÝθλια εννοþ να κÜτσεις να φας το
πρωινü σου αργÜ-αργÜ και με την ησυχßα
σου. ΘÝλω να μεγαλþσεις και να γßνεις
Ýνα γερü κορßτσι. (Πηγαßνει προς τη
σκÜλα και φωνÜζει). Γουüλλυ! Γουüλλυ,
κοßταξε να πλυθεßς καλÜ. Κοντεýουν üλα
71
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
να κρυþσουν εδþ κÜτω. (ΞαναγυρνÜει
στη γωνιÜ με τη ρÜχη γυρισμÝνη στην
¸μιλυ. Η ¸μιλυ ανοßγει τα δþρα της). Το
δÝμα στο μπλε χαρτß εßναι απü τη θεßα
σου την ΚÜρυ και üσο για το Üλμπουμ
φαντÜζομαι να κατÜλαβες ποιος το
‘φερε. Το βρÞκα στο κατþφλι μας üταν
βγÞκα να πÜρω το γÜλα. Ο Τζþρτζ
Γκßμπς θα ‘ρθε χαρÜματα μες στην
παγωνιÜ για να το φÝρει. Πολý ευγενικü
παιδß!
ΕΜΙΛΥ: (Μονολογþντας) Αχ Τζþρτζ! Αυτü το
εßχα ξεχÜσει...
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Το μπÝικον να το μασÞσεις καλÜ-καλÜ.
Αυτü θα σε ζεστÜνει με το κρýο που Ýχει
σÞμερα.
ΕΜΙΛΥ: (Αρχßζει σιγανÜ αλλÜ βιαστικÜ) ΜαμÜ
κοßταξÝ με για μια στιγμÞ σαν να με
βλÝπεις πραγματικÜ. ΜαμÜ, Ýχουν
περÜσει δεκατÝσσερα χρüνια. ¸χω
πεθÜνει. Εßσαι γιαγιÜ τþρα μανοýλα μου.
Παντρεýτηκα τον Τζþρτζ μαμÜ. Κι ο
Γουüλλυ Ýχει πεθÜνει. ΜαμÜ η
σκωληκοειδßτις του Ýσπασε σε μια
εκδρομÞ που εßχε πÜει στο Νüρθ
Κüνγουαßη. ΠερÜσαμε μαýρες μÝρες
μαμÜ! Δεν το θυμÜσαι; ¼μως τþρα για
μια στιγμÞ εßμαστε πÜλι üλοι μαζß. ΜαμÜ,
για μια στιγμÞ εßμαστε üλοι
ευτυχισμÝνοι. Γýρισε να κοιτÜξουμε η μια
την Üλλη!
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Εκεßνο εκεß στο κßτρινο χαρτß εßναι κÜτι
ποý βρÞκα στη σοφßτα μες στα πρÜγματα
της γιαγιÜς σου. Τþρα. εßσαι αρκετÜ
μεγÜλη για να το φορÝσεις. Θαρρþ πως
θα σου αρÝσει.
ΕΜΙΛΥ: Κι αυτü εδþ εßναι το δικü σου. ΜαμÜ,
εßναι τüσο üμορφο, εßναι ακριβþς üτι
Þθελα. Εßναι πολý ωραßο! (ΑγκαλιÜζει τη
μητÝρα της που συνεχßζει τη δουλειÜ
της, αλλÜ φαßνεται ικανοποιημÝνη)
ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΕΜΠ: Ε, το ‘ξερα εγþ πως θα σου αρÝσει.
¸φαγα τον κüσμο να το βρω. Η θεßα σου
η Νüρα δεν μπüρεσε να σου βρει Ýνα στο
Κüνκορντ και γι’ αυτü Ýστειλα να σου το
72
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
φÝρουν πÝρα απü τη Βοστþνη. (ΓελÜει).
Κι ο Γουüλλυ Ýχει να σου δþσει κÜτι. Το
Ýφτιαξε για σÝνα στο σχολεßο του, στο
μÜθημα των Τεχνικþν κι εßναι πια πολý
περÞφανος. Πρüσεξε να του δεßξεις üτι
σου Ýκανε τÜχα μεγÜλη εντýπωση. Κι ο
πατÝρας σου, σου ετοιμÜζει μια μικρÞ
Ýκπληξη. Οýτε κι εγþ ξÝρω τι εßναι. Σσσσ
... Να τον που Ýρχεται.
ΓΟΥΕΜΠ: (Απü μÝσα) Που εßναι το κορßτσι μου; Που
εßναι η κοροýλα μου που Ýχει τα γενÝθλιÜ
της;
ΕΜΙΛΥ: (Στον ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς δυνατÜ). Δεν
μπορþ Üλλο. Δεν μπορþ να συνεχßσω.
Περνοýνε üλα τüσο γρÞγορα. Δεν Ýχουμε
καιρü να δοýμε αληθινÜ ο Ýνας τον
Üλλον. (Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς κÜνει
νεýμα. Η Κυρßα ΓουÝμπ εξαφανßζεται).
Δεν εßχα καταλÜβει. ¿στε üλ’ αυτÜ τα
ζοýσαμε, και μεις δεν τα προσÝχαμε.
ΠÜρτε με, πÜρτε με πÜνω στο λüφο, στον
τÜφο μου. ¼μως πρþτα μια στιγμÞ!
Ακüμα μια ματιÜ. ¸χε γεια, Ýχε γεια
κüσμε. ¸χε γεια χωριü μου ... ΜαμÜ,
μπαμπÜ! Ρολüγια που χτυπÜτε τις þρες!
Και τα λουλοýδια της μαμÜς! Και το φαß
κι ο καφÝς! Και τα φρεσκοσιδερωμÝνα
ροýχα και τα μπÜνια τα ζεστÜ!... Κι ο
ýπνος! Και το ξýπνημα κÜθε πρωß! ΤΩ γη,
εßσαι τüσο θαυμαστÞ που κανεßς δεν
μπορεß να σε καταλÜβει. (ΚοιτÜζει τον
ΔιευθυντÞ ΣκηνÞς και τον ρωτÜει
ξαφνικÜ μες απ' τα δÜκρυÜ της)
Καταλαβαßνουν οι Üνθρωποι ποτÝ,
νοιþθουν οι Üνθρωποι πÝρα ως πÝρα τη
ζωÞ üσο τη ζοýνε; ΚÜθε λεπτü, κÜθε
στιγμÞ;
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: ¼χι! (Παýση) Οι ¢γιοι και οι ποιητÝς,
ßσως τη νοιþθουν κÜπως.
ΕΜΙΛΥ: ¸τοιμη εßμαι. (ΓυρνÜει στην καρÝκλα της
δßπλα στην Κυρßα Γκßμπς). ΜητÝρα
μακÜρι να σε εßχα ακοýσει. Τþρα θÝλω να
ησυχÜσω λßγο! ΜητÝρα τα εßδα, üλα τα
εßδα. Εßδα τον κÞπο σας.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι καλÞ μου;
73
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΕΜΙΛΥ: ¿στε αυτü εßναι οι ζωντανοß! ¢νθρωποι
τυφλοß.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ : Κοßταξε, ο ουρανüς ανοßγει. Βγαßνουν τ’
αστÝρια.
ΕΜΙΛΥ: Κýριε Στßμσον, μακÜρι να τους εßχα
ακοýσει.
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Ναι! Τþρα το ‘μαθες. Τþρα ξÝρεις! Αυτü
θα πει να εßσαι ζωντανüς. Να τριγυρνÜς
μÝσα σ’ Ýνα σýννεφο Üγνοιας. Να
πηγαßνεις πÜνω-κÜτω τσαλαπατþντας τα
αισθÞματα εκεßνων, εκεßνων που εßναι
γýρω σου. Να χÜνεις και να σπαταλÜς
τον καιρü σου σα να Ýχεις μπροστÜ σου
χßλια χρüνια. Να ‘σαι πÜντοτε Ýρμαιο του
πÜθους σου και του εγωισμοý σου. Τþρα
ξÝρεις! ΑυτÞ εßναι η ευτυχßα που Þθελες
να δεις. Τους φþναξες; Ξεφþνισες καλÜ
για να σ’ ακοýσουν;
ΕΜΙΛΥ: Φþναξα, ναι!
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Τþρα τους γνþρισες üπως εßναι στην
Üγνοια και στο σκοτÜδι.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: (Με ορμÞ) Σßμον Στßμσον ξÝρεις πολý
καλÜ πως αυτü δεν εßναι üλη η αλÞθεια!
(Οι Νεκροß Ýχουν αρχßσει να σαλεýουν)
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ: ΛÝμουελ, σηκþθηκε Üνεμος θαρρþ. Ω,
ΘεÝ μου, απüψε Üρχισα πÜλι να θυμÜμαι.
ΠαρÜξενο να κÜνει τÝτοια παγωνιÜ Ιοýλιο
μÞνα.
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ορßστε τι Ýκανες! Μας ξεσÞκωσες üλους
με την επαναστατημÝνη σου ψυχÞ. ¸μιλυ
κοßταξε αυτü το αστÝρι. Δε θυμÜμαι το
üνομÜ του.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ: ¢ρχισα να τα μαθαßνω, Ýνα-Ýνα, üμως
δεν ξÝρω τ’ üνομÜ τους. Ο γιος μου ο
Τζüελ που Þταν ναυτικüς τα γνþριζε üλα.
Καθüταν στο κατþφλι το απüβραδο και
τα ονομÜτιζε üλα Ýνα-Ýνα. Ναι, ναι ...
¹τανε θαυμÜσια το απüβραδο. ¸να
Üστρο εßναι η πιο καλÞ παρÝα. Ναι, ναι.
Ναι, εßναι.
ΣΙΜΟΝ ΣΤΙΜΣΟΝ: Να που μας Ýρχεται Ýνας απü κεßνους.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ: ΠαρÜξενο. ΑυτÞ δεν εßναι þρα για να
‘ρχονται εδþ. Ω ΘεÝ μου.
ΕΜΙΛΥ: ΜητÝρα εßναι ο Τζþρτζ.
74
Θüρντον ΓουÜúλντερ «Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ»
Σελßδα
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Σσσ, καλÞ μου. Ησýχασε εσý και
ξεκουρÜσου.
ΕΜΙΛΥ: Ο Τζþρτζ εßναι....
(Ο Τζþρτζ μπαßνει αριστερÜ και τους πλησιÜζει).
ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ: Ο γιος μου ο Τζüελ, ποý γνþριζε τ’
αστÝρια, Ýλεγε πως Þθελε εκατομμýρια
χρüνια για να ‘ρθει το φως απü Ýνα
αστÝρι ßσαμε τη γη. Δεν εßναι πρÜγμα να
το πιστÝψει εýκολα κανεßς, μα Ýτσι
Ýλεγε! Εκατομμýρια χρüνια.
ΑΛΛΟΣ ΝΕΚΡΟΣ: Ναι, Ýτσι λÝνε.
(Ο Τζþρτζ ρßχνεται πÜνω στον τÜφο της ¸μιλυ).
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ: Ω, ΘεÝ μου! Δεν εßναι πρÜγματα αυτÜ!
¸πρεπε να εßναι σπßτι τÝτοια þρα...
ΕΜΙΛΥ: ΜητÝρα...
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: Ναι ¸μιλυ;
ΕΜΙΛΥ: Δεν καταλαβαßνουν και πολý, ε μητÝρα;
ΚΥΡΙΑ ΓΚΙΜΠΣ: ¼χι καλÞ μου, δεν καταλαβαßνουν.
(Ο ΔιευθυντÞς ΣκηνÞς φαßνεται δεξιÜ κρατþντας την Üκρη
μιας σκοτεινÞς αυλαßας που σιγÜ-σιγÜ κλεßνει τη σκηνÞ.
Ακοýγεται απüμακρα Ýνα ρολüι, που αργÜ χτυπÜει την þρα).
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ: Οι περισσüτεροι Ýχουν κοιμηθεß στο
Γκρüβερς Κüρνερς. Εßναι ακüμα λßγα
φþτα αναμμÝνα εδþ κι εκεß. Ο Σüρτυ
ΧÜουκινς κÜτω στο σιδηροδρομικü
σταθμü, κοιτÜζει την ταχεßα για το
¼λμπανυ που πÝρασε χωρßς να
σταματÞσει. Και στο δημüσιο στÜβλο
κÜποιος ξαγρυπνÜει και κουβεντιÜζει.
Ναι, ο καιρüς ανοßγει. Βγαßνουν τ’
αστÝρια. Συνεχßζουν τα παλιÜ, προαιþνια
σταυρωτÜ ταξßδια τους στον ουρανü. Οι
σοφοß δεν αποφÜσισαν ακüμα, üμως
φαßνεται πως δεν υπÜρχουν ζωντανοß
εκεß απÜνω. Εßναι μüνο μια σφαßρα απü
πηλü Þ απü φωτιÜ. Μüνο αυτü εδþ το
αστÝρι πολεμÜει, μοχθεß üλη þρα να γßνει
κÜτι. Ο μüχθος εßναι τüσο μεγÜλος που
κÜθε δεκÜξι þρες üλος ο κüσμος
ξαπλþνεται και ξεκουρÜζεται λιγÜκι.
(Κουρντßζει το ρολüι του). Χμ... ¸ντεκα η
þρα στο Γκρüβερς Κüρνερς. Πηγαßνετε κι
εσεßς ν’ αναπαυθεßτε. Καληνýχτα.

                                                  ΤΕΛΟΣ

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers