Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Αθήνα κι είναι πτυχιούχος του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθήνας.
Συνεργάτης θεατρολόγος και βοηθός σκηνοθέτη στις παραστάσεις του θεάτρου-εργαστηρίου υποκριτικής Μαύρη Σφαίρα:
α). Huis Clos "Κεκλεισμένων Των Θυρών", 2002-03 &
β). -''- "Leonce Und Lena" 2004-05.
Εχει συμμετοχή σε επιμέλεια θεατρικών προγραμμάτων και σε ομιλίες πολιτιστικού περιεχομένου.Τo 2008 εκδίδεται από τις Eκδόσεις Ενδυμίων η πρώτη ποιητική της συλλογή "Σκεύη Ταξιδίου". Ποιηματά της έχουνε δημοσιευτεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά Ποιείν και Βακχικόν. Γράφει σε blogs στο Διαδίκτυο με το ψευδώνυμο (nick) kokkini kissa!
Εργάζεται στην Εκπαίδευση και ζει στην Αθήνα.
(σημ: Στους Συνδέσμους μου θα βρείτε το blog της!)
--------------------------------------------------------------------
άδειο νερό
Τοποθέτησες τον εαυτό σου δίπλα.
Εγώ κάθε φορά επέστρεφα
στο ανοιχτό της θέσης σου
άδειο νερό.
δίχως ηχώ
Σκόνταψε στο βαθύ πηγάδι της μνήμης
Γκρεμίστηκε με όλο του το βάρος
δίχως ηχώ
ο αέρας διαρκώς του κρατούσε ευγενικά τα χέρια.
στη σκόνη
Βλέποντας όλο και λιγότερο
ανάμεσα στη σκόνη τρυπώνοντας το βλέμμα
ανάμεσα στη σκόνη βολεύοντας τις ώρες στις τσέπες να ζήσει
φορώντας τα γυαλιά του κι ας είναι ραγισμένο το ένα τζάμι
και το ζευγάρι παλιό εποχής ένα παντζούρι κι αυτό που κλείνει πίσω του
πασχίζει να δει έτσι ανάμεσα να προλάβει τον εαυτό του πριν στρίψει
στην απέναντι γωνία να απλώσει τα χέρια κόβοντας μια φέτα ήλιο ακόμα,
αγωνίζεται το σκοτάδι να σπρώξει μακριά το μοχθηρό
και βάζει πάλι το ρολόι τους δείχτες συναρμολογεί πάνω τους σκαρφαλώνει
ανοίγει τη πόρτα κι είναι δρόμος ο χρόνος και το φώς λεύτερο άλογο.
καθρέφτης κλέφτης
Καθρέφτης κλέφτης ο καιρός
σε καθρεφτίζει
και σε επιστρέφει δίχως σώμα.
χύθηκαν λέξεις
Χύθηκαν λέξεις
απ΄τις άκρες των δαχτύλων
σε ανεμόσκαλες κρεμάστηκε η σιωπή
ένα ποτάμι φώς διασχίζει τον αέρα
και τόση σκόνη τρέχει να κρυφτεί
έτριξε ο χρόνος πόρτα μες τη μέρα
χύθηκαν λέξεις είμαι ζωντανή.
μου φάνηκε
Για μια στιγμή
κοίταξα τα χέρια σου
μού φάνηκε πώς είδα
το Θεό ανάμεσα
όμως
δεν είχες χέρια.
από την συλλογή ποιημάτων « ήχος από νερό», εκδόσεις Ενδυμίων, 2010.
σημεία
σβησμένη φωτιά καπνίζει
σβήνοντας
εγώ εσύ εγώ εσύ εγώ
δυο σημεία στον τοίχο
εσύ εγώ εγώ εσύ εσύ εγώ
μια στρογγυλή αίσθηση
παλιώνει
χάνω τη θέση σου στο κάδρο
σε επικηρύσσω
σε ψάχνω
συνθλίβω προφυλάξεις
σε τροχιά ανήμερη πετώ
εκπέμπω μνήμη
ελεύθερα προσγειώνομαι
σε μολυσμένο βάλτο
και πάλι δραπετεύω
τι χαράζει
κόβει ποιο
βλέμμα μπαλόνι στο κενό
σε ψάχνω
και μετά;
μετάληψη
τη νύχτα μεγάλωσε η μέρα
άξαφνα
απρόσμενα
ανύποπτα
σιωπηλά
σκάλες φώς κατρακυλούσαν
πάνω μου
και με διαμέλιζαν
στις σκιερές παύσεις
του κορμιού σου
έντρομη έκρυψα
τα πιο ακριβά μου μέλη
σώμα γυμνό
λύσε τα μυστήρια
όταν χυθεί
απ' το τρύπιο κορμί μου
ο χρόνος
θα μεταλάβεις
το πιο ουσιώδες τίποτα
της αποψινής μου διάρκειας
δίχως θεό
κοιμηθήκαμε
ένας θάνατος ανάμεσα
θεός, έρωτας
με μια σταγόνα αίμα
στο στήθος
ένα φιλί
που κύλησε στο χώμα
και η σαύρα
που τ' άρπαξε στα δόντια της
μ' άγρια χαρά σύρθηκε
στην κοιλιά της νύχτας
που φευγε καλπάζοντας
βυθιζόμαστε
αργά
σε μια θάλασσα
λήθης
Λαβινία
αέρας μαύρος τρελός
με ρουφά στη δίνη του
άνοιξε τις αποσκευές μου
τρέχει ανάμεσα στις πέτρες
αίμα στο δεξί του γόνατο
με αρπάζει
με στρέφει
σε ευθεία μοίρα με τον ήλιο
ζυγίζομαι
στα μάτια μου σμήνη πουλιών
ζαλίζομαι
τυφλή
δίχως χέρια
καρφώνω σανίδες
στην εξώπορτα
γερνάνε πιο γρήγορα
γερνάνε πιο γρήγορα
τις νύχτες οι άνθρωποι
τα χέρια τους μακραίνουν
σ' αυτές τις ατέλειωτες χειραψίες
πόσους νεκρούς ξεπροβοδίζουν;
κάποτε
η νύχτα μου δάνεισε
βιβλία σελίδες από δέρμα
ράκη ανθρώπινα
έτσι ξεφύλλιζα απελπισία
σταγόνες αίμα στα δάχτυλα
πόδια, χέρια, μάτια στο χώμα
γύριζα στο χρόνο
με λάμπα θυέλλης
κρύφτηκα, πλύθηκα, έφτυσα
η μνήμη κυλάει
ακόμη δεν έχει σταματήσει
πέτρες ξεκολλάνε
γκρεμίζονται
μέσα στη λύπη διπλώνω
τη γλώσσα μου
τρώω σάρκα σιωπής
στη μέρα που κουτσαίνει
κλείνω το μάτι
χρόνια δύσκολα
χρόνια δύσκολα μα πυκνά
λέξεις σαν τσακισμένα χέρια
κάθε αγάπη
έχει το δικό της
κλάμα
Λαύριο
Λαύριο, αύριο, λάβα
αύριο, αύρα ποιος έρωτας με χτύπησε
και άδειασαν από αίμα τα φιλιά
που φεύγεις
στίχους σκαρώνω,κοροιδεύω
μεταλλεία πατάω,χώμα γυρεύω
τόσο σκάψιμο
τόσο σκάψιμο
Λαύριο, περπατώ και σ' ακολουθώ
σιωπηλά, τρίζουν οι πόρτες
σα σκουριά στο σίδερο
πάνω σου, πάνω μου
πού πάω;
ξεδιάντροπα κοιτάζω
σπασμένα τζάμια, γυαλιά, παράθυρα
και πόρτες λαμαρίνες
σιωπηλά, μερικά μέτρα πίσω
πιο μπροστά μετά
σαν έρωτας ο χρόνος φονιάς
μυρίζει
λάθος η σιωπή
η λέξη κρίμα
σκέψη άσχημη σκύλα
όταν πεινάς δαγκώνεις
γριά ξεδοντιάρα
τρόμαξα, πού φεύγεις;
εκεί που πατάς κι εγώ
βουλιάζω απόψε