ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ÊëáóóéêÜ 

ËáóêáñÜôïò ÁíôñÝáò: Ëüãéïò Ìå Õøçëü ×éïýìïñ

     

                                                   Βιογραφικü

     ΓεννÞθηκε στο Ληξοýρι, ΚεφαλονιÜ 1η ΜÜη 1811 και πιο συγκεκριμÝνα στην εξοχικÞ τοποθεσßα ΡιτσÜτα, σε μßα περßοδο που τα ΕπτÜνησα περνοýσαν απü τη γαλλικÞ στην αγγλικÞ προστασßα. Οι γονεßς του, ΓερÜσιμος-ΤυπÜλδος ΛασκαρÜτος & ΣτυλιανÞ ΜÜνεση, ανÞκανε σε οικογÝνειες "χρυσοβιβλικÝς" της ΕπτανησιακÞς αριστοκρατßας (Libro d'oro). Δεν Þταν ιδιαßτερα μορφωμÝνοι οýτε ιδιαßτεροι πλοýσιοι - Þταν εýποροι, με κτηματικÞ περιουσßα. Ο ΑνδρÝας Þταν το πρþτο παιδß· ακολουθοýσαν 3 αδελφÝς και 3 αδελφοß. Τα πρþτα του γρÜμματα τα Ýμαθε στο Ληξοýρι και στο Αργοστüλι αλλÜ κι Ýπειτα κοντÜ στον Νεüφυτο ΒÜμβα στη ΣχολÞ του ΚÜστρου. ¹ταν απü αρχοντικÞ οικογÝνεια, πÝρασε πολý ευχÜριστα παιδικÜ και νεανικÜ χρüνια. Εßχε δασκÜλους τους Ιταλοýς, ΙωÜννη Βαστελüτσι και ΒικÝντιο Νανοýντσιο και τους δυο μεγÜλους μας ποιητÝς, Σολωμü (πÞγαινε και στο σπßτι του, του ‘δειχνε τα στιχουργικÜ του δοκßμια κι Üκουε τις παρατηρÞσεις του) και ΚÜλβο. Τους γνþρισε üταν Þτανε 17 ετþν κι εßχε επισκεφτεß τη ΚÝρκυρα. Απ' αυτü ωφελÞθηκε πÜρα πολý η ποιητικÞ του επßδοση.
     Σε ηλικßα 21 ετþν ο θειος του ΔημÞτριος ΔελαδÝτσιμας ((1782-1844, πολιτικüς με κοινωνικÞ λαμπρüτητα)  τονε διüρισε γραφÝα στη Γερουσßα στη ΚÝρκυρα και τον Ýγραψε στη ΝομικÞ ΣχολÞ του Ιονßου Πανεπιστημßου επειδÞ τον πρüοριζε για δικαστÞ αν και ο ßδιος ο ΛασκαρÜτος επιθυμοýσε να σπουδÜσει ιατρικÞ. Απü την ΚÝρκυρα γýρισε στην ΚεφαλλονιÜ και εργÜστηκε για κÜποιο χρονικü διÜστημα πρωτοκολλητÞς του Ειρηνοδικεßου. Στη συνÝχεια παραιτÞθηκε και πÞγε στη Πßζα και στο Παρßσι για νομικÝς σπουδÝς. Το 1839 επÝστρεψε ασκþντας μüλις 3 χρüνια το επÜγγελμα του νομικοý. ¼μως ο θÜνατος του πατÝρα του τον Ýκανε να ξαναασχοληθεß με τη δικηγορßα λüγω κÜποιων οικογενειακþν υποθÝσεþν του, üμως η Γερουσßα του αρνÞθηκε την Üδεια. Το 1844 πεθαßνει ο πατÝρας του και αναλαμβÜνει την διαχεßριση της περιουσßας. Χτßζει Ýνα σπßτι στα ΡιτσÜτα της ΠαλλικÞς και προσπαθεß να κÜνει σχÝσεις με τους ντüπιους και να τους προτεßνει νÝες καλλιÝργειες, üμως τον απορρßπτουν εντελþς. ΜετÜ απü αυτü επιστρÝφει στο Αργοστüλι και αφοσιþνεται στο γρÜψιμο. Το 1845 εκδßδει το ποιητικü του Ýργο με τßτλο "Το Ληξοýρι Εις Τους 1836".Αργüτερα πηγαßνοντας στην ΑθÞνα, θα γνωρßσει τη γυναßκα της ζωÞς του, την Πηνελüπη, κüρη του ΔημÞτρη ΚοργιαλÝνεια, μεγαλÝμπορου απü το Λιβüρνο, κι ο δεσμüς τους θα κρατÞσει μιαν ολüκληρη ζωÞ, του συμπαραστÜθηκε σε üλες τις τρικυμßες της ζωÞς του. Απüκτησαν 9 παιδιÜ, 7 κüρες και 2 γιους, βιβλικÞ οικογÝνεια, αλλÜ με οικονομικÝς δυσκολßες.
     Τη περßοδο αυτη ταξιδεýει στη ΚρÞτη για να μελετÞσει το κρητικü γλωσσικü ιδßωμα και τα λαúκÜ τραγοýδια της. Ταξιδεýει επßσης στην ΑθÞνα, στη Σýρο, στη Κüρινθο, στη ΠÜτρα, στο Μεσολüγγι.  ¼ταν ξαναγýρισε στο Ληξοýρι Ýκανε για λßγο το δικηγüρο μα δε του Üρεσε, τα παρÜτησε και διορßστηκε δικαστικüς υπÜλληλος. ΑσχολÞθηκε με τη ποßηση, τη δημοσιογραφßα, εßναι γνωστüς κι ως λιβελογρÜφος. ¹τανε παντρεμÝνος με τη Πηνελüπη ΚοργιαλÝνειου, απü γνωστÞ κι εýπορη οικογÝνεια του νησιοý, με την οποßα απÝκτησε 2 γιους κι 7 κüρες.
     Εßναι ο καλýτερος σατιρικüς ποιητÞς μας και τα ποιÞματÜ του διακρßνονται για τη πρωτοτυπßα και το εýθυμο σαρκαστικü τους πνεýμα. Αμεßλικτος εχθρüς του λογιωτατισμοý και φανατικüς οπαδüς της δημοτικÞς γλþσσας, Ýγραψε και μερικÜ λυρικÜ ποιÞματα που αρÝσανε πολý στο λαü και τονιστÞκανε κι απü μουσικοýς της εποχÞς. ΕξÝδωσε αρκετÝς σατιρικÝς εφημερßδες, καυτηριÜζοντας αδιακρßτως την ανηθικüτητα, την αδικßα, την υποκρισßα. ΠολλÝς φορÝς καταφÝρθηκε εναντßον των πολιτικþν και της ανικανüτητÜς τους, ενþ πολÝμησε σκληρÜ τις θρησκευτικÝς προλÞψεις και δοξασßες, κυρßως δε την αυθαιρεσßα της θρησκευτικÞς αρχÞς.
     MετÜ τη δημοσßευση των "Μυστηρßων Της ΚεφαλονιÜς" το 1856, που ειρωνεýεται και καυτηριÜζει την αμÜθεια και την υποκρισßα του κλÞρου, η ανοχÞ εξαντλÞθηκε. Ο μητροπολßτης Κεφαλληνßας Σπυρßδωνας Κοντομßχαλος, στην αγγλοκρατοýμενη τüτε ΚεφαλονιÜ, προβαßνει σε αφορισμü του συγγραφÝα –και φυσικÜ και το βιβλßο- με την υποστÞριξη του φανατισμÝνου üχλου. Ο αφορισμüς εßχε προαποφασιστεß και συνταχτεß νωρßτερα (φÝρει την ημερομηνßα 16 Φεβρουαρßου 1856).  Δεν εßναι δýσκολο να καταλÜβουμε τον λüγο της ενüχλησης των δεσποτÜδων üταν η γραφÞ του ξεσκεπÜζει τους βολεμÝνους κληρικοýς και τους τσιγκλÜ σαν αγκÜθι στο πλευρü:

   «Μποροýνε να ειπωθοýνε οπαδοß του Χριστοý, επειδÞ πιστεýουνε πως η θεüτητα εßναι τρισυπüστατη, ενþ η πραγματικÞ τους θεüτητα εßναι το νιτερÝσο τους;» αναρωτιÝται. ΘÝλησε να πÜρει τον αφορισμü στ' αστεßα.
 -"Και τß θα πÜθω τþρα που με αφüρισαν;" ρþτησε.
 -"Να, το κορμß σου δε θα λιþσει ποτÝ".
 -"ΤουλÜχιστον αφüρισαν και τα παποýτσια μου να μη λιþνουν οι σüλες";

     Μωροß, υπÝρμαχοι της στασιμüτητος, φονεýσετε αν θÝλετε τον καινοτüμον. ΑλλÜ να ξεýρετε üτι ο φüνος του καινοτüμου εßναι η εγκαινßαση των αρχþν του. ΠειστικÞ διÜ σας απüδειξη ο φüνος του καινοτüμου Ιησοý. (Ιδοý Ο ¢νθρωπος).

     Η 2 Μαρτßου 1856 -μÝρα του πρþτου αφορισμοý του- εßναι μια ημερομηνßα εφιαλτικÞ για τον ΛασκαρÜτο. Απ’ το πρωß χτυπÜνε νεκρικÜ οι καμπÜνες üλων των εκκλησιþν του νησιοý. ΚατÜ το μεσημÝρι ο δεσπüτης Σπυρßδων Κοντομßχαλος διαβÜζει τον αφορισμü για το «βδÝλυγμα της ερημþσεως» μες στη καθιερωμÝνη θρησκευτικÞ παρÜταξη και πομπÞ, με τα μαýρα πισωμÝνα κεριÜ και μαýρα Üμφια των παπÜδων.

     Η εντýπωση εßναι τρομακτικÞ. Ο θρησκüληπτος κι αμüρφωτος λαüς εßναι αγριεμÝνος σε τÝτοιο σημεßο εναντßον του «αφορεσμÝνου» þστε κινδυνεýει κι η ßδια η ζωÞ του. ¹δη Ýνας απ’ τους παπαδανθρþπους τον Ýχει φτýσει μες στην αγορÜ. Η Αστυνομßα του συνιστÜ να κλειστεß στο σπßτι του, τουλÜχιστον 40 μÝρες, þσπου να κατευναστοýν τα πνεýματα. ΑλλÜ κι Ýτσι προφυλαγμÝνος κινδυνεýει να πεθÜνει της πεßνας μαζß με ολüκληρη την οικογÝνειÜ του γιατß κανεßς δεν του δßνει τρüφιμα, οýτε ψωμß.
     ΜετÜ δυο εβδομÜδες η Αστυνομßα του συνιστÜ να εγκαταλεßψει την ΚεφαλλονιÜ για να γλυτþσει τη ζωÞ του. Ο ΛασκαρÜτος καταφεýγει κυνηγημÝνος στη ΖÜκυνθο, üπου üμως τον αναγνωρßζουν δυο βαστÜζοι συμπατριþτες του και τον φτýνουν. Κι ενþ μισοπεθαμÝνος εγκαθßσταται σ’ Ýνα σπßτι φιλικü του, ο δεσπüτης Ζακýνθου, Νικüλαος Κοκκßνης του διαβÜζει 2ον αφορισμü. Ωστüσο εßναι τüσο το μεγαλεßο του ανθρþπου αυτοý þστε… «σε τοýτη την περßσταση», -üπως γρÜφει στην περßφημη απüκρισÞ του στον Αφορισμü- «εγνþρισα διÜ πεßρας εκεßνο που εßχα ακουστÜ ως τüτες… εγνþρισα την φýση τη ΘεúκÞ της Συνεßδησης και την Üπειρη δýναμÞ της… Η συνεßδησÞ μου με σÞκωνε ψηλÜ και ψηλÜθε μου Ýδειχνε Ýναν Üνθρωπο ασχημισμÝνον απü τους Üλλους ανθρþπους, επειδÞ Ýλαβε την γενναιüτητα να τους ειπÞ την ΑΛΗΘΕΙΑ».

Ο ΔημÞτρης ΨαθÜς γρÜφει για τον αφορισμü του ΛασκαρÜτου:

     ¾ψωσε την ψυχÞ σου και την φαντασßαν σου εις τα απειρÜριθμα ηλιακÜ συστÞματα του απεßρου Παντüς. ΙδÝς εις αυτÜ üλα ενωμÝνα Ýνα μüριον της Μεγαλειüτητος του Θεοý, και στοχÜσου ενταυτþ üτι τα χριστιανικÜ μπαßγνια πιστεýουνε, πως τον θεüν εκεßνον τüνε γνοιÜζει τι μαγερεýουμε και τι τρþμε, διÜ να μας ανταμοßψη Þ να μας παιδÝψη!… Οποßα μπαιγνιοσýνη…

απüσπασμα απü Üρθρο του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ στο περιοδικü ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 821, 15/9/1961 1η δημοσßευση: εφημερßδα ΤΑ ΝΕΑ, 4/9/1961

     Στις 2 Μαρτßου 1856, ο μητροπολßτης ΚεφαλλονιÜς Σπυρßδωνας Κοντομßχαλος, στην αγγλοκρατοýμενη τüτε ΚεφαλονιÜ, αφορßζει τον ΑνδρÝα ΛασκαρÜτο λüγω του βιβλßου «ΜυστÞρια Της ΚεφαλονιÜς» και φυσικÜ το βιβλßο. Ο αφορισμüς εßχε προαποφασιστεß και συνταχτεß νωρßτερα (φÝρει ημερομηνßα 16 ΦλεβÜρη 1856). Ο ΛασκαρÜτος καταφεýγει κυνηγημÝνος στη ΖÜκυνθο, αλλÜ στις 16 ΜÜρτη 1856 αφορßζεται κι εκεß, απü τον μητροπολßτη της, Νικüλαο Κοκκßνη.
     Οι απüψεις του ΛασκαρÜτου για την ορθοδοξßα, αλλÜ και για την Ýννοια του θεοý γενικüτερα, δεν Þταν δυνατü να γßνουν ανεκτÝς απü το τüτε κατεστημÝνο στην Εκκλησßα της ΚεφαλονιÜς, γιατß τÜραζαν τα λιμνασμÝνα νερÜ της, που στηρßζονταν στην αμÜθεια και στα παρÜγωγÜ της. Τη θρησκοληψßα, τη θαυματολογßα, το εμπüριο των προλÞψεων, τη φτþχεια και εξαθλßωση του λαοý. ΓενικÜ, στην αγυρτßα και στην απÜτη.
     Ενας ιδιüτυπος δυúσμüς κυριαρχεß στη σκÝψη του ΛασκαρÜτου. Στο κεφÜλαιο 12, «Θρησκßα» (γραφÞ ΛασκαρÜτου), των «Μ.τ.Κ», γρÜφει: «Η ψυχÞ μας λοιπüν εßναι συνθεμÝνη απü δýναμες ανθρþπινης φýσεως και δýναμες μιας Üλλης ανþτερης φýσης. Η πρþτες μας συγγενÝβουνε με τον κüσμο. Η δεýτερες με τη Θεüτητα». Και «υπÜρχει τω üντι μια ηθικÞ τÜξη πραγμÜτων, Ýνας Οικουμενικüς Αιþνιος Κüδικας, ο οποßος εμπεριÝχει üλες εκεßνες τις ηθικÝς αρετÝς οποý ολüκληρο το ανθρþπινο γÝνος ομολüγησε πÜντα και θÝλει ομολογÞσει». («Απαντα», τüμος 1ος, σελßδες 94-95).
     ΑυτÞ τη θεüτητα ο ΛασκαρÜτος τη θεωρεß κÜτι πολý μεγÜλο και υψηλü και νομßζει πως η τρÝχουσα τüτε χριστιανικÞ εκδοχÞ της τη μειþνει και την ευτελßζει. Π.χ., üπως αναφÝρω και στο βιβλßο μου για τους ΛασκαρÜτο και Αβλιχο, στο διÞγημÜ του «Ταξßδι στον πλανÞτη Δßα», ο ΛασκαρÜτος «καβαλÜει» σε μια ηλιαχτßδα που περνÜει απü το χτÞμα του στο Ληξοýρι και βρßσκεται στο Δßα, üπου τα πÜντα, Ýμψυχα και Üψυχα, εßναι χßλιες φορÝς μεγαλýτερα απü αυτÜ της Γης. Οι Üνθρωποι του Δßα τον παßρνουνε για ανθρωπüμορφο Ýντομο, για ζωýφιο, τον πιÜνουνε με μια τσιμπßδα, τον βÜζουνε στη χοýφτα τους και τον εξετÜζουνε με περιÝργεια.
     ΜετÜ τον βÜζουνε πÜνω σ' Ýνα τραπÝζι της «ΑυτοκρατορικÞς Ακαδημßας Επιστημþν του Δßα», τον σκεπÜζουνε με μια γυÜλα, κι επειδÞ τον εßχαν βρει μες στα λÜχανα του κÞπου, νομßζουνε üτι τα τρþει ωμÜ και γι' αυτü του βÜζουνε και μια ρßζα λÜχανου κÜτω απü τη γυÜλα, για να μην ψοφÞσει απü την πεßνα. Συγκαλεßται, στη συνÝχεια, η Σýγκλητος της Ακαδημßας για να εξετÜσουν τα μÝλη της το περßεργο ον. Αυτüς σκÝφτεται να τους μιλÞσει «διÜ την Ηπειροθεσσαλßα και πως ελπßζουμε εντüς ολßγου να πÜρουμε τα ΓιÜννινα», σατιρßζοντας τις ανθρωποκεντρικÝς ιδÝες και τις θρησκευτικÝς αντιλÞψεις των Χριστιανþν περß Θεοý.
     Οταν οι κÜτοικοι του Δßα ακοýνε για την «τριÜδα ομοοýσιον και αχþριστον», προβÜλλουνε την Ýνσταση του «αριθμητικþς ακατανüητου» και συμπεραßνουνε με επιεßκεια: «Μην τα ξεσυνεριζομÜσθε τα καημÝνα, Ýντομα εßναι... πλÜθουν εις τον εαυτüν τους Ýναν Θεü, οποßον η διανοητικÝς τους δýναμες τους τον επιτρÝπουν» («Απαντα», τüμος Β, σελßδες 210-216).
     ΑλλÜ και στους «Στοχασμοýς» (τüμος 2ος, σελßδα 146) γρÜφει: «Υψωσε την ψυχÞ σου και την φαντασßαν σου εις τα απειρÜριθμα ηλιακÜ συστÞματα του απεßρου Παντüς. ΙδÝς εις αυτÜ üλα ενωμÝνα Ýνα μüριον της Μεγαλειüτητος του Θεοý, και στοχÜσου ενταυτþ üτι τα χριστιανικÜ μπαßγνια πιστεýουνε, πως τον θεüν εκεßνον τüνε γνοιÜζει τι μαγερεýουμε και τι τρþμε, διÜ να μας ανταμοßψη Þ να μας παιδÝψη!.. Οποßα 'μπαιγνιοσýνη...».
     Τα «Μ.τ.Κ» οδηγÞσανε στον αφορισμü του ΛασκαρÜτου, του βιβλßου του, αλλÜ και των αναγνωστþν του.
     Οι παπÜδες της ΚεφαλονιÜς, με ελÜχιστες εξαιρÝσεις, «με üλη την πομπÞ και παρÜταξη», εδιÜβασαν απü τον Üμβωνα τον αφορισμü «κατÜ του πασßγνωστου απονενοημÝνου και εκ της ευθεßας οδοý της ορθοδüξου ημþν πßστεως δυστυχþς αποπλανησθÝντος ΑνδρÝα Γ. ΛασκαρÜτου». Ο αφορισμüς που τýπωσαν και τον εκυκλοφüρησαν καταλÞγει ως εξÞς:

     «ΕÜν üμως παρακοýσει ταις εκκλησιαστικαßς ταýταις παραινÝσεις και μη εις το πυρ δþσει τα παρ' αυτþ σωζüμενα αντßτυπα της παρ' αυτοý εκδοθεßσης Βßβλου, Ýχομεν αυτüν αφωρισμÝνον παρÜ Πατρüς, Υιοý και Αγßου Πνεýματος, παρÜ της Μßας Αγßας ΚαθολικÞς και ΑποστολικÞς του Χριστοý Εκκλησßας, παρÜ των τριακοσßων δÝκα και οκτþ θεοφüρων πατÝρων, Ýστω τρÝμων και στÝνων επß της γης ως ο ΚÜιν, κληρονομησÜτω τη λÝπραν του Γιεζß και την αγχüνην του Ιοýδα. Ταýτα μεν, η δε του Θεοý χÜρις και το Üπειρον Ýλεος, και η ευχÞ και η ευλογßα της ημþν ταπεινüτητος εßη μετÜ πÜντων ημþν».
     Αλλος ανþνυμος κληρικüς Ýγραφε:  «Το βδÝλυγμα της ερημþσεως εν Κεφαλληνßα Þ ο ασεβÞς ΑνδρÝας ΛασκαρÜτος», βρßζοντας, επßσης, τον ποιητÞ με το συνηθισμÝνο ιερατικü τρüπο.
     Ο ΛασκαρÜτος στην «Απüκριση Εις Τον Αφορεσμü», γρÜφει πως «üταν Ýνας Þθε εßναι αφορεσμÝνος απü την Αγßα ΤριÜδα, Þθελ' Ýχει αρκετÜ» και üλοι οι Üλλοι «ενοχληθÞκανε αχρεßαστα». Ιδιαßτερο ενδιαφÝρον παρουσιÜζει το «καταρολüγιο» αυτþν των κειμÝνων.
     Στη συζÞτηση που Ýγινε, στο συμπüσιο και σε «στρογγυλÞ τρÜπεζα», ο Γ. Μεταλληνüς υποστÞριξε πως ο ΛασκαρÜτος επιδßωξε τον αφορισμü του απü την Ι. Σ. «για λüγους διαφÞμισης» και πως «αν δεν εßχε αφοριστεß δε θα εßχε γßνει ευρýτερα γνωστüς».
     Ο Γ. ΑλισανδρÜτος τüνισε το θετικü ρüλο του ΛασκαρÜτου, ιδßως μετÜ την Ενωση, χτυπþντας σκληρÜ τη διαφθορÜ, προπαντüς στο πρüσωπο του Δελιγιαννισμοý.
     Ο Σ. ΛουκÜτος υποστÞριξε πως ο ΛασκαρÜτος, ως αριστοκρÜτης και αντιδραστικüς, χτýπησε το λαúκü κλÞρο που Þταν πÜντα κοντÜ στο λαü και τον ενωτικü αγþνα των Επτανησßων, ενþ με τον ανþτερο κλÞρο τα εßχε καλÜ. ΑναφÝρθηκε στο καθεστþς των «κομεστÜδων» (απü το ιταλικü come sta), που σημαßνει «üπως Ýχει», «üπως εßναι»), που υποστÞριζε ο ΛασκαρÜτος.
     Ο ΛασκαρÜτος, παρÜ τη σýγκρουσÞ του με την Εκκλησßα και τη συμβολÞ του στο φωτισμü του λαοý με την καταγγελßα της εκμετÜλλευσης της θρησκοληψßας και των προλÞψεων, υπÞρξε κοινωνικÜ και πολιτικÜ αντιδραστικüς, Ýχοντας τοποθετηθεß σταθερÜ κατÜ του ριζοσπαστισμοý, κατÜ της Ενωσης, κατÜ του εκλογικοý δικαιþματος και της ελευθεροτυπßας.
     ¹τανε ξÝνος απü την εποχÞ του, πßσω κι üχι μπροστÜ απü την εποχÞ του. Ο ρüλος του υπÞρξε ανασταλτικüς. ΑλλÜ σýμφωνα και με την Üποψη του Κ. Πορφýρη, σαν δυνατüς σατιρικüς ποιητÞς που Þταν «μπüρεσε να βρει τα τρωτÜ σημεßα της επερχüμενης αστικÞς πραγματικüτητας. Κι Ýδωσε τη γελοιογραφικÞ εικüνα ενüς κüσμου, που Ýκρυβε κιüλας μÝσα του την αποσýνθεσÞ του».
          Φεýγει στο Λονδßνο για να λÞξει η Ýνταση. Τον επüμενο χρüνο επιστρÝφει στο νησß αλλÜ οι περιπÝτειÝς του δεν τελειþνουν εδþ αφοý περνÜ 4 μÞνες φυλακισμÝνος στο ΣωφρονιστÞριο της ΚεφαλονιÜς μετÜ απü ερÞμην καταδßκη του, εξαιτßας της καυστικÞς εφημερßδας ΛΥΧΝΟΣ.
     Το 1859 εξÝδωσε το σατιρικü περιοδικü "Λýχνος" και κÜθε τüσο τονε τραβοýσανε στα δικαστÞρια και στη φυλακÞ ενßοτε, για τη καυστικÞ του πÝννα και την ελευθεροστομßα του προς τους πολιτικÜντηδες και τους εκμεταλλευτÝς της θρησκεßας. Για να υποστηρßξει καλýτερα τις πολιτικοκοινωνικÝς του πεποιθÞσεις, ανακατεýτηκε με τη πολιτικÞ κι Ýβαλε υποψηφιüτητα μÜλιστα, για βουλευτÞς. Η αποτυχßα του φυσικÜ, Þτανε προδιαγεγραμμÝνη, γιατß εßχε αδυσþπητο κατατρεγμü, απ' üλους εκεßνους, μικροýς Þ μεγÜλους, που 'χε θßξει στα συμφÝροντÜ τους, κατÜ καιροýς, μÝσω του περιοδικοý και του λüγου του. ΑπογοητευμÝνος, φεýγει για την Αγγλßα, μα κι εκεß δεν Ýμεινε για πολý.
     Το 1867 εκδßδει την "Απüκριση Εις Τον Αφορεσμüν Του ΚλÞρου Της ΚεφαλονιÜς Τω 1856" και μπαßνει σε νÝους μπελÜδες και νÝα δικαστικÞ διαμÜχη, αυτÞ τη φορÜ üμως το σþμα των ενüρκων τον αθωþνει. Πολý χαρακτηριστικü εßναι το διÞγημα του "¼νειρο" που εμπαßζει ολüκληρο τον κλÞρο και μαζß üλα τα ιερÜ και τα üσια.
     Στο διÞγημα αυτü ονειρεýεται, λÝει, πως πÝθανε και πÞγε, εξαιτßας του αφορισμοý του, στη κüλαση üπου συνÜντησε Ýνα σωρü Ιερεßς, Αρχιερεßς και ΠατριÜρχες να απολαμβÜνουν περιποιÞσεις ως φιλοξενοýμενοι του Εωσφüρου στη κüλαση! Απευθυνüμενος μÜλιστα σε γνωστü του Δεσπüτη λÝει τα εξÞς χαριτωμÝνα: «Μα βλÝπω που αφορεσμÝνοι κι αφορεστÜδες εις την ßδια τρýπα του Διαüλου καταντÜμε!» . Στα 1899 ο ιερÝας ΓερÜσιμος Δορßζας, φßλος και θαυμαστÞς του συγγραφÝα, ζÞτησε και πÝτυχε, μÝσα απü περßπλοκες διαδικασßες και με το ΛασκαρÜτο ν' αρνεßται κατηγορηματικÜ ν' απολογηθεß, την Üρση του αφορισμοý.
     Εκτüς απü τα ποιητικÜ του Ýργα δημοσιεýσε, το 1886, το "Ιδοý Ο ¢νθρωπος", με τýπους και χαρακτÞρες ανθρþπων, που θεωροýνται εφÜμιλλοι του Θεüφραστου και του ΛαμπρυγιÝρ, σε ψυχογραφικÞ, ψυχολογικÞ κι ηθογραφικÞ αρτιüτητα, πληρüτητα κι ελευθερßα, κατÜ το ξεδßπλωμα της περιγραφÞς τους. ¼πως αναφÝρει ο ßδιος στο ποßημÜ του "Η γÝννησß μου" -που δßνει Ýνα δυνατü χτýπημα στις λαúκÝς προλÞψεις:

     "Το μüνο ιστορικü του στιχουργÞματος τοýτου εßναι η μÝρα της γεννÞσεþς μου. Πραγματικþς, εγþ εξημερþθηκα, γεννημÝνος την 1ην ΜαÀου 1811. Απü βραδýς η μÜννα μου εßχε συμφωνÞσει με φιλονÜδες της, να πÜνε στο ΜÜη. ¸τσι την ακüλουθην αυγÞ, ευρÝθηκε πολý δυσαρεστημÝνη, να μη μπορÝση να χαρÞ το ξεφÜντωμα κεßνο. Οι φιλονÜδες της üμως, εις την επιστροφÞ τους απü το ΜÜη, εφÝρανε και μου ερρßξανε απÜνω μου üλα τα Üνθια, üσα εßχανε απü το κÜμπο."

…και για να ..."προβοδßσει" μιαν Ýκδοση ποιημÜτων του Ýγραψε:

     "ΑγαπητÜ μου ΠοιÞματα. Σας λÝω ποιÞματα, επειδÞ ετοιμÜζοντας να σας παρουσιÜσω στην κοινωνßα, επιθυμþ να σας προβιβÜσω. Οι τßτλοι αρÝσουνε μÝσα-μÝσα, ως και στους πλÝον κüκκινους δημοκρÜτες.
     ΠολλÜ μικρÜ δßκηα βαλμÝνα αντÜμα μ' επαρακινÞσανε να σας ανακαλÝσω απü την εξορßα σας, να σας ζητÞσω δανεικÜ απü το φßλο μου το Βαλαορßτη, να σας αντιγρÜψω χτενßζοντÜς σας και να σας χειραφετÞσω, επιτρÝποντας να δημοσιευθÞτε δια του τýπου. ΑνÜμεσα üμως εις τα μικρÜ δßκηα, εßναι και Ýνα üχι αδιÜφορο, ü φüβος üτι μßαν ημÝρα Þθελε τυπωθεßτε εις την αρχικÞσας κατÜσταση και Þθελε φανεßτε πολý περισσüτερο αξιοκατÜκριτα απ' üτι σÞμερα Ýτσι δαμασμÝνα σας παρρησιÜζω. Η δε σημερινÞ σας δημοσßεψη θα εμποδßση βÝβαια κÜθε Üλλην υστερινüτερη μη εξουσιοδοτημÝνη απü εμÝ.
     Σε τοýτην üμως τη φοβερÞ στιγμÞ στην οποßα δßνοντας εσÜς Ýξω, βÜνω τον εαυτü μου στο μÜγγανο της δημüσιας γνþμης, επιθυμþ να σας ειπþ πρþτα δυü λüγια.
     Και απÜνου σ' üλα, μην Ýβγετε με την οßηση πως εßσθε ποßησες, επειδÞ τÝτοιες δεν εßσθε. Η ποιητικÞσας αξßα εßναι λßγη, πολλÜ ολßγη και εßναι σχετικÞ στες περßστασες. Το πνεýμα σÞμερα της ΕλλÜδος κοιμÜται ýπνο βαθý και ονειρεýεται να τρþη κολοκýθια ωμÜ, επειδÞ ο λογιωτατισμüς, αντιτÜτου, σβγεß και νεκρþνει τα πνεýματα, και σεις εßσθε απü τα λßγα που δε λογιοτατßζουνε. ¼ταν το πνεýμα της ΕλλÜδος, το ελληνικü πνεýμα ξυπνÞσει, üχι πλÝον λογιοτατßστικο, αλλÜ ελληνικü πνεýμα, κι ελεεινολογÞση και το καιρü το χαμÝνονε, και το χαρτß το χαλασμÝνο το τüσο, δε θα εýρη παρÜ κÜποια λßγα γραμμÝνα στη γλþσσα του, μεταξý των οποßων και σας. Και τοýτη εßναι και θÝλει εßναι η μüνη φιλολογικÞσας αξßα...
     ...Σýρ'τε λοιπüν, σýρ'τε στßχοιμου. Μπορεß να μην εßσθε ποßησες, αλλÜ θÝλ' εßσθ' ελπßζω κÜτι τß καλÞτερο απü ποßησες. θÝλ' εßσθε, σÞμερα, κεντιστÞρι για το κοιμþμενο ελληνικü πνεýμα, και αýριο-μεθαýριο, μαρτυρßες του σÞμερα.
    Σýρ'τε στßχοιμου, Σας προβοδüνω με θÜρρος και κατÜ δεýτερην Ýποψην. Οι θρησκευτικοß μου διüχτες, εκεßνοι που με αφορÝζανε επειδÞ εξεσκÝπαζα τες κατÜχρησÝςτους, καθþς κι εκεßνοι οποý μ' εφτιοýτανε γιατß επÜσχιζα να τους ανοßξω τα μÜτια στες κατÜχρησες των απαταιüνωντους, δεν αφορÝζουνε πλÝον, δεν φτιοýνε πλÝον. Οι δεýτεροι τοýτοι ανοßξανε τÝλος-πÜντων τα μÜτιατους, και οι πρþτοι ελουφιÜσανε
.

                     Σýρ'τε στßχοιμου, σýρ'τε τυπωθεßτε.
                     Δεν εßν' πουλιü στον κüσμο αφορεστÜδες.
                     Βουβοß, σβυσμÝνοι, παν' οι υποκριτÜδες,
                     Και σεßς 'μπορεßτε τþρα να φανÞτε.

                     Λεýθεροι στßχοι, 'λεýθερα 'μιλεßτε.
                     ΣτηλητÝψετε ολοýθε τσÞ ασχημÜδες
                     Παρüμοια σε λαúκοýς Þ σε παπÜδες.
                     ΕμπαßξετÝτες üπου τες ειδεßτε.

                     Στην Αßγυφτüσας ως και σεßς κρυμμÝνοι,
                     ¢γγελος και σ' εσÜς φÝρνει την εßδηση:
                     "ΕλÜτε", σας φωνÜζει, "εßν' απεθαμÝνοι,
                      Οι ζητοýντες να πνßξουν' τη συνεßδηση".                          

                     Σýρ'τε στßχοι μου, εβγÜτε παρησßα
                     και φωνÜξετε: "ΖÞτω η Ελευθερßα".

     Απü τüτε Ýχουν μεßνει πολλÜ ανÝκδοτα στη μνÞμη των Κεφαλονιτþν και τα οποßα πιστοποιοýν το πüσο Ýξυπνος και ετοιμüλογος Þταν. Δýο απü αυτÜ τα ανÝκδοτα εßναι τα εξÞς:

     Στη γιορτÞ του, Ýνας γεßτονÜς του για να τον ειρωνευτεß του Ýστειλε με την υπηρÝτριÜ του το δþρο του, Ýνα καλÜθι γεμÜτο κÝρατα κριαριοý και πÜνω εßχε μια επιγραφÞ "Στη γιορτÞ σου". ΒλÝποντας αυτü ο ΛασκαρÜτος βγαßνει Ýξω στον κÞπο του και κüβει τα ωραιüτερα Üνθη και τα βÜζει μÝσα στο ßδιο καλÜθι με την επιγραφÞ "Απ' ü,τι Ýχει ο καθÝνας δωρßζει" και τα δßνει στην υπηρÝτρια και της λÝει: "Δþσε αυτÜ κüρη μου στον κýριü σου".

     Οταν ο επßσκοπος τον αφüρισε, κÜποιος πÞγε να τον επισκεφθεß για να του το αναγγεßλει και μÜλιστα ειρωνικÜ "Τα Ýμαθες σιüρ-ΑνδρÝα, ο επßσκοπος σε αφüρισε" και τüτε ο ΛασκαρÜτος του απαντÜ: "Ευχαριστþ τον επßσκοπο για τον αφορισμü, αλλÜ θα τον παρακαλοýσα πολý να μου αφορßσει και τα παποýτσια των παιδιþν μου για να μη λιþσουνε ποτÝ" (πßστευε üτι üποιος αφορισθεß και πεθÜνει δε θα λιþσει ποτÝ).

-------------------------------------------
     Απüσπασμα απü το Ýργο του «¼νειρο»:

     ¹τανε να ξημερþσει ΜεγÜλο ΣÜββατο, που εßδα στον ýπνο μου πως απÝθανα. ΕπÝθανα, και ως στρßψη ματιοý ευρÝθηκα εις τον Üλλον κüσμο. Εκεß ως απü ενστßγματος, Ýτρεξα ευθýς για τον ΠαρÜδεισο κι Ýλαβα την τüσον καλÞν τýχη να φθÜσω εις την στιγμÞ που ο Θεüς Ýβγαινε να πÜη περßπατο.
     Μιλιοýνιοι ¢γιοι τον επεριστοιχοýσανε βαστþνες αγγελοýδια λÜτινα, σαν εκεßνα των εκκλησιþν, κι εγþ εστοχÜσθηκα να ωφεληθþ απü εκεßνην την αναστÜτωση, απü εκεßνη την σκοτοýρα, δια να Ýμβω λαθρεμπορικþς πως εις τον ΠαρÜδεισο, αποφεýγοντας τελωνειακÜς Ýρευνας, σαν üπου κι εγþ εßχα κÜτι να κρýψω.
     ¢νατρεχα λοιπüν τον χεßμαρρον των Αγßων, ανοßγοντας το δρüμο μου με τα δυο μου χÝρια, üταν ο ¢η ΠÝτρος, ο ακοßμητος εκεßνος θυρωρüς των Ουρανßων Αναχτüρων, με αρπÜζει απü το λαιμοδÝτη, και «ΣτÜσου, λÝει, ανÜξια κολασμÝνη ψυχÞ!»
 -«¢γιε, του εßπα εγþ, γιατß με πιÜνεις απü το κολÝτο, σαν να Þμουνα κλÝφτης;»
 -«Σþπα, λÝει, μπερδ-μα δεν το τελεßωσε- φεýγα εδþθε και πÞγαινε στο πυρ το εξþτερον, το ητοιμασμÝνον δια üσους ξεσκεπÜζετε τα& τα& τα& των ευσωβþν ιερÝων μας.»
     Εγþ, για μßα στιγμÞ ετρüμαξα επειδÞ τα μÜτια του Αγßου ερρßχνανε φωτιÝς απü το θυμü του, και τα γÝνεια του ετρÝμανε κι επÝτα σπßθες σÜλια απü το στüμα του! Μα Ýπειτα κÜνοντας δýναμη στον εαυτü μου, Ýτρεξα κι εσταμÜτησα τον Θεüν, κι Ýπεσα στα πüδια του, και γονυπετÞς του εßπα- «ΘεÝ ΠατÝρα, λÜβε ευσπλαχνßα δι εμÝ, και διüρισε του αγßου θυρωροý σου να με αφÞση να Ýμβω εις την αιþνιαν χαρÜν και αγαλλßασην».
     Μα τüτε και ο ¢η-ΠÝτρος -«Παναγιþτατε, του λÝει, τοýτος εßναι καταδικασμÝνος απü τους αντιπροσþπους σου πληρεξοýσιους παπÜδες εις το πυρ το εξþτερον.»
 -«Α! λÝει ο Θεüς, τüτε, παιδß μου, δεν μπορþ να σου κÜμω τßποτα!»
 -«Μα! εßπα πÜλι εγþ, ΘεÝ ΠατÝρα, κÜμε Ýλεος!» Και ο καλüς Θεüς, στρεφüμενος τüτε προς τον μονογενÞ του υιüν- «Εσý, λÝει, που στÜθηκες εκεß κÜτου και γνωρßζεις τοýτα καλÞτερÜ μου, ιδÝς περß τßνος πρüκειται». Με τοýτο τρÜβηξε το δρüμο του. ¸τσι ο Χριστüς εμεινε με εμÝ, και, με τη συνηθισμÝνη του καλοσýνη, μ' εχÜúδεψε.
     Μα τüτες ο ¢η-ΠÝτρος Ýβγαλε μÝσ' απ' τα ρÜσα του το αφοροχÜρτι των 1856, και «ΔιÜβασε, λÝει του Χριστοý, διÜβασε, ΥπερÝνδοξε ΔιÜδοχε. Και πες αν ετοýτος ο Üνθρωπος ημπορÞ να Ýμπη στον ΠαρÜδεισü μας».
     Ο Χριστüς επÞρε το αφοροχÜρτι, το εφυλολüησε, και στραφεßς προς εμÝ- «Μα τι τους Ýκαμες, μου εßπε, που σε αφορÞσανε;»
 -«Ω γλυκÞτατÝ μου Ιησοý! του εßπα εγþ, με αφορÝσανε, επειδÞ του Ýλεγξα τις ανοσιουργßες τους. ΠρÝπει να ξÝρης , Ιησοý μου, üτι η θρησκεßα την οποßαν εδßδαξες εις τον Κüσμο, δεν υπÜρχει πλÝον εκÝι κÜτου. ΕπειδÞ απü καιρü σε καιρü, και απü λßγο σε λßγο, την Üλλαξαν üλην, þστε τþρα δεν Ýμεινε παρÜ το üνομÜ σου απÜνου σε μια σωρεßα θρησκευτικþν εθßμων, üπου τα λÝνε θρησκεßα σου. Μια τÝτοια θρησκοκιβδÞλωση, φυσικþ τω λüγω, μακρÜν απü του να φÝρνη την ηθικοποßησην του ατüμου, σκοπüς τοýτος της θρησκεßας σου, διαφθεßρει εξεναντßας, και αποχτηνþνει τα πλÞθη. Οι δε παπÜδες, αδιαφορþντες εις το εξαγüμενον τοýτο, μετÝρχονται την παπαδοσýνη τους ως Ýργον για να ζÞσουνε και φυσικþ τω λüγω εξαγριþνονται εναντßον εις üποιον προσπαθÞση να ανοßξη τα μÜτια των οπαδþν τους. ¸τσι, η εξÜλειψη της θρησκεßας σου απü τον Κüσμο μας εßναι, Ιησοý μου, τþρα πλÝον fait accompli».
 -«Μου το παν κι Üλλοι, λÝει, μου το παν κι Üλλοι!» «¸τσι, εγþ επανÝλαβα, κÜποιες απü τις καταχρησÝς τους τες εστηλßτεψα σ' Ýνα μου βιβλßον, üπου για τοýτο το ονüμασα ΜυστÞρια της ΚεφαλονιÜς. ΑλλÜ εκεßνου σαν ειδþθηκαν ξεφαυλισμÝνοι εμπρüς εις το ποßμνιüν τους, ελυσσιÜξανε, ΧριστÝ μου, επαραφρονÞσανε, και με αφορÝσανε με üλην την πομπÞν και παρÜταξην απü την Εκκλησßα τους».
     Ο Χριστüς δεν ηθÝλησε να ακοýση περισσüτερο. Εκοýνησε λυπημÝνος του κεφÜλι του, και, ξαναλÝγοντας πÜντα: «Μου το παν κι Üλλοι, μου το παν κι Üλλοι» Ýστρεψε προς τον ¢η-ΠÝτρο και «¢σ' τονε, λÝει, να εμπÞ και βÜλ' τονε σε μια αγκωνÞ να μην φαßνεται.»
 -«Αδýνατο, ΧριστÝ μου, αδýνατο!- εßπεν ο Üγριος εκεßνος ΚÝρβερος. Κλονßζεται η πßστη, αν τοýτο γßνη. Ενθυμßσου üτι συ αυτüς Ýδωσες εις τους παπÜδες την εξουσßα να λυοýν και να δÝνουνε, και υποσχÝθηκες να εχτελÞς εις τον Ουρανüν ü,τι και üπως εκεßνοι διορßσουνε στη Γη.»
 -«Corpo di Bacco! εßπε τüτες ο Χριστüς φρÜγκικα. Ας εßναι. Στεßλε τονε λοιπüν εις την Κüλαση. Μα δþσε του και δυο γραμμÝς Ýνα συστατικü στον Εωσφüρο, για να μη σκληραγωγÞση απÜνου του».
     Εßπε κι Ýφυγε. Εγþ Ýμεινα με τον ¢η-ΠÝτρο, üστις Ýβγαλε κομμÜτι χαρτß, και ακουμπþντας απÜνου στο γüνα του, Ýγραψε συστατικü, μου το εγχεßρισε, και τüτε μια ακαταμÜχητη βßα με Ýσπρωξε στην Κüλαση.
     Το εσωτερικüν της ΚολÜσεως Þτον φοβερüν και επιβλητικü. Ο ΜÝγας Εωοσφüρος , καθισμÝνος εις Ýνα ξÜγναντο με τους αξιωματικοýς του Αρχιδιαüλους δεξιÜ-ζερβιÜθε, υψωνüτουνε ανÜμεσÜ τους σα βρÜχος. Εμπρüς σε τοýτους εκυλιüντανε πλÞθος ΔιαολÜκια Ýτοιμα για θÝλημα. Η αüρατη βßα που με Ýσπρωξε εκεß μÝσα εξακολοýθησε να με σπρþχνη, και με Ýφερε στους πüδας του ΜεγÜλου εκεßνου ΚυριÜρχου της ΚολÜσεως.
     ¼ταν με εßδε κοντÜ του, αναγλýφτηκε, καθþς Þθελε να κÜμει λýκος, για να αρπÜξη αρνÜκι! Αλλ' üταν του επαρουσßασα το συστατικü του ¢η-ΠÝτρου, Ýτριξε τα δüντια του απü τη λýσσα του! Εσεßστηκε η Κüλαση σ' εκεßνο το τρßξιμο, και ο ¢η-ΠÝτρος Ýκαμε το σταυρü του.
     Μου Ýδωσε μια φρικþδη στραβοματιÜ, και«εχθρÝ, λÝει, του Διαβüλου και της ΚολÜσεως! Εγþ επÜντεχα να σε γδÜρω με πυροβολüπετρα. Καθþς ο ΝικολÜκης Þθελε να γδÜρη το φßλο μου τον παπÜ Μαντσαβßνο. Και üμως υποχρεοýμαι να σε ξενßσω κι εσÝ, καθþς κÜνω και εις τους φßλους μου. επειδÞ Ýτσι θÝλει ο ΑφÝντης μου».
     ¸νευσ' Ýπειτα σ' Ýνα ΔιαολÜκι κι εκεßνο κυλισμÝνο, μ' Ýσυρε ενεργþντας απÜνου μου μßαν Ýλξη σαν εκεßνη του μαγνÞτη, επιβλητικÞ και Üφευχτη.
     ¸τσι δεν αργÞσαμε να φθÜσωμε σε μßα μεγÜλη πüρτα, η οποßα μας ανοßχθηκε αυτομÜτως ευθýς εις το φθÜσιμü μας. ΑλλÜ οποßα τüτε η ÝκπληξÞ μου, üταν ευρÝθηκα μεταξý των ΙερÝων, ΑρχιερÝων και Πατριαρχþν.


-------------------------

     Η κατÜσχεση του "Λýχνου" θα γßνει θα γßνει μετÜ απü την παρουσßαση του σατιρικοý του ποιÞματος το "ΝανÜρισμα" το οποßο αναφερüταν στην κοýνια του διαδüχου Κωνσταντßνου.Επßσης εκδßδει "Ιδοý Ο ¢νθρωπος" το 1886, "Οι στοχασμοß Þ συλλογÞ σοφþν γνωμþν εις ελληνικÞν και ιταλικÞν γλþσσαν", "Αυτοβιογραφßα", "¹θη, Ýθιμα και δοξασßαι της ΚεφαλονιÜς" κ.Ü. ¸γραψε ποιÞματα, πεζογραφÞματα, πολεμικÜ βιβλßα και φυλλÜδια (λιβÝλους), τεχνολογικÜ δοκßμια για τον πεζü και ποιητικü λüγο, και πολλÜ γρÜμματα σε τοπικÝς εφημερßδας. Το ηθικü Ýργο του ΛασκαρÜτου ταυτßστηκε απüλυτα με την γεμÜτη ηθικÞ ζωÞ του κι Ýμεινε για πÜντα στην μνÞμη μας και στην Λογοτεχνßα ως Ýνας απü τους πιο ακÝραιους πνευματικοýς ανθρþπους.
     ΜετÜ την επιστροφÞ του απü την Αγγλßα, üπου δεν εßχε μεßνει πολý, ξαναγýρισε στη ΚεφαλονιÜ, στο Αργοστüλι, üπου κι εγκαταστÜθηκε μÝχρι τον θÜνατü του, πλÞρης ημερþν, σε ηλικßα 90 ετþν. Τη νýχτα της 23 προς 24 Ιουλßου 1901, Þρθε γαλÞνια το τÝλος. ¸τσι, ο πρþην απüβλητος της Εκκλησßας θα κηδευτεß με üλες τις τιμÝς και με πανελλÞνια αναγνþριση. Εßναι θαμμÝνος στο νεκροταφεßο τ' Αργοστολιοý, στο ΔρÜπανο, του οποßου την Παναγßα τη Δραπανιþτισσα επικαλεßται ο θεüς στη σÜτιρÜ του «Γιατß τα τÜλαρα τα λÝνε τÜλαρα», απευθυνüμενος στους «πρωτüπλαστους», üταν τους διþχνει απü τον παρÜδεισο:

«Μα, μα τη Δραπανιþτισσα, μωρÝς,
Θε να σας διüξω εδþθε. Ας Þναι, φτÜνει».

     Ο μÝγιστος της επτανησιακÞς και «βαρý πυροβολικü» της νεοελληνικÞς σÜτιρας Ýζησε πολλÜ χρüνια με διωγμοýς, κατατρεγμοýς, εξορßες, φυλακÝς και αγþνα, υπερασπßζοντας ανυποχþρητα ü,τι ενüμιζε σωστü.

     Μωροß, υπÝρμαχοι της στασιμüτητος, φονεýσετε αν θÝλετε τον καινοτüμον. ΑλλÜ να ξεýρετε üτι ο φüνος του καινοτüμου εßναι η εγκαινßαση των αρχþν του. ΠειστικÞ διÜ σας απüδειξη ο φüνος του καινοτüμου Ιησοý.

     Η φýση, πλÜθουσα τον Üνθρωπον, φαßνεται να Ýδειξε üλη της φειδωλßα σε τοýτο το μÝρος, εις τη συνεßδηση!

     Τßποτα φρονιμþτερο απü το να θÝλης να ζÞσης. Μα θÝλε να ζÞσης με αξιοπρÝπεια.

    
Ενþ εις τον Üνθρωπον εδüθη η ýψωσÞ του Ýως εις τα υπερφυÞ üντα, του αφÝθη και η καταβßβασÞ του Ýως εις τα κτÞνη και συχνÜ και παρακÜτου ακüμη.


     Ο Χριστιανισμüς σε μας τοποθετεßται ανÜμεσα στα πρÜγματα πολυτελεßας. Δεν τον χρησιμοποιοýμε παρÜ για κομπασμü και για να κÜνουμε επßδειξη, üχι üμως για την καθημερινÞ χρÞση στις σχÝσεις μας με τους ανθρþπους. (Στοχασμοß)

     Οι χριστιανοß σÞμερα Ýχουν στην πουσνÜρα (=σακοýλα) τους τριþ λογιþνε θρησκεßες: Μßα που τÞνε λÝνε και δεν τÞνε κÜνουνε. Μßα που τÞνε κÜνουνε και δεν τÞνε λÝνε. Και μßα που, και τÞνε λÝνε, και τÞνε κÜνουνε. Η πρþτη εßναι η θρησκεßα του Χριστοý, η δεýτερη του Διαüλου, η τρßτη τση ΚοιλιÜς. (ΜυστÞρια ΚεφαλονιÜς)

     Ο ΑντρÝας ΛασκαρÜτος πÝθανε στο Αργοστüλι, üπου διÝμενε μετÜ απü τους διωγμοýς που υπÝστη, στις 24 Ιουλßου 1901, αλλÜ το Ýργο του παραμÝνει διαχρονικü Ýως σÞμερα. ¼σοι το Ýχουν μελετÞσει αντιλαμβÜνονται üτι Þταν Ýνας Üνθρωπος που Ýβλεπε ιδιαßτερα μπροστÜ για την εποχÞ του και σÞμερα, üσα αυτüς εßχε προβλÝψει και επιθυμοýσε εßτε αλλÜξει εßτε να εμποδßσει, Ýχουν κατÜ κανüνα επαληθευτεß.

================

                  Το Ληξοýρι
                                                 1936  αφιÝρωση

¼ντις 'μπορÞ Ýνας σ' üλους να χαρßζη

Και στον ßδιο καιρü να μην τους δßνη,
Þθελ' εßναι κακßα να ξεχωρßζη
¸νανε, και τους Üλλους ναν τσ' αφßνη.

¸τσι και τη ΛαμπρÞ  ο παπÜςμας στÞνει
Τη λαμπÜδατου σ' üποιον την ορßζει
Γιατß, üσο κι αν ανÜβουνε απü 'κεßνη,
Τßποτα του παπÜ δεν του στοιχßζει.

Που αν Þτανε να χÜνη οχ τη λαμπÜδα
Τρεßς τÝσσαρες σταξοýλες, δýο, μßα,
Τüτε ναßσκε Þθελ' εßναι φρονημÜδα
Να βαλθÞ κι ο παπÜς σε οικονομßα.

Και πλÝον οχ τη λαμπÜδα του παπÜ
Να μην ανÜβη πÜρι η παπαδιÜ.
¸τσι κι εγþ μ' αυτü το ποιηματÜκι
Οποý τþρα τυπþνω,

Μικρü, χαροποιü κι αλαφρουλÜκι,
Σ' üλουςσας τ' αφιερþνω.
Και δßνω το δικαßωμα στον καθÝνα,
Εις σε λιγολογßα,

Να'πÞ: "Τοýτο αφιερþθηκε σ' εμÝνα."
Κι ας το χαρÞ με υγεßα.
Ξεκαθαρßζω ακüμη,
Και τοýτο με την Üδεια του Δεσπüτη,

Και με στÝρεÜμου γνþμη,
Πως ακοýω, διορßζω και θÝλω, üτι,
Καλüγηροι, παπÜδες,
'ΠαντρεμÝνες, ανýπαντρες κοπÝλες,

Καλüγρηες, ασκητÜδες,
ΝηÝς þμορφες, και γρηÝς με σοτανÝλες,
¼λοι, για 'πινομÞ μου,
ΝÜχουνε μÝρος στην αφιÝρωσÞμου. 

          Η ¢νοιξη

Εδþναι, εδþναι, επλÜκωσε.

Γυναßκες μαζωχτεßτε.
Ομπρüς, συναπαντÞσ'τετη
Ομπρüς ναν τη δεχτεßτε.

Να, νÜρχεται η γλυκιÜ ¢νοιξη
ΛουλουδοστολισμÝνη,
ΑπÜνου σ' Ýνα γÜúδαρο
Αντρßκια καθισμÝνη.

Κι οπßσωθÝτης τρÝχουνε
ΚοπÜδια γκαριστÜδες,
¼λοι ζουρλοß απü το αßσθημα,
¼λοι ζεστοß εραστÜδες.

Κλοτσοýν' τετραποδßζοντες
Και κλαßν' οχ τη χαρÜτους,
Και ζωντανÞ στα μÜτιÜτους
Θωρεßς τη βουρλισιÜτους.

Και ολüθερμα γκαρßζοντες
Τση χÜρεςτης πολλη-þρα,
Τη φÝρνουνε αλοτρßγυρα
Ναν τÞνε ιδÞ üλ' η χþρα.

Και αυτÞ στο δρüμο ερχüμενη,
Φυσþντας αÝρα χλιüνε
Γιομßζει ζÝστα απÜντεχα
Τση πüρτες του σπητιþνε.

¿στε καψιüνει η νηüνυφη
Στο χλιοýτσικο αγερÜκι,
Κι ενδýνεται αλαφρüτερο
Λινü φορεματÜκι.

Και 'βγαßνει και δροσßζεται,
Και βλÝπεις το αßσθημÜτης,
Που ακοýει ναν της εδρüσισε
Ο αγÝρας την καρδιÜτης.

Αχ! ¢νοιξη, γλυκιÜ ¢νοιξη!
Συντρüφισα του νηþνε,
ºστρε κοινÝ αξεχþριστα
Σερνικοθýλικþνε!

Αν εσý τþρα εγýριζες
Κι αλλοý τα βÞματÜσου,
Πüσους στον κÜμπο ακüλουθους
¹θελε ειδεßς κοντÜσου!

Ναι, κι Þθε' ειδεßς που οι γÝροντες
'Σα δε 'μποροýν' να ελθοýνε,
ΜÝνουν' ξοπßσω, κι Üδικα
Τους νηοýς κατηγοροýνε.

Και δε 'θυμüντ' üσα Ýκαναν
Κι εκεßνοι στον καιρüτους,
¼ντις ακοýανε δýναμες
ΖεστÝς εις τον εαυτüτους.

Μα Ýτσ´εßν... τþρ ας τ' αφÞσωμε.
Να, ιδÝτε τι κακü
Χωριατοποýλες þμορφες
Που κÜνουνε χωρü.

Αχ ¢νοιξη, ας γυρßσωμε
Σ' εκεßνες το ποδÜρι,
Μα βÜστα του γαúδÜρουσου
ΣφιχτÜ το χαλινÜρι.

Να, ιδÝτες που αγκαλιÜζουνται
η πουλιü νηüτερÝςτους,
Κι αμπüνουνται, και πÝφτουνε
Και φαßνουντ' οι ωμορφιÝςτους.

Αχ ¢νοιξη, βαστηüσουνε
ΑπÜνου στο σαμÜρι,
Και τρÜβαε του γαúδÜρουσου
ΣφιχτÜ το χαλινÜρι.

¢νοιξη, γλυκιÜμου ¢νοιξη,
Συντρüφισα του νηþνε,
ºστρε κοινÝ αξεχþριστα
Σερνικοθýλικþνε!...

ΣυχαριÜσματα Εις ΓενÝθλια ΓαúδÜρου

Καλορßζικος. Να ζÞση

Ο νηüς γÜúδαρος, ν' αξßνη.
Να σου ζÞση, να σου γßνη
Ωςκαθþς επιθυμÜς.

Να σου αξÝνουνε τ' αυτιÜτου,
Και ναν' τα συχνοτσουλüνη.
Να χοντρÝνη, να 'ψηλþνη,
Ωςκαθþς επιθυμÜς.

Να σου ζÞση. Ο Θειüς να κÜμη
Να σου ζÞση ο γÜúδαρüςσου.
Ναν τον Ýχης πÜντα ομπρüςσου
Ωςκαθþς επιθυμÜς.

Να σου ζÞση ο γÜúδαρüςσου
Και να ζÞσης κι η αφεντιÜσου,
Ναν τον Ýχης στη δουλειÜσου
Ωςκαθþς επιθυμÜς. 

           ΣοβαρÜ ΚÜποια
                                           1851     Λονδßνο 


Εικþνα αγαπητÞ της γυναικüςμου,
Τþρα Ýλα καν εσý στη συντροφιÜμου.
Κατοßκα πÜντα μÝσα στην καρδιÜμου,
Και φýλαμε οχ τση πλÜνεσες του κüσμου.

Εσý γιÜ 'μÝ ΠροστÜτης 'Αγγελüςμου,
¢μεμπτα φýλαε τα πατÞματÜμου
Και πρωτοý σκοτισθοýν' τα λογικÜμου,
Πρüλαβε, τρÝξε σý και λÜμψε εμπρüςμου.

Ναι, το φþςσου 'ξυπνÜει την αρετÞμου,
Και πιστüνε σ' εσÝνα με βαστÝνει.
Γιατß τüσο σ' αισθÜνομαι 'δικÞμου,

Τüσο με τη ψυχÞμου ζημομÝνη,
Που δεν ηξÝρω πλÝον στη διαλογÞμου
Πþς να σε 'πω: γυναßκαμου Þ ψυχÞμου.

            Στην Υποκρισßα

ΣεπτÞ μου Υποκρισßα, ΔÝσποινÜ μου,

με συντριβÞ μου σου φιλþ το χÝρι,
και σου προσφÝρω τα σεβÜσματÜ μου.
Ποι’ Üλλη αρετÞ καλýτερÜ σου ξÝρει

να κερδßζει τς ανθρþπους εδþ χÜμου;
Ο κüσμος σε λατρεýει, σε γεραßρει,
κι εγþ κλßνω σ’ εσÝ τα γüνατÜ μου
και σε γυρεýω για οδηγü μου αστÝρι.

ΦτιÜσε μου σοβαρü το πρüσωπü μου,
δþσ’ μου ýφος πειστικü και üψη οσßα,
για να μπορþ κι εγþ σε ποßμνιü μου

να εξασκþ την τüση σου μαγεßα.
Κι Ýτσι να ’ν’ και για μÝ τον φτωχüν γÝροντα,
του κüσμου τα καλÜ και τα συμφÝροντα. 

Απü τους "Στοχασμοýς" του

¼ποιος με πÜραχαιρετÜ
και με πÜραχαúδεýει,
κÜτι απü μÝνα, βÝβαια,
να καρπιστεß γυρεýει. 

Γιατß Τὰ ΤÜλαρα Τὰ ΛÝνε ΤÜλαρα

Α´
Ὅντις ἔπλασε ὁ Θειὸς τὴν ΟἰκουμÝνη,
τὸ Ληξοýρι, καὶ τüσους ἄλλους τüπους,
εἶπε στὸ νοῦ του: Ἄ! τþρα δὲ μοῦ μÝνει
πÜρι νὰ πλÜσω, γÝ μου, καὶ τσ᾽ ἀθρþπους».
Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ κρÜταε τὸν Ἀδὰμ στερνüνε,
τοὖπε: «Σὺ νἆσαι, ἈδÜμ, τὸ ζῶ᾽ τῶ ζῶνε!

«Ἤγουν, νἆσαι καλýτερος ἀπ᾽ ὅλα,
νἄχῃς τὸ γÜúδαρο ἀπὸ κÜτουθÝ σου,
νὰ θρÝφεσαι μπαρμποýνι και τριüλα,
νἆνε ᾑ λαγκÜδες ὅλες ἐδικÝς σου·
Οἱ σκýλοι ταπεινοὶ νὰ σὲ ὑπακοῦνε,
καὶ γιὰ σÝνανε ᾑ κüττες νὰ γεννοῦνε».

«ΒÜνω στὴν ἐξουσßα σου τὰ σπανÜκια,
ἄν θÝλῃς νὰ τὰ κÜνῃς τσιγαρßδι·
γιὰ σÝνανε φυτεýω ῥαπανÜκια,
ἐσὺ νὰ τρῶς τὸ μῆλο καὶ τὸ ἀπßδι.
Ὅλα νὰν τἄχῃς χωρὶς νὰ κοπιÜζῃς,
καὶ σ᾽ ἀγαπÜω πολý, γιατὶ μοῦ μοιÜζεις».

«Σοῦ χτιῶ στὸ περιβüλι μου παλÜτι
μ᾽ ὅσα καλὰ ἡ θεßα μου Πρüνοια δßνει·
καὶ νὰ τρῶς τὸ καλýτερο κομμÜτι
χωρὶς νὰ σοῦ στοιχßζῃ ἕνα φαρδßνι.
Μὰ ἔτσι κηüλα ζητῶ σου, κὺρ ἈδÜμ μου,
νὰ μὴ ῾γγßξῃς ποτὲ τὰ τÜλαρÜ μου!».

«Εἶν᾽ τὸ ξýλο τῆς γνþσεως τὰ χρÞματα,
κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμÝνος,
ὤμορφος, ἔχει χßλια προτερÞματα,
εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κüσμο ῾παινεμÝνος,
παντοῦ ἐπιθυμητüς... μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμÜκι
ποὺ κÜνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλÜκι».

«Μὴν τὰ ῾γγßξτε, γιατὶ θὲ νὰ γνωρßσετε
τὸ βουλιασμὸ τῆς ἀθωüτητüς σας,
καὶ πλÝον δὲ θὰ μπορÝσετε νὰ ζÞσετε
εὐτυχισμÝνοι στὸν παρÜδεισü σας.
Τἄφτειασ᾽ ὁ ΔιÜολος, κ᾽ εἶνε διαολεμÝνα.
Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμÝνα».

Β´
Ἕνα ὤμορφο καὶ πλοýσιο περιβüλι
εἶχε τüτες ὁ Θειὸς εἰς τὴν Ἀσßα,
καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπαßνουνε οἱ διαüλοι
νὰ κÜνουνε στὰ λÜχανα ζημßα,
μÝσ᾽ ᾽ς τσὴ φρÜχτες ἐκεῖ τσὴ καλαμÝνιες
εἶχε στημÝνες τσÜκες σιδερÝνιες.

ΜÜ, καθὼς ὡς καὶ τþρα συνεβαßνει,
ἐκεῖ ποὺ στηοῦμε τσÜκες γιὰ ποντßκια,
ποὺ πιÜνεται ἕνα, κι᾽ ἄλλο πÜλε ῾μπαßνει,
γιατὶ ῾μποδιÝται ἡ τσÜκα στὰ χαλßκια
ἔτσι καὶ τüτε, ἐμπαßνανε οἱ διαüλοι
κι᾽ ἀφανßζανε τὸ μαῦρο περιβüλι.

Μιὰ ῾μÝρα ποὺ ὁ Ἀδὰμ κ᾽ ἡ ἀρχüντισσÜ του
ἐμετρηüντανε ποιὸς εἶνε ο ψηλüτερος,
στὰ πüδια ὀρθοß, σὲ μιὰ μηλιὰ ἀποκÜτου,
καὶ καθÝνας τους ἤτανε εὐθυμüτερος
εἰς τὴν εὐτυχισμÝνη μοναξιÜ τους
νÜ! κ᾽ ἕνας ΔιαολÜκης ὀμπροστÜ τους!

-«ἈδÝλφια, λÝει, καλῶς τὰ κουβεντιÜζετε!
ὤ, εὐτυχισμÝνοι ποὺ εἴστεν᾽ ἐδῶ - πÝρα
σὲ τüσες ἡδονÝς! Μὰ δὲ δουλιÜζετε... (...)

ἘκÜκιωσε τ᾽ ἀντρüûνο κ᾽ ἐσκληρÞθηκε
γιὰ τοῦ Διαüλου τὴν ἄταχτη πρÜξη·
κι᾽ ὅλη κüκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρßθηκε:
—«ΓαúδαρÜτσε, ποιüς σὤδειξε τὴ τÜξη
νὰ μπαßνεις δßχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα;
Μ᾽ ἕνα παποýτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!»

-«ΣυμπÜθειο, λÝει ὁ ΔιÜολος, ΚυρÜ μου,
γιατὶ δὲν ἦλθα μὲ κακὸ σκοπü...
ΔιαβÜτης εἶμαι· πηαßνω στὴ δουλειÜ μου
καὶ βαστÜω πραμματεῖες καὶ πουλῶ».
Μüνε σὰν ἄκουσ᾽ ἡ Εὔα πραμματεῖες,
τὤκαμε μιὰ χιλιÜδα εὐχαριστßες.

Εἶνε ἁλαφρÜ, λιγüμυαλη ἡ γυναῖκα,
καὶ πολὺ τῆς ἀρÝσουν τὰ στολßδια,
καὶ μüλις ἀπὸ χßλιες ῾βρßσκεις δÝκα
νὰ μὴν ἔχουν τοῦ ἀντρüς τους ἀντικλεßδια,
νὰ παßρνουν ὤμορφÜμορφα παρᾶδες,
νὰ τσὴ ᾽ξοδεýουνε ᾽ς τσὴ πραμματευτᾶδες.

Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ παßρνω στὴν ψυχÞ μου
πὼς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλεßδι κ᾽ ἐτρυποýλευε.
Τὸ λÝν᾽ οἱ ἱστορικοß μας, ἀκροατÞ μου,
καὶ λÝνε πὼς ὁ ΔιÜολος τὴ συβοýλευε,
καὶ πὼς μετατρεμμÝνος εἰς σὲ φεßδι
τῆς ἐπῆγε μιὰ ῾μÝρα τὸ ἀντικλεßδι.

ΒÝβαια ποὺ ἔπειτ᾽ ἀπὸ τüσους αἰῶνες
ὁποὺ ἐφτειÜστηκε ὁ Κüσμος, δὲ μπορεῖ
νὰ γνωρßζουμε ἂν εἶνε ἀπατεῶνες
ἢ ἂν λÝνε τὴν ἀλÞθεια οἱ Ἱστορικοß.
Μ᾽ ἀπὸ τὴς τωρινὲς γυναῖκες κρßνει
κανεßς, ὀμπρὸς - ὀπßσω καὶ γιὰ κεßνη.

Ὡς τüσο ὁ ΔιÜολος ἄνοιξε τσὴ κüφφες
κ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολßζουν τσὴ ΚυρÜδες
μεταξωτÜ, μπατßστες, κρεπÜ, στüφφες,
βελÝτες, μπλüντες, ὀμπρελÝτες, μποÜδες...
Κ᾽ ἡ Εὔα ποὺ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιÜ της,
καὶ ῾σα ΧριστÝ της νἆνε ὅλα ῾δικÜ της!

Σὲ μι᾽ ἄλλη κüφφα εἶχε ὤμορφα διαμÜντια,
πουλιὸ ὤμορφα, δεμÝνα στο Παρßσι,
καὶ χωριστὰ σ᾽ ἄλλο κουτß μπριλλÜντια
κυματερὰ σὰν τὸ νερὸ στὴ βρýση.
Κ᾽ ἡ Εὔα, ὅντις τἄειδε, σκοýζει: «Ὤ, γε! τὰ θÝλω!
τὰ θÝλω, μüνε πλÞρωνε, ἈδαμιÝλο!»

Ὁ ΔιÜολος, ὡς κ᾽ ἐκειὸς τὸν ῾παρακßνα·
κι᾽ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε, κ᾽ ἔσφιγγε τσὴ πλÜτες.
Μὰ ἡ Εὔα κλαßοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖνα
μὲ περνᾷς πÜντα! Πρüφασες μονÜτες.
ΠÜρε τα, ἈδÜμ μου... πÜρε τα μπιστιοý...
Τὸν Ἄγουστο πλερþνεις ... μιοý... μιοý... μιοý...

Τὰ δÜκρυα ἐκειὰ τῆς Εὔας ἐσουρþνανε
μÝσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀνοßγανε·
ποý, ζαχαροφτιασμÝνος, τὸν ἐλυþνανε,
τὸν ἐστενοχωροýσανε, τὸν ῾πνßγανε.
Καὶ λÝει: «Κακὸ ποὺ μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ!
Ἂς γÝνῃ, γÝ μου, ἐτοῦτο τὸ ᾽μπιστιοý».

Τὸ ῾μπιστιοὺ ἔγινε κῃüλες, κ᾽ ἐμετρÞθηκε
καὶ τοῦτο μεταξὺ στὰ ἑφτὰ μυστÞρια,
γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμÝρα ποὺ τὸ ἐντýθηκε,
ἄκουε ῾πßσω θ᾽ ὁ Ἀδὰμ κλαμπανιστÞρια,
σὰν τοῦ σκýλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰ
λÜτινο ἀγγειὸ δεμÝνο στὴν ὀρÜ.

Γ´
Μὰ ἦλθε κι᾽ ὁ Ἄγουστος, ποὔταν᾽ ἡ διορßα,
κ᾽ ἦλθε κι᾽ ὁ ΔιÜολος στὸν Ἀδὰμ μαζß του.
Μὰ ὁ Ἄγουστος σὲ μεγÜλη δυστυχßα,
κι᾽ ὁ ΔιÜολος ζητÜει τὴν πληρωμÞ του.
Γιὰ πρþτη φορὰ τüτε ἐκειὸς ὁ ΔιÜολος
ἐφÜνηκε τοῦ Ἀδὰμ αἰσθητὸς ΔιÜολος.

ΚρÜζει τὴν Εὔα κι᾽ ἀρχινÜει τὴ γκρßνα·
κ᾽ ἐγκρßνιαζε τ᾽ ἀντρüûνο ἀνÜμεσü του
κ᾽ ἐτρωγüτουν᾽ πουλιὸ πÜρι ἕνα μῆνα
ὅντις διαλÝει καιρὸ γιὰ τὸ σκοπü του
ὁ ΔιÜολος, κι᾽ ἀλλÜζοντας μορφÞ,
ἦλθε κ᾽ ηὗρε τὴν Εὔα μοναχÞ.

-«Εὔα μου, λÝει, σὲ βλÝπω πικραμÝνη,
καὶ μὲ λυπÜει πολý, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ξÝρει,
γιατὶ ὡς κ᾽ ἐσý ᾽σαι καλομαθημÝνη
κ᾽ ἤθελες πÜντα τÜλαρα στὸ χÝρι.
Μὰ ὑπομονÞ, ΚυρÜ μου, καὶ ῾θυμÞσου
πὼς εἰς τὴ χρεßα δὲν εἶσαι μοναχÞ σου».

«Εἶν᾽ τüσοι ποὺ περσσüτερο ἀπὸ σὲ
ἔχουνε χρεßα στὸν κüσμο γιÜ ᾽να - γι᾽ ἄλλο,
καὶ ποὺ οὔτε σ᾽ ὄνειρο εἴδανε ποτὲ
τὸ πλοýτι τὸ δικü σας τὸ μεγÜλο.
Μὰ ὁ ἄντρας σου δὲ θÝλει νὰ ῾ξοδεýῃ...
ΚÜνει καλÜ... εἶνε φρüνιμος... σωρεýει...

-«Πλοýτι! λÝ᾽ ἡ Εὔα· ὄξω κι᾽ ἂ μοῦ λὲς
γιὰ ῾κειὰ ποὺ ὁ Θειὸς βασταßνει κλειδωμÝνα,
Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ῾δικÜ του». — «ΜπÜ! ᾽ντροπÝς!
ὁ ΔιÜολος λÝει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σÝνα·
οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικÜ,
μüνε τὸν καταλÜβετε κακÜ».

«Ὁ Θειὸς δὲν ἔχει χρειὰ γιὰ παρᾶδες,
κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφÜλμα μεγαλþτατο,
μüνε ἂ θÝλῃς νὰ ἐβγῇς ὀχ τσοὺ μπελλιᾶδες,
εἶνε τὸ μÝσος, Εὔα μου, εὐκολþτατο.
ΝÜ! τὸ κλειδß! ΤρÝχα, ἔπαρε ὅλα ῾κεῖνα
ποὺ σοῦ χρειÜζουνται, νὰ πÜψῃ ἡ γκρßνα».

Δ´
Κ᾽ Ýτσι ἐκλεφτÞκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παρᾶδες,
κ᾽ ἡ Εὔα κÜνει τὴν πρþτη ἁμαρτßα,
δὲ θυμῶμαι σὲ πüσες ῾κατοστÜδες.
Καὶ τὸ δÝχτηκι᾽ ὁ ἈδÜμ, γιατ᾽ εἶχε χρεßα.
Μὰ ἕνα ἔργο τüσο ἀχρεῖο καὶ κακüποιο
ὁ Θειὸς τὸ ἐκýττα μὲ τὸ τελεσκüπιο.

Σημαßνει μὲ θυμὸ τὸ καμπανÝλι,
κ᾽ ἔρχουνται εὐθὺς ἐμπρὸς ξεσκουφωμÝνοι
ΜικÝλης καὶ Γαβρßλης, δυὸ ἈγγÝλοι,
ποὖνε στὸν Οὐρανὸ συνειθισμÝνοι
νὰ κÜνουνε μὲ τÝσσερα πηδÞματα
τὰ πουλιὸ μακρυνþτερα θελÞματα.

-«ΦÝρτε, λÝει, τὸ ΔιÜολο, Ἄγγελοß μου...
Μὰ ὄχι, ὄχι· ἀφÞσετε καὶ πααßνω ἐγὼ
ἔπειτα, νὰ τοῦ δεßξω τὴν ὀργÞ μου!
Κι᾽ ὡς τüσο, μιὰ φορὰ κ᾽ εἴστεν᾽ ἐδῶ,
προβατεῖτε νὰ ἰδῆτε μιὰ δουλειÜ,
γιὰ νὰ σᾶς βÜλω καταμαρτυριÜ».

Τοὺς φÝρνει καὶ τοὺς δυὸ στὸ περιβüλι,
καὶ φθÜνοντας ὀμπρὸς στοῦ Ἀδὰμ τὸ σπßτι,
φωνÜζει δυνατὰ καὶ βγαßνουν ὅλοι.
Καὶ πιÜνει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ μýτη:
-«Ἐδῶθε, λÝει, σὲ σÝρνει τὸ βελÝσι·
ΓÜúδαρε! Μασκαρᾶ! Ἔτσι σ᾽ ἀρÝσει!»

«Καὶ σý, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειÝς;
Ἔτσι ἡ γυναῖκες κÜνουνε  Ἅη ΓιÜννη;
ΜÜ, μὰ τὴ Δραπανιþτισσα, μωρÝς,
θὲ νὰ σᾶς διþξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε... -φτÜνει».
Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβýστηκε, ἐσκοτßστηκε,
κι᾽ ὂχ τὴ πολλὴ τρομÜρα ἐκατουρÞστηκε.

Ὡς τüσο, ὁ ΔιÜολος ἤτανε φευγᾶτος,
κ᾽ ἐπÞαινε τραγουδῶντας τÜ - λα - ρα.
κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνÜβλυαζε, χαρὰ γιομᾶτος,
κ᾽ ἐτραγοýδα ὅλη μÝρα: τÜ- λα- ρα!
Κι᾽ ἀπὸ ᾽κειὸ τὸ τραγοῦδι τÜ, λα, ρα,
εἶπαν τοῦ ἐγκλÞματος τὸ σῶμα: ΤÜλαρα!

      Καιρüς Γι' Αρρþστια

Καλüτυχος που αρρþσταε το ΓενÜρη,
Για να χορτÜση ζÝστα κρεββατιοý.
Τοýτο το κρýο, που ο ΔιÜολος νÜν το πÜρη,
Μου επÜγωσε τα μÝλη του κορμιοý.

Κακü 'ναι να αρρωστÜς τον ΑλονÜρη
Που η κÜψα του φριχτοý καλοκαιριοý
Σου βρÜζει μÝσα στο Üθλιο σου κουφÜρι
ΤÝς δýναμÝς σου, σþματος και νου.

Μ' αν τα βουνÜ μας, κÜτασπρα απü χιüνια,
ΜÜς χýνουν κÜτου αÝρα που ξεσκλÜει,
Α! Τüτε μÝσα στα ζεστÜ σεντüνια

και η αρρþστια λιγþτερο ενοχλÜει
Σαν οποý ακοýμε και ζεστÜ τα εντüστια,
Χþρια οχ' την ξεγνοιασιÜ που δßν' η αρρþστια.

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers